Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Συνέντευξη με τον Ηλία Ανδριόπουλο




ΗΛΙΑΣ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ:

"Ο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΠΑΨΕ ΠΙΑ ΝΑ ΣΥΓΚΙΝΕΙ"



Τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου


Ο Ηλίας Ανδριόπουλος δεν χρειάζεται συστάσεις. Εξέχουσα μορφή του κινήματος του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, έγραψε μελωδίες που σημάδεψαν μία ολόκληρη εποχή. Ποιος δεν έχει στη δισκοθήκη του έργα όπως τα «Λαϊκά Προάστια», τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη», οι «Προσανατολισμοί», οι «Ξένες Πόρτες», οι «Ωδές»; Ποιος δεν σιγοτραγούδησε μαζί με την Σωτηρία Μπέλλου το «Μην κλαις» και την «Πλατεία Βάθης»; Ύστερα από τρεις δεκαετίες σεμνής αλλά ουσιαστικής παρουσίας στα μουσικά μας πράγματα, ο Ηλίας Ανδριόπουλος συνεχίζει να προβληματίζεται, να δημιουργεί και να εμπνέει, τόσο στο μουσικό όσο και στο συγγραφικό πεδίο. Πρόσφατα εξάλλου κυκλοφόρησε και η καινούργια συλλογή δοκιμίων του με τίτλο «Αντι-ηχήσεις». Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε στο ζεστό και φιλόξενο σπίτι του, ο συνθέτης μίλησε εκτενώς για τη δική του πορεία, αλλά και τις διαψεύσεις και τις ελπίδες του ελληνικού τραγουδιού γενικότερα. Το μεγαλύτερο κομμάτι της συνέντευξης δημοσιεύεται και στο τρέχον τεύχος του περιοδικού «Μετρονόμος» που κυκλοφορεί σε περίπτερα και κεντρικά δισκοπωλεία (τεύχος 28, Ιανουάριος – Μάρτιος 2008, σελ. 16-20), μαζί με πολλά άλλα ενδιαφέροντα θέματα.




Από το σύνολο της δισκογραφίας σας, το έργο που αγαπήθηκε ίσως περισσότερο είναι τα «Λαϊκά Προάστια». Μιλήστε μας για αυτό τον δίσκο και την ιστορία του.

Είδατε που τα λαϊκά προάστια ως όρος συζητιούνται και έχουν έρθει στην επιφάνεια ξανά, σε σχέση ας πούμε με τα προάστια του Παρισιού και τις πρόσφατες κοινωνικές ταραχές; Και στην Ελλάδα συζητάμε ακόμα για αυτά, μετά από τόσα χρόνια που εισάγαμε τον τίτλο των λαϊκών προαστίων με αυτό το έργο. Aυτό που προέκυψε είναι ένας κύκλος μελωδιών σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη, που κυκλοφόρησε σε δίσκο βινυλίου το φθινόπωρο του 1980. Πριν από την κυκλοφορία του δίσκου είχε προηγηθεί μια συναυλία, για να γνωρίσουμε τα τραγούδια στο κοινό, στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης, όπου τα τραγούδησε η Μπέλλου, ενώ η Πρωτοψάλτη και ο Καλογιάννης τραγούδησαν τραγούδια από τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη». Με είχε τιμήσει με την παρουσία του ο Βασίλης Τσιτσάνης, καθώς εγώ ήμουν ένας νέος συνθέτης τότε, νέος και στην ηλικία και εισχωρούσα στο μουσικό χώρο. Το γήπεδο του Πανιωνίου δεν ήταν όπως είναι σήμερα, είχε μισή κερκίδα, χωρούσε γύρω στις 15.000 κόσμο, και ήταν γεμάτο. Η συναυλία έγινε γύρω στις 15 Σεπτεμβρίου. Μετά από λίγο κυκλοφόρησαν τα «Λαϊκά Προάστια». Μέχρι τα Χριστούγεννα δεν είχαν σημειώσει ενθαρρυντικές πωλήσεις. Ίσως υπήρξε και ένας σοβαρός λόγος γι’ αυτό. Στη συναυλία στον Πανιώνιο η Μπέλλου από το τρακ ξέχασε τα λόγια, ξέχασε τις μελωδίες, και τραγούδησε μόνο το «Μην Κλαις». Αυτό ίσως είναι κατ’ αντιστοιχία ό,τι συνέβη και με τον Μπιθικώτση στο θέατρο «Κεντρικόν». Είχα μια διευρυμένη λαϊκή ορχήστρα, με κοντραμπάσο, βιολοντσέλα, ένα κουαρτέτο εγχόρδων, πρώτο βιολί, δεύτερο, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο, μπουζούκι τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Χρήστο Κωνσταντίνου, κι άλλα όργανα, πνευστά, ήτανε γύρω στα 17 όργανα, και παίξανε οργανικά τα κομμάτια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο κόσμος να μην ανταποκριθεί, γιατί 15.000 κόσμος δημιουργεί μια δυναμική, είτε θετική, είτε αρνητική, και μην ακούγοντας αυτό που προσδοκούσαν, αποτραβήχτηκαν. Μέχρι που άρχισε να παίζει το ραδιόφωνο τα τραγούδια, και με την καινούργια χρονιά, το ’81, άρχισε να καλπάζει ο δίσκος. Άρχισε να συζητιέται, και αυτό συνέβη χωρίς καμία βοήθεια δημοσιογραφική. Το μπλοκ το δημοσιογραφικό και τότε και τώρα, σπάνια αναφέρεται σε αυτόν το δίσκο, ούτε καν στο ότι τα «Λαϊκά Προάστια» έχουν αγγίξει το ένα εκατομμύριο δίσκους, ότι είναι δεύτερος σε πωλήσεις στη Λύρα μετά τον «Δρόμο» του Πλέσσα. Πέρα από αυτό όμως, κρατώ από αυτή τη σχέση και αυτή τη διαδικασία μόνο την αγάπη του κόσμου. Ο κόσμος μόνος του σήκωσε το έργο και τα τραγούδια αυτά, στις παρέες του, στις κοινωνικές του συναναστροφές, στην ταβέρνα. Ο κόσμος αυτός με βρίσκει στις συναυλίες, στο δρόμο, και μου μιλάει με πολλή αγάπη για το τι σημαίνουν τα «Λαϊκά Προάστια» για τους ανθρώπους της γενιάς αυτής αλλά και για τους μετέπειτα.

Πως ερμηνεύεται ιστορικά τη μεγάλη αυτή επιτυχία των «Λαϊκών Προαστίων».

Να σας πω τι γίνεται με τα έργα τέχνης. Είναι κάποιες στιγμές, ευτυχισμένες στιγμές, που πολλές συμπτώσεις δημιουργούν ένα αποτέλεσμα που απογειώνει τα πράγματα. Δεν γίνεται πάντα αυτό, παρόλο που οι καλλιτέχνες το επιζητούν να γίνεται συχνά. Στα «Λαϊκά Προάστια» συνέβη αυτό, δηλαδή συνέβαλε η συγκυρία της εποχής, καθώς και οι στίχοι που υμνούσαν τον αδικημένο κόσμο της εποχής εκείνης που κατοικούσε στα λαϊκά προάστια. Οι περιοχές που αναφέρεται το έργο, η Κοκκινιά, η Νίκαια, ο Κορυδαλλός, η Δραπετσώνα, το Πέραμα, ήταν περιοχές στερημένες που έβλεπες τη διαφορά σε σχέση με τα αριστοκρατικά προάστια, τα βόρεια, ή με το Κολωνάκι, ή ακόμα και με τα μικροαστικά προάστια της Κυψέλης, του Παγκρατίου.







Ήταν φορτισμένες οι περιοχές αυτές και η ονοματολογία τους.
Η ίδια η εποχή ήταν φορτισμένη, με μία νεολαία η οποία πετούσε. Γιατί τα παρακολουθούσε αυτά τα έργα; Γιατί και στους πρωτοπόρους, τους καλλιτέχνες, αλλά και στην ίδια τη νεολαία πλανιόταν ένα αίσθημα πνευματικής αυτογνωσίας, και εθνικής αυτογνωσίας θα λέγαμε – με την καλή έννοια, όχι την εθνικιστική - όπου προσπαθούσαμε όλοι να ομορφύνουμε το πρόσωπο της χώρας και να βρούμε τις αναλογίες και τα σύμβολα όπου θα πατούσαμε πάνω τους και θα παίρναμε ανάσες για να πάμε τα πράγματα αν μπορούσαμε προς τα εμπρός. Οι στίχοι του Μπουρμπούλη, ομολογώ, είναι θαυμάσιοι. Ως προς τη μουσική, παρόλο που τότε ήμουν πιο λυρικός συνθέτης και δεν είχα μεγάλη εμπειρία στο λαϊκό τραγούδι, μετατοπίστηκα προς την περιοχή αυτή, και έτσι δημιουργήθηκαν τραγούδια που περιέχουν μια γνησιότητα και μια αλήθεια. Ο πολύς ο κόσμος δεν ξέρει πολλές φορές να τα εκφράσει αυτά τα πράγματα και λέει συχνά ένα αποφθεγματικό «μου αρέσει, δεν μου αρέσει» και τελείωσε, και έχει δίκιο ο κόσμος. Αυτό που παίζει μεγάλο ρόλο είναι το έργο ενός καλλιτέχνη να είναι απλό, όπως στην περίπτωση των «Λαϊκών Προαστίων», που είναι ένας κύκλος απλών μελωδιών. Όταν λέω απλών, δεν εννοώ ασήμαντων ή απλοϊκών, εννοώ απλών.

Και λιτών ίσως.


Λιτών, ναι, αλλά έχοντας έντονο το στοιχείο της καλλιτεχνικής συγκρότησης των κομματιών. Και το άλλο στοιχείο ήταν η γνησιότητα και η αλήθεια, δεν υπήρχε τίποτα ψεύτικο. Η Μπέλλου - ήταν καταλυτική η ερμηνεία της, συγκλονιστική - στα ώριμα χρόνια του βίου της είχε εμπεδώσει το δραματικό και τραγικό στοιχείο συνάμα στις ερμηνείες της. Την άκουγες να τραγουδάει κοινωνικό στίχο, στη δική μου εργασία και σε άλλων συναδέλφων της νεότερης γενιάς, και εκεί έβλεπες μια Μπέλλου η φωνή της οποίας ράγιζε τις πέτρες, ράγιζε τις καρδιές. Πρέπει να σας πω ότι ο αείμνηστος Αλέκος Πατσιφάς δεν ήθελε με κανέναν τρόπο τη συμμετοχή της Μπέλλου, θεωρούσε ότι θα ήταν αποτυχία. Η πίεση η δική μου ήταν αυτή που έκαμψε τις αντιρρήσεις του. Ανταλλάσσαμε αλληλογραφία τότε και μου έλεγε «- Ανδριόπουλε, θα κάνεις κακό στον εαυτό σου και σε μας, η Μπέλλου είναι για λίγα πράγματα, βαλ’ την σε ένα τραγούδι, μην της δίνεις ολόκληρο δίσκο, έχει γίνει αυτό και δεν είχαμε επιτυχία, κλπ.». Είχε γίνει ολόκληρη ιστορία, και μου πρότεινε τη Βίκυ Μοσχολιού και άλλους. Η Βίκυ ήταν σπουδαία βέβαια και μεσουρανούσε, αλλά αυτά τα κομμάτια τα είχα φανταστεί με τη συγκεκριμένη ερμηνεία. Μετά ο Πατσιφάς αναγνώρισε το λάθος του, πράγμα πολύ δύσκολο γιατί ήταν ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος ο Αλέκος, σπουδαίος βέβαια, κορυφαίος στη δισκογραφία. Δεν ήταν απλώς ένας διευθυντής δισκογραφίας, ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος. Μετά το αναγνώρισε και μου είπε «Είχες δίκιο που επέμενες για την Μπέλλου». Εγώ τα είχα φανταστεί έτσι τα πράγματα περισσότερο με το ένστικτο και τη διαίσθησή μου, δεν μπορώ να πω ότι ήμουν απόλυτα σίγουρος και εγώ ότι θα μπορούσε να γίνει αυτή η επιτυχία. Δεν σκεφτόμαστε την επιτυχία όταν γράφαμε μουσική και τραγούδια τότε, και πιστέψτε το αυτό, μας συνέπαιρνε η ομορφιά του αποτελέσματος. Νομίζω ότι είναι εντελώς διαφορετικές οι αφετηρίες σε σχέση με σήμερα.

Πριν πάμε στο σήμερα, θα ήθελα να μας μιλήσετε για εκείνα τα ερεθίσματα που σας έφεραν στον κόσμο της μουσικής; Ποια ήταν τα πρώτα σας ακούσματα;


Μεγάλωσα σε ένα φωτεινό περιβάλλον, δίπλα σε ένα χωριό στην αρχαία Ολυμπία. Τα καλοκαίρια μου στην περιοχή αυτή μέσα στους σταφιδόκαμπους, με τα πλατάνια, τα κρύα νερά, τα βασιλικά, τις πικροδάφνες, ήταν μαγικά, ήταν ανεπανάληπτα. Νομίζω ότι όλο αυτό το αίσθημα ελληνικότητας που διακατέχει τη ζωή και το έργο μου ξεκινάει από εκεί, από την περίοδο των παιδικών μου χρόνων. Από παιδάκι ένιωσα ότι είχα μια κλίση με τη μουσική. Συντονιζόμουν στο ραδιόφωνο και άκουγα οτιδήποτε είχε σχέση με τον ήχο, ό,τι τραγούδια μετέδιδε το ραδιόφωνο. Πιο μετά, στην εφηβεία μου, ένας παππούς μου από την Αμερική – είχε πάει στα νιάτα του και είχε επιστρέψει τον μεσοπόλεμο – είχε μαζί του ένα φωνόγραφο της εποχής και είχε φέρει δίσκους από το Σικάγο.

Σε ποια περίοδο αναφερόμαστε;

Μιλάμε για το ’65, όταν εγώ πήγαινα στο σχολείο, στο Γυμνάσιο. Έφευγα με το ποδήλατο, επειδή δεν είχε Γυμνάσιο το χωριό, και πήγαινα στο διπλανό χωριό όπου εκεί ήταν ο παππούς μου, και άφηνα το ποδήλατό μου κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού του. Όταν τελείωνα πολλές φορές με φώναζε πάνω, και βλέποντας ότι εγώ αγαπούσα τη μουσική – γιατί του μιλούσα για μουσική, ό,τι μπορούσα να εκλάβω για μουσική την εποχή αυτή – με πήγαινε σε ένα δωμάτιο, άνοιγε το φωνόγραφο, είχε φέρει δίσκους 78 στροφών, και μου έβαζε άριες και εισαγωγές από όπερες. Άκουσα για πρώτη φορά τον Καρούζο να τραγουδάει όπερες, και το όνομά του το άκουσα από τον παππού μου τον Νίκο, ο οποίος μου είπε ότι τον είχε παρακολουθήσει στην Αμερική, ότι είχε υπάρξει μεγάλος τενόρος και ότι είχε πεθάνει νέος από φυματίωση. Μετά, σπουδάζοντας μουσική, όλα αυτά τα βρήκα μπροστά μου και τα συνδύασα, γιατί εγώ τότε ήμουν ανυποψίαστος, μεγάλωνα σε ένα περιβάλλον που δεν ευνοούσε και πολλά πράγματα γύρω από τη μουσική, υπήρχαν κάποιες δυσκολίες. Τέλος πάντων, ήρθα στην Αθήνα, μπήκα στο Ελληνικό Ωδείο στα 1968, και άρχισα να σπουδάζω μουσική. Ήμουν λίγος μεγάλος για τα δεδομένα, αλλά τότε συνέβαινε αυτό, τα παιδιά της επαρχίας είχαν μια δυσκολία, δεν υπήρχαν διάσπαρτα ωδεία και παραρτήματα ωδείων όπως είναι σήμερα, δεν ήταν τόσο εύκολα.

Αυτή ήταν με λίγα λόγια η πρώτη μου εμπλοκή με τη μουσική. Η μουσική μου συγκρότηση διαπλάθηκε στα χρόνια τα παιδικά και της εφηβείας μου. Σκέφτομαι, τώρα που ωριμάζω, αν ήταν καλύτερα που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια και την εφηβεία μου στο χωριό και όχι στην πόλη. Τότε υπήρχε διαφορά. Τα παιδιά των χωριών ήταν παιδιά στερημένα, αποκομμένα από πολλά πράγματα, η επικοινωνία δεν ήταν όπως είναι σήμερα, ενώ τα παιδιά των πόλεων είχαν περισσότερες δυνατότητες και στα σχολειά τους, και στο να σπουδάσουν μουσική. Δίνοντας την απάντηση μόνος μου, νομίζω ότι είναι καλύτερο που μεγάλωσα στο χωριό. Τότε εμπλουτίστηκε όλος μου ο ψυχισμός, όλη μου η συνείδηση, και αυτό το λυρικό στοιχείο συνεχίζω να κουβαλώ μέσα μου αλλά και στο έργο μου.







Περίοπτη θέση στο έργο σας κατέχει η μελοποίηση μεγάλων Ελλήνων ποιητών. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή;
Αυτά τα θέματα που βάζετε είναι πολύ σοβαρά και με απασχολούν, και τα αγγίζω και στα καινούργια κείμενα που γράφω για τα βιβλία μου, γιατί νομίζω ότι δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς μέχρι σήμερα. Αν εξαιρέσει κανείς τα κείμενα του Θεοδωράκη και ίσως ενός-δύο άλλων, δεν έχουν γραφτεί κείμενα για αυτό το μουσικό ρεύμα που προέκυψε μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο και δημιούργησε μια σχολή στα ελληνικά μουσικά πράγματα. Θεωρώ ότι η ελληνική μουσική βρήκε το στίγμα της μέσω του τραγουδιού, αυτού του τραγουδιού που εύστοχα ο Θεοδωράκης είχε ορίσει σαν έντεχνο λαϊκό τραγούδι, έστω και αν ο όρος αυτός έχει ευτελιστεί στον καιρό μας.

Τι θα ορίζαμε σαν έντεχνο λαϊκό τραγούδι;


Σήμερα έχει ευτελιστεί αυτός ο όρος και έχει μπερδέψει τα πράγματα. Εγώ λέω να το πούμε «lied» μήπως και ξεφύγουμε από αυτό το αγοραίο και γελοίο πράγμα. Το βλέπω στα ιδιωτικά κανάλια με κάτι ψευτο-βραβεία που δίνουν και συζητούν, όλοι οι άσχετοι συζητούν για το τραγούδι. Δυστυχώς εκεί έχει πάει το πράγμα, αλλά είναι μια άλλη ιστορία αυτή. Το τραγούδι με τον ποιοτικό στίχο μας παραπέμπει σε δύο πράγματα. Καταρχήν, στην αρχαία ελληνική στάση και αντίληψη για την ποίηση και τη μουσική έχουμε το εξής αρμονικότατο: Ο ποιητής δεν απήγγειλε στίχους αλλά τραγουδούσε. Από τον Όμηρο και μετά, μέχρι να φτάσουμε στην κλασική εποχή με τους μεγάλους ποιητές της αρχαιότητας, γνωρίζουμε ότι υπήρξαν ποιητές, αλλά πολύς κόσμος αγνοεί ότι οι ποιητές τραγουδούσαν, συνοδεύοντας το τραγούδι τους με ένα όργανο όπως η λύρα, και δεν απήγγειλαν τα ποιήματά τους. Άρα, με τη διαίσθησή μας, οι νεότεροι συνθέτες από το ’50 και μετά πιάσαμε νομίζω αυτό το νήμα. Με το τραγούδι υιοθετήσαμε αυτή την αρχαία ελληνική στάση. Έχουμε λοιπόν μια μορφή μελοποιημένης ποίησης, η οποία μας παραπέμπει στο τραγούδι, και όχι στα πολύ έντεχνα και ας πούμε πολύπλοκα μουσικά πράγματα. Αυτό συνέβη μετά τον πόλεμο. Θα έλεγα ότι ξεκίνησε με τη μεγάλη μουσική διαίσθηση του Χατζιδάκι, όταν έγραψε τη μουσική στον «Ματωμένο Γάμο» το ’48, στη μετάφραση του Λόρκα από τον Γκάτσο. Δέκα-έντεκα χρόνια μετά ο Θεοδωράκης εισχωρεί σε αυτή την αντίληψη με τον «Επιτάφιο». Και έρχεται μετά σα μία αβίαστη ροή όλη αυτή η εξέλιξη, με τους νεότερους συνθέτες που προστίθενται κλπ. Ξέρετε ότι στην Οξφόρδη έχει γίνει ολόκληρη βραδιά συζητώντας με δύο άγγλους καθηγητές, τον Ντέιβιντ Ο’ Κόννολυ, τον Πίτερ Μάκριτς, εμένα και τον μαέστρο Γκάι Πρόβεροου που διηύθυνε τα έργα μου, πάνω στη νεότερη μουσική ποιητική της Ελλάδος; Δυστυχώς εδώ σνομπάρονται τα πράγματα, και δεν τα διδάσκει κάποιος μουσικολόγος, καθώς τα θεωρούν ότι είναι υποδεέστερα των μουσικών τους προτιμήσεων. Κάποτε θα γίνουν αυτά, είναι πολύ σημαντικά, αλλά ίσως να μην είμαστε εμείς στη ζωή.

Το άλλο στοιχείο είναι ότι υπάρχει μια συγγένεια με το δημοτικό τραγούδι, περισσότερο από ότι το λαϊκό ή το ρεμπέτικο. Γιατί, για σκεφτείτε τους στίχους του Γκάτσου μέσα στην ελληνική μελοποιία. Τι είναι; Είναι μια συνέχεια του δημοτικού τραγουδιού που ξεκίνησε από τον Σολωμό και μετά. Δημοτικό τραγούδι, και αρχαία ελληνική στάση και αντίληψη για την υψηλή ποίηση που πρέπει να περνάει μέσα από τη μουσική, για να γίνεται αγαπητός και κατανοητός ο στίχος και να δημιουργεί συγκίνηση στον κόσμο. Διαφορετικά, θα απήγγειλαν τους στίχους. Ξέρετε πόσο βαρετό είναι κάποιες φορές να ακούς κάποιον να απαγγέλνει έναν στίχο; Η ποίηση από μόνη της είναι μια δύσκολη τέχνη, και η σωστή μουσική προσέγγιση της δίνει φτερά και την απογειώνει. Οπωσδήποτε, επιμένω ότι η μουσική πρέπει να αναμετριέται επί ίσοις όροις με την ποίηση και να μην καταφεύγει σε εύκολα πράγματα και σε μουσικές αναγνώσεις. Δεν έχει σημασία αν τα μέσα που μεταχειρίζεται ο συνθέτης είναι πολύπλοκα, πολύτεχνα ή απλά. Σημασία έχει, όπως έλεγε ο μεγάλος Στραβίνσκι, η γνησιότητα και η αλήθεια του αποτελέσματος. Έχουμε λοιπόν αυτή την αντήχηση του δημοτικού τραγουδιού μέσα από το έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Είτε μελοποιούμε ποιητές, είτε γράφουμε τραγούδια, ο στίχος είναι ποιητικός και υψηλά ποιοτικός. Βεβαίως, υπάρχουν δάνεια και επιρροές από το ρεμπέτικο, από το λαϊκό, αλλά ο αντίποδας είναι το δημοτικό τραγούδι. Το δημοτικό τραγούδι αντηχεί μέσα στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Και εκεί έρχεται σαν φυσικό αποτέλεσμα να συντονιστούν πλατιές μάζες νεολαίας και κόσμου γύρω από αυτό το τραγούδι.

Αυτό τον συντονισμό πως τον ερμηνεύετε;


Το τραγούδι έπιασε αυτή τη ρίζα, και η εμπλοκή των σύγχρονων μεγάλων ποιητών σε αυτή την καλλιτεχνική διαδικασία έδωσε τη δυνατότητα της σύγχρονης ματιάς στα πράγματα, όπου είχε τον χαρακτήρα μιας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Η πρωτοπορία δεν γίνεται ακαταλαβίστικα, όπως μας έμαθαν να πιστεύουμε, με τη μουσική του εικοστού αιώνα, με τα ατονάλ, τα δωδεκαφθογγικά. Ας το δεχτώ ότι αυτή είναι μια πλευρά της μουσικής. Αλλά υπάρχει και μια άλλη πλευρά, ότι δηλαδή το τραγούδι με τον τρόπο αυτό τον ευρηματικό και πολύ φαντασιακό έφερε μάζες κόσμου γύρω από το είδος και το ρεύμα της μουσικής. Ο λόγος ο ποιητικός με τις σύγχρονες αναφορές και η μουσική μέσα από φίλτρα σημερινά των δημιουργών, έχοντας αυτές τις αντηχήσεις που παρέπεμπαν σε ρίζες, σε ιθαγένειες, και σε πολύ δυνατά πράγματα που οι άνθρωποι κουβαλούν μέσα τους, έφερε αυτό το σμίξιμο το μεγάλο του κόσμου με αυτό το τραγούδι, τους μεγάλους συνθέτες και τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική πρόταση.

Αναφερθήκατε πριν στον όρο «ελληνικότητα». Στο έργο σας, όπως στα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» υπάρχουν μοτίβα που συνδέονται άμεσα με την ελληνική ιστορία. Γιατί επιλέξατε εκείνη τη δεδομένη στιγμή τη στροφή προς τα συγκεκριμένα μοτίβα και τι σήμαινε για σας η ελληνικότητα;


Η ελληνικότητα είναι για μένα κάτι το πολύ πλατύ, πολύ δυνατό, και αναντικατάστατο. Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες του κόσμου, είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, καταθέτουν στοιχεία της καταγωγής τους. Όλα τα άλλα που λένε οι τεχνοκράτες και οι πολιτικοί για παγκοσμιοποίηση κλπ., μην τ’ ακούτε. Αυτά είναι πράγματα που περισσότερο έχουν σχέση με την τρέχουσα επικαιρότητα την καθημερινή και όχι με βαθιά πράγματα. Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες μέσα από το έργο τους κλείνουν το πρόσωπο της χώρας τους και τη ρίζα της καταγωγής τους. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, αυτό το πράγμα το βιώνουν μέσα από την ιστορία τους, μέσα από νοσταλγίες, μέσα από τη φαντασία τους, μέσα από δυσδιάκριτες λειτουργίες, όταν πρόκειται να γεννηθούν καλλιτεχνικά και πνευματικά έργα. Αυτό το πράγμα, η ελληνικότητα, είναι για μένα ένα καθοριστικό στοιχείο της τέχνης μου και της ζωής μου. Είτε το θέλουμε, είτε δεν το θέλουμε, είμαστε ένας λαός που κατοικούμε σε αυτό το χώρο όπου έχουν γίνει πάρα πολύ σημαντικά πράγματα σε όλο το πεδίο της ανθρώπινης δράσης και σκέψης, στην τέχνη, τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, σε χίλια δυο πράγματα. Δεν μπορείς να μην τα πάρεις. Από την άλλη, είμαστε ένας ταλαιπωρημένος τόπος. Δεχθήκαμε μεγάλες καταστροφές. Από την πρώτη Ρωμαϊκή περίοδο και μετά, το πώς επέζησε η γλώσσα μας είναι ένα θαύμα. Άρα, μέσα σε αυτή την πορεία υπήρξαν σύμβολα του έθνους, τα οποία είτε πνευματικά, είτε αγωνιστικά, κάλυπταν διάφορες πτυχές της ζωής και της δράσης.

Μου λέτε για τον Μακρυγιάννη. Θα σας απαντήσω συγκεκριμένα. Την εποχή εκείνη βγαίναμε μέσα από τη Χούντα, ταλαιπωρημένοι, με πολλά τραύματα, αλλά και με ένα πείσμα – ήμαστε και νέοι τότε - μία πίστη, ένα όραμα και μία ελπίδα να μην ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Αυτό που συνέβη με τη δικτατορία ταλαιπώρησε, προσέβαλλε και μείωσε τόσο πολύ τον τόπο. Θέλαμε να ομορφύνουμε το πρόσωπο της χώρας με πνευματικά έργα που παρέπεμπαν σε κοντινά σύμβολα, όπως ο Μακρυγιάννης, που μπορούσαμε να στηριχθούμε πάνω τους και να ριζώσουμε τα συναισθήματα τα δικά μας και των νεότερων γενιών. Θέλαμε να ριζώσουν πάνω σε τέτοιες ομορφιές και συμπεριφορές ανθρώπων, με ανιδιοτέλεια, με αγάπη για την πατρίδα, και με μια κατάθεση ψυχής και ωραίων αισθημάτων. Αυτό θέλαμε να δώσουμε και έτσι είδαμε τις μορφές αυτές, σαν αφορμές για να δημιουργήσουμε τα καινούργια έργα μέσα από τα νέα μας φίλτρα, και να τα δώσουμε στον κόσμο. Και η απήχηση των τραγουδιών αυτών, με ό,τι αυτό σήμαινε, νομίζω ότι μας δικαίωσε.

Αναμφισβήτητα.


Θα έλεγα το εξής, απαντώντας σε κάποιους έξυπνους που λένε ανοησίες στα κανάλια, ότι δεν χρειάζεται ελληνικότητα κλπ.: ακόμα και ο Αγγλο-σάξονας καλλιτέχνης, που έχει τη γλώσσα του τη διεθνή, έρχεται εδώ και τραγουδάει το τραγούδι του που έχει σχέση με τα βιώματά του και τις εμπειρίες της χώρας του. Και το τραγούδι αυτό παίρνει και μια διεθνή απήχηση και υπόσταση. Το ίδιο συμβαίνει και με μας. Βεβαίως και μπορείς να έχεις ως αφετηρία κάτι που συνέβη αλλού. Αλλά ένα γεγονός που συνέβη στη Σουηδία, ή τη Γαλλία, ή τη Γερμανία θα μιλήσει περισσότερο στον Σουηδό, τον Γάλλο, τον Γερμανό αντίστοιχα. Εγώ που είμαι Έλληνας, θα μιλήσουν πάνω μου περισσότερο τα ελληνικά πράγματα, οι ελληνικοί προβληματισμοί, οι ελληνικές ευαισθησίες, τα ελληνικά σύμβολα. Με τον Μακρυγιάννη καλύπτω μια συγκεκριμένη περιοχή της ελληνικότητας, αγωνιστική, μαχητική, αλλά και με στοιχεία παραπόνου. Με τους «Προσανατολισμούς» προσεγγίζω μια διαφορετική ελληνικότητα, που πηγάζει από τον μεγάλο λυρισμό του Ελύτη. Έχω τις μελοποιήσεις των «Αργοναυτών» του Σεφέρη, όπου εκεί αγγίζουμε κάτι που έχει να κάνει με τη συνέχεια και την ταλαιπωρία και την περιπέτεια του ελληνισμού· με τις αναφορές στα αρχαία σύμβολα αυτό καλύπτει η σοφή ποίηση του Σεφέρη. Μου έλεγε ο καθηγητής Πήτερ Μάκριτς ότι «αν είχαμε εμείς τους ποιητές που έχει η Ελλάδα, θα είχαμε δέκα βραβεία νόμπελ στην Αγγλία μετά τον πόλεμο. Δεν έχει καταλάβει ο κόσμος τι συνέβη στην Ελλάδα με την ποίηση και τη μουσική σας». Βεβαίως, οι ξένοι το κατάλαβαν, αλλά εμείς το ξεχάσαμε.




Είστε ικανοποιημένος από τα μουσικά πράγματα στην Ελλάδα σήμερα, σε σχέση με το ’80, το ’70; Τι έχει αλλάξει στη μουσική παραγωγή και στο κοινό;

Τα πάντα, νομίζω, έχουν αλλάξει, και δυστυχώς προς το χειρότερο. Αυτό που συνέβη τότε, το ’50, το ’60, το ’70, άντε μέχρι και τα μέσα του ’80, δεν ρίζωσε και δεν παίδευσε τις νεότερες ηλικίες. Για το γεγονός αυτό, νομίζω ότι οι ίδιοι οι δημιουργοί, οι συνθέτες, φταίνε λιγότερο, ίσως και καθόλου. Είναι άλλα πράγματα που φταίνε. Γιατί, αυτό το πράγμα δεν πέρασε καθόλου στην εκπαίδευση. Αφού δεν πέρασε στην εκπαίδευση, ανήκε στη δισκογραφία πια, όπου όταν είχε μια εμπορική αντιστοιχία, τότε τα πράγματα πήγαιναν καλά. Όταν η δισκογραφία έβαλε άλλα πράγματα στη θέση της, με γνώμονα το κέρδος και τις πωλήσεις, τότε η μουσική αυτή και το τραγούδι υποχώρησαν για να περάσουν άλλα πράγματα. Το κίνημα αυτό δεν μπόρεσε να μπει ούτε στο λύκειο, ούτε στο πανεπιστήμιο, ούτε στα ωδεία ακόμα. Δεν συζητήθηκε, εκτός από το κοινό και από εμάς, δηλαδή τους δέκα καλλιτέχνες – γιατί δεν είμαστε παραπάνω – που ενσαρκώνουμε αυτό το ρεύμα το μουσικό. Και έτσι έμεινε μετέωρο, και σιγά σιγά αυτό το κοινό που είχε τόσο πολύ πλατύνει, άρχισε να συρρικνώνεται, και να έχει μείνει πια μόνο μία ανάμνηση και μία επαφή των πιο ανήσυχων και πιο φωτισμένων νέων με αυτό το είδος μουσικής, του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.

Έγινε και μια εκμετάλλευση από τις εταιρείες. Σας είπα προηγουμένως ότι ο όρος «έντεχνο λαϊκό τραγούδι», ο τόσο εύστοχος όρος του Θεοδωράκη, ευτελίστηκε. Τον παίρνουν και το λένε διάφοροι τραγουδιστές που, για όνομα του θεού, μόνο έντεχνο λαϊκό τραγούδι δεν είναι. Ο προβληματισμός γύρω από το τραγούδι, το τι σήμαινε, το τι ήθελε ο κάθε συνθέτης με τη δική του γλώσσα και τη δική του μαρτυρία να καταθέσει σε αυτά τα πράγματα, έπαψε πια να συγκινεί και να ενδιαφέρει τον κόσμο γιατί πάψαμε και εμείς να έχουμε βήμα στα πράγματα. Από τη μία, δεν θέλουμε εμείς οι ίδιοι να έχουμε βήμα, γιατί δεν βρίσκουμε συνομιλητές. Από την άλλη, αφού δεν βρίσκουμε καλούς συνομιλητές, με τη σιωπή μας προστατεύουμε το κύρος μας το καλλιτεχνικό. Και μένει στους νεότερους πια να μας ανακαλύπτουν. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος ότι θα γίνουν καλύτερα τα πράγματα, έτσι θα εξακολουθήσουν, εκτός και εάν δημιουργηθούν κάποιες άλλες κοινωνικές συνθήκες. Μην ξεχνάμε ότι οι κοινωνικές συνθήκες πρέπει να συνηγορούν για να υπάρξουν μεγάλα άλματα στην τέχνη. Σήμερα, δεν συνηγορούν. Σήμερα, ζούμε την εποχή του καταναλωτισμού, όπου ο καταναλωτισμός έχει μπουκώσει τα πάντα, και περισσότερο το πνεύμα, την ανησυχία, την αγωνία. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να παίρνουν απαντήσεις, δεν θέλουν να κοπιάζουν πνευματικά για να προσεγγίζουν δημιουργήματα της τέχνης, που χρειάζεται πνευματική προετοιμασία για να τα προσεγγίσουν, και προσεγγίζουν αυτά που τους πλασάρει το επικοινωνιακό βιομηχανοποιημένο σύστημα που έχει να κάνει με τη διασκέδαση και την εκτόνωση της καταναλωτικής ζωής. Γιατί, αφού μπουκώνει ο άνθρωπος από άχρηστα πράγματα, θέλει μετά και να χοροπηδάει και να εκτονώνεται. Το πνεύμα του ισοπεδώθηκε.

Δεν υπάρχουν όμως σήμερα παρεμφερή προβλήματα, όπως αυτά που εσείς εκφράσατε μέσα από το έργο σας;


Δεν υπάρχουν, όχι, η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν. Υπάρχουν άλλα προβλήματα. Ποτέ οι άνθρωποι, όταν ζουν μια υγεία, δεν παύουν να έχουν βαθύτερες αγωνίες, βαθύτερα ερωτήματα, και να χρειάζονται εξηγήσεις και αυτό το λυτρωτικό αεράκι που η τέχνη δίνει με τη δική της εξήγηση όπου αναστατώνει αισθήσεις, αναστατώνει ψυχισμό, αναστατώνει τα πιο λεπτά συναισθήματα και τα πιο λεπτά υλικά από τα οποία συγκροτείται ο άνθρωπος. Εάν περάσουμε από αυτή την παρακμιακή περίοδο, ίσως και να ξαναπλατύνει το πράγμα. Τώρα, θα μένει το παλιό κοινό που θα νοσταλγεί αυτές τις περιόδους. Κάθε μέρα μιλάω με ανθρώπους που είναι από τα τριανταπέντε και πάνω, να μην πω από τα σαράντα και πάνω, οι οποίοι θυμούνται τις εποχές αυτές. Έλεγε τότε ένας συνθέτης, ο Λεοντής ή ο Μαρκόπουλος ή ο Ξαρχάκος ή ο Ανδριόπουλος, ότι «παρουσιάζω τις μελοποιήσεις ενός ποιητή» που μπορεί να τον ήξεραν λίγοι, μπορεί να ήταν Ινδός ο ποιητής, ή από το Πακιστάν, αυτό όμως αρκούσε την εποχή εκείνη για να γεμίσει το θέατρο Λυκαβηττού από χιλιάδες νέους. Είναι καταπληκτικό. Είπα εγώ θυμάμαι το ’78, νέος συνθέτης 27 χρονών, ότι ο Αριστείδης Μόσχος ο αείμνηστος θα παίξει ένα έργο μου όπου συμφιλιώνω το σαντούρι με το σώμα της συμφωνικής ορχήστρας, το «Κονσέρτο για σαντούρι και ορχήστρα». Γέμισε τρεις μέρες ο Λυκαβηττός από νέα παιδιά, και εκεί πρωτακούστηκαν και μερικά τραγούδια από τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη», το ’78. Και είχαμε πάμπολλα παραδείγματα με άλλους συναδέλφους. Αυτό ήταν μια υγεία. Έβλεπα χθες σε ένα κανάλι έναν ξένο τραγουδιστή και τραγουδούσε, δεν μου έκανε καθόλου εντύπωση η μουσική του. Έβλεπα όμως πολύ νεολαία και έθεσα στη γυναίκα μου το ερώτημα αυτό: η νεολαία αυτή εκφράζεται πραγματικά μέσα από αυτή τη μουσική και αυτό το στίχο, ή απλά μιμείται και νομίζει ότι γίνονται μοντέρνοι ακούγοντας έναν μετριότατο καλλιτέχνη;

Βεβαίως τα πράγματα πρέπει να εξελίσσονται και δεν πρέπει να μένουν σε κάποια στερεότυπα. Όμως, όποιο καλλιτέχνημα δημιουργείται και είναι θεμελιωμένο γερά, γίνεται κλασσικό, οπότε ανατρέχουμε εκεί με σεβασμό όπως κάνουμε με τους κλασσικούς συνθέτες. Δεν ξεπερνιόνται ούτε οι συμφωνίες και τα κουαρτέτα του Μπετόβεν, ούτε οι όπερες του Βέρντι, ούτε τα πρωτοποριακά έργα του Στραβίνσκι. Πάντα η εποχή έχει ανάγκη να φέρνει στο προσκήνιο με τα καινούργια εκφραστικά μέσα τις νέες καλλιτεχνικές προτάσεις, είτε στα εικαστικά, είτε στη μουσική. Αυτό είναι κάτι το νομοτελειακό που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει. Όμως, πρέπει να προσπαθεί η νεότερη τέχνη να είναι εξίσου καλή, αν όχι καλύτερη, με την παλιότερη που διαδέχεται. Εκεί έγκειται η προσωπική μου διαφωνία: ότι η νεότερη τέχνη, όσον αφορά το τραγούδι, είναι σε πάρα πολύ χαμηλό σημείο. Εάν ήταν εξίσου καλή με την περίοδο που αναφέραμε προηγουμένως, ή και καλύτερη, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Θα ήταν ευχή αυτό, θα ήταν ευτυχία, αλλά δεν συμβαίνει αυτό το πράγμα.

Βλέπετε κάποιους νέους Έλληνες δημιουργούς που θα μπορούσαν να εξελίξουν τα μουσικά μας πράγματα;


Βλέπω κάποιες αναλαμπές. Αλλά, δεν βλέπω αυτές τις αναλαμπές να γίνονται ρεύμα, όπως συνέβη τότε. Βλέπω μια αμηχανία. Ακόμα και σε αυτά τα παιδιά που έχουν κάποιες αναλαμπές – δεν θέλω να μπω σε ονόματα γιατί θα ξεχάσω κάποια – μένεις σε κάποια τραγούδια, αλλά δεν διακρίνεις θεμελιωμένα πράγματα και συνέχεια. Μπορούσε το έντεχνο λαϊκό τραγούδι, αφού δημιούργησε ένα ρεύμα και ένα κίνημα, να συνεχιστεί. Δεν ήταν μόνο ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, ήταν πολλοί σημαντικοί συνθέτες που ο καθένας έδωσε τη μαρτυρία του και την κατάθεσή του με τον διαφορετικό του τρόπο σε αυτή την ιστορία. Ήταν ο Μαρκόπουλος, ήταν ο Ξαρχάκος, ήταν ο Σαββόπουλος, όλοι είχαν το δικό τους τρόπο να εκφράζονται. Αν δείτε όμως, η αφετηρία ήταν κοινή. Το ποτάμι ήταν αυτό που μας πήγαινε, που μας κατεύθυνε, ένα ποτάμι γάργαρο και όχι θολό. Άρα, μπορούσε να συνεχιστεί από τους νεότερους, και οι νεότεροι να καταθέσουν την καινούργια τους άποψη σε αυτό. Έχω μείνει στους αδερφούς Κατσιμίχα από τους νεότερους, δεν βλέπω τίποτε άλλο ως προς αυτό. Γίνονται και πολλά πράγματα που είναι κόλπα της αγοράς και της βιομηχανίας. Η βιομηχανία του ήχου επινοεί κόλπα για νέες επικαιρότητες, φτιάχνει ινδάλματα κλπ. Να μπαίνετε μέσα στην ουσία και να βλέπετε τι ουσία έχει αυτό το πράγμα, και αν έχει ουσία να το δεχτούμε.

Πάντως, για να ξαναγίνει ένα ρεύμα καλλιτεχνικό σαν αυτό που έγινε μετά το ’50 και κράτησε μέχρι το ’85, το βλέπω αρκετά δύσκολο. Δυσκολεύονται και οι νέοι καλλιτέχνες, δεν τους αδικώ, έρχομαι σε επικοινωνία με αυτούς και συζητώ μαζί τους, οι κοινωνικές συνθήκες δεν ευνοούν, δεν υπάρχουν τάσεις. Όλο αυτό το πράγμα είναι άνευρο, στεγνό, δεν υπάρχουν χυμοί, πετάγματα αισθητικά και αισθηματικά. Κανείς πορεύεται βεβαίως σε αυτή την κατάσταση με τις λιγότερες απώλειες. Αυτό νομίζω πως προσπαθούμε όλοι, να πορευτούμε με τις λιγότερες απώλειες και να κάνουμε αισθητό το στίγμα μας. Εγώ προσωπικά γράφω και προσπαθώ τη μουσική μου να την προχωρώ μέσα από τα νεότερα έργα μου. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι «Ωδές» πάνω σε ποίηση του Ανδρέα Κάλβου, το παλιό «Κονσέρτο για σαντούρι» που το έκανα «Μουσική για σαντούρι» δίνοντάς του την οριστική επεξεργασμένη μορφή του, οι «Ανταύγειες», το «Ελληνικό Καλοκαίρι» και άλλα πράγματα, τα οποία δυστυχώς δεν μας δίνουν βήμα να τα παρουσιάσουμε. Αν εμείς οι συνθέτες θέλουμε να παρουσιάσουμε τη μουσική μας και χρειαζόμαστε ορχήστρες, χορωδίες, δυσκολευόμαστε πάρα πολύ. Και ενώ επιμένουμε - δείτε τον Λεοντή, τον Μαμαγκάκη - να θέλουμε να δίνουμε πιο συχνά το στίγμα μας, υπάρχουν δυσκολίες.








Είστε από τους πρώτους Έλληνες δημιουργούς που συνδύασαν το τραγούδι με μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες. Αρχίσατε, αν δεν κάνω λάθος, το ’94 με τους «Προσανατολισμούς» στο Ηρώδειο. Ποιες καινούργιες δυνατότητες μουσικά σας έδωσε η συμφωνική ορχήστρα; Και πιστεύετε ότι το δικό σας παράδειγμα ακολουθήθηκε με επιτυχία από τους υπόλοιπους, ή έγινε κατά κάποιο τρόπο μόδα;

Εγώ το έκανα κάτω από ένα σκεπτικό. Δεν το έκανα κατ’ επίφαση για να βάζω τραγούδια τα οποία δεν επιδέχονται τέτοιες επεξεργασίες από μεγάλες ορχήστρες. Δεν θέλω να αναφερθώ τώρα ούτε σε συναδέλφους, ούτε σε τραγουδίστριες και τραγουδιστές που το κάνουν αυτό για το λούστρο. Στην τέχνη είναι τα πράγματα πάρα πολύ δύσκολα και στην προσέγγισή τους, και στην ανάλυσή τους· παίζουμε με απειροελάχιστες λεπτομέρειες. Αυτές είναι χοντροκοπιές. Εγώ τους «Προσανατολισμούς» τους σκεφτόμουν τρία χρόνια για να γίνει αυτό και να εμπλουτιστεί αυτό το έργο, όπου η πρώτη του εκδοχή είχε γίνει το ’84 με μια μικρή ορχήστρα κλασσικού πάλι χρώματος. Δεν ήταν λαϊκά τραγούδια που τραγουδάνε στα μαγαζιά στην Ιερά Οδό, τα οποία - συνέβη και αυτό! – τα πήραν και τα έβαλαν στο Μέγαρο με το λούστρο της ορχήστρας. Δηλαδή, ήταν φυσιολογική η δική μου περίπτωση. Από μία μικρή ορχήστρα κλασσικού χρώματος, με την οποία είχα κάνει την πρώτη ηχογράφηση των «Προσανατολισμών», ξαναδούλεψα τα κομμάτια, πρόσθεσα, αφαίρεσα, και ένιωσα ότι έπρεπε να ανοίξω τους χρωματισμούς και τις δυναμικές τους σε πιο πολυφωνικά πράγματα, αλλά με μια πάρα πολύ μεγάλη περίσκεψη και προσοχή. Όπως σας είπα, παίζεις με απειροελάχιστες λεπτομέρειες σε αυτή την ιστορία, και μπορεί να μπατάρεις και να χαλάσεις όλο αυτό το πράγμα. Έτσι, οι «Προσανατολισμοί» ήρθαν φυσιολογικά και διαδέχτηκε η ολοκληρωμένη τους μορφή που παρουσιάστηκε πράγματι το ’94 στο Ηρώδειο με την Πρωτοψάλτη την προηγούμενη εκδοχή. Το ίδιο έκανα με τις «Ωδές» του Κάλβου. Όταν πρωτοέγραψα το έργο, το παρουσίασα στο Λονδίνο και στη Ζάκυνθο, για πιάνο και φωνή με τον Σπύρο Σακκά και τον Θοδωρή Οικονόμου. Και μετά είπα ότι το έργο θα το επεξεργαστώ για μεγάλη ορχήστρα και χορωδία. Δούλεψα με τον Μιχάλη Τραυλό, έναν σπουδαίο συνάδελφο, στις ενορχηστρώσεις, και βγάλαμε ένα αποτέλεσμα πολύ ωραίο. Οι «Ωδές» παίχτηκαν στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο με τη συμφωνική ορχήστρα του Ιόνιου Πανεπιστήμιου, με τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη και την Κερκυραϊκή χορωδία προς τιμήν του Κάλβου που είχε διδάξει στην Ιόνιο Ακαδημία όταν ήταν στην Κέρκυρα.

Για το τέλος, θα μας πείτε τι ετοιμάζεται αυτή την περίοδο μουσικά αλλά και συγγραφικά;

Πέρυσι κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος ένα βιβλίο με τίτλο «Αφήγηση των ήχων’. Περιείχε γύρω στις πενήντα επιφυλλίδες από το 1989 έως το 1997 που είχα γράψει για την εφημερίδα «Τα Νέα» με προτροπή του αείμνηστου διευθυντή των «Νέων», του Λέοντα Καραπαναγιώτη. Περιέχονται επίσης κείμενα εφτά προσωπικοτήτων για τη μουσική μου, του Θεοδωράκη, του Γεωργουσόπουλου, του Κόννελυ, της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, του Ματθαίου Μουντέ, του Λευτέρη Παπαδόπουλου, και του αείμνηστου Γρηγόρη Φαράκου. Υπάρχουν εκεί και κάποια άλλα αδημοσίευτα κείμενά μου, καθώς και φωτογραφίες από περιόδους της καλλιτεχνικής μου πορείας. Το δεύτερο βιβλίο με τίτλο «Αντι-ηχήσεις» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μαΐστρος και περιέχει αδημοσίευτα κείμενά μου δοκιμιακού χαρακτήρα γύρω από διάφορα θέματα. Προλογίζει ο Ντέιβιντ Ο’ Κόννελυ και το εξώφυλλο θα το φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος Σπύρος Κρητικός. Τα θέματα αυτά περιστρέφονται γύρω από τη μουσική, γύρω από το τραγούδι, και όχι μόνο. Τίθενται απαντήσεις εκ μέρους μου που σχετίζονται π.χ., με τη σχέση αβάν-γκαρντ και τραγουδιού. Λέω κάπου ότι, ό,τι σημαίνει για τους Ιταλούς η όπερα, έχοντας υπόψη μας τα λαϊκά χαρακτηριστικά της όπερας, σημαίνει για μας τους Έλληνες το τραγούδι. Και εννοώ βεβαίως το τραγούδι με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που περιγράψαμε προηγουμένως, δεν εννοώ το αγοραίο τραγούδι που εκτονώνει.

Μουσικά, πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα cd από την ΜΒΙ με δύο ζωντανές ηχογραφήσεις από την Αρχαία Ολυμπία. Στη μία περιέχονται οι «Ωδές» του Αντρέα Κάλβου, με ερμηνευτή τον Τάσο Χριστογιαννόπουλο, με τη συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας και της Χορωδίας της ΕΡΤ υπό τη μουσική διεύθυνση του Ανδρέα Πυλαρινού. Στην άλλη, το έργο «Μουσική για σαντούρι και ορχήστρα», με σολίστ στο σαντούρι την Αγγελίνα Τκάτσεβα, την εξαίρετη Ρωσίδα καλλιτέχνιδα, η οποία αναπληρώνει ένα μεγάλο κενό από τη στιγμή που χάσαμε τον Τάσο Διακογιώργη και τον Αριστείδη Μόσχο. Και ετοιμάζεται και ένα άλλο CD με πρωτοβουλία της Νένας Βενετσάνου, όπου η ίδια τραγουδάει τους «Προσανατολισμούς» με τη συνοδεία πιάνου. Τέλος, τα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ τιμώντας τρεις-τέσσερις συνθέτες, μεταξύ αυτών απ’ ότι ξέρω και τον Χρήστο Λεοντή, θα πάρουν ημερομηνίες από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και θα μας κάνουν ένα ξεχωριστό αφιέρωμα με την ορχήστρα και τη χορωδία της ΕΡΤ.

Με ρωτήσατε προηγουμένως γιατί μπαίνουμε σε αυτή την περιοχή της συμφωνικής μουσικής. Γιατί, είναι αίτημα και του κόσμου που μας γνώρισε, να προχωρήσουμε τη μουσική μας και να την ανοίξουμε σε πολύ όμορφους ηχητικούς χρωματισμούς, σε ωραία χρώματα. Αυτά τα δίνουν οι μεγάλες ορχήστρες, όταν γίνονται οι σωστές ενορχηστρώσεις και η σωστή προσέγγιση και επεξεργασία του υλικού. Είναι και δικό μας καλλιτεχνικό αίτημα, αλλά και αίτημα του κοινού, να προχωράμε τη μουσική μας σε πιο περίτεχνα και πιο υψηλά αισθητικά επίπεδα.



5 σχόλια:

Stepas είπε...

Σπουδαίος ο Ανδριόπουλος αλλά δυστυχώς παντελώς άγνωστος στο ευρύ κοινό και ειδικά στη νέα γενιά.Πολύ σεμνός και άξιος μουσικός.

Μουσικά Προάστια είπε...

Έτσι είναι, ολόκληρη η γενιά του Ανδριόπουλου έχει τεθεί στο περιθώριο, αφού όμως εξάντλησε η ίδια τη δημιουργικότητά της. Πάντως, δεν αποκλείεται μελλοντικά οι επόμενες "νέες γενιές" να επιστρέψουν σε αυτά τα τραγούδια, όπως π.χ. άλλες προηγούμενες γενιές επέστρεψαν στο παραδοσιακό και στο ρεμπέτικο. Οι αλλαγμένες εποχές και κοινωνικές συνθήκες δεν επαρκούν ως πρόφαση για να μην ακούμε πια αυτό το τραγούδι.
Γεια και χαρά.

το Άρωμα του Τραγουδιού είπε...

Ήμουν σ’ εκείνη την καλοκαιρινή συναυλία του Ηλία Ανδριόπουλου στο Βεάκειο του Πειραιά, όπου η Μπέλλου δεν ήρθε να τραγουδήσει ενώ ήταν η κύρια ερμηνεύτρια της βραδιάς και, ο Ανδριόπουλος μας ανακοίνωσε ότι της απαγόρευε από εκείνη τη στιγμή να ξανατραγουδήσει οποιοδήποτε τραγούδι του δημόσια! Μετά από καθυστέρηση σχεδόν μιάμιση ώρας, η συναυλία τελικά ξεκίνησε και οι υπόλοιποι νέοι τραγουδιστές που θα έπαιρναν μέρος στη συναυλία, τραγούδησαν χωρίς πρόβα και στους τόνους της Μπέλλου (αφού εκεί είχαν μάθει τα κομμάτια οι μουσικοί) όλα τα τραγούδια του προγράμματος. Συγκινητική ήταν η στιγμή που ο ίδιος ο Ανδριόπουλος τραγούδησε μόνος του στο πιάνο δύο από τα τραγούδια των «Λαϊκών Προαστίων», κάτι που έκανε για πρώτη φορά (ίσως και τελευταία) μπροστά στο κοινό!

Μουσικά Προάστια είπε...

Γεια σου Μάκη, πολύ ενδιαφέρουσα η μαρτυρία σου. Αν έχεις και ντοκουμέντα από την περίοδο εκείνη, αφίσες, εισιτήρια, άρθρα από τον τύπο κλπ., είναι όλα ευπρόσδεκτα προς δημοσίευση!

το Άρωμα του Τραγουδιού είπε...

Η συγκεκριμένη συναυλία ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 (ίσως και το 1990). Δεν έχω κρατήσει την ημερομηνία (φυσικά ούτε τα εισιτήρια ή άλλο “ντοκουμέντο”), καθότι ως έφηβος (τότε!) δεν είχα την συγκρότηση ώστε να συγκεντρώνω τέτοιου είδους αρχείο. Θυμάμαι πάντως, πως είχε γραφτεί την επόμενη μέρα στις εφημερίδες ότι η Μπέλλου είχε εμφανιστεί στα καμαρίνια και απαιτούσε αμοιβή, τη στιγμή που όλοι (συνθέτης, μουσικοί, τραγουδιστές) θα έπαιζαν αφιλοκερδώς. Ειλικρινά όμως, δεν ξέρω αν αυτό είναι ακριβές.

Κρίμα που δεν έχω κρατήσει κάποιο απόκομμα από εκείνη την εποχή.