Πέμπτη 23 Αυγούστου 2007

Η συμβουλή της Αρλέτας




Πολύ ενδιαφέρουσα η συνέντευξη του Χρήστου Θηβαίου στον Άρη Σκιαδόπουλο και την εκπομπή «Δρόμοι» της ΕΤ1, την Τρίτη 8 Αυγούστου. Κρατάμε τρία σημεία από όσα με περίσσια ευαισθησία είπε ο τραγουδοποιός. Τα δύο, σαφώς αλληλένδετα:

«Η μεγαλύτερη περιουσία του ανθρώπου είναι η συνέπεια και οι φίλοι του».

«Τελικά, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου είναι οι άλλοι».

Και το τρίτο, το τι είπε η Αρλέτα (φώτο από www.hridanos.gr) στον Θηβαίο όταν άκουσε για πρώτη φορά το demo του συγκροτήματος «Συνήθεις Ύποπτοι»:

«Παιδί μου, έχεις ταλέντο αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι τι θα κάνεις με αυτό».

Τρίτη 21 Αυγούστου 2007

"Έφυγε" η Μάρω Λοΐζου




Η Μάρω Λοΐζου, η συγγραφέας που πρωτίστως αγάπησε τα παιδιά και σ' έναν κόσμο αντιποιητικό έγραψε παιδικά βιβλία στα οποία διέσωζε και την ποίηση, η σύζυγος του «πρίγκιπα» Μάνου Λοΐζου, η ευαίσθητη κοινωνικά, πολιτικοποιημένη, αριστερή γυναίκα, έσβησε χθες το μεσημέρι στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 67 ετών. Η κηδεία της θα γίνει αύριο στις 11 το πρωί, στο Κοιμητήριο Παπάγου.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 17 Σεπτεμβρίου του 1940. Η αίσθηση της κοινωνικής αδικίας την ώθησε από πολύ νωρίς (στα 20 χρόνια της) να συμμετάσχει μαζί με άλλους πρωτοπόρους καλλιτέχνες σε αγωνιστικές πολιτιστικές δραστηριότητες. Τρεις ποιητικές συλλογές και στίχοι της μελοποιήθηκαν και έγιναν τραγούδια και ποιήματα που απαγγέλλονταν σε δημόσιους χώρους.

Το 1965 παντρεύεται τον συνθέτη Μάνο Λοΐζο, «τον πρώτο μου -όπως έλεγε- έρωτα», με τον οποίο τον επόμενο χρόνο αποκτούν τη μοναχοκόρη τους Μυρσίνη. Από τότε η Λοΐζου αφοσιώνεται στην παιδική λογοτεχνία, πραγματοποιώντας παράλληλα ανάλογες εκπομπές για παιδιά στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Πάντα, σε οτιδήποτε κι αν έκανε μετάγγιζε την ποίηση και τον ιδεαλισμό της.

Από το 1974, οπότε δημοσίευσε το πρώτο της βιβλίο για παιδιά, εξέδωσε συνολικά 35 έργα. Από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά του τρόπου που αντιλαμβανόταν την παιδική λογοτεχνία είναι η τετραλογία «Μήπως είδατε τον Αόρατο;» (εκδόσεις «Πατάκη»), επίσης η τετραλογία «Τρέχει-Τρέχει», όπου προσεγγίζονται τα φυσικά φαινόμενα και αποτυπώνεται ο αντίκτυπός τους στα ανθρώπινα αισθήματα, και η δεκάτομη σειρά «Το Θαύμα του Κόσμου», που έχει στόχο τη μύηση του μικρού αναγνώστη στην ποίηση του κόσμου: από τη δημιουργία του Σύμπαντος έως τη σύγχρονη Οικολογία. Αξιοσημείωτη είναι και η σειρά βιβλίων «Ένα παραμύθι μια χώρα», ιστορίες και μυθιστορήματα (από τον «Κέδρο»), όπου μέσα από διάσπαρτους μύθους και λαϊκές αφηγήσεις από διάφορες χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ρωσία, Καναδάς, Βραζιλία, Αίγυπτος, Ινδία, Ιράν), διοχετεύεται στον μικρό αναγνώστη η αγάπη για το «Άλλο» και ο σεβασμός στον διαφορετικό πολιτισμό.

Δεν είναι τυχαίο που πολλά βιβλία της έχουν βραβευτεί με ειδικά βραβεία και έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης παιδοψυχολόγων. Το 1995 η Μάρω Λοΐζου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και το 1988 ήταν υποψήφια της χώρας για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν. Το 1998 η Πολιτεία, ως ελάχιστη αναγνώριση του έργου της, της χορήγησε τιμητική καλλιτεχνική σύνταξη. Έξι βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα ολλανδικά.

Ένας προσηνής, γλυκός άνθρωπος με το χαμόγελο στα χείλη ήταν πάντα η Μάρω Λοΐζου. «Δεν πιστεύω στη θυσία. Πιστεύω στην αγάπη», έλεγε η συγγραφέας, και το έκανε πράξη μέσα από το λυρικό, ποιητικό, τρυφερό, εικονοκλαστικό πεζογραφικό λόγο της. «Το παραμύθι δεν το χρησιμοποιώ - το έχω εικόνισμα και το προσκυνάω», διαπίστωνε σε συνέντευξή της στη «Ε» και τη Ναταλί Χατζηαντωνίου. «Χρησιμοποιώ όμως τον παραμυθικό λόγο ως εκφραστικό μέσον για να δημιουργήσω την τέχνη μου, όπως ο τραγουδοποιός τα μουσικά του όργανα ή ο ζωγράφος τα παστέλ του. Άλλωστε δεν καταλαβαίνω αυτή την αντιδιαστολή ανάμεσα στο παραμύθι και την αλήθεια».

Πρώτος και μεγάλος έρωτάς της ήταν ο Μάνος Λοΐζος. «Πέρα όμως από αυτό το να ζεις πλάι σε έναν τόσο χαρισματικό άνθρωπο και δημιουργό, ήταν πράγματι ευλογία Θεού», πρόσθετε στην ίδια συνέντευξη στην «Ε». «Ωστόσο δεν ήμασταν μόνοι οι δυο μας. Ήμασταν πάντα μέλη επαναστατικών ομάδων κι αυτό νομίζω πάνω από όλα καθόρισε τη ζωή και την εξέλιξή μας. Μην ξεχνάτε πως είμαστε παιδιά της δεκαετίας του '60. Η παρουσία του Μάνου σταθερά επηρεάζει τη ζωή μας, τη δική μου, της κόρης μας Μυρσίνης και πολλών άλλων Ελλήνων, ακόμα και σήμερα που εκείνος δεν βρίσκεται ανάμεσά μας -τουλάχιστον όχι με το υλικό του σώμα...».

ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 21/08/2007

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2007

Δεν τρώμε κουτόχορτο, ω εταιρεία!




Πρόσφατα έτυχε να περάσουμε από το "Ελ. Βενιζέλος" για να ξεπροβοδίσουμε ένα φίλο. Μπαίνοντας στο δισκοπωλείο γνωστής αλυσίδας που είναι στον όροφο της αίθουσας αναχωρήσεων, πέσαμε μπροστά σε μία τεράστια αφίσα με τη φωτογραφία του Γιώργου Νταλάρα και τη φράση (με μεγάλους, τονισμένους χαρακτήρες): «Ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδάει Μάνο Λοΐζο». Ωραία, και που είναι πρόβλημα θα μας πείτε;

Μα, πολύ απλά στο ότι ο Γιώργος Νταλάρας ΔΕΝ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Λοΐζο, αλλά απλά ΕΠΑΝΕΚΔΙΔΕΙ τα τραγούδια του Λοΐζου που ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ είκοσι και τριάντα χρόνια πριν. Μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια…Με άλλα λόγια, ο δίσκος έχει βαπτιστεί παραπλανητικά με τέτοιο τρόπο ώστε να νομίζεις ότι ο Νταλάρας τραγουδάει
ξανά Λοΐζο, σε καινούργιες εκτελέσεις ή σε τραγούδια που δεν είχε τραγουδήσει παλαιότερα. Και πράγματι, ένα τέτοιο εγχείρημα θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, να ακούσουμε δηλαδή μία φρέσκια πρόταση πάνω στον Λοΐζο και στο μεγάλο έργο που άφησε τόσο πρόωρα πίσω του. Αμ δε, που τέτοια! Τις εκτελέσεις του ’70 και του ’80 που τραγούδησε όλη η Ελλάδα, τις πήρε η εταιρεία παραγωγής το έτος 2007 και τις βάφτισε «Ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδάει Μάνο Λοΐζο». Η κοροϊδία είναι τέτοιου μεγέθους ώστε το ένα από τα δύο CD (διπλό CD παρακαλώ) να περιέχει απλά το γνωστό δίσκο «Τα τραγούδια μας» σε στίχους του διακεκριμένου συγγραφέα Φώντα Λάδη. Πράγματι είναι άξια θαυμασμού αυτά που σκαρφίζονται οι πωλητές των εταιρειών για να περισώσουν τα κέρδη τους. Και άσε τον ακροατή να κουρεύεται, δηλαδή να πληρώνει 25 Ευρώ από το υστέρημά του για να ακούσει τραγούδια που – το πιθανότερο είναι ότι – τα διαθέτει ήδη στη δισκοθήκη του.

Τίτλοι με τη μορφή [Ο/η «χ» τραγουδάει «ψ»] υπάρχουν πολλοί στην ελληνική δισκογραφία. Κάποιοι από αυτούς τους δίσκους είναι πραγματικά κοσμήματα. Να θυμίσουμε το «Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδάει Γιάννη Σπανό»; Ή το «Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδά Lucio Dalla»; Ή το «Η Νένα Βενετσάνου τραγουδάει Μάνο Χατζιδάκι»; Κοινός παρονομαστής όλων των δίσκων με αυτή τη φόρμα τίτλου είναι ότι τα τραγούδια είτε ήταν καινούργια, είτε παρουσιάζονταν για πρώτη φορά με τη συγκεκριμένη ενορχήστρωση και τον συγκεκριμένο εκτελεστή. Αποτελεί ιστορική πρωτοτυπία η έκδοση δίσκου με αυτόν τον τίτλο αλλά με «ξαναζεσταμένο φαγητό». Και φυσικά, οι τρεις ανέκδοτες εκτελέσεις που περιέχονται στο CD δε φτάνουν για να χωνέψουμε αυτό το φαγητό. Ας έβγαζαν CD single με τα τρία αυτά ανέκδοτα τραγούδια, καθαρά και ξάστερα.

Στις διακοπές, καλός φίλος μας διηγήθηκε πως έσπευσε να αγοράσει το συγκεκριμένο CD, νομίζοντας φυσιολογικά ότι θα άκουγε καινούργιο υλικό. Αντί αυτού βρήκε τραγούδια που είχε ήδη στη συλλογή του, ένα προς ένα (πλην φυσικά των τριών ανέκδοτων του δίσκου). Το παιδί δεν ήξερε τι να κάνει για να βρει το δίκιο του. Πόσο έντιμο είναι αυτό; Ποιοι και γιατί εκμεταλλεύονται με τέτοιο άκομψο τρόπο, ως εργολαβία, την κληρονομιά του Μάνου Λοΐζου (χωρίς καν να βάζουν τη φωτογραφία του στο εξώφυλλο του δίσκου); Πόσα κιλά κουτόχορτο νομίζουν κάποιοι ότι τρώμε;
ηρ.οικ.

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2007

Επίσκεψη στο Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη




Το τέλος του Ιουλίου μας βρήκε στη Σύρο, στο φιλόξενο σπίτι της Ειρήνης στην Ερμούπολη (ρωτήστε και βρείτε το, βρίσκεται κοντά στον Άγιο Νικόλαο και είναι αξιοθέατο από μόνο του χάρις στο λεπτό γούστο και την αισθητική της οικοδέσποινας). Συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου, βρεθήκαμε σε ένα νησί όχι μόνο ιδιαίτερα όμορφο, αλλά και με μεγάλη μουσική παράδοση. Πιστοί στα ιστολογιακά μας καθήκοντα, έχοντας χωνέψει πλέον τα τηγανητά καλαμαράκια και τις χωριάτικες σαλάτες, σας στέλνουμε μία ανταπόκριση από το Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη.

Στη φωτογραφία βλέπουμε την είσοδο του μουσείου και την Ανναλύν από το Βέλγιο, η οποία περίμενε υπομονετικά τη σειρά της για να μπει. Σε άπταιστα ελληνικά, μας είπε ότι θαυμάζει την ελληνική μουσική, και ιδιαίτερα το ρεμπέτικο τραγούδι. Τι κρύβει λοιπόν αυτός ο χώρος για να τον επισκέπτεται κάποιος από τόσο μακριά; Μα φυσικά τη θύμηση του Μάρκου Βαμβακάρη. Το μουσείο ιδρύθηκε το 1995, στην Άνω Σύρο, την όμορφη συνοικία που αγναντεύει την Ερμούπολη από το λόφο του Σαν Τζώρτζη. Στεγασμένο σε ένα παλιό, ανακαινισμένο σπίτι, φιλοξενεί κάποια εκθέματα σχετικά με τη ζωή του μεγάλου ρεμπέτη. Τι περιμένει τον επισκέπτη; Καταρχήν, η χαμογελαστή Μανταλένα. Όπως μας είπε, γεννήθηκε στη Σύρο και πλέον σπουδάζει στον Πειραιά αλλά τα καλοκαίρια επιστρέφει στο νησί και απασχολείται στο μουσείο. Αν ζούσε ο Μάρκος και την έβλεπε να φυλάει τα προσωπικά του αντικείμενα και να αλλάζει πλευρά στην κασέτα με τα όμορφα τραγούδια του, θα έγραφε ίσως ένα τραγούδι και για αυτήν. Εξάλλου η διαδρομή της από τη Σύρο στον Πειραιά θα είχε πολλά να του θυμίσει. Ο Μάρκος γεννήθηκε το 1905 στην Άνω Σύρο και έζησε εκεί τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πριν φύγει στον Πειραιά αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Το μέλλον αυτό το βρήκε, αλλά τη Σύρο δεν τη ξέχασε ποτέ και επέστρεφε σε αυτήν όποτε μπορούσε.

Τα εκθέματα στο δωμάτιο, δωρεά της οικογένειας του Βαμβακάρη, ταξιδεύουν τον επισκέπτη σε ονειρικά μονοπάτια: βαλίτσες, αφίσες, γραμμόφωνα, ρούχα, παπούτσια, αποκόμματα εφημερίδων και βιβλία για τον Μάρκο, το κομπολόι του, εξώφυλλα δίσκων, προσωπικές σημειώσεις, ακόμα και η ταυτότητά από το «Σωματείον Εκδορέων». Και βέβαια, φωτογραφίες στους τοίχους, με τη γυναίκα του Ευαγγελία Βαμβακάρη, με την οικογένειά του στο πάλκο, και με τους άλλους ρεμπέτες της εποχής του, τον Ρούκουνα, τον Παπαϊωάννου, τον Χατζηχρήστο, την Μπέλλου.

Και ο Μάρκος; Τον Μάρκο και τη φιλοσοφία του τους βρήκαμε αποτυπωμένους σε κάτι ανορθόγραφους αλλά βαθιά αληθινούς στίχους του, πάνω σε ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί:

1. Αν μαξιοσι ο Θεος λεπτα και αποκτοισο
θαγόραζα ένα κοτερο τον κοσμο να γιριζο.
2. Οπου ηπιρχαν ομορφες μαζί τους θα γλεντουσα
και οσους φτοχους εγνοριζα θα τονεβοιθουσα

Στη μέση του δωματίου ένα τραπεζάκι, μία καρέκλα και ένα ανοιγμένο τετράδιο προσκαλούν τον επισκέπτη να αφήσει μία-δυο λέξεις. Λαθραία σταχυολογήσαμε μερικές από τις σκέψεις αυτών που ήρθαν και θέλησαν να αφήσουν ένα κομμάτι τους στο βράχο της Άνω Σύρου:
«Πολύ θα ήθελα να ζούσα τον καιρό σου να σε άκουγα και να έπινα μαζί σου»
«Τα τραγούδια σου είναι αξέχαστα. Θα ‘θελα να σε γνώριζα από κοντά»

«Χιώτη μάθαμε να παίζουμε, ΜΑΡΚΟ ακόμα δεν καταφέρνουμε όπως πρέπει»
«Γεια σου μεγάλε ρεμπέτη Μάρκο Βαμβακάρη πάντα θα ‘σαι αθάνατος»
«Καλλίτερα που δεν ζεις να δεις τα χάλια της μουσικής που παρέδωσες»

«Χαίρομαι που με αξίωσε ο θεός να δω τα μουσικά μονοπάτια του εδώ στην Άνω Σύρα»

«Μάρκο, πόσο όμορφη ήταν η Φραγκοσυριανή; Ελπίζουμε να σου κρατάει καλή συντροφιά στον παράδεισο»

«Βρεθήκαμε στο σπίτι του Βαμβακάρη βλέποντας τα προσωπικά του αντικείμενα και το γεγονός αυτό μας προκάλεσε απεριόριστη συγκίνηση. Είμαστε νέα παιδιά και προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανή τη ρεμπέτικη μελωδία»

«Εμείς μεγαλώσαμε δύσκολα και ευχάριστα. Τα παιδιά μας ελπίζουμε να σε ακούν για να ζήσουν μόνον ευχάριστα».

“Het was interressant om te zien waar Βαμβακάρη gewoond heft…Zijn muziek leeft ook nog verder in Belgie”

[«Ήταν ενδιαφέρον που είδαμε το μέρος όπου έζησε ο Βαμβακάρης…Η μουσική του ζει ακόμα στο Βέλγιο»]

Πριν φύγουμε, ρίξαμε μια ματιά σε κάτι φωτοτυπίες εφημερίδων, απλωμένες πάνω σε ένα λευκό καναπέ. Αναφέρονταν όλες στο θάνατο του Μάρκου. Σε ένα άρθρο του Φρέντυ Γερμανού («Συννεφιασμένες Κυριακές», Απογευματινή, 12 Φεβρουαρίου 1972) διαβάσαμε τα παρακάτω λόγια του Βαμβακάρη:

Ένα είναι το αληθινό τραγούδι. Αυτό που γεννιέται απ’ τον πόνο…Δεν μπορείς να κάτσεις στο σπίτι σου και να πεις: «Τώρα θα γράψω λαϊκό τραγούδι». Ο πόνος σου κλείνει ραντεβού. Δεν το βρίσκεις στο σούπερ-μάρκετ. Σε βρίσκει εκείνος. Κι άμα είσαι έτοιμος τον δέχεσαι.

Μετά την επίσκεψη δώσαμε δίκιο στον Μάρκο, καθισμένοι στο όμορφο μεζεδοπωλείο «Φραγκοσυριανή» πάνω στην Πλατεία Μάρκου Βαμβακάρη. Η προτομή του που κοσμεί την πλατεία μας κοιτούσε αμείλικτα. Τα τραγούδια της σύγχρονης λαϊκο-ποπ παραγωγής από το ραδιόφωνο συνόδευαν - χωρίς πόνο και χωρίς αλήθεια - το κόκκινο κρασί και την πανέμορφη θέα της Ερμούπολης. Και έτσι, με μια γεύση βαθιάς αντίφασης στα χείλη, τραβήξαμε το δρόμο της επιστροφής.
ηρ.οικ.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2007

"Με το 'να πόδι στ' άστρα" και το άλλο;




Σε μία πρόσφατη δήλωσή του, ο Μίκης Θεοδωράκης συμβούλεψε το «ποίμνιο» να πλένει το στόμα του όταν μιλάει για τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Όταν μιλάμε για τον Νταλάρα των δεκάδων δίσκων, των τεράστιων επιτυχιών, των μεγάλων συνθετών και ποιητών, τον Νταλάρα που τραγούδησε τα όνειρα και τους πόθους τόσων ανθρώπων, πρέπει σίγουρα να πλένουμε το στόμα μας, δηλαδή να έχουμε επίγνωση του μεγέθους αυτού του καλλιτέχνη και της προσφοράς του. Θερμή παράκληση λοιπόν, αυτό που ακολουθεί να διαβαστεί έχοντας ως δεδομένο τον θαυμασμό μας προς το πρόσωπό του, και ίσως αυτό που ακολουθεί να έχει γραφτεί και εξαιτίας αυτού.


Ο τελευταίος δίσκος του Γιώργου Νταλάρα, κατά τη γνώμη μας, αδικεί το παρελθόν και την ιστορική συνεισφορά του τραγουδιστή. Το «Με το ‘να πόδι στ’ άστρα» αποτελει ό,τι πιο αναπάντεχο έχει ηχογραφήσει ο Νταλάρας στη λαμπρή διαδρομή του (ίσως να απειλείται μόνο από τo «με λένε Πόπη σαν τη γιαγιά μου την Καλλιόπη…»).

Ο Γιώργος Νταλάρας της μελαγχολικής νιότης μας και των ευαίσθητων συνθετών του 60 κι 70 βρίσκεται πλέον στην εποχή της εξαφάνισης του δημιουργού από το προσκήνιο και της αντικατάστασής του από τον εκτελεστή. Παλαιότερα ένας δημιουργός προσέγγιζε τον εκτελεστή, πλέον ο εκτελεστής προσεγγίζει τον δημιουργό. Παλαιότερα ο δημιουργός έφτιαχνε μία ενότητα τραγουδιών και την εξέφραζε μέσω του εκτελεστή, πλέον ο δημιουργός δίνει ένα τραγούδι από εδώ και ένα από εκεί, ανάλογα με τις ορέξεις του εκτελεστή. Παλαιότερα τα εξώφυλλα των δίσκων είχαν έργα μεγάλων ζωγράφων, πλέον έχουν τη φωτογραφία του εκτελεστή. Στο συνοδευτικό βιβλιαράκι μετρήσαμε 20 φωτογραφίες του Νταλάρα, αλλά ελάχιστες των δημιουργών. Λυπόμαστε διαπιστώνοντας πόσο οι εταιρείες και οι εκτελεστές ξέχασαν ότι η δημιουργία απαιτεί δημιουργούς οι οποίοι να βρίσκονται στο επίκεντρο όλης της καλλιτεχνικής παραγωγής. Το αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη περίπτωση;

Δώδεκα (ο μαγικός αριθμός των εταιρειών) τραγούδια για όλα τα γούστα: μπαλάντες που παραπέμπουν σε επιτυχίες της Celine Dion (Μια ζωή στο ίδιο τραίνο), ποπ σουξέ (Θα περιμένω εδώ), δημοτικο-ροκ μείγματα με ούτια και συνθεσάιζερ (Η αιτία είσαι εσύ), τραγούδια ελαφράς αισθητικής (Μη ξεχνάς το φαντάρο, Σε φεγγάρια λυπημένα), επιτηδευμένα λαϊκά με ανάλογες ενορχηστρώσεις (Ναύπλιο), τραγούδια – απαγγελίες χωρίς διακριτό μουσικό σώμα (Η Ελλάδα καίγεται), μουσικά υβρίδια που αρχίζουν ως μπαλάντες θυμίζοντας «Ανεμολόγιο» και καταλήγουν ως ζεϊμπέκικα με συνοδεία ηλεκτρικής κιθάρας (Πολλές Σημαίες), κλπ.

Ασυναίσθητα, ο Νταλάρας υπήρξε προφήτης του εαυτού του. Σε συνέντευξή του στο Δίφωνο στη δημοσιογράφο Ελένη Μαυροβουνιώτη (αρ. 137, Φεβρουάριος 2007, σελ. 47), παρατήρησε ότι:
«του κόσμου…δεν του αρέσουν πια τα μικρασιάτικα, τα ρεμπέτικα. Του αρέσει το βιομηχανοποιημένο τραγούδι, που μοιάζει λίγο ραπ, λίγο καψουροτράγουδο, λίγο βλάχοντίσκο, λίγο αραβο…κάτι».
Αυτό το βιομηχανοποιημένο τραγούδι που περιέγραφε κριτικά ο Νταλάρας τον Φεβρουάριο του 2007 είναι το ίδιο τραγούδι που τραγούδησε ο ίδιος «με το ‘να πόδι στ’ άστρα» μερικούς μήνες μετά.

Στιχουργικά διαπιστώνουμε αρκετές κοινοτυπίες:
- «μια ζωή στο ίδιο τραίνο που το λένε πεπρωμένο»
(παραπέμπουμε στο «Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο» του Βασίλη Δημητρίου που το έχει τραγουδήσει ο ίδιος ο Νταλάρας!)
- «ν’ αγαπάς το φαντάρο, το φαντάρο, το φαντάρο»
(υπάρχει και το αυθεντικό «Πίκρανες το φαντάρο, το φαντάρο» των Παιδιών από την Πάτρα).
- «Νύχτα είμαι μοναχός και δεν έχεις ένα φως»
(Πόσο ωραιότερα και λακωνικότερα περιέγραψαν ο Καλδάρας και ο Περιστέρης την ίδια εικόνα: «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»).
- «Πίστεψε όλα τα όνειρα γιατί έχουν πάντα κάποια αλήθεια να σου πουν».
(Τί μπορούν να προσθέσουν στη ζωή μας τέτοιες παραινέσεις;)

Όαση σε αυτή τη στιχουργική πενία αποτελούν οι συνεισφορές του Μάνου Ελευθερίου στο «Πολλές σημαίες» και του Λευτέρη Παπαδόπουλου στο «Η αιτία είσαι εσύ». Αξιέπαινη και η συνεισφορά της Λίνας Νικολακοπούλου στην «Ομόνοια» που βγάζει εδώ ένα τραγούδι με αναφορές στη σκληρή πραγματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα. Δεν αντιστρέφουν όμως αυτά τα τρία τραγούδια τη γενική εικόνα, καθώς δεν συνοδεύονται και από την κατάλληλη μουσική. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν μας άρεσαν επίσης οι μουσικές «συμπτώσεις», όπως στο «Θα περιμένω εδώ», του Μιχάλη Χατζηγιάννη, του οποίου το ρεφραίν παραπέμπει μουσικά στα Ξύλινα Σπαθιά και το «Λιωμένο Παγωτό». Τόσο πολύ είναι η έμπνευση είδος προς εξαφάνιση;

Συμπερασματικά, ο νέος δίσκος του Γιώργου Νταλάρα αντανακλά τη μετάλλαξη του τραγουδιστή από στυλοβάτη του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού σε εκτελεστή τυποποιημένων τραγουδιών, παραγόμενων στα εργαστήρια των μουσικών πολυεθνικών κολοσσών. Θεωρούμε ότι ένας καλλιτέχνης του μεγέθους του Νταλάρα θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτή την πορεία και να προβάλλει άλλα καλλιτεχνικά πρότυπα. Από την άλλη, ο καλλιτέχνης ορίζεται πάντα συλλογικά, είναι δηλαδή δημιούργημα μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Η δυνατότητα του καλλιτέχνη να ορίσει ο ίδιος τη μοίρα του – ιδιαίτερα εάν αυτός είναι εκτελεστής και όχι δημιουργός - είναι μικρή. Ευθύνη όμως φέρουμε κι εμείς οι ακροατές που ανεχόμαστε κι αναπαράγουμε τα νέα μουσικά ήθη. Τη δεκαετία του ’70 ο Νταλάρας δρούσε σε μία κοινωνία που είχε δημιουργήσει – δηλαδή είχε ανάγκη - τον Κουγιουμτζή, τον Καλδάρα και τον Λοΐζο, ενώ τριάντα χρόνια μετά τραγουδάει για μία κοινωνία που δεν τους έχει ανάγκη. Μπορεί δηλαδή η αισθητική αυτή κατάπτωση να είναι «με το ‘να πόδι στ’ άστρα», αλλά είναι και με τ’ άλλο πόδι μέσα μας.