Δε γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Ούτε μελαγχολικές ατάκες σαν αυτές που λεν οι μυημένοι, ούτε ονοματολογίες, τοπωνύμια και γενεαλογικά δέντρα, ούτε κλισέ Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ούτε τίποτα. Κι ας ξέρω απ' έξω τη διαδρομή. Μόνο τραγούδια για την πόλη που συνάντησα κάποτε, και που θα συναντήσω ξανά. Μα και για τα τραγούδια πολλά πράγματα ούτε έμαθα, ούτε θυμάμαι. Με πήγαν αυτά σε μια Θεσσαλονίκη άγνωστη, ή επιβεβαίωσαν τα λόγια τους κάτι που είχα ήδη ζήσει; Θα σας γελάσω. Πάντως, δε γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη.
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ
Δεκέμβρης του '44
με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ
η μάνα μου ετοιμόγεννη, γυρίζει ο θανατάς
Να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι
έτσι γεννήθηκα στην Σαλονίκη.
Από τα χώματα και με το αεράκι
βλέπει το τραμ να έρχεται γραμμή
είναι κατάφωτο και στο σκαλοπατάκι
στέκει ο Τσιτσάνης μ' ένα μικρό βιολί.
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
μπροστά στην κλειδαρότρυπα σκυφτός
Κάστρα ανεμισμένα, καΐκια μέσ' στο φως
Η προκυμαία, βεγγαλικά και χορωδίες
τζάμια, το πλήθος βλέπει οπτασίες.
Τα χρόνια που εξαγόρασε για πάντα
η φαντασία του τα λέει παιδικά
και όπως μακραίνει του ορφανοτροφείου η μπάντα
μοιάζουν σαν να 'ναι μελλοντικά.
Κρυμμένος σαν παιδί και σαν δραπέτης
κάτω από την σκάλα που ακουμπάει το φως
στο ράδιο ο πατέρας αφουγκράζεται σκυφτός
Στριφογυρίζω, μια σημαιούλα μες στο κρύο
νύχτα και φέγγει το στρατοδικείο.
Μέσα απ' τον τοίχο που έσκασε η μπόμπα
βλέπει ένα σιντριβάνι από χρυσό
ο κόσμος λιώνει σα δωμάτιο με σόμπα
κι οι δυο Ελλάδες σιγοπίνουν το πιοτό.
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ
στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ
με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία
Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στην γεωγραφία
Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία.
Αν τον ρωτήσετε που βρήκε δεκανίκι
πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή
θα αποκριθεί: «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
και ξέρω απ' έξω τη διαδρομή».
(Στίχοι-Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος, Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Διονύσης Σαββόπουλος, Δίσκος: «Η Ρεζέρβα», 1979).
Είναι άραγε τυχαίο ότι ο Καββαδίας στη δική του «Θεσσαλονίκη» παίζει με τη μνήμη, με το τι ξέχασες και το τι θυμάσαι ακόμα, δέκα χρόνια μετά; Είναι τυχαίο ότι διαλέγει τη «Θεσσαλονίκη» ως σκηνικό ενός παιχνιδιού με τον χρόνο και με τη λήθη; Όχι βέβαια. Γιατί η Θεσσαλονίκη είναι κυρίαρχα πόλη της μνήμης, πόλη στην οποία η ιστορία ζει εντός της, είτε είναι η ιστορία η δικιά σου, είτε η ιστορία αιώνων και ανθρώπων περασμένων, διωγμένων, ξεριζωμένων. Μπορεί να ξέχασες «τον σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι», αλλά «θυμάσαι την Σμαρώ και την Καλαμαριά». Μπορεί να σε λησμόνησαν όλοι «εχτός από την μάνα σου», αλλά εσύ κρατάς ακόμα μέσα σου τη στιγμή που «πριν δέκα χρόνια, μεθυσμένη», σου είπε «σ’ αγαπώ». Μπορεί να λιγόστεψαν οι προφάσεις, μπορεί να ξέμεινες από εξηγήσεις και δικαιολογίες. Αρκεί που θυμάσαι το χαμόγελό της από μακριά, και τα φώτα της Καμάρας να καθρεφτίζονται πάνω της.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ’ έστειλε ο πρώτος στα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι την Σμαρώ και την Kαλαμαριά.
Ξέχασες ’κείνο τον σκοπό που λέγανε οι Xιλιάνοι
-Άγιε Nικόλα φύλαγε κι Άγια Θαλασσινή.-
Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Modigliani
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Mαρμαρινοί.
Aπάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Exτός από την μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.
Kάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες «σ’ αγαπώ».
Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το depot.
(Στίχοι: Νίκος Καββαδίας, Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος, Ερμηνεία: Γιάννης Κούτρας, Δίσκος: «Ο Σταυρός του Νότου», 1979).
Η Θεσσαλονίκη του Καββαδία και των Ξέμπαρκων δεν διαφέρει από τη Θεσσαλονίκη-σύμβολο που έχω στο μυαλό μου. Μια πόλη που σε έλκει τόσο ώστε να είσαι καταδικασμένος να γυρίζεις τριγύρω της, να επιστρέφεις σε αυτήν αλλά από απόσταση, να μην της επιτρέπεις να σε κυριαρχήσει. Μια πόλη την οποία πρέπει «να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά». Ένα απόγευμα, άνοιξη του ’98, είχα την τύχη να τη δω και εγώ από τη θάλασσα, σε ένα πολύχρωμο τουριστικό καραβάκι που έκανε βόλτες στο Θερμαϊκό. Και κατάλαβα πόσο σωστή είναι η προτροπή του Καββαδία, πόσο πιο ασφαλής και ακίνδυνη είναι η Θεσσαλονίκη όταν τη βλέπεις από το καράβι. Ας είναι.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΙΙ
Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.
Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.
Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
-της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι-
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.
Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.
Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.
Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.
(Στίχοι: Νίκος Καββαδίας, Μουσική-Ερμηνεία: Ξέμπαρκοι, Δίσκος: “S/S Ionion 1934”, 1986).
Και φτάνουμε στο τέλος, ή μήπως πάλι στην αρχή; Τι εννοεί η βραχνή φωνή του Μητροπάνου όταν τραγουδάει «με το μεράκι σου να βγαίνω στη ζωή»; Τι σημαίνει να βγαίνεις στη ζωή με το μεράκι της Θεσσαλονίκης; Οι Εγγλέζοι το λένε “contradiction in terms”. Βγαίνω στη ζωή με την πόλη αυτή σημαίνει στην πραγματικότητα ότι δεν βγαίνω στη ζωή, ή ότι βγαίνω σε μια ζωή όπου το τέλος βρίσκεται ήδη εντυπωμένο στην αρχή της. Η Θεσσαλονίκη σε καταδικάζει να την κουβαλάς στον ώμο, να την φέρνεις μαζί σου σαν πληγή, και εσύ όλο ξύνεις και ξύνεις ανήμπορος να την ξεφορτωθείς. Αλήθεια, σκοπεύεις να επιστρέψεις στη Θεσσαλονίκη; Ή μήπως δεν έφυγες ποτέ από αυτήν;
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ ΚΙ ΑΠΡΙΛΗΣ
Θεσσαλονίκη, Σαββατόβραδο κι Απρίλης
και να μου δίνεις τον καημό μ’ απλοχεριά
σε κάποια απόμερη γωνιά της Νέας Κρήνης
με το τζουκ -μποξ να με γυρίζεις στα παλιά.
Σε ένα ρεμπέτικο θα ρίξω την ψυχή μου
να ξεγελάσω τον χαμένο τον καιρό
ήτανε κάποτε η άνοιξη δική μου
ήμουνα κάποτε Απρίλης σου εγώ.
Θεσσαλονίκη και απ’ το κάστρο το βραδάκι
να σ’ αγναντεύω και να λιώνω σαν κερί
δεκαοχτώ χρονών τρελό παλικαράκι
με το μεράκι σου να βγαίνω στη ζωή.
(Στίχοι: Κυριάκος Ντούμος, Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, Ερμηνεία: Δημήτρης Μητροπάνος, Δίσκος: «Τα συναξάρια», 1981).