"Δεν νομίζω πως υπάρχει πιο πλήρης αφαίρεση και πιο γεμάτη ταυτόχρονα αλληλουχία εικόνων από τις στο «Ναύτης Βγήκε στη Στεριά» του Μάνου Ελευθερίου.
Όπου η Μοσχολιού της καρδιάς της ξαφνικά το πιο ακριβές τεφτέρι βλέπεις (ακούς…) ν’ ανοίγει, πατώντας τέλεια σε κάθε ψυχολογικής στιγμής την πιο απόκρυφη ευκαιρία.
Γιατί η σούστα της γλώσσας του Ελευθερίου πάντα πήγαινε μπροστά, κι εκείνος ο μάγκας τοίχο-τοίχο, κι έτυχε στα χρόνια αυτά πολλά, πάρα πολλά να πετύχει: να κρατήσει πρώτα πρώτα ενός τραγουδιού τις ιερές σαν σημαίες άκριες με την πιο σαφή κάθε φορά στη στιχουργική δόση συγκίνησης, την ιστορία λιτά πάντα διηγούμενος τόσων γύρω μας κανονικών ανθρώπων, χωρίς ούτε μία νότα στα λόγια του απατηλή, ακόμα και στα πιο δύσκολα θέματα, ακόμα και στα πιο αμίλητα σημεία, ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου πάντα μπροστά.
Γιατί καμιά ποίηση πραγματική δεν μπορεί μεγαλόσχημα, καμιά λέξη επίσημη δεν ενδιαφέρεται για καμιά επισημότητα.
(Τους σκέφτομαι να μιλάνε συχνά τα βράδια, - με λέξεις επίσημες, είπαμε, αλλά ολόγυμνες την ίδιαν ώρα-, ο Ελευθερίου και ο Νίκος Καββαδίας, και τη μουσική των στίχων τους μόνο οι ίδιοι να ξέρουν από πριν, αυτοί οι ίδιοι να την έχουν εξαρχής επιβάλει, υποβάλει, συνθέσει μυστικά. Κι εγώ μαζί τους, λοιπόν, αδιάκριτος παπαγάλος, απρόσμενα σιωπηλός, σ’ του Μαραμπού, σ’ του κήπου που κάθονται, την κατάφωτη καμπίνα).
Το τρένο του Ελευθερίου, με τη ζυγαριά στο χέρι, τα τελευταία σήματα μπαξέδων ονειρικών, ζωής δίκοπης, σταθερή στον αιώνα τον άπαντα θα έχει – στις οκτώ, στις δέκα, στην Κατερίνη, στην Αθήνα, πάνω από τα κύματα στη Σύρο του- ώρα αναχωρήσεως, ώρα για πάντα μέσα μας άφιξης, επιστροφής, παραμονής, αξίας. Σαν τις φιλίες του στρατού θα ’ρχονται αυτοί οι καθαροί κι υπερήφανα πληγωμένοι στίχοι του μια βραδιά, ένα πρωί, ανύποπτες αλλά επίμονα επαναλαμβανόμενες ώρες στο μέλλον ετούτης της γενικευμένης νεοελληνικής απώλειας συνείδησης, στο παρόν αυτής της άχρηστης, κυνικής και άσωτης πια γύρω μας αμηχανίας.
Γιατί, με τη φωνή της Μπέλλου Κάλλας πάλι:
Το δεκαπεντάχρονο πιτσιρικάκι
κάθεται και παίζει να μάθει μπαγλαμά.
Κι η μάνα του απ’ το παραθυράκι
το μαλώνει κι έχει πόνο στην καρδιά.
Για να δούμε όταν μεγαλώσεις
τι δουλειά θα μάθεις και θα πορευτείς.
Ούτ’ ένα ποτήρι νερό δε θα μου δώσεις,
που ’χεις γίνει ένα με τη γης.
Μα το δεκαπεντάχρονο πιτσιρικάκι
και στον ύπνο ακόμη παίζει μπαγλαμά…"
Σωτήρης Κακίσης
(από το CD Μάνος Ελευθερίου – Πάντα κάτι μένει, σειρά «άξιος λόγος», 2008).
Όπου η Μοσχολιού της καρδιάς της ξαφνικά το πιο ακριβές τεφτέρι βλέπεις (ακούς…) ν’ ανοίγει, πατώντας τέλεια σε κάθε ψυχολογικής στιγμής την πιο απόκρυφη ευκαιρία.
Γιατί η σούστα της γλώσσας του Ελευθερίου πάντα πήγαινε μπροστά, κι εκείνος ο μάγκας τοίχο-τοίχο, κι έτυχε στα χρόνια αυτά πολλά, πάρα πολλά να πετύχει: να κρατήσει πρώτα πρώτα ενός τραγουδιού τις ιερές σαν σημαίες άκριες με την πιο σαφή κάθε φορά στη στιχουργική δόση συγκίνησης, την ιστορία λιτά πάντα διηγούμενος τόσων γύρω μας κανονικών ανθρώπων, χωρίς ούτε μία νότα στα λόγια του απατηλή, ακόμα και στα πιο δύσκολα θέματα, ακόμα και στα πιο αμίλητα σημεία, ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου πάντα μπροστά.
Γιατί καμιά ποίηση πραγματική δεν μπορεί μεγαλόσχημα, καμιά λέξη επίσημη δεν ενδιαφέρεται για καμιά επισημότητα.
(Τους σκέφτομαι να μιλάνε συχνά τα βράδια, - με λέξεις επίσημες, είπαμε, αλλά ολόγυμνες την ίδιαν ώρα-, ο Ελευθερίου και ο Νίκος Καββαδίας, και τη μουσική των στίχων τους μόνο οι ίδιοι να ξέρουν από πριν, αυτοί οι ίδιοι να την έχουν εξαρχής επιβάλει, υποβάλει, συνθέσει μυστικά. Κι εγώ μαζί τους, λοιπόν, αδιάκριτος παπαγάλος, απρόσμενα σιωπηλός, σ’ του Μαραμπού, σ’ του κήπου που κάθονται, την κατάφωτη καμπίνα).
Το τρένο του Ελευθερίου, με τη ζυγαριά στο χέρι, τα τελευταία σήματα μπαξέδων ονειρικών, ζωής δίκοπης, σταθερή στον αιώνα τον άπαντα θα έχει – στις οκτώ, στις δέκα, στην Κατερίνη, στην Αθήνα, πάνω από τα κύματα στη Σύρο του- ώρα αναχωρήσεως, ώρα για πάντα μέσα μας άφιξης, επιστροφής, παραμονής, αξίας. Σαν τις φιλίες του στρατού θα ’ρχονται αυτοί οι καθαροί κι υπερήφανα πληγωμένοι στίχοι του μια βραδιά, ένα πρωί, ανύποπτες αλλά επίμονα επαναλαμβανόμενες ώρες στο μέλλον ετούτης της γενικευμένης νεοελληνικής απώλειας συνείδησης, στο παρόν αυτής της άχρηστης, κυνικής και άσωτης πια γύρω μας αμηχανίας.
Γιατί, με τη φωνή της Μπέλλου Κάλλας πάλι:
Το δεκαπεντάχρονο πιτσιρικάκι
κάθεται και παίζει να μάθει μπαγλαμά.
Κι η μάνα του απ’ το παραθυράκι
το μαλώνει κι έχει πόνο στην καρδιά.
Για να δούμε όταν μεγαλώσεις
τι δουλειά θα μάθεις και θα πορευτείς.
Ούτ’ ένα ποτήρι νερό δε θα μου δώσεις,
που ’χεις γίνει ένα με τη γης.
Μα το δεκαπεντάχρονο πιτσιρικάκι
και στον ύπνο ακόμη παίζει μπαγλαμά…"
Σωτήρης Κακίσης
(από το CD Μάνος Ελευθερίου – Πάντα κάτι μένει, σειρά «άξιος λόγος», 2008).
(Μάνος Ελευθερίου. φώτο: Σωτήρης Κακίσης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου