Γρηγόρης Γρηγορίου:
"Σήμερα η έννοια 'συνθέτης' είναι λίγο-πολύ άγνωστη"
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
Σήμερα κάνουμε μια παρέκβαση από τη βασική θεματολογία του ελληνικού τραγουδιού φιλοξενώντας τον Γρηγόρη Γρηγορίου, έναν νέο μουσικό δημιουργό που κινείται στο χώρο της σύγχρονης ορχηστρικής μουσικής. Ο Γρηγόρης Γρηγορίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978 και είναι γιος του συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου και της κινηματογραφίστριας Άννας Γκουλιώτη. Άρχισε μαθήματα πιάνου σε ηλικία 6 ετών με την Ελένη Κεραμέα και αργότερα με τον Reima Rayers, καθώς και μαθήματα σύνθεσης με τον συνθέτη Κυριάκο Σφέτσα. Από το 1994 ως το 1997 συνέχισε τις σπουδές του στο πιάνο με την Νέλλη Σεμιτέκολο, καθώς και θεωρητικά και αρμονία στο "Πρότυπο Μουσικό Κέντρο Πειραιά", απ' όπου πήρε το πτυχίο του το 1997. Από το 1995 που άρχισε να ασχολείται με την μουσική σύνθεση, έχει συνθέσει έργα για διάφορους συνδυασμούς οργάνων. Επίσης έχει συμπράξει ως εκτελεστής synthesizers σε συναυλίες του Μιχάλη Γρηγορίου στην Κρήτη, Τρίπολη και Αθήνα καθως και με την "Ορχήστρα των Χρωμάτων" στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Το Φεβρουάριο του 2002 η "Ορχήστρα των Χρωμάτων" ερμήνευσε το έργο του «Scherzo» για πιάνο και ορχήστρα με τον ίδιο στο πιάνο, στα πλαίσια των εκδηλώσεων της για τους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. 'Εχει αποφοιτήσει από το τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και αυτή τη στιγμή εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στη Σύνθεση στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, υπό την εποπτεία του κ. Δημήτρη Μαραγκόπουλου.
Η εργογραφία του περιλαμβάνει τα εξής έργα:
Gulliver (2004) - Συμφωνικό έργο για αφηγητή, τραγουδιστές και ορχήστρα βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του J. Swift "Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ"
Gulliver (2004) - Συμφωνικό έργο για αφηγητή, τραγουδιστές και ορχήστρα βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του J. Swift "Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ"
5 Πρελούδια (2003) - Για πιάνο
Scherzo (2002) - Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα
Το κόκκινο μπαλόνι (1999) - Για ορχήστρα εγχόρδων, άρπα και πιάνο
Trois Images (1998) - Τρίο για πιάνο, κλαρινέτο και βιολοντσέλλο, εμπνευσμένο από πίνακες ιμπρεσσιονιστών
Ραψωδία σε Ντο# (1997) - Για σόλο πιάνο
- Γρηγόρη, πως θα όριζες καταρχήν τη σχέση λόγου και μουσικής;
Τεράστιο θέμα που σηκώνει πολύ συζήτηση. Θα περιοριστώ να πω πως ιστορικά και αναφερόμενος στο δυτικό κόσμο, η μουσική ποτέ δεν υπήρξε ανεξάρτητη μορφή τέχνης αλλά τη συναντούσαμε πάντα σε συνδυασμό είτε με το λόγο (τραγούδι) είτε με το χορό. Πολύ πρόσφατα στη δυτική ιστορία (από την αναγέννηση και μετά ) αρχίζει να υφίσταται η έννοια της καθαρά οργανικής μουσικής, δηλαδή μουσικής που αυτόνομα μεταφέρει νοήματα. Η αυτονόμηση της μουσικής ως καλλιτεχνικό είδος επιτυγχάνεται μόνο αφότου δημιουργήθηκε ένα «λεξικό» νοημάτων το οποίο δανείστηκε τα μουσικά νοήματα από άλλες μορφές τέχνης που συνδύαζαν τη μουσική με το λόγο, με κυριότερο είδος την όπερα. Με την όπερα εμπεδώνεται η αρμονία ως κοινού μουσικού κώδικα που μεταφέρει νοήματα. Αποτέλεσμα είναι η σταδιακή συνειδητοποίηση της σχέσης μεταξύ των συναισθηματικών νοημάτων του κειμένου (λόγου) και της ψυχολογικής λειτουργίας της μουσικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οδηγούμαστε σιγά-σιγά στην δημιουργία ενός αρμονικού κώδικα, ο οποίος μεταφέρει στην μουσική συναισθήματα και νοήματα που προέρχονται από το χώρο του λόγου, με πιο χαρακτηριστική μορφή τον διαχωρισμό μεταξύ ελάσσονος κλίμακας που υποδηλώνει λύπη και μείζονος κλίμακας που υποδηλώνει χαρά (που προέρχονται αντίστοιχα από τον αρχαίο Ιωνικό και Αιολικό τρόπο). Η αλλαγή αυτή στην αντίληψη της μουσικής επιτυγχάνει τελικά την αυτονόμησή της ως καλλιτεχνικό είδος καθώς μπορεί να λειτουργήσει αφηγηματικά μεταφέροντας συναισθηματικά νοήματα χωρίς να χρειάζεται πλέον την υποστήριξη του λόγου.
- Που οφείλεται η ιστορικά διαδεδομένη χρήση λογοτεχνικών κειμένων στη σύγχρονη ελληνική μουσική, συμπεριλαμβανομένου και του λεγόμενου και «έντεχνου» τραγουδιού;
Υποθέτω εννοείς τη μελοποίηση ποιημάτων γνωστών ελλήνων ποιητών. Θα πρέπει κανείς να σταθεί στις ιδιαίτερες ιστορικές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και ύστερα. Η αντιπαλότητα που αναπτύχθηκε με τον εμφύλιο χώρισε στην ουσία την κοινωνία σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Σημαντικοί έλληνες ποιητές εμφανίστηκαν και δημιούργησαν εμπνευσμένοι από τις ανθρωπιστικές ιδέες της Αριστεράς. Αν αναλογιστεί λοιπόν κανείς πως το τραγούδι ιστορικά ήταν, είναι και θα είναι, η πιο προσβάσιμη μορφή μουσικής για το πλατύ κοινό και μέσο μεταφοράς νοημάτων, η μελοποίηση των ποιημάτων υπήρξε ο τρόπος με τον οποίο η Αριστερά στη Ελλάδα εδραίωνε μια πρόταση ζωής που δεν περιοριζότανε μόνο σε πολιτικές θέσεις αλλά σκόπευε στη γενικότερη πνευματική και ψυχική ανάταση του ανθρώπου. Αυτή δε η ευρεία διάδοση υψηλών νοημάτων μέσω της μελοποιημένης ποίησης σε τόσο πλατύ κοινό είναι μοναδικό ιστορικό γεγονός το οποίο δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ σε καμία άλλη χώρα του κόσμου
- Θέτει όρια ο λόγος στη σύνθεση, και αν ναι, ποια είναι αυτά;
Ναι, και αυτά είναι ανάλογα του μουσικού είδους. Αν μιλάμε για τραγούδι είναι προφανές ότι η μουσική αναλαμβάνει να επενδύσει τα συναισθηματικά νοήματα που πραγματεύεται ο λόγος, οπότε δεν μιλάμε για αυθύπαρκτη παρουσία της μουσικής αλλά συνοδευτική που πρέπει να συμπλέει με την εκάστοτε συναισθηματική διάθεση. Αλλά και στις πιο «λόγιες» διαστάσεις αυτού του συνδυασμού, όπως π.χ. μουσικοθεατρικά έργα με αφηγητή όπου οι αφηγηματικοί ρόλοι μπορεί να εναλλάσσονται μεταξύ λόγου και μουσικής, είναι σημαντικό για τον καλλιτέχνη να συνειδητοποιεί τα αντιληπτικά όρια αυτού του παντρέματος λόγου και μουσικής ώστε να μην καταλήξει σε μια χασμωδία που δεν βγάζει νόημα. Για παράδειγμα, όταν ο αφηγητής μιλάει η μουσική πρέπει να έχει ελάχιστα πρωταγωνιστικό ρόλο και να παίζει πολύ σιγά για να ακούγονται τα λόγια. Αντιστοίχως όταν η μουσική αναλαμβάνει προγραμματικά να περιγράψει μια σκηνή, π.χ. μια σκηνή έντασης, ο αφηγητής δεν μπορεί να μιλάει γιατί δεν θα ακούγεται.
- Ποια ήταν τα κύρια ερεθίσματα, μουσικά και μη, που σε οδήγησαν στην ενασχόλησή με τη μουσική;
Ξεκίνησα από 6 ετών μαθήματα πιάνου και ήμουνα γεννημένος σε καλλιτεχνική οικογένεια με μουσικό τον πατέρα μου, οπότε μάλλον φυσική εξέλιξη για μένα υπήρξε η ενασχόληση με τη μουσική.
Τεράστιο θέμα που σηκώνει πολύ συζήτηση. Θα περιοριστώ να πω πως ιστορικά και αναφερόμενος στο δυτικό κόσμο, η μουσική ποτέ δεν υπήρξε ανεξάρτητη μορφή τέχνης αλλά τη συναντούσαμε πάντα σε συνδυασμό είτε με το λόγο (τραγούδι) είτε με το χορό. Πολύ πρόσφατα στη δυτική ιστορία (από την αναγέννηση και μετά ) αρχίζει να υφίσταται η έννοια της καθαρά οργανικής μουσικής, δηλαδή μουσικής που αυτόνομα μεταφέρει νοήματα. Η αυτονόμηση της μουσικής ως καλλιτεχνικό είδος επιτυγχάνεται μόνο αφότου δημιουργήθηκε ένα «λεξικό» νοημάτων το οποίο δανείστηκε τα μουσικά νοήματα από άλλες μορφές τέχνης που συνδύαζαν τη μουσική με το λόγο, με κυριότερο είδος την όπερα. Με την όπερα εμπεδώνεται η αρμονία ως κοινού μουσικού κώδικα που μεταφέρει νοήματα. Αποτέλεσμα είναι η σταδιακή συνειδητοποίηση της σχέσης μεταξύ των συναισθηματικών νοημάτων του κειμένου (λόγου) και της ψυχολογικής λειτουργίας της μουσικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οδηγούμαστε σιγά-σιγά στην δημιουργία ενός αρμονικού κώδικα, ο οποίος μεταφέρει στην μουσική συναισθήματα και νοήματα που προέρχονται από το χώρο του λόγου, με πιο χαρακτηριστική μορφή τον διαχωρισμό μεταξύ ελάσσονος κλίμακας που υποδηλώνει λύπη και μείζονος κλίμακας που υποδηλώνει χαρά (που προέρχονται αντίστοιχα από τον αρχαίο Ιωνικό και Αιολικό τρόπο). Η αλλαγή αυτή στην αντίληψη της μουσικής επιτυγχάνει τελικά την αυτονόμησή της ως καλλιτεχνικό είδος καθώς μπορεί να λειτουργήσει αφηγηματικά μεταφέροντας συναισθηματικά νοήματα χωρίς να χρειάζεται πλέον την υποστήριξη του λόγου.
- Που οφείλεται η ιστορικά διαδεδομένη χρήση λογοτεχνικών κειμένων στη σύγχρονη ελληνική μουσική, συμπεριλαμβανομένου και του λεγόμενου και «έντεχνου» τραγουδιού;
Υποθέτω εννοείς τη μελοποίηση ποιημάτων γνωστών ελλήνων ποιητών. Θα πρέπει κανείς να σταθεί στις ιδιαίτερες ιστορικές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και ύστερα. Η αντιπαλότητα που αναπτύχθηκε με τον εμφύλιο χώρισε στην ουσία την κοινωνία σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Σημαντικοί έλληνες ποιητές εμφανίστηκαν και δημιούργησαν εμπνευσμένοι από τις ανθρωπιστικές ιδέες της Αριστεράς. Αν αναλογιστεί λοιπόν κανείς πως το τραγούδι ιστορικά ήταν, είναι και θα είναι, η πιο προσβάσιμη μορφή μουσικής για το πλατύ κοινό και μέσο μεταφοράς νοημάτων, η μελοποίηση των ποιημάτων υπήρξε ο τρόπος με τον οποίο η Αριστερά στη Ελλάδα εδραίωνε μια πρόταση ζωής που δεν περιοριζότανε μόνο σε πολιτικές θέσεις αλλά σκόπευε στη γενικότερη πνευματική και ψυχική ανάταση του ανθρώπου. Αυτή δε η ευρεία διάδοση υψηλών νοημάτων μέσω της μελοποιημένης ποίησης σε τόσο πλατύ κοινό είναι μοναδικό ιστορικό γεγονός το οποίο δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ σε καμία άλλη χώρα του κόσμου
- Θέτει όρια ο λόγος στη σύνθεση, και αν ναι, ποια είναι αυτά;
Ναι, και αυτά είναι ανάλογα του μουσικού είδους. Αν μιλάμε για τραγούδι είναι προφανές ότι η μουσική αναλαμβάνει να επενδύσει τα συναισθηματικά νοήματα που πραγματεύεται ο λόγος, οπότε δεν μιλάμε για αυθύπαρκτη παρουσία της μουσικής αλλά συνοδευτική που πρέπει να συμπλέει με την εκάστοτε συναισθηματική διάθεση. Αλλά και στις πιο «λόγιες» διαστάσεις αυτού του συνδυασμού, όπως π.χ. μουσικοθεατρικά έργα με αφηγητή όπου οι αφηγηματικοί ρόλοι μπορεί να εναλλάσσονται μεταξύ λόγου και μουσικής, είναι σημαντικό για τον καλλιτέχνη να συνειδητοποιεί τα αντιληπτικά όρια αυτού του παντρέματος λόγου και μουσικής ώστε να μην καταλήξει σε μια χασμωδία που δεν βγάζει νόημα. Για παράδειγμα, όταν ο αφηγητής μιλάει η μουσική πρέπει να έχει ελάχιστα πρωταγωνιστικό ρόλο και να παίζει πολύ σιγά για να ακούγονται τα λόγια. Αντιστοίχως όταν η μουσική αναλαμβάνει προγραμματικά να περιγράψει μια σκηνή, π.χ. μια σκηνή έντασης, ο αφηγητής δεν μπορεί να μιλάει γιατί δεν θα ακούγεται.
- Ποια ήταν τα κύρια ερεθίσματα, μουσικά και μη, που σε οδήγησαν στην ενασχόλησή με τη μουσική;
Ξεκίνησα από 6 ετών μαθήματα πιάνου και ήμουνα γεννημένος σε καλλιτεχνική οικογένεια με μουσικό τον πατέρα μου, οπότε μάλλον φυσική εξέλιξη για μένα υπήρξε η ενασχόληση με τη μουσική.
- Τι πραγματεύεται η τρέχουσα μουσική και ερευνητική σου δραστηριότητα;
Η «τρέχουσα δραστηριότητα» πρόκειται στην ουσία για τη σύνθεση ενός πρωτότυπου μουσικού έργου για αφηγητή, τραγουδιστές και ορχήστρα πάνω στο έργο του J. Swift «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ». Το ερευνητικό κομμάτι αυτού του έργου είναι μια επισκοπική παρουσίαση του συνδυασμού λόγου και μουσική ιστορικά, εστιάζοντας κυρίως στις λειτουργικές και δομικές ομοιότητες που παρουσιάζει το έργο που συνέθεσα με μουσικές φόρμες του παρελθόντος που συνδύαζαν τη μουσική με το λόγο.
- Περνώντας στο καθαρά πρακτικό-δημιουργικό κομμάτι, εσύ με ποια κριτήρια επέλεξες το συγκεκριμένο κείμενο για να το επενδύσεις μουσικά;
Κύριος λόγος που με οδήγησε αρχικά στην επιλογή αυτού του μουσικού είδους (αφήγηση με μουσική επένδυση δηλαδή) ήταν μια αυξανόμενη προσωπική αίσθηση ότι η καθαρά οργανική μουσική αδυνατεί να καθηλώσει το ενδιαφέρον του κοινού στη σημερινή εποχή. Πολλοί λόγοι μπορεί να συντρέχουν γι’ αυτό, μεταξύ των οποίων και η σταδιακή εξασθένιση του μουσικού κώδικα ως φορέα μηνυμάτων λόγω της εδραίωσης των σύγχρονων μορφών τέχνης που λειτουργούν καταιγιστικά στην ανθρώπινη αντίληψη. Ήθελα λοιπόν να φτιάξω ένα έργο που θα κέντριζε από την αρχή το ενδιαφέρον ενός – φυσικά – θετικά διακείμενου ακροατή που όμως δεν έχει μουσικές σπουδές και δεν έχει εντρυφήσει στην «σοβαρή» μουσική. Η επιλογή αυτού του μουσικού είδους μου έδινε τη δυνατότητα να στήσω ένα θεατρικό έργο, που από τη φύση του είναι πιο διαδεδομένο σαν καλλιτεχνική φόρμα, στο οποίο όμως θα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και η μουσική.
Πιο συγκεκριμένα τώρα στην επιλογή του έργου χρειαζόμουνα ένα κείμενο το οποίο θα ήταν γραμμένο σε πρώτο ενικό για του εξής λόγους: αφενός είχα φανταστεί στο μυαλό μου το στήσιμο του έργου σαν εξιστόρηση μιας προσωπικής ιστορίας του αφηγητή, άρα χρειαζόμουνα ένα κείμενο με την αμεσότητα του πρώτου ενικού. Αφετέρου ήθελα ελάχιστο αριθμό δρώντων υποκειμένων επί σκηνής γιατί το έργο κατά βάση θεωρούσα ότι ήταν μουσικό και όχι θεατρικό.
Μεταξύ των επιλογών στην αρχή όταν έψαχνα για κείμενο που να πληροί αυτές τις προϋποθέσεις υπήρξαν και «Οι περιπέτειες του βαρόνου Μυνχάουζεν», όμως διαβάζοντας το βιβλίο συνειδητοποίησα πως ήταν εντελώς άναρχα δομημένο και στην ουσία αποτελείτο από πολλές αυτόνομες ιστορίες που δεν μπορούσαν να στηθούν σε ένα ενιαίο σεναριακά έργο. Αντίθετα «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είχαν ακριβώς τα στοιχεία που ζητούσα και επιπλέον μια ιστορία που εξελισσότανε δομημένα με αρχή, μέση, κορύφωση και φινάλε. Φυσικά από τα 4 ταξίδια που περιγράφονται στο βιβλίο σαν αυτόνομες ιστορίες επένδυσα μουσικά μόνο ένα, συγκεκριμένα το πρώτο που είναι ίσως και το γνωστότερο με τους Λιλιπούτειους.
- Στη δουλειά σου χρησιμοποιείς και νέες τεχνολογίες, υπολογιστές κλπ. Ποιες αλλαγές έχει επιφέρει η τεχνολογική εξέλιξη στη μουσική; Επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα από πλευράς περιεχομένου;
Είναι αλήθεια πως αν δεν είχα και την ευκολία που μου προσφέρει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν ξέρω αν θα είχα τολμήσει να προχωρήσω στη σύνθεση ενός τόσο μεγάλου έργου όπως «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ». Ο Η/Υ μου έδωσε κυρίως την δυνατότητα να ακούω αυτά που γράφω σε συνδυασμό με την αφήγηση. Όπως ο ζωγράφος βλέπει σε κάθε στάδιο της εξέλιξής του τη δημιουργία ενός πίνακα, έτσι μπορούσα κι εγώ πλέον να πειραματίζομαι έχοντας άμεσο feedback από τον υπολογιστή. Επιπλέον όταν ακούς άμεσα το αποτέλεσμα της σύνθεσής σου (και σε ικανοποιεί βέβαια) παίρνεις δύναμη να συνεχίσεις, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι η σύνθεση αυτού του έργου μου πήρε 1-1,5 χρόνο και δεν ξέρω αν θα διατηρούσα αμείωτο το ενδιαφέρον μου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δουλεύοντας μόνο με παρτιτούρα.
Σαν μειονέκτημα της χρήσης υπολογιστή γενικά στις μέρες μας μπορεί κάποιος να καταλογίσει ότι δεν εξασκείς το μουσικό σου αφτί και βολεύεσαι με την ευκολία της άμεσης ηχογράφησης δίχως να δουλεύεις περισσότερο πάνω στη σύνθεση, την ενορχήστρωση κλπ. Αυτό εν μέρει μπορεί να ισχύει, όμως μετά την πρώτη ηχογράφηση του έργου στον υπολογιστή ακολούθησε η μεταγραφή του σε παρτιτούρα, όπου εκεί μπορείς να κάνεις όση λεπτοδουλειά θέλεις στην ενορχήστρωση, τη δομη, κλπ (όπως και έγινε) του έργου που δεν προσφέρεται στον υπολογιστή.
- Ποια προβλήματα αντιμετωπίζει ένας νέος συνθέτης σύγχρονης μουσικής στην Ελλάδα;
Πάντως η Ελλάδα είναι ωραία για να κάνεις διακοπές το καλοκαίρι και να χαλαρώνεις παίρνοντας έμπνευση! Ειλικρινά προτιμώ να απαντήσω ποιο ΔΕΝ είναι το πρόβλημα παρά ποια είναι για έναν μουσικό στην Ελλάδα.
- Πιστεύεις στη διάκριση σοβαρής και εμπορικής μουσικής; Μπορεί ένα κομμάτι «σοβαρής» μουσικής να είναι ταυτόχρονα και εμπορικό;
Δεν είναι θέμα πίστης αλλά απλή παρατήρηση της πραγματικότητας. Όντως υπάρχει διαχωρισμός αλλά δεν έχει να κάνει αρχικά τόσο με το περιεχόμενο της μουσικής όσο με την πρόθεση (που βέβαια καθορίζει το περιεχόμενο τελικά). Άλλωστε κακιά μουσική έχει γραφτεί και στο χώρο της σοβαρής μουσικής. Όταν η κινητήρια δύναμη για την σύνθεση δεν είναι μια πηγαία έμπνευση αλλά το να βγάλεις λεφτά, μοιραία θα χρησιμοποιήσεις το μουσικό ιδίωμα που εγγυημένα θα πουλήσει. Αυτό στις μέρες μας, επειδή η αγορά μουσικής πλέον έχει περάσει στις δισκογραφικές εταιρείες που απευθύνονται στο πλατύ κοινό, μεταφράζεται στα γνωστά τραγούδια που μας βομβαρδίζουν. Όμως, και αυτό είναι σημαντικό, η λεγόμενη «κλασσική» ή «σοβαρή» μουσική του παρελθόντος γράφτηκε στην πλειονότητά της (με εξαιρέσεις φυσικά) κατόπιν παραγγελίας στους συνθέτες οι οποίο, άλλωστε, από αυτό ζούσαν! Βεβαίως σε άλλες εποχές, με άλλες αντιλήψεις και αξίες, με άλλο αίσθημα ευθύνης απέναντι στο παραχθέν μουσικό έργο και την λειτουργία και προσφορά του συνθέτη μέσα στην κοινωνία και βεβαίως απέναντι σε ένα πολύ πιο απαιτητικό κοινό το οποίο έκρινε με άλλα – όχι αναγκαστικά ειλικρινέστερα– κριτήρια τα μουσικά έργα. Οπότε νομίζω πως έτσι απαντάται και το δεύτερο σκέλος της ερώτησης: ναι, μπορεί ένα έργο «σοβαρής» μουσικής να είναι και εμπορικό, άλλωστε τα περισσότερα εμπορικά έργα εκείνης της μουσικής μας σώζονται μέχρι σήμερα.
- Τέλος, ποια είναι η σχέση του δημιουργού με την εποχή του; Την καθορίζει ή καθορίζεται από αυτή; Θεωρείς δηλαδή ότι εσύ ως καλλιτέχνης, είσαι φορέας μιας συγκεκριμένης κοινωνικής αποστολής;
Θα έπρεπε ο καλλιτέχνης να αισθάνεται φορέας μιας κοινωνικής αποστολής, δύσκολα όμως αντλείς από αυτή την αίσθηση σήμερα γιατί ακόμα και η έννοια «συνθέτης» αν δεν συνοδεύεται από «τραγουδιών» είναι λίγο-πολύ άγνωστη. Παρ’ όλ’ αυτά ο καθένας τελικά οδεύει στο δρόμο που θεωρεί ότι του ταιριάζει και προσαρμόζει τις απαιτήσεις και προσδοκίες του. Δεν είναι παραδοχή ήττας αλλά απλή κατανόηση της πραγματικότητας: αν δεν σε ενδιαφέρει να καταπιαστείς με τα τρέχοντα «νοήματα» της κοινωνίας (ή α-νοήματα, ανάλογα πως το κρίνει κανείς) δεν έχεις άλλη επιλογή από το να ασχοληθείς με αυτά που πραγματικά σε αφορούν βρίσκοντας κάποια στιγμή και τους αντίστοιχους συνομιλητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου