Σήμερα αναδημοσιεύουμε μία συνέντευξη που μας άρεσε πολύ. Ο Στέλιος Βαμβακάρης (φώτο: www.klika.gr), συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και φυσικά γιος του μεγάλου Μάρκου, μίλησε για τον πατέρα του στο διαδικτυακό περιοδικό "η Κλίκα" (αρ.1, Μάιος 2005). Και αυτά που είπε πρέπει να διαβαστούν από κάθε θαυμαστή και θαυμάστρια του Ρεμπέτικου τραγουδιού, αυτού του μοναδικού πολιτισμικού φαινομένου που συνεχίζει να γοητεύει και να συγκινεί. Ευχαριστούμε την "Κλίκα" για την άδεια αναδημοσίευσης της συνέντευξης. Την πολύ ενδιαφέρουσα ύλη του περιοδικού (το οποίο θα αποτελέσει και αντικείμενο μελλοντικής αναφοράς μας) μπορείτε να τη διαβάζετε εδώ: www.klika.gr
Κλίκα: Τι είναι αυτό που έβαλε ο Μάρκος στη μουσική, στο λαϊκό τραγούδι;
Σ.Β: Πρέπει να βάλουμε τα πράγματα στην θέση τους, ο Μάρκος είναι η αρχή το άλφα της λαϊκής μουσικής. Ο λόγος του, η σύνθεση, η φωνή του είναι η αρχή του θέματος που λέγεται μπουζούκι. Ήταν ο άνθρωπος που για το μπουζούκι πλήρωσε ακριβά. Τίμημα της ξεφτίλας, γιατί νόμιζαν ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν του πεζοδρομίου, ενώ ήταν άγγελοι που μπήκαν σ’ αυτό τον χώρο, μπήκαν στη μουσική και διδάξανε. Και η τετράς είναι μες το παιχνίδι, από αυτούς τους ανθρώπους ξεκίνησε το θέμα της μουσικής. Αρχηγός ήταν ο Μάρκος γιατί αυτός λανσάρισε τα πρώτα τραγούδια με το μπουζούκι.
Ο Μάρκος έβγαλε την ψυχή του, θυσιάστηκε για το μπουζούκι, για να φέρει το ελληνικό στοιχείο στη μουσική τη δεκαετία του ’30 που κυριαρχούσε η μίμηση του ευρωπαϊκού στοιχείου, δηλαδή η οπερέτα, η καντσονέτα κλπ. Όταν ο Μάρκος έπαιζε και τραγούδαγε «Έπρεπε να ’ρχόσουνα μάγκα μου στον τεκέ μας» και «Εφουμέρναμ’ ένα βράδυ» και έβαλε αυτήν την πενιά μέσα στο θέμα, άλλαξε όλο το πακέτο και τα γραμμόφωνα από …τόσα που ήτανε γίνανε …χίλια τόσα, έγινε μια επανάσταση.
Ούτε κράτησε αυτό καθαυτό το ανατολίτικο στοιχείο…
Ο Μάρκος ότι έγραφε ήταν από το Βυζάντιο ή και πριν από το Βυζάντιο. Ο Θεός ο Πάνας έπαιζε με ένα ταμπούρλο ή κάτι τέτοιο. Ο Μάρκος έπαιζε το μπουζούκι και τον συνόδευε ο χτύπος από ένα …κουτί που χτύπαγε ο Σκαρβέλης ή ο Καρίπης, αυτοί που του παίζανε κιθάρα και γράψανε τον πρώτο δίσκο. Έχει ένα χτύπημα μπουζουκιού και ένα κρουστό που το συνοδεύει και από κει ξεκινάνε όλα. Η σύλληψη της μουσικής του Μάρκου έχει στοιχεία πολύ Ελληνικά. Ο Μάρκος έβαζε τον εαυτό του, τη μαγκιά του, το αρσενικό θέμα.
Το άκουσμα του μπουζουκιού του Μάρκου τα πρώτα χρόνια δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα όργανο-ορχήστρα, που δε χρειάζεται ακομπανιάρισμα.
Ναι, ακούς το Μάρκο και νομίζεις ότι παίζουν άλλα δυο μπουζούκια, γιατί παίζει ανοιχτά και είναι άλλα τα χρώματά του. Το καραντουζένι λαλεί διαφορετικά από το Ρε-Λα-Ρε, έχει έναν άλλο ήχο που κουμπώνει τέλεια. Τα τραγούδια του είναι βουτηγμένα στο μεράκι στον έρωτα στο περιθώριο…
Ο Μάρκος ξεκινάει στο μπουζούκι γύρω στο 1925 που υπήρχαν μπουζούκια με στριφτάρια και δεσμούς, αλλά και τάστα. Ο ίδιος ξεκινάει με την ευρωπαϊκά συγκερασμένη ταστιέρα και το Ευρωπαϊκό κούρδισμα;
Όχι, ο Μάρκος ξεκινάει μεν με την ευρωπαϊκή ταστιέρα, αλλά το θέμα του Μάρκου είναι το καραντουζένι. «Κατέβαζε» τις χορδές στο Σολ, στο Σι μπεμόλ, στο Ντο και μαλακώνανε οι χορδές και γλύκαινε την πενιά με τη φωνή του, κούρδιζε πάνω στη φωνή του.
Όλοι κουρδίζανε Ρε-Λα-Ρε, ενώ ό Μάρκος στα πρώτα του τραγούδια, τα μάγκικα, έβαζε το Καραντουζένι. Στα 21 τραγούδια που έχει κάνει στην Κολούμπια από το ’32 έως το ’34-’35 δηλαδή. Ο Μάρκος το Καραντουζένι το άκουσε από μπουζουξήδες στη Σύρα και αργότερα στον Πειραιά. Στη Σύρα υπήρχε ο Στραβογιώργης, ο Βαφέας ο Κουρέας, από κει άκουσε και αργότερα από το Νίκο τον Αϊβαλιώτη στο Πειραιά και το Σκριβάνο. Ήτανε μάγκες αυτοί, Πειραιώτες και παίζανε μπουζούκι στο λιμάνι στον Πειραιά, εκεί που ξεκίνησαν όλα. Ο Μάρκος άκουσε αυτό το πράγμα, έβαλε τις ρίζες και το καλλιέργησε.
Οι ρυθμοί που χρησιμοποιούσαν πριν εμφανιστεί ο Μάρκος ήταν και καλαματιανά, και τσάμικα, και συρτά, ενώ ο Μάρκος μπαίνει κατευθείαν 9/8 και 2/4. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ο Μάρκος είναι 9/8. Τα τραγούδια του έτσι εκφράζονται. Μην ξεχνάς πώς ήταν και καταπληκτικός χορευτής του ζεϊμπέκικου. Έγραφε την «Άτακτη», το «Τι πάθος ατελείωτο» ή παλιότερα το «Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς» και μέσα στα ίδια τα λόγια ήταν το ζεϊμπέκικο. Έφτιαχνε την τελετή της έκφρασης του καθενός που ακούει αυτά τα τραγούδια και τα χορεύει. Τα τραγούδια «Κάντονε Σταύρο», «Αντιλαλούν οι φυλακές», όλα αυτά τα ζεϊμπέκικα, αυτοί που τα χορεύουν τα νοιώθουν. Για τις βεργούλες έγινε φόνος για να χορέψει κάποιος μόνος του…
Τα 9/8 είναι ρυθμός που περιέχει όλο το θέμα. Σε φέρνει σε επαφή με το όργανο, σε κάνει και γλεντάς, είναι χορός αρσενικός, μάγκικος.
Το «Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς» που ανέφερες, παρότι είναι μεγάλο τραγούδι δεν τό ’χω ακούσει ποτέ σε κέντρο.
Αυτοί που έχουν τα λεφτά και πάνε και τα πληρώνουν χοντρά στα μαγαζιά, δε γουστάρουν ν’ ακούνε ότι «ψεύτικος είναι ο ντουνιάς και ψεύτικη η ζωή μας, αφού στην μαύρη γη θα μπει μια μέρα το κορμί μας», ότι δηλαδή όσα και να ’χουν, δεν είναι τίποτα , ένα …φου να έγινε και έσβησαν όλα, ο κάθε άνθρωπος χάνεται όσα και να ’χει. Ο Μάρκος αν έκανε ό,τι έκανε και μπόρεσε κι «έκανε την τσάρκα του», την έκανε αγνά, δεν μπήκε στο παιχνίδι κανενός, δεν έγραψε τραγούδια κατά παραγγελία, μέχρι την τελευταία στιγμή που πέθανε ήταν η ζωή του κόλαση.
Όταν ο Μάρκος παίζει με την τετράδα ο κόσμος που πάει να τον ακούσει είναι του περιθωρίου;
Όχι, στην παράγκα του Σαραντόπουλου πήγε όλη η κοινωνία και τον άκουσε. Μαζεύονταν από όλη την Αθήνα με τις άμαξες, ήθελες ένα μήνα για να βρεις τραπέζι και εκεί ο Μάρκος μαζί με την «Τετράδα» άλλαζε την πορεία της μουσικής αυτού του τόπου.
Δηλαδή στην ουσία ο Μάρκος βγάζει το μπουζούκι απ’ το περιθώριο;
Βέβαια, βάζει το μπουζούκι στα βάσανα και τις αγωνίες των ανθρώπων, εκφράζει το λαό μέσα από το όργανο. Τα τραγούδια που έκανε ο Μάρκος και οι ρεμπέτες είναι κατευθείαν επιστολή και αποστολή μες την ψυχή για να χορέψεις και να εκφραστείς. Κάθε πενιά, κάθε τραγούδι είναι και μια σταγόνα ψυχή, μια σταγόνα αίμα είναι τροφοδοσία για την ψυχή, είναι σαν φάρμακα, σαν την πενικιλίνη, είναι το Θείο Δώρο. Η μουσική είναι τέχνη, είναι το ταξίδι για να λυτρωθείς.
Ο Μάρκος πήρε από άλλους στίχους για τα τραγούδια του;
Όχι. Του ήταν εύκολο να γράφει ένα σωρό στίχους, ώστε δεν χρειαζόταν να πάρει. Αντίθετα μάλιστα, έδινε σε άλλους.
Για παράδειγμα;
Το «Όταν μπουκάρω στον τεκέ» του Ανέστου. Οι στίχοι είναι του Μάρκου.
Το ’54 ο Μάρκος βγάζει ένα δίσκο με το «Συμφέρον» απ’ τη μια μεριά και το «Πολλά είδανε τα μάτια μου» απ’ την άλλη, δυο εκπληκτικά τραγούδια και αμέσως μετά σταματά τη δισκογραφία. Απ’ τη στιγμή λοιπόν που είχε τη δυνατότητα να γράφει τέτοια τραγούδια, γιατί τον έβαλαν στο περιθώριο;
Γιατί τότε άρχισε να επιβάλλεται το «τουρκοπρεπές» και το «ινδοπρεπές», με αποτέλεσμα όσοι δεν ακολούθησαν αυτό το είδος να περιθωριοποιηθούν. Τότε έγραψε και ο Παππαιωάννου τις «Βαλίτσες» και το «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει», καταπληκτικά τραγούδια που δεν είχαν την τύχη που τους έπρεπε, γιατί τότε άρχισε να μεσουρανεί το τσιφτετέλι και βγήκε και το ρεύμα μικρόφωνα και τα λοιπά και άρχισαν να οι τραγουδιστές να φαίνονται κι από την εμφάνιση τους με τα ρούχα και τα ξενόκουμπα που φορούσαν. Και όσοι είχαν «μασέλα», δηλαδή ήταν μεγαλωμένοι και δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν αυτό το στυλ και ήδη τους είχαν ξεζουμίσει οι εταιρείες, έμπαιναν στην άκρη.
Το γεγονός ότι ο Μάρκος ήταν δημιουργός που συνήθως τραγουδούσε ο ίδιος τα τραγούδια του έπαιξε ρόλο στην περιθωριοποίησή του; Γιατί αν δεν κάνω λάθος εκείνη την περίοδο αρχίζουν να προβάλλουν τους τραγουδιστές…
Βέβαια γιατί τους τραγουδιστές τους ελέγχουν πιο εύκολα, ενώ ο δημιουργός έχει άλλες απαιτήσεις, δεν κουμαντάρεται έτσι εύκολα. Αυτό γίνεται ακόμα και τώρα. «Φυτεύουν» έναν τραγουδιστή, κάνει την τσάρκα του για ένα εξάμηνο και μετά άλλον, κι άλλον… Τη μια κάνουν εκατό χιλιάδες δίσκους, βραβεία κλπ, και μετά ξαφνικά χάνονται. Υπάρχουνε πολλοί τραγουδιστές που κάνουν …ενάμισι δίσκο και εξαφανίζονται.
Τι θα έλεγε γι’ αυτά τα φαινόμενα αν ζούσε σήμερα ο Μάρκος;
Μα ό,τι έλεγε πάντα: «Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη»!
-----
Περιοδικό "Κλίκα", αρ. 1, Μάιος 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου