Στις 23 Οκτωβρίου 2007, η Νεολαία Συνασπισμού διοργάνωσε στο στέκι της στο κέντρο της Αθήνας (Θεμιστοκλέους 52) μια συζήτηση αφιερωμένη στον Μάνο Χατζιδάκι, τιμώντας τα 82 χρόνια από τη γέννησή του. Καλεσμένοι ήταν ο Γιώργος Χρονάς, ποιητής και εκδότης του περιοδικού «Οδός Πανός» και ο Αλέξης Βάκης, συνθέτης και ραδιοφωνικός παραγωγός στον σταθμό «105.5-Στο Κόκκινο». Τα Μουσικά Προάστια ήταν εκεί και σας μεταφέρουν απομαγνητοφωνημένες τις εισηγήσεις των δύο δημιουργών, διατηρώντας τη ζωντανή, προφορική διάσταση των λεγομένων τους. Αρχίζουμε σήμερα με τις σκέψεις του Γιώργου Χρονά και σε επόμενο σημείωμα θα αναρτήσουμε τον προβληματισμό του Αλέξη Βάκη.
ηρ.οικ.
ηρ.οικ.
Γιώργος Χρονάς: 82 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι
“Είναι πολύ συγκινητικό να ακούει κανείς τον Χατζιδάκι. Εγώ τον άκουγα πάνω σ’ ένα ψυγείο, γιατί το ραδιόφωνο στο σπίτι μας στον Πειραιά το είχαμε πάνω σ’ ένα ψυγείο. Ήταν ψυγείο όχι με ρεύμα, αλλά με πάγο.
Γεννήθηκα το ’48 στον Πειραιά και άρχισα να ακούω Χατζιδάκι από τη δεκαετία του ’60, μαζί με τραγούδια του Πρίσλεϋ και τραγούδια του Τσιτσάνη, γιατί τα έπαιζαν τα ραδιόφωνα μαζί κατά κάποιο τρόπο, μερικές φορές. Αλλά οι περισσότερες ακροάσεις ήταν σε τραγούδια ελαφρά λεγόμενα, παρά λαϊκά ή ρεμπέτικα, που σχεδόν ήταν απαγορευμένα όλη τη δεκαετία του ’60. Από τότε που άκουσα τον Χατζιδάκι μέχρι που τον συνάντησα μεσολάβησαν πολλά χρόνια. Τον παρακολουθούσα, και θα έλεγα ότι ήμουν Χατζιδακικός. Όχι ότι δεν άκουγα και Μίκη Θεοδωράκη και τους άλλους Έλληνες συνθέτες. Τους θεωρώ πάντα άξιους εφ’ όσον έκαναν μια τέχνη καθαρή και ωραία.
Μέχρι που τον συνάντησα τον Χατζιδάκι το 1973. Ένα βράδυ που είχα βγει να κάνω μια βόλτα από την πρωινή μου εργασία που δούλευα εξωτερικές δουλειές στο περιοδικό «Ζυγός» που έβγαινε τότε, τον συνάντησα να ακουμπάει σε μια μοτοσικλέτα. Τον συνάντησα τον Σεπτέμβριο, λίγο πριν το Πολυτεχνείο. Είχα εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο, το «Βιβλίο 1» και του το είχα στείλει στη διεύθυνση της Ρηγίλλης. Τον πλησίασα και του μίλησα. Κάπνιζε τσιγάρο, είχε κάνει διάλειμμα στο «Πολύτροπο» της Πλάκας. Αυτός ο χώρος άνηκε στον Άγγελο Σκούρτη. Και μιλήσαμε, και μου είπε να πάω να παρακολουθήσω πρόβες. Πήγαινα εκεί που κάνανε πρόβες, και ο Χατζιδάκις δεν έδινε καμιά σημασία στις πρόβες, ήθελε να μιλάει μαζί μου. Ένα βράδυ, σε μια στιγμή, είπε απευθυνόμενος στην ορχήστρα που έπαιζε μόνη της: «τα Τέμπη». Και εγώ επανέλαβα χαμηλόφωνα: «Η κοιλάδα των Τεμπών».
Με κάλεσε ένα βράδυ να φάμε σε μια ταβέρνα. Είχε σκηνοθετήσει τη βραδιά, και τότε εμφανίστηκε κοντά του για πρώτη φορά η Βούλα Σαββίδη, την οποία είχε ντύσει ο Μόραλης σε συνεργασία με τον Χατζιδάκι. Ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα σαν σφίγγα. Τραγούδαγε, φωτισμένο μόνο το πρόσωπό της, σαν έργο του Μπέκετ. Φώτιζε μόνο η όψη της, ντυμένη πολύ όμορφα σαν παλιά τραγουδίστρια ρεμπέτισσα, πολύ αυστηρή στα μέσα και στον τρόπο που τραγουδούσε τραγούδια που ο Χατζιδάκις είχε εκλέξει από πολλά άλλα ρεμπέτικα. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω και την ηχογράφηση των τραγουδιών αυτών, και σ’ ένα βιβλίο μου καταθέτω που τον άκουσα να διευθύνει play back, είχε γράψει δηλαδή τη μουσική και μετά διηύθυνε την τραγουδίστρια, ένα τραγούδι του Βαμβακάρη που υπάρχει στα «Πέριξ», δίσκος που εκδόθηκε με το σήμα «Πολύτροπο» και έκανε διανομή η «Λύρα».
Ο Χατζιδάκις ήταν χορηγός στο δεύτερο βιβλίο μου που λεγόταν «Οι λάμπες» και είχε σχέδια του Τσαρούχη. Ήμουνα πολύ τυχερός που τον γνώρισα παρότι πάντοτε ζούσα έτσι βιαστικά και ανόητα, δεν πήγα σαν χαζοπούλι που τον θαύμαζε, αλλά πήγα σαν ένα παιδί από τον Πειραιά. Του άρεσε και του ίδιου νομίζω, που ήμουνα έτσι αυθεντικός, τυπικός Πειραιώτης δίπλα του. Μπορώ να πω ότι ήταν άψογος μαζί μου. Χωρίς να έχω προηγούμενο πτυχίο ανθρώπου που κάνει ραδιόφωνο, μου έδωσε μια εκπομπή το 1979. Για βιοπορισμό και όχι για τέχνη, του ζήτησα να κάνω μια εργασία για να ζήσω, να κάνω μια εκπομπή ενός τετάρτου στο Γ’ Πρόγραμμα, και μου έδωσε την «Οδό Πανός». Ο τίτλος «Οδός Πανός», προτού γίνει το 1981 περιοδικό και εκδόσεις και να υπάρχει μέχρι σήμερα το 2007 που σας μιλώ εδώ στον όμορφο χώρο σας, ακούστηκε στο Γ’ Πρόγραμμα, «Οδός Πανός 17». Θα έλεγα ότι είναι μια παραλλαγή από το «Οδός Ονείρων». Μόνο που σε μένα ήταν κάτι συγκεκριμένο, ήταν ένας χώρος στον οποίο ζούσα με ενοίκιο 700 δραχμές το μήνα.
Σε αυτόν το χώρο ένα βράδυ, μετά από μια ταβέρνα στην Πλάκα, ήρθε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ήρθε και ένα βράδυ άλλο στο οποίο εγώ δεν τον είχα αντιληφθεί, ήταν στο σκοτεινό μέρος του σπιτιού μου. Και του λέω: «Γιατί δε μου μιλήσατε;» Και μου λέει: «Γιατί μπήκες με έναν άνθρωπο και δεν μπορούσα να σου χτυπήσω την πόρτα μετά». Αυτά. Θυμάμαι την ημέρα που ήρθε στην Οδό Πανός 17, στο δωμάτιο αυτό, ότι τον συνόδεψα μετά για να πάρει ταξί στην άδεια Πλάκα. Καμία σχέση με την τωρινή, που αγοράστηκε μετέπειτα από Αθηναίους που καταλάβαιναν ότι θα γίνει κάτι ιδιαίτερο και μοναδικό στον κόσμο. Και τον συνόδεψα μέχρι τις στήλες, μέχρι τη Ρωμαϊκή Αγορά, να βρει ταξί να φύγει.
Εγώ δουλεύω με τις λέξεις. Όπως ξέρετε, οι συγγραφείς και οι ποιητές δουλεύουν με τις λέξεις. Εγώ που σας μιλάω, λέξεις λέω, καλές ή κακές, και τις οποίες βάζω σε μία σειρά χωρίς να έχω ούτε χειρόγραφο, ούτε τίποτα. Και προσπαθώ συνεχώς, και απόψε ακόμη., δεν ξέρω με ποιο δικαίωμα, να περιγράψω αυτόν τον άνθρωπο. Στην αρχή του μίλαγα στον πληθυντικό, του άρεσε του Χατζιδάκι, αλλά μετά μου ζήτησε να του μιλώ στον ενικό, και ένα διάστημα του μιλούσα και ενικό και πληθυντικό. Εγώ έχω ένα ελάττωμα: εάν θυμώσω με έναν άνθρωπο, του μιλώ στον πληθυντικό. Αυτό έκανα και στον Τσαρούχη. Όταν του μιλούσα στον πληθυντικό, ήξερε ότι έχω θυμώσει. Στον Χατζιδάκι επίσης.
Μου έδωσε να κάνω ραδιόφωνο, χωρίς να έχω προηγούμενη πείρα. Αυτό δεν το κάνει κανείς άνθρωπος στον κόσμο. Ούτε είδε τίποτα σε μένα, ούτε ήταν θέμα αγάπης, ούτε τίποτα, αλλά μου έδωσε να κάνω ραδιόφωνο, έκανα μια εκπομπή και σιγά σιγά έμαθα να κάνω ραδιόφωνο. Ο Χατζιδάκις, σε μια συνάντηση παραγωγών του Γ’ Προγράμματος, απευθυνόμενος σ’ αυτούς – εγώ δεν ήμουνα, ήταν συνάντηση για να μιλήσουν για το πρόγραμμα – τους είπε: «Το απογευματινό πρόγραμμα πρέπει να γίνει σαν τις εκπομπές του Χρονά». Δεν περιαυτολογώ, λέω τι είπε ο Χατζιδάκις και μιλώ μόνο για τη συνάντηση μαζί του. Μου έδωσε το πρώτο μου μεροκάματο στο ραδιόφωνο, εγώ ζούσα από αυτό.
Και κάποτε, μου ζήτησε όταν έκανε συνέντευξη ζωντανή με τον Ζαμπέτα, να τον συνοδέψω στην ΕΡΤ. Ήξερε ότι δεν ήθελα να πάω γιατί ήμουν κουρασμένος και δούλευα το πρωί, αλλά μου ζήτησε να τον συνοδέψω για να μην τον δουν μπαίνοντας στην ΕΡΤ ότι πάει μόνος του και δεν συνοδεύεται από έναν άνθρωπο. Όπως άλλο ένα βράδυ, πηγαίνοντας από το σπίτι του Γιώργου Σταθόπουλου, μου ζήτησε να τον συνοδέψω να μπει στον «Μαγεμένο Αυλό», για να μην τον δει ο κόσμος ότι μπαίνει μόνος του. Και μπαίνοντας, ήταν αριστερά μέσα ο Μινωτής ο οποίος έτρωγε βραδινό φαγητό, και μιλήσαμε όλοι μαζί. Έφυγα κάποια στιγμή, τους άφησα να κάθονται μαζί.
Ο Χατζιδάκις δεν ήταν μόνο ευαίσθητος, ήταν και ένας πολύ σκληρός άνθρωπος και προς τον ίδιο τον εαυτό του, και ό,τι κατέκτησε το κατέκτησε πρώτα πρώτα με πόλεμο και μάχη, μελετώντας και προσπαθώντας να είναι αυστηρός με τον εαυτό του. Η μουσική του δεν είναι παρά μια μουσική πάθους, έρωτος και αλήθειας. Όλοι διδάσκουν marketing, εμπόριο, καριέρα, εξέλιξη, και ο Χατζιδάκις με την μουσική του διδάσκει τον έρωτα. Που θα βρει κανείς τον έρωτα είναι κάτι πολύ δύσκολο. Ίσως για αυτό τον αγαπούν πάρα πολύ τα κορίτσια, γιατί τα κορίτσια ψάχνουν πάντοτε πιο πολύ από τα αγόρια τον έρωτα. Αν θέλουν ας με διαψεύσουν!
Επιμελήθηκα τα σχόλια του Τρίτου, παρόλο που ο Εξάντας είχε επιμελητή. Ο Χατζιδάκις είπε: «Θέλω να τα κάνει ο Χρονάς, και αν δεν έχετε χρήματα εσείς, θα τα πληρώσω εγώ». Και είχα αυτή τη μεγάλη τιμή και τη χαρά να εργαστώ για να σωθεί ο λόγος του Χατζιδάκι. Και μάλιστα δύο τρία σχόλια υπήρχαν μόνο σε κασέτα και η απομαγνητοφώνηση έγινε από τον τότε συνεργάτη μου και λαμπρό δημοσιογράφο, τον Γιώργο Πανόπουλο. Αυτά”.
Γιώργος Χρονάς
“Είναι πολύ συγκινητικό να ακούει κανείς τον Χατζιδάκι. Εγώ τον άκουγα πάνω σ’ ένα ψυγείο, γιατί το ραδιόφωνο στο σπίτι μας στον Πειραιά το είχαμε πάνω σ’ ένα ψυγείο. Ήταν ψυγείο όχι με ρεύμα, αλλά με πάγο.
Γεννήθηκα το ’48 στον Πειραιά και άρχισα να ακούω Χατζιδάκι από τη δεκαετία του ’60, μαζί με τραγούδια του Πρίσλεϋ και τραγούδια του Τσιτσάνη, γιατί τα έπαιζαν τα ραδιόφωνα μαζί κατά κάποιο τρόπο, μερικές φορές. Αλλά οι περισσότερες ακροάσεις ήταν σε τραγούδια ελαφρά λεγόμενα, παρά λαϊκά ή ρεμπέτικα, που σχεδόν ήταν απαγορευμένα όλη τη δεκαετία του ’60. Από τότε που άκουσα τον Χατζιδάκι μέχρι που τον συνάντησα μεσολάβησαν πολλά χρόνια. Τον παρακολουθούσα, και θα έλεγα ότι ήμουν Χατζιδακικός. Όχι ότι δεν άκουγα και Μίκη Θεοδωράκη και τους άλλους Έλληνες συνθέτες. Τους θεωρώ πάντα άξιους εφ’ όσον έκαναν μια τέχνη καθαρή και ωραία.
Μέχρι που τον συνάντησα τον Χατζιδάκι το 1973. Ένα βράδυ που είχα βγει να κάνω μια βόλτα από την πρωινή μου εργασία που δούλευα εξωτερικές δουλειές στο περιοδικό «Ζυγός» που έβγαινε τότε, τον συνάντησα να ακουμπάει σε μια μοτοσικλέτα. Τον συνάντησα τον Σεπτέμβριο, λίγο πριν το Πολυτεχνείο. Είχα εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο, το «Βιβλίο 1» και του το είχα στείλει στη διεύθυνση της Ρηγίλλης. Τον πλησίασα και του μίλησα. Κάπνιζε τσιγάρο, είχε κάνει διάλειμμα στο «Πολύτροπο» της Πλάκας. Αυτός ο χώρος άνηκε στον Άγγελο Σκούρτη. Και μιλήσαμε, και μου είπε να πάω να παρακολουθήσω πρόβες. Πήγαινα εκεί που κάνανε πρόβες, και ο Χατζιδάκις δεν έδινε καμιά σημασία στις πρόβες, ήθελε να μιλάει μαζί μου. Ένα βράδυ, σε μια στιγμή, είπε απευθυνόμενος στην ορχήστρα που έπαιζε μόνη της: «τα Τέμπη». Και εγώ επανέλαβα χαμηλόφωνα: «Η κοιλάδα των Τεμπών».
Με κάλεσε ένα βράδυ να φάμε σε μια ταβέρνα. Είχε σκηνοθετήσει τη βραδιά, και τότε εμφανίστηκε κοντά του για πρώτη φορά η Βούλα Σαββίδη, την οποία είχε ντύσει ο Μόραλης σε συνεργασία με τον Χατζιδάκι. Ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα σαν σφίγγα. Τραγούδαγε, φωτισμένο μόνο το πρόσωπό της, σαν έργο του Μπέκετ. Φώτιζε μόνο η όψη της, ντυμένη πολύ όμορφα σαν παλιά τραγουδίστρια ρεμπέτισσα, πολύ αυστηρή στα μέσα και στον τρόπο που τραγουδούσε τραγούδια που ο Χατζιδάκις είχε εκλέξει από πολλά άλλα ρεμπέτικα. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω και την ηχογράφηση των τραγουδιών αυτών, και σ’ ένα βιβλίο μου καταθέτω που τον άκουσα να διευθύνει play back, είχε γράψει δηλαδή τη μουσική και μετά διηύθυνε την τραγουδίστρια, ένα τραγούδι του Βαμβακάρη που υπάρχει στα «Πέριξ», δίσκος που εκδόθηκε με το σήμα «Πολύτροπο» και έκανε διανομή η «Λύρα».
Ο Χατζιδάκις ήταν χορηγός στο δεύτερο βιβλίο μου που λεγόταν «Οι λάμπες» και είχε σχέδια του Τσαρούχη. Ήμουνα πολύ τυχερός που τον γνώρισα παρότι πάντοτε ζούσα έτσι βιαστικά και ανόητα, δεν πήγα σαν χαζοπούλι που τον θαύμαζε, αλλά πήγα σαν ένα παιδί από τον Πειραιά. Του άρεσε και του ίδιου νομίζω, που ήμουνα έτσι αυθεντικός, τυπικός Πειραιώτης δίπλα του. Μπορώ να πω ότι ήταν άψογος μαζί μου. Χωρίς να έχω προηγούμενο πτυχίο ανθρώπου που κάνει ραδιόφωνο, μου έδωσε μια εκπομπή το 1979. Για βιοπορισμό και όχι για τέχνη, του ζήτησα να κάνω μια εργασία για να ζήσω, να κάνω μια εκπομπή ενός τετάρτου στο Γ’ Πρόγραμμα, και μου έδωσε την «Οδό Πανός». Ο τίτλος «Οδός Πανός», προτού γίνει το 1981 περιοδικό και εκδόσεις και να υπάρχει μέχρι σήμερα το 2007 που σας μιλώ εδώ στον όμορφο χώρο σας, ακούστηκε στο Γ’ Πρόγραμμα, «Οδός Πανός 17». Θα έλεγα ότι είναι μια παραλλαγή από το «Οδός Ονείρων». Μόνο που σε μένα ήταν κάτι συγκεκριμένο, ήταν ένας χώρος στον οποίο ζούσα με ενοίκιο 700 δραχμές το μήνα.
Σε αυτόν το χώρο ένα βράδυ, μετά από μια ταβέρνα στην Πλάκα, ήρθε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ήρθε και ένα βράδυ άλλο στο οποίο εγώ δεν τον είχα αντιληφθεί, ήταν στο σκοτεινό μέρος του σπιτιού μου. Και του λέω: «Γιατί δε μου μιλήσατε;» Και μου λέει: «Γιατί μπήκες με έναν άνθρωπο και δεν μπορούσα να σου χτυπήσω την πόρτα μετά». Αυτά. Θυμάμαι την ημέρα που ήρθε στην Οδό Πανός 17, στο δωμάτιο αυτό, ότι τον συνόδεψα μετά για να πάρει ταξί στην άδεια Πλάκα. Καμία σχέση με την τωρινή, που αγοράστηκε μετέπειτα από Αθηναίους που καταλάβαιναν ότι θα γίνει κάτι ιδιαίτερο και μοναδικό στον κόσμο. Και τον συνόδεψα μέχρι τις στήλες, μέχρι τη Ρωμαϊκή Αγορά, να βρει ταξί να φύγει.
Εγώ δουλεύω με τις λέξεις. Όπως ξέρετε, οι συγγραφείς και οι ποιητές δουλεύουν με τις λέξεις. Εγώ που σας μιλάω, λέξεις λέω, καλές ή κακές, και τις οποίες βάζω σε μία σειρά χωρίς να έχω ούτε χειρόγραφο, ούτε τίποτα. Και προσπαθώ συνεχώς, και απόψε ακόμη., δεν ξέρω με ποιο δικαίωμα, να περιγράψω αυτόν τον άνθρωπο. Στην αρχή του μίλαγα στον πληθυντικό, του άρεσε του Χατζιδάκι, αλλά μετά μου ζήτησε να του μιλώ στον ενικό, και ένα διάστημα του μιλούσα και ενικό και πληθυντικό. Εγώ έχω ένα ελάττωμα: εάν θυμώσω με έναν άνθρωπο, του μιλώ στον πληθυντικό. Αυτό έκανα και στον Τσαρούχη. Όταν του μιλούσα στον πληθυντικό, ήξερε ότι έχω θυμώσει. Στον Χατζιδάκι επίσης.
Μου έδωσε να κάνω ραδιόφωνο, χωρίς να έχω προηγούμενη πείρα. Αυτό δεν το κάνει κανείς άνθρωπος στον κόσμο. Ούτε είδε τίποτα σε μένα, ούτε ήταν θέμα αγάπης, ούτε τίποτα, αλλά μου έδωσε να κάνω ραδιόφωνο, έκανα μια εκπομπή και σιγά σιγά έμαθα να κάνω ραδιόφωνο. Ο Χατζιδάκις, σε μια συνάντηση παραγωγών του Γ’ Προγράμματος, απευθυνόμενος σ’ αυτούς – εγώ δεν ήμουνα, ήταν συνάντηση για να μιλήσουν για το πρόγραμμα – τους είπε: «Το απογευματινό πρόγραμμα πρέπει να γίνει σαν τις εκπομπές του Χρονά». Δεν περιαυτολογώ, λέω τι είπε ο Χατζιδάκις και μιλώ μόνο για τη συνάντηση μαζί του. Μου έδωσε το πρώτο μου μεροκάματο στο ραδιόφωνο, εγώ ζούσα από αυτό.
Και κάποτε, μου ζήτησε όταν έκανε συνέντευξη ζωντανή με τον Ζαμπέτα, να τον συνοδέψω στην ΕΡΤ. Ήξερε ότι δεν ήθελα να πάω γιατί ήμουν κουρασμένος και δούλευα το πρωί, αλλά μου ζήτησε να τον συνοδέψω για να μην τον δουν μπαίνοντας στην ΕΡΤ ότι πάει μόνος του και δεν συνοδεύεται από έναν άνθρωπο. Όπως άλλο ένα βράδυ, πηγαίνοντας από το σπίτι του Γιώργου Σταθόπουλου, μου ζήτησε να τον συνοδέψω να μπει στον «Μαγεμένο Αυλό», για να μην τον δει ο κόσμος ότι μπαίνει μόνος του. Και μπαίνοντας, ήταν αριστερά μέσα ο Μινωτής ο οποίος έτρωγε βραδινό φαγητό, και μιλήσαμε όλοι μαζί. Έφυγα κάποια στιγμή, τους άφησα να κάθονται μαζί.
Ο Χατζιδάκις δεν ήταν μόνο ευαίσθητος, ήταν και ένας πολύ σκληρός άνθρωπος και προς τον ίδιο τον εαυτό του, και ό,τι κατέκτησε το κατέκτησε πρώτα πρώτα με πόλεμο και μάχη, μελετώντας και προσπαθώντας να είναι αυστηρός με τον εαυτό του. Η μουσική του δεν είναι παρά μια μουσική πάθους, έρωτος και αλήθειας. Όλοι διδάσκουν marketing, εμπόριο, καριέρα, εξέλιξη, και ο Χατζιδάκις με την μουσική του διδάσκει τον έρωτα. Που θα βρει κανείς τον έρωτα είναι κάτι πολύ δύσκολο. Ίσως για αυτό τον αγαπούν πάρα πολύ τα κορίτσια, γιατί τα κορίτσια ψάχνουν πάντοτε πιο πολύ από τα αγόρια τον έρωτα. Αν θέλουν ας με διαψεύσουν!
Επιμελήθηκα τα σχόλια του Τρίτου, παρόλο που ο Εξάντας είχε επιμελητή. Ο Χατζιδάκις είπε: «Θέλω να τα κάνει ο Χρονάς, και αν δεν έχετε χρήματα εσείς, θα τα πληρώσω εγώ». Και είχα αυτή τη μεγάλη τιμή και τη χαρά να εργαστώ για να σωθεί ο λόγος του Χατζιδάκι. Και μάλιστα δύο τρία σχόλια υπήρχαν μόνο σε κασέτα και η απομαγνητοφώνηση έγινε από τον τότε συνεργάτη μου και λαμπρό δημοσιογράφο, τον Γιώργο Πανόπουλο. Αυτά”.
Γιώργος Χρονάς
23 Οκτωβρίου 2007
2 σχόλια:
τα θερμα μου συγχαρητηρια για το μπλογκ!!!
πολυ καλη δουλεια!
Ευχαριστούμε και ανταποδίδουμε!
Δημοσίευση σχολίου