Μάνος Ελευθερίου:
«Στα νιάτα μου νομίζαμε ότι γράφοντας ένα τραγούδι αλλάζαμε τον κόσμο»
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
Μιλήστε μας λίγο για τον καινούργιο δίσκο σας στον «άξιο λόγο».
Μ.Ε: Από αυτά τα δεκατρία τραγούδια, τα δέκα γράφτηκαν ειδικά για αυτή τη σειρά τραγουδιών, για το «Πάντα κάτι μένει». Ο τίτλος είναι από το τελευταίο τραγούδι, του Γιάννη Ανδρέου, που τραγουδάει ο Γιάννης Κούτρας. Τον Κούτρα τον διάλεξε ο Μιχάλης Κουμπιός, ο ένας από τους δύο παραγωγούς της σειράς μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα. Τρία τραγούδια είχαν δοθεί ήδη σε συνθέτες ένα χρόνο πριν αρχίσει η σειρά, δηλαδή το 2005. Το ευχάριστο είναι ότι και τα τρία έχουν μια ενότητα με τα άλλα. Αν παρατηρήσει κανείς και τα δεκατρία τραγούδια, θα δει ότι υπάρχει η ίδια ατμόσφαιρα σε όλα. Ακόμα και δύο τραγούδια λαϊκοφανή ας πούμε, όπως του Σωκράτη Μάλαμα και του Κώστα Λειβαδά, δένουν μαζί με τα υπόλοιπα που είναι περισσότερο ροκ μπαλάντες.
Υπάρχουν λέξεις που επανέρχονται, όπως η «Ελλάδα» που εμφανίζεται τρεις φορές. Υπάρχει η «οθόνη» της τηλεόρασης, πράγματα σημερινά. Κυρίως όμως επανέρχεται η ατμόσφαιρα, η καταπίεση, ο εγκλεισμός ενός ανθρώπου σε ένα χώρο που βλέπει κάτι ελάχιστο από τα συμβαίνοντα έξω, ή ακούει τι γίνεται έξω στην ανθρωπότητα. Δεν θέλω να το παρατραβήξω και να πω ότι αναφέρεται στον έγκλειστο άνθρωπο της εποχής μας, όποιος θέλει να το καταλάβει αυτό, το καταλαβαίνει.
Είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη δουλειά που έκαναν όλοι οι μουσικοί. Αυτό το εντόπισε ο Θηβαίος, που είπε ότι ακούγοντας αυτή τη σειρά τραγουδιών, έχει κάποιος την εντύπωση ότι την έγραψε ένας μόνο άνθρωπος. Και πράγματι, όταν τ’ ακούσεις μερικές φορές, βλέπεις ότι υπάρχουν σύνδεσμοι, είναι σαν να πετάει ο ένας στον άλλον ένα σκοινί να πιαστεί. Εγώ το σκεφτόμουν ως ενότητα, αλλά και αυτοί χωρίς να το καταλάβουν το έπιασαν το νόημα και έγινε αυτό το πράγμα.
Αυτή η σειρά με τους στιχουργούς υποδηλώνει μια επιστροφή στο δημιουργό; Χρωστούσαν κάποιοι μεγάλοι τραγουδιστές μια τέτοια επιστροφή;
Όχι, δεν χρωστάει κανένας τίποτα. Αυτό το πράγμα είναι ένα δώρο σε αυτούς που γράφουν, και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Τα πράγματα είναι δύσκολα. Πολλοί συνθέτες μου λένε: «Θα μου δώσεις κάνα στιχάκι να γράψω;». Δεν ξέρουν καν ότι ένα τραγούδι έχει δώδεκα στίχους. Και το λένε συνθέτες με πολλών χρόνων δουλειά και μαθητεία. «Ένα στιχάκι μπορώ να γράψω;».
Αυτό το πάθος να επιστρέψουμε στους μεγάλους στιχουργούς αντανακλά ίσως τη σημερινή στιχουργική ένδεια ενός μεγάλου κομματιού του ελληνικού τραγουδιού;
Κοίταξε, στιχουργική ένδεια πάντοτε υπήρχε. Απλώς, τα τραγούδια ήταν λιγότερα και φαινόταν πιο εύκολα η αξία των καλών τραγουδιών. Δεν έχεις παρά να βάλεις κάτω τα πολύ καλά τραγούδια των διαφόρων περιόδων της ελληνικής μουσικής, τουλάχιστον μετά το 1950, και να δεις παράλληλα τι αθλιότητες κυκλοφορούσαν στην ελληνική αγορά. Δε λέω ότι αυτά που έκανα εγώ είναι κάτι τελείως διαφορετικό, προς θεού…
Το έχουν πει άλλοι, δε χρειάζεται να το πείτε εσείς…
Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Είχα ένα όνειρο, το έγραψα, αυτό είναι το βασικό. Υπάρχουν δύο-τρία όνειρα ακόμη, επειδή μου άρεσε κιόλας, μου άνοιξε την όρεξη ο νέος δίσκος. Ως όνειρα εννοώ κάποιες ενότητες τραγουδιών. Ας πούμε, είχα στο νου μια ενότητα - την οποία δυστυχώς έχω σπάσει – με τραγούδια που θα μπορούσαν να τραγουδηθούν το 1930, το 1935. Τα σκεφτόμουν πάντα με μουσική του Χαιρόπουλου, του Σογιούλ. Η σειρά αυτή έσπασε, ένα τραγούδι έγινε, τα άλλα δεν έγιναν. Τώρα είναι ευκαιρία να βρω κάποιο φίλο συνθέτη και να του πω: «αυτό είναι μια σειρά, όπως το έκανα κάποτε με τον ‘Άγιο Φεβρουάριο’, ή όπως το έκανα με τη ‘Θητεία’». Καλά είναι να τα λέμε αυτά, και έχω φίλους που θα θέλουν να το αναλάβουν, αλλά θα μπορούν;
Που αποδίδεται το γεγονός ότι η ιδέα του «κύκλου τραγουδιών» έχει υποχωρήσει από την ελληνική δισκογραφία;
Την αποδίδω στο ότι δεν υπάρχει πια συνεργασία ενός συνθέτη και ενός στιχουργού. Παλαιότερα, ας πούμε, ο Γκάτσος με τον Χατζιδάκι έκαναν ένα δίσκο και ήξερες ότι ήταν μια ενότητα. Αλλά και οι νεότεροι, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με τον Μίμη Πλέσσα για παράδειγμα έκαναν τον «Δρόμο». Ο Πυθαγόρας με τον Καλδάρα έκαναν τη «Μικρά Ασία», μια ενότητα σπουδαία. Ή ακόμα και η Νικολακοπούλου με τον Κραουνάκη, και αυτοί έκαναν κύκλους τραγουδιών. Αναφέραμε διάφορους συνθέτες και στιχουργούς, άλλης επιφανείας είναι ο ένας και άλλης επιφανείας ο άλλος, αλλά το βασικό θέμα υπάρχει σε όλους. Το πρόβλημα εξαιτίας του οποίου δεν βγαίνουν κύκλοι τραγουδιών είναι ότι σταμάτησε ο κύκλος των φίλων. Ο κύκλος των χαμένων φίλων έκλεισε και μια τραγουδίστρια, ένας τραγουδιστής, ζητάει πλέον από έναν στιχουργό ένα-δυο τραγούδια, και τα περιφέρει από χωρίου εις χωρίον για το ποιος θα τα μελοποιήσει. Πολλές φορές δεν υπάρχει και επαφή του συνθέτη με τον στιχουργό, να τον πάρει ο συνθέτης τον στιχουργό τηλέφωνο να του πει: «Μου έφερε κάποιους στίχους σου ο τάδε τραγουδιστής, πώς το σκέφτεσαι αυτό, έχεις κάποια ιδέα;». Αυτό το πράγμα δεν υπάρχει πια, και γι’ αυτό ήταν επόμενο να σταματήσει ο κύκλος τραγουδιών.
Αυτό ορίστηκε κατά κάποιο τρόπο και από τις ανάγκες της αγοράς;
Ε, πρέπει…Σιγά σιγά έγινε αυτό, δεν έγινε με πρόγραμμα. Δεν έκατσαν κάτω να το σκεφτούν δέκα άνθρωποι και να πουν «στο εξής σταματάμε τους κύκλους τραγουδιών». Εγώ νομίζω ότι αν ένας συνθέτης που έχει καλές σχέσεις με μια εταιρεία και τον θέλουνε, τους πάει έναν κύκλο τραγουδιών, δεν θα πούνε όχι αυτοί. Αν έχει μάλιστα και μερικά τραγούδια «πιασάρικα», θα κάνουν τούμπες, δεν νομίζω ότι θα πούνε όχι. Απλά, έχει εγκαταλειφθεί και από τους ίδιους τους συνθέτες αυτή η κατάσταση, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Και αυτοί που κάνουν τις μεγάλες επιτυχίες, που γράφουν οι ίδιοι τους στίχους, έχουν κομματιστεί και οι ίδιοι. Δίνουν τέσσερα τραγούδια σε έναν τραγουδιστή, και ξοφλάνε. Βλέπω πολλούς από τους λεγόμενους εμπορικούς, όταν είναι να δώσουν τραγούδια σε έναν καλλιτέχνη που δεν είναι στα μέτρα των άλλων τραγουδιστών, του δίνουν τελείως διαφορετικά τραγούδια. Το θυμάμαι αυτό όταν έδωσε ο Πυθαγόρας τρία-τέσσερα τραγούδια στον Μούτση. Τον θεώρησε ιντελλεκτουέλ τον Μούτση και του έδωσε στίχους…ας μην τους πούμε πνευματικούς, αλλά ήταν τελείως άλλο πράγμα από εκείνα που έγραφε, που ήταν του «εμπορίου».
Μιλήσατε πριν για όνειρα. Ποιο όνειρο και ποιο όραμα σας ώθησε να γράψετε τραγούδια;
Θα σου πω κάτι να γελάσεις. Ξέρεις ότι στα νιάτα μας πολύς κόσμος, πολλοί νέοι τότε στιχουργοί νόμιζαν ότι γράφοντας ένα τραγούδι αλλάζουν και τον κόσμο; Ήμασταν επηρεασμένοι και από την αμερικάνικη μουσική. Ξέραμε ότι ο Ντύλαν ξεσήκωνε εκατομμύρια ανθρώπους, και νομίζαμε ότι το ίδιο πράγμα θα γίνει εδώ, αν χρησιμοποιήσουμε ορισμένες λέξεις. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τη διαφορά: ότι ο Ντύλαν ξεσήκωνε δέκα εκατομμύρια ανθρώπους και πουλούσε τόσα, και εμείς είχαμε να παλέψουμε με μια αγορά μίζερη, η οποία ήταν βυθισμένη στον ανατολίτικο ρυθμό. Όλη η γενιά μου στα πολύ νεανικά της χρόνια νόμιζε ότι αλλάζει τον κόσμο. Θυμάμαι μια αφιέρωση που έκανα κάποτε σε κάποιον, στο πρώτο μου βιβλίο το ’62, και του έλεγα: «στον τάδε με αγάπη, για έναν καλύτερο κόσμο». Τρέχα γύρευε…ευτυχώς το έχει ξεχάσει.
Δεν πιστεύετε ότι κάνατε τον κόσμο καλύτερο;
Ε, όχι βέβαια. Είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Ο κόσμος έγινε καλύτερος με μετρημένα πράγματα. Παράλληλα, ήταν τόσο φοβερά τα άθλια πράγματα που γίνανε, που είναι σαν να μην έγιναν αυτά τα θετικά πράγματα. Βέβαια, δεν χάνουνε τίποτε από την αξία τους. Αν σκεφτεί κανείς ότι η Γερμανία έχει να επιδείξει τα Βραδεμβούργια Κονσέρτα και παράλληλα έχει να επιδείξει και το Ολοκαύτωμα. Η ίδια χώρα που έβγαλε τα Βραδεμβούργια Κονσέρτα και την Ενάτη…η ίδια χώρα «χάρισε» στην ανθρωπότητα το Ολοκαύτωμα και την ταλαιπωρία και τον οδυρμό εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Λες: «είναι δυνατόν;». Κι όμως, είναι δυνατόν.
Λόγους για να θέλουμε τώρα να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο μέσα από την τέχνη, βρίσκετε;
Όχι, η τέχνη δεν μπορεί να βοηθήσει να γίνει καλύτερος ο κόσμος. Τους φίλους μας να βοηθάμε περισσότερο, γιατί γράφουμε πια για τους φίλους μας. Βέβαια, σε όσο περισσότερο κόσμο πηγαίνει κάτι που γράφεις είναι απείρως καλύτερο από το να είσαι μόνος σου. Είναι άσχημο πράγμα, όπως και να το κάνουμε. Και όλοι αυτοί που δήθεν σνομπάρουν την ακροαματικότητα ή την τηλεθέαση ή την αναγνωσιμότητα, στο βάθος θέλουν να υπάρχει αυτή η επαφή με πολύ κόσμο. Όσο μεγάλος ηθοποιός και να είναι κάποιος, όταν παίζει μπροστά σε άδειες θέσεις, σε άδεια θεωρεία, το πράγμα είναι πάρα πολύ δυσάρεστο. Δεν μπορεί να σνομπάρει και να πει «εγώ είμαι υπεράνω αυτού του πράγματος». Θέλει από κάτω, όχι απλώς το χειροκρότημα, αλλά και την επαφή με τον κόσμο, διότι γι’ αυτούς παίζει, δεν παίζει για τη ψυχή της μάνας του ή της γιαγιάς του.
Ξεκινήσατε από την Ερμούπολη. Ποιες Συριανές μνήμες τροφοδότησαν το έργο σας;
Αυτό δεν το καταλαβαίνει κανείς στην αρχή. Με τα χρόνια επανέρχονται ορισμένες εικόνες που μπαίνουν μέσα. Δεν ξέρεις ποια στιγμή θα χρησιμοποιήσεις ορισμένες εικόνες. Για παράδειγμα, στο CD υπάρχει στο τραγούδι του Παπαδημητρίου, στους «Σταθμάρχες», μια στροφή που λέει Με τρένο ερχόμαστε απ’ την Πάτρα /…τι λέει μετά;
…Και στις στροφές γι’ άλλα μιλούσες / Το ’ξερα πως δεν μ’ αγαπούσες / Μα εγώ ανέβαινα προς τ’ άστρα.
Αυτό είναι μια εικόνα που μου δημιουργήθηκε πριν από 47 χρόνια. Τώρα την ανέσυρα αυτή την εικόνα. Μπορώ να σου πω τη μικρή ιστορία, την οποία την είπα και στο ραδιόφωνο. Ερχόμουν από την Πάτρα πράγματι, με τρένο. Καθόμουν στο βαγόνι, και έπιασα παρέα με δυο παιδιά, ένα ζευγάρι, της ηλικίας μου. Εγώ γύριζα από ένα γάμο. Αυτοί ήταν ερωτευμένοι μάλλον. Συζητούσαν, πιάσαμε κουβέντα, πώς σε λένε, που μένεις, τι κάνεις, κλπ. Αυτός μάλλον ποδοσφαιριστής ήταν, από αθλητική συνάντηση ερχόταν, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι βέβαια τα ονόματά τους. Ας πούμε ότι ήταν ο Διονύσης και η Μάρθα. Σε μια στιγμή ο Διονύσης ζητάει συγνώμη, σηκώνεται να πάει μέσα, να πάρει κάτι από το κυλικείο. Και η κοπέλα μου πιάνει το χέρι και μου λέει: «Λέτε να μ’ αγαπάει;».
Πολύ όμορφο! Αλήθεια, ποιες θεωρείτε ως πιο τυχερές συναντήσεις του στιχουργικού σας λόγου με τη μουσική;
Πολλές είναι, και ήμουν τυχερός, πολλές φορές ήμουν τυχερός. Βεβαίως, υπάρχουν πολλά τραγούδια που πήγαν χαμένα, όχι τόσο λόγω μουσικής αλλά κυρίως από ερμηνεία, και έχουν μείνει στην άκρη. Βέβαια, το ότι τριακόσια τραγούδια τουλάχιστον από αυτά που έχω γράψει δεν ακούγονται είναι επόμενο, δεν μπορεί όλα τα τραγούδια να είναι καλά.
Πόσα τραγούδια έχετε γράψει;
Δεν ξέρω, δεν τα ’χω μετρήσει. Μια κοπέλα που πήγε στην ΑΕΠΙ και έψαξε, μου είπε ότι είμαι εγγεγραμμένος για 543 τραγούδια. Μπορεί να είναι και τόσα, εγώ τα υπολογίζω γύρω στα 400. Δεν το έχω υπολογίσει.
Το αγαπημένο σας τραγούδι είναι το «Κάτω από τη μαρκίζα», σωστά;
Ναι, αυτό είναι.
Ποια είναι η ιστορία αυτού του τραγουδιού;
Αυτό το έγραψα πάνω σε μουσική το 1977. Είχα γράψει το πρώτο μέρος και το διάβασα του Σπανού, του άρεσε, και μου λέει: «Άλλο τόσο θέλω». Είχα κουραστεί πάρα πολύ να το κάνω το πρώτο μέρος, και μετά θυμήθηκα ένα δικό μου επεισόδιο και ένα επεισόδιο από ένα βιβλίο του Γιάγκου Πιερίδη, ενός παλιού λησμονημένου πεζογράφου, φίλου μου, ο οποίος πέθανε το 1970. Υπήρχε ένα ξενοδοχείο, το «Παλλάδιο» στην οδό Πανεπιστημίου. Τώρα δεν είναι πια ξενοδοχείο αλλά το αποκατέστησαν στην πρώτη του μορφή, τουλάχιστον εξωτερικά, εξαίσιο νεοκλασικό, είναι λίγο παρακάτω στην ίδια σειρά με το Ρεξ. Εκεί μου είχε συμβεί ένα παρόμοιο γεγονός: κάτω από τη μαρκίζα, είδα ένα πρόσωπο. Πήρα τη δική μου περίπτωση και την άλλη του Γιάγκου Πιερίδη, τις συνδύασα και έβαλα χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα κλπ. Ήταν η μαρκίζα του ξενοδοχείου που καθόμουνα για να περάσει η βροχή. Αυτό ήταν όλο. Το τραγούδι το ανακαλύψανε μετά από τρία-τέσσερα χρόνια, δεν έκανε επιτυχία από την αρχή. Αυτά που έβαζαν στα ραδιόφωνα εκείνο τον καιρό ήταν άσχετα πράγματα, αυτό δεν το έβαζαν, δεν ξέρω γιατί. Μετά από τρία-τέσσερα χρόνια φούντωσε, και τώρα είναι ένα τραγούδι που θα ακουστεί οπωσδήποτε μια φορά την ημέρα από κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό, είναι τρελό. Και η ερμηνεία της Μοσχολιού…ήταν και από τις σπάνιες φορές που ήμουν στο στούντιο όταν το έλεγε η Βίκυ, και της έκανα από μέσα το σήμα της νίκης και την εγκαρδίωνα.
Υπάρχουν φίλοι ή συνάδελφοι των οποίων την απουσία βιώνετε έντονα σήμερα;
Ναι, βέβαια. Μου λείπουν διπλά, και εκείνοι που έχουν φύγει για πάντα, και εκείνοι που δεν τους κάνω παρέα. Ορισμένοι δεν μπορούν εκ των πραγμάτων, και άλλοι από κακοκεφαλιά έχουν απομονωθεί, άνθρωποι που είχαν ταλέντο και θα μπορούσαν να έχουν άλλη ζωή.
Το τραγούδι σας ανέκαθεν ήταν βαθιά πολιτικό…
Και στο καινούργιο CD υπάρχουν πολιτικές αιχμές, πάρα πολλές, αν το προσέξεις. Και βεβαίως υπάρχει ένας στίχος που λέει ο Νταλάρας, τον έχει μελοποιήσει ο Θηβαίος: με την Ελλάδα στο κεφάλι σαν αιμάτωμα. Νομίζω ότι είναι καίριος αυτός ο στίχος και δείχνει πολλά πράγματα. Είμαι πολίτης αυτής της χώρας και πρέπει να πω κι εγώ πέντε πράγματα. Ο λόγος μου βέβαια δεν είναι ισάξιος με τον λόγο ενός πολιτικού, ούτε και έχει ο λόγος μου αντίκτυπο όπως έχει ο λόγος ενός πολιτικού στον κόσμο. Αλλά, με τις δυνάμεις και τις δυνατότητες που έχω, αυτό μπορώ να κάνω.
Επηρεάστηκε ο λόγος σας από το μεγάλο αριστερό κίνημα που υπήρχε στην Ελλάδα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70; Νιώσατε κομμάτι ενός κινήματος;
Ναι, βέβαια, πάρα πολύ, πάρα πολύ. Και το ένιωσα αυτό χωρίς να ανήκω ενεργά κάπου. Μου άνοιξε πολλές πόρτες αυτή η θητεία μου στην Αριστερά. Παράλληλα, εγώ είχα μια διαίσθηση φοβερή, και είχα μιλήσει με δυο-τρεις παλιούς ανθρώπους, που ήταν καταβεβλημένοι από τα χρόνια, και μου είχαν ανοίξει τα μάτια σε πράγματα που δεν ήθελα να πιστέψω. Μου έλεγαν διάφορα πράγματα που συμβαίνανε και νόμιζα ότι τα λέγανε επειδή είχαν προσωπικά με κάποιους. Τελικά, είχαν το απόλυτο δίκιο, για πράγματα που γίνανε γνωστά ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, και δυστυχώς δεν ζούνε πια για να νιώσουν τη δικαίωσή τους αυτοί οι άνθρωποι.
Στο βιβλίο που συνοδεύει το CD, o Νταλάρας σας αποκαλεί «υγιή έφηβο». Ποιο είναι το μυστικό της πνευματικής και ποιητικής νεότητας;
Ποια νεότητα; Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Δεν ξέρω. Δεν θα ήθελα βέβαια με τίποτα να είμαι έφηβος. Να ήμουν πέντε-έξι χρόνια νεότερος, ναι, αλλά έφηβος όχι. Γιατί ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια εκείνα, τα χρόνια που ήμουν έφηβος. Δεν θα ήθελα με τίποτα…με τίποτα…με τίποτα. Καλά είμαι έτσι.
Σε ποιες δυσκολίες αναφέρεστε;
Υπαρξιακές καταρχήν. Δεν είχα έναν άνθρωπο να με συμβουλέψει, και αυτό ήταν πάρα πολύ δυσάρεστο. Που και που κατάφερνα να αρπάξω μια λέξη. Τα βιβλία δεν είχαν τη δυνατότητα να με συμβουλέψουν. Οτιδήποτε και να διάβαζες, έβλεπες ότι ο συγγραφέας ήταν κλειστός και αναφερόταν μόνο στον εαυτό του. Οτιδήποτε, και αριστουργήματα να διάβαζες, δεν σε βγάζανε πουθενά. Ελάχιστα πράγματα ας πούμε σου δίνανε μιαν ανάσα. Αυτή την ανθρώπινη επαφή που έχει ένας μεγαλύτερος προς έναν νεότερο, που του πιάνει το χέρι και του λέει: «μην κάνεις αυτό, να κάνεις το άλλο, εκείνο θα σε σώσει» ή «αν σ’ αρέσει αυτό, προσπάθησε να το προχωρήσεις προς αυτή την οδό, και θα έχεις συμπαραστάτες τον τάδε, το έργο του τάδε». Αυτή τη συμβουλή δεν την είχα ποτέ.
Δεν είχατε ποτέ ένα δάσκαλο;
Ποτέ. Και μου έλειψε πάρα πολύ. Είναι τελικά αυτό που λέει ο Σεφέρης, ότι είμαστε όλοι τραγικά αυτοδίδακτοι.
«Πάντα κάτι μένει»… Κοιτώντας πίσω, τι έμεινε στον Μάνο Ελευθερίου από τη θητεία του στο ελληνικό τραγούδι;
Μείνανε πολλά ωραία πράγματα, και πολλά άσχημα. Τώρα, να τα σκέφτεται κανείς τα άσχημα είναι ανοησία. Μένω πολλές φορές στα ωραία, στις ωραίες στιγμές. Μου δόθηκε η δυνατότητα να γνωρίσω σπουδαίους ανθρώπους μέσω του τραγουδιού, πέρα από τους συνθέτες τους ίδιους ή τους τραγουδιστές. Μάλιστα, μερικοί έχουν γίνει και φίλοι μου επί χρόνια, και είναι πολύ σημαντικό αυτό, να έχεις μια φιλία είκοσι και τριάντα και σαράντα χρόνια. Όπως με τον Λεοντή ας πούμε, όπου έχουμε μια αγνή φιλία χρόνια, δεκάδες χρόνια τώρα. Παράλληλα, γνωρίζεις και ανθρώπους που δεν έπρεπε να τους γνωρίσεις· παρ’ όλ’ αυτά, η ζωή τα έφερε έτσι που να είσαι μες στα πόδια τους, και εκείνοι μες στα πόδια σου. Αυτό ήταν δυσάρεστη εμπειρία.