Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: εκτιμούμε αφάνταστα την προσφορά της Δήμητρας Γαλάνη στο ελληνικό τραγούδι. Οι συνεργασίες της με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Δήμο Μούτση, τον Μίκη Θεοδωράκη και πολλούς άλλους δημιουργούς, η αξέχαστη live ερμηνεία της από το Χάραμα, αποτελούν σημεία αναφοράς. Όμως το μεγαλείο του παρελθόντος δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για δαφορετικές επιλογές στο παρόν. Αναφερόμαστε στον τελευταίο της δίσκο «Ντάμα Κούπα».
Τον ακούσαμε προσεκτικά και ιδού το συμπέρασμα: η «Ντάμα Κούπα» συμπυκνώνει στα δώδεκα τραγούδια της όλη την παθολογία του σημερινού τραγουδιού. Συμπτώματα αυτής της παθολογίας είναι και τα εξής: 1)αόριστοι στίχοι σε μοτίβα τετριμμένης εσωστρέφειας και μελαγχολίας, 2) τραγούδια που δεν έχουν μεταξύ τους καμία συνοχή, που δεν τα συνδέει απολύτως τίποτα, που δεν διαθέτουν μία κοινή αισθητική βάση, 3) μουσικά δάνεια από το εξωτερικό που δεν υπηρετούν καμία καλλιτεχνική σκοπιμότητα πέρα από την επιθυμία ένταξης σε μία ευρύτερη «έθνικ» αγορά.
Η «Ντάμα Κούπα» περιέχει 12 τραγούδια, εκ των οποίων τα οχτώ είναι απλοί «μεταγλωτισμοί» ή προσαρμογές ξένων τραγουδιών. Η Γαλάνη παραμένει η γνωστή πολύ καλή τραγουδίστρια με τη γνωστή πολύ καλή φωνή. Το πρόβλημα είναι στα τραγούδια και όχι στην ερμηνεία της. Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι αποκαλυπτική ως προς τη διαδικασία επιλογής των τραγουδιών και τα κριτήρια που εφάρμοσε. Αντιγράφουμε από το σημείωμά της στο δίσκο:
Το πρώτο τραγούδι που άκουσα απ’ τις μελωδίες που είχε διαλέξει (σημ.: η Γαλάνη) για την τωρινή παραγωγή ήταν σε μουσική του Erik Satie γραμμένη ανάμεσα στα 1889 με 1891. Σαν μουσική την ήξερα και την αγαπούσα αυτό που δεν ήξερα ήταν πως είχε γίνει τραγούδι. Το έλεγε ένας άντρας μαγικά. Έπειτα άκουσα ένα tango το «Querer». Θέλησα να κρατηθεί έτσι ο τίτλος του και στο cd. Έπειτα δυο μελωδίες του Μάκη Μουράτογλου που με ξάφνιασαν ευχάριστα. Ύστερα το «Addio, addio amore».
Μου άρεσαν πολύ όλα. Έτσι όπως ήταν διαφορετικά κι ανακατεμένα. Φανταζόμουν τη φωνή της Δήμητρας και πόσο της πάνε αυτοί οι ήχοι. Εκείνο τον καιρό, κάναμε πρόβες για το αφιέρωμα της Σοφίας Βέμπο στο Μέγαρο Μουσικής. Εκεί με πλησίασε μια νεαρή κοπέλα η Ελίνα Σκαρπαθιώτη και μου μίλησε για κάποιον Ιταλό συνθέτη που είχε ενδιαφέρον κι αν ήθελα να τον ακούσω. Έτσι ήρθαν στα χέρια μου τα τραγούδια του Vinicio Capossela. Είχε καιρό να ‘ρθει η καρδιά μου στον τόπο της. Έβαλα στη Δήμητρα ν’ ακούσει. Διάλεξε δύο. Εγώ τα ήθελα όλα, ει δυνατόν. Άκουσα μετά και τη «Δραχμούλα», έτσι το λέω το τραγούδι της Μυρτώς Κοντοβά και του Κώστα Μπαλταζάνη, και είπα να μπει και αυτό στο δίσκο. Τραγούδια ωραία να έχει. Να γυρίσει τη Μεσόγειο η Δήμητρα να τα λέει ελληνικά με τη διεθνή φωνή της.
Μέχρι τώρα ξέραμε ότι ο ρόλος του στιχουργού ήταν να γράφει καλά τραγούδια, όχι να τα βρίσκει έτοιμα στην αγορά. Που είναι η καλλιτεχνική συνοχή του έργου; Ακόμα χειρότερα: ποιός είναι ο λόγος ύπαρξής του; «Να γυρίσει τη Μεσόγειο η Δήμητρα;»
Στιχουργικά, η Νικολακοπούλου κινείται στα μοτίβα που μας έχει συνηθίσει χρόνια τώρα, και που δεν είναι πάντα αντιληπτά. Για παράδειγμα, μήπως ξέρετε τι σημαίνει «κουτς-κουτς-κουτς» όπως γράφει η Νικολακοπούλου στο ομώνυμο τραγούδι; Ελπίζω να κρύβεται κάποιο βαθύτερο νόημα, και εγώ να μην το έχω καταλάβει.Η μήπως υπάρχει μια δυσπρόσιτη ποιοτική εκδοχή την οποία αδυνατούμε να προσδιορίζουμε; Στο ίδιο τραγούδι υπάρχει αναφορά σε «περιστέρια και γάτες με μακό και γραβάτες». Ασφαλώς είναι άδικο να παραθέτουμε μεμονωμένες φράσεις, όμως ίσως είναι τελικά δύσκολο να μην τις απομονώνουμε, αφού ούτε στο ίδιο το τραγούδι δε χωράνε, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς.
Ο ποιητής γενικά μελαγχολεί, χωρίς όμως να μας εξηγεί τη βαθύτερη αιτία του πόνου του. Στο «Κόκκινο τραίνο» υποφέρει. Στα «Στερεότυπα» δεν μπορεί να ζει. Στο «Querer» προτρέπει τους ακροατές να κλαίνε. Στη «Μάσκα» φοράει φεγγάρια λυπημένα. Στο «Πλάι στο νερό» χάνει το θάρρος της και κλαίει σαν χωρίζει. Στο «Πάει πάει» είναι φορτωμένη με πίκρα και φοβάται το φως που θα ‘ρθει. Γενικά, υπάρχει μία ατμόσφαιρα λύπης, από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς όμως να μαθαίνουμε τους παράγοντες εκείνους που επιβάλλουν αυτό το συναίσθημα στον ποιητή. Ο πόνος της Νικολακοπούλου είναι αν-ιστορικός και α-κοινωνικός. Κάποιος ίσως να ισχυριστεί ότι αυτός ο πόνος είναι της ύπαρξης. Αλλά δεν νοείται ανθρώπινη ύπαρξη πέρα και έξω από την κοινωνία και την ιστορία. Μήπως σήμερα οι άνθρωποι, έχοντας αποκόψει κάθε επαφή με το περιβάλλον κι έχοντας απωλέσει κάθε ελπίδα συλλογικής βελτίωσης της καθημερινής τους ζωής, εξαντλούνται σε ατέρμονες αναζητήσεις της μέσα τους ζωής;
Ένα ακόμη γενικότερο σχόλιο για το τέλος:
Θεωρούμε άδικο το γεγονός ότι το τραγούδι «Um Princelada» αναφέρεται στο δίσκο ως ντουέτο της Δήμητρας Γαλάνη με τη Cesaria Evora. Μήπως θα μπορούσαμε να μάθουμε πότε ακριβώς ήρθε η Evora στην Ελλάδα, ή πότε πήγε η Γαλάνη στο Πράσινο Ακρωτήριο, για να τραγουδήσουν μαζί, δηλαδή στον ίδιο χώρο και στον ίδιο χρόνο; Γιατί στο δικό μας αυτί το τραγούδι αυτό ακούγεται μάλλον ως απλή προσθήκη της φωνής της Γαλάνη σε ήδη υπάρχον μουσικό σώμα; Χρειάζεται η Evora την υποστήριξη ελληνίδας τραγουδίστριας για να είναι αισθητικά άρτιο το τραγούδι; Μήπως τελικά όλα γίνονται για το κυνήγι της επιτυχίας, μην υπολογίζοντας τη συνεπαγόμενη αισθητική απαξίωση του τελικού προϊόντος και των συντελεστών του;
Τον ακούσαμε προσεκτικά και ιδού το συμπέρασμα: η «Ντάμα Κούπα» συμπυκνώνει στα δώδεκα τραγούδια της όλη την παθολογία του σημερινού τραγουδιού. Συμπτώματα αυτής της παθολογίας είναι και τα εξής: 1)αόριστοι στίχοι σε μοτίβα τετριμμένης εσωστρέφειας και μελαγχολίας, 2) τραγούδια που δεν έχουν μεταξύ τους καμία συνοχή, που δεν τα συνδέει απολύτως τίποτα, που δεν διαθέτουν μία κοινή αισθητική βάση, 3) μουσικά δάνεια από το εξωτερικό που δεν υπηρετούν καμία καλλιτεχνική σκοπιμότητα πέρα από την επιθυμία ένταξης σε μία ευρύτερη «έθνικ» αγορά.
Η «Ντάμα Κούπα» περιέχει 12 τραγούδια, εκ των οποίων τα οχτώ είναι απλοί «μεταγλωτισμοί» ή προσαρμογές ξένων τραγουδιών. Η Γαλάνη παραμένει η γνωστή πολύ καλή τραγουδίστρια με τη γνωστή πολύ καλή φωνή. Το πρόβλημα είναι στα τραγούδια και όχι στην ερμηνεία της. Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι αποκαλυπτική ως προς τη διαδικασία επιλογής των τραγουδιών και τα κριτήρια που εφάρμοσε. Αντιγράφουμε από το σημείωμά της στο δίσκο:
Το πρώτο τραγούδι που άκουσα απ’ τις μελωδίες που είχε διαλέξει (σημ.: η Γαλάνη) για την τωρινή παραγωγή ήταν σε μουσική του Erik Satie γραμμένη ανάμεσα στα 1889 με 1891. Σαν μουσική την ήξερα και την αγαπούσα αυτό που δεν ήξερα ήταν πως είχε γίνει τραγούδι. Το έλεγε ένας άντρας μαγικά. Έπειτα άκουσα ένα tango το «Querer». Θέλησα να κρατηθεί έτσι ο τίτλος του και στο cd. Έπειτα δυο μελωδίες του Μάκη Μουράτογλου που με ξάφνιασαν ευχάριστα. Ύστερα το «Addio, addio amore».
Μου άρεσαν πολύ όλα. Έτσι όπως ήταν διαφορετικά κι ανακατεμένα. Φανταζόμουν τη φωνή της Δήμητρας και πόσο της πάνε αυτοί οι ήχοι. Εκείνο τον καιρό, κάναμε πρόβες για το αφιέρωμα της Σοφίας Βέμπο στο Μέγαρο Μουσικής. Εκεί με πλησίασε μια νεαρή κοπέλα η Ελίνα Σκαρπαθιώτη και μου μίλησε για κάποιον Ιταλό συνθέτη που είχε ενδιαφέρον κι αν ήθελα να τον ακούσω. Έτσι ήρθαν στα χέρια μου τα τραγούδια του Vinicio Capossela. Είχε καιρό να ‘ρθει η καρδιά μου στον τόπο της. Έβαλα στη Δήμητρα ν’ ακούσει. Διάλεξε δύο. Εγώ τα ήθελα όλα, ει δυνατόν. Άκουσα μετά και τη «Δραχμούλα», έτσι το λέω το τραγούδι της Μυρτώς Κοντοβά και του Κώστα Μπαλταζάνη, και είπα να μπει και αυτό στο δίσκο. Τραγούδια ωραία να έχει. Να γυρίσει τη Μεσόγειο η Δήμητρα να τα λέει ελληνικά με τη διεθνή φωνή της.
Μέχρι τώρα ξέραμε ότι ο ρόλος του στιχουργού ήταν να γράφει καλά τραγούδια, όχι να τα βρίσκει έτοιμα στην αγορά. Που είναι η καλλιτεχνική συνοχή του έργου; Ακόμα χειρότερα: ποιός είναι ο λόγος ύπαρξής του; «Να γυρίσει τη Μεσόγειο η Δήμητρα;»
Στιχουργικά, η Νικολακοπούλου κινείται στα μοτίβα που μας έχει συνηθίσει χρόνια τώρα, και που δεν είναι πάντα αντιληπτά. Για παράδειγμα, μήπως ξέρετε τι σημαίνει «κουτς-κουτς-κουτς» όπως γράφει η Νικολακοπούλου στο ομώνυμο τραγούδι; Ελπίζω να κρύβεται κάποιο βαθύτερο νόημα, και εγώ να μην το έχω καταλάβει.Η μήπως υπάρχει μια δυσπρόσιτη ποιοτική εκδοχή την οποία αδυνατούμε να προσδιορίζουμε; Στο ίδιο τραγούδι υπάρχει αναφορά σε «περιστέρια και γάτες με μακό και γραβάτες». Ασφαλώς είναι άδικο να παραθέτουμε μεμονωμένες φράσεις, όμως ίσως είναι τελικά δύσκολο να μην τις απομονώνουμε, αφού ούτε στο ίδιο το τραγούδι δε χωράνε, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς.
Ο ποιητής γενικά μελαγχολεί, χωρίς όμως να μας εξηγεί τη βαθύτερη αιτία του πόνου του. Στο «Κόκκινο τραίνο» υποφέρει. Στα «Στερεότυπα» δεν μπορεί να ζει. Στο «Querer» προτρέπει τους ακροατές να κλαίνε. Στη «Μάσκα» φοράει φεγγάρια λυπημένα. Στο «Πλάι στο νερό» χάνει το θάρρος της και κλαίει σαν χωρίζει. Στο «Πάει πάει» είναι φορτωμένη με πίκρα και φοβάται το φως που θα ‘ρθει. Γενικά, υπάρχει μία ατμόσφαιρα λύπης, από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς όμως να μαθαίνουμε τους παράγοντες εκείνους που επιβάλλουν αυτό το συναίσθημα στον ποιητή. Ο πόνος της Νικολακοπούλου είναι αν-ιστορικός και α-κοινωνικός. Κάποιος ίσως να ισχυριστεί ότι αυτός ο πόνος είναι της ύπαρξης. Αλλά δεν νοείται ανθρώπινη ύπαρξη πέρα και έξω από την κοινωνία και την ιστορία. Μήπως σήμερα οι άνθρωποι, έχοντας αποκόψει κάθε επαφή με το περιβάλλον κι έχοντας απωλέσει κάθε ελπίδα συλλογικής βελτίωσης της καθημερινής τους ζωής, εξαντλούνται σε ατέρμονες αναζητήσεις της μέσα τους ζωής;
Ένα ακόμη γενικότερο σχόλιο για το τέλος:
Θεωρούμε άδικο το γεγονός ότι το τραγούδι «Um Princelada» αναφέρεται στο δίσκο ως ντουέτο της Δήμητρας Γαλάνη με τη Cesaria Evora. Μήπως θα μπορούσαμε να μάθουμε πότε ακριβώς ήρθε η Evora στην Ελλάδα, ή πότε πήγε η Γαλάνη στο Πράσινο Ακρωτήριο, για να τραγουδήσουν μαζί, δηλαδή στον ίδιο χώρο και στον ίδιο χρόνο; Γιατί στο δικό μας αυτί το τραγούδι αυτό ακούγεται μάλλον ως απλή προσθήκη της φωνής της Γαλάνη σε ήδη υπάρχον μουσικό σώμα; Χρειάζεται η Evora την υποστήριξη ελληνίδας τραγουδίστριας για να είναι αισθητικά άρτιο το τραγούδι; Μήπως τελικά όλα γίνονται για το κυνήγι της επιτυχίας, μην υπολογίζοντας τη συνεπαγόμενη αισθητική απαξίωση του τελικού προϊόντος και των συντελεστών του;
Ηρακλής Οικονόμου