Ο δίσκος «Νάμαστε πάλι εδώ Αντρέα» σε μουσική Αντρέα Μικρούτσικου και στίχους Μανώλη Ρασούλη εκδόθηκε το 1985. Κατά την ταπεινή μας άποψη, πρόκειται για έναν από τους πιο άδικα υποτιμημένους – εάν όχι τελείως παραπεταμένους - δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Η ερμηνευτική ομάδα είναι εντυπωσιακή: Μαρία Δημητριάδη, Σοφία Βόσσου, Κώστας Θωμαΐδης, Σάκης Μπουλάς, και οι δύο βασικοί συντελεστές. Αλλά και στην ορχήστρα συναντάμε ονόματα όπως ο Γιώργος Μαγκλάρας, ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, που υπογράφει και τις ενορχηστρώσεις στα 11 από τα 13 τραγούδια, και ο Βασίλης Δερτιλής με ενορχηστρώσεις στα άλλα δύο. Το κυριότερο όμως στοιχείο που κάνει το δίσκο να ξεχωρίζει είναι η στιχουργική ιδιοφυία που ακούει στο όνομα Μανώλης Ρασούλης. Προσθέστε σε αυτήν το μουσικό DNA της οικογένειας Μικρούτσικου, όπως εμφανίζεται στην περίπτωση Αντρέα, και έχετε μια ιδιαίτερα ευτυχή στιγμή στην κρυμμένη ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Το ομώνυμο τραγούδι είναι και το ωραιότερο, αλλά και αυτό που κάπως διασώθηκε από τη λήθη. Ένα πολύ απλό και επαναλαμβανόμενο μουσικό σώμα μεταμορφώνεται σε soundtrack μιας εποχής που δεν τα ήξερε όλα, που επέτρεπε τη σαστιμάρα και την απορία. Ρασούλης και Μικρούτσικος σε ένα διάλογο χωρίς δεδομένες απαντήσεις, χωρίς εξυπνάδα και καλαμπούρι, ατενίζουν τη ροή των πραγμάτων και αντλούν δύναμη από τους δρόμους που «τρέχουν χιαστί».
Νάμαστε πάλι εδώ Ανδρέα
Να μαστε πάλι εδώ Αντρέα, οι δρόμοι τρέχουν χιαστί
Το ομώνυμο τραγούδι είναι και το ωραιότερο, αλλά και αυτό που κάπως διασώθηκε από τη λήθη. Ένα πολύ απλό και επαναλαμβανόμενο μουσικό σώμα μεταμορφώνεται σε soundtrack μιας εποχής που δεν τα ήξερε όλα, που επέτρεπε τη σαστιμάρα και την απορία. Ρασούλης και Μικρούτσικος σε ένα διάλογο χωρίς δεδομένες απαντήσεις, χωρίς εξυπνάδα και καλαμπούρι, ατενίζουν τη ροή των πραγμάτων και αντλούν δύναμη από τους δρόμους που «τρέχουν χιαστί».
Νάμαστε πάλι εδώ Ανδρέα
Να μαστε πάλι εδώ Αντρέα, οι δρόμοι τρέχουν χιαστί
σημείο χ και μεις παρέα και ας φύγαν χίλιοι δυο καιροί
Μένω κατάπληκτος Μανώλη, δεν ξέρω αλήθεια τι να πω
Πώς γίνεται ο καθένας όλοι και όλοι πώς γίνονται εγώ
Σαν μια Ιθάκη είναι το τώρα, που όλο γυρίζω να τη βρω
και με των Δαναών τα δώρα, γελώ τον δόλιο μου εαυτό
Αμάν βαριά φιλοσοφία, ας πουμε κατι πιο απλό
καλές οι Η.Π.Α. και η Ρωσία, μα έχω το δράμα μου και γώ
Μια από τις σχέσεις που δε ξέρεις, μου φώναξε ένα πρωινό
κάνεις εσύ αυτό που θέλεις, γι' αυτό βαθιά και σε μισώ
Και γω δεν είμαι με τη Μαίρη κι όμως μαζί της έχω γιο
με σεργιανά σ' άγνωστα μέρη χάνομαι, βρίσκομαι και ζω
Ελπίδες μέσα στη φορμόλη και πολλαπλάσιοι οι καιροί
άλλαξε τόσο αυτή η πόλη, μα 'μεινε ίδιο κατιτί
Το πρώτο πρώτο μας τραγούδι, αυτο θαρρώ πως θες να πεις
Κάλλιο στο χώμα το λουλούδι παρά σε βάζο περιωπής
Περνούν γερνούν τα γεγονότα, μα είναι καλό που 'μαστε εδώ
Φαντάσου φτάνει και μια νότα κι αλλάζεις όλο το σκοπό
Νομίζω έτσι και η ζωή μας σαν όπως λεν τα πάντα ρει
Στη θαλασσά η εκβολή μας και όμως γυρνάμε στην πηγή
Ναι το ποτάμι δε στερεύει καθάριο τρέχει το νερό
ενώνει δεν μεταναστεύει πηγή και γη με ωκεανό
Κάλλιο που όσο και να κλαίει ο κάθε που θα νοσταλγεί
η ζήση δε γυρνάει replay κι οι δρόμοι τρέχουν χιαστί
Ένα άλλο υποβλητικό τραγούδι είναι το «Καλή μου τρίπλα σκλαβωμένη» με τη φωνή της Σοφίας Βόσσου. Ένα χρόνο πριν, το τραγουδά ο ίδιος ο Ρασούλης στον δίσκο «Ναι στο ναι και ναι στο όχι». Η χροιά της Βόσσου δένει επακριβώς με τη μελαγχολία του τραγουδιού. Και μένει κάποιος να απορεί για τη συνέχεια αυτής της πανέμορφης και υπαινικτικής φωνής, την οποία – όχι τυχαία – εμπιστεύτηκαν για τα τραγούδια τους σημαντικοί συνθέτες όπως ο Νότης Μαυρουδής (1984 – Στην όχθη της καρδιάς μου) και ο Χρήστος Λεοντής (1980 – Μαντζουράνα στο κατώφλι). Τι άραγε καταλαβαίνει σήμερα απ’ όλα αυτά η σκλαβωμένη μουσική μας μνήμη;
Καλή μου τρίπλα σκλαβωμένη
Καλή μου τρίπλα σκλαβωμένη
δεν έχω άλλο απ` τη μοναξιά μου
κι εσύ όλο κρυώνεις
Ένα άλλο υποβλητικό τραγούδι είναι το «Καλή μου τρίπλα σκλαβωμένη» με τη φωνή της Σοφίας Βόσσου. Ένα χρόνο πριν, το τραγουδά ο ίδιος ο Ρασούλης στον δίσκο «Ναι στο ναι και ναι στο όχι». Η χροιά της Βόσσου δένει επακριβώς με τη μελαγχολία του τραγουδιού. Και μένει κάποιος να απορεί για τη συνέχεια αυτής της πανέμορφης και υπαινικτικής φωνής, την οποία – όχι τυχαία – εμπιστεύτηκαν για τα τραγούδια τους σημαντικοί συνθέτες όπως ο Νότης Μαυρουδής (1984 – Στην όχθη της καρδιάς μου) και ο Χρήστος Λεοντής (1980 – Μαντζουράνα στο κατώφλι). Τι άραγε καταλαβαίνει σήμερα απ’ όλα αυτά η σκλαβωμένη μουσική μας μνήμη;
Καλή μου τρίπλα σκλαβωμένη
Καλή μου τρίπλα σκλαβωμένη
δεν έχω άλλο απ` τη μοναξιά μου
κι εσύ όλο κρυώνεις
αλήθεια για σε ζεστάνω
ό,τι μ’ άφησαν από την καρδιά μου
μην κλαις και μη διώχνεις.
Πέτρα κι ανέμοι σ’ έχουν σμιλεμένη
κι αιχμαλωτισμένοι χρόνοι αρσενικοί
φόβε του θανάτου μάνα ευλογημένη
στο κενό του κόσμου πόθοι ερωτικοί.
Η πολιτικοποίηση της εποχής περνάει φυσικά και στο δίσκο, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι «Πολυτεχνείο». Δώδεκα χρόνια μετά, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου συνεχίζουν να συγκινούν και να αφορούν την τότε μουσική πρωτοπορία. Ποιος ξέρει…ίσως και η αναφορά σε αυτόν που «μέσα του έκανε πρώτα το φόνο» να παραπέμπει και στις διαψεύσεις, τους μικρούς φόνους που είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται στα μέσα του ’80. Η Μαρία Δημητριάδη τραγουδά στο όριο για το μεγάλο φονικό.
Πολυτεχνείο
Τι να ξεχάσω και πώς
ο τάφος τους είναι νωπός
μπροστά μου ζούνε ακόμα
με το δικό μου τρέχουνε σώμα
με το δικό μου ουρλιάζουνε στόμα.
Τι να ξεχάσω και πώς
ραγίζει ο λογισμός
ουρλιάζαν τ’ ασθενοφόρα
έπεσε φονικό στη χώρα
αίμα το αίμα τους γυρεύει τώρα.
Τι να ξεχάσω και πώς
σαν κρύσταλλο σπάει ο καιρός
μιλάω για τον δολοφόνο
πλέει η καρδιά μου γι’ αυτόν στον πόνο
μέσα του έκανε πρώτα το φόνο.
Και φτάνουμε στη μεγάλη αντίφαση, που έχει και ονοματεπώνυμο: Αντρέας Μικρούτσικος. Είναι φυσικά αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίον μια ταλαντούχα μουσικά προσωπικότητα θυσιάστηκε στο «βωμό του αούα και της ΤιΒίασης», όπως γλαφυρά περιγράφει κι ο Ρασούλης σήμερα. Ενταγμένος τότε στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά – όπως και η υπόλοιπη παρέα – ο Μικρούτσικος γνωρίζεται με τον Ρασούλη από τη δεκαετία του ’70. Γύρω στα 1975, οι δυο τους γράφουν πέντε-έξι τραγούδια που, δέκα χρόνια μετά, θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά του «Νάμαστε πάλι εδώ, Αντρέα». Το τι μεσολάβησε για να γίνει ο συνθέτης αυτού του δίσκου ένας από τους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές της τηλεοπτικής μας παρακμής το αγνοούμε αλλά μπορούμε να το υποθέσουμε: μικρο-μεγαλοφιλοδοξίες, χρήμα, επιβίωση, ιδεολογική θολούρα, εποχή, εξουσία. Το είπε και το τραγούδι: «πως γίνετ’ ο καθένας όλοι / κι όλοι πώς γίνονται εγώ». Εμείς πάντως έχουμε από καιρό τους τηλεοπτικούς δέκτες μας κλειστούς, και κρατάμε ό,τι θέλουμε, όπως το θέλουμε. Κρατάμε τον Αντρέα Μικρούτσικο της αναλαμπής των 1980s, των μουσικών αναζητήσεων και της παραγωγής μιας τουλάχιστον αξιοπρεπούς καλλιτεχνικής πρότασης. Όσο για τον άλλον, τον αστέρα της αγοραίας ευαισθησίας και νυχτοφύλακα της τηλεοπτικής χωματερής, μένουμε απλοί παρατηρητές του, στη δίνη και τη μανία της αγοράς και της αυτό-υπονόμευσης.
ό,τι μ’ άφησαν από την καρδιά μου
μην κλαις και μη διώχνεις.
Πέτρα κι ανέμοι σ’ έχουν σμιλεμένη
κι αιχμαλωτισμένοι χρόνοι αρσενικοί
φόβε του θανάτου μάνα ευλογημένη
στο κενό του κόσμου πόθοι ερωτικοί.
Η πολιτικοποίηση της εποχής περνάει φυσικά και στο δίσκο, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι «Πολυτεχνείο». Δώδεκα χρόνια μετά, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου συνεχίζουν να συγκινούν και να αφορούν την τότε μουσική πρωτοπορία. Ποιος ξέρει…ίσως και η αναφορά σε αυτόν που «μέσα του έκανε πρώτα το φόνο» να παραπέμπει και στις διαψεύσεις, τους μικρούς φόνους που είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται στα μέσα του ’80. Η Μαρία Δημητριάδη τραγουδά στο όριο για το μεγάλο φονικό.
Πολυτεχνείο
Τι να ξεχάσω και πώς
ο τάφος τους είναι νωπός
μπροστά μου ζούνε ακόμα
με το δικό μου τρέχουνε σώμα
με το δικό μου ουρλιάζουνε στόμα.
Τι να ξεχάσω και πώς
ραγίζει ο λογισμός
ουρλιάζαν τ’ ασθενοφόρα
έπεσε φονικό στη χώρα
αίμα το αίμα τους γυρεύει τώρα.
Τι να ξεχάσω και πώς
σαν κρύσταλλο σπάει ο καιρός
μιλάω για τον δολοφόνο
πλέει η καρδιά μου γι’ αυτόν στον πόνο
μέσα του έκανε πρώτα το φόνο.
Και φτάνουμε στη μεγάλη αντίφαση, που έχει και ονοματεπώνυμο: Αντρέας Μικρούτσικος. Είναι φυσικά αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίον μια ταλαντούχα μουσικά προσωπικότητα θυσιάστηκε στο «βωμό του αούα και της ΤιΒίασης», όπως γλαφυρά περιγράφει κι ο Ρασούλης σήμερα. Ενταγμένος τότε στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά – όπως και η υπόλοιπη παρέα – ο Μικρούτσικος γνωρίζεται με τον Ρασούλη από τη δεκαετία του ’70. Γύρω στα 1975, οι δυο τους γράφουν πέντε-έξι τραγούδια που, δέκα χρόνια μετά, θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά του «Νάμαστε πάλι εδώ, Αντρέα». Το τι μεσολάβησε για να γίνει ο συνθέτης αυτού του δίσκου ένας από τους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές της τηλεοπτικής μας παρακμής το αγνοούμε αλλά μπορούμε να το υποθέσουμε: μικρο-μεγαλοφιλοδοξίες, χρήμα, επιβίωση, ιδεολογική θολούρα, εποχή, εξουσία. Το είπε και το τραγούδι: «πως γίνετ’ ο καθένας όλοι / κι όλοι πώς γίνονται εγώ». Εμείς πάντως έχουμε από καιρό τους τηλεοπτικούς δέκτες μας κλειστούς, και κρατάμε ό,τι θέλουμε, όπως το θέλουμε. Κρατάμε τον Αντρέα Μικρούτσικο της αναλαμπής των 1980s, των μουσικών αναζητήσεων και της παραγωγής μιας τουλάχιστον αξιοπρεπούς καλλιτεχνικής πρότασης. Όσο για τον άλλον, τον αστέρα της αγοραίας ευαισθησίας και νυχτοφύλακα της τηλεοπτικής χωματερής, μένουμε απλοί παρατηρητές του, στη δίνη και τη μανία της αγοράς και της αυτό-υπονόμευσης.
Τέλος πάντων, η ζήση μπορεί να μη γυρνάει replay, αλλά η συγκεκριμένη εξέλιξη του συνθέτη δεν δίνει σε κανέναν το δικαίωμα – ούτε και στον ίδιο τον Μικρούτσικο! – να σβήνει έργα σαν και αυτό. Ούτε προφανώς δικαιολογεί το ότι μέχρι πρότινος αυτός ο δίσκος βρισκόταν εκτός αγοράς, με επιλογή της εταιρείας. Ευτυχώς, το λάθος διορθώθηκε και πλέον ο δίσκος «Νάμαστε πάλι εδώ, Αντρέα» βρίσκεται στα ράφια. Καλό ψάξιμο, καλή ακρόαση.
Ηρακλής Οικονόμου
Ηρακλής Οικονόμου