Σε συνέχεια της σύντομης παρουσίασης του περιοδικού "Μετρονόμος", αναδημοσιεύουμε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του κορυφαίου ερευνητή της ελληνικής μουσικής, Πάνου Σαββόπουλου, με τίτλο 'H Σμυρναίικη σχολή και ο Παναγιώτης Τούντας'. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 6 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002) του "Μετρονόμου" και πραγματεύεται τη διαχρονικότητα του Σμυρναίικου τραγουδιού και την ιδιαίτερη συμβολή του Παναγιώτη Τούντα (φωτογραφία από www.rebetiko.gr) στη διαμόρφωση του Ρεμπέτικου μετά το 1922. Τα Μουσικά Προάστια ευχαριστούν το περιοδικό "Μετρονόμος" για την άδεια αναδημοσίευσης της σημαντικής αυτής εργασίας.
Η Σμυρναίικη σχολή και ο Παναγιώτης Τούντας
Συμπληρώνεται φέτος 80 χρόνια από την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, με πληγές που ακόμα και σήμερα δεν έχουν κλείσει, αφού εξακολουθούν να ζούνε οι άνθρωποι που βίωσαν τα εφιαλτικά εκείνα γεγονότα και βέβαια ζούνε πολλοί περισσότεροι από αυτούς που έζησαν την προσφυγιά και τις συνέπειές της. Κανονικά χρειάζεται να συμπληρώνεται στρογγυλός αριθμός ετών από κάποια μαύρη επέτειο για να θυμηθούμε και να την τιμήσουμε. Όμως κάποιες χρονολογίες βαραίνουν και γίνονται καταλυτικές. Αφήστε που το έχουμε στο αίμα μας να ξεχνάμε... Έτσι το παρόν σημείωμα αποτελεί μια μικρή μουσική όξυνση της μνήμης για τα 80 χρόνια της καταστροφής αλλά και για τα 60 από το θάνατο του Παναγιώτη Τούντα.
Η Σμυρναίικη μουσική σχολή δημιουργήθηκε με το πέρασμα του χρόνου και τα τραγούδια έχουν σπάνια ομορφιά και ραφινάτη υφή. Έχουν βυζαντινή και κυρίως αρχαιοελληνική καταγωγή με βάση την Ιωνική Ιαστί Αρμονία που αποτελούσε όχι απλά ένα μουσικό μέτρο, αλλά και ένα μέτρο του τρόπου ζωής. Οι στίχοι τους έχουν υποστεί μακροχρόνια επεξεργασία και γι' αυτό θεωρούνται «τέλειες κατασκευές».
Τα σμυρναίικα τραγούδια τα γέννησε η ανάγκη της ψυχής να επικοινωνήσει και να μιλήσει ποιητικά και μουσικά σε άλλες ψυχές και δεν τα γέννησε η ψυχρή ανάγκη των εταιρειών δίσκων. Γι' αυτό είναι διαχρονικά κι όχι ευκαιριακά, όπως τα σύγχρονα φτηνοτράγουδα της καψούρας, με ημερομηνία άμεσης λήξης! Γι' αυτό δημιουργούν πολιτισμό ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά την εποχή τους και επιβιώνουν τόσο στα πάλκα, όσο και στις πίστες αλλά και στη δισκογραφία, ενώνοντας τις γενιές στη διασκέδαση. Τα σμυρναίικα τραγούδια δείχνουν επίσης σε τι επίπεδο πολιτισμού είχε φτάσει η Ιωνία σε όλους τους τομείς, αν πάρει κάποιος ένα από τα μέτρα σύγκρισης, την άφθαρτη μουσική και τα τραγούδια της. Δηλαδή τη Σμυρναίικη μουσική σχολή. Τα τραγούδια αυτά είναι οι προπομποί των κατοπινών ρεμπέτικων της Πειραιώτικης σχολής, έξω απ' το ότι μπόλιασαν ολόκληρη την νεότερη ελληνική μουσική.
Τα σμυρναίικα τραγούδια φτάνουν πολύ βαθιά στην καρδιά όσο κανένα άλλο είδος μουσικής (και μη με περάσετε παρακαλώ για κανέναν «μουσικό ρατσιστή»). Όταν έμεινα στη Σουηδία άκουσα την «εξομολόγηση» κάποιου ντόπιου, μεγάλου μουσικού. Μου είπε λοιπόν ότι πρώτα-πρώτα μπήκε στην καρδιά του η ευρωπαϊκή μουσική, αλλά όχι τόσο βαθιά. Μετά γνώρισε τη λατινοαμερικάνικη και ισπανική, που μπήκαν βαθύτερα. Ύστερα έμαθε τις σλάβικες και καυκασιανές μουσικές που προχώρησαν πιο «κάτω». Στη συνέχεια βρέθηκε στην Ελλάδα και στα... ρεμπέτικα και τότε νόμισε ότι αυτά τα τραγούδια τον είχαν αγγίξει όσο τίποτε άλλο. Είχε όμως γελαστεί! Γιατί όταν με το «ψάξιμο» των ρεμπέτικων (έμαθε και μπουζούκι!!!) γνώρισε τα σμυρναίικα και τα μικρασιάτικα, κατάλαβε ότι είχε κι άλλο βάθος στη καρδιά του...Τα θεωρεί ό,τι πιο τέλειο γέννησε η ανθρώπινη ψυχή από κάθε άποψη. Έτσι άρχισε να μαθαίνει συστηματικά ελληνικά. Κι όλα αυτά από έναν «ξένο». Έναν Σουηδό.
Στη Σμυρναίικη σχολή πάντως «χρεώνεται» και ένα μεγάλο μέρος των μανέδων, των αργόσυρτων αυτών μελισματικών και ποιητικών αριστουργημάτων με συγκεκριμένες (συνήθως) μελωδίες βασισμένες σε επιλεγμένους με σοφία ήχους - μακάμια και με στιχάκια δεκαπεντασύλλαβα ιαμβικά) επιγραμματικού χαρακτήρα (κάτι σαν «ρητά»).
Οι μανέδες έχουν αρχαιοελληνική καταγωγή από το Λίναιο θρήνο, το δε όνομα μανές (όπως λένε και οι Μικρασιάτες και όχι α-μανές) προέρχεται πιθανά από το αρχαιοελληνικό μανέρως - (μανία + έρως) - μανέ(ρω)ς - μανές. Δέχτηκε βέβαια στη πορεία και επιδράσεις. Λίαν παρεξηγημένο είδος ο μανές καταδιώχτηκε άγρια και με μίσος, απαγορεύτηκε δε με γελοίες αστυνομικές διατάξεις από τους άσχετους απληροφόρητους, αναίσθητους, αδιάφορους και (κυρίως) κομπλεξικούς «Ελληνάρες» της εποχής γιατί τον θεωρούσαν τούρκικο είδος λόγω των πολλών «αμάν» τελικώς προερχομένου εκ του «αμήν»! Ακόμα και άτομα με κάποια πνευματική επιφάνεια όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έχυσαν πολύ χολή στους αγνότατους μανέδες, που είναι αδέλφια, μάλιστα –κατά τη γνώμη μου– καθαρότερα από κάθε άποψη, από την αναμφισβήτητη βυζαντινή μουσική. Έτσι οι «Ελληνάρες» κατάφεραν την εξαφάνιση του μανέ τόσο από τα πάλκα όσο και από τη δισκογραφία. Έχω παρατηρήσει όμως σε κάποιες συναυλίες ότι η αντίδραση του κοινού γίνεται συγκινητικά θερμή, όταν κάποιος τραγουδιστής/τραγουδίστρια ερμηνεύσει έναν μανέ και συνήθως ζητάνε και έναν δεύτερο άσχετα αν (μεταξύ μας) η ερμηνεία (λόγω έλλειψης βυζαντινής και μικρασιατικής αγωγής) είναι στη πραγματικότητα της «συμφοράς», αν συγκρίνει κανείς με αυτές των μέγιστων Νταλκά, Νούρου, Ρόζας, Ρίτας, Καναρο-πούλου, Πολίτισας, Καρίπη, Ατραΐδη, Σωφρονίου και άλλων «θεών». Οπωσδήποτε η αναβίωση των μανέδων σήμερα δεν είναι εύκολο πράγμα, όπως ήταν η αναβίωση των άλλων αριστουργημάτων της Μικρασιατικής σχολής. Άλλωστε δεν βοηθάει και η προβαλλόμενη «κουλτούρα» της εποχής που είναι: λάιτ-γρήγορο-καινούριο. Πάντως σας βεβαιώνω ότι το ενδιαφέρον για τους αυθεντικούς μανέδες από δίσκους γραμμοφώνου μεγαλώνει συνεχώς ακόμα και από άτομα νεαρής ηλικίας, το δε μεγαλύτερο εμπόδιο που υπάρχει εδώ είναι το σφιχταγκάλιασμα που κάνουμε (αφού «βιαστήκαμε» γι' αυτό σκληρά επί δεκαετίες με την συγκερασμένη, χαλαρή, και σκληρή δυτική μελωδία και αρμονία.
Μετά το '22 ήρθαν στην κυρίως Ελλάδα ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Ανάμεσά τους τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής: δημιουργοί, τραγουδιστές, οργανοπαίχτες. Πρώτος των πρώτων ο Παναγιώτης Τούντας, ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος. Η προσφορά του είναι τεράστια αλλά δεν έχει ακόμα αποτιμηθεί αφού ουδείς επίσημος φορέας, ασχολείται σχετικώς και μόνο κάποιοι «αιθεροβάμονες» ιδιώτες με φλόγα στη καρδιά και λάμψη στα μάτια αφιερώνουν απλόχερα και ανιδιοτελώς το χρόνο τους για να ερευνήσουν, παρατηρήσουν, μελετήσουν και τελικά συμπεράνουν. (Αυτή είναι η...Ελλάς!).
Εν τάχει σας θυμίζω τα βιογραφικά του: Γεννήθηκε στη Σμύρνη και λόγω της εύπορης οικογένειάς του είχε τη δυνατότητα να μάθει από μικρός μουσική και μαντολίνο, έτσι ώστε στα είκοσί του χρόνια να μπεί στη Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα.
Το περίφημο και πρότυπο αυτό μουσικό εργαστήρι της Σμύρνης που έβγαλε πολλούς μουσικούς, τραγουδιστές αλλά και δημιουργούς. Στην Ελλάδα ήρθε το 1923 και ανέβηκε αμέσως στα πάλκα, παίζοντας μαντολίνο και έχοντας την ευθύνη της ορχήστρας και του προγράμματος. Άρχισε να ηχογραφεί το 1924 και η κληρονομιά του στις 78΄ στροφές είναι γύρω στα 400 τραγούδια.
Παρατήρηση
Δυστυχώς ο κατάλογος της δισκογραφίας των 78΄ στροφών στη Ελλάδα δεν έχει εισέτι συμπληρωθεί. Ο Διονύσης Μανιάτης έχει καταγράψει 23.610 τραγούδια και υπολείπονται μόνο γύρω στα 600 (2,5%) για να συμπληρωθεί το αρχείο του, αλλά μερικοί προτιμούν να πάρουν στον... τάφο τους όποιους κατάλογους διαθέτουν, παρά να τους εκδόσει άλλος και να πάρει αυτός τη «δόξα»-(τρομάρα τους!) Το αρχείο του Μανιάτη (μια και είναι τόσο πλήρες κι αφού δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί κάποια φορά να βρεθεί το 100% επειδή ενδεχομένως κάποιες ηχογραφήσεις έχουν εξαφανιστεί για πάντα) θα μπορούσε να εκδοθεί σε μορφή τόμων αλλά και ψηφιακού δίσκου με λειτουργικό χρηστικό. Φαίνεται όμως ότι οι επίσημοι «υπεύθυνοι»-ανεύθυνοι τσιγκουνεύονται για τέτοιες δραστηριότητες. Και ο κατάλογος περιμένει τον «καλό κι αγαθό».
Για δέκα χρόνια ο Παναγιώτης Τούντας ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής της Κολούμπια. Από τη θέση αυτή προώθησε πολλά νέα ταλέντα, τόσο δημιουργούς όσο τραγουδιστές και οργανοπαίχτες. Πέθανε στις 23 Μαΐου του 1942.
Ξανατονίζω ότι η συμβολή του Τούντα στη ελληνική μουσική είναι τεράστια. Κατ' αρχήν ήταν πολυγραφότατος και με συνθετικό έργο ποικίλο. Έγραψε μικρασιάτικα αστικά λαϊκά, μανέδες, δημοτικά, ρεμπέτικα και ελαφρά. Εκτός από τα μουσικά, λογοτεχνικά, ερμηνευτικά και ορχηστρικά στοιχεία, τα τραγούδια του είναι πηγές ποικίλων πληροφοριών όπως κοινωνιολογικών και ιστορικών («Για την αγάπη σου», «Γιατί φουμάρω κοκαΐνη», «Μη σε φοβίζει ο πόλεμος» κ.ά.).
Μέγας γνώστης της ευρωπαϊκής μουσικής ο Τούντας αλλά και μαθητής της Σμυρναίικης Εστουδιαντίνας, ανάμιξε παραγωγικά στις συνθέσεις του ανατολικά και δυτικά μουσικά στοιχεία με αποτέλεσμα αισθητικότατο και ελκυστικότατο. Συχνά χρησιμοποίησε και «δάνεια» από τον μικρασιατικό μουσικό θησαυρό, ακόμα και ολόκληρα τραγούδια τα οποία διασκεύασε κατά το δοκούν, τα υπέγραψε και μας τα έκανε γνωστά. Ενδεχομένως τα διέσωσε και από τον αφανισμό (π.χ. «Κουβέντα με το χάρο»). Με τη επίσημη εμφάνιση της Πειραιώτικης Κομπανίας από το 1934 και επειδή άρχισε να υποχωρεί το μικρασιάτικο τραγούδι σε δημοτικότητα και να ανέρχεται το ρεμπέτικο με τους μπουζουκομπαγλαμάδες, ο ευέλικτος και ευφυέστατος Τούντας μεταπήδησε εύκολα στον αυστηρά «περιφραγμένο» ρεμπέτικο χώρο χαρίζοντάς μας πλουσιότατες συνθέσεις (π.χ. «Μες στην ταβέρνα» ένα ψιλο-ξεπατήκωμα του «Μινόρε του τεκέ» του Χαλκιά). Ο Παναγιώτης Τούντας έχει μια διαχρονικότητα, αφού τα τραγούδια του ανακαλύπτονται και σήμερα, είναι δε από τα πρώτα στις επαναηχογραφήσεις, στα πάλκα αλλά και στις πίστες.
Οι μελωδίες του είναι μεν συμπαγείς στη δομή αλλά είναι χαλαρές στην ακρόαση και λειτουργούν μέχρι τις μέρες μας σαν μια αύρα ή αιθέρας επικοινωνία σας τόσο του καθενός με το βαθύτερο εαυτό του, όσο και με τους διπλανούς του (κάτι που χαρακτηρίζει -μεταξύ μας- όλη τη μικρασιατική μουσική).
Ένα φαινόμενο που παρατηρείται στο έργο του Τούντα, όπως άλλωστε και στα έργα άλλων μαέστρων και καλλιτεχνικών διευθυντών εταιρειών δίσκων (Περιστέρης, Σαλονικιός κ.ά.), είναι ότι σε έναν αριθμό τραγουδιών φέρονται ως συνδημιουργοί με άλλους συνθέτες, χωρίς όμως τα εν λόγω τραγούδια να είναι του δικού τους ύφους. Στην περίπτωση του Τούντα η εξήγηση μπορεί να είναι ότι ο μεγαλοφυής αυτός μουσικός συνέλαβε αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση των τραγουδιών αυτών οπότε έγινε συνδημιουργός. Τέλος πάντων δεν νομίζω ότι υπήρχε άλλη εξωκαλλιτεχνική συναλλαγή...Τον Παναγιώτη Τούντα, έχουν κατακλέψει μετά το θάνατό του παλαιότεροι αλλά και νεότεροι συνάδελφοί του. Αλλά η πνευματική προστασία στον τόπο μας είναι πολύ καθυστερημένη και...πονηρή, αφήστε που απαιτούνται και στελέχη «τσακάλια» που να γνωρίζουν όλο το ρεπερτόριο και να εντοπίζουν αμέσως τους...θρασείς άρπαγες.
Μετρονόμος, τεύχος 6 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002)