Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

Για το "Drom" της Νικολέττας Αναστασίου





Νικολέττα Αναστασίου
DROM
ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ


Υπάρχουν στιγμές που είναι προτιμότερο να σιωπάς, παρά να επιβαρύνεις με λέξεις ένα έργο καταδικασμένο να μιλάει κατευθείαν στις αισθήσεις του ανθρώπου. Θα προτιμούσα δηλαδή να μοιράσω σε κάθε αναγνώστη από ένα αντίτυπο του νέου δίσκου "DROM" της πρωτοεμφανιζόμενης Νικολέττας Αναστασίου παρά να γράψω το οτιδήποτε σχετικό με αυτόν. Επειδή όμως δεν έχω τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο, θα προσπαθήσω με λέξεις να μεταφέρω μια υποψία της ιστορίας που γράφεται σε (και με) αυτό το δίσκο.

Η βάση στην οποία πατάνε τα τραγούδια της Αναστασίου είναι τα τραγούδια των Τσιγγάνων της Ευρώπης (Ουγγαρία, Σερβία, Ρουμανία, Ρωσία κ.α.). Περσινά ξινά σταφύλια και ξαναζεσταμένο φαγητό; Το αντίθετο. Μου φαίνεται πολύ πιο τίμιο να σκύβει κάποιος δημιουργικά σε μια υπάρχουσα μουσική παράδοση, σε ένα ζωντανό σώμα ήχων και ρυθμών, παρά να αντιγράφει ολόκληρα συμφωνικά έργα και να γίνεται έτσι γνωστός σε όλη την Ευρώπη (ακούστε την "Ciocarlia" του μεγάλου Ρουμάνου συνθέτη George Enescu σε αντιπαραβολή με το σάουντρακ της ταινίας "Underground", και θα καταλάβετε). Η Αναστασίου αναβαπτίζει παλιές, παραδοσιακές τσιγγάνικες μελωδίες και τις βγάζει από την κολυμπήθρα ολοζώντανες και πεντακάθαρες, χωρίς φρου-φρου και αρώματα και εξηλεκτρισμένα φτιασιδώματα. Για ένα κοινό που θεωρεί συνώνυμα της τσιγγάνικης μουσικής τα αντίγραφα του Μπρέγκοβιτς, η εμπειρία της ακρόασης αυτού του δίσκου θα είναι καθαρτική. Το βιολί της Jamie Smith, η κιθαρα του Κώστα Βαβίτσα, το εκρηκτικό ακορντεόν του Βασίλη Ζιάκα και τα κρουστά του Γιώργου Φασόλη αποτυπώνουν παιχνιδιάρικα, αλλά με επαγγελματική ακρίβεια και πιστότητα, τα 11 τραγούδια του δίσκου.

Σε μια κουβέντα, ο Μάνος Ελευθερίου είχε πει κάποτε ότι "το τραγούδι πρέπει να λέει μια ιστορία". Η στιχουργική της Αναστασίου ακολουθεί ακριβώς αυτό το δόγμα: τραγούδια-ιστορίες, τραγούδια-παραμύθια, για σπόρους, σταχτομπούτες και σεντούκια ριζωμένα μες στα δέντρα. Τραγούδια με αρχή και τέλος, χωρίς βαθυστόχαστη και φιλοσοφημένη πτωμαΐνη. Περίτεχνες ομοιοκαταληξίες και παπούτσια πάνινα ο ακροατής δεν θα βρει, παρά μόνο απλότητα και τη δύναμη της αφήγησης, και όχι των σκόρπιων λέξεων. Το μόνο που δεν χρειάζεται είναι η προστακτική, και από αυτήν η Αναστασίου παραθέτει μπόλικη. Ελπίζω να αποτελεί απλά νόθο τέκνο του ενθουσιασμού της η ευρεία χρήση παραινέσεων στους στίχους της, για την οποία φυσικά δεν φταίει η ίδια. Άλλοι κοτζάμ τίτλο δίσκου έβγαλαν, στον οποίον διδακτικά προτρέπουν το κοινό να τραγουδήσει και να μην ντρέπεται....στην Αναστασίου θα κολλήσουμε;

Ερμηνευτικά, η ίδια ζει τα τραγούδια της με πάθος, αλλά δεν χρησιμοποιεί περιττούς αναστεναγμούς και αγκομαχητά για να μας πείσει γι' αυτό. Το σημαντικότερο, διαλέγει τραγούδια που ταιριάζουν στο ηχόχρωμά της και ανοίγουν δρόμο για τις εντυπωσιακές πραγματικά φωνητικές δυνατότητες της, όπως π.χ. αυτές ξεδιπλώνονται στο τέλος του "Μεσαιωνικού παραμυθιού".

Τα λόγια της Αναστασίου από το πανέμορφο βιβλιαράκι του δίσκου αποτυπώνουν, τέλος, με σαφήνεια το βασικό ερέθισμα της δημιουργού: "Drom στα τσιγγάνικα σημαίνει δρόμος, πορεία, απεραντοσύνη...Και ίαμα γίνεται η φλόγα της μουσικής των τσιγγάνων, γιατί καίει μέσα σου την αδράνεια και σε ωθεί να βαδίσεις στο δικό σου drom χορεύοντας με βήματα που σου υπαγορεύει το ένστικτο".

Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Συνέντευξη του Νίκου Ανδρουλάκη στο περιοδικό "Ξαστεριά"

Ο Νίκος Ανδρουλάκης συνιστά πρότυπο ερμηνευτή που μπορεί να είναι σύγχρονος και παραδοσιακός μαζί. Η πορεία του, που ξεκίνησε από το Ηράκλειο Κρήτης, περιλαμβάνει πέντε προσωπικούς δίσκους, με πιο πρόσφατο τα "Λαλήματα Ονείρου" με τραγούδια από την Κρήτη και τη Σμύρνη. Στην προσωπική του ιστοσελίδα (www.nikosandroulakis.gr), ανακαλύψαμε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε στην Μαρία-Στέλα Ζεάκη για το περιοδικό ΄ΞΑΣΤΕΡΙΑ΄ τεύχος 6 - Μάρτιος 2007, την οποία και αναδημοσιεύουμε με την ευγενική άδεια του ερμηνευτή. Μ.Π.







Που γεννηθήκατε και που μεγαλώσατε; Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με την μουσική και πότε ήταν η πρώτη σας επαφή με αυτήν;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο όμορφο Αβδού Πεδιάδος που απέχει 38χ.λ.μ από το Ηράκλειο, και ανήκει στο Δήμο Χερσονήσου. Στα πρώτα μου βήματα σημαντικό ρόλο έπαιξε η οικογένεια μου, και ιδιαίτερα ο πατέρας μου που τυχαίνει να είναι ο λυράρης Μανώλης Ανδρουλάκης. Επίσης είχα την συμπαράσταση της μάνας μου, της αδελφής μου, των δασκάλων μου αλλά και των φίλων μου. Ο καθένας με βοηθούσε με τον δικό του τρόπο. Πώς να περιγράψει κανείς τα γλέντια, τις καντάδες-τον σπάνιο συνδυασμό φωνών και μουσικής στα σοκάκια και στα παραθύρια, τις έξυπνες κουβέντες και τα ατέλειωτα ξενύχτια; Σ΄ αυτό τον ευλογημένο τόπο άρχισα να ΄απλώνω΄ τα όνειρα μου…Σήμερα αισθάνομαι τυχερός που μπόρεσα να ΄μπω΄ στο δρόμο της μουσικής και του τραγουδιού.

Πότε ήρθατε στην Αθήνα και ποιος ο λόγος;

Στην Αθήνα ήρθα στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, και ο λόγος ήταν ότι εκείνη την εποχή στο Ηράκλειο, δεν υπήρχε παρά μόνο το κρατικό ραδιόφωνο και τρία-τέσσερα μαγαζιά. Όπως καταλαβαίνετε οι συνθήκες δεν ήταν οι καλύτερες για να προχωρήσει κανείς, σε αντίθεση με το σήμερα, που έχει αλλάξει κατά πολύ το τοπίο. Έχει μπει πολύ νερό στο αυλάκι, και πια το έδαφος είναι πρόσφορο, για καλλιτεχνικές αναζητήσεις.

Η πορεία σας. Πώς ξεκινήσατε στην Αθήνα, με ποιους ήρθατε σε επαφή και ποιους συνεργαστήκατε;

Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα θα τα χαρακτήριζα χρόνια αγωνίας, για το αν θα μπορούσα να κάνω αυτό που είχα στο μυαλό μου. Ήθελα να συνεργαστώ με συνθέτες, που άκουγα τα τραγούδια τους στο ράδιο και στους δίσκους, και μου άρεσαν πολύ. Αυτό συνέβη θα έλεγα με τον καλύτερο τρόπο, γιατί με πήραν στις συναυλίες τους, και μου εμπιστεύτηκαν τα τραγούδια τους, σε δίσκους. Με τον Γ. Μαρκόπουλο κάναμε πολλές συναυλίες, στο Ηρώδειο(1988,2004 και 2005), στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (1994), σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας, στην Ευρώπη και στην Κύπρο. Με τον Γ. Σταυριανό συναυλίες στην Κρήτη και στην Αθήνα, αλλά και δύο τον Δεκέμβριο του ΄86, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Με τον Λίνο Κόκοτο συναυλίες και δισκογραφία, και με τον Χριστόδουλο Χάλαρη συνεργασία στον δίσκο ΄Κρητών Έπος΄ (1991), που ο συνθέτης έκανε την ενοργάνωση. Από τα μέσα της δεκαετίας του΄90 και μέχρι σήμερα συνεργάστηκα, με νεότερους δημιουργούς όπως: Ηλίας Κατσούλης, Γιώργος Δεσποτίδης, Παντελής Θαλασσινός, Γιώργης Θεοχαρόπουλος, Θανάσης Νικόπουλος, Γιάννης Νικολάου, Γιώργος Αρσενίδης, Αντώνης Πετράτος, Γιάννης Παξιμαδάκης, Χαρούλα Βερίγου κ.ά.

Πέρα από την αλλαγή ζωής από την επαρχία στην πόλη, συναντήσατε δυσκολίες στους κύκλους της μουσικής και της δισκογραφίας;

Κάθε αρχή και δύσκολη. Όταν όμως αγαπάς και πιστεύεις αυτό που κάνεις βρίσκεις το δρόμο σου. Εγώ πάντως, δεν θάλεγα ότι ταλαιπωρήθηκα και πολύ, γιατί όπως είπα πριν, ήξερα τι ήθελα και προχωρούσα προς αυτή την κατεύθυνση σταθερά. Δεν ήθελα τη μια μέρα το ένα, και την άλλη μέρα το άλλο. Εκεί είναι που τα πράγματα μπερδεύονται και χάνεις τον προσανατολισμό σου.

Είναι δεδομένο ότι μειονότητα υποστηρίζει το έντεχνο τραγούδι και ακόμα λιγότεροι το παραδοσιακό. Θα ερμηνεύατε τραγούδια πιο ΄΄εμπορικά΄΄ επειδή θα ΄΄πουλούσαν΄΄ και θα προσέλκυαν μεγαλύτερο κοινό;

Δεν συμφωνώ μαζί σας. Αυτό θέλουν να μας περάσουν, η μάλλον αυτό προσπαθούν να μας περάσουν, και σ΄ ένα βαθμό το έχουν καταφέρει. Θα πω κάτι, και ας το προσέξουμε όλοι. Μας παρουσιάζουν τις μειοψηφίες για πλειοψηφίες! Σήμερα κανείς δεν γνωρίζει τις πραγματικές πωλήσεις ενός ηχογραφήματος. Με ένα δελτίο τύπου και καμιά τριανταριά διαφημιστικά ο δίσκος γίνεται …πλατινένιος!!!Τώρα εγώ, για την δική μου ισορροπία, βλέπω τα πράγματα με ξεχωριστή ματιά, και κάνω ότι μπορώ να προστατέψω την άποψη μου, την αισθητική μου και το τραγούδι μου.



Η δισκογραφική σας πορεία. Υπάρχει κάποιος δίσκος που τον ξεχωρίζεται και αν ναι, γιατί;

Η δισκογραφική μου διαδρομή ξεκίνησε με συμμετοχές σε δίσκους: ΄Κρητών Έπος΄ με τρία τραγούδια, ΄Ζωγραφιές και Χρώματα΄ του Λίνου Κόκοτου(1993) με τέσσερα τραγούδια, συμμετοχή στο δίσκο με την μουσική και τα τραγούδια που έγραψε ο Μαρκόπουλος(1994), για την ΄Λυσιστράτη΄, που ανέβηκε, σε σκηνοθεσία Θύμιου Καρακατσάνη και σε μετάφραση Κ.Χ.Μύρη, ερμηνεύοντας ΄Μούσα Λακωνική΄ που ήταν ο επίλογος της παράστασης. Μετά ήρθαν και οι προσωπικοί δίσκοι: ΄Ένα φεγγάρι δρόμος΄ 1995,΄Μυθικά καράβια΄ 1997, ΄Τα Τιμαλφή΄ 2001 και ΄Ένα κομμάτι ουρανό΄ 2003. Τους αγαπώ όλους τους δίσκους μου το ίδιο, γιατί ο καθένας έχει τη δική του ιστορία και το δικό του νόημα. Την ίδια αγάπη νιώθω και για τραγούδια που έχω πει σε συμμετοχές. Στον δίσκο ΄Στο Νότο έρωτας φυσά΄ του Γιάννη Νικολάου έχω τραγουδήσει τέσσερα ωραία τραγούδια. Στο δίσκο του Θανάση Νικόπουλου ΄Τραγούδια του έρωτα και της θάλασσας Νο 2΄, έχω τραγουδήσει, δύο εξίσου ωραία τραγούδια, ΄Μετά την Τροία΄ σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και ΄Πλάνη διπλή των ερώτων΄ σε ποίηση του Γιώργου Βέη. Επίσης τα δύο τραγούδια ΄Γεια σου χαρά σου Βενετιά΄ και ΄Ο πραματευτής΄, που συμπεριλαμβάνονται στον δίσκο ΄Σαν έρθουν μάνα οι φίλοι μου΄, ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας, που οργανώθηκε στο θέατρο Λυκαβηττού (Ιούλιος 2002), για τον Νίκο Ξυλούρη, κ.ά.

Σε προηγούμενη συνέντευξη σας είχατε πει πως: ΄΄Για να μπεις στο χώρο στο τραγούδι σήμερα πρέπει να σε θέλει ο φακός΄΄. Είναι γεγονός επίσης ότι η μουσική σήμερα, σε κάποια είδη της, δεν εξελίσσεται, ανακυκλώνεται Εσείς, από τα 22 χρόνια εμπειρίας σας σ΄ αυτό το χώρο, τι θα συμβουλεύατε τους νέους και ως πομπούς αλλά και ως δέκτες;

Το είχα πει στο μουσικό περιοδικό ΄΄Μετρονόμος΄΄. Η σημερινή πραγματικότητα είναι άσχημη και σκληρή. Παρόλο όμως αυτά, υπάρχει ένα μουσικό οικοδόμημα από νέους δημιουργούς, που αντιδρούν στα υποπροϊόντα και στα κακορίζικα κατασκευάσματα, έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, αγαπούν αυτό που κάνουν και μας έχουν δώσει τραγούδια, με ωραία στοιχεία τέχνης. Πιστεύω ότι ο χρόνος θα είναι φιλικός μαζί τους.

Πώς βλέπετε τους φοιτητές που ασχολούνται με την παράδοση, παραδοσιακοί χοροί και μουσική και πιο συγκεκριμένα Κρητική παράδοση.

Είναι σημαντικό και συγκινητικό να βλέπεις τους φοιτητές να συμμετέχουν με πάθος, σε αυτό που λέμε παράδοση. Χορός, μουσική, τραγούδι, έθιμα…Άλλωστε μη ξεχνάμε ότι αν δεν ακούσεις και δεν διασκεδάσεις με τα τραγούδια του τόπου σου, δεν μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου ικανοποιημένο.

Πώς κρίνετε τους κρητικούς συλλόγους και ενώσεις που κινητοποιούνται στην Αττική. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη πολιτιστική τους δράση;

Παρακολουθώ όσο μπορώ από κοντά τις πολιτιστικές δραστηριότητες των Κρητικών συλλόγων εδώ στην Αττική, και με αρκετούς έχω συνεργαστεί σε επίπεδο συναυλιών. Θα πω ότι κρατούν ψηλά την σημαία της Κρήτης. Δεν ξεχνούν την Μάχη της Κρήτης, δεν ξεχνούν το Αρκάδι, δεν ξεχνούν να τιμούν μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, δεν ξεχνούν τον Κλείδωνα, το πάτημα των σταφυλιών κ.ά. Ασφαλώς η κύρια επιδίωξη τους και η βαθιά τους επιθυμία, είναι να πραγματοποιούν εκδηλώσεις τιμής, μνήμης και χαράς για τους Κρητικούς της Αθήνας. Οι περισσότερες δε από αυτές τις εκδηλώσεις παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον, γιατί λειτουργούν σαν ΄γέφυρες΄, που συνδέουν τα προηγούμενα με τα επόμενα.

Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι δεν πραγματοποιούνται εκδηλώσεις στις οποίες να συμμετέχουν αν όχι όλοι, οι περισσότεροι κρητικοί φορείς όπως για παράδειγμα η ομοσπονδία των Ηπειρωτών που ετησίως κάνει εκδηλώσεις με συμμετέχοντες Ηπειρωτικά σωματεία απ΄ όλη την Ελλάδα;

Συμφωνώ μαζί σας. Καλό θα ήταν να γινότανε και κάποια καλλιτεχνικά γεγονότα με την συμμετοχή Κρητικών σωματείων από διάφορα μέρη της χώρας. Στο χέρι μας είναι να το πετύχουμε. Οργάνωση φαντάζομαι ότι χρειάζεται, γιατί θέληση σίγουρα έχουμε.

Σας πετυχαίνουμε σε περίοδο καλλιτεχνικής δημιουργίας;

Ναι αυτή την εποχή βρίσκομαι στο στάδιο της προετοιμασίας για το επόμενο δισκογραφικό μου βήμα (σ.σ.: τον δίσκο "Λαλήματα Ονείρου"). Θα είναι ένας δίσκος με παλιά σημαντικά τραγούδια, διαλεγμένα με μεράκι, τραγούδια πολύτιμα, που μας έχουν χαρίσει συγκίνηση, ενθουσιασμό και μοναδικές αλήθειες.

Κάθε πότε κατεβαίνετε στην πατρίδα; Θα επιστρέφατε για να ζήσετε μόνιμα;

Θα ήθελα να πηγαίνω πολύ συχνά, αλλά τα της μουσικής και του τραγουδιού-ο δρόμος που λέγαμε στην αρχή- δε μας κάνουν εύκολα τη χάρη! Κατεβαίνω το Πάσχα, τα καλοκαίρια, και όποτε ταιριάσει. Τώρα για να ζήσω στην Κρήτη; Εύχομαι να γίνει σύντομα, γιατί αρκετά, της λείψαμε και μας έλειψε.

Εκδήλωση για τον Γιώργο Σεφέρη






Οι εκδόσεις Μαΐστρος σας προσκαλούν σήμερα Πέμπτη, 27 Νοεμβρίου και ώρα 19.00, στην αίθουσα Εταιρείας ΕΛλήνων Λογοτεχνών (Γενναδίου 8 και Ακαδημίας, Αθήνα), στην παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Αντωνίου "Εννιά Γοργόνες και Χιλιάδες Άρματα Δρεπανηφόρα: Σπουδή στον Σεφέρη".

Θα μιλήσουν οι Μιχάλης Μερακλής, Αναστάσιος Στέφος, Ανθούλα Δανιήλ και Ηλίας Ανδριόπουλος.

Θα ακολουθήσει μουσικό πρόγραμμα με τον πιανίστα Χρήστο Μακρόπουλο και τον τραγουδιστή Γιάννη Καραλή, οι οποίοι θα παρουσιάσουν μελοποιημένα έργα του Γιώργου Σεφέρη και άλλων ποιητών.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Συνέντευξη με το συγκρότημα Al Mahabba







Al Mahabba:

«Κάντε μουσική, όχι πόλεμο»


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Δίφωνο", τεύχος 155, Οκτώβριος 2008).

Το συγκρότημα “Al Mahabba” (Αλ Μαχάμπα-"αγάπη" στα Αραβικά), δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2003 με στόχο την έρευνα και απόδοση της κλασικής Αραβικής μουσικής από τη Μέση Ανατολή και τις αραβόφωνες χώρες της Αφρικής. Το ρεπερτόριό του συγκροτήματος περιλαμβάνει κλασικά τραγούδια και ορχηστρικά από τη Συρία, το Λίβανο, την Αίγυπτο, το Μαρόκο και την Αλγερία. Οι Al Mahabba έχουν εμφανιστεί σε διάφορες μουσικές σκηνές της Αθήνας ενώ ετοιμάζουν και την πρώτη τους δισκογραφική δουλειά σε παραγωγή του Χάικ Γιατζιτζιάν. Το συγκρότημα αποτελούν οι: Nabil Al Sayeg-τραγούδι, Περικλής Παντολέων-ούτι, Νεκτάριος Σταματέλος-νέυ, Έφη Ζαϊτίδου-κανονάκι, Μάνος Επιτροπάκης-τσέλλο, Γιώργος Αναγνωστόπουλος-κρουστά και Γιάννης Ευσταθόπουλος–κρουστά. Συνάντησαμε τέσσερις από αυτούς, τον Nabil, τον Περικλή, τον Νεκτάριο και την Έφη.


Πώς φτάσατε στους Al Mahabba;

Περικλής Παντολέων: Η πρώτη συνάντηση έγινε με εμένα και τον Νεκτάριο, με σκοπό τη μελέτη κάποιων κομματιών της Αραβικής μουσικής παίζοντας ούτι και νέυ. Καθώς προχωρούσαμε, ήταν επόμενο να θέλουμε κι άλλα άτομα να συμπληρώσουν το μουσικό αυτό σκηνικό. Ήρθε ένας κρουστός, ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος και γίναμε τρεις. Μετά, ήρθε και ο Μάνος Επιτροπάκης που παίζει τσέλο, και συνεχίσαμε τη μελέτη για δική μας προσωπική ευχαρίστηση. Στην πορεία, πάλι μέσω φίλων, έρχεται και μας ακούει ο Ναμπίλ, και εντάσσεται στο συγκρότημα ως τραγουδιστής. Με αυτή τη σύσταση, προχωρήσαμε για δύο χρόνια. Μέσω του Ναμπίλ, έρχεται και η Έφη Ζαϊτίδου που παίζει κανονάκι, ενώ ένα χρόνο μετά γνωρίσαμε τον Γιάννη Ευσταθόπουλο που είναι κρουστός, έχει γεννηθεί στη Γαλλία και του αρέσει αυτή η μουσική. Έτσι ολοκληρώθηκε η συγκρότηση των Al Mahabba.

Ναμπίλ Αλ Σαγιέκ: Πριν με καλέσουν τα παιδιά, είχα τραγουδήσει με συγκροτήματα Αράβων που ζουν στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει όμως άλλο συγκρότημα που να παίζει Αραβική μουσική με τόσα όργανα και τέτοιο τρόπο όπως οι Al Mahabba. Παλιά υπήρχαν στην Αθήνα πολλά Αραβικά μαγαζιά που έφερναν μουσικούς από όλο τον Αραβικό κόσμο, αλλά αυτό σταμάτησε τα τελευταία 10-15 χρόνια. Το συγκρότημα είναι μοναδικό, αποτελείται από Έλληνες μουσικούς οι οποίοι όμως έχουν φθάσει σε ένα πολύ υψηλό σημείο.

Έφη Ζαϊτίδου: Το 2005 ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα. Μπήκα στο γκρουπ το 2006, έχοντας ξεκινήσει κανονάκι έξι χρόνια πριν. Μελέτησα ελληνική παραδοσιακή μουσική στη σχολή, και μέσω γνωστών προσέγγισα τους Al Mahabba. Από την πρώτη πρόβα άκουσα κάτι πολύ οικείο, και με τη βοήθεια των υπόλοιπων παιδιών έμαθα να συνομιλώ την ίδια μουσική γλώσσα με αυτούς.

Νεκτάριος Σταμέλος: Γενικά, αυτό που μας ένωσε ήταν η αγάπη για την Αραβική μουσική.

Τι μουσική παίζουν οι Al Mahabba;


Περικλής: Όταν είχαμε βρεθεί με τον Νεκτάριο, δεν παίζαμε δικά μας κομμάτια, αλλά υπάρχοντα ορχηστρικά κομμάτια από τον χώρο της κλασικής Αραβικής μουσικής, δηλαδή από συνθέτες του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Έτσι συνεχίσαμε και με τον Ναμπίλ, με τα αντίστοιχα τραγούδια μεγάλων Αράβων συνθετών. Ως κλασική ανατολίτικη μουσική θα ορίζαμε τη μουσική από τον 18ο και 19ο αιώνα όπου καθιερώθηκαν και καταγράφηκαν κάποια κομμάτια, τόσο στην Κωνσταντινούπολη όπου ήταν το κέντρο της δημιουργίας αυτής, όσο και σε όλη την Ανατολή. Αυτά τα κομμάτια έμειναν από γενιά σε γενιά και αγαπήθηκαν από όλο τον Αραβικό κόσμο.

Νεκτάριος: Ακούγοντας παγκοσμίως γνωστά ονόματα όπως Ουμ Καλσούμ, Φεϋρούζ, Μοχάμεντ Αμπντούλ Ουαχάμπ, Φαρίντ Ελ Άτρας, δηλαδή τα ιερά τέρατα και τις ντίβες της Αραβικής μουσικής, αποκτάς μια αντιπροσωπευτική εικόνα για αυτήν. Η Φεϋρούζ, έχοντας ήδη στα χέρια της την λόγια μουσική παράδοση των Αράβων, συνέβαλλε με τον άντρα της και τον αδερφό του, τους αδερφούς Ραχμπάνι, στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης Λιβανέζικης μουσικής ταυτότητας. Επίσης, ο Μοχάμεντ Αμπντούλ Ουαχάμπ εισήγαγε δυτικά στοιχεία στην Αραβική μουσική και υπό μία έννοια έφτιαξε το πρώτο έθνικ.

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις εθνικές μουσικές σχολές των Αράβων;

Ναμπίλ: Η κάθε χώρα έχει το δικό της χρώμα, αλλά συνδέεται με ένα κέντρο, την Αραβική μουσική συνολικά. Δεν υπάρχουν τεράστιες διαφορές, αλλά σημαντικές εθνικές ιδιομορφίες.

Στην Ελλάδα η παραδοσιακή και λόγια μουσική έχει σε κάποιο βαθμό υποκατασταθεί από ένα λαϊκό-ποπ τραγούδι. Υπάρχει κάτι παρεμφερές και στον Αραβικό κόσμο;


Ναμπίλ: Όλοι οι λαοί επηρεάζονται από τη μόδα. Τα κομμάτια που παίζουν οι Al Mahabba είναι γνωστά μεν, αλλά δεν τραγουδιούνται πλέον τόσο πολύ. Όπως κι εδώ, πολύ τραγουδάνε με το σώμα, όχι με τη φωνή.

Περικλής: Πάντως, οι παραγωγές που γίνονται στο Λίβανο, στη Συρία, στη Μέση Ανατολή γενικότερα, είναι εξαιρετικού επιπέδου, τόσο σε επίπεδο video clip όσο και σε επίπεδο ηχογραφήσεων. Συχνά αποτελούν πρότυπο για τις αντίστοιχες δυτικές παραγωγές.

Έφη: Και εμείς, εκτός από κομμάτια λόγιας μουσικής έχουμε εντάξει και πιο λαϊκά τραγούδια, γιατί το κοινό συχνά ζητάει τραγούδια διασκέδασης.










Ποιο είναι το κοινό του συγκροτήματος και πώς αντιδρά στο συγκεκριμένο άκουσμα;

Έφη: Το κοινό μας είναι μοιρασμένο. Αποτελείται τόσο από Άραβες μετανάστες που έρχονται και ακούν τα τραγούδια της πατρίδας τους, όσο και από Έλληνες που θέλουν να γνωρίσουν κάτι καινούργιο και παρακολουθούν τη δουλειά του συγκροτήματος.

Περικλής: Υπάρχει αποδοχή του κόσμου στις ζωντανές μας εμφανίσεις και προκαλεί θετική εντύπωση το γεγονός ότι είμαστε Έλληνες μουσικοί. Ο Ναμπίλ είναι από τη Συρία, κατέχει τη μουσική και τη γλώσσα τη μητρική, και στο τέλος γίνεται μια σύνθεση. Προφανώς δεν είμαστε Άραβες, μόνο ο Ναμπίλ είναι, αλλά ο καθένας μέσα από τα βιώματά του εκφράζει κάτι συνθέτοντας ένα αποτέλεσμα. Αυτό το αποτέλεσμα αρέσει στον κόσμο γιατί είναι αληθινό, δεν είναι επιτηδευμένο ούτε μιμητικό.

Τι σας τράβηξε στην Αραβική μουσική;

Περικλής: Εγώ παλιά έπαιζα κιθάρα. Είχα περάσει από διάφορα ρεύματα, ξεκινώντας από την ροκ και τα μπλουζ, και συνεχίζοντας στην κιθάρα φλαμένκο. Υπήρχε ένα ρεύμα ανατολίτικης ενασχόλησης στον χώρο των μουσικών, και άρχισε να με ενδιαφέρει το ούτι.

Που αποδίδετε την (επαν)-έλευση ενός Ανατολίτικου ρεύματος και στυλ μουσικής στην Ελλάδα στις αρχές του ’90, όταν ξαφνικά γεμίσε ο κόσμος ούτια; Ήταν απλά μόδα;


Περικλής: Πιστεύω ότι αυτό το ρεύμα δεν ήταν μόδα, αλλά αποτέλεσμα κάποιας υπερφόρτωσης με όμοια πράγματα. Κάποια άτομα με ανησυχίες δεν μπορούσαν να τα αφομοιώσουν και να τα δεχτούν άλλο, και στράφηκαν στην αναζήτηση κάποιων νέων μουσικών πραγμάτων πέρα από τις μουσικές φόρμες της Δύσης. Ήταν θέμα αναζήτησης και ζωντάνιας κάποιων ανθρώπων που ήθελαν να γνωρίσουν κάτι άλλο.


Τι αγαπάτε στα μουσικά σας όργανα;

Περικλής: Επειδή το ούτι όπως όλα τα ανατολίτικα όργανα είναι ασυγκέραστο, μπορεί να συμπεριλάβει περισσότερες νότες και ηχοχρώματα από την κιθάρα ή το πιάνο. Φυσικά, δεν χωρούν συγκρίσεις στη μουσική· όλα τα όργανα είναι όμορφα και δεν υστερεί κάποιο. Το θέμα είναι τι προσφέρει το κάθε όργανο στον ψυχισμό σου. Το ούτι ξέφευγε από τις δυτικές νότες και μου πρόσφερε ηχοχρώματα ανατολίτικα που με συγκινούν.

Νεκτάριος: Στο νέυ αγαπάω τη χροιά του. Είναι ένα πανάρχαιο όργανο, για το οποίο ο μύθος λέει ότι σε αυτό εμφύσησε η πνοή του θεού. Και πράγματι, το άκουσμα του οργάνου σε φορτίζει συναισθηματικά.

Έφη: Το κανονάκι έχει έναν ήχο γλυκό, νοσταλγικό και μελαγχολικό πολλές φορές. Σου επιτρέπει να παίξεις δεξιοτεχνικά, ευαίσθητα, ή δυναμικά, και να εκφράσεις όλων των ειδών τα συναισθήματα.

Ναμπίλ: Και η φωνή είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό όργανο στην Αραβική μουσική αλλά και σε όλες τις μουσικές της Ανατολής, την Ελληνική, την Τούρκικη. Από τη Βυζαντινή μουσική μέχρι τη μουσική των δερβίσηδων, υπάρχει μια πολύ πλούσια παράδοση όπου κυριαρχεί η φωνή.








Υπάρχουν συγγένειες ανάμεσα στην Αραβική και την Ελληνική μουσική κουλτούρα;

Περικλής: Μουσικολογικά υπάρχουν πάρα πολλές συγγένειες. Όλη η ευρύτερη ανατολίτικη μουσική λίγο πολύ βασίζεται σε αυτά που στην Αραβική μουσική λέγονται μακάμ και στην Ελληνική μουσική λέγονται δρόμοι. Με κατά τόπους διαφοροποιήσεις, όλα αυτά οδηγούν στο Ανατολίτικο ηχόχρωμα. Οι Άραβες έχουν το δικό τους, οι Τούρκοι έχουν το δικό τους, η κάθε Αραβική περιοχή έχει ένα ακόμα πιο εξειδικευμένο χρώμα. Όμως, υπάρχουν πολλές κοινές ρίζες.

Ναμπίλ: Εγώ ήρθα στην Ελλάδα για να σπουδάσω Βυζαντινή μουσική. Γνώρισα τον δάσκαλό μου, τον Λυκούργο Αγγελόπουλο, ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ στις σπουδές μου. Είμαι μέλος της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας, η οποία έχει πολλές εμφανίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κάθε μακάμ στην Αραβική μουσική αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό σε έναν ήχο στη Βυζαντινή μουσική. Υπάρχουν σαφείς αντιστοιχίες και κάποιες μικρές διαφορές.

Υπάρχουν τελικά σύνορα στη μουσική;


Ναμπίλ: Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, και όλοι είμαστε ίδιοι. Τα σύνορα είναι φτιαχτά, και η γη είναι για όλους τους ανθρώπους. Εντάξει, εσύ μαθαίνεις ελληνικά και εγώ αραβικά, αλλά όλος ο κόσμος και όλες οι γλώσσες και όλες οι μουσικές είναι και δικές σου, και δικές μου. Εσύ τρως σουβλάκι, εγώ τρώω κεμπάμπ· και τα δύο είναι κρέας.

Έφη: Μουσικά σύνορα δεν υπάρχουν, υπάρχουν απλά διαφορετικά μουσικά είδη. Όλοι προσπαθούν να πάρουν και να ενσωματώσουν στη μουσική τους στοιχεία από άλλα είδη. Η κουλτούρα του έθνικ είναι ανάγκη των ανθρώπων, δεν γίνεται από επιτήδευση. Η Φεϋρούζ τραγούδησε Μότσαρτ. Όλοι έχουν ανάγκη να έρθουν σε επαφή με μια άλλη κουλτούρα και έναν άλλο πολιτισμό.

Νεκτάριος: Οι Έλληνες μέλη των Al Mahabba προσπαθούμε να πλησιάσουμε την παραδοσιακή μουσική των Αράβων, και αυτό είναι από μόνο του μια κατάκτηση. Ο μουσικός πρέπει να είναι ανοιχτός στο καινούργιο, και εμείς κάνουμε όνειρα για μελλοντικά ανοίγματα.

Είναι οι Al Mahabba έθνικ; Πώς αποτιμάτε αυτό το μουσικό ρεύμα;


Περικλής: Δεν έχω κάποιο λόγο να απορρίψω το έθνικ· είναι και αυτό ένα αποτέλεσμα των καιρών. Περιλαμβάνει μίξεις ακραίων δυτικών εκφράσεων (beat, drum machine κλπ), με ανατολίτικα όργανα, είτε φυσικά είτε από samplers. Ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας και των μίξεων, και δεν έχω λόγο να αντιπαλεύω το γεγονός αυτό. Αυτή η εξέλιξη όμως δεν έχει σχέση με τους Al Mahabba. Εμείς παίζουμε κομμάτια με παραδοσιακά όργανα θέλοντας να εκφράσουν το ρεύμα της κλασικής Αραβικής μουσικής. Το μόνο στοιχείο μίξης προέρχεται από το ότι οι μουσικοί είμαστε Έλληνες και ο τραγουδιστής από τη Συρία.

Al Mahabba σημαίνει αγάπη. Γιατί διαλέξατε αυτό το όνομα;


Ναμπίλ: Γιατί αγαπηθήκαμε και γίναμε όλοι καλοί φίλοι. Η ιστορία έχει δείξει ότι τα συγκροτήματα δεν κρατάνε πολύ, αλλά εμείς είμαστε μαζί ήδη για πέντε χρόνια. Θέλουμε να φτάσουμε κάπου, και μέχρι να φτάσουμε εκεί θα είμαστε μαζί.

Έφη: Το όνομα του συγκροτήματος το ένιωσα αμέσως μόλις συνδέθηκα με αυτό, αφού όλα τα μέλη είναι σαν αδέρφια μου. Υπάρχει ένα ωραίο δέσιμο, και αυτό φαίνεται και στις ζωντανές μας εμφανίσεις.

Ποιοι δάσκαλοι στήριξαν την πορεία σας;

Περικλής: Πήγα στη σχολή του Ross Daly στην Καλλιθέα όπου γνώρισα και τον Νεκτάριο. Μετά από ένα χρόνο μαθημάτων υπό την εποπτεία του Daly, ήρθε ο Haig Yazdjian να διδάξει. Ο Haig ήταν ο κύριος λόγος που ασχολήθηκα με την Αραβική μουσική, με μάγεψε το παίξιμό του και όλη η κοσμοθεωρία του για τη μουσική.

Έφη: Ο δάσκαλος που μου εμφύσησε την ενασχόληση με το κανονάκι είναι ο Απόστολος Τσαρδάκας από τη Θεσσαλονίκη. Αν δεν σε εμπνεύσει ένας δάσκαλος, θα έχεις πάντα προβλήματα και θα είσαι σε αδιέξοδο. Και αυτός ο άνθρωπος με έβγαλε από το αδιέξοδο.

Νεκτάριος: Ο δάσκαλος μου ήταν ο Γεώργιος Συμεωνίδης, και για ένα μικρό διάστημα μαθήτευσα πλάι στον Χάρη Λαμπράκη, έναν άλλο σημαντικό νεϋζέν. Και φυσικά ο Ross Daly, ο πρωτομάστορας.

Ναμπίλ: Ο δάσκαλός μου ήταν ο Λυκούργος Αγγελόπουλος, και πρέπει εδώ να ευχαριστήσω και αυτόν, και όλα τα μέλη της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας. Επίσης, με βοήθησαν πολύ ο Ross Daly, η Δόμνα Σαμίου και ο Χρήστος Τσιαμούλης.

Ποιοι μεγάλοι Άραβες δημιουργοί έχουν εμπνεύσει τους Al Mahabba;

Περικλής: Μεγάλη θέση κατέχει ο Αιγύπτιος Μοχάμεντ Αμπντούλ Ουαχάμπ που έγραψε τόσο ορχηστρικά, όσο και τραγούδια. Άλλοι συνθέτες που θελήσαμε να εκφράσουμε είναι οι Φαρίντ Ελ Ατρας, Ριάντ Αλ Σουνμπατί, Ιμπραήμ Αλ Αριάν και άλλοι. Επίσης, μας επηρέασαν μεγάλες φωνές, όπως η Ουμ Καλθούμ, ο μεγαλύτερος θρύλος που πέρασε ποτέ απ’ όλό τον Αραβικό κόσμο, η Φεϋρούζ που έχει άφήσει το δικό της στίγμα στη Λιβανέζικη μουσική, καθώς και ο Σαμπάχ Φάκχρι από τη Συρία.








Διατηρείται μια στενή επαφή με τον Αραβικό πολιτισμό. Τι θα λέγατε σε κάποιον που παρουσιάζει αυτόν τον πολιτισμό ως μια αρνητική καρικατούρα σκοταδισμού και βίας;

Έφη: Ο Αραβικός πολιτισμός είναι ένα ψηφιδωτό, και ο καθένας τον παρουσιάζει ως καρικατούρα γιατί παίρνει απομονωμένα τις ψηφίδες και δεν βλέπει γενικά το σύνολο. Αν μπεις μέσα στην κουλτούρα αυτή και προσπαθήσεις να δεις όλο το έργο και την ιστορία και τον τρόπο που αυτή η κουλτούρα συγκινεί τον κόσμο, τότε το ψηφιδωτό φαντάζει φωτισμένο.

Νεκτάριος: Όταν κάποιος τα βλέπει από μακριά, με τον παραμορφωτικό φακό των μέσων ενημέρωσης που συχνά παραπληροφορεί, εγώ απλά θα του έλεγα να ακούσει ένα δίσκο Αραβικής μουσικής.

Ναμπίλ: Υπάρχει μια πολύ άσχημη προπαγάνδα για τον Αραβικό κόσμο και μια μεγάλη άγνοια στον κόσμο. Πολύς κόσμος δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν είμαι μουσουλμάνος, ότι σπούδασα Βυζαντινή μουσική, και αγνοεί ότι στη Συρία υπάρχουν και χριστιανοί. Εννοείται ότι οι μουσουλμάνοι είναι αδέρφια μας, ζούμε μαζί τους, μοιραζόμαστε τα πάντα. Γενικά, πρέπει να μάθουμε ότι σε όλους τους λαούς υπάρχουν κακοί και καλοί, και να σεβόμαστε τον άλλον. Οι Αμερικάνοι κατέβηκαν στη Βαγδάτη για να διδάξουν τη δημοκρατία με πυραύλους και άρματα σε αυτούς που ξεκίνησαν τον πολιτισμό, στη Μεσοποταμία.

Ο διεθνολόγος Σάμιουελ Χάντιγκτον έχει μιλήσει για τη σύγκρουση των πολιτισμών. Η κιθαρίστρια Βάσω Δημητρίου έχει πει ότι είμαστε όλοι κάτοικοι του παγκόσμιου χωριού. Τι από τα δύο ισχύει;


Περικλής: Σίγουρα ζούμε σε ένα παγκόσμιο χωριό, απλά μέχρι τώρα δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει. Σταδιακά, ανακαλύπτουμε καινούργιους δρόμους επικοινωνίας, έκφρασης και σύνθεσης. Το ένα είδος μουσικής υπεισέρχεται στο άλλο και γίνονται ζυμώσεις, και κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει το τελικό αποτέλεσμα. Και αυτό μου αρέσει, επιφυλάσσει εκπλήξεις.

Έφη: Αυτοί που μας συναντούν δεν προέρχονται από ένα έθνος, αλλά συνιστούν μια πολυποίκιλη γκάμα ανθρώπων. Άρα, η λέξη σύγκρουση δεν ισχύει.

Νεκτάριος: Το όνομα του συγκροτήματος λειτούργησε προφητικά και θα αποφέρει στο μέλλον καρπούς σύζευξης των λαών ακόμα και κάτω από το πάλκο. Είναι πολύ ωραίο θέαμα να βλέπεις κάποιους μετανάστες να χορεύουν τους παραδοσιακούς τους χορούς, και να βλέπεις και Έλληνες να χορεύουν μαζί τους. Το ζήσαμε αυτό και στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ.
Ναμπίλ: Πράγματι υπάρχουν πόλεμοι και συγκρούσεις, και η μοναδική λύση για τα σημερινά δεδομένα είναι η μουσική. Αν έχεις γούστο, όποιος και να παίζει μουσική θα πεις «ωραίο ακούγεται». Αν όμως θες να πεις ότι η θρησκεία σου είναι καλύτερη από τη δική μου, ότι εσύ είσαι πολιτισμένος και εγώ είμαι τριτοκοσμικός, τότε δημιουργείται η σύγκρουση και ο πόλεμος. Και η μουσική είναι μια λύση. Κάντε μουσική, όχι πόλεμο.

Ποιο είναι το όραμα που θέλετε να εκπληρώσετε;


Νεκτάριος: Το ένα μέρος της επιθυμίας μου έχει εκπληρωθεί, το ότι δηλαδή είμαστε μαζί. Το δεύτερο μέρος είναι να δημιουργήσουμε δικά μας κομμάτια, να μπούμε στη δισκογραφία και να καταγράψουμε τις ιδέες μας.
Ναμπίλ: Το όνειρό μου είναι να προσθέσουμε στο ρεπερτόριό μας ακόμα περισσότερα τραγούδια, να προσθέσουμε ακόμα περισσότερες συμμετοχές σε φεστιβάλ του εξωτερικού, και να διαδώσουμε ακόμα περισσότερο τη μουσική μας στον κόσμο.

Έφη: Το συγκρότημα υπήρξε ένα σχολείο για μένα, στο οποίο απέκτησα τόσο θεωρητικές όσο και πρακτικές, εμπειρικές γνώσεις. Το όραμά μου είναι να βελτιώνομαι μέσα από το συγκρότημα και να μεταδώσουμε σε ακόμα περισσότερο κόσμο τη δική μας μουσική πρόταση.

Και κάποια πρακτικά μελλοντικά σχέδια;

Περικλής: Σκοπεύουμε να μπούμε σύντομα στο στούντιο για να καταγράψουμε την πορεία μας μέχρι σήμερα και τα τραγούδια που αγάπησε ο κόσμος. Υπάρχει κέφι και ζωντάνια, και μπορούμε να κάνουμε πάρα πολλά στην πορεία.

Ναμπίλ: Θα κάνουμε ένα CD με τα κομμάτια που αγαπήσαμε και με τα οποία μας αγάπησε ο κόσμος. Θα περιέχει αποκλειστικά κομμάτια παραδοσιακής Αραβικής μουσικής.

Έφη: Θα συμπεριλάβουμε κομμάτια που είναι γνωστά στον κόσμο και που εκφράζουν την πορεία των Al Mahabba τα τελευταία πέντε χρόνια. Ο δίσκος θα είναι ένας καθρέφτης της δουλειάς αυτών των χρόνων. Παράλληλα, γράφουμε δικά μας κομμάτια τα οποία κρατάμε προς το παρόν στο μπαουλάκι μας και θα παρουσιάσουμε μελλοντικά.



Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος: Πέντε τραγούδια

Οι στίχοι που δημοσιεύονται σήμερα είναι του κύριου Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, ηλεκτρολόγου από την Πάτρα. Έφτασαν πρόσφατα στην ιστοσελίδα μας με πρωτοβουλία του γιου του, Γιώργου, και με πολλή χαρά τους παρουσιάζουμε, πιστεύοντας ότι η ερασιτεχνική δημιουργία πρέπει να ενθαρρύνεται με κάθε τρόπο, ανεξάρτητα από τις όποιες ατέλειές της. Μ.Π.
-----



ΗΡΘΕΣ ΣΑΝ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ήρθες σαν το καλοκαίρι
που δεν έχει συννεφιά
ήρθες σαν ένα αστέρι
που ήταν πάντα μακριά.

Ήρθες μες στη μοναξιά μου
να γεμίσεις το κενό
που είχα μέσα στην καρδιά μου
να μου πεις το σ’ αγαπώ.

Είσαι τώρα στη ζωή μου
μονοπάτι όμορφο
είσαι μέσα στην ψυχή μου
και μ’ αρέσει ότι ζω.

Γέμισες την αγκαλιά μου
με αγάπη και σκοπό
και μου βρήκες την αγάπη
που είχα χάσει από καιρό.



ΨΑΧΝΩ ΝΑ ΒΡΩ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ψάχνω να βρω στη θάλασσα
μια χαμένη αγάπη
και ταξιδεύω μακριά
παρηγοριά στα λάθη.

Γυρεύω μες στο πέλαγος
χαμένη ευτυχία
και αναμνήσεις έρχονται
και φεύγουν σαν τα πλοία

Ψάχνω να ρίξω άγκυρα
το κύμα να διαβάσω
κι άλλο ταξίδι μακρινό
εσένα να ξεχάσω.

Ψάχνω να βρω στη θάλασσα
τις σκέψεις μου ν’ αλλάξω
και το ηλιοβασίλεμα
δε θέλω να το χάσω.


ΕΓΩ ΜΟΝΟ ΑΓΑΠΗ

Εγώ μόνο αγάπη
και συ μου λες θα φύγω
σου χάρισα ένα δάκρυ
και μόνος μου θα μείνω.

Εγώ μόνο αγάπη
που ένιωθα για σένα
και συ μια ευκαιρία
να φύγεις από μένα.

Μου άφησες τα λόγια
να γράψω ιστορία
και με το παρελθόν μας
να ζω στη φαντασία.

Μου άφησες εικόνες
να έχω στο μυαλό μου
και μ’ έκανες να χάνω
ξανά τον εαυτό μου.

Εγώ μόνο αγάπη
που έμαθα να δίνω
και συ μια αυταπάτη
που ζήσαμε για λίγο.

Εγώ μόνο αγάπη
και όλη τη ζωή μου
και συ ένα κομμάτι
ζητάς απ’ τη ψυχή μου.



ΟΛΑ ΤΩΡΑ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΟΥΝ
Όλα τώρα μου θυμίζουν
το πέρασμα του χρόνου
στιγμές αδυναμίας
και το άγγιγμα του πόνου.

Όλα τώρα μες στη ζάλη
άδειασα ένα μπουκάλι
βάλε μας κι άλλο να πιούμε
γιατί η νύχτα είναι μεγάλη.

Πιες εσύ να πιω και ’γω
γιατί αυτό το βλέμμα
έρχεται πάλι στο μυαλό
θυμίζει ένα ψέμα.

Πιες εσύ να πιω και ’γω
αλλού θέλω να πάω
μα κάθε βράδυ είμαι εδώ
και μόνος μου μεθάω.

Και όλα τώρα είναι εδώ
εκείνη να θυμάμαι
δεν ξέρω τώρα τι ζητώ
αν χαίρομαι ή αν λυπάμαι.

Και βάλε μου κι άλλο να πιω
μ’ ένα ποτό δεν την ξεχνάω
θυμάμαι ακόμα τη στιγμή
που μου ‘πε σ’ αγαπάω.




ΑΠΟΨΕ Η ΓΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ
Απόψε η γη είναι μεγάλη
κι ο ουρανός είναι μικρός
και το φεγγάρι αγκαλιάζω
γιατί είμαι πάλι μοναχός.

Απόψε όλα σε θυμίζουν
μέσα στο τέλος της βραδιάς
τελείωσε όπως και τότε
η νύχτα της παρηγοριάς.

Απόψε φεύγω με το σύμπαν
και ταξιδεύω μακριά
αφήνω πίσω μια αγάπη
κι ένα κομμάτι απ’ τη καρδιά.

Ωκεανός η αγκαλιά σου
και βρίσκεται στο πουθενά
πώς να ξεχάσω τη ματιά σου
και την αγάπη μια βραδιά.

Μυρίζει ωραία το άρωμά σου
και η σκιά σου είναι εδώ
μα εσύ ξεχνάς τον έρωτά σου
και γω ακόμα σε ζητώ.


Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Μουσική & Αριστερά: η περίπτωση Καζαντζίδη






Στο άρθρο του "Ο Μπιθικώτσης τραγουδάει Θεοδωράκη" στο περιοδικό "Όασις" (Σεπτέμβριος 2008, τεύχος 2, σελ. 82), ο Θανάσης Γιώγλου παραπέμπει στην ακόλουθη ανάμνηση του Μίκη Θεοδωράκη για τον Στέλιο Καζαντζίδη:


«Ήταν εποχή που όλοι μαζί, Χιώτης, Μαίρη Λίντα, Στέλιος, Μαρινέλλα και Μπιθικώτσης, κλεισμένοι στο μικρό στούντιο της Columbia στην οδό Λυκούργου, κάναμε εντατικές πρόβες για Επιτάφιο, Πολιτεία και Αρχιπέλαγος. Από ’κει πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στο μεγάλο στούντιο στον Περισσό. Γράφαμε μαζί, τρώγαμε μαζί στα ταβερνάκια της Νέας Ιωνίας και τα βράδια πότε στη Δροσιά για πεϊνιρλί και πότε φτάναμε ως το Κιάτο, όπου ο Στέλιος είχε ένα σπιτάκι στην αμμουδιά για να ψαρεύει. Πολύ συχνά κοιμόμαστε κάτω απ’ την ίδια στέγη. Ειδικά ο Στέλιος μαζί μου έκανε σαν παιδί, γιατί είχε μια κρυφή δίψα για την Αριστερά και του άρεσε να παίρνουμε οι δυο μας το αυτοκίνητο και να βγαίνουμε απ’ την Αθήνα να τραγουδήσουμε δυνατά εαμίτικα τραγούδια. Είχε περάσει, όπως κι ο Γρηγόρης, απ’ τη Μακρόνησο, ενώ η μάνα του ζούσε σ’ ένα φτωχό σπιτάκι στη Νέα Φιλαδέλφεια με τις αναμνήσεις της».


Μίκης Θεοδωράκης

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Αλέξης Βάκης: "Μα τι παίζει επιτέλους το ραδιόφωνο;




ΜΑ ΤΙ ΠΑΙΖΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ;Ο σύγχρονος κυνισμός, τα playlist και οι «ημέτεροι» στη μπάντα των FM
του Αλέξη Βάκη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τεύχος 23 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2006)

Συχνά θυμάμαι την εποχή που στην Ελλάδα υπήρχαν μόνο τέσσερις ραδιοφωνικοί σταθμοί, όλοι κρατικοί. Και που ο καθένας απ’ αυτούς, εκτός από κάποιες ώρες με εκπομπές τοπικού ενδιαφέροντος, ήταν πανελλήνιας εμβέλειας και υπάκουε σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφία προγράμματος, σχεδιασμένη σύμφωνα με τα τότε ειωθότα: Το Πρώτο Πρόγραμμα παρουσίαζε ως επί το πλείστον εκπομπές λόγου (ενημερωτικές η ποικίλης ύλης), το Δεύτερο είχε πιο ψυχαγωγικό- μουσικό χαρακτήρα και έπαιζε κυρίως ελαφρά και «έντεχνα», στο Τρίτο ακουγόταν αποκλειστικά κλασική μουσική, ενώ στο Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων (που αργότερα έγινε ΕΡΑ-4) τα πράγματα ήταν κάπως πιο «χύμα», μπορούσες δηλαδή να ακούσεις και κάποια λαϊκά τραγούδια που δεν παίζονταν αλλού. Υπό συνθήκες ασφυκτικού κρατικού ελέγχου, τα κρούσματα λογοκρισίας δεν ήταν σπάνια. Είτε για πολιτικο-κοινωνικούς λόγους (με την απαγόρευση των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη επί δικτατορίας, αλλά και νωρίτερα), είτε για λόγους αισθητικούς, όταν ήταν αδύνατον να μεταδοθεί κάτι έξω από τα όρια της «ευπρέπειας», όπως την όριζαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Υπουργείου Προεδρίας. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 βγήκε στη δημοσιότητα η υπόθεση για τους χαρακωμένους με κατσαβίδια, ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν, δίσκους βινυλίου της δισκοθήκης της ΕΡΤ. Όμως ο παρεμβατισμός στο πρόγραμμα δεν έπαψε να υφίσταται, και όχι μόνο για ένα μόνο είδος τραγουδιού. Έτσι, τα πιο πολλά τραγούδια του Άκη Πάνου, το Καπνισμένο Τσουκάλι του Χρήστου Λεοντή η το Μεταφοραί- εκδρομαί ο Μήτσος του Δημήτρη Πουλικάκου είχαν την κοινή μοίρα ότι δεν παίζονταν, παρά μόνον στις διαφημιστικές εκπομπές των δισκογραφικών εταιρειών. (Για να μην πάμε στο Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο με τον κομμένο στίχο του Διονύση Σαββόπουλου και στα πρώτα τραγούδια με τις Μουσικές Ταξιαρχίες του Τζίμη Πανούση, λίγα χρόνια αργότερα).

Όταν λοιπόν, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, άρχισε να ακούγεται όλο και πιο επιτακτικά το αίτημα για «ελεύθερη ραδιοφωνία», ήταν φανερό πως το κρατικό μονοπώλιο δεν θα άντεχε για πολύ. Την Κυριακή 31 Μαΐου του 1987 εξέπεμψε για πρώτη φορά στα ερτζιανά ο δημοτικός Ρ/Σ Αθήνα 9,84, με διευθυντή το Γιάννη Τζαννετάκο, επί δημαρχίας Μιλτιάδη Έβερτ. Η ιστορία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων στην Ελλάδα έμπαινε σε καινούργια σελίδα, μιας και ακολούθησε δυο- τρία χρόνια αργότερα, η ιδιωτική τηλεόραση. Το τοπίο έγινε πιο σύνθετο, με πολλές και σημαντικές συνέπειες. Τις οποίες δεν προτίθεμαι να εξετάσω εδώ στο σύνολό τους, παρά μόνο σε σχέση με τις –ίσες, σύμφωνα με το Σύνταγμα, που προστατεύει το δικαίωμα της επικοινωνίας για όλους- δυνατότητες που έχει το κάθε μουσικό προϊόν να φτάσει στον ακροατή δια της οδού του ραδιοφώνου.

Οι αλλαγές στο χάρτη της ιδιωτικής ραδιοφωνίας
Σε πρώτη φάση, όλοι οι σταθμοί που άνοιξαν (Κανάλι 1, Δίαυλος 10, ΑΝΤ1, TOP-FM, Κανάλι 15, 902 Αριστερά στα FM, Flash κλπ.) προσπάθησαν να κινηθούν γύρω από το μοντέλο του 9,84, που προέβλεπε εκπομπές για όλες τις (ενημερωτικές και ψυχαγωγικές) ανάγκες των ακροατών τους. Όταν όμως, με τη λειτουργία και των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, το μερίδιο από τη διαφημιστική πίτα μειώθηκε, αυτός ο τύπος ραδιοφώνου άρχισε σιγά- σιγά να εγκαταλείπεται, ως οικονομικά ασύμφορος. Τότε έκλεισαν η πουλήθηκαν μερικοί σταθμοί, ενώ άρχισαν και οι σκέψεις για αυστηρή εξειδίκευση στο πρόγραμμα κάποιων άλλων. Έτσι, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, ο ΣΚΑΪ και ο Flash χάραξαν το δρόμο του αμιγώς ειδησεογραφικού ραδιοφώνου, με εμβόλιμες μερικές μουσικές και χιουμοριστικές εκπομπές, ενώ άρχισαν να ξεπροβάλλουν σταθμοί όπως ο Ελλάδα FM και ο Μελωδία, που έπαιζαν επί 24ώρου βάσεως ελληνικά τραγούδια.

Σήμερα υπάρχουν Ρ/Σ για όλα τα γούστα. Αν κάποιος θέλει να ενημερωθεί για τις τρέχουσες πολιτικές η αθλητικές εξελίξεις, ν’ ακούσει τη μουσική της αρεσκείας του η ακόμα και να …προσευχηθεί, δεν έχει παρά να συντονιστεί στην αντίστοιχη συχνότητα. Με το ερώτημα πάντως να παραμένει αν όντως ισχύει αυτή η ειδυλλιακή κατάσταση που εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται, τουλάχιστον στο κομμάτι που έχει να κάνει με την κατανομή του ραδιοφωνικού χρόνου στη σύγχρονη παραγωγή του ελληνικού μουσικού ρεπερτορίου.

Τα λουλούδια στην κυρία από μένα

Το σχίσμα που λίγο- πολύ υπήρχε και επί μονοκρατορίας του κρατικού ραδιοφώνου, όταν αυτοί που αγαπούσαν τον Πλέσσα και τον Σπανό άκουγαν Πρώτο και Δεύτερο Πρόγραμμα, ενώ εκείνοι που προτιμούσαν Κοινούση η Βοσκόπουλο γύριζαν τη βελόνα «στων Ενόπλων», συνεχίστηκε και βάθυνε στις μέρες μας. Με το –ποπ η λαϊκότροπο, κατά περίπτωση- είδος τραγουδιού γύρω από το οποίο συσπειρώνεται η εναπομείνασα βιομηχανία του δίσκου, αυτό δηλαδή που εδρεύει στα τηλεοπτικά πρωϊνάδικα και παίζεται στις μεγάλες κοσμικές πίστες, να έχει φτιάξει τα δικά του ραδιόφωνα (Λάμψη, Σφαίρα, Ρυθμός, Soho, Όασις, John Greek, Angel κ.α.), που παίζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ «τις επιτυχίες».

Παρά το ότι δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω την τρέχουσα έννοια του όρου «επιτυχία» (και κυρίως σε σχέση με την όποια «αποτυχία», σε ένα χώρο όπου όλα δείχνουν προκατασκευασμένα), είμαι πρόθυμος να παραδεχθώ την εύρυθμη –σύμφωνα με τους νόμους του σύγχρονου καπιταλισμού- λειτουργία αυτών των Ρ/Σ. Που φαντάζουν μεν προκλητικά αυτάρεσκοι στη γκλαμουριά τους, είναι όμως συνεπείς, με την έννοια ότι παίζουν τους πάντες στα όρια του τραγουδιού που αναφέρονται, με συχνότητα η οποία εξαρτάται από το διαφημιστικό πακέτο της δισκογραφικής εταιρείας. Προσωπικά, αν και βγάζω σπυράκια κάθε φορά που βρίσκομαι σε ταξί και είμαι υποχρεωμένος να υποστώ τα αδιάκοπα playlist και τα Top-10 της εβδομάδας με τραγούδια που ουδόλως με αφορούν, θεωρώ ως περίπου «φυσιολογικό» το έργο που επιτελούν. Ιδίως όταν γνωρίζω πως απευθύνονται κυρίως σε ακροατές που έχουν προ πολλού πάψει να έχουν ανησυχίες περί την τέχνη και που θα καταναλώσουν ευχαρίστως και άκριτα ό,τι τους δοθεί. Το οποίο θα είναι «καινούργιο» φυσικά, γιατί στην περίπτωση που κάποιος λησμονήσει το πόσο λίγο ζουν αυτά τα προϊόντα και νοσταλγήσει π.χ. το Θα μελαγχολήσω με την Καίτη Γαρμπή (που έφτανε στ’ αυτιά σου όπου κι αν πήγαινες προ δεκαετίας, αλλά αν ακουστεί σήμερα θα είναι τόσο παλιομοδίτικο όσο σαν να βγει κάποιος στην παραλία με ολόσωμο αντρικό μαγιό του ’30), ας πρόσεχε.

«Μελωδία» και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις

Υπάρχει βέβαια και η άλλη όχθη, με τους μουσικούς ραδιοσταθμούς ελληνικού ρεπερτορίου οι οποίοι δεν υπάγονται στις προτεραιότητες που προαναφέρθηκαν και έχουν ως σημαία το «ποιοτικό» ελληνικό τραγούδι, αυτό που αντέχει στο χρόνο. Σ’ αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται οι ιδιωτικοί Ρ/Σ Μελωδία και Δίεση (πρώην Σταθμός), αλλά και το κρατικό Δεύτερο Πρόγραμμα, ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του. Για να εστιάσω σ’ αυτές, ο Μελωδία ηχεί πιο «πολεμικός» και σίγουρος για τις επιλογές του (είναι άλλωστε αυτός που ανέκαθεν έδινε τον τόνο, συνεπώς όσα ειπωθούν παρακάτω τον αφορούν σε μεγαλύτερο βαθμό), το Δεύτερο Πρόγραμμα, που -όταν δεν αναλώνει την ενέργειά του στη διαφήμιση του Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης- βρίσκεται κοντύτερα στη λογική των «τραγουδιών της παρέας», ενώ ο Δίεση δείχνει περισσότερο απ’ όλους προσαρμοσμένος στις εδώ και τώρα απαιτήσεις των ακροατών του. Παρά τις επί μέρους διαφορές πάντως, μπορεί να εξαχθεί ένα βασικό συμπέρασμα:

Το εύρος της μουσικής που παίζεται έχει κατά πολύ συρρικνωθεί σε σχέση με τις ζώνες ελληνικού τραγουδιού των πρώτων ιδιωτικών σταθμών (9,84, 902 Αριστερά στα FM κ.α.), παρά το ότι οι τελευταίοι ήταν «γενικής» φύσης και όχι εξειδικευμένοι. Τότε μπορούσες να ακούσεις, εκτός των πρόσφατων κυκλοφοριών, από Αττίκ μέχρι Παύλο Σιδηρόπουλο και από Φλέρυ Νταντωνάκη μέχρι Τάκη Σούκα. Εν αντιθέσει με τη σημερινή κατάσταση, όπου -με την εξαίρεση του Δεύτερου Προγράμματος, το οποίο κρατάει παραδοσιακά κάποιες ζώνες με ρεμπέτικα και παλιά ελαφρά- πέριξ ενός εντεχνο-ποπ καμβά που επικρατεί, κινούνται δορυφορικά όλα τα υπόλοιπα. (Εδώ κρίνω σκόπιμο να δηλώσω πως αναγκαστικά αναφέρομαι σε Ρ/Σ της Αθήνας, γιατί επ’ αυτών έχω ιδίαν αντίληψη. Όσες φορές όμως έτυχε να βρεθώ στην επαρχία και να ακούσω αντίστοιχους σταθμούς, έχω την αίσθηση πως εκεί τα πράγματα είναι εμφανώς καλύτερα και πως, παρά την έλλειψη των τεράστιων δισκοθηκών, η γκάμα των τραγουδιών που μεταδίδονται είναι κατά πολύ μεγαλύτερη αυτών που παίζονται στο κλεινόν άστυ).

Αχ, πού’ σαι νιότη, πού’ δειχνες πως θα γινόμουν άλλος

Τι συμβαίνει λοιπόν; Από πού εκπορεύεται αυτή η τάση προς τη μουσική ομογενοποίηση; Δεν πιστεύω πως η εξήγηση βρίσκεται μόνο στο ότι οι σταθμοί προβάλλουν ένα ενιαίο πρότυπο ευχάριστου και αποδεκτού απ’ όλους ραδιοφωνικού παραγωγού με light προτιμήσεις. (Κάτι που ισχύει κυρίως για τον Δίεση και, δευτερευόντως, για το Δεύτερο Πρόγραμμα, χωρίς αυτό φυσικά να τους δίνει και συγχωροχάρτι). Γιατί ο Μελωδία, εξ όσων γνωρίζω, διαθέτει απ’ όλα τα καλά: Από τη μια, νεανίες και δεσποινίδες που ακκίζονται μιλώντας –συνήθως- για τον καιρό και που δίνουν την εντύπωση πως το γνωστικό τους επίπεδο για το ελληνικό τραγούδι περιορίζεται στο να αντιμετωπίζουν ως σημείο εκκίνησής του την εποχή που γράφτηκε το Τσιγάρο με τον Κότσιρα, η, στην καλύτερη περίπτωση, το Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ του Κραουνάκη. Κι από την άλλη (με αρκετούς ενδιάμεσους σταθμούς για να είμαι δίκαιος) βαρείς και μπλαζέ διανοούμενους, που περιφέρουν την «ποιητική» διάθεση η την ανία τους -εξαρτάται από τη φάση που θα τους πετύχεις- εκστομίζοντας βαθυστόχαστες ατάκες ανάμεσα στα τραγούδια. Αλλά που στο τέλος, και οι μεν και οι δε θα μας παίξουν Μίλτο Πασχαλίδη και Κώστα Λειβαδά (κατά την ιστορική φράση του Γκάρι Λίνεκερ πως ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που παίζεται από δυο ομάδες με έντεκα παίκτες η καθεμία και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί), για να αναφερθώ σε δύο τραγουδοποιούς που δεν φαντάζομαι να έχουν και παράπονο από το air-play των πονημάτων τους.

Η εξήγηση είναι απλή: Οι εμπλεκόμενοι με το μουσικό ραδιόφωνο (και δη το «ποιοτικό», μιας και αναφέρεται σε καλλιτέχνες με όχι τόσο κοντινή ημερομηνία λήξης) και ιδίως οι έχοντες στελεχική θέση σ’ αυτό, είναι φορείς μιας ευδιάκριτης εξουσίας. Που τους δίνει τη δυνατότητα να καταστρώσουν στρατηγική σε σχέση με το ποιους θα προβάλλουν και ποιους θα εξαφανίσουν από το προσκήνιο. Όχι σπάνια δε, με τρόπους που έχουν τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής μεταξύ κυρίων. Ένας τραγουδοποιός π.χ. (που εξ αντικειμένου η ματιά του στη μουσική είναι πολύ λιγότερο σφαιρική απ’ αυτήν του συνθέτη, γεγονός που, συν τοις άλλοις, τον κάνει ευάλωτο και πιο εύκολα χειραγωγήσιμο), έχει κάθε λόγο να μελοποιήσει τους στίχους ενός γνωστού ραδιοφωνικού παραγωγού. Γιατί ξέρει πως τα τραγούδια του θα παιχτούν σε γενναίες δόσεις από το σταθμό που εργάζεται ο τελευταίος. Αν όχι από τον ίδιο, απ’ όλους τους υπόλοιπους, είτε για λόγους συναδελφικής αλληλεγγύης, είτε γιατί θα κωλώσουν να διαφοροποιηθούν από το γενικό κλίμα, ιδίως σε εποχές οικονομικής λιτότητας και ενδεχόμενων ανασχηματισμών στο πρόγραμμα. Όταν μάλιστα ο τραγουδοποιός –η ο τραγουδιστής- αποφασίσει να ενταχθεί στο καλλιτεχνικό δυναμικό κάποιου ατζέντη που «τυχαίνει» επίσης να είναι (η να διατέλεσε, οι διασυνδέσεις παραμένουν) και παραγωγός, όπερ σημαίνει συναυλίες, πρόσβαση στα μεγάλα μαγαζιά και διαφήμιση, το δέλεαρ είναι μεγάλο και το προσδοκώμενο κέρδος πολλαπλό.

Ανθ’ ημών Γουλιμής

Υπήρχε, παρά ταύτα, ένας τρόπος ώστε η γυναίκα του Καίσαρα να φαίνεται τουλάχιστον τίμια. Που στην πράξη θα σήμαινε ότι ναι μεν ο σταθμός (και ας μην είναι ασώματος κεφαλή) έχει τις προτιμήσεις του σε κάποιους καλλιτέχνες, όχι όμως σε βαθμό ανοιχτής πλύσης εγκεφάλου των ακροατών του και κυρίως χωρίς την περιφρόνηση μέχρις εσχάτων της εργασίας όσων δεν εντάσσονται στα πλάνα του. Καλώς η κακώς, ζούμε σε μια κοινωνία «ελεύθερης» αγοράς και δεν μπορεί κανένας να επιβάλλει σε έναν παραγωγό να παίξει με το ζόρι κάτι που δεν του αρέσει. Αυτή η αυτονόητη παραδοχή δεν νομιμοποιεί πάντως την ανεξέλεγκτη αλαζονεία που επικρατεί στα FM -με την ανοχή των ακροατών, ας πάψει πια το λαϊκίστικο παραμύθι- και που λειτουργεί σαν στυγνή λογοκρισία.

Ο μικρός κατάλογος που ακολουθεί, δεν είναι σε καμμία περίπτωση βέβαια πλήρης, μιας και περιλαμβάνει μόνο δίσκους που υπάρχουν στη δισκοθήκη μου, χωρίς ποιοτική αξιολόγηση. Απαρτίζεται από μουσικές εργασίες με «κανονικά» τραγούδια (που σημαίνει ότι έχω αφήσει απ’ έξω δίσκους με μόνο επανεκτελέσεις, οργανική μουσική, soundtrack, η στην περιοχή του rock, hip hop κλπ), που κυκλοφόρησαν τα τελευταία οκτώ χρόνια και που δεν μεταδίδονται ποτέ –η σχεδόν ποτέ- από το ραδιόφωνο. Ίσως μερικοί απ’ αυτούς να παίχτηκαν λίγο τον καιρό που πρωτοκυκλοφόρησαν, το γεγονός πάντως είναι πως η σημερινή παρουσία τους στα ερτζιανά είναι πρακτικά μηδενική, όσο κι αν εύχομαι να έχω κάνει κάπου λάθος ως προς αυτό. Ανάμεσά τους θα βρείτε μεγάλα ονόματα της ελληνικής μουσικής, που σήμερα έχουν την ίδια ραδιοφωνική μοίρα με αρκετούς νεότερους. Στη λίστα δεν περιλαμβάνονται επίσης πολλοί δίσκοι από τους οποίους οι φωστήρες που έχουν αναλάβει εργολαβικά τη μουσική μας διαπαιδαγώγηση έχουν επιλέξει να παίζουν μόνο ένα τραγούδι, αντιμετωπίζοντας τα υπόλοιπα σαν να μην ηχογραφήθηκαν. Και μετά κατηγορούν τους άλλους, του «εμπορικού», για σκληρά playlist!

Έχουμε και λέμε λοιπόν:

- Θόδωρος Αναστασίου: Η αγωγή του πολίτου- Αντώνης Απέργης: Το στεφάνι (με τη Σοφία Ασσυχίδου)
- Αργοναύτες: Αργοναύτες- Μωυσής Ασέρ: Λίστα αναμονής (με τον Κοσμά Κοκόλη και τη Σοφία Ασσυχίδου)
- Πέτρος Βαγιόπουλος- Μανώλης Ρασούλης: Στο νοηματουργείο (με το Γιώργο Ξηντάρη και το Γιώργο Λίζο)
- Αλέξης Βάκης: Λείπουν όλα κι είναι εδώ (με τη Γεωργία Γρηγοριάδου)
- Νένα Βενετσάνου: Καφέ Γκρέκο
- Καλλιόπη Βέττα: Πρωί της Κυριακής- Μανώλης Γαλιάτσος: Η κλεψύδρα (με το Νίκο Κουρουπάκη)
- Γιάννης Γερογιάννης- Τάσος Σαμαρτζής: Τα όνειρα δεν είναι υποσχέσεις (με το Γιώργο Περαντάκο)
- Γιάννης Γερογιάννης- Διονύσης Καρατζάς- Μαρία Κοσσυφίδου: Παραμύθι για πουλιά- Βαγγέλης Γιαννάκης: Ιχνογραφίες (με τον Ανδρέα Καρακότα)
- Γιάννης Γλέζος: Τα τραγούδια της Εύας
- Γιώργος Δεσποτίδης- Ηλίας Κατσούλης: Ένα κομμάτι ουρανό (με το Νίκο Ανδρουλάκη)
- Βασίλης Δρογκάρης- Μανόλης Πάππος: Αιγαίο- Μίκης Θεοδωράκης- Λευτέρης Παπαδόπουλος: Ερημιά (με το Μανώλη Μητσιά και τη Μαρία Φαραντούρη)
- Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: Πέμπτη απόγευμα (με τη Σοφία Παπάζογλου)
- Αργυρώ Καπαρού: Μετάξι είναι το βλέμμα σου- Βαγγέλης Κορακάκης: Κρύπτη- Βαγγέλης Κορακάκης: Απ’ την αγάπη γυρίζω μόνος (με το Γεράσιμο Ανδρεάτο)
- Θωμάς Κοροβίνης: Τακίμια- Σπύρος Κουρκουνάκης: Τα Μετά και τα Πριν
- Μαρίζα Κωχ: Στον κήπο της Σαπφούς- Βασίλης Λέκκας: Όρθιοι- Νίκος Μαμαγκάκης: Δρόμοι της νύχτας (με το Δημήτρη Κοντογιάννη)
- Νίκος Μαμαγκάκης: Τραγούδια για τη Μελίνα (με τη Μελίνα Κανά)
- Γιάννης Μαρκόπουλος: Ο ταχύτατος Λούης (με τον Κώστα Μακεδόνα)
- Σταμάτης Μεσημέρης: Πέτρινα καράβια (με το Στέλιο Γαλανό)
- Μικρές Περιπλανήσεις: Και με οδηγό μου ένα παιδί- Γιώργος Μίχας: Κλέφτες ονείρων (με το Λάμπρο Καρελά)
- Βίκυ Μοσχολιού: Βραδινό σινιάλο
- Χρύσανθος Μουζακίτης: Ξεκίνησ’ ένα καραβάκι (με τον Τάκη Κωνσταντακόπουλο)
- Γιάννης Νικολάου: Στο νότο έρωτας φυσά
- Χρήστος Νικολόπουλος- Ηλίας Κατσούλης: Ζήλια πού’ χει η αγάπη (με το Γιώργο Μαργαρίτη)
- Θοδωρής Οικονόμου- Παρασκευάς Καρασούλος: Δον Κιχώτες (με τη Μαρία Δημητριάδη)
- Οκτάβα: Στο άγγιγμα μιας χορδής
- Σταύρος Ξαρχάκος: Η κυρία Καίτη κι εγώ (με την Καίτη Ντάλη)
- Θοδωρής Ξυδιάς: Χωρίς παρέα
- Δημήτρης Παπαδημητρίου: Δελτίο ανέμων (με τη Φωτεινή Δάρρα)
- Λάκης Παπαδόπουλος: Δεν έχω στιγμές- Πίτσα Παπαδοπούλου: Σεβντάς- Μανόλης Πάππος: Όσα σου μοιάζουν (με τη Σοφία Παπάζογλου)
- Ορφέας Περίδης: Τι θα πει ζωή- Πάρις Περυσινάκης: Στου ονείρου την αυλή- Νίκος Πιτλόγλου- Ανδρέας Ταρνανάς: Αμφίβολες μέρες (με το Μανώλη Χατζημανώλη)
- Αφεντούλα Ραζέλη: Στη φωτιά να ρίχνεις μέλι- Πλούταρχος Ρεμπούτσικας: Τσιγάρο στα κλεφτά (με το Γιάννη Παναγιωτόπουλο)
- Στάμος Σέμσης- Μιχάλης Μπουρμπούλης: Για το χατίρι μιας αγάπης (με τη Μαρία Σπυροπούλου)
- Βασίλης Σκουλάς: Ρίζα της φωτιάς
- Μιχάλης Τερζής: Το παραμύθι μου (με τη Μαρία Σουλτάτου)
- Τρίφωνο: Τρίφωνο- Χάρις Τσεκούρα: Αριστοτέλους και Ιθάκης
- Χρήστος Τσιαμούλης: Αφύλαχτη σκοπιά (με τη Λιζέτα Καλημέρη και το Μανώλη Λιδάκη)
- Μαρία Φαραντούρη- Ζυλφύ Λιβανελί: Η μνήμη του νερού- Χαϊνηδες: Ο γητευτής και το δρακοδόντι- Μιχάλης Χανιώτης: Πάντα υπάρχει κάτι (με τη Λιζέτα Καλημέρη)

Υ.Γ. Είχα μόλις τελειώσει το παραπάνω κειμένο, όταν έτυχε να διαβάσω στην Ελευθεροτυπία της Παρασκευής 15 Σεπτεμβρίου 2006 τη συνέντευξη που έδωσε στο Δημήτρη Κανελλόπουλο ο διευθυντής του Ρ/Σ Μελωδία Οδυσσέας Ιωάννου. Δεν αντιστέκομαι λοιπόν στον πειρασμό να παραθέσω ένα μικρό, αλλά αρκούντως ενδιαφέρον –πιστεύω- απόσπασμα:

"- Υπάρχει ελεύθερη ραδιοφωνία;
- Ελάχιστες είναι οι πραγματικά ελεύθερες φωλιές. Οι περισσότεροι έχουν δεσμεύσεις και ακολουθούν ένα είδος face control σε καλλιτέχνες. Δεν με ενοχλεί το έλλειμμα αισθητικής ή το κάθε Everything του Καρβέλα που κυκλοφορεί. Αυτά υπήρχαν πάντοτε. Με ενοχλεί η έλλειψη δημοκρατίας. Ο Καρβέλας και ο κάθε Καρβέλας δηλαδή, παίζεται παντού, σε αντίθεση με τον Θηβαίο. Η σύγχρονη δισκογραφία και το σύγχρονο ραδιόφωνο ενδιαφέρονται για τους καλλιτέχνες-ανταλλακτικά. Οι δημιουργοί με προσωπικότητα δεν τους αφορούν".

No comments….

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας γράφει για το Πολυτεχνείο (και δεν εξηγεί)




"Παρασκευή το Βράδυ"

του Θανάση Γκαϊφύλλια

Αργά το απόγευμα της Παρασκευής άρχισαν να δημιουργούν μία «νεκρή ζώνη» αδειάζοντας τους γύρω δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε πια να βγει ή να μπει. Κατάσταση πολιορκίας. Η αυλή γεμάτη από μεγάλες παρέες που σχολίαζαν τα γεγονότα ή σκαρφάλωναν στα κάγκελα και φώναζαν συνθήματα στους αστυνομικούς που έπιαναν τις γωνίες και περίμεναν το δικό τους σύνθημα. Οι φωτιές που άναβαν για τα δακρυγόνα έδιναν μια άγρια ομορφιά στο τοπίο κι όσο δυνάμωναν οι φωνές και τα τραγούδια, έλεγες, να η φλόγα που θα βάλει πυρκαγιά στον κόσμο. Σε μια άκρη της αυλής, καθώς μπαίνουμε αριστερά, κάτω από τις νεραντζιές ήταν μια μεγάλη ομάδα από αγόρια και κορίτσια του γυμνασίου που είχαν έρθει οργανωμένα από το σχολείο και χωρίς να το καταλάβουν, βρέθηκαν εγκλωβισμένα σε μια κατάσταση που με τίποτα δεν μπορούσαν να προβλέψουν. «Στα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους» μπορούσες να διαβάσεις την αγωνία που ένοιωθαν για τους τρελαμένους γονείς και πιασμένα χέρι-χέρι, έδιναν κουράγιο το ένα στο άλλο. Αυτά τα παιδιά ποτέ δε βρέθηκαν τόσο κοντά, όσο εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ έπαψαν πια να είναι παιδιά. Περασμένα μεσάνυχτα και 4,345,027 Αθηναίων ξαγρυπνούν κι από το σταθμό του Πολυτεχνείου μαθαίνουν πως γράφεται η ιστορία.

-Κοίτα, κοίτα μου λέει η Λία, ένα τεράστιο ντόμινο.

Σταματώ και κοιτάζω. Μια ιπτάμενη Ολλανδέζα κατεβαίνει από τον ουρανό και σπρώχνει απαλά το πρώτο κομμάτι. Το έργο αποκτά ζωή. Υπέροχες εικόνες προβάλουν μέσα απ’την αέναη κίνηση με τέτοια ταχύτητα που δεν προλαβαίνεις να τις θαυμάσεις. Κάστρα γκρεμίζονται και γίνονται καταράκτες, ποτάμια διασχίζουν κήπους μαγικούς, τραίνα ταξιδεύουν μέσα σε δάση, μια γιαγιά πλέκει πολύχρωμες κάλτσες, διαστημόπλοια ξεκινούν για αστρικά ταξίδια, αθλητές τρέχουν, η σαμπάνια ρέει στα ποτήρια και τα καρναβάλια χορεύουν σάμπα.

Σε μια άκρη της αίθουσας, πάνω σε μια μικρή κερκίδα, κάθονται τα αγόρια και τα κορίτσια που δούλεψαν γι’αυτό το έργο. «Στα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους» διαβάζω την αγωνία που νοιώθουν μη πάει κάτι στραβά και διακοπεί η ροή των 4,345,027 κομματιών, που με τέχνη και υπομονή τοποθέτησαν σε διάστημα δύο μηνών. Με το που πέφτει και το τελευταίο κομμάτι, κάνουν νέο παγκόσμιο ρεκόρ. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, δακρύζουν και χοροπηδούν σαν μικρά παιδιά. Σαν μικρά παιδιά που έμαθαν να γράφουν ιστορία.

Στο απέναντι πεζοδρόμιο, ακριβώς μπροστά στην πύλη του Πολυτεχνείου και πίσω από τα τανκς, παρέταξαν μια μεγάλη ομάδα λοκατζήδων, με πλήρη εξάρτηση και εφ’ όπλου λόγχη. Απ’ τα μεγάφωνα, αυτά τα εικοσάχρονα παληκάρια, άκουγαν τη σπαραχτική φωνή του Δημήτρη να λέει …αδέρφια μας στρατιώτες, δεν μπορεί να σηκώσετε τα όπλα σας εναντίον μας. «Στα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους» μπορούσες να διαβάσεις την αγωνία, την επιθυμία να βρεθούν σαν άνθρωποι ελεύθεροι ανάμεσά μας και την αηδία για το γαμώτο της ιστορίας.

Παρασκευή 14-11-2008
Θανάσης Γκαϊφύλλιας.




Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

"Μορφές λογοκρισίας πριν και μετά"


Οι Νέοι / Νέες της ΑΚΟΑ μας προσκαλούν σε μουσική εκδήλωση-συζήτηση με θέμα:

"Τα απαγορευμένα τραγούδια της χούντας - Μορφές λογοκρισίας πριν και μετά"

ΣΑΒΒΑΤΟ 15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2008, ώρα 18.30

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΥΡΝΑΡΗ, ΚΤΙΡΙΟ ΓΚΙΝΗ (Αμφιθέατρο 1ου ορόφου)

Ομιλητές: Βέρα Δαμόφλη, Χρήστος Λεοντής, Αλέξης Βάκης, Ηλίας Τριανταφυλλόπουλος, Τζίμης Αργυρός

Παρεμβαίνουν και τραγυδούν οι: Καλλιόπη Βέτα, Φοίβος Δεληβοριάς, Γιάννης Ιωάννου, Αντώνης Καλογιάννης, Λάκης Καραλής, Μαρίζα Κωχ, Γιώργος Μεράντζας, Νατάσα Παπαδοπούλου, Πάνος Τζαβέλλας

Αυτό το Σάββατο θυμόμαστε και τραγουδάμε όλοι μαζί, στον ιστορικό χώρο του Πολυτεχνείου. Να μη λείψει κανείς!

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Ελληνικό τραγούδι ή κουτσομπολιό δίχως τέλος;

Φαίνεται ότι κάποιοι νομίζουν πως το ελληνικό τραγούδι έχει την πολυτέλεια να μεταβληθεί σε ένα μάτσο προσωπικές κόντρες και κουτσομπολιά.

Με ταχύτατους ρυθμούς, η κουβέντα σε σχέση με αισθητικά αιτήματα, προσδοκίες, περιεχόμενο, τείνει να αντικατασταθεί από ένα ατελείωτο κους-κους για το ποιος είπε τι και για ποιον. Ανοίγεις σοβαρά περιοδικά και διαβάζεις συνεντεύξεις για καψουρεμένα αγόρια και γκομενικές συμπεριφορές. Ανοίγεις την τηλεόραση και ψάχνεις να κρυφτείς. Διαβάζεις πρόσφατες βιογραφίες κορυφαίων δημιουργών, και αντί να μάθεις τις ιδέες τους και τα συμβάντα της ζωής τους, μαθαίνεις τη χολή και τα υπονοούμενα που ρίχνουν κατά βούληση προς στους ομόσταυλούς τους. Μιλάς με ανθρώπους της πιάτσας, και αντί για καλλιτεχνικό όραμα ακούς σκανδαλοθηρικές ιστορίες και κιτρινισμένα παραλειπόμενα...πιάτσα κανονική! Η κατάντια είναι τέτοια ώστε κοιτώντας τον χώρο του σκυλάδικου, κάποιος ίσως διακρίνει μια ψυχική ενότητα, μια ομόνοια και μια πίστη (στην παρακμή, δεν μας ενδιαφέρει αυτό), ενώ αν στραφεί στο λεγόμενο «έντεχνο» αυτό που κυριαρχεί είναι μια άνευ ορίων χυδαιότητα και ένας πόλεμος όλων εναντίων όλων χωρίς καμία καλλιτεχνική διακύβευση.

Εντάξει, θα μου πείτε, πάντα υπήρχαν αυτά. Σωστό. Όμως, άλλο είναι να βρίσκεσαι στην ακμή ενός κινήματος και άλλο στην πτώση. Στην πρώτη περίπτωση σε παίρνει άνετα να έχεις έναν Θεοδωράκη και έναν Χατζιδάκι να βγάζουν τα μαχαίρια, ενώ ταυτόχρονα βγάζουν και τα αριστουργήματα. Στην δεύτερη, ρισκάρεις την κατεδάφιση όλου του οικοδομήματος που λέγεται ελληνικό τραγούδι.

Καλοί μου άνθρωποι, το κοινό έχει βαρεθεί να ακούει τις προσωπικές σας κόντρες και μπηχτές. Αφήστε τα αυτά και γράψτε κάνα τραγούδι της προκοπής, αντί να ανακυκλώνετε τους εαυτούς σας και να ξεκατινιάζεστε. Στο τέλος θα μείνετε μοναχοί σας να παίζετε μπαλίτσα σε άδειο γήπεδο, καθώς ο κόσμος θα έχει φύγει ψάχνοντας για φρέσκο αεράκι. Όσοι δε έχουν για τα καλά στερέψει, ας σκεφτούν την επιλογή της τίμιας απόσυρσης...καλύτερη είναι από την ατελείωτη φθορά. Και ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα.
ηρ.οικ.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Γιώργος Μεράντζας - Καλλιόπη Βέττα στο Κύτταρο




Συγχωρέστε μου τον κάπως προσωπικό τόνο, αλλά το να συναντήσεις ένα μύθο των νεανικών σου χρόνων συμβαίνει μονο δυο-τρεις φορές στη ζωή ενός ανθρώπου. Για μένα, η μια φορά ήταν σήμερα, στο Κύτταρο, στη συναυλία του Γιώργου Μεράντζα και της Καλλιόπης Βέττα.

Για κάποιους ίσως ακούγεται κάπως κουλό, αν όχι τελείως αξιολύπητο, αλλά όταν οι φίλοι μου στο Λύκειο άκουγαν Τρύπες και Ξύλινα Σπαθιά, εγώ άκουγα Γιώργο Μεράντζα. Είχα μόλις ξεθάψει τα "Τροπάρια για Φονιάδες" μέσω ενός φίλου, και έκανα μετάληψη την υποψία ενός καλύτερου κόσμου. Κάποιοι, τυχεροί, δεν χρειάζονται μουσικές και τραγούδια για να καταλάβουν τη ζωή, ούτε για να την αλλάξουν· οι συνθήκες τους οδηγούν εκεί όπως το ποτάμι οδηγεί το νερό στη θάλασσα. Για μένα όμως ήταν αλλιώς. Η αληθινή, υλική ζωή χρειάστηκε να υποκατασταθεί από τον λόγο του Μάνου Ελευθερίου, τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου και τις φωνές της Μαρίας Δημητριάδη και του Γιώργου Μεράντζα. Από αυτούς άκουσα πρώτη φορά ονόματα από το συναξάρι των αγίων: Νίκος Πλουμπίδης, Ρόζα Λούξεμπουργκ, και "τον άγγελο που ντύθηκες με νύχτα". Από αυτούς έμαθα και γεωγραφία: Πρέβεζα, Κιλκίς, Ερμούπολις, Λέρος, Νάξος, Αλικαρνασσός. Τη Μαρία Δημητριάδη την είδα αργότερα να δίνει τον παλμό σε φεστιβάλ· του Μεράντζα όμως τα έχασα τα ίχνη. Εντωμεταξύ, το πράγμα ολοένα και σοβάρευε, καθώς η φωνή του Μεράντζα δεν με μάθαινε μόνο τη "δίκοπη ζωή", αλλά και το δίκοπο μαχαίρι του έρωτα. Σας έτυχε να ακούσετε το "Τραγούδι του Γάμου" από τον δίσκο "Φουέντε Οβεχούνα", με τον Μεράντζα και τη Σοφία Σπυράτου; Έτυχε σε μένα, και από τότε άρχισα να βλέπω μπροστά μου την "κόρη με τα ξέπλεκα μαλλιά", ρωτώντας ξανά και ξανά: "την αγάπη ποιος την σταματάει;".

Με αυτές τις μνήμες πήγα σήμερα - χθες - στο Κύτταρο. Στην είσοδο πληρώνεις 10 Ευρώ, χωρίς ποτό. Όταν μπήκα, η Βέττα είχε μόλις είχε αρχίσει να τραγουδά το "Ποιός τη ζωή μου" του Θεοδωράκη· ωραίος πρόλογος. Πήρα τη θεση μου στη σκάλα (καθώς το μπαρ του Κυττάρου έχει μικρύνει επικίνδυνα από πέρυσι και έχει δώσει τη θέση του σε περισσότερα τραπέζια). Η Καλλιόπη Βέττα έχει ευρύτατες ερμηνευτικές δυνατότητες, και το αποδεικνύει πότε μέσω της φόρτισης ενός Spente Le Stelle, και πότε μέσω της νεοκυματικής περιπλάνησης με "Καράβια Αλήτες". Κάποιες φορές ο ακροατής ίσως αναρωτηθεί μήπως η γυναίκα χαραμίζεται στο "έντεχνο" και ανήκει πραγματικά στον κόσμο του λυρικού τραγουδιού. Η ποικιλία του ρεπερτορίου της είναι ενδεικτική της απουσίας ερμηνευτικών ορίων εκ μέρους της: πόσες φωνές μπορούν αλήθεια να περνούν με άνεση από τον Bregovic στο Τζιβαέρι και από τον Θεοδωράκη στον Σιδηρόπουλο;







Ο Μεράντζας χρησιμοποιεί το πρώτο μέρος του προγράμματος ως προθέρμανση για το δεύτερο. Οι επιλογές των τραγουδιών είναι εξαιρετικές και στα δύο, από Θάνο Μικρούτσικο (προφανώς) και Ξαρχάκο μέχρι Παπάζογλου και Μάλαμα. Εντάξει, θα ήθελα να ακούσω περισσότερα τραγούδια από την πρώτη περίοδο του Θάνου Μικρούτσικου, αλλά αφού τα έχει ξεχάσει ο ίδιος ο συνθέτης τους, γιατί να περιμένουμε να τα θυμίσουν άλλοι; Γενικά, στο δεύτερο ημίχρονο της παράστασης ο Μεράντζας φαίνεται να έχει καλο-λαδώσει τη μηχανή, και τολμά να εξερευνήσει πιο απόκρημνες και ορμητικές περιοχές του μουσικού του κόσμου. Είκοσι χρόνια απουσίας από το τραγούδι είναι πολλά· όχι όμως για τον Μεράντζα. Μάρτυρας μου ο άγνωστος θεός των τραγουδιών: απόψε άκουσα την ίδια ακριβώς φωνή με αυτή που θρηνεί που "Έμεινε τ' όνειρο ορφανό" στη "Μαντζουράνα στο Κατώφλι" του Λεοντή, το 1980. Στη σκηνή δεν βρίσκεται κάποιος παροπλισμένος που λαμβάνει τιμητικά το χειροκρότημα της αποχώρησης, αλλά ένας μάχιμος ερμηνευτής που ξεσηκώνει το κοινό με το τραγούδι του αυτό καθ' εαυτό, και όχι με μια μακρινή ανάμνηση του τραγουδιού αυτού. Ο καθαρός αέρας στα Τζουμέρκα (εκεί όπου ο Μεράντζας διατηρεί το "Ξενείον", το ξενοδοχείο του) φαίνεται ότι κρατάει τον ίδιο σε φόρμα, όχι μόνο ερμηνευτικά αλλά και από πλευράς διάθεσης. Τα αστεία του πέφτουν βροχή, τόσο προς το κοινό ως προς και την Καλλιόπη Βέττα, με την οποία εναλλάσονται στη σκηνή, αλλά και συνευρίσκονται σε κάποια ντουέτα.


Η αποκάλυψη στην ορχήστρα ακούει στο όνομα Ντάσσο Κούρτι. Ο γνωστός συνθέτης και ακκορντεονίστας δίνει ρέστα παίζοντας το ακκορντεόν περίπου όπως κάποιος άλλος θα έπαιζε το μπουζούκι του. Υπεύθυνος για την λιτή ενορχήστρωση είναι ο Γιάννης Ιωάννου. Μόνη, δευτερεύουσα ένστασή μου στην ενορχηστρωτική πρόταση είναι η ευρεία χρήση του ηλεκτρικού πιάνου από τον ίδιο, η οποία δημιουργεί μια κάπως ομοιογενή μουσική ατμόσφαιρα σε τραγούδια που φωνάζουν για την μοναδικότητά τους. Εκτός από τους δύο αυτούς μουσικούς, στην ορχήστρα συμμετέχουν ο Βασίλης Κετεντζόγλου στην κιθάρα, ο Μιχάλης Ορφανίδης στα κρουστά, ο Νίκος Καλιούρης στο βιολί και ο Χρήστος Κεχρής στο ηλεκτρικό μπάσο.





Ο αποχαιρετισμός στη συναυλία έγινε με μια οριακή ερμηνεία του Μεράντζα πάνω στην Ηπειρώτικη "Μαργιόλα". Εδώ ο αποχαιρετισμός ας γίνει με ένα απόσπασμα από τη "δίκοπη ζωή":

Μα πως να μην ξεχάσεις την αυλή σου
και την παλιά τη γνώμη καθενός
όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου
να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου
και να' σαι το πουλί κι ο κυνηγός
στις μαύρες λαγκαδιές του παραδείσου.

Ραντεβού την ερχόμενη Δευτέρα, 17 Νοεμβρίου, 22.00, στο Κύτταρο, ξανά. Εκεί, όπου ο Μεράντζας και η Βέττα ετοιμάζουν ένα ειδικό πρόγραμμα, εμπνευσμένο από τους νεκρούς του Πολυτεχνείου και από τα όνειρα που ζητούν ακόμα εκδίκηση. Για τον Μεράντζα, αυτός δεν είναι ένας οποιοσδήποτε Νοέμβρης· ήταν 3 Νοέμβρη του 1973, όταν βρέθηκε στο Κύτταρο για μερικές εμφανίσεις, οι οποίες σταμάτησαν μαζί με τις ερπύστριες των τεθωρακισμένων. 35 χρόνια μετά, ο Μεράντζας επιστρέφει. Να είμαστε όλοι εκεί.
ηρ.οικ.