Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

Συνέντευξη με τη Δανάη Παναγιωτοπούλου






Δανάη Παναγιωτοπούλου:

«Δεν μπορείς να μην εκτιμάς τους ανθρώπους που σε ακούνε»


τη συνέντευξη έλαβε ο 
Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)


Πριν την συνέντευξη που μας παραχώρησε ένα μεσημέρι στο Θησείο, γνώριζα ότι στο πρόσωπο της το ελληνικό τραγούδι έχει βρει ένα πολυσύνθετο ταλέντο, με στιχουργική, συνθετική και εκτελεστική δεινότητα, και με πολλές υποσχέσεις για το μέλλον. Μετά τη συνέντευξη, κατάλαβα ότι πέρα από αυτά, η Δανάη Παναγιωτοπούλου είναι μία διανοούμενη της τέχνης και της πολιτικής, η οποία αφουγκράζεται με ευαισθησία τις διεργασίες που εξελίσσονται «στου κόσμου τα υπόγεια». Έπρεπε να το είχα φανταστεί. Το δισκογραφικό ντεμπούτο της Δανάης, ο «Οίκος Αντοχής», συνδυάζει την καινοτομία και την έκπληξη ως προς τη μουσική φόρμα, με ένα διεισδυτικό και βαθιά ριζοσπαστικό λόγο ως προς το περιεχόμενο. Τραγούδια όπως η «Λήθη», το «Λαύριο», τα «Εξαρτημένα αντανακλαστικά», μπορεί να μη βρίσκουν θέση στους αγοραίους, νεοελληνικούς ραδιοσταθμούς, αλλά έχουν σίγουρα μία θέση στη δισκοθήκη μας.
-----

- Δανάη, πως βρέθηκες στο χώρο του ελληνικού τραγουδιου;

Δ.Π.: Ε, πως βρίσκεται κανείς; Από μικρός, κλείνεται στο δωμάτιό του, έχει μια φλογέρα ή μια κιθάρα, κολλάει με τις ώρες και παλεύει. Στην περίπτωσή μου, κάποια στιγμή τελειώνοντας το πανεπιστήμιο σπούδασα θέατρο. Ήδη από εκεί είχα αρχίσει να τραγουδάω σε κάποιες μπουάτ και μετά άρχισα να γράφω. Υπήρχε μία μπουάτ που την έλεγαν «Ρούμι και Σοκολάτα» στην Πλατεία Κολιάτσου και μετά πήγε στα Εξάρχεια. Εμφανιζόμουν εκεί τις Δευτέρες, όταν ήμουν 18 χρονών. Μετά, στη Νομική Σχολή ήταν μία τετραετία που δεν ασχολιόμουν πάρα πολύ με τη μουσική γιατί υπήρχε έλλειψη χρόνου. Ήταν μεγάλο ζόρι, 15 ώρες την ημέρα για τέσσερα χρόνια, οπότε μετά ήθελα λίγο να ξεφύγω και μέσα από διάφορες συγκυρίες ξεκίνησα να έχω κάποιες δουλειές. Μετά αποφάσισα να κάνω κάτι δικό μου, ξεκινώντας αρχικά με τον Παντελή τον Ραβδά που είναι και στο δίσκο, και μετά με τους υπόλοιπους.

- Πως βγήκε ο «Οίκος Αντοχής»; Πως μαζεύτηκε η ομάδα;

Από τα γεγονότα που σου διηγούμαι πέρασαν έξι-εφτά χρόνια. Η ιστορία αυτή ξεκίνησε το 2000 και ο δίσκος βγήκε τελικά το 2007. Παίζαμε στην αρχή με τον Νίκο τον Παπαναστασίου και τον Παντελή τον Ραβδά μια φορά το μήνα στο «Μπαράκι του Βασίλη» και στο «Αλάβαστρον». Στην πορεία γνωρίσαμε τον Άγγελο τον Αγγέλου που έχει και ένα ορχηστρικό κομμάτι στο δίσκο. Μετά μας ήρθε η φαεινή ιδέα να παίξουμε τα κομμάτια με δυο πιάνα, μετά μας άρεσε, μετά αποφασίσαμε να ηχογραφήσουμε. Πρώτα κάναμε ένα demo το οποίο είχε πάει σε κάποιες εταιρείες και μας είπανε: «Είστε πολύ παράξενοι για τα γούστα μας». Εμείς επιμείναμε και το ηχογραφήσαμε έτσι όμως είναι αυτό που έχεις στα χέρια σου. Μετά πέρασε ένας χρόνος που δεν ήταν και πολύ ευχάριστος, όπου εγώ έτρεχα σε διάφορα ραντεβού και μου έλεγαν: «Περίμενε δυο μήνες» και «Θα σου πω σε λίγο». Και περνούσαν οι μήνες…

- Προσέγγισες λοιπόν τις μεγάλες εταιρείες. Ποια ήταν η στάση τους;

Καταρχήν, αυτό που μου έκανε φοβερή εντύπωση είναι ότι αν τώρα κάποιος έχει υλικό και πάει στις εταιρείες που πήγα, πολλούς από αυτούς που συνάντησα δεν θα τους βρει, οι μισοί έχουν απολυθεί. Όχι επειδή δεν έκαναν για την εταιρεία, αλλά λόγω περικοπών. Οι πολυεθνικές δεν ενδιαφέρονται πια για το ελληνικό ρεπερτόριο, ό,τι είχαν να κάνουν το έκαναν και σιγά-σιγά τα μαζεύουνε και φεύγουν. Αυτό που με ενόχλησε είναι ότι κανένας δε σου λέει όχι, σου λέει αντίθετα: «περίμενε, θα δούμε, είναι πολύ ωραίο αυτό που έχεις κάνει, εμένα μ’ αρέσει αλλά δε θα αρέσει σε κανέναν άλλον». Και μετά αρχίζουν οι προτάσεις, για το τι πρέπει να κάνω για να πάει καλύτερα αυτό το υλικό. Εμείς όμως ήμασταν απόλυτοι σε σχέση με το τι θέλαμε να βγει και τι όχι.

- Πως ένιωσες όταν είδες τη δημιουργία σου σε δίσκο;

Πολύ ωραία. Πάντως, δεν ξεκίνησα με το όνειρο να βγάλω δίσκο. Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που χρειάζεται κανείς να κάνει, ώστε να εκθέσει τη δουλειά του και να πάει παρακάτω. Και βέβαια, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι οι συναυλίες, το να έχουμε επαφή με το κοινό. Πρέπει σιγά-σιγά να τολμάς βήματα παραέξω. Στην αρχή φωνάζεις τους φίλους σου σε ένα μπαρ, μετά ανοίγεσαι λίγο περισσότερο, μετά στέλνεις και ένα δελτίο τύπου, μετά κάνεις ένα δίσκο και μετά κάνεις και τα μεγαλύτερα ανοίγματα. Αλλά ο δίσκος δεν είναι αυτοσκοπός. Χάρηκα πάρα πολύ που βγήκε, και το ότι άργησε τόσο πολύ να γίνει είναι ακριβώς ώστε να είμαστε όλοι πολύ ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα. Οτιδήποτε υπάρχει μέσα το προσυπογράφω, μπορώ δηλαδή να στο εξηγήσω, δεν είναι τίποτα στην τύχη του.

- Ποιες είναι οι κύριες πηγές μουσικής σου έμπνευσης; Ποια ήταν τα παιδικά σου ακούσματα;

Να σου πω την αλήθεια, δεν έχω ιδέα. Το ξέρεις και εσύ ότι τη δεκαετία του ’80, μεγαλώνοντας ακούγαμε από Duran Duran μέχρι Βαμβακάρη. Ακούγαμε τα πάντα στα σπίτια μας, στα ραδιόφωνα, τα χαζοτράγουδα της εποχής, τα πολύ ωραία τραγούδια της εποχής. Είχε αρχίσει να έρχεται και η ξένη μπαλάντα, Tracy Chapman, Tori Amos. Και από το ’80 έγιναν και πολλές αναβιώσεις, όπως το ρεμπέτικο. Όλα αυτά τα ακούσαμε.

- Και φτάνουμε στο 2007 όπου μαζί με σένα γίνεται λόγος για την εμφάνιση μιας νέας γενιάς τραγουδοποιών. Πιστεύεις ότι ανήκεις σε μία τέτοια γενιά, και αν ναι, ποιους δημιουργούς περιλαμβάνει;

Νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς για να το πει κανείς αυτό. Ξέρεις έχουμε παραδείγματα από παλιά και μετά ψάχνουμε στο σήμερα κάτι που να είναι εντελώς αντίστοιχο. Ωραία, παλιά οι διάφορες παρέες που λέει και ο Σαββόπουλος υπήρξανε, αλλά εμείς ακόμα ουσιαστικά τώρα εκτεθήκαμε. Αργήσαμε λίγο σαν γενιά, μετά τα 25, και ακόμα δεν ξέρουμε. Δηλαδή, δεν έχει φανεί ο καθένας, ούτε τι επιλογές κάνει, ούτε πως αντιμετωπίζει την αγορά, που είναι σήμερα πάρα πολύ σημαντικά πράγματα. Εξ ου και δεν μπορώ να κρίνω ακόμα αν υπάρχει όντως ένα ρεύμα νέων ανθρώπων με τους οποίους μπορώ να ταυτιστώ. Φυσικά και μιλάμε μεταξύ μας, με τον Γιάννη τον Χαρούλη, τον Αλέξανδρο τον Εμμανουηλίδη, αλλά δεν μπορώ να πω ακόμα ότι έχουμε έναν κοινό λόγο. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε δοκιμαστεί ακόμα στα δύσκολα.

- Το προηγούμενο κύμα δημιουργών που άνθισε τη δεκαετία του ’90 συνέβαλλε στη διαμόρφωση της μουσικής σου προσωπικότητας;

Κοίταξε, το ότι το ’90 αρχίσαμε μαζί με τις παρέες μας να ακούμε ελληνική μουσική και να μη ντρεπόμαστε ήταν ένα πράγμα που βοήθησε πάρα πολύ. Έβλεπες ότι αυτό πια δεν ήταν κάτι παρωχημένο. Και αυτό άρχισε και από νωρίτερα, μπορώ να σου πω και πριν το ’90, από αυτούς που άνοιξαν δρόμους στο ελληνικό τραγούδι όπως ο Βαγγέλης Γερμανός.

- Ο στίχος σου έχει πάρα πολλές κοινωνικές και πολιτικές αναφορές. Νομίζεις ότι πλέον ο κόσμος έχει βαρεθεί τη στιχουργική αοριστία;

Νομίζω πως ναι, αν κρίνω από τους ανθρώπους που έρχονται και μ’ ακούνε, ή από όσους βρέθηκαν να αγοράσουν το δίσκο, που δεν το περιμέναμε ότι θα φύγουν χίλιοι δίσκοι σε ένα πεντάμηνο. Δεν ξέρω αν έχει βαρεθεί, σίγουρα όμως θέλει να ακούσει και κάτι άλλο. Εγώ τουλάχιστον έχω βαρεθεί.
Μου αρέσει η τοποθέτηση, μου αρέσει να την ακούω και μου αρέσει να την κάνω. Να λες κάτι στο οποίο ο άλλος να μπορεί να σου πει ναι ή όχι. Αυτό το δήθεν μεταφυσικό δε με συγκινεί, δε με εκφράζει, δε με αφορά. Δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του, άρα και δεν το κάνω.

- Ποιος πιστεύεις ότι είναι ο κοινωνικός ρόλος του καλλιτεχνικού δημιουργού;

Αν ο δημιουργός αποφασίσει ότι θα βγει να πει κάτι σε άλλους πενήντα, οφείλει να τοποθετηθεί και να ανοίξει μια κουβέντα., να θέσει τα πράγματα με τέτοιον τρόπο ώστε να ανοιχτεί μία συζήτηση. Να μιλήσει για πράγματα του σήμερα, πέρα από το να διαφημίσει τον εαυτό του ή τη φωνή του.
Πάντως, έχει πλάκα που νιώθουμε πιο άνετα να λέμε «κοινωνικό» και όχι «πολιτικό» στο τραγούδι. Είναι σαν το Υπουργείο Απασχόλησης αντί για Υπουργείο Εργασίας. Όχι, πολιτικό είναι, δεν είναι κοινωνικό. Το κοινωνικό δε σημαίνει πολλά.

- Αυτό το καλοκαίρι σε είδαμε στο αντι-ρατσιστικό φεστιβάλ αλλά και στη συναυλία διαμαρτυρίας για την Πάρνηθα. Είναι η συμμετοχή σε συλλογικές διεκδικήσεις κομμάτι του ρόλου του δημιουργού;

Κοίταξε, δεν έχω στο μυαλό μου ένα ρόλο που πληρεί κάποιες προϋποθέσεις. Όταν γίνονται πράγματα τα οποία αξίζει κανείς να υποστηρίξει με ό,τι μπορεί, θεωρώ ότι οφείλει να το κάνει, αν συμφωνεί και αν τον αφορά συγχρόνως.

- Υπάρχουν δυνάμεις στην ελληνική κοινωνία που επιζητούν, που έχουν ανάγκη τα τραγούδια και το έργο σου;

Νομίζω πως ναι. Συνηθίζουμε να υποτιμάμε πάρα πολύ τους ακροατές. Το λέω αυτό και από αυτά που άκουσα από αυτούς που υποτίθεται ότι είναι ειδήμονες πάνω στο τι θέλει ο κόσμος να ακούσει. Βλέπω μία υποτίμηση φοβερή, δηλαδή ότι «-άλλα ακούω εγώ σπίτι μου και άλλα βγάζω για τον κόσμο», ότι ο κόσμος είναι δήθεν μία άμορφη μάζα που ό,τι του σερβίρεις το τρώει. Με αυτή τη νοοτροπία διαφωνώ κάθετα. Δεν μπορείς να μην εκτιμάς τους ανθρώπους που σε ακούνε. Από την άλλη, νομίζω ότι έχουμε προσπαθήσει πολύ εδώ και πολλά χρόνια να χαϊδέψουμε τους ακροατές απαλλάσσοντάς τους από τις ευθύνες τους. Όλοι έχουμε ευθύνη, κανείς δεν είναι αθώος για το πώς έχει η κατάσταση σήμερα.

- Ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετώπισες εσύ ως νέος δημιουργός στη μεταφορά του έργου σου στην αγορά;

Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η αδιαφορία, μία έλλειψη ενεργούς υποστήριξης από μεγαλύτερους, από ανθρώπους σε καρέκλες. Αλλά από αυτούς, οι οποίοι έχουν τα δικά τους προβλήματα, το δικό τους πανικό, δεν περιμένεις και πολλά. Δηλαδή, αυτοί έχουν ήδη χάσει και τα κριτήρια… Ένας άνθρωπος που φοβάται ότι αύριο θα χάσει τη δουλειά του δεν μπορεί να έχει καθαρό μυαλό, να διακρίνει κάτι. Ουσιαστικά εγώ δεν είχα αποδείξεις πίσω μου, δεν είχα ένα έργο πίσω μου που είχε πετύχει, και δεν είδα πολύ καθαρό μυαλό και πολλή μαχητικότητα. Αυτό είναι μια δυσκολία. Εντάξει, εγώ ήξερα ότι και να μην βρω ένα τρόπο, θα τον εφεύρισκα, θα το έβγαζα στο ίντερνετ, θα έκανα κάτι άλλο. Αλλά αυτό είναι και απογοητευτικό, είναι σαν να έχεις παππούδες και να μην έχεις γονείς.

- Ο όρος «έντεχνο» έχει σημαδέψει το ελληνικό τραγούδι. Τι σημαίνει «έντεχνο»; Τοποθετείς τον εαυτό σου στο χώρο αυτό;

Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι σημαίνει. Ιστορικά, μάλλον εσύ πρέπει να μου πεις τι σημαίνει. Ο όρος εφευρέθηκε για να χαρακτηρίσει το έργο των μεγάλων συνθετών, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι. Νομίζω ότι πλέον χρησιμοποιείται τόσο ώστε να έχει χάσει το νόημά του. Μήπως έντεχνο είναι οτιδήποτε δεν παίζει στην παραλιακή; Μα, μερικοί παίζουν έντεχνο και στην παραλιακή, δεν βγάζεις άκρη. Ίσως πια είναι ένας μηχανισμός που δουλεύει, αυτός της κατάταξης. Αλλά τον έχουν δουλέψει αρκετά και πια ο ακροατής καταλαβαίνει τα επικοινωνιακά κόλπα. Αντιλαμβάνεται ας πούμε το ότι ο Χατζηγιάννης βγήκε ως pop και τώρα πάμε να τον βγάλουμε και έντεχνο. Φυσικά αυτή η κατηγοριοποίηση εξυπηρετεί κυρίως την αγορά. Εγώ όταν ακούω ένα τραγούδι, το τελευταίο που με αφορά είναι το που ανήκει. Με ενδιαφέρει αν με συγκινεί ή όχι. Το λαϊκό δε σημαίνει τίποτα, το pop δε σημαίνει τίποτα, το έντεχνο δε σημαίνει τίποτα, πλέον είναι όλα μαζί. Και γενικά, αποφεύγω τους χαρακτηρισμούς και τις ομαδοποιήσεις.

- Υπάρχει στον «Οίκο Αντοχής» κάποιο τραγούδι που να αγαπάς περισσότερο;

Ακριβώς επειδή έχω σπουδάσει θέατρο, προσπάθησα να συνδυάσω την επιλογή των τραγουδιών που τελικά μπήκαν στο δίσκο ώστε το κάθε ένα από αυτά να είναι αυτόνομο, αλλά να δημιουργεί και ένα σύνολο. Ο δίσκος έγινε έτσι ώστε αν κάτσεις και τον ακούσεις από την αρχή μέχρι το τέλος, να είναι σαν ένα μονόπρακτο. Με αυτή την έννοια, το κάθε κομμάτι έχει το ρόλο του μέσα σε αυτό το σύνολο. Δεν μπορώ να σου πω να ακούσεις το ένα και να μην ακούσεις το άλλο. Ο «Οίκος Αντοχής» είναι δηλαδή ένας κύκλος τραγουδιών.
Πλέον, τα ερεθίσματα που παίρνουμε δεν απαιτούν συγκέντρωση του μυαλού. Έχουμε μάθει σε αυτό το αποσπασματικό, και προσπαθώ να παίξω και με αυτό. Αλλά σαν ακροατής έχω ανάγκη και τη συνέχεια, έχω ανάγκη από ένα έργο που θα με βάλει σε έναν κόσμο, θα με αφήσει να μπω και να βγω από αυτόν. Αυτό το «τρία λεπτά εδώ» και «τρία λεπτά εκεί» έχει ίσως ένα νόημα αλλά δεν είναι και απόλυτο.

- Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;

Ήδη υπάρχει ένα υλικό από καινούργια τραγούδια και προσπαθούμε να το βάλουμε σε μια σειρά με τους συνεργάτες μου, τον Παντελή και τον Άγγελο. Θέλει δουλειά και χρόνο, να μη γίνονται τα πράγματα βιαστικά.

- Θα συνεχίσεις με την ίδια ενορχηστρωτική ατμόσφαιρα των δύο πιάνων; Τι εξυπηρετεί αυτή η επιλογή;

Θα συνεχίσουμε όχι με την ίδια ατμόσφαιρα αλλά με την ίδια ενορχηστρωτική αντίληψη. Ξεκίνησε αυτή η επιλογή από μία ανάγκη δική μου ως ακροάτρια, να ακούω κάτι απογυμνωμένο. Ακούω πολύ συχνά εξαιρετικές, άρτιες και εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις να υποστηρίζουν ένα μάλλον αδύναμο υλικό. Παίζοντας επί πέντε χρόνια τα κομμάτια μου και δοκιμάζοντας διάφορα κατέληξα στο ότι με τους δύο αυτούς ανθρώπους που παίζουν και οι δύο πιάνο τα άκουσα όπως ακριβώς ήθελα να τα ακούσω. Δεν μπορώ να πω ότι ο επόμενος δίσκος θα είναι πάλι αυστηρά μόνο με δύο πιάνα. Σίγουρα όμως θα κατευθύνεται από τη νοοτροπία της οικοδόμησης μιας ποιοτικής συνέχειας ανάμεσα σε αυτό που ακούγεται στο στούντιο και αυτό που ακούει αυτός που παίρνει το δίσκο και έρχεται να μας ακούσει.

- Θα ήθελα να λύσεις μερικές απορίες μου σχετικά με κάποιες στιχουργικές αναφορές σου. Στο τραγούδι «Λαύριο» μιλάς για έναν «καλτ μεσαίωνα». Ζούμε σε έναν καινούργιο μεσαίωνα και, αν ναι, τι τον κάνει καλτ;

Καλτ είναι κάτι που ήταν κιτς και τώρα έχει γίνει ρετρό. Όπως, ας πούμε, ακούμε σήμερα τα πρώτα σκυλάδικά που βγήκαν παλιά. Θυμάμαι στο Γυμνάσιο να πηγαίνω στην «Αυτοκίνηση» και στις τρεις η ώρα το βράδυ να πέφτουν ελληνικά. Στην αρχή γελούσαμε, ήταν ένα αστείο, μετά έγινε σοβαρό. Μετά από πέντε χρόνια βλέπαμε τον τύπο να ψιθυρίζει στο αυτί της τύπισσας: «Αχ κορίτσι μου!». Πρόχειρα σκεπτόμενη, αυτό είναι καλτ. Κάτι που έχει μία θέση στη ζωή μας αλλά δεν το παίρνουμε και πάρα πολύ στα σοβαρά. Και αυτό είναι και το πιο επικίνδυνο, ότι ακριβώς διεισδύει και τελικά το παίρνουμε στα σοβαρά χωρίς να το έχουμε σκεφτεί, χωρίς να πούμε: «Ναι, αυτό αξίζει». Περί μεσαίωνα, η αλήθεια είναι ότι ζούμε σε μια ολιγαρχία, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Αυτή βέβαια έχει άλλη μορφή σήμερα, δεν υπάρχουν βασιλείς και αυτοκράτορες και φεουδάρχες, αλλά οι αυτοκρατορίες των πολυεθνικών και οι συμμαχίες σε επίπεδο αγοράς ακολουθούν τους ίδιους κανόνες. Επίσης, προσπαθούν να δημιουργήσουν στους υπηκόους μία θεολογία αντί για μία πολιτική αντιμετώπιση των πραγμάτων: «Έτσι είναι επειδή έτσι είναι οι νόμοι της αγοράς». Κατέρρευσε το χρηματιστήριο; Ε, θα παρουσιαστεί σαν να είχαμε πλημμύρα. Αυτά είναι στοιχεία αυτοκρατορικά, εξ ου και ο Μεσαίωνας.

- Στο τραγούδι «Λήθη» αναφέρεσαι στον «ποιητή που θα ’γραφε το έπος της γενιάς μου». Έχει ποιητές η γενιά μας;

Θα δούμε, η νεκροψία θα δείξει! Από τη μία, μπορεί να βγάλω τα ρούχα μου και να φωνάζω στο Σύνταγμα και να μη με κοιτάξει κανένας, πράγμα που δεν θα γινόταν πριν από τριάντα χρόνια. Από την άλλη, αν πω σε μία παρέα ή σε μία συνέντευξη ότι δεν μπαίνω σε μαγαζιά που έχουν face-control, αυτό θεωρείται και καλά ως επαναστατική πράξη και εγώ γίνομαι περίεργη. Αυτό, το οποίο δηλαδή είναι το αυτονόητο και το στοιχειώδες, ότι δεν μπαίνω κάπου που παρατηρούν φάτσες και βγάζουν συμπεράσματα. Αυτό δεν έχει να κάνει με τα άτομα, με το ότι δήθεν δεν έχει η γενιά μας φωτεινά μυαλά. Νομίζω ότι σε παίρνει κανείς στα σοβαρά μόνο αν επιδείξεις μία γαϊδουρίσια υπομονή και επιμονή, αν δείξεις ότι εννοείς αυτό που κάνεις. Γίνονται τόσα πράγματα που κανένας δεν τα εννοεί.

- Και για το τέλος, μία νότα αισιοδοξίας. Γράφεις ότι έρχονται «στις οθόνες μας καινούργια επεισόδια». Ποια είναι αυτά;

Αχ, το παρεξήγησες! Αλλού έχω τα αισιόδοξα πράγματα! Αστειεύομαι, δεν παρεξήγησες τίποτα. Είπες τη λέξη «αισιοδοξία». Η αισιοδοξία έχει να κάνει με πρόβλεψη, με το να παίρνεις θάρρος επειδή προβλέπεις μία καλή έκβαση των πραγμάτων. Εγώ δεν μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία. Θεωρώ ότι οι πράξεις των ανθρώπων έχουν αποτέλεσμα. Οι προβλέψεις επιβεβαιώνονται μόνο εάν ενδιαμέσως κανένας δεν κάνει καμία αποφασιστική πράξη. Τα «καινούργια επεισόδια» που λέω στο τραγούδι ξεκινάν από μία αντίληψη ότι δεν ζούμε ακριβώς μία ειρηνική περίοδο. Λέει: «η μάχη συνεχίζεται στου κόσμου τα υπόγεια». Τα υπόγεια του κόσμου εκτείνονται από τις φτωχές γειτονιές της Αθήνας μέχρι τον Τρίτο Κόσμο που δουλεύει για να ζούμε εμείς. Ο πόλεμος δεν έχει κλείσει, το βλέπουμε αυτό στις παγκόσμιες κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα τις πιο αυθόρμητες. Γιατί ακόμα και οι παραδοσιακές μορφές αντίστασης ή διαμαρτυρίας έχουν ενταχθεί και αυτές στο επικοινωνιακό παιχνίδι.
Δεν έχει νόημα να εξαντλείς το μυαλό σου για το αν πρέπει να είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος. Έχει νόημα να αναλύεις μία κατάσταση και να προσπαθείς να την επηρεάσεις με έναν τρόπο. Η αισιοδοξία ή η απαισιοδοξία – που είναι το ίδιο νόμισμα ανάποδα – σε απαλλάσσουν από ευθύνες, σε κάνουν ανεύθυνο.

- Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι το τραγούδι θα βγει από την πολυδιαφημισμένη κρίση του;

Πρόσεξε, λες «πολυδιαφημισμένη κρίση». Αυτό το μοιρολόι του στυλ: «αν ζούσε ο Χατζιδάκις σήμερα…» ή «πάνε οι μεγάλοι…» ή «τώρα το σύστημα δουλεύει μόνο και η αγορά…» το μόνο που κάνει είναι να καθιστά τους ανθρώπους που φτιάχνουν κάτι φοβισμένους απέναντι στο να το βγάλουν παρά έξω. Οπότε, λειτουργεί ουσιαστικά αντίθετα. Πλέον, είναι πολύ πιο απλό να βγάλεις ένα CD από ότι ήταν παλιά να βγάλεις ένα βινύλιο, για οικονομικούς λόγους και μόνο. Η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας σημαίνει ότι κλείνουν τα μονοπώλια και αυτό είναι σαφώς καλό. Κλείνει ο έλεγχος και η κηδεμονία, καθώς πια δεν έχεις ανάγκη να μπεις κάτω από τη σκέπη κάποιου για να σε βγάλει παραέξω. Βέβαια χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά και περισσότερη επιμονή, αλλά κανένας που ουσιαστικά έκανε κάτι, δεν βρήκε ένα χαλί στρωμένο για να περπατήσει και να μας πει τις μεγάλες αλήθειες. Πάλεψε να βρει ένα χώρο για αυτό που κάνει.



4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια και στους δυο.

Φρέσκα πρόσωπα και ιδέες εκατέρωθεν.

Τι πιο ελπιδοφόρο;

Σπύρος

Ανώνυμος είπε...

Μου άρεσε η γενικότερη στάση της Δανάης, που δείχνει καλλιτέχνη που αφουγκράζεται και ζει τα γύρω του. Μένει να ακούσω και το δίσκο. Θα επιστρέψω και για μουσική τοποθέτηση

Νίκος Γαλάνης είπε...

Ο δίσκος της Δανάης είναι εκπληκτικός! Χρόνια έχω να ακούσω κάτι τόσο όμορφο!

Μουσικά Προάστια είπε...

@ Σπύρος
Να 'σαι καλά Σπύρο, συνέχισε να δείχνεις το δρόμο!

@ getit
Στην περίπτωση της Δανάης, η στάση ζωής που παρατηρείς μάλλον συνοδεύεται επιτυχώς από το ταλέντο και την ουσιώδη καλλιτεχνική πρόταση. Δεν έχουμε να κάνουμε δηλαδή απλά με μια καλή στιχουργό, ή με μια αντι-συμβατική ιδεολόγο, αλλά με μια ολοκληρωμένη δημιουργό-τραγουδοποιό. Μακάρι αυτή η εκτίμηση να επιβεβαιωθεί και στον δεύτερο δίσκο της που περιμένουμε με ανυπομονησία.

@ Νίκος Γ.
Όπως τα λες! Να τα ξαναπούμε.