ΜΑ ΤΙ ΠΑΙΖΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ;Ο σύγχρονος κυνισμός, τα playlist και οι «ημέτεροι» στη μπάντα των FM
του Αλέξη Βάκη
του Αλέξη Βάκη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τεύχος 23 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2006)
Συχνά θυμάμαι την εποχή που στην Ελλάδα υπήρχαν μόνο τέσσερις ραδιοφωνικοί σταθμοί, όλοι κρατικοί. Και που ο καθένας απ’ αυτούς, εκτός από κάποιες ώρες με εκπομπές τοπικού ενδιαφέροντος, ήταν πανελλήνιας εμβέλειας και υπάκουε σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφία προγράμματος, σχεδιασμένη σύμφωνα με τα τότε ειωθότα: Το Πρώτο Πρόγραμμα παρουσίαζε ως επί το πλείστον εκπομπές λόγου (ενημερωτικές η ποικίλης ύλης), το Δεύτερο είχε πιο ψυχαγωγικό- μουσικό χαρακτήρα και έπαιζε κυρίως ελαφρά και «έντεχνα», στο Τρίτο ακουγόταν αποκλειστικά κλασική μουσική, ενώ στο Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων (που αργότερα έγινε ΕΡΑ-4) τα πράγματα ήταν κάπως πιο «χύμα», μπορούσες δηλαδή να ακούσεις και κάποια λαϊκά τραγούδια που δεν παίζονταν αλλού. Υπό συνθήκες ασφυκτικού κρατικού ελέγχου, τα κρούσματα λογοκρισίας δεν ήταν σπάνια. Είτε για πολιτικο-κοινωνικούς λόγους (με την απαγόρευση των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη επί δικτατορίας, αλλά και νωρίτερα), είτε για λόγους αισθητικούς, όταν ήταν αδύνατον να μεταδοθεί κάτι έξω από τα όρια της «ευπρέπειας», όπως την όριζαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Υπουργείου Προεδρίας. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 βγήκε στη δημοσιότητα η υπόθεση για τους χαρακωμένους με κατσαβίδια, ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν, δίσκους βινυλίου της δισκοθήκης της ΕΡΤ. Όμως ο παρεμβατισμός στο πρόγραμμα δεν έπαψε να υφίσταται, και όχι μόνο για ένα μόνο είδος τραγουδιού. Έτσι, τα πιο πολλά τραγούδια του Άκη Πάνου, το Καπνισμένο Τσουκάλι του Χρήστου Λεοντή η το Μεταφοραί- εκδρομαί ο Μήτσος του Δημήτρη Πουλικάκου είχαν την κοινή μοίρα ότι δεν παίζονταν, παρά μόνον στις διαφημιστικές εκπομπές των δισκογραφικών εταιρειών. (Για να μην πάμε στο Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο με τον κομμένο στίχο του Διονύση Σαββόπουλου και στα πρώτα τραγούδια με τις Μουσικές Ταξιαρχίες του Τζίμη Πανούση, λίγα χρόνια αργότερα).
Όταν λοιπόν, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, άρχισε να ακούγεται όλο και πιο επιτακτικά το αίτημα για «ελεύθερη ραδιοφωνία», ήταν φανερό πως το κρατικό μονοπώλιο δεν θα άντεχε για πολύ. Την Κυριακή 31 Μαΐου του 1987 εξέπεμψε για πρώτη φορά στα ερτζιανά ο δημοτικός Ρ/Σ Αθήνα 9,84, με διευθυντή το Γιάννη Τζαννετάκο, επί δημαρχίας Μιλτιάδη Έβερτ. Η ιστορία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων στην Ελλάδα έμπαινε σε καινούργια σελίδα, μιας και ακολούθησε δυο- τρία χρόνια αργότερα, η ιδιωτική τηλεόραση. Το τοπίο έγινε πιο σύνθετο, με πολλές και σημαντικές συνέπειες. Τις οποίες δεν προτίθεμαι να εξετάσω εδώ στο σύνολό τους, παρά μόνο σε σχέση με τις –ίσες, σύμφωνα με το Σύνταγμα, που προστατεύει το δικαίωμα της επικοινωνίας για όλους- δυνατότητες που έχει το κάθε μουσικό προϊόν να φτάσει στον ακροατή δια της οδού του ραδιοφώνου.
Οι αλλαγές στο χάρτη της ιδιωτικής ραδιοφωνίας
Σε πρώτη φάση, όλοι οι σταθμοί που άνοιξαν (Κανάλι 1, Δίαυλος 10, ΑΝΤ1, TOP-FM, Κανάλι 15, 902 Αριστερά στα FM, Flash κλπ.) προσπάθησαν να κινηθούν γύρω από το μοντέλο του 9,84, που προέβλεπε εκπομπές για όλες τις (ενημερωτικές και ψυχαγωγικές) ανάγκες των ακροατών τους. Όταν όμως, με τη λειτουργία και των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, το μερίδιο από τη διαφημιστική πίτα μειώθηκε, αυτός ο τύπος ραδιοφώνου άρχισε σιγά- σιγά να εγκαταλείπεται, ως οικονομικά ασύμφορος. Τότε έκλεισαν η πουλήθηκαν μερικοί σταθμοί, ενώ άρχισαν και οι σκέψεις για αυστηρή εξειδίκευση στο πρόγραμμα κάποιων άλλων. Έτσι, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, ο ΣΚΑΪ και ο Flash χάραξαν το δρόμο του αμιγώς ειδησεογραφικού ραδιοφώνου, με εμβόλιμες μερικές μουσικές και χιουμοριστικές εκπομπές, ενώ άρχισαν να ξεπροβάλλουν σταθμοί όπως ο Ελλάδα FM και ο Μελωδία, που έπαιζαν επί 24ώρου βάσεως ελληνικά τραγούδια.
Σήμερα υπάρχουν Ρ/Σ για όλα τα γούστα. Αν κάποιος θέλει να ενημερωθεί για τις τρέχουσες πολιτικές η αθλητικές εξελίξεις, ν’ ακούσει τη μουσική της αρεσκείας του η ακόμα και να …προσευχηθεί, δεν έχει παρά να συντονιστεί στην αντίστοιχη συχνότητα. Με το ερώτημα πάντως να παραμένει αν όντως ισχύει αυτή η ειδυλλιακή κατάσταση που εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται, τουλάχιστον στο κομμάτι που έχει να κάνει με την κατανομή του ραδιοφωνικού χρόνου στη σύγχρονη παραγωγή του ελληνικού μουσικού ρεπερτορίου.
Τα λουλούδια στην κυρία από μένα
Το σχίσμα που λίγο- πολύ υπήρχε και επί μονοκρατορίας του κρατικού ραδιοφώνου, όταν αυτοί που αγαπούσαν τον Πλέσσα και τον Σπανό άκουγαν Πρώτο και Δεύτερο Πρόγραμμα, ενώ εκείνοι που προτιμούσαν Κοινούση η Βοσκόπουλο γύριζαν τη βελόνα «στων Ενόπλων», συνεχίστηκε και βάθυνε στις μέρες μας. Με το –ποπ η λαϊκότροπο, κατά περίπτωση- είδος τραγουδιού γύρω από το οποίο συσπειρώνεται η εναπομείνασα βιομηχανία του δίσκου, αυτό δηλαδή που εδρεύει στα τηλεοπτικά πρωϊνάδικα και παίζεται στις μεγάλες κοσμικές πίστες, να έχει φτιάξει τα δικά του ραδιόφωνα (Λάμψη, Σφαίρα, Ρυθμός, Soho, Όασις, John Greek, Angel κ.α.), που παίζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ «τις επιτυχίες».
Παρά το ότι δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω την τρέχουσα έννοια του όρου «επιτυχία» (και κυρίως σε σχέση με την όποια «αποτυχία», σε ένα χώρο όπου όλα δείχνουν προκατασκευασμένα), είμαι πρόθυμος να παραδεχθώ την εύρυθμη –σύμφωνα με τους νόμους του σύγχρονου καπιταλισμού- λειτουργία αυτών των Ρ/Σ. Που φαντάζουν μεν προκλητικά αυτάρεσκοι στη γκλαμουριά τους, είναι όμως συνεπείς, με την έννοια ότι παίζουν τους πάντες στα όρια του τραγουδιού που αναφέρονται, με συχνότητα η οποία εξαρτάται από το διαφημιστικό πακέτο της δισκογραφικής εταιρείας. Προσωπικά, αν και βγάζω σπυράκια κάθε φορά που βρίσκομαι σε ταξί και είμαι υποχρεωμένος να υποστώ τα αδιάκοπα playlist και τα Top-10 της εβδομάδας με τραγούδια που ουδόλως με αφορούν, θεωρώ ως περίπου «φυσιολογικό» το έργο που επιτελούν. Ιδίως όταν γνωρίζω πως απευθύνονται κυρίως σε ακροατές που έχουν προ πολλού πάψει να έχουν ανησυχίες περί την τέχνη και που θα καταναλώσουν ευχαρίστως και άκριτα ό,τι τους δοθεί. Το οποίο θα είναι «καινούργιο» φυσικά, γιατί στην περίπτωση που κάποιος λησμονήσει το πόσο λίγο ζουν αυτά τα προϊόντα και νοσταλγήσει π.χ. το Θα μελαγχολήσω με την Καίτη Γαρμπή (που έφτανε στ’ αυτιά σου όπου κι αν πήγαινες προ δεκαετίας, αλλά αν ακουστεί σήμερα θα είναι τόσο παλιομοδίτικο όσο σαν να βγει κάποιος στην παραλία με ολόσωμο αντρικό μαγιό του ’30), ας πρόσεχε.
«Μελωδία» και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις
Υπάρχει βέβαια και η άλλη όχθη, με τους μουσικούς ραδιοσταθμούς ελληνικού ρεπερτορίου οι οποίοι δεν υπάγονται στις προτεραιότητες που προαναφέρθηκαν και έχουν ως σημαία το «ποιοτικό» ελληνικό τραγούδι, αυτό που αντέχει στο χρόνο. Σ’ αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται οι ιδιωτικοί Ρ/Σ Μελωδία και Δίεση (πρώην Σταθμός), αλλά και το κρατικό Δεύτερο Πρόγραμμα, ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του. Για να εστιάσω σ’ αυτές, ο Μελωδία ηχεί πιο «πολεμικός» και σίγουρος για τις επιλογές του (είναι άλλωστε αυτός που ανέκαθεν έδινε τον τόνο, συνεπώς όσα ειπωθούν παρακάτω τον αφορούν σε μεγαλύτερο βαθμό), το Δεύτερο Πρόγραμμα, που -όταν δεν αναλώνει την ενέργειά του στη διαφήμιση του Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης- βρίσκεται κοντύτερα στη λογική των «τραγουδιών της παρέας», ενώ ο Δίεση δείχνει περισσότερο απ’ όλους προσαρμοσμένος στις εδώ και τώρα απαιτήσεις των ακροατών του. Παρά τις επί μέρους διαφορές πάντως, μπορεί να εξαχθεί ένα βασικό συμπέρασμα:
Το εύρος της μουσικής που παίζεται έχει κατά πολύ συρρικνωθεί σε σχέση με τις ζώνες ελληνικού τραγουδιού των πρώτων ιδιωτικών σταθμών (9,84, 902 Αριστερά στα FM κ.α.), παρά το ότι οι τελευταίοι ήταν «γενικής» φύσης και όχι εξειδικευμένοι. Τότε μπορούσες να ακούσεις, εκτός των πρόσφατων κυκλοφοριών, από Αττίκ μέχρι Παύλο Σιδηρόπουλο και από Φλέρυ Νταντωνάκη μέχρι Τάκη Σούκα. Εν αντιθέσει με τη σημερινή κατάσταση, όπου -με την εξαίρεση του Δεύτερου Προγράμματος, το οποίο κρατάει παραδοσιακά κάποιες ζώνες με ρεμπέτικα και παλιά ελαφρά- πέριξ ενός εντεχνο-ποπ καμβά που επικρατεί, κινούνται δορυφορικά όλα τα υπόλοιπα. (Εδώ κρίνω σκόπιμο να δηλώσω πως αναγκαστικά αναφέρομαι σε Ρ/Σ της Αθήνας, γιατί επ’ αυτών έχω ιδίαν αντίληψη. Όσες φορές όμως έτυχε να βρεθώ στην επαρχία και να ακούσω αντίστοιχους σταθμούς, έχω την αίσθηση πως εκεί τα πράγματα είναι εμφανώς καλύτερα και πως, παρά την έλλειψη των τεράστιων δισκοθηκών, η γκάμα των τραγουδιών που μεταδίδονται είναι κατά πολύ μεγαλύτερη αυτών που παίζονται στο κλεινόν άστυ).
Αχ, πού’ σαι νιότη, πού’ δειχνες πως θα γινόμουν άλλος
Τι συμβαίνει λοιπόν; Από πού εκπορεύεται αυτή η τάση προς τη μουσική ομογενοποίηση; Δεν πιστεύω πως η εξήγηση βρίσκεται μόνο στο ότι οι σταθμοί προβάλλουν ένα ενιαίο πρότυπο ευχάριστου και αποδεκτού απ’ όλους ραδιοφωνικού παραγωγού με light προτιμήσεις. (Κάτι που ισχύει κυρίως για τον Δίεση και, δευτερευόντως, για το Δεύτερο Πρόγραμμα, χωρίς αυτό φυσικά να τους δίνει και συγχωροχάρτι). Γιατί ο Μελωδία, εξ όσων γνωρίζω, διαθέτει απ’ όλα τα καλά: Από τη μια, νεανίες και δεσποινίδες που ακκίζονται μιλώντας –συνήθως- για τον καιρό και που δίνουν την εντύπωση πως το γνωστικό τους επίπεδο για το ελληνικό τραγούδι περιορίζεται στο να αντιμετωπίζουν ως σημείο εκκίνησής του την εποχή που γράφτηκε το Τσιγάρο με τον Κότσιρα, η, στην καλύτερη περίπτωση, το Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ του Κραουνάκη. Κι από την άλλη (με αρκετούς ενδιάμεσους σταθμούς για να είμαι δίκαιος) βαρείς και μπλαζέ διανοούμενους, που περιφέρουν την «ποιητική» διάθεση η την ανία τους -εξαρτάται από τη φάση που θα τους πετύχεις- εκστομίζοντας βαθυστόχαστες ατάκες ανάμεσα στα τραγούδια. Αλλά που στο τέλος, και οι μεν και οι δε θα μας παίξουν Μίλτο Πασχαλίδη και Κώστα Λειβαδά (κατά την ιστορική φράση του Γκάρι Λίνεκερ πως ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που παίζεται από δυο ομάδες με έντεκα παίκτες η καθεμία και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί), για να αναφερθώ σε δύο τραγουδοποιούς που δεν φαντάζομαι να έχουν και παράπονο από το air-play των πονημάτων τους.
Η εξήγηση είναι απλή: Οι εμπλεκόμενοι με το μουσικό ραδιόφωνο (και δη το «ποιοτικό», μιας και αναφέρεται σε καλλιτέχνες με όχι τόσο κοντινή ημερομηνία λήξης) και ιδίως οι έχοντες στελεχική θέση σ’ αυτό, είναι φορείς μιας ευδιάκριτης εξουσίας. Που τους δίνει τη δυνατότητα να καταστρώσουν στρατηγική σε σχέση με το ποιους θα προβάλλουν και ποιους θα εξαφανίσουν από το προσκήνιο. Όχι σπάνια δε, με τρόπους που έχουν τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής μεταξύ κυρίων. Ένας τραγουδοποιός π.χ. (που εξ αντικειμένου η ματιά του στη μουσική είναι πολύ λιγότερο σφαιρική απ’ αυτήν του συνθέτη, γεγονός που, συν τοις άλλοις, τον κάνει ευάλωτο και πιο εύκολα χειραγωγήσιμο), έχει κάθε λόγο να μελοποιήσει τους στίχους ενός γνωστού ραδιοφωνικού παραγωγού. Γιατί ξέρει πως τα τραγούδια του θα παιχτούν σε γενναίες δόσεις από το σταθμό που εργάζεται ο τελευταίος. Αν όχι από τον ίδιο, απ’ όλους τους υπόλοιπους, είτε για λόγους συναδελφικής αλληλεγγύης, είτε γιατί θα κωλώσουν να διαφοροποιηθούν από το γενικό κλίμα, ιδίως σε εποχές οικονομικής λιτότητας και ενδεχόμενων ανασχηματισμών στο πρόγραμμα. Όταν μάλιστα ο τραγουδοποιός –η ο τραγουδιστής- αποφασίσει να ενταχθεί στο καλλιτεχνικό δυναμικό κάποιου ατζέντη που «τυχαίνει» επίσης να είναι (η να διατέλεσε, οι διασυνδέσεις παραμένουν) και παραγωγός, όπερ σημαίνει συναυλίες, πρόσβαση στα μεγάλα μαγαζιά και διαφήμιση, το δέλεαρ είναι μεγάλο και το προσδοκώμενο κέρδος πολλαπλό.
Ανθ’ ημών Γουλιμής
Υπήρχε, παρά ταύτα, ένας τρόπος ώστε η γυναίκα του Καίσαρα να φαίνεται τουλάχιστον τίμια. Που στην πράξη θα σήμαινε ότι ναι μεν ο σταθμός (και ας μην είναι ασώματος κεφαλή) έχει τις προτιμήσεις του σε κάποιους καλλιτέχνες, όχι όμως σε βαθμό ανοιχτής πλύσης εγκεφάλου των ακροατών του και κυρίως χωρίς την περιφρόνηση μέχρις εσχάτων της εργασίας όσων δεν εντάσσονται στα πλάνα του. Καλώς η κακώς, ζούμε σε μια κοινωνία «ελεύθερης» αγοράς και δεν μπορεί κανένας να επιβάλλει σε έναν παραγωγό να παίξει με το ζόρι κάτι που δεν του αρέσει. Αυτή η αυτονόητη παραδοχή δεν νομιμοποιεί πάντως την ανεξέλεγκτη αλαζονεία που επικρατεί στα FM -με την ανοχή των ακροατών, ας πάψει πια το λαϊκίστικο παραμύθι- και που λειτουργεί σαν στυγνή λογοκρισία.
Ο μικρός κατάλογος που ακολουθεί, δεν είναι σε καμμία περίπτωση βέβαια πλήρης, μιας και περιλαμβάνει μόνο δίσκους που υπάρχουν στη δισκοθήκη μου, χωρίς ποιοτική αξιολόγηση. Απαρτίζεται από μουσικές εργασίες με «κανονικά» τραγούδια (που σημαίνει ότι έχω αφήσει απ’ έξω δίσκους με μόνο επανεκτελέσεις, οργανική μουσική, soundtrack, η στην περιοχή του rock, hip hop κλπ), που κυκλοφόρησαν τα τελευταία οκτώ χρόνια και που δεν μεταδίδονται ποτέ –η σχεδόν ποτέ- από το ραδιόφωνο. Ίσως μερικοί απ’ αυτούς να παίχτηκαν λίγο τον καιρό που πρωτοκυκλοφόρησαν, το γεγονός πάντως είναι πως η σημερινή παρουσία τους στα ερτζιανά είναι πρακτικά μηδενική, όσο κι αν εύχομαι να έχω κάνει κάπου λάθος ως προς αυτό. Ανάμεσά τους θα βρείτε μεγάλα ονόματα της ελληνικής μουσικής, που σήμερα έχουν την ίδια ραδιοφωνική μοίρα με αρκετούς νεότερους. Στη λίστα δεν περιλαμβάνονται επίσης πολλοί δίσκοι από τους οποίους οι φωστήρες που έχουν αναλάβει εργολαβικά τη μουσική μας διαπαιδαγώγηση έχουν επιλέξει να παίζουν μόνο ένα τραγούδι, αντιμετωπίζοντας τα υπόλοιπα σαν να μην ηχογραφήθηκαν. Και μετά κατηγορούν τους άλλους, του «εμπορικού», για σκληρά playlist!
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
- Θόδωρος Αναστασίου: Η αγωγή του πολίτου- Αντώνης Απέργης: Το στεφάνι (με τη Σοφία Ασσυχίδου)
- Αργοναύτες: Αργοναύτες- Μωυσής Ασέρ: Λίστα αναμονής (με τον Κοσμά Κοκόλη και τη Σοφία Ασσυχίδου)
- Πέτρος Βαγιόπουλος- Μανώλης Ρασούλης: Στο νοηματουργείο (με το Γιώργο Ξηντάρη και το Γιώργο Λίζο)
- Αλέξης Βάκης: Λείπουν όλα κι είναι εδώ (με τη Γεωργία Γρηγοριάδου)
- Νένα Βενετσάνου: Καφέ Γκρέκο
- Καλλιόπη Βέττα: Πρωί της Κυριακής- Μανώλης Γαλιάτσος: Η κλεψύδρα (με το Νίκο Κουρουπάκη)
- Γιάννης Γερογιάννης- Τάσος Σαμαρτζής: Τα όνειρα δεν είναι υποσχέσεις (με το Γιώργο Περαντάκο)
- Γιάννης Γερογιάννης- Διονύσης Καρατζάς- Μαρία Κοσσυφίδου: Παραμύθι για πουλιά- Βαγγέλης Γιαννάκης: Ιχνογραφίες (με τον Ανδρέα Καρακότα)
- Γιάννης Γλέζος: Τα τραγούδια της Εύας
- Γιώργος Δεσποτίδης- Ηλίας Κατσούλης: Ένα κομμάτι ουρανό (με το Νίκο Ανδρουλάκη)
- Βασίλης Δρογκάρης- Μανόλης Πάππος: Αιγαίο- Μίκης Θεοδωράκης- Λευτέρης Παπαδόπουλος: Ερημιά (με το Μανώλη Μητσιά και τη Μαρία Φαραντούρη)
- Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: Πέμπτη απόγευμα (με τη Σοφία Παπάζογλου)
- Αργυρώ Καπαρού: Μετάξι είναι το βλέμμα σου- Βαγγέλης Κορακάκης: Κρύπτη- Βαγγέλης Κορακάκης: Απ’ την αγάπη γυρίζω μόνος (με το Γεράσιμο Ανδρεάτο)
- Θωμάς Κοροβίνης: Τακίμια- Σπύρος Κουρκουνάκης: Τα Μετά και τα Πριν
- Μαρίζα Κωχ: Στον κήπο της Σαπφούς- Βασίλης Λέκκας: Όρθιοι- Νίκος Μαμαγκάκης: Δρόμοι της νύχτας (με το Δημήτρη Κοντογιάννη)
- Νίκος Μαμαγκάκης: Τραγούδια για τη Μελίνα (με τη Μελίνα Κανά)
- Γιάννης Μαρκόπουλος: Ο ταχύτατος Λούης (με τον Κώστα Μακεδόνα)
- Σταμάτης Μεσημέρης: Πέτρινα καράβια (με το Στέλιο Γαλανό)
- Μικρές Περιπλανήσεις: Και με οδηγό μου ένα παιδί- Γιώργος Μίχας: Κλέφτες ονείρων (με το Λάμπρο Καρελά)
- Βίκυ Μοσχολιού: Βραδινό σινιάλο
- Χρύσανθος Μουζακίτης: Ξεκίνησ’ ένα καραβάκι (με τον Τάκη Κωνσταντακόπουλο)
- Γιάννης Νικολάου: Στο νότο έρωτας φυσά
- Χρήστος Νικολόπουλος- Ηλίας Κατσούλης: Ζήλια πού’ χει η αγάπη (με το Γιώργο Μαργαρίτη)
- Θοδωρής Οικονόμου- Παρασκευάς Καρασούλος: Δον Κιχώτες (με τη Μαρία Δημητριάδη)
- Οκτάβα: Στο άγγιγμα μιας χορδής
- Σταύρος Ξαρχάκος: Η κυρία Καίτη κι εγώ (με την Καίτη Ντάλη)
- Θοδωρής Ξυδιάς: Χωρίς παρέα
- Δημήτρης Παπαδημητρίου: Δελτίο ανέμων (με τη Φωτεινή Δάρρα)
- Λάκης Παπαδόπουλος: Δεν έχω στιγμές- Πίτσα Παπαδοπούλου: Σεβντάς- Μανόλης Πάππος: Όσα σου μοιάζουν (με τη Σοφία Παπάζογλου)
- Ορφέας Περίδης: Τι θα πει ζωή- Πάρις Περυσινάκης: Στου ονείρου την αυλή- Νίκος Πιτλόγλου- Ανδρέας Ταρνανάς: Αμφίβολες μέρες (με το Μανώλη Χατζημανώλη)
- Αφεντούλα Ραζέλη: Στη φωτιά να ρίχνεις μέλι- Πλούταρχος Ρεμπούτσικας: Τσιγάρο στα κλεφτά (με το Γιάννη Παναγιωτόπουλο)
- Στάμος Σέμσης- Μιχάλης Μπουρμπούλης: Για το χατίρι μιας αγάπης (με τη Μαρία Σπυροπούλου)
- Βασίλης Σκουλάς: Ρίζα της φωτιάς
- Μιχάλης Τερζής: Το παραμύθι μου (με τη Μαρία Σουλτάτου)
- Τρίφωνο: Τρίφωνο- Χάρις Τσεκούρα: Αριστοτέλους και Ιθάκης
- Χρήστος Τσιαμούλης: Αφύλαχτη σκοπιά (με τη Λιζέτα Καλημέρη και το Μανώλη Λιδάκη)
- Μαρία Φαραντούρη- Ζυλφύ Λιβανελί: Η μνήμη του νερού- Χαϊνηδες: Ο γητευτής και το δρακοδόντι- Μιχάλης Χανιώτης: Πάντα υπάρχει κάτι (με τη Λιζέτα Καλημέρη)
Υ.Γ. Είχα μόλις τελειώσει το παραπάνω κειμένο, όταν έτυχε να διαβάσω στην Ελευθεροτυπία της Παρασκευής 15 Σεπτεμβρίου 2006 τη συνέντευξη που έδωσε στο Δημήτρη Κανελλόπουλο ο διευθυντής του Ρ/Σ Μελωδία Οδυσσέας Ιωάννου. Δεν αντιστέκομαι λοιπόν στον πειρασμό να παραθέσω ένα μικρό, αλλά αρκούντως ενδιαφέρον –πιστεύω- απόσπασμα:
"- Υπάρχει ελεύθερη ραδιοφωνία;
Συχνά θυμάμαι την εποχή που στην Ελλάδα υπήρχαν μόνο τέσσερις ραδιοφωνικοί σταθμοί, όλοι κρατικοί. Και που ο καθένας απ’ αυτούς, εκτός από κάποιες ώρες με εκπομπές τοπικού ενδιαφέροντος, ήταν πανελλήνιας εμβέλειας και υπάκουε σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφία προγράμματος, σχεδιασμένη σύμφωνα με τα τότε ειωθότα: Το Πρώτο Πρόγραμμα παρουσίαζε ως επί το πλείστον εκπομπές λόγου (ενημερωτικές η ποικίλης ύλης), το Δεύτερο είχε πιο ψυχαγωγικό- μουσικό χαρακτήρα και έπαιζε κυρίως ελαφρά και «έντεχνα», στο Τρίτο ακουγόταν αποκλειστικά κλασική μουσική, ενώ στο Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων (που αργότερα έγινε ΕΡΑ-4) τα πράγματα ήταν κάπως πιο «χύμα», μπορούσες δηλαδή να ακούσεις και κάποια λαϊκά τραγούδια που δεν παίζονταν αλλού. Υπό συνθήκες ασφυκτικού κρατικού ελέγχου, τα κρούσματα λογοκρισίας δεν ήταν σπάνια. Είτε για πολιτικο-κοινωνικούς λόγους (με την απαγόρευση των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη επί δικτατορίας, αλλά και νωρίτερα), είτε για λόγους αισθητικούς, όταν ήταν αδύνατον να μεταδοθεί κάτι έξω από τα όρια της «ευπρέπειας», όπως την όριζαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Υπουργείου Προεδρίας. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 βγήκε στη δημοσιότητα η υπόθεση για τους χαρακωμένους με κατσαβίδια, ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν, δίσκους βινυλίου της δισκοθήκης της ΕΡΤ. Όμως ο παρεμβατισμός στο πρόγραμμα δεν έπαψε να υφίσταται, και όχι μόνο για ένα μόνο είδος τραγουδιού. Έτσι, τα πιο πολλά τραγούδια του Άκη Πάνου, το Καπνισμένο Τσουκάλι του Χρήστου Λεοντή η το Μεταφοραί- εκδρομαί ο Μήτσος του Δημήτρη Πουλικάκου είχαν την κοινή μοίρα ότι δεν παίζονταν, παρά μόνον στις διαφημιστικές εκπομπές των δισκογραφικών εταιρειών. (Για να μην πάμε στο Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο με τον κομμένο στίχο του Διονύση Σαββόπουλου και στα πρώτα τραγούδια με τις Μουσικές Ταξιαρχίες του Τζίμη Πανούση, λίγα χρόνια αργότερα).
Όταν λοιπόν, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, άρχισε να ακούγεται όλο και πιο επιτακτικά το αίτημα για «ελεύθερη ραδιοφωνία», ήταν φανερό πως το κρατικό μονοπώλιο δεν θα άντεχε για πολύ. Την Κυριακή 31 Μαΐου του 1987 εξέπεμψε για πρώτη φορά στα ερτζιανά ο δημοτικός Ρ/Σ Αθήνα 9,84, με διευθυντή το Γιάννη Τζαννετάκο, επί δημαρχίας Μιλτιάδη Έβερτ. Η ιστορία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων στην Ελλάδα έμπαινε σε καινούργια σελίδα, μιας και ακολούθησε δυο- τρία χρόνια αργότερα, η ιδιωτική τηλεόραση. Το τοπίο έγινε πιο σύνθετο, με πολλές και σημαντικές συνέπειες. Τις οποίες δεν προτίθεμαι να εξετάσω εδώ στο σύνολό τους, παρά μόνο σε σχέση με τις –ίσες, σύμφωνα με το Σύνταγμα, που προστατεύει το δικαίωμα της επικοινωνίας για όλους- δυνατότητες που έχει το κάθε μουσικό προϊόν να φτάσει στον ακροατή δια της οδού του ραδιοφώνου.
Οι αλλαγές στο χάρτη της ιδιωτικής ραδιοφωνίας
Σε πρώτη φάση, όλοι οι σταθμοί που άνοιξαν (Κανάλι 1, Δίαυλος 10, ΑΝΤ1, TOP-FM, Κανάλι 15, 902 Αριστερά στα FM, Flash κλπ.) προσπάθησαν να κινηθούν γύρω από το μοντέλο του 9,84, που προέβλεπε εκπομπές για όλες τις (ενημερωτικές και ψυχαγωγικές) ανάγκες των ακροατών τους. Όταν όμως, με τη λειτουργία και των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, το μερίδιο από τη διαφημιστική πίτα μειώθηκε, αυτός ο τύπος ραδιοφώνου άρχισε σιγά- σιγά να εγκαταλείπεται, ως οικονομικά ασύμφορος. Τότε έκλεισαν η πουλήθηκαν μερικοί σταθμοί, ενώ άρχισαν και οι σκέψεις για αυστηρή εξειδίκευση στο πρόγραμμα κάποιων άλλων. Έτσι, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, ο ΣΚΑΪ και ο Flash χάραξαν το δρόμο του αμιγώς ειδησεογραφικού ραδιοφώνου, με εμβόλιμες μερικές μουσικές και χιουμοριστικές εκπομπές, ενώ άρχισαν να ξεπροβάλλουν σταθμοί όπως ο Ελλάδα FM και ο Μελωδία, που έπαιζαν επί 24ώρου βάσεως ελληνικά τραγούδια.
Σήμερα υπάρχουν Ρ/Σ για όλα τα γούστα. Αν κάποιος θέλει να ενημερωθεί για τις τρέχουσες πολιτικές η αθλητικές εξελίξεις, ν’ ακούσει τη μουσική της αρεσκείας του η ακόμα και να …προσευχηθεί, δεν έχει παρά να συντονιστεί στην αντίστοιχη συχνότητα. Με το ερώτημα πάντως να παραμένει αν όντως ισχύει αυτή η ειδυλλιακή κατάσταση που εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται, τουλάχιστον στο κομμάτι που έχει να κάνει με την κατανομή του ραδιοφωνικού χρόνου στη σύγχρονη παραγωγή του ελληνικού μουσικού ρεπερτορίου.
Τα λουλούδια στην κυρία από μένα
Το σχίσμα που λίγο- πολύ υπήρχε και επί μονοκρατορίας του κρατικού ραδιοφώνου, όταν αυτοί που αγαπούσαν τον Πλέσσα και τον Σπανό άκουγαν Πρώτο και Δεύτερο Πρόγραμμα, ενώ εκείνοι που προτιμούσαν Κοινούση η Βοσκόπουλο γύριζαν τη βελόνα «στων Ενόπλων», συνεχίστηκε και βάθυνε στις μέρες μας. Με το –ποπ η λαϊκότροπο, κατά περίπτωση- είδος τραγουδιού γύρω από το οποίο συσπειρώνεται η εναπομείνασα βιομηχανία του δίσκου, αυτό δηλαδή που εδρεύει στα τηλεοπτικά πρωϊνάδικα και παίζεται στις μεγάλες κοσμικές πίστες, να έχει φτιάξει τα δικά του ραδιόφωνα (Λάμψη, Σφαίρα, Ρυθμός, Soho, Όασις, John Greek, Angel κ.α.), που παίζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ «τις επιτυχίες».
Παρά το ότι δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω την τρέχουσα έννοια του όρου «επιτυχία» (και κυρίως σε σχέση με την όποια «αποτυχία», σε ένα χώρο όπου όλα δείχνουν προκατασκευασμένα), είμαι πρόθυμος να παραδεχθώ την εύρυθμη –σύμφωνα με τους νόμους του σύγχρονου καπιταλισμού- λειτουργία αυτών των Ρ/Σ. Που φαντάζουν μεν προκλητικά αυτάρεσκοι στη γκλαμουριά τους, είναι όμως συνεπείς, με την έννοια ότι παίζουν τους πάντες στα όρια του τραγουδιού που αναφέρονται, με συχνότητα η οποία εξαρτάται από το διαφημιστικό πακέτο της δισκογραφικής εταιρείας. Προσωπικά, αν και βγάζω σπυράκια κάθε φορά που βρίσκομαι σε ταξί και είμαι υποχρεωμένος να υποστώ τα αδιάκοπα playlist και τα Top-10 της εβδομάδας με τραγούδια που ουδόλως με αφορούν, θεωρώ ως περίπου «φυσιολογικό» το έργο που επιτελούν. Ιδίως όταν γνωρίζω πως απευθύνονται κυρίως σε ακροατές που έχουν προ πολλού πάψει να έχουν ανησυχίες περί την τέχνη και που θα καταναλώσουν ευχαρίστως και άκριτα ό,τι τους δοθεί. Το οποίο θα είναι «καινούργιο» φυσικά, γιατί στην περίπτωση που κάποιος λησμονήσει το πόσο λίγο ζουν αυτά τα προϊόντα και νοσταλγήσει π.χ. το Θα μελαγχολήσω με την Καίτη Γαρμπή (που έφτανε στ’ αυτιά σου όπου κι αν πήγαινες προ δεκαετίας, αλλά αν ακουστεί σήμερα θα είναι τόσο παλιομοδίτικο όσο σαν να βγει κάποιος στην παραλία με ολόσωμο αντρικό μαγιό του ’30), ας πρόσεχε.
«Μελωδία» και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις
Υπάρχει βέβαια και η άλλη όχθη, με τους μουσικούς ραδιοσταθμούς ελληνικού ρεπερτορίου οι οποίοι δεν υπάγονται στις προτεραιότητες που προαναφέρθηκαν και έχουν ως σημαία το «ποιοτικό» ελληνικό τραγούδι, αυτό που αντέχει στο χρόνο. Σ’ αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται οι ιδιωτικοί Ρ/Σ Μελωδία και Δίεση (πρώην Σταθμός), αλλά και το κρατικό Δεύτερο Πρόγραμμα, ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του. Για να εστιάσω σ’ αυτές, ο Μελωδία ηχεί πιο «πολεμικός» και σίγουρος για τις επιλογές του (είναι άλλωστε αυτός που ανέκαθεν έδινε τον τόνο, συνεπώς όσα ειπωθούν παρακάτω τον αφορούν σε μεγαλύτερο βαθμό), το Δεύτερο Πρόγραμμα, που -όταν δεν αναλώνει την ενέργειά του στη διαφήμιση του Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης- βρίσκεται κοντύτερα στη λογική των «τραγουδιών της παρέας», ενώ ο Δίεση δείχνει περισσότερο απ’ όλους προσαρμοσμένος στις εδώ και τώρα απαιτήσεις των ακροατών του. Παρά τις επί μέρους διαφορές πάντως, μπορεί να εξαχθεί ένα βασικό συμπέρασμα:
Το εύρος της μουσικής που παίζεται έχει κατά πολύ συρρικνωθεί σε σχέση με τις ζώνες ελληνικού τραγουδιού των πρώτων ιδιωτικών σταθμών (9,84, 902 Αριστερά στα FM κ.α.), παρά το ότι οι τελευταίοι ήταν «γενικής» φύσης και όχι εξειδικευμένοι. Τότε μπορούσες να ακούσεις, εκτός των πρόσφατων κυκλοφοριών, από Αττίκ μέχρι Παύλο Σιδηρόπουλο και από Φλέρυ Νταντωνάκη μέχρι Τάκη Σούκα. Εν αντιθέσει με τη σημερινή κατάσταση, όπου -με την εξαίρεση του Δεύτερου Προγράμματος, το οποίο κρατάει παραδοσιακά κάποιες ζώνες με ρεμπέτικα και παλιά ελαφρά- πέριξ ενός εντεχνο-ποπ καμβά που επικρατεί, κινούνται δορυφορικά όλα τα υπόλοιπα. (Εδώ κρίνω σκόπιμο να δηλώσω πως αναγκαστικά αναφέρομαι σε Ρ/Σ της Αθήνας, γιατί επ’ αυτών έχω ιδίαν αντίληψη. Όσες φορές όμως έτυχε να βρεθώ στην επαρχία και να ακούσω αντίστοιχους σταθμούς, έχω την αίσθηση πως εκεί τα πράγματα είναι εμφανώς καλύτερα και πως, παρά την έλλειψη των τεράστιων δισκοθηκών, η γκάμα των τραγουδιών που μεταδίδονται είναι κατά πολύ μεγαλύτερη αυτών που παίζονται στο κλεινόν άστυ).
Αχ, πού’ σαι νιότη, πού’ δειχνες πως θα γινόμουν άλλος
Τι συμβαίνει λοιπόν; Από πού εκπορεύεται αυτή η τάση προς τη μουσική ομογενοποίηση; Δεν πιστεύω πως η εξήγηση βρίσκεται μόνο στο ότι οι σταθμοί προβάλλουν ένα ενιαίο πρότυπο ευχάριστου και αποδεκτού απ’ όλους ραδιοφωνικού παραγωγού με light προτιμήσεις. (Κάτι που ισχύει κυρίως για τον Δίεση και, δευτερευόντως, για το Δεύτερο Πρόγραμμα, χωρίς αυτό φυσικά να τους δίνει και συγχωροχάρτι). Γιατί ο Μελωδία, εξ όσων γνωρίζω, διαθέτει απ’ όλα τα καλά: Από τη μια, νεανίες και δεσποινίδες που ακκίζονται μιλώντας –συνήθως- για τον καιρό και που δίνουν την εντύπωση πως το γνωστικό τους επίπεδο για το ελληνικό τραγούδι περιορίζεται στο να αντιμετωπίζουν ως σημείο εκκίνησής του την εποχή που γράφτηκε το Τσιγάρο με τον Κότσιρα, η, στην καλύτερη περίπτωση, το Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ του Κραουνάκη. Κι από την άλλη (με αρκετούς ενδιάμεσους σταθμούς για να είμαι δίκαιος) βαρείς και μπλαζέ διανοούμενους, που περιφέρουν την «ποιητική» διάθεση η την ανία τους -εξαρτάται από τη φάση που θα τους πετύχεις- εκστομίζοντας βαθυστόχαστες ατάκες ανάμεσα στα τραγούδια. Αλλά που στο τέλος, και οι μεν και οι δε θα μας παίξουν Μίλτο Πασχαλίδη και Κώστα Λειβαδά (κατά την ιστορική φράση του Γκάρι Λίνεκερ πως ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που παίζεται από δυο ομάδες με έντεκα παίκτες η καθεμία και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί), για να αναφερθώ σε δύο τραγουδοποιούς που δεν φαντάζομαι να έχουν και παράπονο από το air-play των πονημάτων τους.
Η εξήγηση είναι απλή: Οι εμπλεκόμενοι με το μουσικό ραδιόφωνο (και δη το «ποιοτικό», μιας και αναφέρεται σε καλλιτέχνες με όχι τόσο κοντινή ημερομηνία λήξης) και ιδίως οι έχοντες στελεχική θέση σ’ αυτό, είναι φορείς μιας ευδιάκριτης εξουσίας. Που τους δίνει τη δυνατότητα να καταστρώσουν στρατηγική σε σχέση με το ποιους θα προβάλλουν και ποιους θα εξαφανίσουν από το προσκήνιο. Όχι σπάνια δε, με τρόπους που έχουν τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής μεταξύ κυρίων. Ένας τραγουδοποιός π.χ. (που εξ αντικειμένου η ματιά του στη μουσική είναι πολύ λιγότερο σφαιρική απ’ αυτήν του συνθέτη, γεγονός που, συν τοις άλλοις, τον κάνει ευάλωτο και πιο εύκολα χειραγωγήσιμο), έχει κάθε λόγο να μελοποιήσει τους στίχους ενός γνωστού ραδιοφωνικού παραγωγού. Γιατί ξέρει πως τα τραγούδια του θα παιχτούν σε γενναίες δόσεις από το σταθμό που εργάζεται ο τελευταίος. Αν όχι από τον ίδιο, απ’ όλους τους υπόλοιπους, είτε για λόγους συναδελφικής αλληλεγγύης, είτε γιατί θα κωλώσουν να διαφοροποιηθούν από το γενικό κλίμα, ιδίως σε εποχές οικονομικής λιτότητας και ενδεχόμενων ανασχηματισμών στο πρόγραμμα. Όταν μάλιστα ο τραγουδοποιός –η ο τραγουδιστής- αποφασίσει να ενταχθεί στο καλλιτεχνικό δυναμικό κάποιου ατζέντη που «τυχαίνει» επίσης να είναι (η να διατέλεσε, οι διασυνδέσεις παραμένουν) και παραγωγός, όπερ σημαίνει συναυλίες, πρόσβαση στα μεγάλα μαγαζιά και διαφήμιση, το δέλεαρ είναι μεγάλο και το προσδοκώμενο κέρδος πολλαπλό.
Ανθ’ ημών Γουλιμής
Υπήρχε, παρά ταύτα, ένας τρόπος ώστε η γυναίκα του Καίσαρα να φαίνεται τουλάχιστον τίμια. Που στην πράξη θα σήμαινε ότι ναι μεν ο σταθμός (και ας μην είναι ασώματος κεφαλή) έχει τις προτιμήσεις του σε κάποιους καλλιτέχνες, όχι όμως σε βαθμό ανοιχτής πλύσης εγκεφάλου των ακροατών του και κυρίως χωρίς την περιφρόνηση μέχρις εσχάτων της εργασίας όσων δεν εντάσσονται στα πλάνα του. Καλώς η κακώς, ζούμε σε μια κοινωνία «ελεύθερης» αγοράς και δεν μπορεί κανένας να επιβάλλει σε έναν παραγωγό να παίξει με το ζόρι κάτι που δεν του αρέσει. Αυτή η αυτονόητη παραδοχή δεν νομιμοποιεί πάντως την ανεξέλεγκτη αλαζονεία που επικρατεί στα FM -με την ανοχή των ακροατών, ας πάψει πια το λαϊκίστικο παραμύθι- και που λειτουργεί σαν στυγνή λογοκρισία.
Ο μικρός κατάλογος που ακολουθεί, δεν είναι σε καμμία περίπτωση βέβαια πλήρης, μιας και περιλαμβάνει μόνο δίσκους που υπάρχουν στη δισκοθήκη μου, χωρίς ποιοτική αξιολόγηση. Απαρτίζεται από μουσικές εργασίες με «κανονικά» τραγούδια (που σημαίνει ότι έχω αφήσει απ’ έξω δίσκους με μόνο επανεκτελέσεις, οργανική μουσική, soundtrack, η στην περιοχή του rock, hip hop κλπ), που κυκλοφόρησαν τα τελευταία οκτώ χρόνια και που δεν μεταδίδονται ποτέ –η σχεδόν ποτέ- από το ραδιόφωνο. Ίσως μερικοί απ’ αυτούς να παίχτηκαν λίγο τον καιρό που πρωτοκυκλοφόρησαν, το γεγονός πάντως είναι πως η σημερινή παρουσία τους στα ερτζιανά είναι πρακτικά μηδενική, όσο κι αν εύχομαι να έχω κάνει κάπου λάθος ως προς αυτό. Ανάμεσά τους θα βρείτε μεγάλα ονόματα της ελληνικής μουσικής, που σήμερα έχουν την ίδια ραδιοφωνική μοίρα με αρκετούς νεότερους. Στη λίστα δεν περιλαμβάνονται επίσης πολλοί δίσκοι από τους οποίους οι φωστήρες που έχουν αναλάβει εργολαβικά τη μουσική μας διαπαιδαγώγηση έχουν επιλέξει να παίζουν μόνο ένα τραγούδι, αντιμετωπίζοντας τα υπόλοιπα σαν να μην ηχογραφήθηκαν. Και μετά κατηγορούν τους άλλους, του «εμπορικού», για σκληρά playlist!
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
- Θόδωρος Αναστασίου: Η αγωγή του πολίτου- Αντώνης Απέργης: Το στεφάνι (με τη Σοφία Ασσυχίδου)
- Αργοναύτες: Αργοναύτες- Μωυσής Ασέρ: Λίστα αναμονής (με τον Κοσμά Κοκόλη και τη Σοφία Ασσυχίδου)
- Πέτρος Βαγιόπουλος- Μανώλης Ρασούλης: Στο νοηματουργείο (με το Γιώργο Ξηντάρη και το Γιώργο Λίζο)
- Αλέξης Βάκης: Λείπουν όλα κι είναι εδώ (με τη Γεωργία Γρηγοριάδου)
- Νένα Βενετσάνου: Καφέ Γκρέκο
- Καλλιόπη Βέττα: Πρωί της Κυριακής- Μανώλης Γαλιάτσος: Η κλεψύδρα (με το Νίκο Κουρουπάκη)
- Γιάννης Γερογιάννης- Τάσος Σαμαρτζής: Τα όνειρα δεν είναι υποσχέσεις (με το Γιώργο Περαντάκο)
- Γιάννης Γερογιάννης- Διονύσης Καρατζάς- Μαρία Κοσσυφίδου: Παραμύθι για πουλιά- Βαγγέλης Γιαννάκης: Ιχνογραφίες (με τον Ανδρέα Καρακότα)
- Γιάννης Γλέζος: Τα τραγούδια της Εύας
- Γιώργος Δεσποτίδης- Ηλίας Κατσούλης: Ένα κομμάτι ουρανό (με το Νίκο Ανδρουλάκη)
- Βασίλης Δρογκάρης- Μανόλης Πάππος: Αιγαίο- Μίκης Θεοδωράκης- Λευτέρης Παπαδόπουλος: Ερημιά (με το Μανώλη Μητσιά και τη Μαρία Φαραντούρη)
- Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: Πέμπτη απόγευμα (με τη Σοφία Παπάζογλου)
- Αργυρώ Καπαρού: Μετάξι είναι το βλέμμα σου- Βαγγέλης Κορακάκης: Κρύπτη- Βαγγέλης Κορακάκης: Απ’ την αγάπη γυρίζω μόνος (με το Γεράσιμο Ανδρεάτο)
- Θωμάς Κοροβίνης: Τακίμια- Σπύρος Κουρκουνάκης: Τα Μετά και τα Πριν
- Μαρίζα Κωχ: Στον κήπο της Σαπφούς- Βασίλης Λέκκας: Όρθιοι- Νίκος Μαμαγκάκης: Δρόμοι της νύχτας (με το Δημήτρη Κοντογιάννη)
- Νίκος Μαμαγκάκης: Τραγούδια για τη Μελίνα (με τη Μελίνα Κανά)
- Γιάννης Μαρκόπουλος: Ο ταχύτατος Λούης (με τον Κώστα Μακεδόνα)
- Σταμάτης Μεσημέρης: Πέτρινα καράβια (με το Στέλιο Γαλανό)
- Μικρές Περιπλανήσεις: Και με οδηγό μου ένα παιδί- Γιώργος Μίχας: Κλέφτες ονείρων (με το Λάμπρο Καρελά)
- Βίκυ Μοσχολιού: Βραδινό σινιάλο
- Χρύσανθος Μουζακίτης: Ξεκίνησ’ ένα καραβάκι (με τον Τάκη Κωνσταντακόπουλο)
- Γιάννης Νικολάου: Στο νότο έρωτας φυσά
- Χρήστος Νικολόπουλος- Ηλίας Κατσούλης: Ζήλια πού’ χει η αγάπη (με το Γιώργο Μαργαρίτη)
- Θοδωρής Οικονόμου- Παρασκευάς Καρασούλος: Δον Κιχώτες (με τη Μαρία Δημητριάδη)
- Οκτάβα: Στο άγγιγμα μιας χορδής
- Σταύρος Ξαρχάκος: Η κυρία Καίτη κι εγώ (με την Καίτη Ντάλη)
- Θοδωρής Ξυδιάς: Χωρίς παρέα
- Δημήτρης Παπαδημητρίου: Δελτίο ανέμων (με τη Φωτεινή Δάρρα)
- Λάκης Παπαδόπουλος: Δεν έχω στιγμές- Πίτσα Παπαδοπούλου: Σεβντάς- Μανόλης Πάππος: Όσα σου μοιάζουν (με τη Σοφία Παπάζογλου)
- Ορφέας Περίδης: Τι θα πει ζωή- Πάρις Περυσινάκης: Στου ονείρου την αυλή- Νίκος Πιτλόγλου- Ανδρέας Ταρνανάς: Αμφίβολες μέρες (με το Μανώλη Χατζημανώλη)
- Αφεντούλα Ραζέλη: Στη φωτιά να ρίχνεις μέλι- Πλούταρχος Ρεμπούτσικας: Τσιγάρο στα κλεφτά (με το Γιάννη Παναγιωτόπουλο)
- Στάμος Σέμσης- Μιχάλης Μπουρμπούλης: Για το χατίρι μιας αγάπης (με τη Μαρία Σπυροπούλου)
- Βασίλης Σκουλάς: Ρίζα της φωτιάς
- Μιχάλης Τερζής: Το παραμύθι μου (με τη Μαρία Σουλτάτου)
- Τρίφωνο: Τρίφωνο- Χάρις Τσεκούρα: Αριστοτέλους και Ιθάκης
- Χρήστος Τσιαμούλης: Αφύλαχτη σκοπιά (με τη Λιζέτα Καλημέρη και το Μανώλη Λιδάκη)
- Μαρία Φαραντούρη- Ζυλφύ Λιβανελί: Η μνήμη του νερού- Χαϊνηδες: Ο γητευτής και το δρακοδόντι- Μιχάλης Χανιώτης: Πάντα υπάρχει κάτι (με τη Λιζέτα Καλημέρη)
Υ.Γ. Είχα μόλις τελειώσει το παραπάνω κειμένο, όταν έτυχε να διαβάσω στην Ελευθεροτυπία της Παρασκευής 15 Σεπτεμβρίου 2006 τη συνέντευξη που έδωσε στο Δημήτρη Κανελλόπουλο ο διευθυντής του Ρ/Σ Μελωδία Οδυσσέας Ιωάννου. Δεν αντιστέκομαι λοιπόν στον πειρασμό να παραθέσω ένα μικρό, αλλά αρκούντως ενδιαφέρον –πιστεύω- απόσπασμα:
"- Υπάρχει ελεύθερη ραδιοφωνία;
- Ελάχιστες είναι οι πραγματικά ελεύθερες φωλιές. Οι περισσότεροι έχουν δεσμεύσεις και ακολουθούν ένα είδος face control σε καλλιτέχνες. Δεν με ενοχλεί το έλλειμμα αισθητικής ή το κάθε Everything του Καρβέλα που κυκλοφορεί. Αυτά υπήρχαν πάντοτε. Με ενοχλεί η έλλειψη δημοκρατίας. Ο Καρβέλας και ο κάθε Καρβέλας δηλαδή, παίζεται παντού, σε αντίθεση με τον Θηβαίο. Η σύγχρονη δισκογραφία και το σύγχρονο ραδιόφωνο ενδιαφέρονται για τους καλλιτέχνες-ανταλλακτικά. Οι δημιουργοί με προσωπικότητα δεν τους αφορούν".
No comments….
No comments….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου