Ο Σαμάνος πάει γήπεδο
Πολύ μελάνι χύθηκε για τη συναυλιακή και δισκογραφική συνεργασία των Διονύση Σαββόπουλου και Θανάση Παπακωνσταντίνου. Παράγραφοι επί παραγράφων συνωστίστηκαν όχι μόνο σε έντυπα αλλά και σε λογής μουσικά φόρα, μπλογκς και άλλα, γύρω από το τι και πώς αυτής της συνεργασίας. Το ταπεινό συμπέρασμα που έβγαλα διαβάζοντας κάμποσα από αυτά τα σημειώματα είναι ότι στην Ελλάδα η ακρόαση της μουσικής έχει αντικατασταθεί από την ποδοσφαιροφιλία. Φαίνεται ότι στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει, αλλά αυτός ο αναστεναγμός μας έγινε συνήθειο και έξω από αυτά. Εξηγούμαι…
Πέρα από τις καθιερωμένες συνεντεύξεις, διάβασα εκνευριστικά λίγα πράγματα για την καλλιτεχνική ουσία της συνύπαρξης Παπακωνσταντίνου - Σαββόπουλου. Ελάχιστα γράφτηκαν για το τι κομίζει ο κάθε καλλιτέχνης, για την ιστορία και το περιεχόμενο της τραγουδοποιίας του, για τους τρόπους με τους οποίους οι δυο τους επηρέασαν, λίγο ή πολύ, το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Ελάχιστα γράφτηκαν επίσης για τις ενορχηστρωτικές επιλογές της παράστασης, τις καινοτομίες ή μη στον ήχο, οτιδήποτε έχει να κάνει τέλος πάντων με την τέχνη του τραγουδιού όπως αυτή εκφράζεται ή δεν εκφράζεται μέσα από τη συγκεκριμένη συνεργασία.
Γενικά. αυτό που κυριάρχησε (ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε) ήταν μια ακατάσχετη παραφιλολογία για τα κρυφά κίνητρα των δημιουργών και τα υστερόγραφα, τα «ψιλά γράμματα» της συνεργασίας. Το μενού ιδιαίτερα πλούσιο: ότι ο Σαββόπουλος θέλει να κλέψει τη δόξα του Παπακωνσταντίνου, ότι ο Παπακωνσταντίνου θέλει να κλέψει την ιστορία του Σαββόπουλου, ότι ο Θανάσης κάνει συμβιβασμό και υποχωρήσεις, ότι ο Διονύσης είναι περίπου ο νέος ηγεμόνας του Μακιαβέλι, ότι η συνεργασία είναι βασικά μια αρπαχτή, ότι ο ένας το ρίχνει στο mainstream και τις εύκολες λύσεις, ότι ο άλλος είναι εκτός εποχής και ψάχνει σωσίβιο, κι άλλα ωραία. Σε αυτά ήρθαν να προστεθούν οι προβληματισμένοι και προδομένοι οπαδοί των δύο στρατοπέδων, που είδαν τα ινδάλματά τους να σμίγουν και συνεπώς να ραγίζουν τον αντικατοπτρισμό των πρώτων στον καθρέφτη, μαζί με τις βεβαιότητες και τον οπαδισμό τους.
Δύο ενστάσεις μπορούν να τεθούν απέναντι σε αυτή την επιχειρηματολογία. Η πρώτη, απλή και εύλογη: δεν μπορείς να κρίνεις κάτι το οποίο δεν έχεις ακόμα ακούσει. Δεν μπορείς να κρίνεις το αποτέλεσμα μιας συνεργασίας που ως κύριο στόχο έχει την έκδοση ενός δίσκου, αν δεν έχεις ιδέα για τον ίδιο το δίσκο. Αυτονόητα πράγματα…
Η δεύτερη ένσταση είναι λίγο πιο σύνθετη, και πολύ πιο σοβαρή. Συνοψίζεται στο ότι δεν μπορείς να κρίνεις έναν καλλιτέχνη ή μια καλλιτεχνική συνεργασία χρησιμοποιώντας εξω-καλλιτεχνικά κριτήρια. Το αν ο Σαββόπουλος γουστάρει προβολή ή αν ο Παπακωνσταντίνου γουστάρει προστασία δεν αφορά ούτε εμάς τους ακροατές, ούτε τα μελλοντικά κιτάπια της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Γενικώς, οι προθέσεις δεν γράφουν ιστορία· ούτε οι καλές, ούτε οι κακές. Εξάλλου, η υψηλή τέχνη δεν υπήρξε ποτέ γέννημα «καλών παιδιών». Με τα καλά παιδιά φτιάχνεις σπίτι, οικογένεια, φιλίες· δεν φτιάχνεις ούτε Ρεζέρβες, ούτε Βραχνούς Προφήτες. Μπορεί να είσαι κακός, ανήθικος, καιροσκόπος, εγωπαθής και συμφεροντολόγος. Αυτό δε λέει κάτι για το αν είσαι μικρός ή μεγάλος καλλιτέχνης.
Μια παρέκβαση: Φυσικά, η τέχνη δεν εμπεριέχει μόνο την αισθητική, αλλά και την ιδεολογία. Και θα ήταν πραγματικά ευπρόσδεκτη μια κριτική η οποία θα εστιάζε στα ιδεολογικά ζητήματα που ανακύπτουν από, π.χ. τη νέο-συντηρητική μετάλλαξη του Σαββόπουλου, τις άστοχες παρεμβάσεις του σε ζητήματα έθνους και εκκλησίας, τις τεράστιες αντιφάσεις που ανέδειξε η πολιτική - δηλαδή και καλλιτεχνική με την ευρεία έννοια - στάση του τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Όμως, μια τέτοια κριτική στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει, για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι ζούμε σε μια εποχή από-ιδεολογικοποιημένη, όπου η ιδεολογία γίνεται βορά στα σχόλια γνωστών διαφημιστών-«διανοητών» και στις μοδάτες εξυπνάδες των lifestyle περιοδικών. Η ιδεολογία είναι απόβλητη όχι μόνο από την τέχνη αλλά και από την καθημερινή ζωή. Ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος είναι ότι, πολύ απλά, η συνεργασία Σαββόπουλου-Παπακωνσταντίνου δεν μπορεί να δώσει βήμα σε τέτοιου είδους κριτική, όταν επαναφέρει στη σκηνή την «Παράγκα», το «Κιλελέρ» και το «Αερικό» και όταν εισάγει στις μονοδιάστατες ζωές μας επαναστατικούς ήρωες και αντάρτικες φιγούρες από τα βουνά της Λατινικής Αμερικής.
Συμπερασματικά, όσοι έσπευσαν να «πάρουν θέση» - πλην ελάχιστων εξαιρέσεων – διαλέγοντας ανάμεσα στον έναν ή τον άλλον πόλο της συνεργασίας, όσοι έκατσαν σε μια γωνία του Polis Theater ανεβάζοντας πίεση επειδή ο Σαββόπουλος είπε τρία δικά του τραγούδια στη σειρά και «καπέλωσε» τον Θανάση, όσοι ξενέρωσαν με το δίσκο (που τον άκουσαν αλήθεια; στον ύπνο τους;) κλπ. μάλλον μπέρδεψαν τον Σαμάνο με το Καραϊσκάκη και τη Λεωφόρο. Είναι καταστροφικό να βλέπουμε τη μουσική με ποδοσφαιρικούς όρους, καθώς και να απαντάμε στην καλλιτεχνική δημιουργία με ψυχολογισμούς και ηθικοπλαστικά κηρύγματα. Τα ματς ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό κρίνονται στο γήπεδο (ενίοτε και έξω απ’ αυτό). Τα ματς ανάμεσα σε καλλιτεχνικούς δημιουργούς κρίνονται – και υπάρχουν - μόνο μέσα στην προκάτ αισθητική και φαντασία μας.
ηρ.οικ.
8 σχόλια:
Καμιά φορά καλό είναι να υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα και ευτυχώς το κείμενό σας το κάνει άψογα. Την ίδια ακριβώς εικόνα με σας είχα κι εγώ, φανατικός "ακροατής" και των δύο, όλη αυτή την περίοδο της συνεργασίας τους: "προδότης" για τους οπαδούς του ο Θανάσης, "καπελωτής" ο Σαββόπουλος κοκ.
Δεν είναι όμως κυρίως ο οπαδισμός των ακροατών που οδηγεί σε αυτές τις θέσεις, αλλά κάτι άλλο που το σημειώνετε κι εσείς. Το βασικό πρόβλημα στην πρόσληψη της τέχνης στην Ελλάδα, το οποίο αφορά συνήθως μόνο το έργο Ελλήνων καλλιτεχνών, είναι ότι εδώ και δεκαετίες (και υποψιάζομαι ότι η Αριστερά έχει βάλει το χεράκι της σ' αυτό) έχει συνυφανθεί το έργο με το πρόσωπο. Για πολλούς η ιδεολογικοποίηση της τέχνης ακολουθεί έναν ανάποδο δρόμο: καλό είναι εκείνο το έργο του οποίου ο καλλιτέχνης είναι συνεπής σε ένα πλέγμα στάσεων και συμπεριφορών που θυμίζει ένα είδος -συγχωρείστε μου το νεολογισμό- "αριστερού αγίου." Οποιαδήποτε απόκλιση στην προσωπική, την πολιτική, την εν γένει εξωκαλλιτεχνική του συμπεριφορά γι' αυτούς τους ακροατές έχει άμεσο αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν το καλλιτεχνικό του έργο -ακόμα και αυτό που στο παρελθόν το λάτρευαν.
Πριν από ενάμιση χρόνο στο μπλογκ www.varometro.net συζητούσα με τον οικοδεσπότη του για το Σαββόπουλο και μια από τις βασικές του θξέσεις ήταν ότι "η μεγαλοσύνη ενός δημιουργού είναι πάντα ευθέως ανάλογη με την μεγαλοσύνη του χαρακτήρα του. Μικρός άνθρωπος - μικρός δημιουργός." Όσο λοιπόν ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα καλλιτεχνικά έργα είναι τέτοιος, η απλή ακρόαση ενός δίσκου πολύτιμου για τους "οπαδούς" του καλού τραγουδιού θα φαντάζει με διάβαση από ναρκοπέδιο...
πάμε για κάνα κότσι πίσω απ' το μουσείο Μπενάκη; με τάραξε το στομάχι μου, γαμώ το κέρατο μου...
Μην το ψάχνετε, μπορείτε να ακούσετε το δίσκο ολόκληρο εδώ (σε χαμηλό μπιτρέητ όμως): http://snipurl.com/2zkqz . Ακρόαση με την άδεια της ΑΕΠΙ! Όπως φαίνεται οι δύο καλλιτέχνες πρωτοτυπούν και στη διαφήμιση της δουλειάς τους.
@ gazakas: Έχεις δίκιο, πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση. Όσο για την καθ' όλα σεβαστή κριτική του "βαρόμετρου" την οποία και παρακολούθησα, η ταπεινή μου άποψη είναι ότι ήταν τελείως άστοχη, χάνοντας την ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Κοινώς, έμπαζε από παντού, γι' αυτό και ξεσήκωσε τέτοιες εύλογες αντιδράσεις.
@ bosko: Μέσα Αντώνη, όποτε θες!
@ kukuzelis: Ευχαριστώ για το σύνδεσμο και την επικοινωνία.
Συμφωνώ απόλυτα με την κριτική σου αγαπητέ Ηρακλή, αν και φοβάμαι ότι ο Σαββόπουλος είχε δεχτεί τέτοια πυρά σε όλους του τους δίσκους από το Κούρεμα και μετά, ως ιδεολογικά απογοητευτικού, καιροσκόπου κτλ. Υποθέτω ότι το Θανάση τον πήραν κάποια από τα σκάγια που προορίζονταν για το Σαββόπουλο, ενώ υπάρχει και το ζήτημα ότι μια μερίδα των ακροατών του Θανάση μάλλον φανατίζεται και ηρωωοποιεί εύκολα, αν κρίνω με βάση σχόλια που διαβάζω κατά καιρούς στην "Κοιλάδα των Τεμπών". Εν όλιγοις όλα αυτά είναι περισσότερο κοινωνικά, παρά αισθητικά ζητήματα, όπως περίπου το θέτεις ο ίδιος και το συμπληρώνει ο gazakas.
Όσον αφορά όμως συγκεκριμένα τον δίσκο (τον οποίο έχω ακούσει ήδη κάποιες φορές) και τη ζωντανή εμφάνιση που παρακολούθησα μία φορά, δε μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα. Σίγουρα είναι ενδιαφέρον άκουσμα, αλλά τα παλιά τραγούδια όπως η Σάρα (πολύ αγαπημένο μου) και τα Ορυχεία τα προτιμώ στην ερμηνεία του Παπακωνσταντίνου, ενώ τα νέα τραγούδια του δίσκου μου έδωσαν μια άισθηση από "παλιότερο" Παπακωνσταντίνου (χωρίς αυτό να είναι αναγκαστικά κακό), μια επιστροφή σε γνώριμα ακουστικά μονοπάτια πριν τη "Βροχή από κάτω" και το "Διάφανο" (που μου είχαν αρέσει πολύ). Με δεδομένο ότι δεν είμαι μουσικός, όλα αυτά λέγονται πολύ υποκειμενικά, ως μια καταγραφή του πως άκουσα εγώ προσωπικά το δισκό.
Επιτέλους! Βρέθηκε κάποιος να τα πει!
Φίλε Άμμο, όπως πολύ σωστά λες, υπάρχει μεγάλη δοση υποκειμενισμού στην τέχνη, και στη δημιουργία της αλλά και στην κριτική της. Και αυτό ισχύει για όλους μας, μουσικούς και μη μουσικούς. Άλλο όμως ο υποκειμενισμός που επιτρέπει τον διάλογο και τη γνώση, και άλλο ο οπαδισμός, χαζός και άνευ ουσίας. Να τα ξαναπούμε.
Μιχάλη, σε διαβάζω τακτικά στον "Ορφέα", καλώς ήρθες. Πολύ ενδιαφέρουσα η παρουσίαση του "Σαμάνου" που έγραψες εκεί.
Δε θέλω να είμαι απόλυτος - απεχθάνομαι άλλωστε τέτοιους ανθρώπους, ειδικά όταν ασχολούνται με τη μουσική - αλλά καλλιτεχνικά μιλώντας δε με ενθουσίασε ο δίσκος. Από δημιουργούς όπως ο Σαββόπουλος και ο Παπακωνσταντίνου περιμένω από κάθε δουλειά τους - δε φταίω εγώ, αυτοί μου δημιούργησαν μεγάλες προσδοκίες με την μουσική προϊστορία τους - να με ενθουσιάζει. Κι όταν αυτό δε γίνεται απλά απογοητεύμαι..Το χειρότερο είναι ότι εισπράττω κάποιες φορές μέσα από τέτοιες συνεργασίες μια αγωνία κι ένα άγχος από τους καλλιτέχνες να ξεφύγουν από ένα αδιόρατο τέλμα, ενώνοντας τις δυνάμεις τους..Άλλες φορές τους βγαίνει, άλλες όχι..Τέλοσπάντων, από το ολότελα..
Νίκος.
Δημοσίευση σχολίου