Από σήμερα τα Μ.Π. εγκαινιάζουν μια συνεργασία με τον γνωστό συνθέτη και μουσικοκριτικό Αλέξη Βάκη, στο πλαίσιο της οποίας θα δημοσιεύονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα άρθρα του δημοσιευμένα σε περιοδικά, τα οποία δεν είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο. Ξεκινάμε με ένα άρθρο για το λαϊκό τραγούδι που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Δίφωνο", τεύχος 90 (Μάρτιος 2003). Ευχαριστούμε θερμά τον φίλο Αλέξη Βάκη για την προθυμία του να συνεργαστεί με τα Μ.Π., εμπλουτίζοντας σημαντικά τη θεματολογία τους.
ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Η ΠΑΛΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΕ ΩΣ ΕΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΚΕΡΔΗΘΕΙ(;) (1)του Αλέξη ΒάκηΔημοσιεύτηκε στο τεύχος 90 του ΔΙΦΩΝΟΥ (Μάρτιος 2003)
Πολλοί άνθρωποι, όταν αναφέρονται στη μουσική και το τραγούδι, αρκούνται στη γοητεία του real time: τρία λεπτά. Μου άρεσε (πολύ, λίγο, καθόλου) και …πάμε στο επόμενο. Το επιχείρημα είναι πάγιο: η τέχνη δεν υπάγεται σε λογικές διαδικασίες. Πρόκειται για μια –συγκεκριμένη- εκδοχή του αυτονόητου. Γιατί, πράγματι, πρώτα ακούμε κάτι με την καρδιά, παρά με το μυαλό . Επειδή όμως αυτή η άποψη λειτουργεί πλειοψηφικά, ως «πολιτικά ορθή» στις μέρες μας, πολύ συχνά στραγγαλίζει, με την κατηγορία του βαρετού, την όποια παραπέρα σκέψη, διότι «υπονομεύει» τις αισθήσεις. Σαν να ήταν εισαγγελέας. Θα προσπαθήσω να προσπεράσω αυτή την, όχι και τόσο ακαταμάχητη, λογική, δηλώνοντας, πριν απ’ όλα, ότι η μουσική με ενδιαφέρει γιατί αλλάζει τη ζωή μου. Ή, για να χρησιμοποιήσω τη φράση του φίλου μου Βαγγέλη Κορακάκη, που ειπώθηκε σε ανύποπτο χρόνο, «εμείς κάνουμε μουσική, όχι για να ηρεμήσουμε, αλλά για να τρελλαθούμε». Είναι φανερό ότι δεν ασχολούμαστε –γενικά- με όλη τη σφαίρα της μουσικής, αλλά μ’ αυτήν (ή μ’ αυτές) που μας αφορούν, οπότε και πρέπει να ορίσουμε, στον εαυτό μας και στους άλλους, τι νοιώθουμε να μας αφορά. Και γιατί.
Το πάπλωμα
Μιλάμε λοιπόν για το λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα, αυτό που παίζεται με μπουζούκια. Αν συμφωνείτε, αυτό που κατάφερε, στην ακμή του, το ’50 και το ’60, να συγκεράσει σε μία τις –παραδοσιακά- δύο διεθνείς εκφράσεις που μεταφράζονται ως «λαϊκό»: το folk (λαϊκό με την έννοια του παραδοσιακού, που έρχεται απ’ τα παλιά) και το popular (το λαοφιλές). Που από την ώρα που δισκογραφήθηκε, το 1932-33, και για πάρα πολλά χρόνια, σάρωνε στις πωλήσεις. Που «ευτύχησε» να δει το αντίπαλο δέος, το ελαφρό τραγούδι, να συρρικνώνεται και –κατά μία έννοια- να εξαφανίζεται. Που υπό την σημαία του χωράνε πολλοί και διάφοροι: σε κάθετη θεώρηση, από το Μπάτη μέχρι το Μαμαγκάκη. Αλλά και, σε οριζόντια, σήμερα, από το Ζήκα μέχρι το Ζαφείρη Μελά. Ισχύει άραγε το τελευταίο; Όπως έλεγε ο Πιραντέλλο (αλλά και η …17 Νοέμβρη τελευταία), «έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε». Αν αρκεί δηλαδή η παρουσία –του όποιου- μπουζουκιού και ο ρυθμός π.χ. του ζεϊμπέκικου για να αναχθεί κάτι στην κατηγορία «λαϊκά». Για να εξηγούμαι: δεν είμαι ο κριτής των γούστων κανενός. Πόσο μάλλον όταν και ο ίδιος έχω βρεθεί στο παρελθόν σε περίεργα μαγαζιά της «άλλης όχθης», εκεί όπου το σύνθι (αρμόνιο το έλεγαν ακόμα), ελλείψει βάσης, το στερεώνανε σε κάτι ιδιοκατασκευές από Βιοσώλ. Με οδήγησε, αλλά δεν με ανάγκασε να το κάνω, η παρέα. Και δεν έχω πρόβλημα να πω ότι πέρασα καλά. Δεν αποκλείεται, αν ποτέ πάω, να περάσω καλά και στο μαγαζί του Πλούταρχου, αν θέλετε σημερινό παράδειγμα, πιο glamorous φυσικά.
Η μνήμη του ουρανίσκου
Πολλοί άνθρωποι, όταν αναφέρονται στη μουσική και το τραγούδι, αρκούνται στη γοητεία του real time: τρία λεπτά. Μου άρεσε (πολύ, λίγο, καθόλου) και …πάμε στο επόμενο. Το επιχείρημα είναι πάγιο: η τέχνη δεν υπάγεται σε λογικές διαδικασίες. Πρόκειται για μια –συγκεκριμένη- εκδοχή του αυτονόητου. Γιατί, πράγματι, πρώτα ακούμε κάτι με την καρδιά, παρά με το μυαλό . Επειδή όμως αυτή η άποψη λειτουργεί πλειοψηφικά, ως «πολιτικά ορθή» στις μέρες μας, πολύ συχνά στραγγαλίζει, με την κατηγορία του βαρετού, την όποια παραπέρα σκέψη, διότι «υπονομεύει» τις αισθήσεις. Σαν να ήταν εισαγγελέας. Θα προσπαθήσω να προσπεράσω αυτή την, όχι και τόσο ακαταμάχητη, λογική, δηλώνοντας, πριν απ’ όλα, ότι η μουσική με ενδιαφέρει γιατί αλλάζει τη ζωή μου. Ή, για να χρησιμοποιήσω τη φράση του φίλου μου Βαγγέλη Κορακάκη, που ειπώθηκε σε ανύποπτο χρόνο, «εμείς κάνουμε μουσική, όχι για να ηρεμήσουμε, αλλά για να τρελλαθούμε». Είναι φανερό ότι δεν ασχολούμαστε –γενικά- με όλη τη σφαίρα της μουσικής, αλλά μ’ αυτήν (ή μ’ αυτές) που μας αφορούν, οπότε και πρέπει να ορίσουμε, στον εαυτό μας και στους άλλους, τι νοιώθουμε να μας αφορά. Και γιατί.
Το πάπλωμα
Μιλάμε λοιπόν για το λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα, αυτό που παίζεται με μπουζούκια. Αν συμφωνείτε, αυτό που κατάφερε, στην ακμή του, το ’50 και το ’60, να συγκεράσει σε μία τις –παραδοσιακά- δύο διεθνείς εκφράσεις που μεταφράζονται ως «λαϊκό»: το folk (λαϊκό με την έννοια του παραδοσιακού, που έρχεται απ’ τα παλιά) και το popular (το λαοφιλές). Που από την ώρα που δισκογραφήθηκε, το 1932-33, και για πάρα πολλά χρόνια, σάρωνε στις πωλήσεις. Που «ευτύχησε» να δει το αντίπαλο δέος, το ελαφρό τραγούδι, να συρρικνώνεται και –κατά μία έννοια- να εξαφανίζεται. Που υπό την σημαία του χωράνε πολλοί και διάφοροι: σε κάθετη θεώρηση, από το Μπάτη μέχρι το Μαμαγκάκη. Αλλά και, σε οριζόντια, σήμερα, από το Ζήκα μέχρι το Ζαφείρη Μελά. Ισχύει άραγε το τελευταίο; Όπως έλεγε ο Πιραντέλλο (αλλά και η …17 Νοέμβρη τελευταία), «έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε». Αν αρκεί δηλαδή η παρουσία –του όποιου- μπουζουκιού και ο ρυθμός π.χ. του ζεϊμπέκικου για να αναχθεί κάτι στην κατηγορία «λαϊκά». Για να εξηγούμαι: δεν είμαι ο κριτής των γούστων κανενός. Πόσο μάλλον όταν και ο ίδιος έχω βρεθεί στο παρελθόν σε περίεργα μαγαζιά της «άλλης όχθης», εκεί όπου το σύνθι (αρμόνιο το έλεγαν ακόμα), ελλείψει βάσης, το στερεώνανε σε κάτι ιδιοκατασκευές από Βιοσώλ. Με οδήγησε, αλλά δεν με ανάγκασε να το κάνω, η παρέα. Και δεν έχω πρόβλημα να πω ότι πέρασα καλά. Δεν αποκλείεται, αν ποτέ πάω, να περάσω καλά και στο μαγαζί του Πλούταρχου, αν θέλετε σημερινό παράδειγμα, πιο glamorous φυσικά.
Η μνήμη του ουρανίσκου
Νωπή έχω ακόμα τη γεύση από τα υπαίθρια «βρώμικα» σάντουϊτς με λουκάνικο που κάποτε τρώγαμε στο γήπεδο. Τα, οποία, υποθέτω, μιας και έχω να πάω χρόνια, θα έχουν πια βιομηχανοποιηθεί, θα περνάνε από κάποιο έλεγχο και θα πουλιούνται μόνο στις επίσημες καντίνες, όπως στα πλοία της γραμμής. Δεν ξέρω όμως αν θα μου φαίνονται το ίδιο νόστιμα και σήμερα.
Η χρονική απόσταση από το δράμα, είναι λογικό να φέρνει τη νοσταλγία, που, με τη σειρά της, συντηρεί τη μυθοποίηση των παλιότερων εποχών. Μ’ αυτή την έννοια, είμαι σχεδόν σίγουρος πως, μετά από είκοσι-τριάντα χρόνια, όλο και κάποιοι θα θυμούνται το Σώτη Βολάνη ή κάποιoυς άλλους cult τύπους των ημερών μας. Υπό την εξής «πονηρή» λεπτομέρεια: ο πανδαμάτωρ χρόνος που θα έχει μεσολαβήσει, θα τους επιτρέπει να «νοσταλγούν», χωρίς να είναι πάντα σε θέση να εξηγήσουν τι ακριβώς νοσταλγούν. Όπως εγώ, αν αφηνόμουν να τρέφομαι καθημερινά με τα σάντουϊτς των γηπέδων, η λοίμωξη, θα αργούσε μεν, θα με επισκεπτόταν δε.
Ο σέντερ φορ και η ομάδα
Αλλά ας πάμε κι άλλα χρόνια πιο πίσω: στου «Κουλουριώτη» ας πούμε, στο Μοσχάτο, το χειμώνα του ’61, εκεί που τραγουδούσε ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα. Τα ερωτήματα ανακύπτουν ένα προς ένα. Τι ήταν αυτό το μαγαζί: Το «Ποσειδώνειο» ή ο «Διογένης» του τότε; Ο Καζαντζίδης; Ένα είδος Πασχάλη Τερζή της εποχής, με φωνητικό χάρισμα ίσως πιο σπουδαίο, που απλώς του «έτυχε» να πέσει στην εποχή με τις παχιές αγελάδες για το μπουζούκι και να πει τα καλύτερα τραγούδια των καλύτερων συνθετών; Γιατί αυτή η εποχή ήταν «τότε» και όχι «άλλοτε»; Επίσης: τι ψυχοσύνθεσης ήτανε το κοινό που –κατά μιλιούνια- επισκεπτόταν το σπίτι του, μόνο και μόνο για του πει πόσο τον λατρεύει; Μαζικά θρησκόληπτο, ένα είδος πιστών της Αγίας Αθανασίας του Αιγάλεω; Και γιατί τα τραγούδια του Καζαντζίδη, τα καλά και τα λιγότερο καλά, ηχούν πάντα ακμαιότατα στο ραδιόφωνο και τα μαγαζιά, όταν κάποια απ’ τα ευπρεπέστερα νεότερα (για παράδειγμα «Των αγγέλων τα μπουζούκια»), πριν συμπληρώσουν δεκαετία στην πιάτσα, ακούγονται κουρασμένα, σαν να έχουν ήδη φάει τα ψωμιά τους;
Μιλώ για το Στέλιο Καζαντζίδη, την αιχμή του δόρατος του λαϊκού τραγουδιού. Είναι η αιχμή, ακριβώς γιατί υπάρχει το ίδιο το δόρυ. Ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, οι αφανείς, το χασάπικο, το ζεϊμπέκικο, η νύχτα, τα παρελκόμενα. Αλλά, κυρίως, το κοινό, το λαϊκό –και καμμιά φορά το λόγιο σε απόδραση, μεσοαστικό ή μεγαλοαστικό- κοινό, που δίνει υπόσταση στο «είδος» και μεροκάματο στους ανθρώπους του. Δεν είναι ζήτημα απλώς ταξικό, αν και η εμφανής κατ’ αρχήν ταξικότητα του λαϊκού τραγουδιού επεκτείνεται και πέραν των (πολιτικών και άλλων) ορίων που δείχνουν να της αναλογούν. Φαντάζομαι δηλαδή το μακαρίτη –παρακρατικό- Γκοτζαμάνη, πριν καβαλήσει το τρίκυκλο και πάει να σκοτώσει το Γρηγόρη Λαμπράκη, να αυτοσυγκεντρώνεται μουρμουρίζοντας «Αν ειν’ η μοίρα μου σακατεμένη» και, δυστυχώς γι’ αυτόν, η ζωή να μη τον διαψεύδει. Για να μη μιλήσω για τον ιδιοφυή κατά τα άλλα Άκη Πάνου και κάποιες ιδιόρρυθμες απόψεις του, που λίγο απέχουν απ’ το να χαρακτηριστούν ως φασιστικές.
Το άγχος του φαβορί
Τι να’ ναι αυτό άραγε που κάνει το μίγμα τόσο εκρηκτικό; Η δύναμη του «αυθεντικού» μήπως; Ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης πάντως, σαφής και κατηγορηματικός, αφήνει εμβρόντητη τη νεαρή δημοσιογράφο που του δηλώνει το θαυμασμό της στην «αυθεντική» τέχνη του, όταν της λέει: «κορίτσι μου, ακόμα κι ένα ρέψιμο μπορεί να’ ναι αυθεντικό!» (2) Το ίδιο μπέρδεμα συμβαίνει και σήμερα, όταν, στην απλή ιδιαιτερότητα, κάποιοι προσδίδουν την απαίτηση που έχουν από την «πρωτοπορία». Πόσοι, έξυπνοι και έμπειροι, δεν «μάσησαν», προ δεκαετίας, αναγορεύοντας ας πούμε τον Χρήστο Κυριαζή σε μέντορα του νέου, «εκφραστικού» τραγουδιού; Το «Έχω κλάψει», όμως, η το «Επιμένω», δεν ακούγονται πια. Κάποιοι άλλοι, στις μέρες μας, προσπαθούν να κάνουν το ίδιο με τον Γιώργο Μαργαρίτη. Όσο κι αν μου είναι συμπαθής, υποψιάζομαι αδιέξοδο στην υπόθεση. Για να μην πάμε στην περίπτωση του συγχωρεμένου Στράτου Διονυσίου, που, αν μιλήσουμε για το μέταλλο της φωνής του, θα πρέπει να αναφερθούμε και στο πως το διαχειρίστηκε, στην ακμή του τουλάχιστον, όταν ο ίδιος έδειχνε να κάνει κουμάντο στο ρεπερτόριο και τα μαγαζιά. Η στην πολύ καλή τραγουδίστρια Ρίτα Σακελλαρίου, που δεν ήταν προετοιμασμένη για το βάρος της «πρώτης φίρμας», γι’ αυτό και δεν το άντεξε. Η, ακόμα, στον -αγαπημένο μου- Γιώργο Ζαμπέτα, που κόντεψε να τινάξει στον αέρα το σπάνιο (μουσικό και επικοινωνιακό) ταλέντο του, διασπείροντάς το, από ένα σημείο και πέρα, σε γραφικότητες, ειδικά επί επταετίας.
Το Ρίο…
Εντάξει, το λαϊκό τραγούδι δεν είναι ο γερμανικός στρατός με την πειθαρχία και την αυστηρότητά του. Ούτε παρθεναγωγείο, για να μην σηκώνει σαχλαμάρες, μικρού ή μεγαλύτερου βεληνεκούς. Άνθρωποι το σήκωσαν στις πλάτες τους και δη της πλαϊνής πόρτας, χωρίς πτυχία και περγαμηνές, αν αυτά κάνουν τη διαφορά. Τότε, όμως, γιατί η «καταξιωμένη» περίοδος, από τα ρεμπέτικα του ’30 μέχρι «Η ζωή μου όλη», με ενδιάμεσο κόμβο τα τραγούδια του Θεοδωράκη (όταν δεν αυτονομούνται προς άλλες κατευθύνσεις), παραμένει αξεπέραστο σημείο αναφοράς; Γιατί δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο και σήμερα, τι λείπει;
Η απάντηση δεν βρίσκεται σε πανεπιστημιακά συγγράμματα. Είναι απλή, όσο κι αν κάνουμε πως δεν την βλέπουμε. Οι αναλογίες δεν είναι οι ίδιες, γιατί ο ρόλος του λαϊκού τραγουδιού (αλλά και όλης της τέχνης που άπτεται του «λαϊκού») δεν είναι πια ο ίδιος. Ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, ας πούμε, δεν είναι ο Πάνος Γαβαλάς του σήμερα, κι ας μην του λείπουν τα προσόντα. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο ηθοποιός Σπύρος Παπαδόπουλος (φίλοι μου και οι δύο, ελπίζω να μην παρεξηγηθούμε) δεν είναι ο Νίκος Σταυρίδης, έστω κι αν είναι το ίδιο «Ολυμπιακός» μ’ αυτόν. Αναφέρομαι σε ορθόδοξες περιπτώσεις, που, τουλάχιστον, δεν ελέγχονται για παρέκκλιση προς το ευτελές.
…και το Αντίρριο
Κάποιοι άλλοι, που ενέχονται στο ακραιφνές «εμπορικό», δεν είναι απαραίτητο να είναι ατάλαντοι και να κάνουν μόνο κακά τραγούδια. Το τραγούδι «Χαμένα» του Φοίβου, για παράδειγμα, που πριν από πέντε-έξι χρόνια τραγούδησε η Καίτη Γαρμπή, δεν είναι και το χειρότερο τραγούδι που έχω ακούσει στη ζωή μου. Αν όμως το δούμε μέσα στο συνολικό πλαίσιο που κινείται το πακέτο «Καιτούλα», τότε ίσως φτάσουμε στο συμπέρασμα πως η «οσμή» του δεν απέχει και πολύ από αυτή των υπόλοιπων σουξέ της. Ούτε άλλαξε το προφίλ της –επί το «ποιοτικότερον»- όταν τραγούδησε και τον έτερο Φοίβο: το Δεληβοριά. Γι’ αυτόν, δεν παίρνω όρκο. Ίσως και να ήταν απ’ τα όνειρα της ζωής του το να τραγουδηθεί από την «άλλη μεριά» και μάλιστα από μια τόσο πρωτοκλασάτη φίρμα. Ίσως πάλι να του έβαλε την ιδέα η εταιρεία.
Η κοινωνία της «κλασικής» μουσικής
Αντίθετα, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, (μα και η Ζωή Φυτούση, αν επεκταθούμε προς τα λαϊκότροπα του Χατζιδάκι και του Ξαρχάκου), δεν διέθετε δα και το καταπληκτικότερο λαρύγγι της υφηλίου. Παρά τούτο, θεωρείται –και είναι- διαχρονικός. Όχι μόνο για τα όποια καλά τραγούδια είπε. Κυρίως, για το γεγονός ότι τα είπε και τα σφράγισε με τον ευδιάκριτο «δικό του» τρόπο, που είναι μάλλον αντιδιαμετρικός με τον ομογενοποιημένο τρόπο της συντριπτικής πλειοψηφίας των σημερινών τραγουδιστών, που νομίζεις ότι το κάνουν επίτηδες για να μην τους ξεχωρίζουμε.
Ακόμα περισσότερο όμως, ο Μενιδιάτης, ο Ρεπάνης, ο Περπινιάδης, η Γιώτα Λίδια, όλοι οι περήφανοι αποσυρθέντες, έχουν να λένε στα εγγόνια τους: «ήμουν κι εγώ εκεί». Στο σωστό σημείο και στο σωστό χρόνο, όταν δηλαδή η δύναμη που απέπνεε το λαϊκό τραγούδι ήταν η ίδια η ζωντανή έκφραση της κοινωνίας και η έννοια «λαϊκός πολιτισμός» είχε πραγματική και όχι φιλολογική υπόσταση. Ήταν ζωντανός, γιατί είχε ενεργό το υποκείμενο: το λαϊκό άνθρωπο, που σκεφτόταν και αισθανόταν υπό το πρίσμα του «συλλογικού». Και δρούσε κατά το δοκούν, ανάλογα με το τι κατέβαζε η κούτρα του.
Για να μην παρεξηγούμαστε αδίκως
Αν τα παραπάνω εκληφθούν ως «νοσταλγία», κακώς. Δεν προτίθεμαι να νοσταλγήσω την παράγκα του ’50, την κοινόχρηστη τουαλέτα ή τη Μακρόνησο, που δεν έζησα, ούτε την ειδυλλιακή περίοδο της χούντας, που θυμάμαι θαμπά. Δεν θρηνώ για τον επικείμενο θάνατο του λαϊκού τραγουδιού, που θα συμβεί αν δεν αλλάξουν δραματικά οι ισορροπίες. Αν δηλαδή δεν υπάρξει ξανά συλλογικός λαϊκός πολιτισμός και δεν ζωντανέψει ο νέος λαϊκός άνθρωπος, που, όμως, θα χειρίζεται κομπιούτερ και θα έχει κινητό. Αν κάτι είναι να πεθάνει, ας πεθάνει. Με ή χωρίς αντίσταση. Δεν είμαι κοινωνιολόγος, ούτε με παίρνει, ατομικά, να ελπίζω στην ανατροπή του υπάρχοντος status. Αυτοί που διακηρύσσουν στα σοβαρά κάτι τέτοιο, η Αριστερά ας πούμε, ας πάρουν υπ’ όψη τους το πόσο πολύπλοκα είναι τα πράγματα στην πραγματική ζωή. Και, παρεμπιπτόντως, ας βγουν κάποτε από τον («εκσυγχρονιστικό» ή «επαναστατικά καθαρό») λήθαργό τους. Στα χρόνια του’ 60, ο Μίμης Δεσποτίδης διέβλεψε τη δύναμη του «Επιτάφιου» του Θεοδωράκη και του Ρίτσου και βρήκε τον τρόπο να τον περάσει στην κοινωνία, στην εκτέλεση με το Μπιθικώτση και το μπουζούκι του Χιώτη, παρά τις θυελλώδεις αρχικές αντιδράσεις του κόμματος και του επίσημου κράτους. Η γενναιότητα, όμως, του απλού κόσμου, που αγκάλιασε τον «Επιτάφιο», έσωσε την παρτίδα. Οι σημερινοί, περιορίζονται απλώς στο ρόλο του γραφικού στα τηλεοπτικά παράθυρα. Για να τελειώνω: σ’ εμένα τουλάχιστον, δεν αρκεί ξερό το σύνθημα «κάτω ο καπιταλισμός».Σημειώσεις:(1) Διονύσης Σαββόπουλος: «Αχαρνής»
(2) Το περιστατικό καταγράφει ο Αργύρης Ζήλος στη συνέντευξή του με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου (ΔΙΦΩΝΟ 84, Σεπτέμβριος 2002)
Η χρονική απόσταση από το δράμα, είναι λογικό να φέρνει τη νοσταλγία, που, με τη σειρά της, συντηρεί τη μυθοποίηση των παλιότερων εποχών. Μ’ αυτή την έννοια, είμαι σχεδόν σίγουρος πως, μετά από είκοσι-τριάντα χρόνια, όλο και κάποιοι θα θυμούνται το Σώτη Βολάνη ή κάποιoυς άλλους cult τύπους των ημερών μας. Υπό την εξής «πονηρή» λεπτομέρεια: ο πανδαμάτωρ χρόνος που θα έχει μεσολαβήσει, θα τους επιτρέπει να «νοσταλγούν», χωρίς να είναι πάντα σε θέση να εξηγήσουν τι ακριβώς νοσταλγούν. Όπως εγώ, αν αφηνόμουν να τρέφομαι καθημερινά με τα σάντουϊτς των γηπέδων, η λοίμωξη, θα αργούσε μεν, θα με επισκεπτόταν δε.
Ο σέντερ φορ και η ομάδα
Αλλά ας πάμε κι άλλα χρόνια πιο πίσω: στου «Κουλουριώτη» ας πούμε, στο Μοσχάτο, το χειμώνα του ’61, εκεί που τραγουδούσε ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα. Τα ερωτήματα ανακύπτουν ένα προς ένα. Τι ήταν αυτό το μαγαζί: Το «Ποσειδώνειο» ή ο «Διογένης» του τότε; Ο Καζαντζίδης; Ένα είδος Πασχάλη Τερζή της εποχής, με φωνητικό χάρισμα ίσως πιο σπουδαίο, που απλώς του «έτυχε» να πέσει στην εποχή με τις παχιές αγελάδες για το μπουζούκι και να πει τα καλύτερα τραγούδια των καλύτερων συνθετών; Γιατί αυτή η εποχή ήταν «τότε» και όχι «άλλοτε»; Επίσης: τι ψυχοσύνθεσης ήτανε το κοινό που –κατά μιλιούνια- επισκεπτόταν το σπίτι του, μόνο και μόνο για του πει πόσο τον λατρεύει; Μαζικά θρησκόληπτο, ένα είδος πιστών της Αγίας Αθανασίας του Αιγάλεω; Και γιατί τα τραγούδια του Καζαντζίδη, τα καλά και τα λιγότερο καλά, ηχούν πάντα ακμαιότατα στο ραδιόφωνο και τα μαγαζιά, όταν κάποια απ’ τα ευπρεπέστερα νεότερα (για παράδειγμα «Των αγγέλων τα μπουζούκια»), πριν συμπληρώσουν δεκαετία στην πιάτσα, ακούγονται κουρασμένα, σαν να έχουν ήδη φάει τα ψωμιά τους;
Μιλώ για το Στέλιο Καζαντζίδη, την αιχμή του δόρατος του λαϊκού τραγουδιού. Είναι η αιχμή, ακριβώς γιατί υπάρχει το ίδιο το δόρυ. Ο Μάρκος, ο Τσιτσάνης, οι αφανείς, το χασάπικο, το ζεϊμπέκικο, η νύχτα, τα παρελκόμενα. Αλλά, κυρίως, το κοινό, το λαϊκό –και καμμιά φορά το λόγιο σε απόδραση, μεσοαστικό ή μεγαλοαστικό- κοινό, που δίνει υπόσταση στο «είδος» και μεροκάματο στους ανθρώπους του. Δεν είναι ζήτημα απλώς ταξικό, αν και η εμφανής κατ’ αρχήν ταξικότητα του λαϊκού τραγουδιού επεκτείνεται και πέραν των (πολιτικών και άλλων) ορίων που δείχνουν να της αναλογούν. Φαντάζομαι δηλαδή το μακαρίτη –παρακρατικό- Γκοτζαμάνη, πριν καβαλήσει το τρίκυκλο και πάει να σκοτώσει το Γρηγόρη Λαμπράκη, να αυτοσυγκεντρώνεται μουρμουρίζοντας «Αν ειν’ η μοίρα μου σακατεμένη» και, δυστυχώς γι’ αυτόν, η ζωή να μη τον διαψεύδει. Για να μη μιλήσω για τον ιδιοφυή κατά τα άλλα Άκη Πάνου και κάποιες ιδιόρρυθμες απόψεις του, που λίγο απέχουν απ’ το να χαρακτηριστούν ως φασιστικές.
Το άγχος του φαβορί
Τι να’ ναι αυτό άραγε που κάνει το μίγμα τόσο εκρηκτικό; Η δύναμη του «αυθεντικού» μήπως; Ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης πάντως, σαφής και κατηγορηματικός, αφήνει εμβρόντητη τη νεαρή δημοσιογράφο που του δηλώνει το θαυμασμό της στην «αυθεντική» τέχνη του, όταν της λέει: «κορίτσι μου, ακόμα κι ένα ρέψιμο μπορεί να’ ναι αυθεντικό!» (2) Το ίδιο μπέρδεμα συμβαίνει και σήμερα, όταν, στην απλή ιδιαιτερότητα, κάποιοι προσδίδουν την απαίτηση που έχουν από την «πρωτοπορία». Πόσοι, έξυπνοι και έμπειροι, δεν «μάσησαν», προ δεκαετίας, αναγορεύοντας ας πούμε τον Χρήστο Κυριαζή σε μέντορα του νέου, «εκφραστικού» τραγουδιού; Το «Έχω κλάψει», όμως, η το «Επιμένω», δεν ακούγονται πια. Κάποιοι άλλοι, στις μέρες μας, προσπαθούν να κάνουν το ίδιο με τον Γιώργο Μαργαρίτη. Όσο κι αν μου είναι συμπαθής, υποψιάζομαι αδιέξοδο στην υπόθεση. Για να μην πάμε στην περίπτωση του συγχωρεμένου Στράτου Διονυσίου, που, αν μιλήσουμε για το μέταλλο της φωνής του, θα πρέπει να αναφερθούμε και στο πως το διαχειρίστηκε, στην ακμή του τουλάχιστον, όταν ο ίδιος έδειχνε να κάνει κουμάντο στο ρεπερτόριο και τα μαγαζιά. Η στην πολύ καλή τραγουδίστρια Ρίτα Σακελλαρίου, που δεν ήταν προετοιμασμένη για το βάρος της «πρώτης φίρμας», γι’ αυτό και δεν το άντεξε. Η, ακόμα, στον -αγαπημένο μου- Γιώργο Ζαμπέτα, που κόντεψε να τινάξει στον αέρα το σπάνιο (μουσικό και επικοινωνιακό) ταλέντο του, διασπείροντάς το, από ένα σημείο και πέρα, σε γραφικότητες, ειδικά επί επταετίας.
Το Ρίο…
Εντάξει, το λαϊκό τραγούδι δεν είναι ο γερμανικός στρατός με την πειθαρχία και την αυστηρότητά του. Ούτε παρθεναγωγείο, για να μην σηκώνει σαχλαμάρες, μικρού ή μεγαλύτερου βεληνεκούς. Άνθρωποι το σήκωσαν στις πλάτες τους και δη της πλαϊνής πόρτας, χωρίς πτυχία και περγαμηνές, αν αυτά κάνουν τη διαφορά. Τότε, όμως, γιατί η «καταξιωμένη» περίοδος, από τα ρεμπέτικα του ’30 μέχρι «Η ζωή μου όλη», με ενδιάμεσο κόμβο τα τραγούδια του Θεοδωράκη (όταν δεν αυτονομούνται προς άλλες κατευθύνσεις), παραμένει αξεπέραστο σημείο αναφοράς; Γιατί δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο και σήμερα, τι λείπει;
Η απάντηση δεν βρίσκεται σε πανεπιστημιακά συγγράμματα. Είναι απλή, όσο κι αν κάνουμε πως δεν την βλέπουμε. Οι αναλογίες δεν είναι οι ίδιες, γιατί ο ρόλος του λαϊκού τραγουδιού (αλλά και όλης της τέχνης που άπτεται του «λαϊκού») δεν είναι πια ο ίδιος. Ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, ας πούμε, δεν είναι ο Πάνος Γαβαλάς του σήμερα, κι ας μην του λείπουν τα προσόντα. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο ηθοποιός Σπύρος Παπαδόπουλος (φίλοι μου και οι δύο, ελπίζω να μην παρεξηγηθούμε) δεν είναι ο Νίκος Σταυρίδης, έστω κι αν είναι το ίδιο «Ολυμπιακός» μ’ αυτόν. Αναφέρομαι σε ορθόδοξες περιπτώσεις, που, τουλάχιστον, δεν ελέγχονται για παρέκκλιση προς το ευτελές.
…και το Αντίρριο
Κάποιοι άλλοι, που ενέχονται στο ακραιφνές «εμπορικό», δεν είναι απαραίτητο να είναι ατάλαντοι και να κάνουν μόνο κακά τραγούδια. Το τραγούδι «Χαμένα» του Φοίβου, για παράδειγμα, που πριν από πέντε-έξι χρόνια τραγούδησε η Καίτη Γαρμπή, δεν είναι και το χειρότερο τραγούδι που έχω ακούσει στη ζωή μου. Αν όμως το δούμε μέσα στο συνολικό πλαίσιο που κινείται το πακέτο «Καιτούλα», τότε ίσως φτάσουμε στο συμπέρασμα πως η «οσμή» του δεν απέχει και πολύ από αυτή των υπόλοιπων σουξέ της. Ούτε άλλαξε το προφίλ της –επί το «ποιοτικότερον»- όταν τραγούδησε και τον έτερο Φοίβο: το Δεληβοριά. Γι’ αυτόν, δεν παίρνω όρκο. Ίσως και να ήταν απ’ τα όνειρα της ζωής του το να τραγουδηθεί από την «άλλη μεριά» και μάλιστα από μια τόσο πρωτοκλασάτη φίρμα. Ίσως πάλι να του έβαλε την ιδέα η εταιρεία.
Η κοινωνία της «κλασικής» μουσικής
Αντίθετα, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, (μα και η Ζωή Φυτούση, αν επεκταθούμε προς τα λαϊκότροπα του Χατζιδάκι και του Ξαρχάκου), δεν διέθετε δα και το καταπληκτικότερο λαρύγγι της υφηλίου. Παρά τούτο, θεωρείται –και είναι- διαχρονικός. Όχι μόνο για τα όποια καλά τραγούδια είπε. Κυρίως, για το γεγονός ότι τα είπε και τα σφράγισε με τον ευδιάκριτο «δικό του» τρόπο, που είναι μάλλον αντιδιαμετρικός με τον ομογενοποιημένο τρόπο της συντριπτικής πλειοψηφίας των σημερινών τραγουδιστών, που νομίζεις ότι το κάνουν επίτηδες για να μην τους ξεχωρίζουμε.
Ακόμα περισσότερο όμως, ο Μενιδιάτης, ο Ρεπάνης, ο Περπινιάδης, η Γιώτα Λίδια, όλοι οι περήφανοι αποσυρθέντες, έχουν να λένε στα εγγόνια τους: «ήμουν κι εγώ εκεί». Στο σωστό σημείο και στο σωστό χρόνο, όταν δηλαδή η δύναμη που απέπνεε το λαϊκό τραγούδι ήταν η ίδια η ζωντανή έκφραση της κοινωνίας και η έννοια «λαϊκός πολιτισμός» είχε πραγματική και όχι φιλολογική υπόσταση. Ήταν ζωντανός, γιατί είχε ενεργό το υποκείμενο: το λαϊκό άνθρωπο, που σκεφτόταν και αισθανόταν υπό το πρίσμα του «συλλογικού». Και δρούσε κατά το δοκούν, ανάλογα με το τι κατέβαζε η κούτρα του.
Για να μην παρεξηγούμαστε αδίκως
Αν τα παραπάνω εκληφθούν ως «νοσταλγία», κακώς. Δεν προτίθεμαι να νοσταλγήσω την παράγκα του ’50, την κοινόχρηστη τουαλέτα ή τη Μακρόνησο, που δεν έζησα, ούτε την ειδυλλιακή περίοδο της χούντας, που θυμάμαι θαμπά. Δεν θρηνώ για τον επικείμενο θάνατο του λαϊκού τραγουδιού, που θα συμβεί αν δεν αλλάξουν δραματικά οι ισορροπίες. Αν δηλαδή δεν υπάρξει ξανά συλλογικός λαϊκός πολιτισμός και δεν ζωντανέψει ο νέος λαϊκός άνθρωπος, που, όμως, θα χειρίζεται κομπιούτερ και θα έχει κινητό. Αν κάτι είναι να πεθάνει, ας πεθάνει. Με ή χωρίς αντίσταση. Δεν είμαι κοινωνιολόγος, ούτε με παίρνει, ατομικά, να ελπίζω στην ανατροπή του υπάρχοντος status. Αυτοί που διακηρύσσουν στα σοβαρά κάτι τέτοιο, η Αριστερά ας πούμε, ας πάρουν υπ’ όψη τους το πόσο πολύπλοκα είναι τα πράγματα στην πραγματική ζωή. Και, παρεμπιπτόντως, ας βγουν κάποτε από τον («εκσυγχρονιστικό» ή «επαναστατικά καθαρό») λήθαργό τους. Στα χρόνια του’ 60, ο Μίμης Δεσποτίδης διέβλεψε τη δύναμη του «Επιτάφιου» του Θεοδωράκη και του Ρίτσου και βρήκε τον τρόπο να τον περάσει στην κοινωνία, στην εκτέλεση με το Μπιθικώτση και το μπουζούκι του Χιώτη, παρά τις θυελλώδεις αρχικές αντιδράσεις του κόμματος και του επίσημου κράτους. Η γενναιότητα, όμως, του απλού κόσμου, που αγκάλιασε τον «Επιτάφιο», έσωσε την παρτίδα. Οι σημερινοί, περιορίζονται απλώς στο ρόλο του γραφικού στα τηλεοπτικά παράθυρα. Για να τελειώνω: σ’ εμένα τουλάχιστον, δεν αρκεί ξερό το σύνθημα «κάτω ο καπιταλισμός».Σημειώσεις:(1) Διονύσης Σαββόπουλος: «Αχαρνής»
(2) Το περιστατικό καταγράφει ο Αργύρης Ζήλος στη συνέντευξή του με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου (ΔΙΦΩΝΟ 84, Σεπτέμβριος 2002)
7 σχόλια:
Πολύ καλή κίνηση, Ηρακλή! Ο Αλέξης Βάκης είναι ένας πολυπράγμονας άνθρωπος του λαϊκού- και όχι μόνο- τραγουδιού: συνθέτης, ενορχηστρωτής, αρθρογράφος, δημ/φος, ραδιοφωνικός παραγωγός. Μήπως να άνοιγε κι ένα δικό του blog;
Γεια σου Αντώνη! Ωχ, αν ανοίξει μπλογκ δικό του ο Αλέξης, τότε δεν θα έχω τι να ανεβάσω στα Προάστια...καλύτερα να μην του βάζουμε ιδέες. Αστειεύομαι φυσικά.
Τα λέμε σύντομα, κι από κοντά. Καλή μετακόμιση!
Εξαιρετική η πρωτοβουλία του κου Βάκη να εμπιστευτεί στα Μουσικά Προάστια παλιότερα και (ελπίζω) νεώτερα κείμενά του.
Όσο για το συγκεκριμένο κείμενο, θυμήθηκα ξανά την εντύπωση που μου είχε κάνει και τότε που το διάβασα στο Δίφωνο. Ευφυής γραφή, θέτει ουσιαστικό προβληματισμό γύρω από το λαϊκό τραγούδι και ανοίγει μεγάλες συζητήσεις που βρίσκουν στα Μουσικά Προάστια το καταλληλότερο έδαφος για να αναπτυχθούν.
Την καλημέρα μου
Καλησπέρα και από εδώ!! Πρέπει να σου πω ότι με εξέπληξε η αισθητική και ιδεολογική καθαρότητα του μπλογκ σου!! Δεν μπορώ να μην σχολιάσω την σύνθεση της σελίδας σου, την γραμματοσειρά, την επιλογή χρώματος, που την κάνουν ξεχωριστή και το κυριότερο ξεκούραστη και ευανάγνωστη! Σαν καλό βιβλίο! (πάρα πολλά μπλογκς πάσχουν σ αυτό το σημείο!)
Ιδεολογικά δε, στο καλωσόρισμα δίνεις απόλυτα το στίγμα!
Θα περνάω να σε διαβάζω!! Να σαι καλά!
Καταπληκτικό κείμενο με πολύ σοβαρούς προβληματισμούς.
Εγώ πραγματικά έχω την απορία ποιός είναι ο ορισμός του λαϊκού τραγουδιού.Υπάρχει;Κι αν υπάρχει ποιός τον ξέρει και πώς βαφτίζεται ένα τραγούδι λαϊκό ή όχι;Αρκεί η ύπαρξη του μπουζουκιού,ο ζεϊμπέκικος ρυθμός ή η ευρεία αποδοχή από τα λαϊκά στρώματα για να χαρακτηριστεί ένα τραγούδι λαϊκό;Noμίζω αυτά είναι τα ερωτήματα που εύστοχα εγείρει το άρθρο και σηκώνουν βεβαια πολλή κουβέντα.
@ Άρωμα
Μάκη, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Είναι γεγονός ότι η γραφίδα του Βάκη λέει τα πράγματα με το όνομά τους, μακριά από προσχήματα και δημόσιες σχέσεις. Μακάρι να μας εμπιστευτεί και καινούργια του κείμενα, αν και ο άνθρωπος ήδη γράφει σε μηνιαία και τριμηνιαία βάση για το "Δίφωνο" και τον "Μετρονόμο" αντίστοιχα. Μην τον παραφορτώσουμε κιόλας!
@ Ισμήνη
Αν εγκρίνεις εσύ Ισμήνη το αισθητικό μέρος, τότε το μπλογκ είναι σε καλό δρόμο. Αλλά τότε τι να πω εγώ για τα πανέμορφα ζωγραφικά έργα σου που κοσμούν το δικό σου μπλογκ;
@ Stepas
Πραγματικά κρίσιμα τα ερωτήματά σου, τα οποία φυσικά δεν περιορίζονται στο χώρο της μουσικής αλλά αναφέρονται στην τέχνη και στον πολιτισμό συνολικά. Απαντήσεις;
Δημοσίευση σχολίου