«Άνθρωπος στο πηγάδι»
(απόσπασμα - προδημοσίευση)
του Μάνου Ελευθερίου
εκδόσεις Μεταίχμιο, 2008
Για όλα έφταιξαν εκείνα τα ερείπια. Τα αναμμένα πολύφωτα και οι πολυέλαιοι που νόμισε ότι είδε ανάμεσά τους. Αμέσως μόλις μπήκαν στο χωματόδρομο τον τύφλωσε ξαφνικά ο απογευματινός ήλιος. Χιόνιζε κρύσταλλα και φώτα. Κατέβηκε αλαφιασμένος απ’ το ταξί και προχώρησε για ν’ απολαύσει το θαύμα από κοντά.
Χωρίς να το καταλάβει όμως, για να αποφύγει να πατήσει μια σαύρα, και πριν προλάβει να θαυμάσει τα ωραία της χρώματα και την ευλυγισία της, παραπάτησε, μπερδεύτηκε στ’ αγριόχορτα, γλίστρησε στα σαρκώδη φύλλα τους κι έπεσε σ’ ένα μικρό πηγάδι με ελάχιστο, ευτυχώς, νερό. Ούτε φαινόταν κανένα άνοιγμα για να τον προειδοποιήσει ότι πρέπει να προσέχει. Τα χόρτα είχαν θεριέψει ολόγυρα και είχαν καλύψει ολόκληρο σχεδόν το στόμιο του πηγαδιού.
Η πτώση του επιβραδύνθηκε από τις χιλιάδες μικρές και μεγάλες τριχοειδείς ρίζες των δέντρων, που είχαν κατακλύσει το πηγάδι απ’ όλες τις μεριές. Έμοιαζε σαν να ’πεσε επάνω σε κάποιο διχτυωτό πλέγμα, το οποίο υποχώρησε και σκίστηκε από το βάρος του σώματός του, και από το άνοιγμα που δημιουργήθηκε έπεσε σε κάποιο άλλο, ίδιο ακριβώς με το προηγούμενο, που κι εκείνο σκίστηκε και υποχώρησε, κι έπεσε σ’ ένα τρίτο, και ίσως τέταρτο. Παρόμοιο σχεδόν με το προστατευτικό δίχτυ που έχουν οι ακροβάτες στο τσίρκο.
Ασυναίσθητα, και με σφιχτά κλεισμένα μάτια, άρπαζε όσες ρίζες μπορούσε στην πτώση του, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει το άσχημο στραμπούληγμα στο αριστερό του πόδι, που άγγιξε πρώτο τον πάτο του πηγαδιού μέσα στο νερό. Τον πόνο θα τον ένιωθε αργότερα. Όσο για το τράνταγμα σε όλο του το σώμα, μπορεί να μην ήταν μοιραίο, ήταν όμως αρκετά δυνατό και τελείως ξαφνικό για να νιώσει ένα μεγάλο κενό, και θα περνούσαν πολλές ώρες για να συνέλθει. Ακριβώς το ίδιο αλλά σε μικρότερη κλίμακα βέβαια, ένιωσε μόλις προχτές έξω από την πόρτα της πολυκατοικίας του, όταν τα πόδια του, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκαν στην άσφαλτο του δρόμου από το ελάχιστο ύψος του πεζοδρομίου όπου στεκόταν.
Όταν προσγειώθηκε στον πάτο του πηγαδιού, σήκωσε τα χέρια του ψηλά –τον ενοχλούσε κιόλας το σακίδιο στην πλάτη του- και προσπάθησε να κάνει ένα κάποιο άνοιγμα ανάμεσα στις ρίζες για να δει λίγο φως.
Μέσα στον πανικό του, τα χέρια του στριφογυρνούσαν νευρικά και από μόνα τους, ξερίζωνε όσες ρίζες μπορούσε, πολλές έσπαγαν με ευκολία, άλλες όμως, οι μεγαλύτερες, αντιστέκονταν. Τις λύγιζε και τις τύλιγε πολλές μαζί και προσπαθούσε να τις κολλήσει κατά κάποιον τρόπο στα τοιχώματα.
Έγινε κάποιο άνοιγμα. Είδε λίγο ουρανό ανάμεσα από τα χόρτα που κατακλύζανε το στόμιο του πηγαδιού. Έπρεπε να ’χει ένα καλάμι. Θα τα χτυπούσε με δύναμη. Με μανία. Θα τα ’λιωνε.
του Μάνου Ελευθερίου
εκδόσεις Μεταίχμιο, 2008
Για όλα έφταιξαν εκείνα τα ερείπια. Τα αναμμένα πολύφωτα και οι πολυέλαιοι που νόμισε ότι είδε ανάμεσά τους. Αμέσως μόλις μπήκαν στο χωματόδρομο τον τύφλωσε ξαφνικά ο απογευματινός ήλιος. Χιόνιζε κρύσταλλα και φώτα. Κατέβηκε αλαφιασμένος απ’ το ταξί και προχώρησε για ν’ απολαύσει το θαύμα από κοντά.
Χωρίς να το καταλάβει όμως, για να αποφύγει να πατήσει μια σαύρα, και πριν προλάβει να θαυμάσει τα ωραία της χρώματα και την ευλυγισία της, παραπάτησε, μπερδεύτηκε στ’ αγριόχορτα, γλίστρησε στα σαρκώδη φύλλα τους κι έπεσε σ’ ένα μικρό πηγάδι με ελάχιστο, ευτυχώς, νερό. Ούτε φαινόταν κανένα άνοιγμα για να τον προειδοποιήσει ότι πρέπει να προσέχει. Τα χόρτα είχαν θεριέψει ολόγυρα και είχαν καλύψει ολόκληρο σχεδόν το στόμιο του πηγαδιού.
Η πτώση του επιβραδύνθηκε από τις χιλιάδες μικρές και μεγάλες τριχοειδείς ρίζες των δέντρων, που είχαν κατακλύσει το πηγάδι απ’ όλες τις μεριές. Έμοιαζε σαν να ’πεσε επάνω σε κάποιο διχτυωτό πλέγμα, το οποίο υποχώρησε και σκίστηκε από το βάρος του σώματός του, και από το άνοιγμα που δημιουργήθηκε έπεσε σε κάποιο άλλο, ίδιο ακριβώς με το προηγούμενο, που κι εκείνο σκίστηκε και υποχώρησε, κι έπεσε σ’ ένα τρίτο, και ίσως τέταρτο. Παρόμοιο σχεδόν με το προστατευτικό δίχτυ που έχουν οι ακροβάτες στο τσίρκο.
Ασυναίσθητα, και με σφιχτά κλεισμένα μάτια, άρπαζε όσες ρίζες μπορούσε στην πτώση του, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει το άσχημο στραμπούληγμα στο αριστερό του πόδι, που άγγιξε πρώτο τον πάτο του πηγαδιού μέσα στο νερό. Τον πόνο θα τον ένιωθε αργότερα. Όσο για το τράνταγμα σε όλο του το σώμα, μπορεί να μην ήταν μοιραίο, ήταν όμως αρκετά δυνατό και τελείως ξαφνικό για να νιώσει ένα μεγάλο κενό, και θα περνούσαν πολλές ώρες για να συνέλθει. Ακριβώς το ίδιο αλλά σε μικρότερη κλίμακα βέβαια, ένιωσε μόλις προχτές έξω από την πόρτα της πολυκατοικίας του, όταν τα πόδια του, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκαν στην άσφαλτο του δρόμου από το ελάχιστο ύψος του πεζοδρομίου όπου στεκόταν.
Όταν προσγειώθηκε στον πάτο του πηγαδιού, σήκωσε τα χέρια του ψηλά –τον ενοχλούσε κιόλας το σακίδιο στην πλάτη του- και προσπάθησε να κάνει ένα κάποιο άνοιγμα ανάμεσα στις ρίζες για να δει λίγο φως.
Μέσα στον πανικό του, τα χέρια του στριφογυρνούσαν νευρικά και από μόνα τους, ξερίζωνε όσες ρίζες μπορούσε, πολλές έσπαγαν με ευκολία, άλλες όμως, οι μεγαλύτερες, αντιστέκονταν. Τις λύγιζε και τις τύλιγε πολλές μαζί και προσπαθούσε να τις κολλήσει κατά κάποιον τρόπο στα τοιχώματα.
Έγινε κάποιο άνοιγμα. Είδε λίγο ουρανό ανάμεσα από τα χόρτα που κατακλύζανε το στόμιο του πηγαδιού. Έπρεπε να ’χει ένα καλάμι. Θα τα χτυπούσε με δύναμη. Με μανία. Θα τα ’λιωνε.
Για όλα έφταιξαν, από μακριά, εκείνα τα ερείπια και η τέντα, το σκεβρωμένο παγκάκι δίπλα στο πηγάδι, καμωμένο κάποτε από ωραίο ξύλο, με σκαλίσματα και γερή σιδεριά, που τα πόδια του καταλήγανε στο χώμα με νύχια πουλιών, και ιδίως τα δύο τεράστια δέντρα.
Πάνω από το παγκάκι υψωνόταν μια σκισμένη και δίχως χρώμα τέντα από καραβόπανο, φτιαγμένη ασφαλώς πολύ αργότερα από το σπίτι που κείτονταν ολόγυρα σε ερείπια, γιατί φαινόταν η ατζαμοσύνη εκείνων που τη στερέωσαν με σκοινιά πάνω σε χοντρούς πασσάλους, έξι τον αριθμό.
Τα μόνα δέντρα που υπήρχαν σ' αυτή την ερημική έκταση, σαν όαση στη μέση μιας ερήμου, ήταν ένας λυγερός πανύψηλος φοίνικας, ακλάδευτος από χρόνια, γιατί κρέμονταν από ψηλά τα θλιβερά, ξερά κλαδιά του, ένας τεράστιος γέρικος φίκος με πολύ χοντρό κορμό γεμάτο ρόζους και κλωνάρια με στιλπνά καταπράσινα φύλλα, κατοικία εκατοντάδων πουλιών, που καταφθάνανε κάθε απόγευμα όλα μαζί, την ίδια ακριβώς ώρα, και μια συκιά πεσμένη ολόκληρη σχεδόν στο χώμα, γεμάτη με μικρούς πράσινους καρπούς, άγουρους ακόμη. Καρπούς ή άνθη τα λένε; Πώς να ζητήσει βοήθεια απ' τα πουλιά και τα δέντρα;
(...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου