Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Εμμανουηλίδης, Παναγιωτοπούλου, Σκανδάμης, ζωντανοί στο Κύτταρο





ΚΥΤΤΑΡΟ LIVE (Ηπείρου και Αχαρνών)

ΔΕΥΤΕΡΑ 26 ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ 27 ΜΑΪΟΥ, στις 10 μ.μ.

Η ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ, Ο ΘΕΜΟΣ ΣΚΑΝΔΑΜΗΣ & ΟΙ ΟΡΧΗΣΤΡΕΣ ΤΟΥΣ
{ακολουθεί το κείμενο του Δελτίου Τύπου}


Δανάη Παναγιωτοπούλου
Ο λόγος είναι η κινητήρια δύναμη της! Ο στίχος της, μοντέρνος, σφιχτοδεμένος, έξυπνος, πότε σκωπτικός και πότε πικρός, μοιάζει με χείμαρρο που παρασέρνει ανάκατα καλλωπιστικά φυτά, κλαδιά και πέτρες. Η μουσική αποτελεί μάλλον πρόφαση για να ακουστούν σκέψεις ή διαπιστώσεις γύρω από μια γενιά που ντύθηκε το χακί της κατανάλωσης και κλήθηκε να ταμπουρωθεί στα χαρακώματα ενός ακήρυχτου πολέμου. Η Δανάη Παναγιωτοπούλου είναι στην πραγματικότητα μια ράπερ ντυμένη την κάπα ενός σύγχρονου τροβαδούρου. Λέει αυτά που έχει να πει χωρίς την οργή της χιπ-χοπ σκηνής και δίχως να... το παίζει ποιήτρια του λεγόμενου "έντεχνου". Επιλέγοντας συνειδητά ένα μινιμαλιστικό μουσικό περιβάλλον (δύο πιάνα), δημιουργεί έναν ηχητικό διάκοσμο με αιτία, σαφώς ιδιαίτερο, το οποίο όμως αξίζει να ανακαλύψει ο ψαγμένος ακροατής.



Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης
Ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης ξεχώρισε στην Δεύτερη Ακρόαση Νέων Δημιουργών της Μικρής 'Αρκτου το 2004. Ο νεότατος τραγουδοποιός –σήμερα 25ετής-, από τις Σέρρες, μας είχε ευχάριστα αιφνιδιάσει με δύο τραγούδια του, το Ποτάμι μαύρο και την Επαρχία, που διακρίθηκαν για τους ευαίσθητους στίχους τους, για την ώριμη μουσική τους, αλλά και για την ιδιαίτερη ερμηνευτική τους απόδοση από τον ίδιο. Στα έντεκα καινούργια τραγούδια του παρθενικού του άλμπουμ, ολοκληρώνεται η καλλιτεχνική εικόνα του νεαρού τραγουδοποιού.


Θέμος Σκανδάμης
Ο Θέμος Σκανδάμης αναλαμβάνει το ρόλο τόσο του συνθέτη και του στιχουργού όσο και αυτόν του τραγουδιστή. Όπως οι περισσότεροι τραγουδοποιοί δίνει το κύριο βάρος στον στίχο ενώ ταυτόχρονα οι μουσικές πολλές φορές διακρίνονται από πειραματικά στοιχεία. Θα έλεγε κανείς ότι ο Θέμος Σκανδάμης πατάει πάνω στο μουσικό μονοπάτι που έχει αρχίσει να χαράσσει τα τελευταία χρόνια ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Μεγάλο προτέρημα για το «Μακροβούτι», τον πρώτο του δίσκο, αποτελεί το γεγονός ότι ο πειραματικός ήχος δεν επικαλύπτει τα τραγούδια ώστε να δυσκολεύεται η ακρόαση αλλά αντίθετα λειτουργεί παραπληρωματικά προς αυτά.

ΥΓ: Ο Αντώνης Μποσκοΐτης έγραψε τις εντυπώσεις του για τη βραδιά, μαζί με πλούσιο φωτογραφικό υλικό ΕΔΩ

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

Συνέντευξη με τον Μάνο Ελευθερίου





Μάνος Ελευθερίου:


«Στα νιάτα μου νομίζαμε ότι γράφοντας ένα τραγούδι αλλάζαμε τον κόσμο»



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου


Μιλήστε μας λίγο για τον καινούργιο δίσκο σας στον «άξιο λόγο».

Μ.Ε: Από αυτά τα δεκατρία τραγούδια, τα δέκα γράφτηκαν ειδικά για αυτή τη σειρά τραγουδιών, για το «Πάντα κάτι μένει». Ο τίτλος είναι από το τελευταίο τραγούδι, του Γιάννη Ανδρέου, που τραγουδάει ο Γιάννης Κούτρας. Τον Κούτρα τον διάλεξε ο Μιχάλης Κουμπιός, ο ένας από τους δύο παραγωγούς της σειράς μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα. Τρία τραγούδια είχαν δοθεί ήδη σε συνθέτες ένα χρόνο πριν αρχίσει η σειρά, δηλαδή το 2005. Το ευχάριστο είναι ότι και τα τρία έχουν μια ενότητα με τα άλλα. Αν παρατηρήσει κανείς και τα δεκατρία τραγούδια, θα δει ότι υπάρχει η ίδια ατμόσφαιρα σε όλα. Ακόμα και δύο τραγούδια λαϊκοφανή ας πούμε, όπως του Σωκράτη Μάλαμα και του Κώστα Λειβαδά, δένουν μαζί με τα υπόλοιπα που είναι περισσότερο ροκ μπαλάντες.

Υπάρχουν λέξεις που επανέρχονται, όπως η «Ελλάδα» που εμφανίζεται τρεις φορές. Υπάρχει η «οθόνη» της τηλεόρασης, πράγματα σημερινά. Κυρίως όμως επανέρχεται η ατμόσφαιρα, η καταπίεση, ο εγκλεισμός ενός ανθρώπου σε ένα χώρο που βλέπει κάτι ελάχιστο από τα συμβαίνοντα έξω, ή ακούει τι γίνεται έξω στην ανθρωπότητα. Δεν θέλω να το παρατραβήξω και να πω ότι αναφέρεται στον έγκλειστο άνθρωπο της εποχής μας, όποιος θέλει να το καταλάβει αυτό, το καταλαβαίνει.

Είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη δουλειά που έκαναν όλοι οι μουσικοί. Αυτό το εντόπισε ο Θηβαίος, που είπε ότι ακούγοντας αυτή τη σειρά τραγουδιών, έχει κάποιος την εντύπωση ότι την έγραψε ένας μόνο άνθρωπος. Και πράγματι, όταν τ’ ακούσεις μερικές φορές, βλέπεις ότι υπάρχουν σύνδεσμοι, είναι σαν να πετάει ο ένας στον άλλον ένα σκοινί να πιαστεί. Εγώ το σκεφτόμουν ως ενότητα, αλλά και αυτοί χωρίς να το καταλάβουν το έπιασαν το νόημα και έγινε αυτό το πράγμα.

Αυτή η σειρά με τους στιχουργούς υποδηλώνει μια επιστροφή στο δημιουργό; Χρωστούσαν κάποιοι μεγάλοι τραγουδιστές μια τέτοια επιστροφή;

Όχι, δεν χρωστάει κανένας τίποτα. Αυτό το πράγμα είναι ένα δώρο σε αυτούς που γράφουν, και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Τα πράγματα είναι δύσκολα. Πολλοί συνθέτες μου λένε: «Θα μου δώσεις κάνα στιχάκι να γράψω;». Δεν ξέρουν καν ότι ένα τραγούδι έχει δώδεκα στίχους. Και το λένε συνθέτες με πολλών χρόνων δουλειά και μαθητεία. «Ένα στιχάκι μπορώ να γράψω;».

Αυτό το πάθος να επιστρέψουμε στους μεγάλους στιχουργούς αντανακλά ίσως τη σημερινή στιχουργική ένδεια ενός μεγάλου κομματιού του ελληνικού τραγουδιού;

Κοίταξε, στιχουργική ένδεια πάντοτε υπήρχε. Απλώς, τα τραγούδια ήταν λιγότερα και φαινόταν πιο εύκολα η αξία των καλών τραγουδιών. Δεν έχεις παρά να βάλεις κάτω τα πολύ καλά τραγούδια των διαφόρων περιόδων της ελληνικής μουσικής, τουλάχιστον μετά το 1950, και να δεις παράλληλα τι αθλιότητες κυκλοφορούσαν στην ελληνική αγορά. Δε λέω ότι αυτά που έκανα εγώ είναι κάτι τελείως διαφορετικό, προς θεού…

Το έχουν πει άλλοι, δε χρειάζεται να το πείτε εσείς…

Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Είχα ένα όνειρο, το έγραψα, αυτό είναι το βασικό. Υπάρχουν δύο-τρία όνειρα ακόμη, επειδή μου άρεσε κιόλας, μου άνοιξε την όρεξη ο νέος δίσκος. Ως όνειρα εννοώ κάποιες ενότητες τραγουδιών. Ας πούμε, είχα στο νου μια ενότητα - την οποία δυστυχώς έχω σπάσει – με τραγούδια που θα μπορούσαν να τραγουδηθούν το 1930, το 1935. Τα σκεφτόμουν πάντα με μουσική του Χαιρόπουλου, του Σογιούλ. Η σειρά αυτή έσπασε, ένα τραγούδι έγινε, τα άλλα δεν έγιναν. Τώρα είναι ευκαιρία να βρω κάποιο φίλο συνθέτη και να του πω: «αυτό είναι μια σειρά, όπως το έκανα κάποτε με τον ‘Άγιο Φεβρουάριο’, ή όπως το έκανα με τη ‘Θητεία’». Καλά είναι να τα λέμε αυτά, και έχω φίλους που θα θέλουν να το αναλάβουν, αλλά θα μπορούν;

Που αποδίδεται το γεγονός ότι η ιδέα του «κύκλου τραγουδιών» έχει υποχωρήσει από την ελληνική δισκογραφία;

Την αποδίδω στο ότι δεν υπάρχει πια συνεργασία ενός συνθέτη και ενός στιχουργού. Παλαιότερα, ας πούμε, ο Γκάτσος με τον Χατζιδάκι έκαναν ένα δίσκο και ήξερες ότι ήταν μια ενότητα. Αλλά και οι νεότεροι, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με τον Μίμη Πλέσσα για παράδειγμα έκαναν τον «Δρόμο». Ο Πυθαγόρας με τον Καλδάρα έκαναν τη «Μικρά Ασία», μια ενότητα σπουδαία. Ή ακόμα και η Νικολακοπούλου με τον Κραουνάκη, και αυτοί έκαναν κύκλους τραγουδιών. Αναφέραμε διάφορους συνθέτες και στιχουργούς, άλλης επιφανείας είναι ο ένας και άλλης επιφανείας ο άλλος, αλλά το βασικό θέμα υπάρχει σε όλους. Το πρόβλημα εξαιτίας του οποίου δεν βγαίνουν κύκλοι τραγουδιών είναι ότι σταμάτησε ο κύκλος των φίλων. Ο κύκλος των χαμένων φίλων έκλεισε και μια τραγουδίστρια, ένας τραγουδιστής, ζητάει πλέον από έναν στιχουργό ένα-δυο τραγούδια, και τα περιφέρει από χωρίου εις χωρίον για το ποιος θα τα μελοποιήσει. Πολλές φορές δεν υπάρχει και επαφή του συνθέτη με τον στιχουργό, να τον πάρει ο συνθέτης τον στιχουργό τηλέφωνο να του πει: «Μου έφερε κάποιους στίχους σου ο τάδε τραγουδιστής, πώς το σκέφτεσαι αυτό, έχεις κάποια ιδέα;». Αυτό το πράγμα δεν υπάρχει πια, και γι’ αυτό ήταν επόμενο να σταματήσει ο κύκλος τραγουδιών.

Αυτό ορίστηκε κατά κάποιο τρόπο και από τις ανάγκες της αγοράς;

Ε, πρέπει…Σιγά σιγά έγινε αυτό, δεν έγινε με πρόγραμμα. Δεν έκατσαν κάτω να το σκεφτούν δέκα άνθρωποι και να πουν «στο εξής σταματάμε τους κύκλους τραγουδιών». Εγώ νομίζω ότι αν ένας συνθέτης που έχει καλές σχέσεις με μια εταιρεία και τον θέλουνε, τους πάει έναν κύκλο τραγουδιών, δεν θα πούνε όχι αυτοί. Αν έχει μάλιστα και μερικά τραγούδια «πιασάρικα», θα κάνουν τούμπες, δεν νομίζω ότι θα πούνε όχι. Απλά, έχει εγκαταλειφθεί και από τους ίδιους τους συνθέτες αυτή η κατάσταση, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Και αυτοί που κάνουν τις μεγάλες επιτυχίες, που γράφουν οι ίδιοι τους στίχους, έχουν κομματιστεί και οι ίδιοι. Δίνουν τέσσερα τραγούδια σε έναν τραγουδιστή, και ξοφλάνε. Βλέπω πολλούς από τους λεγόμενους εμπορικούς, όταν είναι να δώσουν τραγούδια σε έναν καλλιτέχνη που δεν είναι στα μέτρα των άλλων τραγουδιστών, του δίνουν τελείως διαφορετικά τραγούδια. Το θυμάμαι αυτό όταν έδωσε ο Πυθαγόρας τρία-τέσσερα τραγούδια στον Μούτση. Τον θεώρησε ιντελλεκτουέλ τον Μούτση και του έδωσε στίχους…ας μην τους πούμε πνευματικούς, αλλά ήταν τελείως άλλο πράγμα από εκείνα που έγραφε, που ήταν του «εμπορίου».

Μιλήσατε πριν για όνειρα. Ποιο όνειρο και ποιο όραμα σας ώθησε να γράψετε τραγούδια;

Θα σου πω κάτι να γελάσεις. Ξέρεις ότι στα νιάτα μας πολύς κόσμος, πολλοί νέοι τότε στιχουργοί νόμιζαν ότι γράφοντας ένα τραγούδι αλλάζουν και τον κόσμο; Ήμασταν επηρεασμένοι και από την αμερικάνικη μουσική. Ξέραμε ότι ο Ντύλαν ξεσήκωνε εκατομμύρια ανθρώπους, και νομίζαμε ότι το ίδιο πράγμα θα γίνει εδώ, αν χρησιμοποιήσουμε ορισμένες λέξεις. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τη διαφορά: ότι ο Ντύλαν ξεσήκωνε δέκα εκατομμύρια ανθρώπους και πουλούσε τόσα, και εμείς είχαμε να παλέψουμε με μια αγορά μίζερη, η οποία ήταν βυθισμένη στον ανατολίτικο ρυθμό. Όλη η γενιά μου στα πολύ νεανικά της χρόνια νόμιζε ότι αλλάζει τον κόσμο. Θυμάμαι μια αφιέρωση που έκανα κάποτε σε κάποιον, στο πρώτο μου βιβλίο το ’62, και του έλεγα: «στον τάδε με αγάπη, για έναν καλύτερο κόσμο». Τρέχα γύρευε…ευτυχώς το έχει ξεχάσει.

Δεν πιστεύετε ότι κάνατε τον κόσμο καλύτερο;

Ε, όχι βέβαια. Είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Ο κόσμος έγινε καλύτερος με μετρημένα πράγματα. Παράλληλα, ήταν τόσο φοβερά τα άθλια πράγματα που γίνανε, που είναι σαν να μην έγιναν αυτά τα θετικά πράγματα. Βέβαια, δεν χάνουνε τίποτε από την αξία τους. Αν σκεφτεί κανείς ότι η Γερμανία έχει να επιδείξει τα Βραδεμβούργια Κονσέρτα και παράλληλα έχει να επιδείξει και το Ολοκαύτωμα. Η ίδια χώρα που έβγαλε τα Βραδεμβούργια Κονσέρτα και την Ενάτη…η ίδια χώρα «χάρισε» στην ανθρωπότητα το Ολοκαύτωμα και την ταλαιπωρία και τον οδυρμό εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Λες: «είναι δυνατόν;». Κι όμως, είναι δυνατόν.

Λόγους για να θέλουμε τώρα να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο μέσα από την τέχνη, βρίσκετε;

Όχι, η τέχνη δεν μπορεί να βοηθήσει να γίνει καλύτερος ο κόσμος. Τους φίλους μας να βοηθάμε περισσότερο, γιατί γράφουμε πια για τους φίλους μας. Βέβαια, σε όσο περισσότερο κόσμο πηγαίνει κάτι που γράφεις είναι απείρως καλύτερο από το να είσαι μόνος σου. Είναι άσχημο πράγμα, όπως και να το κάνουμε. Και όλοι αυτοί που δήθεν σνομπάρουν την ακροαματικότητα ή την τηλεθέαση ή την αναγνωσιμότητα, στο βάθος θέλουν να υπάρχει αυτή η επαφή με πολύ κόσμο. Όσο μεγάλος ηθοποιός και να είναι κάποιος, όταν παίζει μπροστά σε άδειες θέσεις, σε άδεια θεωρεία, το πράγμα είναι πάρα πολύ δυσάρεστο. Δεν μπορεί να σνομπάρει και να πει «εγώ είμαι υπεράνω αυτού του πράγματος». Θέλει από κάτω, όχι απλώς το χειροκρότημα, αλλά και την επαφή με τον κόσμο, διότι γι’ αυτούς παίζει, δεν παίζει για τη ψυχή της μάνας του ή της γιαγιάς του.

Ξεκινήσατε από την Ερμούπολη. Ποιες Συριανές μνήμες τροφοδότησαν το έργο σας;

Αυτό δεν το καταλαβαίνει κανείς στην αρχή. Με τα χρόνια επανέρχονται ορισμένες εικόνες που μπαίνουν μέσα. Δεν ξέρεις ποια στιγμή θα χρησιμοποιήσεις ορισμένες εικόνες. Για παράδειγμα, στο CD υπάρχει στο τραγούδι του Παπαδημητρίου, στους «Σταθμάρχες», μια στροφή που λέει Με τρένο ερχόμαστε απ’ την Πάτρα /…τι λέει μετά;

…Και στις στροφές γι’ άλλα μιλούσες / Το ’ξερα πως δεν μ’ αγαπούσες / Μα εγώ ανέβαινα προς τ’ άστρα.

Αυτό είναι μια εικόνα που μου δημιουργήθηκε πριν από 47 χρόνια. Τώρα την ανέσυρα αυτή την εικόνα. Μπορώ να σου πω τη μικρή ιστορία, την οποία την είπα και στο ραδιόφωνο. Ερχόμουν από την Πάτρα πράγματι, με τρένο. Καθόμουν στο βαγόνι, και έπιασα παρέα με δυο παιδιά, ένα ζευγάρι, της ηλικίας μου. Εγώ γύριζα από ένα γάμο. Αυτοί ήταν ερωτευμένοι μάλλον. Συζητούσαν, πιάσαμε κουβέντα, πώς σε λένε, που μένεις, τι κάνεις, κλπ. Αυτός μάλλον ποδοσφαιριστής ήταν, από αθλητική συνάντηση ερχόταν, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι βέβαια τα ονόματά τους. Ας πούμε ότι ήταν ο Διονύσης και η Μάρθα. Σε μια στιγμή ο Διονύσης ζητάει συγνώμη, σηκώνεται να πάει μέσα, να πάρει κάτι από το κυλικείο. Και η κοπέλα μου πιάνει το χέρι και μου λέει: «Λέτε να μ’ αγαπάει;».

Πολύ όμορφο! Αλήθεια, ποιες θεωρείτε ως πιο τυχερές συναντήσεις του στιχουργικού σας λόγου με τη μουσική;

Πολλές είναι, και ήμουν τυχερός, πολλές φορές ήμουν τυχερός. Βεβαίως, υπάρχουν πολλά τραγούδια που πήγαν χαμένα, όχι τόσο λόγω μουσικής αλλά κυρίως από ερμηνεία, και έχουν μείνει στην άκρη. Βέβαια, το ότι τριακόσια τραγούδια τουλάχιστον από αυτά που έχω γράψει δεν ακούγονται είναι επόμενο, δεν μπορεί όλα τα τραγούδια να είναι καλά.

Πόσα τραγούδια έχετε γράψει;

Δεν ξέρω, δεν τα ’χω μετρήσει. Μια κοπέλα που πήγε στην ΑΕΠΙ και έψαξε, μου είπε ότι είμαι εγγεγραμμένος για 543 τραγούδια. Μπορεί να είναι και τόσα, εγώ τα υπολογίζω γύρω στα 400. Δεν το έχω υπολογίσει.

Το αγαπημένο σας τραγούδι είναι το «Κάτω από τη μαρκίζα», σωστά;

Ναι, αυτό είναι.

Ποια είναι η ιστορία αυτού του τραγουδιού;

Αυτό το έγραψα πάνω σε μουσική το 1977. Είχα γράψει το πρώτο μέρος και το διάβασα του Σπανού, του άρεσε, και μου λέει: «Άλλο τόσο θέλω». Είχα κουραστεί πάρα πολύ να το κάνω το πρώτο μέρος, και μετά θυμήθηκα ένα δικό μου επεισόδιο και ένα επεισόδιο από ένα βιβλίο του Γιάγκου Πιερίδη, ενός παλιού λησμονημένου πεζογράφου, φίλου μου, ο οποίος πέθανε το 1970. Υπήρχε ένα ξενοδοχείο, το «Παλλάδιο» στην οδό Πανεπιστημίου. Τώρα δεν είναι πια ξενοδοχείο αλλά το αποκατέστησαν στην πρώτη του μορφή, τουλάχιστον εξωτερικά, εξαίσιο νεοκλασικό, είναι λίγο παρακάτω στην ίδια σειρά με το Ρεξ. Εκεί μου είχε συμβεί ένα παρόμοιο γεγονός: κάτω από τη μαρκίζα, είδα ένα πρόσωπο. Πήρα τη δική μου περίπτωση και την άλλη του Γιάγκου Πιερίδη, τις συνδύασα και έβαλα χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα κλπ. Ήταν η μαρκίζα του ξενοδοχείου που καθόμουνα για να περάσει η βροχή. Αυτό ήταν όλο. Το τραγούδι το ανακαλύψανε μετά από τρία-τέσσερα χρόνια, δεν έκανε επιτυχία από την αρχή. Αυτά που έβαζαν στα ραδιόφωνα εκείνο τον καιρό ήταν άσχετα πράγματα, αυτό δεν το έβαζαν, δεν ξέρω γιατί. Μετά από τρία-τέσσερα χρόνια φούντωσε, και τώρα είναι ένα τραγούδι που θα ακουστεί οπωσδήποτε μια φορά την ημέρα από κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό, είναι τρελό. Και η ερμηνεία της Μοσχολιού…ήταν και από τις σπάνιες φορές που ήμουν στο στούντιο όταν το έλεγε η Βίκυ, και της έκανα από μέσα το σήμα της νίκης και την εγκαρδίωνα.

Υπάρχουν φίλοι ή συνάδελφοι των οποίων την απουσία βιώνετε έντονα σήμερα;

Ναι, βέβαια. Μου λείπουν διπλά, και εκείνοι που έχουν φύγει για πάντα, και εκείνοι που δεν τους κάνω παρέα. Ορισμένοι δεν μπορούν εκ των πραγμάτων, και άλλοι από κακοκεφαλιά έχουν απομονωθεί, άνθρωποι που είχαν ταλέντο και θα μπορούσαν να έχουν άλλη ζωή.

Το τραγούδι σας ανέκαθεν ήταν βαθιά πολιτικό…

Και στο καινούργιο CD υπάρχουν πολιτικές αιχμές, πάρα πολλές, αν το προσέξεις. Και βεβαίως υπάρχει ένας στίχος που λέει ο Νταλάρας, τον έχει μελοποιήσει ο Θηβαίος: με την Ελλάδα στο κεφάλι σαν αιμάτωμα. Νομίζω ότι είναι καίριος αυτός ο στίχος και δείχνει πολλά πράγματα. Είμαι πολίτης αυτής της χώρας και πρέπει να πω κι εγώ πέντε πράγματα. Ο λόγος μου βέβαια δεν είναι ισάξιος με τον λόγο ενός πολιτικού, ούτε και έχει ο λόγος μου αντίκτυπο όπως έχει ο λόγος ενός πολιτικού στον κόσμο. Αλλά, με τις δυνάμεις και τις δυνατότητες που έχω, αυτό μπορώ να κάνω.

Επηρεάστηκε ο λόγος σας από το μεγάλο αριστερό κίνημα που υπήρχε στην Ελλάδα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70; Νιώσατε κομμάτι ενός κινήματος;

Ναι, βέβαια, πάρα πολύ, πάρα πολύ. Και το ένιωσα αυτό χωρίς να ανήκω ενεργά κάπου. Μου άνοιξε πολλές πόρτες αυτή η θητεία μου στην Αριστερά. Παράλληλα, εγώ είχα μια διαίσθηση φοβερή, και είχα μιλήσει με δυο-τρεις παλιούς ανθρώπους, που ήταν καταβεβλημένοι από τα χρόνια, και μου είχαν ανοίξει τα μάτια σε πράγματα που δεν ήθελα να πιστέψω. Μου έλεγαν διάφορα πράγματα που συμβαίνανε και νόμιζα ότι τα λέγανε επειδή είχαν προσωπικά με κάποιους. Τελικά, είχαν το απόλυτο δίκιο, για πράγματα που γίνανε γνωστά ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, και δυστυχώς δεν ζούνε πια για να νιώσουν τη δικαίωσή τους αυτοί οι άνθρωποι.

Στο βιβλίο που συνοδεύει το CD, o Νταλάρας σας αποκαλεί «υγιή έφηβο». Ποιο είναι το μυστικό της πνευματικής και ποιητικής νεότητας;

Ποια νεότητα; Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Δεν ξέρω. Δεν θα ήθελα βέβαια με τίποτα να είμαι έφηβος. Να ήμουν πέντε-έξι χρόνια νεότερος, ναι, αλλά έφηβος όχι. Γιατί ήταν πολύ δύσκολα τα χρόνια εκείνα, τα χρόνια που ήμουν έφηβος. Δεν θα ήθελα με τίποτα…με τίποτα…με τίποτα. Καλά είμαι έτσι.

Σε ποιες δυσκολίες αναφέρεστε;

Υπαρξιακές καταρχήν. Δεν είχα έναν άνθρωπο να με συμβουλέψει, και αυτό ήταν πάρα πολύ δυσάρεστο. Που και που κατάφερνα να αρπάξω μια λέξη. Τα βιβλία δεν είχαν τη δυνατότητα να με συμβουλέψουν. Οτιδήποτε και να διάβαζες, έβλεπες ότι ο συγγραφέας ήταν κλειστός και αναφερόταν μόνο στον εαυτό του. Οτιδήποτε, και αριστουργήματα να διάβαζες, δεν σε βγάζανε πουθενά. Ελάχιστα πράγματα ας πούμε σου δίνανε μιαν ανάσα. Αυτή την ανθρώπινη επαφή που έχει ένας μεγαλύτερος προς έναν νεότερο, που του πιάνει το χέρι και του λέει: «μην κάνεις αυτό, να κάνεις το άλλο, εκείνο θα σε σώσει» ή «αν σ’ αρέσει αυτό, προσπάθησε να το προχωρήσεις προς αυτή την οδό, και θα έχεις συμπαραστάτες τον τάδε, το έργο του τάδε». Αυτή τη συμβουλή δεν την είχα ποτέ.

Δεν είχατε ποτέ ένα δάσκαλο;

Ποτέ. Και μου έλειψε πάρα πολύ. Είναι τελικά αυτό που λέει ο Σεφέρης, ότι είμαστε όλοι τραγικά αυτοδίδακτοι.

«Πάντα κάτι μένει»… Κοιτώντας πίσω, τι έμεινε στον Μάνο Ελευθερίου από τη θητεία του στο ελληνικό τραγούδι;

Μείνανε πολλά ωραία πράγματα, και πολλά άσχημα. Τώρα, να τα σκέφτεται κανείς τα άσχημα είναι ανοησία. Μένω πολλές φορές στα ωραία, στις ωραίες στιγμές. Μου δόθηκε η δυνατότητα να γνωρίσω σπουδαίους ανθρώπους μέσω του τραγουδιού, πέρα από τους συνθέτες τους ίδιους ή τους τραγουδιστές. Μάλιστα, μερικοί έχουν γίνει και φίλοι μου επί χρόνια, και είναι πολύ σημαντικό αυτό, να έχεις μια φιλία είκοσι και τριάντα και σαράντα χρόνια. Όπως με τον Λεοντή ας πούμε, όπου έχουμε μια αγνή φιλία χρόνια, δεκάδες χρόνια τώρα. Παράλληλα, γνωρίζεις και ανθρώπους που δεν έπρεπε να τους γνωρίσεις· παρ’ όλ’ αυτά, η ζωή τα έφερε έτσι που να είσαι μες στα πόδια τους, και εκείνοι μες στα πόδια σου. Αυτό ήταν δυσάρεστη εμπειρία.

Για το "Πάντα κάτι μένει" του Μάνου Ελευθερίου






Κυκλοφόρησε από τη σειρά «άξιος λόγος» ο δίσκος «Πάντα κάτι μένει», με 13 νέα τραγούδια σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου μελοποιημένα από τους: Γιώργο Ανδρέου, Στέργιο Γαργάλα, Χρήστο Θηβαίο, Γιώργο Καζαντζή, Νικόλα Κουμπιό, Κώστα Λειβαδά, Σωκράτη Μάλαμα, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Γιώργο Νταλάρα, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Λάκη Παπαδόπουλο, Σταύρο Σιόλα και Διονύση Τσακνή. Στις ερμηνείες συμμετέχει μια αξιοζήλευτη εντεκάδα, η οποία με την πρώτη ματιά χτυπάει άνετα πρωτάθλημα: Χρήστος Θηβαίος, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Μελίνα Κανά, Γιάννης Κούτρας, Κώστας Μακεδόνας, Σωκράτης Μάλαμας, Γιώργος Νταλάρας (σε τρία τραγούδια), Μιλτιάδης Πασχαλίδης, Σταύρος Σιόλας, Μπάμπης Στόκας, Ελένη Τσαλιγοπούλου. Η προσεγμένη έκδοση είναι εικονογραφημένη με εικαστικές παρεμβάσεις της αδερφής του ποιητή, Λιλής Ελευθερίου, και συνοδεύεται από τους στίχους των τραγουδιών και από σύντομα κείμενα για τον Μάνο Ελευθερίου των Γιώργου Νταλάρα, Κώστα Κωτούλα, Μιχάλη Κουμπιού και Σωτήρη Κακίση.


Ο ίδιος ο Ελευθερίου γράφει:
«Το 2008 σηματοδοτεί για μένα μια κρίσιμη χρονολογία. Η περιπέτειά μου με το τραγούδι άρχισε το 1961 όταν ο φίλος μου Βαγγέλης Καπετανάκης μου ’γραψε στα Γιάννενα όπου υπηρετούσα, να γράψω μερικά τραγούδια για τον συνθέτη Κώστα Καπνίση, ο οποίος τότε μεσουρανούσε.


Μάλλον έγραψα, μάλλον τα ’στειλα. Δεν θα άρεσαν. Άρεσε όμως σ’ εμένα η περιπέτεια. (Σ’ αυτήν την περίοδο των Ιωαννίνων έγραψα και τέσσερα τραγούδια τα οποία αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στην ενότητα των «Λαϊκών»).


Τώρα, ύστερα από σχεδόν μισό αιώνα, η τύχη με βοήθησε να μελοποιήσουν στίχους μου οι εντελώς νεότεροι συνθέτες. Τους ευχαριστώ θερμά. Ευχαριστώ ακόμη και τους ερμηνευτές, όπως επίσης και τους παραγωγούς γι’ αυτήν τη χρήσιμη, ελπίζω, σειρά για την οποία εύχομαι να έχει καλή μοίρα. Και εννοώ ότι όταν τελειώσει με το καλό να μείνουν μερικά τραγούδια στη μνήμη των ανθρώπων για πολλά χρόνια».


Ιανουάριος 2008
Μάνος Ελευθερίου


Ο δίσκος περιέχει μερικά πολύ όμορφα τραγούδια, γεγονός καθόλου αμελητέο στην εποχή μας. Ας πούμε, ιδιαίτερα εμπνευσμένο μουσικά και στιχουργικά είναι το πρώτο τραγούδι του δίσκου, «Οι σταθμάρχες» σε μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου.

Οι σταθμάρχες
στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας

Στόλιζες τούλια στην οθόνη
κι η τηλεόραση σα νύφη.
Πώς να διαβάσω αν έχω τύχη
που η αγάπη πάντα με σταυρώνει.

Γραμμές δε βρίσκω στην παλάμη
για να μου πεις κι εσύ τη μοίρα.
Θυμίζω κάποιο χρυσοθήρα
μπροστά σ’ ένα στεγνό ποτάμι.

Τα σύνορα φυλούν σταθμάρχες
σαν κάποιους μετρ ξενοδοχείων.
Μοιάζουν με λήγοντες λαχείων
και με παλιές χαμένες μάχες.

Σκυμμένος πάνω στο μπουκάλι
τους ρόλους σου μονολογούσα.
Σιωπές μονάχα αφαιρούσα
κι όλα τα κλικ απ’ τη σκανδάλη.

Σε σκέφτηκα μετά από χρόνια.
Τα ίχνη σου πια τα ’χω χάσει.
Και τ’ όνομά σου έχω ξεχάσει
σε μια γωνιά, στη Βαβυλώνα.

Με τρένο ερχόμαστε απ’ την Πάτρα
και στις στροφές γι’ άλλα μιλούσες.
Το ’ξερα πως δεν μ’ αγαπούσες
μα εγώ ανέβαινα προς τ’ άστρα.


Ο δίσκος βρίσκει τον Ελευθερίου σε φόρμα, και με όλα τα βέλη του στη φαρέτρα: αξιοζήλευτη διαχείριση του ρυθμού, λέξεις με λόγο ύπαρξης, νοηματική συνοχή, απόρριψη των εύκολων στιχουργικών εντυπωσιασμών, ιδεολογία και, προπαντός, συναίσθημα συγκεκριμένο και ορισμένο στο χώρο και το χρόνο. Πόσο τετριμμένα πρέπει να ακούγονται αυτά για έναν τεχνίτη του λόγου που σημάδεψε την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού τα τελευταία σαράντα και βάλε χρόνια. Ενδεικτικά, μεταφέρω μία από τις πιο υποβλητικές – και βαθιά πολιτικές - στιχουργικά στιγμές του δίσκου, από το τραγούδι «Ένας ζητιάνος στα χρυσά»:


Με την Ελλάδα στο κεφάλι σαν αιμάτωμα
και κρεμασμένοι τόσα χρόνια στον αέρα
παραμιλάμε αυτά που γράψανε στο πάτωμα
όσοι καρφώθηκαν στον τοίχο με μια σφαίρα.


Μουσικά, ο δίσκος κινείται σε ενδιαφέρουσες, αν και άνισες μεταξύ τους, διαδρομές. Τελείως υποκειμενικά, ξεχώρισα τις πρωτότυπες μελωδίες πέντε τραγουδιών: «Οι σταθμάρχες» του Δημήτρη Παπαδημητρίου, «Στου σπιτιού τη σάλα» του Διονύση Τσακνή (αν και θα προτιμούσα λιγότερους μακρόσυρτους λαρυγγισμούς από τον Νταλάρα), «Μέσα στον ύπνο μου γυρνάς» του Κώστα Λειβαδά (πολύ μεγάλη τραγουδάρα), «Σαββάτο βράδυ» του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα (είναι ιδέα μου ή η φωνή της Κανά δεν ευτύχησε στην επεξεργασία του ήχου και ακούγεται αλλοιωμένη;) και «Πάντα κάτι μένει» του Γιώργου Ανδρέου.

Δύο είναι οι κύριες ενστάσεις μου: η πρώτη σχετίζεται με μια κάπως διεκπεραιωτική προσέγγιση που διέκρινα σε συνθετικές προτάσεις όπως, ας πούμε, αυτές του Μάλαμα και του Νταλάρα. Ο Νταλάρας έχει το ελαφρυντικό ότι δεν είναι συνθέτης, ούτε τραγουδοποιός· τραγουδιστής είναι ο άνθρωπος, και από τους κορυφαίους. Ο Μάλαμας όμως; Νομίζω ότι στο τραγούδι «Οι γέροι» επαναπαύεται στις δάφνες του διακριτού μουσικού του γνωρίσματος, το οποίο φυσικά τον έχει καταστήσει τόσο δημοφιλή. Αυτό το γνώρισμα όμως ίσως και να δείχνει τα – καθ’ όλα σεβαστά – όρια του συνθετικού εύρους του Μάλαμα.

Η δεύτερη και βασική ένσταση αφορά την ενορχήστρωση του cd και ειδικά την ευρύτατη χρήση ντραμς και λοιπών κρουστών, αληθινών αλλά και ψεύτικων. Αλήθεια, προς τι αυτή η ενορχηστρωτική επιλογή; Γιατί πρέπει το μονάκριβο τραγουδάκι μας να ακούγεται μονίμως ως συναυλία κρουστών σε συγκέντρωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ, ή ως ηχογράφήση κρουστών της θαυμάσιας κατά τα άλλα σειράς της UNESCO αφιερωμένης στις απειλούμενες τοπικές μουσικές κοινότητες του κόσμου; Υποθέτω ότι αυτή η επιλογή αντανακλά την τόσο διαδεδομένη – και τόσο λανθασμένη! - πεποίθηση ότι όσο περισσότερα ντραμς μπαίνουν σε ένα τραγούδι, τόσο πιο σύγχρονο ακούγεται αυτό. Όμως, το αν ένα τραγούδι είναι μοντέρνο δεν συνδέεται με τα κιλά κρουστών που περιέχει, αλλά με τα γραμμάρια έμπνευσης και ‘εντοπιότητας’ με την εποχή του. Να με συγχωρούν οι παραγωγοί του cd, αλλά σε κάποιες στιγμές το εύρος της παρουσίας των κρουστών καταντάει overdose και λειτουργεί πραγματικά εναντίον του τελικού αποτελέσματος. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι ο δίσκος υπογράφεται από εννιά διαφορετικούς ενορχηστρωτές, που σημαίνει ότι η χρήση κρουστών αποτελεί «κεντρική» επιλογή του δίσκου, με κάποιες εξαιρέσεις (Ανδρέου, Μάλαμας). Επειδή η σειρά «άξιος λόγος» θα συνεχιστεί – και μακάρι να συνεχιστεί – προτείνω στα επόμενα cd να ακούγονται λιγότερα ντραμς και περισσότερα μελωδικά όργανα. Ακούστε ας πούμε πόσο ‘γλυκαίνουν’ την ατμόσφαιρα το μαντολίνο του Μιχάλη Νικολούδη και το ακορντεόν της Ζωής Τηγανούρια στο τραγούδι «Στου σπιτιού τη σάλα».


Στου σπιτιού τη σάλα
στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
μουσική: Διονύσης Τσακνής
ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας

Μέσα απ’ του σπιτιού τη σάλα
τα καράβια σου περνούσαν.
Ταξιδιώτες άλλου κόσμου
τρυφερά μας χαιρετούσαν.
Έριχναν την άγκυρά τους
μέσα στην τραπεζαρία
για να κατεβούν εκείνοι
που δεν είχαν ιστορία.

Μέσα στου σπιτιού τη σάλα
δυο στρατοί μονομαχούσαν.
Τ’ άλογά τους μες στο χιόνι
κι οι στρατιώτες τραγουδούσαν
μες στο αίμα, μες στη θλίψη
κάτω απ’ τις παλιές τις σκάλες
άναβαν φωτιές μεγάλες
κι έστηναν παντού κρεμάλες.

Μέσα στου σπιτιού τη σάλα
άπλωνες τα νυφικά σου.
Κι είχες βάζα δυο οβίδες
για τα ροζ χρυσάνθεμά σου.
Μέσα στου σπιτιού τη σάλα
σαν το κλάμα μαντολίνου
άκουσες απ’ τα καράβια
και το σήμα του κινδύνου.

Ένας άρρωστος αιώνας
τρέχει δίχως περηφάνια.
Τα καράβια είναι των άλλων
και των άλλων τα λιμάνια.


Ακούστε προπάντων τη διαφορά που κάνει η εγκατάλειψη της ευκολίας των ντραμς και του συνθεσάιζερ (άλλο πάλι και τούτο) και η αντικατάστασή τους από έγχορδα και πιάνο στο πανέμορφο τραγούδι «Πάντα κάτι μένει» σε μουσική Γιώργου Ανδρέου με τη φωνή του Γιάννη Κούτρα. Ένα μεγάλο μπράβο στον Ανδρέου που πιάνει το μουσικό και ενορχηστρωτικό νήμα εκεί από όπου το άφησαν δίσκοι-σταθμοί στην καριέρα του Μάνου Ελευθερίου όπως τα «Τροπάρια για Φονιάδες». Η δουλειά δείχνει κατανόηση της ιστορικότητας του έργου του Ελευθερίου και των αισθητικών του καταβολών. Όσο για τη φωνή του Κούτρα, αυτή ράγισε τους τοίχους του σπιτιού μου με μνήμες και μελλοντικές προβολές. Πόσο συγκινητική είναι αλήθεια η επάνοδος του Κούτρα στη δισκογραφία!


Πάντα κάτι μένει
στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
μουσική: Γιώργος Ανδρέου
ερμηνεία: Γιάννης Κούτρας

Πάντα κάτι μένει για να πεις
κάτι που είναι μόνο για τους άλλους
να φιλήσεις πόδια ως τους αστραγάλους
στους αλήτες να ’σαι συνεπής

Τότε θα ’σαι μες στην αγορά
ένας σεβαστός αρχιερέας
σε βιτρίνα θα ’σαι σπάνιος αμφορέας
δίπλα σ’ αντικείμενα ιερά

Θα γραφτείς για πάντα στα χαρτιά
με τ’ αποτυπώματα χεριών σου
στην ασπρόμαυρη φωτό το πρόσωπό σου
θα ’ναι σαν τοπίο στη φωτιά

Χρόνια όσα έχεις σιχαθεί
θα τους δίνεις το αίμα της καρδιάς σου
για να πάρεις τίτλους τα παράσημά σου
κι η ζωή σου να εξιλεωθεί

Πάντα κάτι μένει για να βρεις
κάτι ο καθείς θα συμπληρώνει
θ’ αγοράζει άλλος κι άλλος θα πληρώνει
τη διαφορά θα εκλιπαρείς

Θα συρθείς. Θα θέλεις να σωθείς.
Το όνομά σου θα ’ναι πια για γέλια
και θα βλέπεις την καρδιά σου στα τσιγκέλια
θα παρακαλάς μην τρελαθείς.


Για το τέλος, επιτρέψτε μου δύο απορίες: Πρώτον, γιατί ο Νταλάρας έκανε δεύτερη φωνή στον εαυτό του, και δεν διάλεξε κάποιον από την υπόλοιπη ομάδα ερμηνευτών; Και, δεύτερον, γιατί στο οπισθόφυλλο του cd και στο τραγούδι «Η πανοπλία που φοράς» αναφέρεται ως δεύτερη φωνή μόνο ο Γιώργος Νταλάρας; Το άσχετο αυτί μου μπόρεσε να διακρίνει τουλάχιστον δύο επιπλέον ηχοχρώματα φωνών που ακούγονται εξίσου με τη φωνή του Νταλάρα. Ή μήπως ο Νταλάρας κάνει και τις τρεις δεύτερες φωνές που ακούω, και άρα εγώ πρέπει να επισκεφθώ ΩΡΛ; Και γιατί τότε με την ίδια λογική δεν γράφεται στο οπισθόφυλλο και η κομβική δεύτερη φωνή της Τσαλιγοπούλου στο «Πάντα κάτι μένει»; Για κάποιους αυτά ίσως είναι ασήμαντες λεπτομέρειες. Για άλλους όμως, η ταπεινότητα και το μέτρο είναι προνόμια ακριβά και αναγκαία. Αυτό εξάλλου νομίζω ότι μας δίδαξε μέχρι σήμερα και ο ίδιος ο Ελευθερίου.

Ηρακλής Οικονόμου

ΥΓ:
Έρχεσαι πάντα σκεφτική
λίγο πριν έρθει το πρωί
μέσα στον ύπνο.
Κι εγώ τρομάζω, αιμορραγώ,
και προσπαθώ να εξηγώ
τον κάθε χτύπο.

Ο Σωτήρης Κακίσης για τον Μάνο Ελευθερίου





"Δεν νομίζω πως υπάρχει πιο πλήρης αφαίρεση και πιο γεμάτη ταυτόχρονα αλληλουχία εικόνων από τις στο «Ναύτης Βγήκε στη Στεριά» του Μάνου Ελευθερίου.

Όπου η Μοσχολιού της καρδιάς της ξαφνικά το πιο ακριβές τεφτέρι βλέπεις (ακούς…) ν’ ανοίγει, πατώντας τέλεια σε κάθε ψυχολογικής στιγμής την πιο απόκρυφη ευκαιρία.

Γιατί η σούστα της γλώσσας του Ελευθερίου πάντα πήγαινε μπροστά, κι εκείνος ο μάγκας τοίχο-τοίχο, κι έτυχε στα χρόνια αυτά πολλά, πάρα πολλά να πετύχει: να κρατήσει πρώτα πρώτα ενός τραγουδιού τις ιερές σαν σημαίες άκριες με την πιο σαφή κάθε φορά στη στιχουργική δόση συγκίνησης, την ιστορία λιτά πάντα διηγούμενος τόσων γύρω μας κανονικών ανθρώπων, χωρίς ούτε μία νότα στα λόγια του απατηλή, ακόμα και στα πιο δύσκολα θέματα, ακόμα και στα πιο αμίλητα σημεία, ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου πάντα μπροστά.

Γιατί καμιά ποίηση πραγματική δεν μπορεί μεγαλόσχημα, καμιά λέξη επίσημη δεν ενδιαφέρεται για καμιά επισημότητα.


(Τους σκέφτομαι να μιλάνε συχνά τα βράδια, - με λέξεις επίσημες, είπαμε, αλλά ολόγυμνες την ίδιαν ώρα-, ο Ελευθερίου και ο Νίκος Καββαδίας, και τη μουσική των στίχων τους μόνο οι ίδιοι να ξέρουν από πριν, αυτοί οι ίδιοι να την έχουν εξαρχής επιβάλει, υποβάλει, συνθέσει μυστικά. Κι εγώ μαζί τους, λοιπόν, αδιάκριτος παπαγάλος, απρόσμενα σιωπηλός, σ’ του Μαραμπού, σ’ του κήπου που κάθονται, την κατάφωτη καμπίνα).

Το τρένο του Ελευθερίου, με τη ζυγαριά στο χέρι, τα τελευταία σήματα μπαξέδων ονειρικών, ζωής δίκοπης, σταθερή στον αιώνα τον άπαντα θα έχει – στις οκτώ, στις δέκα, στην Κατερίνη, στην Αθήνα, πάνω από τα κύματα στη Σύρο του- ώρα αναχωρήσεως, ώρα για πάντα μέσα μας άφιξης, επιστροφής, παραμονής, αξίας. Σαν τις φιλίες του στρατού θα ’ρχονται αυτοί οι καθαροί κι υπερήφανα πληγωμένοι στίχοι του μια βραδιά, ένα πρωί, ανύποπτες αλλά επίμονα επαναλαμβανόμενες ώρες στο μέλλον ετούτης της γενικευμένης νεοελληνικής απώλειας συνείδησης, στο παρόν αυτής της άχρηστης, κυνικής και άσωτης πια γύρω μας αμηχανίας.

Γιατί, με τη φωνή της Μπέλλου Κάλλας πάλι:


Το δεκαπεντάχρονο πιτσιρικάκι
κάθεται και παίζει να μάθει μπαγλαμά.
Κι η μάνα του απ’ το παραθυράκι
το μαλώνει κι έχει πόνο στην καρδιά.

Για να δούμε όταν μεγαλώσεις
τι δουλειά θα μάθεις και θα πορευτείς.
Ούτ’ ένα ποτήρι νερό δε θα μου δώσεις,
που ’χεις γίνει ένα με τη γης.

Μα το δεκαπεντάχρονο πιτσιρικάκι
και στον ύπνο ακόμη παίζει μπαγλαμά…"


Σωτήρης Κακίσης
(από το CD Μάνος Ελευθερίου – Πάντα κάτι μένει, σειρά «άξιος λόγος», 2008).





(Μάνος Ελευθερίου. φώτο: Σωτήρης Κακίσης)

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

Κυκλοφόρησε το νέο Δίφωνο





Μετά από ένα μήνα απουσίας από τα περίπτερα και υπό την απειλή πρόκλησης επεισοδίων, διαδηλώσεων, κλεισίματος δρόμων, και άλλων εκδηλώσεων λαϊκής οργής και στερητικών συνδρόμων, κυκλοφόρησε πρόσφατα το καινούργιο «Δίφωνο». Νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς, μεγαλύτερο σχήμα και τιμή, περισσότερα CD και προσθήκη DVD, αλλά με τον πυρήνα της συντακτικής ομάδας να είναι –ευτυχώς- σταθερός. Το έχει πει και ο μέγας Αλέφαντος: ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει.

Αντιγράφω από το σημείωμα του διευθυντή του περιοδικού, Κώστα Μπαλαχούτη: «…τα καλά τραγούδια δεν πεθαίνουν ποτέ. Πάντα ανακαλύπτονται, διασώζονται, δικαιώνονται και ταξιδεύουν στα χρόνια. Γι’ αυτά τα καλά τραγούδια, τους δημιουργούς και τους εκφραστές τους, τους φίλους, λάτρεις και υποστηρικτές τους, με ειλικρινή καθαρή ματιά, χωρίς πρακτικές και τακτικές, ξάστερα, το νέο Δίφωνο είναι ακόμα εδώ».

Στην ύλη του περιοδικού κυριαρχούν οι πολλές και καλές συνεντεύξεις, με εμπροσθοφυλακή την επιστροφή δύο κυριών του ελληνικού τραγουδιού, της Ελένης Βιτάλη και της Λένας Πλάτωνος, στη δισκογραφία. Έχουμε και λέμε:

- Ελένη Βιτάλη & Γιάννης Σπάθας, του Σπύρου Αραβανή
- Λένα Πλάτωνος & Γιώργος Χρονάς, του Αντώνη Μποσκοΐτη
- Νότης Μαυρουδής & Παναγιώτης Μάργαρης, του Μιχάλη Γελασάκη
- Βασίλης Δημητρίου, της Μαριάννας Παπάκη
- Μιλτιάδης Πασχαλίδης, του Αντώνη Μποσκοΐτη
- Βάσω Παπαντωνίου, της Λιάνας Μαλανδρενιώτη
- Gustavo Santaolalla, της Άννας Πασχαλίδου
- Μουαμέρ Κετέντζογλου, του Αλέξη Βάκη
- Βασίλης Χατζηνικολάου, του Σωτήρη Μπέκα
- Υπόγεια Ρεύματα, του Παναγιώτη Γιαννέλη
- Αρτέμης + Ευθύμης, του Παναγιώτη Γιαννέλη
- Νικολέττα Αναστασίου, του Σπύρου Αραβανή
- Γιάννης Χριστοδουλόπουλος, του Κώστα Αγοραστού
- Πυξίδα, του Κωνσταντίνου Δημόπουλου
- Stavento, του Κωνσταντίνου Δημόπουλου
- Βάσω Δημητρίου, του Ηρακλή Οικονόμου
- Κώστας Φασουλάς, του Ηρακλή Οικονόμου

Ξεχωρίζουν επίσης κάποια ιδιαιτέρως ψαγμένα θέματα, όπως η συζήτηση του Άγγελου Σφακιανάκη με τον πρωτοπόρο ηχολήπτη Γιάννη Σμυρναίο, το άρθρο «Από την οπερέτα και το κονσέρτο στη λαϊκή διασκέδαση» του Όθωνα Τσουνάκου, το αφιέρωμα στο σωτήριο έτος 1968 του Γιώργου Μητράκη, η αναφορά στη «Δημοτική μουσική και σύγχρονη δημιουργία» του Σωτήρη Μπέκα, οι αναφορές του Μιχάλη Πολυχρόνη στα εξαίρετα μουσικά μπλογκς της Κλέλιας (
www.giatinarleta.blogspot.com), του Θανάση (www.arcofgreekmusic.blogspot.com) και του Μανώλη (www.rasoulis.blogspot.com) και φυσικά η τρυφερή ανάμνηση του Δημήτρη Λάγιου (πόσο μας λείπει σήμερα…) από τον Σπύρο Αραβανή.

Οι προσφορές του περιοδικού είναι σημαντικές και φροντίστε να μην πετάξετε κατά λάθος τη σημαντικότερη, δηλαδή την αφίσα με τα χαρακτικά του Τάσσου από τα εξώφυλλα δίσκων του ρεμπέτικου με τη Σωτηρία Μπέλλου. Παρακαλώ σας αγαπητοί μου περιπτεράδες, φροντίστε λιγουλάκι την αφίσα και μην τη διπλώνετε γιατί κόντεψα να πάθω έμφραγμα όταν είδα τις μορφές του μεγάλου χαράκτη φθαρμένες και τσαλακωμένες σαν μπακαλόχαρτο. Το έργο του Τάσσου -όπως και κάθε κομμουνιστή τα μαύρα περασμένα χρόνια- υπέφερε αρκετά από το επίσημο ελληνικό κράτος· ας μην υποφέρει και από τα περίπτερα…

Περνώντας στα CD, βρίσκουμε το «Τσιγγάνικο Πάθος» αφιερωμένο στο τσιγγάνικο τραγούδι στην Ελλάδα (με τα εμβληματικά «Το τραγούδι των γύφτων» του Διονύση Τσακνή και «Rom» του Νίκου Κυπουργού, και άλλα 11 τραγούδια και ορχηστρικά) και το «Ελληνικοί JAZZistes» με μια πραγματική επίδειξη δύναμης της εγχώριας τζαζ σκηνής (Mode Plagal, Μπαλταζάνης, Κοντραφούρης, Πατερέλης, Φακανάς, Κιουρτσόγλου, και βάλε…). Από DVD υπάρχει το «Τσιτσάνη Διάλογοι» με τον Σταύρο Ξαρχάκο και την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής. Συμπέρασμα: μουσική και τραγούδια για όλα τα γούστα, χωρίς αποκλεισμούς, καθότι η τέχνη της μουσικής είναι μία.

Ποιες είναι λοιπόν για το Δίφωνο οι πρώτες εντυπώσεις των αναγνωστών του; Καλύτερο; Χειρότερο; Το ίδιο; Τι μας ενθουσιάζει; Τι μας ενοχλεί; Τι θέλαμε να αλλάξει και δεν άλλαξε; Τι άλλαξε που δεν θέλαμε να αλλάξει; Τι επιζητούμε για τη συνέχεια; Περιμένω με ενδιαφέρον τις δικές σας απαντήσεις, εντυπώσεις και κριτικές.
ηρ.οικ.

ΥΓ: Εννοείται ότι οι συνεντεύξεις της κιθαρίστριας Βάσως Δημητρίου και του στιχουργού Κώστα Φασουλά με πολλές και καυτές (!) προσθήκες θα μας κρατήσουν συντροφιά το καλοκαίρι και στα Μουσικά Προάστια, αφού όμως θα έχουμε όλοι πάει πρώτα μια βόλτα μέχρι το περίπτερο της γειτονιάς.

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

Ο Θέμος Σκανδάμης στον Κρατήρα



Ο Θέμος Σκανδάμης παίζει ζωντανά τα τραγούδια από τον πρόσφατο δίσκο "Μακροβούτι", καθώς και άλλα ανέκδοτα τραγούδια.

Που; Στον χώρο "Κρατήρας" Αγίου Όρους 5 στον Κεραμεικό.
Πότε; Την Τρίτη 13 Μαίου και ώρα 21.30

Μαζί του:

Σταυρούλα Παυλίκου - φλάουτο, τραγούδι

Δάφνη Σοφοκλέους - πιάνο

Jamie Smith - βιολί

Βασίλης Μαντζούκης - τύμπανα

Αντώνης Μαράτος - μπάσο

Αλέξανδρος Παπαδημητράκης - ούτι, βιολί

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

Αλληλεγγύη στους Ζαπατίστας




Ευρωπαϊκή Συνάντηση Αλληλεγγύης στους Ζαπατίστας και την Άλλη Καμπάνια στις 9-10-11 του Μάη, στην Αθήνα
­


­­­­Στο Μεξικό, στην πολιτεία Τσιάπας, ο Εθνικοαπελευθερωτικός Ζαπατιστικός Στρατός (EZLN) το Γενάρη του 1994 πήρε τα όπλα για να διεκδικήσει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για τους ιθαγενείς λαούς αυτών των εδαφών. Από τότε ο αγώνας τους πέρασε από πολλά στάδια. Τα όπλα ακολούθησε ο διάλογος, και η αποτυχία του οδήγησε τους Ζαπατίστας στην απόφαση να μην περιμένουν τίποτα από το κράτος και τους μηχανισμούς του. Έτσι, άρχισαν να στήνουν αυτόνομες μορφές διακυβέρνησης και λειτουργίας μέσα στις ιθαγενικές κοινότητες. Αυτόνομα σχολεία, αυτόνομες κλινικές, συνεταιρισμοί αγροτικών προϊόντων, όπως ο καφές, αλλά και δομές διακυβέρνησης μέσω των αυτόνομων δήμων και των Συμβουλίων Καλής Διακυβέρνησης. Και τον Ιούνη του 2005 με την Έκτη Διακήρυξη της Ζούγκλας Λακαντόνα ανακοίνωσαν την έναρξη της Άλλης Καμπάνιας, ενός εθνικού κινήματος από τα κάτω, στο Μεξικό. [Διαβάστε περισσότερα...]

Σήμερα, 14 χρόνια από εκείνο τον Γενάρη που τράνταξε το Μεξικό, το ζαπατιστικό κίνημα δέχεται επιθέσεις. Η καταστολή δεν σταμάτησε καθόλου όλο αυτό τον καιρό, σήμερα όμως έχει ενταθεί. Απαγωγές, δολοφονίες, εκτοπισμοί, παρεμπόδιση της λειτουργίας των συνεταιρισμών, καταστροφή εξοπλισμού των αυτόνομων νοσοκομείων και σχολείων, καταδίκες, ασφυκτικός επικοινωνιακός αποκλεισμός, αρπαγή της ανακτημένης από την εξέγερση του 1994 γης, συνεχείς προκλήσεις από ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες. Και αυτό το σκηνικό είναι πλέον συνηθισμένο σε όλες τις γωνιές του Μεξικού, όπου οι άνθρωποι οργανώνονται και αγωνίζονται για δικαιοσύνη.

­Μπροστά σε αυτό το σκηνικό πολέμου που στήνουν από τα πάνω στην Τσιάπας και στο Μεξικό, ομάδες αλληλεγγύης αποφάσισαν να αντιδράσουν για να υπερασπίσουν την αντίσταση που ορθώνεται στις ζαπατιστικές κοινότητες. Με το σύνθημα "οι Ζαπατίστας δεν είναι μόνοι, δεν είναι μόνες" θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα Γκίνη του Πολυτεχνείου, στην Αθήνα, στις 9-10-11 του Μάη, Ευρωπαϊκή Συνάντηση Αλληλεγγύης στους Ζαπατίστας και την Άλλη Καμπάνια. Τις τρεις αυτές μέρες, ομάδες και άτομα από την Ευρώπη θα συζητήσουν αναζητώντας τρόπους αλληλεγγύης και υπεράσπισης του ζαπατιστικού αγώνα. Επίσης, θα παραβρεθεί ο Δον Χουάν Τσάβες, μέλος του μεξικανικού Εθνικού Ιθαγενικού Κογκρέσου (CNI), ο οποίος την Παρασκευή, 9 Μάη, θα μιλήσει για τον αγώνα των ιθαγενών λαών.



Παρακαλούμε προωθείστε το σε όσες και όσους νομίζετε ότι μπορεί να τους ενδιαφέρει....

Ομάδα "Αλάνα"

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

Για το "S/S Ionion 1934" των Ξέμπαρκων





Τον Οκτώβριο του 1986 οι Ξέμπαρκοι εκδίδουν την – αξεπέραστη μέχρι σήμερα – δική τους μουσική δοκιμή πάνω στον Νίκο Καββαδία. Ο δίσκος «S/S Ionion 1934» (Minos-EMI) μπορεί να μη γνώρισε την εμπορική επιτυχία άλλων προσεγγίσεων στον Καββαδία, αλλά η καλλιτεχνική του αξία παραμένει αντιστρόφως ανάλογη των πωλήσεων και της αποδοχής του. Οι λιτές, σχεδόν υπαινικτικές ενορχηστρώσεις, οι τραχιές φωνές των Ηλία Αριώτη και Νότη Χασάπη, και οι απόλυτα συμβατές με τον λόγο του Καββαδία μελωδίες θέτουν τον δίσκο αυτό στη μουσική πρωτοπορία της δεκαετίας του ’80.

Η τελείως υποκειμενική μας επιλογή για το κορυφαίο τραγούδι του δίσκου είναι το Yara Yara, με μια εκρηκτική συνάντηση πιάνου και φλάουτου.







Yara Yara

Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος.
Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.

Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.

Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα.
Ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει –μην το πεις αλλού- σα γάτα η λαμαρίνα
και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.

Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι.
Εγώ, - και σ’ έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι.
Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.

Σου πηρ’ από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ’ το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
έβενος, - γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.

Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.

Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.

Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.



Στον δίσκο δεν υπάρχει όμως μόνο η νευρικότητα και η κίνηση των λιμανιών και των εφήμερων ερώτων. Μια άλλη, βαθιά μελαγχολική ατμόσφαιρα αναδύεται από πολλά τραγούδια, αντικατοπτρίζοντας τους μικρούς θανάτους των αναχωρήσεων. Αυτά τα δύο παράλληλα σύμπαντα δεν είναι μια απλή εφεύρεση των Ξέμπαρκων· θα τολμούσαμε να πούμε ότι συνιστούν ακριβή μεταφορά και έκφραση του ποιητικού νοήματος του Καββαδία με μουσικά μέσα. Εκεί έγκειται και η ιδιαίτερη επιτυχία του δίσκου: η αποφυγή της μουσικής μανιέρας και ο ταυτόχρονος σεβασμός του ποιητικού περιεχομένου. Και εάν το «Yara Yara» βρίσκεται στο άκρο του δυναμισμού και της συνεχούς ροής και εναλλαγής, το «Πούσι» προσεγγίζει ίσως στενότερα από κάθε άλλο τραγούδι το άκρο της σιωπής και του θανάτου.



Πούσι


Έπεσε το πούσι αποβραδίς
- το καραβοφάναρο χαμένο -
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις.

Κάτασπρα φοράς κ’ έχεις βραχεί
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία· θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ’ ειν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια περ’ απ’ τις Εβρίδες.




Αξίζουν συγχαρητήρια στη Δήμητρα Γαλάνη η οποία ανακάλυψε και ενθάρρυνε τους Ξέμπαρκους, αλλά και εμπλούτισε τον συγκεκριμένο δίσκο με την ερμηνεία της στο τραγούδι «Γράμμα ενός αρρώστου». Δυστυχώς, το συγκρότημα δεν εξέδωσε άλλο έργο μετέπειτα, ενώ ένας ιδιότυπος ‘κοινός νους’ συνέδεσε τον Καββαδία αποκλειστικά με έναν μόνο συνθέτη, τον Θάνο Μικρούτσικο, παραμερίζοντας το «S/S Ionion 1934» από τη συλλογική μνήμη του ελληνικού τραγουδιού. Ίσως το άστρο των Ξέμπαρκων να υπήρξε παράπλευρη απώλεια άλλων φωτεινών άστρων όπως ο…Σταυρός του Νότου. Παρεπιπτόντως, τρία από τα τραγούδια του S/S Ionion 1934 (Καραντί, William George Allum και A bord de l’ «Aspasia») επενδύθηκαν μουσικά και από τον Θάνο Μικρούτσικο ως μέρος της δικής του πασίγνωστης μελοποίησης του Καββαδία. Αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος που καθιστά σχεδόν υποχρεωτική την ακρόαση του «S/S Ionion 1934», καθώς διευρύνει τις κατεστημένες αντιλήψεις μας για τα συγκεκριμένα τραγούδια.

Συγκρίσεις και κατηγοριοποιήσεις τύπου «ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» δεν χωράνε στην τέχνη. Παρ’ όλ’ αυτά, η τελείως υποκειμενική μου αίσθηση από την ακρόαση των δύο προσεγγίσεων (Μικρούτσικος, Ξέμπαρκοι) είναι η εξής: Ο Μικρούτσικος κατάφερε και στις δύο απόπειρες μελοποίησης του Καββαδία (Σταυρός του Νότου, Γραμμές των Οριζόντων) να βγάλει «τραγουδιστικά» τραγούδια, κάποια σε ρυθμούς καταιγιστικούς (ποιος δεν έχει ροκάρει με το «Μαχαίρι»;), όλα μελωδικά, με εκλεπτυσμένες ερμηνείες (dream team με Κούτρα, Παπακωνσταντίνου, Νταλάρα, Κατσιμίχα!) και με πολύ προσεγμένες ενορχηστρώσεις. Οι Ξέμπαρκοι κινούνται ρυθμικά σε πολύ πιο χαμηλή ένταση, οι μελωδίες τους δεν είναι όλες ευδιάκριτες, οι ερμηνείες τους είναι μάλλον ακατέργαστες. Και όμως, παρ’ όλ’ αυτά τα επί μέρους χαρακτηριστικά – ή και εξαιτίας αυτών- νομίζω ότι οι κορυφές είναι μοιρασμένες: στη μία, αυτή που γράφει «ολοκληρωμένα και διαχρονικά τραγούδια», κάθεται ο Μικρούτσικος· στην άλλη, αυτή που γράφει «μελοποίηση του Καββαδία» βρίσκονται οι Ξέμπαρκοι. Ο Καββαδίας έχει χαρακτηριστεί ως ο ποιητής της θάλασσας και των καραβιών. Το καράβι του Μικρούτσικου είναι γρήγορο, φρεσκοβαμμένο, φωτισμένο, σημαιοστολισμένο. Το καράβι των Ξέμπαρκων είναι σκοτεινό, μουτζουρωμένο, αργοκίνητο και σάπιο. Το καράβι του Μικρούτσικου θα μπορούσε να είναι το πλοίο της γραμμής σε ένα νησί του Αιγαίου. Το καράβι των Ξέμπαρκων είναι γκαζάδικο και με πάει στη Θεσσαλονίκη, σε ένα μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα.









Θεσσαλονίκη ΙΙ


Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.


Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
-της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι-
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.


Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.


Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.


Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.



Όπως και να ’χει, οι προσεγγίσεις του Μικρούτσικου και των Ξέμπαρκων, όπως και άλλες πιο αποσπασματικές ίσως, όπως της Μαρίζας Κωχ και του Γιάννη Σπανού (στο μαγευτικό «Ιδανικός κι ανάξιος εραστής» με τη φωνάρα του Κώστα Καράλη), πρέπει να ακουστούν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά. Ο Καββαδίας δεν αποτελεί εργολαβία. Λαμβάνοντας ως μόνο κριτήριο την καλλιτεχνική ουσία του έργου, μπορούμε να συμπεράνουμε με ευκολία ότι η περιθωριοποίηση και η λήθη δεν ταιριάζουν στο S/S Ionion 1934. Καλό είναι λοιπόν να ακούσουμε ξανά αυτό τον δίσκο, με την απόσταση των είκοσι και πλέον χρόνων από την έκδοσή του, αλλά και με την αμεσότητα που μια τυχερή συνάντηση ποιητικού λόγου και μουσικής κατάφερε να γεννήσει.


Ηρακλής Οικονόμου