Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007

Χριστουγεννιάτικη συνάντηση με τον Διονύση Σαββόπουλο

Τα Χριστούγεννα στην Αθήνα είναι όμορφα. Και γίνονται ακόμα ομορφότερα όταν είσαι με την παρέα σου, συναντάς εντελώς ξαφνικά και τυχαία τον Διονύση Σαββόπουλο, και εκείνος δέχεται να πιει μαζί σας έναν καφέ. Αυτό ακριβώς μου συνέβη την παραμονή των Χριστουγέννων που είχα βγει για βόλτα στο κέντρο, μαζί με συγγενείς και φίλους. Τον πετύχαμε στο δρόμο, τολμήσαμε να τον καλέσουμε για καφέ, και δεν μετανιώσαμε καθόλου γι’ αυτό. Και ωραία περάσαμε, και τις φωτογραφίες μας τραβήξαμε, και τις αποκλειστικές ειδήσεις μας βγάλαμε!

Φυσικά, το πρώτο πράγμα που τον ρωτήσαμε ήταν για το πώς πηγαίνει η δισκογραφική και συναυλιακή συνεργασία με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, το μουσικό γεγονός της νέας χρονιάς, αν όχι όλης της δεκαετίας. Ο Σαββόπουλος, σε πολύ καλή διάθεση και φόρμα, επιβεβαίωσε τις φήμες που τον φέρνουν στο στούντιο για να ηχογραφήσει ως ερμηνευτής και παραγωγός τα καινούργια τραγούδια του Θ.Π. Συγκεκριμένα, μας είπε ότι ελπίζει ο δίσκος να είναι έτοιμος μέχρι το Πάσχα του 2008. Ταυτόχρονα, μάθαμε ότι ο Σαββόπουλος και ο Παπακωνσταντίνου θα αρχίσουν εμφανίσεις στο Polis Theater από τα μέσα Ιανουαρίου.

Ο Σαββόπουλος μας εκμυστηρεύτηκε τους τέσσερις πιθανούς τίτλους του δίσκου, και κάλεσε τους αναγνώστες των Προαστίων να ψηφίσουν και να εκλέξουν αυτόν που προτιμούν. Έχουμε και λέμε:


Α) Ο Σαμάνος
Β)
Το κάλεσμα

Γ) Κοιμάται σαν γέρος, ξυπνάει σαν παιδί
Δ) Γιαπ!

Περιμένουμε με ενδιαφέρον τις δικές σας απόψεις, και την τελική επιλογή των δύο καλλιτεχνών.


Πως και κλείστηκε αυτή η συνεργασία;


«Να σας πω. Εμείς, όταν φτιάχναμε καινούργια τραγούδια, τα πηγαίναμε στους παλαιότερους. Με συγκίνησε ο Θανάσης που ήρθε σε μένα και έφερε μαζί τα τραγούδια του, για να του πω τη γνώμη μου. Είναι μια παλιά συνήθεια, που την επαναλαμβάνει τώρα αυτός. Ο Θανάσης είναι ένα πολύ σεμνό παιδί. Όταν παίζει στη σκηνή, κρύβεται, κάνει ότι κουρδίζει τα όργανα. Αλλά έχει γράψει καταπληκτικά πράγματα».

Και πώς νιώθετε που επιστρέφετε στον γνώριμο ρόλο του καλλιτεχνικού παραγωγού;


«Μου αρέσει να είμαι προπονητής. Συνήθως, οι προπονητές δεν επιστρέφουν στο γήπεδο. Εμένα όμως μου αρέσει να επιστρέφω. Συνήθως βέβαια, λέω μόνο ένα-δύο τραγούδια σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών. Ποτέ δεν έχω ξαναπεί μία ντουζίνα τραγούδια! Τα διάλεξα όλα με μεγάλη αυστηρότητα. Αλλά και ο Θανάσης θα τραγουδήσει κάτι».

Θα μας πείτε δύο λόγια για τους μουσικούς;


«Στον καινούργιο δίσκο συνεργαζόμαστε πάλι με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου και τη Βάσω Δημητρίου, αλλά και με δύο μουσικούς από το εξωτερικό. Στα κρουστά θα είναι ο Ινδός Σάτναμ Ραμγκότρα που ζει μόνιμα στο Λος Άντζελες, ενώ στις κιθάρες και το ούτι θα είναι ο Τζίμι Μαχλής από τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

Ο νέος Μετρονόμος στα περίπτερα


Είχαμε πει να μη γράψουμε τίποτα μέχρι την Πρωτοχρονιά, αλλά δύο γεγονότα μας αναγκάζουν να επιστρέψουμε στις οθόνες μας. Το πρώτο; Μια τυχαία συνάντηση με τον Διονύση Σαββόπουλο στη χριστουγεννιάτικη Αθήνα που μας γέμισε χαρά και ενθουσιασμό, και για την οποία θα σας πούμε περισσότερα σε λίγες μέρες. Το δεύτερο; Η κυκλοφορία του νέου τεύχους του Μετρονόμου.



Το εορταστικό τεύχος που κυκλοφορεί είναι ιδιαίτερο και για τα Μουσικά Προάστια, καθώς φιλοξενεί μια συνέντευξη της Δανάης Παναγιωτοπούλου που έδωσε σε μέλος των Μ.Π. και θα δημοσιευτεί σύντομα και εδώ.

Η ύλη του τεύχους είναι κάτι παραπάνω από χορταστική, με αφιέρωμα στον Νίκο Μαμαγκάκη, αναλύσεις για τον Μάνο Λοΐζο και τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τρυφερές ανθρωπογεωγραφικές αναφορές στη Σμύρνη και την Αθήνα, πολλές και ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις, και φυσικά τις μόνιμες στήλες του περιοδικού. Συγκεκριμένα, έχουμε και λέμε:


- Ακριβές στιγμές: «Μουσικό ημερολόγιο 1958…», του Ηλία Κατσούλη
- Μεταξύ των άλλων…
- Ο πολιτικός Μάνος Λοϊζος, του Φώντα Λάδη
- Αιμιλία Κουγιουμτζή: Για τον Σταύρο, των Τάσου Π. Καραντή και Θανάση Γιώγλου
- Γιώργος Βαρσαμάκης, του Χρόνη Πλατίνου
- Ο τραγουδιστικός χάρτης της Αθήνας, του Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη
- Γιώργος Κοτσώνης, του Γιώργου Καλογήρου
- Νίκος Μαμαγκάκης, του Θανάση Συλιβού
- Μανώλης Γαλιάτσος, του Αλέξη Βάκη
- Αρώματα της Σμύρνης στη γειτονιά της προσφυγιάς, της Ελένης Δελβινιώτη
- Γιώργος Ξηντάρης, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
- Τα πουλιά στον ποιητικό κόσμο του Κουγιουμτζή, του Τάσου Π. Καραντή
- Δανάη Παναγιωτοπούλου, του Ηρακλή Οικονόμου
- Ιωάννα Γεωργακοπούλου, του Χάρη Κόντου
- Τζιβαέρι, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
- Τα τραγούδια του έρωτα και της αγάπης, του Ανδρέα Καρζή
- Δεν υπάρχει φωτιά για καλό, του Θόδωρου Βαλσαμίδη
- Ανθολόγιο μουσικών αισθημάτων από την ελληνική πεζογραφία:
- Το τραγούδι στα δραματικά συμβάντα της ζωής, , επιμέλεια: Ηλίας Κατσούλης
- «…παίζουν τα ραδιόφωνα τραγούδια για το τίποτα γραμμένα», του Σπύρου Κουρκουνάκη
- Πίσω από τα όργανα: «Ο Λώρης με τη φυσαρμόνικα», του Γιώργου Αλτή
- Αναγνώσεις
- Ακροάσεις


ΕΝΘΕΤΟ
Εξώφυλλα, μουσικές και αναμνήσεις - Νίκος Μαμαγκάκης

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Ιστοσελίδα MusicHeaven




Το MusicHeaven είναι μία από τις μεγαλύτερες και πιο ενεργές μουσικές online κοινότητες του ελληνικού internet, που λειτουργεί παράλληλα ως μουσικό περιοδικό και μουσική πύλη. Από το 1997 που ξεκίνησε τη λειτουργία του, με νέες ιδέες, φαντασία και πολύ μεράκι, αποτελεί τόπο ηλεκτρονικής συνεύρεσης, έκφρασης, δημιουργίας, ενημέρωσης και επικοινωνίας των εραστών της μουσικής, της λογοτεχνίας και της ποίησης. Η συμμετοχή στην κοινότητα του MusicHeaven είναι ελεύθερη και οι προσφερόμενες υπηρεσίες παρέχονται δωρεάν. Παράλληλα το MusicHeaven έχει διατελέσει χορηγός επικοινωνίας σε δισκογραφικές δουλειές καλλιτεχνών και συναυλίες. Απώτερος σκοπός του MusicHeaven είναι η διάδοση της καλής μουσικής, η ανάδειξη αξιόλογων δημιουργών και η κάλυψη της ανάγκης έκφρασης και επικοινωνίας όσων Ελλήνων και Κυπρίων - απ' όλο τον κόσμο - έχουν σαν κοινό παρονομαστή την αγάπη και το σεβασμό για την ποιοτική μουσική και προβληματίζονται για το παρόν και το μέλλον της. Αν ανήκετε κι εσείς σ' αυτούς, θα χαρούμε να σας έχουμε συνταξιδιώτες στο δρόμο μας.


Με μουσικούς χαιρετισμούς,


MusicHeaven

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Ηλίας Κατσούλης: "Δώδεκα. Κι ούτε ένα τηλεφώνημα"


Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2005

Ακούω τελευταία από τα λεγόμενα «ποιοτικά» ραδιόφωνα ένα τραγούδι σουξέ κάποτε. Άνοιξε το δρόμο προς τη «δόξα» της Βίσση. Προσωπικά δεν μου άρεσε ποτέ. Τι υποκρισία όμως, θεέ μου! Το τραγουδούν τώρα Γαλάνη και Πρωτοψάλτη σ’ ένα cd από τις περυσινές εμφανίσεις τους σε γνωστό κέντρο. Και ξαφνικά «καθαγιάστηκε» το καρβέλειο αυτό μελό και πήρε διαβατήριο για εκπομπές παραγωγών που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, αυτό που θερίζει και λογοκρίνει ό,τι δεν είναι κατόπιν εντολής της εταιρείας ή σφοδρής επιθυμίας του διευθυντή προγράμματος. Ωραίες και τίμιες προσπάθειες μικρών εταιρειών, νέων καλλιτεχνών, αλλά και καθιερωμένων που δεν συμμορφώνονται «προς τας υποδείξεις» πηγαίνουν στον γνωστό κάλαθο.

Κόβουν, βλέπεις, χρόνο από τη μετάδοση (πολλαπλή) τραγουδιών των εκλεκτών και ημετέρων.

Δώδεκα. Κι ούτε ένα τηλεφώνημα.

Ποιος να τηλεφωνήσει για σένα φτωχό κι ανυπεράσπιστο τραγουδάκι μου. Διάβασε εσύ τον Καβάφη σου και μελαγχόλησε. Για σένα πέρασεν η ώρα. Άλλο δώδεκα, άλλο δώδεκα και μισή. Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό ούτε και σταθμό για να σε μεταδώσει.
Ηλίας Κατσούλης
(από τη στήλη «Ημερολόγιο Τραγουδιών», περιοδικό «Δίφωνο», τεύχος 125, Φεβρουάριος 2006, σελ. 16.)

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

Για την Πηγή και τις Ανδρομέδες


Το μελαγχολικό παίξιμο ενός πιάνου ΣΤΟΥΣ ΧΡΗΣΜΟΥΣ

ήταν μονάχα η αφορμή για να ψάξουμε και να μάθουμε ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ
Η Πηγή Καφετζοπούλου, όπως λέει και το ΣΗΜΕΙΩΜΑ
έγραφε ποιήματα και ιστορίες, και έδωσε τραγούδια της στον Νίκο Παπάζογλου και στον Σωκράτη Μάλαμα. Δεν προλάβαμε να τη διαβάσουμε και να την ακούσουμε όταν έπρεπε. Αλλά ίσως και να μην είναι ποτέ αργά για να διορθώσουμε το λάθος μας.
ηρ.οικ.

ΥΓ (10/11/2007): Και ένα ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Νεράιδα
Στίχοι: Πηγή Καφετζοπούλου
Μουσική-Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας
Εγώ πατάω στον ουρανό, βαδίζω στον ωκεανό
Πάνω στο κύμα περπατώ, εσένα σαν κοιτώ
Είσαι νεράιδα της αυγής, η πιο όμορφη όλης της γης
Μ' ένα χαμόγελο μπορείς, τα θαύματα να πεις
Εγώ φουντώνω στο χιονιά, βγάζω φωτιές στην παγωνιά
Άνοιξη έχει η καρδιά, εσένα σαν κοιτά
Είσαι νεράιδα της αυγής, η πιο όμορφη όλης της γης
Μ' ένα χαμόγελο μπορείς, τα θαύματα να πεις

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Ο Μίκης Θεοδωράκης για τους θεσμούς και το έθνος





Τελειώνει η χρονιά, και κλείνουμε μία μία τις εκκρεμότητες με το 2007. Μία από αυτές ήταν και οι δήλώσεις του Μίκη Θεοδωράκη περί έθνους, εκκλησίας και θεσμών, με αφορμή την παρουσίαση του έργου του «Ακολουθία εις κεκοιμημένους» τον Μάρτιο που μας πέρασε, στη Μητρόπολη Αθηνών. Δυστυχώς, δεν βρήκαμε το σύνολο της συνέντευξης τύπου (29/3/2007), και αναγκαστικά συγκολλήσαμε αποσπάσματα που βρήκαμε σε διάφορες ιστοσελίδες, εφημερίδες κλπ. Ξαναζεσταμένο το φαγητό, αλλά και ενδιαφέρον:

"Βέβαια, αν κάνει μία δήλωση ο Μακαριώτατος βγαίνουν και τον χτυπούν, αμφισβητώντας το δικαίωμά του να έχει γνώμη, όπως έχει ο κάθε πολίτης. Και αν διαφωνούν με τη γνώμη του, να την αντιμετωπίσουν με επιχειρήματα. Όχι με κραυγές και αναθέματα λάσπης(...)

Πρέπει να σεβόμαστε το Σύνταγμα, είναι ασυγχώρητο για κάποιον να λέει ότι δεν εφαρμόζεται. Είναι φασιστική άποψη. Και πρέπει να σεβόμαστε τους θεσμούς. Έχουμε δύο μεγάλους θεσμούς στην Ελλάδα. Του Προέδρου της Δημοκρατίας και του αρχηγού της Ελλαδικής Εκκλησίας. Επαναστατώ όταν βλέπω ότι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι δεν σέβονται αυτούς τους θεσμούς. Όταν μιλάς για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον αρχηγό της Εκκλησίας, πρέπει πρώτα να πλένεις το στόμα σου. Πρέπει να σέβεσαι τους θεσμούς για τους οποίους πεθάναμε εμείς. Αυτοί σήμερα που δεν σέβονται απολαμβάνουν τους καρπούς των δικών μας θυσιών. Εγώ δεν είμαι κάποιος άγνωστος και έχω το δικαίωμα να κάνω τέτοια κριτική. Ας έρθει ο οποιοσδήποτε να με αντικρούσει. Εχω μιλήσει για αυτά, αλλά δεν τολμά κανείς να μιλήσει σε εμένα. Τι να μου πουν εμένα; Οτι δεν πάλεψα; Οτι δεν είμαι προοδευτικός; Οτι δεν έπιασα τον σφυγμό του λαού; Οτι δεν έδωσα καλή τροφή στον λαό;(...)

Εχει επικρατήσει η αντίληψη ότι αφού τελείωσαν με εμάς τους ζωντανούς, ασχολούνται τώρα και με τους πεθαμένους. Τελειώσαμε με τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Ρήγα Φεραίο, με το Αρκάδι, το Μεσολόγγι, με τα σύμβολα. Τους πειράζει η 25η Μαρτίου. Γιατί όμως; Γιατί οι ελευθερωτές μας ήταν οι φουστανελάδες, τους οποίους κατηγορούν ως αγράμματους. Αυτοί όμως μας απελευθέρωσαν. Είναι μύθος, λένε, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Δεν κρατούσε, υποστηρίζουν, με το ένα χέρι ο Κολοκοτρώνης την ελληνική σημαία και με το άλλο τον Σταυρό και δεν ευλογούσε η Εκκλησία τη σημαία. Αυτά είναι γι’ αυτούς αντιδραστικά. Και δεν πρέπει να τα ξέρουν τα παιδιά μας. Γι' αυτό πρέπει, κατ’ αυτούς, να φύγει από την εθνική μας μνήμη η 25η Μαρτίου. Ακόμη και ο Βελουχιώτης έβαζε στη σειρά τους αγωνιστές και έμπαιναν στα χωριά με την ελληνική σημαία, και αφού τους μιλούσε για τον αγώνα, τους καλούσε όλους να μπουν μέσα στην Εκκλησία. Και μπροστά σε όλους τους κατοίκους του χωριού και τους αντάρτες, παρακαλούσε τον παπά να ευλογήσει τη σημαία και τον αγώνα τους. Αυτοί ήταν επαναστάτες. Ποιοι είναι αυτοί οι σημερινοί που λένε ότι είναι προοδευτικοί; Τι σχέση έχουν αυτοί με όλα αυτά;(...)

Βρίσκομαι εδώ ενσυνείδητα. Αυτή ήταν η φυσιολογική πορεία της Ελλάδας. Έτσι έπρεπε να γίνει. Έχει συνέχεια ο ελληνισμός. Μόνο με την ανανέωση της μνήμης και της πίστης μπορούμε να γίνουμε κάτι. Πρέπει να έχουμε βάσεις και ρίζες, να είμαστε περήφανοι για τη γενιά μας, για την πατρίδα και το έθνος. Γι' αυτό το καταπληκτικό πάντρεμα της ουσίας της ελληνικότητας με την ουσία του Χριστιανισμού. Δεν ξέρουν όμως όλοι αυτοί τι σημαίνει Ορθοδοξία. Λένε ότι δεν υπήρχε Κρυφό Σχολειό. Μέσα όμως στις εκκλησίες οι παπάδες διάβαζαν τα Ευαγγέλια, τα οποία ήταν γραμμένα στα ελληνικά." (...)
Μίκης Θεοδωράκης

Θα άξιζε πραγματικά να γίνει μια σοβαρή και διεξοδική έρευνα πάνω στο μεγάλο κίνημα του λεγόμενου "έντεχνου" τραγουδιού και στη σχέση έθνους και ιδεολογίας μέσα σε αυτό. Εν συντομία: η στροφή του Θεοδωράκη προς την εκκλησία και το έθνος δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο σε τυχαίους παράγοντες (ηλικία, επιθυμία για προβολή του έργου του, αναγνώριση από επίσημους θεσμούς κλπ). Εξάλλου, και άλλοι εκπρόσωποι αυτού του κινήματος, με πρώτο και καλύτερο τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ακολούθησαν αυτόν το δρόμο. Η ορμή με την οποία βασικοί εκπρόσωποι του νεοελληνικού "έντεχνου" τραγουδιού στράφηκαν σε μία ελληνοκεντρική θεώρηση της ταυτότητάς τους, παρά την εξωτερικά τουλάχιστον επαναστατίζουσα και αριστερίζουσα αφετηρία τους, υποδηλώνει κάτι βαθύτερο. Ότι δηλαδή, το καλλιτεχνικό αυτό κίνημα εξέφρασε από την αρχή κατεξοχήν εθνοκεντρικές αξίες και οπτικές, οι οποίες όμως αποτελούσαν την εποχή εκείνη (δεκαετίες '60 & '70) κομμάτι ενός ευρύτερου, εναλλακτικού, αριστερού προτάγματος. Όταν το πρόταγμα αυτό παρήκμασε, ως συνέπεια της παρακμής του πολιτικού φορέα που το εξέφρασε (κομμουνιστικό κίνημα, κόμματα της Ελληνικής αριστεράς, κλπ), το εθνοκεντρικό στοιχείο αποστεώθηκε και μεταβλήθηκε σέ καρικατούρα. Αυτή την καρικατούρα εκφράζει σήμερα ο Θεοδωράκης με τους ύμνους του προς την κρατική και εκκλησιαστική εξουσία.

Και το συμπέρασμα; Δεν δημιουργεί ο καλλιτέχνης την εποχή του, αλλά η εποχή τον καλλιτέχνη. Δεν έδωσε δηλαδή μόνο ο Θεοδωράκης τροφή στο λαό, αλλά και ο λαός στον Θεοδωράκη. Σε μια εποχή όπου το εθνικό ζήτημα είχε συνδεθεί με επιτυχία με το κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, αποτέλεσμα της δράσης ενός συλλογικού πολιτικού υποκειμένου, ο Θεοδωράκης έφτιαχνε το Άξιον Εστί και τη Ρωμιοσύνη, έργα κατεξοχήν ελληνοκεντρικά, τα οποία όμως εξέφραζαν μία ευρύτερη απελευθερωτική προβληματική. Σε μια εποχή όμως όπου αυτή η προβληματική έχει αποκαθηλωθεί και υποκατασταθεί από την ιδεολογική σύγχυση και τη συντηρητικοποίηση των κυρίαρχων αξιών, ο Θεοδωράκης ανάγεται σε εκφραστή φοβικών και καθεστωτικών απόψεων. Αυτό φυσικά δεν πρέπει να αφαιρεί τίποτα από το σεβασμό και το θαυμασμό μας προς έναν μεγάλο μουσικό δημιουργό. Επιβεβαιώνει όμως τη βαθιά κρίση και οπισθοδρόμηση μιας ολόκληρης εποχής. Και ποιος να γράψει τα τραγούδια της δικής μας εξορίας;
ηρ.οικ.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

"Επίσκεψη στον Σαββόπουλο", του Ευγένιου Αρανίτση



Επίσκεψη στον Σαββόπουλο

του Ευγένιου Αρανίτση

Δεν με βρίσκουν σύμφωνο τα όσα λέει στις συνεντεύξεις και δεν μένω εκστατικός εν αναμονή της Ολυμπιάδας του 2004. Κάθισα όμως με το φίλο μου τον Θάνο και ακούσαμε όλους τους δίσκους απ' την αρχή. Να, τι κατάλαβα:


Ο Σαββόπουλος υπήρξε ο μεγάλος μου έρωτας πολύ πριν αντιληφθώ τον χαρακτήρα της ελληνικής «ιδιαιτερότητας». Σήμερα, προσπαθώντας να υπολογίσω τι απέμεινε απ' αυτόν τον έρωτα, διαπιστώνω, σχεδόν με έκπληξη, ότι βρίσκονται όλα εκεί, άθικτα. Αισθάνομαι ότι η αντοχή τους παρακολουθεί την ανάπτυξη ενός μέρους του εαυτού μου, στο οποίο φιλοξενείται η εσωτερική ηχώ αυτής της μουσικής σαν προάγγελος μιας εξαιρετικής και θαυματουργού σημασίας. Εχει μέσα μου τη φωλιά της, κάπου στο ηλιακό πλέγμα ή, πιθανόν, επάνω απ' το συκώτι. Αν μιλάμε για συγκίνηση, παραμένει αμείωτη.

Βέβαια, η συγκινησιακή σχέση με τον Σαββόπουλο απαιτεί να φέρνω σε πέρας ένα σωρό λεπτές διακρίσεις. Εδώ που τα λέμε, το να του καταλογιστούν οι πολιτικές υπαναχωρήσεις ή το lifestyle της κοινωνικής συμπεριφοράς που τον εκθέτει στα φώτα της δημοσιότητας σαν έναν ακόμη αναλώσιμο παράγοντα του πολιτισμικού κυκλώματος, θα ήταν άδικο, έστω και όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για τους οποίους ο μουσικός και η μουσική του θεωρούνται σαν δύο οντότητες ταυτόσημες. Αν με απωθούν οι αισιόδοξες δηλώσεις του σε μια εποχή που ελάχιστη αισιοδοξία δικαιολογείται, ξέρω ότι η μουσική του μιλάει ερήμην των συνθηκών που ευνοούν τη συναίνεση και ότι η φωνή του παραμένει αυτό το μαγικό εργαλείο διά του οποίου μια μυστηριώδης συμφιλίωση των αντιθέτων λαβαίνει χώρα σ' ένα αθέατο υπόστρωμα ψυχικής και πολιτικής αναζήτησης. Και αν τον παρατηρώ ανήσυχος καθώς αποσύρεται απ' τη διεκδίκηση εκείνου που μας στέρησαν, ξέρω πως, εντέλει, δεν μπορεί να χειραφετηθεί απ' τον δαίμονα της μαντικής υπαγόρευσης που στοιχειώνει τη στιχουργική του.


Η παλινδρομική κίνηση κατά μήκος της σταδιοδρομίας αυτού του μουσικού είναι μια μένα ταυτισμένη με τον ίλιγγο μιας βύθισης στον ανιμιστικό πυρήνα της τέχνης ως θεραπείας. Δεν πρόκειται απλώς για τουρισμό με οδηγό τη νοσταλγία αλλά για κάτι που εξάπτει τη μουσική πραγματικότητα μέσα μου μ' έναν τρόπο αινιγματικό και αιωνίως καινούριο. Κυριολεκτικά, το αίνιγμα είναι αυτή η αιωνιότητα, ο διαρκής ενεστώτας αυτών των τραγουδιών που επιβιώνουν ακριβώς επειδή το μυστικό της μεταφυσικής τους προέλευσης έμεινε ακατανόητο. Δεν είναι δυνατόν να πεις ποιο είναι το συγκεκριμένο πλεονέκτημα, φυσικό ή μουσικό, χάρη στο οποίο ο ήχος, οι στίχοι και η φωνή παρουσιάζονται αδιαίρετα δίχως κανένα κατάλοιπο. Σε τούτη την αεροστεγή και συνάμα απείρως εύκαμπτη ενότητα ενυπάρχει κάτι το τρομακτικό, εντελώς ασυνείδητο στο επίπεδο των προθέσεων, που η εμπειρία του είναι μάλλον θρησκευτικής τάξης. Εξ ου και αναγνωρίζει κανείς, ακόμη και στους πιο χαριτωμένους ελιγμούς της μουσικής του Σαββόπουλου, την ανάσα ενός ισχυρού δέους.

Εδώ, όπως συμβαίνει με τους μεγάλους ποιητές και συχνά σκέφτομαι ότι ο Σαββόπουλος δεν αποκλείεται να είναι ένας απ' αυτούς, η χαρά δίχως τη λύπη είναι αδιανόητη. Ούτε υπάρχει ερωτική ένταση δίχως τον θανάσιμο δεσμό μας με τα σύμβολα. Αυτή η πρωτοφανής και ανεπανάληπτη σύνθεση των αντιθέτων υπήρξε εξαρχής το ψυχικό προφίλ του Σαββόπουλου και, μεταδοτικώς, των ακροατών του. Κατ' ουσίαν, αυτός είναι ο καλλιτέχνης με τον οποίο τελειώνει ο Εμφύλιος, όχι ο Θεοδωράκης. Ανατολή και Δύση, λαϊκή μουσική και ροκ, συναντήθηκαν δίχως ρωγμές. Ολες ανεξαιρέτως οι όψεις του γεγονότος (φωνή, χροιά, στίχος, μελωδία, ρυθμός, σκηνική παρουσία, θεραπευτική επιρροή στο κοινό) οργανώθηκαν γύρω από κάτι αξεδιάλυτο και μοναδικό. Χάρη σ' αυτή την αδιευκρίνιστη δύναμη, στην καρδιά της οποίας ο Σαββόπουλος έχει το στρατηγείο του, τα τραγούδια εκτίθενται στο φως μιας υπαρξιακής λειτουργίας απέναντι στην οποία η ηλικία και η επανάληψη μένουν καθαρά εξωτερικές.


Φτασμένη στα άκρα, η διάκριση για την οποία μίλησα με παρασύρει να ομολογήσω πως, ορισμένες φορές, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να αξιολογεί τον Σαββόπουλο σαν έναν μουσικό σημαντικότερο απ' τον Χατζιδάκι. Πριν με κατηγορήσουν για βλασφημία, υπογραμμίζω: σημαντικότερο, όχι υποχρεωτικά καλύτερο ή πιο ιδιοφυή. Στον Χατζιδάκι δεν υπάρχει πένθος και η τρέλα ουδέποτε παίρνει τον λόγο, μολονότι η εποχή ήταν και είναι αποτρελαμένη. Θεϊκή αναμφίβολα, η μουσική του επισκιάζεται εντούτοις απ' τις υπερβολές της λατρείας του θηλυκού και εκλεπτυσμένου στοιχείου, και συχνά, πολύ συχνά, επιμένει να περιγράφει ένα σύμπαν που δεν μας αφορά, παρά μόνον με όρους αναπόλησης. Τρόπον τινά, ο Χατζιδάκις έμεινε έξω απ' τον σαρκασμό και τις ακρότητες του μεταπολεμικού κόσμου. Ο Σαββόπουλος αναμετέδωσε το σοκ που είχε διεγείρει την επικαιρότητά μας, μ' έναν τρόπο αποκαλυπτικά αδιαμεσολάβητο, με τον σχεδόν βίαιο τρόπο μιας άνευ προηγουμένου αμεσότητας και σαγήνης. Απ' αυτή την άποψη ίσως να είναι σημαντικότερος απ' τον Χατζιδάκι, δεν ξέρω. Δηλαδή πιο στενά δεμένος με το αναπάντητο ερώτημα της περιπέτειας που ζήσαμε.

Χατζιδάκις ήταν το όνομα ενός ζωγράφου υπέροχων, μελαγχολικών τοπίων που διαγράφονταν με φόντο το σεληνόφως του Γκάτσου. Ονειρεύτηκε μελωδίες φτιαγμένες από βήματα αγγέλων. Ο Σαββόπουλος εμπιστεύθηκε την ειρωνεία των πνευμάτων που ελέγχουν μέσα μας το κακό, τη σάτιρα, τις γιορτές, άκουσε το γέλιο των κρουστών, τους χρησμούς που συνοδεύουν την αφοσίωση σε πράγματα ακόμη άγνωστα. Διαισθάνθηκε τη συνάφεια ανάμεσα στον ήλιο και στο σκοτάδι, κατάλαβε πως η κραυγή μας δεν ήταν απλώς διαμαρτυρία αλλά το βαθύ αναφιλητό ενός χρόνου που δεν βιώθηκε. Συνέλαβε εικόνες μιας διαστρικής καταιγίδας από κείνες που πλήττουν μικρούς χώρους, οικόπεδα, ακάλυπτους, ανελκυστήρες, προθαλάμους νοσοκομείων. Συνηθίζουν να λένε ότι ο Σαββόπουλος υπήρξε «τραγουδοποιός», όχι συνθέτης. Περίεργο! -να αρνούνται τον τίτλο του συνθέτη σε κάποιον που πέτυχε να συνθέσει τα διεστώτα όσο άλλος κανείς...


Ελευθεροτυπία, 1 Φεβρουαρίου 2004

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Συνέντευξη του Αργύρη Μπακιρτζή στον Σωτήρη Κακίση


(Μπακιρτζής - Κακίσης, φωτό: Βακαλόπουλος)


Αργύρης Μπακιρτζής:
«Ίσως και να συνεχίσουμε…»


του Σωτήρη Κακίση

Δίφωνο, τεύχος 16, Ιανουάριος 1997

Είναι ιστορία ολόκληρη η ιστορία τους. Αυτοί οι τόσο διάσημοι πια στην Ελλάδα πάντα άγνωστοί μας, είναι πάντα μαζί μας, πάντα μαζί, με τον ιδιαίτερο, τον πάρα πολύ ιδιαίτερο, τρόπο τους. Με των …φαντασμάτων την έντονη επιμονή, περνώντας μαγικά ανάμεσα από χώρο και χρόνο, οι Χειμερινοί Κολυμβητές από «Το Πάρκο στη Μυροβόλο» ως ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου πηγαίνουν μουσικά, στιχουργικά, ψυχικά. Κι όταν επιτέλους ο Αργύρης ο Μπακιρτζής, ο «γραμματεύς πια μιας πολυπληθούς ομάδος», η φωνή της …φωνής τους, αποφασίζει να μιλήσει, πιο πολλά ερωτήματα σαν να έχει παρά απαντήσεις, για όλ’ αυτά τα ωραία. Τη συνέντευξη μάλιστα θα την διακόψει συμβολικά το τηλεφώνημα του Γιώργου Κατσαρού, του πάντα ρεμπέτη, εξ Αμερικής, έτσι ώστε να βεβαιωθεί του λόγου το αληθές: πως αλλιώς, τελείως αλλιώς, προχωράνε τα πράγματα για μερικούς ουσιαστικούς ανθρώπους εδώ γύρω, πως τους πραγματικούς ρυθμούς η ζωή η ίδια τους κρατάει πάντα, όχι οι εταιρείες, όχι τα έντυπα, όχι η επαναληπτική, η νευρική και χωρίς νόημα, άχρηστη τελικά, δημοσιότητα.



Σ.Κ.: Υπάρχει μια φήμη ανεπιβεβαίωτη, κύριε Μπακιρτζή, πως αυτόν τον καιρό ξαναγράφετε τον ύμνο του ΠΑΟΚ…

Α.Μ.: Είναι ερώτηση αυτή τώρα; Μου την κάνετε για ν’ απαντήσω;

Ναι. Επισήμως!

Γιατί εγώ έχω γράψει έναν ύμνο για τον ΠΑΟΚ, πριν από τη δημιουργία των Χειμερινών Κολυμβητών. Το 1972-73, την εποχή της κυριαρχίας του Ολυμπιακού και του Γουλανδρή…

Αυτό τώρα αποκαλύπτεται. Το’ χαμε μήπως αναφέρει τότε στο… «Τρίποντο»;

Όχι. Είχαμε κερδίσει τα Τρίκαλα 2-1, κι έγραψα ένα τραγουδάκι εγώ, για ’κείνη την ιστορική νίκη.

Που έλεγε;

Καλύτερα ας μην πούμε.
Έστω ένα στίχο. Μη μείνουμε με τη γλύκα…
Απευθύνεται στη φτωχολογιά των Τρικάλων και στα ωραία τους κορίτσια…

Στα …τρίκαλα κορίτσια!

Και καταλήγει: «Με τη δική σου συμβολή, χωρίς να ξέρεις το γιατί, δώσαμε στον αγώνα καινούργιο φως, καινούργιο χρώμα ! ». Στον στρατό ήμουν τότε, κι είχαν έρθει οι φίλοι μου από τη Θεσσαλονίκη και πήγαμε στα Τρίκαλα. Και θυμάμαι πως μου ’χε κάνει εντύπωση που οι πιτσιρικάδες οι τότε οι παλιοί είχαν υποψιαστεί τι γινόταν με Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό και φωνάζανε μερικά ωραία. Υπήρχαν οι νέοι ποδοσφαιρόφιλοι και οι παλιοί, και λέγανε διάφορα πλάγια, οι μεν κι οι δε.

Υπήρχαν …μουσικές ανταλλαγές των …πετάλων. Είναι μερικά χρόνια από τότε, από το ’72, Αργύρη.

Είναι 25 χρόνια.

Τι γινότανε μουσικά εντός σας τότε, πέραν των γηπέδων;

Το ’72 έγραφα συνέχεια τραγούδια. Είχα πολύ χρόνο, γιατί φύλαγα συνέχεια …σκοπιά. Υπήρχαν περίοδοι που φύλαγα κι έντεκα ώρες τη μέρα!


Σας ρίχνανε οι άλλοι;


Όχι, ήμουν σε μια κατάσταση τέτοια. Και με βάζανε και φυλούσα έντεκα ώρες, αλλά πιο μετά δεν φυλούσα πάνω από τέσσερις. Αλλά όταν φυλούσα πολύ, όλες αυτές τις ατέλειωτες ώρες τι να κάνει κανείς, έγραφα τραγουδάκια.


Τα ξέρουμε κι εμείς αυτά τα τραγούδια σας; Τα ’χουμε ακούσει;


Ναι, πολλά από αυτά τα τραγούδια νομίζω πως τα ξέρετε. Όπως τον «Δρόμο», π.χ., το «Νύχτα Μάγισσα», «Στον Παγασητικό». Αλλά είναι κι άλλα, ακόμη ανέκδοτα.


Τότε η μουσική για σας, κύριε Μπακιρτζή, ήταν πιο πολύ αίσθημα;


Πάντα για μένα η μουσική ήταν και είναι πιο πολύ αίσθημα. Εκείνα τα χρόνια που λέμε τώρα, το ’72, στη Λάρισα υπήρχε ο Διαμαντάρας κι έπαιζε τζουρά. Και είχα αρχίσει κι εγώ από το ’65 να παίζω λίγο μπουζούκι, γιατί κι εγώ από μικρός είχα πάθος με τη μουσική. Με ορισμένα είδη μουσικής, μάλλον.

Όπως;

Με τα δημοτικά τραγούδια. Κι οι φίλοι μου με κυνηγούσαν γιατί τ’ άκουγα. Μου λέγανε, «Πως τ’ ακούς αυτά; Αυτά είν’ όλα ίδια ! ».


Κούνια που τους κούναγε!


Τότε τα πράγματα έτσι ήτανε. Όπως σ’ άλλες παρέες λέγανε πως στην κλασσική μουσική ειν’ όλα ίδια, ας πούμε. Και είχε πλάκα. Γιατί εγώ στο Πολυτεχνείο άκουγα όλο δημοτικά, και ρεμπέτικα, βέβαια. Είχα μια μανία τότε. Από δεκαοχτώ χρονών πήγαινα κι αγόραζα όλο δίσκους 78 στροφών, κι έτσι τ’ αγάπησα και τα ρεμπέτικα. Θυμάμαι όμως που ’χαμε έναν επιμελητή στη Σχολή, που χάθηκε μετά κάπου στην Αμερική, ο οποίος μας λέει μια μέρα: «Ποιος έχει πάρει τον τελευταίο δίσκο των Μπητλς»; Το «Sgt. Peppers…

…Lonely Hearts Club Band»;

Ναι. Κι απ’ όλους που άκουγαν μετά μανίας Μπητλς εκείνη την εποχή, ήμουν ο μόνος που τον είχε αγοράσει. Και είχε φανεί πολύ αστείο αυτό. Όπως όταν ψηφίζαμε, επίσης στο Πολυτεχνείο, τα χρόνια της Χούντας, που όλοι αναγνώριζαν το δικό μου το ψηφοδέλτιο από την…αντιφατικότητα των ονομάτων, των προσώπων που ψήφιζα!

Είναι τόσο αντιφατική η μουσική ή αυτό είναι κάτι που απλώς φαίνεται σε όσους δεν πολυγνωρίζουν;

Όχι, όχι. Απλώς έτσι φαίνεται, δεν έχει αντιφάσεις η μουσική. Ή έχει κιόλας… Αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκουμε αντιφάσεις εκεί που δεν υπάρχουν.

Μετά τα πρώτα σας μουσικά βήματα στη σκοπιά, στη Λάρισα;

Τα πρώτα βήματά μου ήταν ακόμη πιο παλιά –στο σχολείο. Όπου οι συμμαθητές μου δεν μ’ αφήνανε να τραγουδώ μαζί τους, λόγω της ιδιομορφίας της φωνής μου. Κι αυτό το ’χα μεγάλο παράπονο εγώ. Θυμάμαι στην τετάρτη Γυμνασίου, που ταξιδεύαμε στα Γιάννενα και τραγουδούσαν όλοι, και ο καθηγητής μαζί, «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου», και πήγα κι εγώ να τραγουδήσω, και μου φώναζαν, «Σώπα εσύ!». Και είναι φίλοι μου που ακόμη δεν έχουν αποδεχτεί το που τραγουδώ, ...21 χρόνια μετά! Και δεν έρχονται ποτέ στις συναυλίες, και μου λένε πάντα: «Μα γιατί δεν βάζεις έναν τραγουδιστή να τραγουδήσει; Γιατί τα λες εσύ και τα χαλάς, τόσο ωραία τραγούδια;» !

Έρχεται όλη η Ελλάδα και δεν έρχονται οι συμμαθητές σας;

Ε, όχι κι όλη η Ελλάδα. Έρχονται ορισμένοι άνθρωποι. Και φαίνονται πολλοί επειδή ξανάρχονται, νομίζω, οι ίδιοι…

Λίγο ειν’ αυτό;

Άσε δε που υπάρχουν και άτομα μέσα από το συγκρότημα που εξακολουθούν να υποστηρίζουν πως δεν έρχεται κανείς στις συναυλίες μας…
Με τα σωστά τους; Τι πάει να πει αυτό;
Έχουν αυτή την εντύπωση. Πως δεν ενδιαφέρουμε κανέναν, πως δεν έρχεται κανείς να μας ακούσει. Παρά ορισμένα …ερείπια!

Και κάθε φορά που κατεβαίνετε Αθήνα και γίνετε χαμός, ο …Κανένας …ο ομηρικός είναι από κάτω;

Τι να σας πω; Υπήρξε περίπτωση που, ενώ μια συναυλία ήταν ένας θρίαμβος πριν από κάποια χρόνια, ένας από τα παιδιά μου έλεγε «Βάρδε, πάμε να φύγουμε, θα μας ρίξουν ντομάτες εδώ»! Ενώ ο κόσμος ήταν, μπορώ να σας πω, ενθουσιώδης το λιγότερο, εκείνο το βράδυ.

Μήπως πρέπει να λυθεί επιτέλους αυτός ο γόρδιος δεσμός του…πολύπλοκου ψυχισμού σας μια και καλή; Είναι λίγο ιδιόρρυθμος ο τρόπος όλων σας, αν δεν κάνω λάθος…

Ναι, είναι.

Αυτό όμως σαν να σας τρώει, αλλά και σαν να σας σώζει πάλι, ταυτόχρονα.

Ναι, ως τώρα, ναι. Γιατί πάλι είμαστε σε μια στιγμή που καθόλου δεν ξέρουμε αν θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως συγκρότημα.

Πολλά χρόνια πάντως είστε κάπως έτσι, …επιτυχημένα. Όντας και …μη όντας, εννοώ.

Ναι. Εγώ πιστεύω δε πως ως συγκρότημα έχουμε διαλυθεί εδώ και πολλά χρόνια. Δεν υφίσταται, πιστεύω, πια αυτό το συγκρότημα…

Αυτό είναι πιο προχωρημένο κι από ’κείνο το άλλο πως δεν έρχεται κανείς ποτέ στις συναυλίες σας!

Σαν βρικόλακες ρουφάμε την αγάπη μερικών ανθρώπων !

Μάλιστα. Αλλά κι από την αρχή …Μπητλς δεν ήσασταν. Η οργάνωση η …ορθόδοξος ανέκαθεν για σας, νομίζω, ήταν κόκκινο πανί.

Ναι, αλλά από τη στιγμή που φτάνεις να δίνεις 20 συναυλίες τον χρόνο, που πηγαίνουν καλά και βγάζεις και κάποια χρήματα καθόλου ευκαταφρόνητα, νομίζω πως είναι κατανοητό τοις πάσι πως ανήκουμε όλοι μας σε ένα συγκρότημα. Εδώ λέμε πως υπάρχουν μέλη του συγκροτήματος, που, αν τους ρωτήσεις, «Είστε στους Χειμερινούς Κολυμβητές;», θα αναρωτηθούν. Ειλικρινά. Θα πουν «Είμαι στους Χειμερινούς Κολυμβητές;»!

Είστε;

Όχι, εγώ όχι.

Διφορούμενη αυτή η απάντηση πάλι…

Υπάρχουν ορισμένοι που αναρωτιούνται. Δεν σας το λέω ως αστείο.

Και ο Γούντι Άλεν, κι ένα σωρό κόσμος από καταβολής …Κόσμου, αναρωτιέται: «Υπάρχουμε άραγε;». Και τι μ’ αυτό;

Όχι, οι δικοί μας δεν αναρωτιούνται έτσι. Πιο πρακτικά το βλέπουν το πράγμα. Αισθάνονται δηλαδή πως πιο πολύ υπάρχουμε για τους άλλους παρά για μας. Να φανταστείτε πως δεν κάνουμε πια πρόβες. Τα καινούργια τραγούδια τα μαθαίνουμε συνήθως περιμένοντας να αρχίσει η συναυλία. Λέμε: «Δεν λέμε και κα’να καινούργιο;». Κι έτσι τα βγάζουμε. Κι από συναυλία σε συναυλία…

…τα στρώνετε.

Τα στρώνουμε. Μια συναυλία που δώσαμε στην Αθήνα, στις «Γραμμές» το κέντρο, ήταν κυριολεκτικά μια πρόβα πολλών κομματιών. Άλλων που είχαμε να τα παίξουμε δέκα χρόνια κι άλλων που δεν τα ’χαμε σχεδόν ποτέ παίξει. Και τα πρωτοπαίξαμε στη διάρκεια της συναυλίας. Και παρακολουθούσε κι ο κόσμος πώς γίνεται, πώς μαθαίνουμε ένα τραγούδι, ώσπου να φτάσουμε να το παίζουμε κανονικά.

Αυτή όμως, το ’παμε, είναι και η αρετή σας. Που αισθάνεται ο κόσμος πως παρίσταται στη δημιουργία κιόλας, όχι μόνο στις …εκτελέσεις.

Ναι, από μια άποψη είναι καλό κι αυτό. Θα μ’ άρεσε κι εμένα να παρακολουθώ έτσι διάφορα. Ξαφνιάζει βέβαια πολλούς αυτός ο τρόπος αλλά εγώ πια τον βρίσκω αρκετά φυσικό. Δεν το κάνουμε, θέλω να πω, στημένα. Μας συμβαίνει.

Δεν επιδιώκετε, λέτε, τη σύνθεση δια της …αφαίρεσης. Πάμε όμως πάλι κατά τον «Παγασητικό» σας λίγο.

Όπως είπαμε, οι συμμαθητές μου δεν μ’ άφηναν να τραγουδάω. Γιατί έβγαζα μια πολύ διαφορετική φωνή. Εγώ όμως τραγουδούσα μόνος μου συνέχεια. Κι όταν πια έγινα 19 χρονών, κι ένιωθα ήδη γέρος, ή, μάλλον, στο κατώφλι τω γερατειών, και δεν είχα πια ελπίδα να μάθω κανένα όργανο, πως η ζωή ήταν όλη πίσω μου όσον αφορά αυτόν τον τομέα νόμιζα, συνάντησα τον Ισίδωρο Παπαδάμου. Τον μετέπειτα κουμπάρο μου, του βάφτισα το παιδί, τον συνεργάτη μου πια 33 χρόνια. Στον οποίο είπα τότε: «Ήθελα κι εγώ να μάθω κάποτε μπουζούκι, και δεν τα κατάφερα. Δεν μ’ άφησε η ζωή»…

Με ύφος δραματικό, συντετριμμένο ; Αισθανόσασταν στα δεκαεννιά πολύ πιο μεγάλος από σήμερα; Γιατί πολύ μικρός μου φαίνεστε εμένα, ευτυχώς, πάντα.

Αλλά είμαι και γέρος πάντα μαζί. Είμαι μια ζωή, το ξέρετε, στο κατώφλι των γερατειών. Στο πάρτι, λοιπόν, της αδερφής του, που του είπα του Ισίδωρου ό,τι του είπα, ο άνθρωπος αυτός ήταν 15 χρονών τότε, κι είχε δύο μπουζούκια. Οπότε μου ’πε: «Πάρε το ένα. Ποτέ δεν είναι αργά»…

Ο έχων δύο …μπουζούκια, να δίδει το ένα!

Και έτσι κάθισα κι έμαθα πέντε πράγματα. Στα οποία κι έμεινα, όπως έχω ξαναπεί επανειλημμένως. Αλλά, με τη συνδρομή του Ισίδωρου και των άλλων συνεργατών στο συγκρότημα, ή συνεργατών περιφερειακών κατά καιρούς, είχα κι εγώ κάποια εξέλιξη. Μικρή, αλλά εξέλιξη.

Και η αρχή σας η …αντιεπαγγελματική;

Εγώ από το 1969 γράφω τραγούδια. Επί δέκα, δώδεκα χρόνια όμως, με τον Ισίδωρο λέγαμε: «Γιατί να τα βγάλουμε;». Και «γιατί, γιατί, γιατί;» συνέχεια, κι έτσι δεν τα βγάζαμε. Όμως η αλήθεια είναι πως το ’74-’75 είχαμε κάνει μια πολύ καλή ηχογράφηση, με τον Ισίδωρο και τον Χοντρογιάννη τον Σταμάτη, τον αρχιτέκτονα, που ζει στη Ζάκυνθο.

Την οποία;

Την οποία πήγα στην Αθήνα σε μια εταιρεία δίσκων και την έδειξα σε έναν πολύ συμπαθή και μη εξαιρετέο κύριο. Κι αυτός μου ’πε: «Εσείς είστε αρχιτέκτων, έχετε μια τέχνη μείζονα. Η μουσική είναι τέχνη ελάσσων. Τι θέλετε τώρα; Πρέπει ν’ ασχοληθείτε πολύ με πολλά, να βγαίνετε, να τα διαφημίζετε τα τραγούδια σας. Πως μπορείτε εσείς;». Και συμφώνησα κι εγώ. «Μπορείτε όμως», μου είπε επίσης, «να μου αφήσετε τους στίχους σας, τα τραγούδια σας, και έχομε καλούς τραγουδιστάς, τον Πουλόπουλο, τη Χωματά, κι άλλους πολλούς στην εταιρεία μας, να προωθήσουν ενδεχομένως κάποια εξ αυτών».

Άλλη μέθοδος: Χειμερινοί Κολυμβητές …Νέο Κύμα!

Μάλιστα συμπλήρωσε πως τα τραγούδια μας είχαν ύφος κανταδόρικο, που δεν είχε πια πέραση στην εποχή εκείνη. Με εντυπωσίασε δε τότε εμένα το γεγονός πως υπήρχαν εκεί γύρω και κάτι στίχοι του Ελύτη, δεν ξέρω για ποιον δίσκο που ετοιμαζόταν τότε, τους οποίους στίχους ο διευθυντής της εταιρείας είχε ο ίδιος διορθώσει, και μάλιστα προς το καλύτερο! Εγώ τον αγαπούσα τον Ελύτη από πιο παλιά, κι είχα μελοποιήσει και την «Τρελή Ροδιά», που παραμένει μάλλον το πιο αγαπημένο μου μουσικά τραγούδι…

Άρα, σοκ στην Πρωτεύουσα! Και;

Περνούσαν τα χρόνια κι εμείς συνεχίζαμε να λέμε: «Γιατί να βγάλουμε δίσκο;», και πάλι «γιατί» και «γιατί». Ώσπου έφτασε μια στιγμή που σταμάτησαν τα «γιατί», που βαρεθήκαμε, ήρθε εποχή κάποιας δράσης, και βγάλαμε τον πρώτο δίσκο. Το ’80.


Τέρμα πάλι η πολλή …σκοπιά κι οι …ρεμβασμοί οι πολύ μεγάλοι!


Είχαμε ήδη γνωριστεί και με δυο-τρεις άλλους μουσικούς, με τους οποίους είχαμε κολλήσει καλά, με τον Σιγανίδη, με τον Πολυζωίδη, και βγήκε ο πρώτος δίσκος.


Μεγάλη επιτυχία.


Ναι, έκανε πολλή επιτυχία. Για έναν δίσκο ανεξάρτητης παραγωγής, χωρίς υποστήριξη, πήγε πάρα πολύ καλά. Ίσως έπεσε και σε μια περίοδο που δεν υπήρχαν ανεξάρτητες παραγωγές, και υπήρχε και κάποια κούραση από διάφορα άλλα μουσικά πράγματα.

Και σας «βάφτισε» κιόλας, γιατί ως τότε …τίτλος δίσκου ήσασταν, όχι συγκρότημα, όπως σας ξέρουμε από τότε και μετά.

Ναι. Εμένα δεν μ’ άρεσε καθόλου αυτό το όνομα. Μ’ ενοχλούσε πολύ αυτό το «Χειμερινοί Κολυμβητές», Νέο Συγκρότημα. Γιατί πρόκειται για κάτι πολύ προφανές. Που δηλώνει αμέσως αυτό που είναι. Έχει, δηλαδή, ένα λίγο φτηνό, για μένα, συμβολικό περιεχόμενο.


Πώς θα θέλατε να λέγεστε καλύτερα, κύριε Μπακιρτζή;


Θα μπορούσαμε να ονομαζόμασταν «Κασμάδες», ας πούμε. Που έχει ένα συμβολικό περιεχόμενο, αδύνατον όμως να το καταλάβει κανείς.

Έχει σχέση με το εργαλείο ή είναι όνομα …χωριού ολόκληρου;

Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να σας το αποκαλύψω. Έχει σχέση με τις σχέσεις ανδρών-γυναικών. Με τη μάχη των δύο φύλων.

Την οποία αποκρυπτογραφείτε αενάως... Ως «Χειμερινοί Κολυμβητές» πια αρχίσατε νέο, μέγα κύκλο αναρωτήσεων;

Συγκροτηθήκαμε εις …σώμα και αρχίσαμε να κάνουμε μερικές συναυλίες. Υπήρχε δε μια ικανοποιητική ανταπόκριση, ιδίως στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, η οποία επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις αργότερα. Και είχαμε, ήδη από ’κείνα τα χρόνια, ’81, ’82, ’83, συναυλίες στην επαρχία με μεγάλη επιτυχία.

Όπως;

Όπως στη Ρόδο. Στην Καλαμάτα. Στον Βόλο. Στη Λάρισα. Στην Καβάλα πολύ, στη Θάσο. Και είχαμε κι άλλες με …παταγώδη αποτυχία. Είχαμε παίξει σ’ ένα φεστιβάλ του «Αντί», αμέσως μόλις είχαμε βγάλει δίσκο, και πριν από μας τραγουδούσε ο Παπάζογλου. Και τους είχε «φτιάξει» με διάφορα τραγούδια ανατολίτικου περιεχομένου, κι ο κόσμος ήθελε να χορέψει. Και βγήκαμε εμείς μετά, κι οι άνθρωποι τρελάθηκαν.


Τι …αντί ήσαν όλοι εκεί; Δεν τη θέλανε πραγματικά την …αντίστιξη;


Αφού ο Σιγανίδης κι ο Πολυζωίδης …σταμάτησαν, οι μόνοι από τους πέντε μας με …κλασική παιδεία και σπουδές σε ωδεία. Και μείναμε οι υπόλοιποι πάνω, κι επιμέναμε.


Είχαν πάει με το κοινό και οι δικοί σας;


Ναι, αλλά δεν φώναζαν. Είχαν απλώς μπερδευτεί με τον κόσμο…

Ιστορική συναυλία, κατά τη γνώμη μου.

Ναι, πολύ. Γιατί ξαναπαίξαμε στο «Αντί» μετά από πολλά χρόνια, με μεγάλη αποδοχή, αλλά δεν τη θυμάμαι αυτή τη συναυλία τόσο όσο την πρώτη… Μια άλλη φορά, παίξαμε στη Βέροια, κι ήταν τόσο λίγα τα άτομα που τους χαιρέτησα εγώ δια χειραψίας όλους. Αλλά η συναυλία ήταν πάρα πολύ ωραία. Γενικά πάντως από κόσμο καλά πάμε. Και οι πιο ωραίες συναυλίες είναι αυτές που δίνονται σε άγνωστο κοινό, ενώπιον ανθρώπων που καθόλου δεν μας ξέρουν, νομίζω. Όταν υπάρχουν και γέροι και παιδιά μαζί, στη Σαμοθράκη, στα Γιαννιτσά, στην Αραβησσό. Σ’ ένα χωριό της Σαλαμίνας…

Ως …Σαλαμινομάχοι!

Τώρα τι δουλειά είχαμε κι εκεί; Σε μια πλατεία του χωριού, και περνούσαν αυτοκίνητα, κι ήτανε κάτι παιδάκια που μας άκουγαν… Συναυλίες δηλαδή που αρχίζουν χωρίς να ενδιαφέρουν κανέναν, και σιγά σιγά πολλές φορές τους κερδίζουμε. Και υπάρχει ξαφνικά μεγάλη συμμετοχή όσο περνάει η ώρα.

Αυτό το …μοτίβο λοιπόν που επανέρχεται μοιάζει να ’ναι, τελικά, η πεμπτουσία σας: Δεν ενδιαφέρετε, δεν ενδιαφέρετε, και φτάνετε σιγά σιγά να ενδιαφέρετε σχεδόν όλον τον κόσμο!

Αυτό το λέτε εσείς βέβαια. Ενώ τα άτομα του συγκροτήματός μας που πιστεύουν πως δεν ενδιαφέρουμε κανέναν έχουν άποψη εκ διαμέτρου αντίθετη της υμετέρας.


Καλώς. Αγαπάτε και δύο καλλιτέχνες, αρχαίους επίσης, εσείς: τον Σταύρο Καραμανιόλα και τον υπεραιωνόβιο ελληνοαμερικανό ρεμπέτη, τον Γιώργο Κατσαρό.


Ναι. Με κατηγορούν πάλι κάποια μέλη του συγκροτήματος για γεροντολατρία. Αλλά η αλήθεια είναι πως κι εγώ αισθάνομαι πιο ξεκούραστα με τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Δεν με επιβαρύνουν σε τίποτε, οι μάσκες είναι πιο πεσμένες, η παρέα τους είναι πιο ευχάριστη. Αυτό το ’χω πάλι από μικρός. Από μικρός κάνω ωραία παρέα με μερικούς γέρους. Τον μπάρμπα-Σταύρο τον γνώρισα επειδή ήταν γείτονάς μου σ’ ένα χωριό που έχω ένα σπίτι, και φυσικό ήταν…

«Να σας δώσει λεύτερο για τον μπαξέ του»… αργά ή γρήγορα.

Ναι. Και τον Κατσαρό τον αγαπούσα πολύν καιρό προτού τον γνωρίσω.

Πώς και;

Ίσως επειδή, σε κάποια πολύ μακρινή αντιστοιχία, αισθανόμουν μια «καλλιτεχνική» και ψυχική συγγένεια μαζί του. Δεν μ’ άρεσε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής ποτέ. Πάντα είχα πολλά είδη που μ’ άρεσαν. Μάλιστα, σας εξομολογούμαι πως πολύ πιο ευχάριστα τραγουδώ τραγούδια ιταλικά ή οπερέτες, από τα δικά μου. Βέβαια και ορισμένα δικά μου, δεν λέω, ευχάριστα τα τραγουδώ…

Τα ’χε και τα δίκια του ο …δικτάτωρ!

Ή με τα δημοτικά, που λέγαμε. Κάτι αντίστοιχο έκανε κι ο Κατσαρός. Και πρέπει να ξέρετε πως τον Αλ Καπόνε και τον Μπόγκι Τζο, έναν άλλον γκάγκστερ της εποχής, ο Κατσαρός τους κατέκτησε με ιταλικά τραγούδια του τότε. Δεν τους κατέκτησε με τα ελληνικά του τραγούδια. Όταν πήγε ο Μπόγκι Τζο και ζήτησε ένα ιταλικό τραγούδι, που το τραγουδούσαν τενόροι, το ήξερε ο Κατσαρός, και του πήρε πέντε χιλιάδες δολάρια. Το 1929. Ο Κατσαρός δεν ξεχώριζε κι αυτός είδη στη μουσική. Ξεχώριζε μόνο τα τραγούδια που ο ίδιος αγαπούσε. Ενώ υπάρχουν άλλοι, και στο συγκρότημα μας μέσα, που έχουν καλλιτεχνικό έργο, και τους αρέσει ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής…

Που δεν θ’ αγόραζαν ίσως ποτέ τους Μπητλς την εποχή που θα ’ταν με τα δημοτικά παθιασμένοι;

Έτσι με τον Κατσαρό. Πολλές φορές που ακούγαμε αργά τη νύχτα τα πιο αγαπημένα μας τραγούδια μ’ έναν φίλο μου ψάλτη, και κουμπάρο μου, τον Φίλιππο τον Παπαφιλίππου, ακούγαμε Κατσαρό πάντα. Όταν θέλαμε να σιωπήσουμε και να ξεκουραστούμε.

Και να πιάσετε επαφή με την…Αιωνιότητα.

Και ξαφνικά μαθαίνω, το 1988, πως είχε έρθει ο άνθρωπος στην Αθήνα. Πως ζούσε! Ενώ εμείς νομίζαμε πως είχε πεθάνει από το 1950, και πιο νωρίς!

Εκατό ήταν τότε ήδη;

Ενενήντα εννιά, μόνον. Ήταν πολύ ακμαίος τότε, σε αρίστη, μπορώ να πω, κατάσταση, και με τα κορίτσια και μ’ όλα…

Εφέτος όμως συνελήφθη εν Αμερική να οδηγεί ακόμη αυτοκίνητο, στα 107 του !

Τώρα τον είδα λίγο πιο σπασμένο, ομολογώ. Βέβαια, τις ασκήσεις που κάνει καθημερινά τις γυμναστικές ο Κατσαρός, κι εσείς κι εγώ, κύριε Κακίση, που γυμναζόμαστε…

Κι είμαστε και …χειμερινοί κολυμβητές…

Δεν μπορούμε να τις κάνουμε. Είναι αδύνατον δηλαδή. Και δύο χρόνια να προετοιμαζόμασταν εντατικά, ποτέ δεν θα μπορούσαμε να τον μιμηθούμε. Τις ασκήσεις δε αυτές ο Κατσαρός τις κάνει ήδη …90 χρόνια. Και τον ρώτησα κάποτε πού τις έμαθε αυτές τις ασκήσεις, και μου απάντησε πως του τις έδειξε ο …Βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Α’!

Αυτό πια κι αν είναι!

Του τις έδειξε την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, όταν η μητέρα του Κατσαρού ήταν μαγείρισσα στ’ Ανάκτορα. Και αυτός μικρός γυρνούσε εκεί κι έβλεπε τον Κωνσταντίνο να τις κάνει, και τις κόλλησε, και τις κάνει ανελλιπώς από τότε. Εφ’ όρου ζωής.

Και ο Κωνσταντίνος έχει πεθάνει από το ’22…

Κι αυτός τις συνεχίζει ακόμη. Αλλά ο Κωνσταντίνος ήταν παντρεμένος, ενώ ο Κατσαρός δεν παντρεύτηκε ποτέ…

Μετά τον πρώτο σας δίσκο, κύριε Μπακιρτζή, έχουν περάσει και για σας αρκετά …ευδόκιμα χρόνια.

Κάναμε άλλους τρεις δίσκους, συνεργαστήκαμε με αρκετά σχήματα εκτός γκρουπ, τον Διονύσιο Ρούσσο, την Μπάντα της Φλώρινας, τους «Ροκς», τη χωροδία αυτή των υπερηλίκων του Μεσοπολέμου… Οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να εμφανίζονται γιατί ορισμένοι εξ αυτών είναι πια κατάκοιτοι, σε βαθιά γεράματα. Αν και άλλοι διατηρούνται μια χαρά, εκ των ιδίων. Συνεργαστήκαμε και μ’ άλλα παιδιά, όπως με τον Πάσπα…

Που χάθηκε τραγικά, πριν από μερικά χρόνια.

Ναι. Ή με τον Θοδωρή τον Ρέλλο… Οι Χειμερινοί Κολυμβητές δηλαδή «απλώθηκαν» λίγο μες στον χρόνο και στον χώρο.

Είστε και ανοιχτοί, τελικά, πολύ.

Και, συγχρόνως πάλι, πολύ κλειστοί. Εγώ το φανταζόμουν από παλιά ν’ απλωνόμασταν πολύ. Αλλά δεν έρχονται τα πράγματα όπως τα φανταζόμαστε πάντα. Έχουμε κι ένα κομμάτι πολύ εσωστρεφές.

Πάλι δικό σας όμως.

Εγώ τείνω πάντα στο να γίνουμε πάρα πολλοί. Τείνω προς το να μην τραγουδάω πια, στο να εκτελώ μόνο χρέη γραμματέως μιας πολυπληθούς ομάδας.

Να τραγουδάει η Όλια Λαζαρίδου στη θέση σας;

Η Όλια είχα ακούσει πως ήθελε να τραγουδήσει, αλλά δεν της άρεσε όπως τραγουδούσε. Εγώ νομίζω πως τραγουδάει πολύ ωραία.


Μπορεί να ’ρχεται όποτε θέλει;
Βέβαια, δεν είναι υψίφωνος να πει ορισμένα τραγούδια. Τραγουδάει με τον δικό της τρόπο.

Ως ηθοποιός;

Όχι. Ως …Όλια.

Σαν να ’ναι η μικρή ανιψιά σας Φανή, που λέει και το διάσημο ελληνογαλλικό τραγούδι σας. Εσάς, Αργύρη, το πιο αγαπημένο σας απ’ όλα τα τραγούδια, ποιο είναι;

Υπάρχει ένα αργό τραγούδι. «Ο κυρ-Βοριάς παράγγειλε σ’ όλων των καραβιώνε: -Καράβια π’ αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε, εμπάτε στα λιμάνια σας. Γιατί θε’ να φυσήξω, ν’ ασπρίσω κάμπους και βουνά...». Αυτό θα ’θελα πολύ να το τραγουδήσω, αλλά μου ’ναι δύσκολο. Μπορεί να το τραγουδήσω όμως καμιά φορά, να το πω ωραία.

Και ως Χειμερινοί Κολυμβητές; Πού θα πάει, λέτε, αυτή η γλυκιά ιστορία σας;


Δεν ξέρω. Το συγκρότημα αυτόν τον καιρό είναι σαν να δίνει τις τελευταίες του συναυλίες. Αλλά επειδή αυτό μας έχει ξανασυμβεί, όχι βέβαια τόσο έντονα όπως τώρα, ίσως και να συνεχίσουμε. Γιατί εγώ νομίζω πως τώρα σαν ν’ αρχίζουμε να παίζουμε καλά. Πως τώρα έχει αρχίσει να βγαίνει κάτι που μας ευχαριστεί κι εμάς πολύ.

Κάνετε σαν τον μέγιστο κινέζο ζωγράφο, που είπε στα ενενήντα του πως, τώρα που κατάφερε να ζωγραφίσει επιτέλους ένα ψάρι σωστά, δεν έχει πια χρόνο μπροστά του;

Εμείς όμως έχουμε χρόνο, νομίζω. Δεν ξέρω. Εγώ εύχομαι να συνεχίσουμε. Ειδάλλως θα βρούμε άλλες διεξόδους. Θα κάνουμε άλλα συγκροτήματα. Αλλά είναι κρίμα. Ένα τόσο αρχαίο συγκρότημα…