Η θρυλική φωτογραφία από το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Επιτάφιου σε δεκάϊντσο LP. Ο Μίκης Θεοδωράκης (στο πιάνο) περιβάλλεται από τον Μανώλη Χιώτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
ΤΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΒΡΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ;
Πνευματικοί δημιουργοί και συγγενικώς δικαιούχοι
του Αλέξη Βάκη
Μου έχει τύχει πολλές φορές στους προθαλάμους των στούντιο να πέσω σε συζητήσεις που γίνονται μεταξύ των μουσικών. Όπου αρκετά συχνά οι συζητήσεις αυτές εκτρέπονται σε κουτσομπολιά που αφορούν ορισμένους συνθέτες, κυρίως για ότι έχει να κάνει με την τεχνική και θεωρητική τους επάρκεια. Έχω ακούσει δηλαδή πως την εισαγωγή στο τραγούδι του τάδε συνθέτη την έβαλε ο μπουζουξής (η ο πιανίστας) επί τόπου στο στούντιο, πως ο δείνα δεν ήταν σε θέση να βάλει τα σωστά ακόρντα, οπότε τη δουλειά αυτή την έκανε ο ενορχηστρωτής με τον κιθαρίστα, καθώς και διάφορα άλλα τέτοια. Και δεν δυσκολεύομαι να πιστέψω κάποια απ’ αυτά που ακούγονται, εκτός ίσως από τις περιπτώσεις που αυτός που τα διαδίδει είναι εμφανώς εμπαθής. Είναι μάλλον βαθιά μέσα στην ψυχολογία αυτών που αισθάνονται πως είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης στη μουσική βιομηχανία, να μιλάνε όχι σπάνια μ’ αυτό τον τρόπο για τους «ιεραρχικά ανωτέρους» τους. Έστω και αν –γενικά- οι συνθέτες στις μέρες μας δεν έχουν καμμιά εξουσία, υπολειπόμενοι αισθητά της συμμαχίας των τραγουδιστών με τους παραγωγούς, με όσα αυτή συνεπάγεται. Ανάλογες ιστορίες κυκλοφορούν και στο χώρο των κινηματογραφιστών, για ταινίες που σώθηκαν χάρη στον πατριωτισμό του οπερατέρ και του μοντέρ, εξ αιτίας του καλού σεναρίου, της ερμηνείας των ηθοποιών η της μουσικής επένδυσης. Μόνο που εκεί κανείς δεν βάλλει ευθέως κατά του σκηνοθέτη, μιας και όλοι συμφωνούν πως είναι «ο δημιουργός». Στη μουσική και στο τραγούδι, αντίθετα, όλο και περισσότερο ακούμε τη φράση «έλα μωρέ, ποιος είναι ο τάδε; Ας μην ήταν οι μουσικοί του και τα λέγαμε!» Που νομίζω ότι χρήζει συζήτησης.
Ο επιμήκης νέος εκ Παρισίων
Τα τελευταία χρόνια έχει ακουστεί κατά κόρον μια θεωρία. (1) Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο παντελώς άγνωστος συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, που σπουδάζει στο Κονσερβατόριο του Παρισιού, καλείται εσπευσμένα το καλοκαίρι του 1960 στην Αθήνα από τον Τάκη Λαμπρόπουλο της Columbia, ως αντίπαλον δέος του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος εκείνη την εποχή γνωρίζει μεγάλη επιτυχία με τα τραγούδια που ερμηνεύει η Νάνα Μούσχουρη και που κυκλοφορούν από τη Fidelity του Αλέξανδρου Πατσιφά. Η Columbia διαθέτει στον Θεοδωράκη έναν τεράστιο διαφημιστικό μηχανισμό επί τούτου. Συν το βαρύ της πυροβολικό, τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι (επιφορτισμένο και με το καθήκον να «σουλουπώσει» τα τραγούδια, μιας και ο νέος συνθέτης δεν φαίνεται να πολυσκαμπάζει από λαϊκές μελωδίες και ρυθμούς), τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Μαίρη Λίντα και, λίγο αργότερα, τον Στέλιο Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα. Με τη βοήθεια μάλιστα του κόμματος της ΕΔΑ, η οποία και θα συνέδραμε φυσικά ένα «δικό» της παιδί, η κατασκευασμένη επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη. Όπερ και εγένετο τελικώς.
Δεν είναι του παρόντος να συζητηθεί ολόκληρη η –όχι και τόσο πειστική κατά τη γνώμη μου -παραπάνω άποψη. Θα μείνω λοιπόν στη φήμη που εμφανίζει τον Μανώλη Χιώτη ως εκείνον που έδωσε στα οκτώ τραγούδια του Επιτάφιου (ακολούθησαν το Αρχιπέλαγος, οι Λιποτάκτες και η πρώτη Πολιτεία, με τον ίδιο πάντα σολίστα στο μπουζούκι) την πρέπουσα μορφή ώστε να φτάσουν μέχρι το στούντιο και να ηχογραφηθούν. Αν βέβαια ίσχυε αυτό, τότε θα έπρεπε να υπάρχουν εμφανείς διαφορές στη δομή των τραγουδιών μεταξύ της εκτέλεσης με τους Θεοδωράκη- Χιώτη- Μπιθικώτση και αυτής που προηγήθηκε, με τη διεύθυνση του -υποτιθέμενου αντίπαλου- Μάνου Χατζιδάκι και ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Οποιοσδήποτε όμως αντιπαραβάλει τις δύο εκτελέσεις, θα διαπιστώσει πως οι διαφορές έγκεινται μόνο στην ενορχήστρωση. Η μία είναι λυρική και επιθαλάμια, η άλλη στιβαρή και λαϊκή, με τα τραγούδια να είναι τα ίδια, από πλευράς δομής, και στις δύο.
Τα εννέα όγδοα του ζεϊμπέκικου
Είναι αλήθεια πως η ελληνική λαϊκή ρυθμολογία είναι πολυποίκιλη, με χορούς όπως τον καλαματιανό στα 7/8, η το ζεϊμπέκικο, τον καρσιλαμά, το απτάλικο και το καμηλιέρικο στα 9/8, που δεν απαντώνται στην κεντροευρωπαϊκή παράδοση της συμφωνικής μουσικής. Είναι πολύ φυσικό λοιπόν για έναν μουσικό σαν τον Μίκη Θεοδωράκη, που ζυμώθηκε μέσα στο Ωδείο, να μπερδεύεται στο μέτρημα τέτοιων ρυθμών, όσο και αν γοητεύτηκε από τη δύναμή τους. Ιδού πως ο ίδιος, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αφηγείται το πώς κατάφερε τελικά να βρει τη ρυθμική αγωγή στις πρώτες του λαϊκές μελωδίες, Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, Βασίλεψες αστέρι μου κ.α.:
«…Έσπαγα επί χρόνια το κεφάλι μου να βρω τα σωστά μέτρα. Βάζοντας τις μελωδίες αυτές μέσα σε ένα ενιαίο μέτρο 2/8, πάντοτε κάτι περίσσευε. Είναι πολύ απλό, γι’ αυτό μπορώ να σας το εξηγήσω. Η κάθε μελωδική φράση μου έπαιρνε 4 μέτρα από 2/8. Δηλαδή 2/8 + 2/8 + 2/8 + 2/8, όμως η κατάληξη που έπεφτε στα τελευταία 2/8 ήταν σύντομη, μικρή, δεν είχε «αέρα». Αναγκαζόμουν λοιπόν να προσθέσω ένα πέμπτο μέτρο 2/8 για να μεγαλώσω την κατάληξη. Είχα δηλαδή για κάθε φράση το σχήμα 2/8 + 2/8 + 2/8 + [2/8 + 2/8]. Όμως τώρα αυτή η κατάληξη ήταν φανερά μεγαλύτερη απ’ όσο έπρεπε. Περίσσευε. Και ξαφνικά βρήκα τη λύση: η αλήθεια βρισκόταν ανάμεσα στο 2 και στο 4, δηλαδή στο 3. Ο αληθινός ρυθμός έπρεπε να είναι 2/8 + 2/8 + 2/8 +3/8. Δηλαδή ζεϊμπέκικος! Η μελωδία μου –επηρεασμένη από τη λαϊκή μας μουσική- έφερνε μέσα της οργανικά και το λαϊκό ρυθμό. Αυτή είναι η αλήθεια. Είπα παραπάνω ότι ξαφνικά βρήκα τη λύση. Προσθέτω ότι τη βρήκα με τη βοήθεια του Χιώτη και χαίρομαι να ομολογήσω δημόσια ότι σ’ αυτό το καινούργιο για μένα είδος υπήρξα και είμαι ακόμα ένας μαθητής». (2)
Σ’ εμάς τέτοιο θαύμα γλεντιού/ συνέβη μονάχα ’62-’66/ και τρώμε ακόμα εξ αυτού (3)
Είναι άδικο τελικά να επιμένει κανείς σε λεπτομέρειες δευτερεύουσας σημασίας. Αν δηλαδή (και σε ποιο βαθμό) χρειάστηκε η συνδρομή του Μανώλη Χιώτη για να εμπεδώσει τον ρυθμό του ζεϊμπέκικου ο Θεοδωράκης. Γιατί, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά τον Επιτάφιο, ο Μίκης ήταν που έγραψε και τα τραγούδια Σαββατόβραδο, Δραπετσώνα, Ένα δειλινό, Γωνιά- γωνιά, Στα Περβόλια, Το Όνειρο, Βρέχει στη φτωχογειτονιά, Το φεγγάρι κάνει βόλτα, Το τραγούδι της ξενιτιάς κλπ. Ζεϊμπέκικα που φέρουν 100% τη σφραγίδα μιας τεράστιας συνθετικής –και αναζωογονητικής για την ελληνική μουσική- φλέβας, είτε τα έπαιξε ο Χιώτης, είτε ο Καρνέζης με τον Παπαδόπουλο, είτε ο Ζαμπέτας με το Μακρυδάκη. Για να περιοριστώ δηλαδή στα λαϊκά του τραγούδια και να μην πάω στο Άξιον εστί, τα Επιφάνια, το Μαουτχάουζεν, τον Όμηρο, τις Μικρές Κυκλαδες η τη Ρωμιοσύνη, όπου δεν νομίζω πως τίθεται από κανέναν ζήτημα δημιουργικής πατρότητας, έστω και κατ’ ελάχιστον.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Γιώργος Κοντογιώργος στο πάρκο Προμπονά, πίσω απο την COLUMBIA, την εποχή που ηχογραφούσαν το Περιβόλι του τρελλού.
Η ιδιαιτερότητα του Σαββόπουλου
Πολλές φορές από τότε που την πρωτοδιάβασα μου έρχεται στο μυαλό η συνέντευξη του -Πολωνού αν δεν κάνω λάθος- κιθαρίστα Γιάνος Λαμπίτσκι, σ’ ένα τεύχος του περιοδικού Μουσική των αρχών της δεκαετίας του ’80. Σ’ αυτή τη συνέντευξη είχε ερωτηθεί και για τη συνεργασία του με τον Διονύση Σαββόπουλο, μιας και μετείχε στα Μπουρμπούλια, το συγκρότημα (στο οποίο ήταν μέλη επίσης οι Βασίλης Ντάλλας, Νίκος Τσιλογιάννης και Σπύρος Καζιάνης) που έπαιξε στον Μπάλλο. Η απάντηση ήταν τελείως απρόσμενη. Ο Λαμπίτσκι θεωρούσε ως απαράδεκτο, από μουσικής πλευράς, το όλο εγχείρημα του Μπάλλου, ίσως και λόγω του ότι ο ίδιος είχε πια ολοκληρωτικά στραφεί στην τζαζ. Σε κάθε περίπτωση πάντως ισχυριζόταν πως ότι δημιουργικό υπήρχε στο δίσκο, αυτό οφειλόταν στους οργανοπαίκτες και όχι στο συνθέτη, τον οποίο παρουσίαζε ως περίπου άσχετο από μουσική. Δεν γνωρίζω φυσικά τι διημείφθη μεταξύ των δύο ανδρών. Έχω την εντύπωση όμως πως ακόμα κι αν είχαμε μέχρι σήμερα κλεισμένους στο στούντιο τα Μπουρμπούλια -η όποιους άλλους καλούς μουσικούς- χωρίς τον Σαββόπουλο, Μπάλλο δεν θα είχαμε. Γιατί στην τέχνη, η έχεις την πρωτογενή δημιουργική ιδέα η δεν την έχεις. Και εφόσον την έχεις, αν μεν είσαι αυτάρκης από πλευράς θεωρητικών και τεχνικών εφοδίων για να την φέρεις εις πέρας (όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, που λέγαμε και πιο πάνω, αλλά και πολλοί άλλοι) τόσο το καλύτερο. Ειδ’ άλλως, θα πρέπει να είσαι σε θέση να «εκμαιεύσεις» την υλοποίηση από τους συνεργάτες σου, η επιλογή των οποίων αποτελεί μέρος της εργασίας σου.
Το βιολοντσέλο στο απέναντι παράθυρο
Μου φαίνεται δηλαδή πως ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα η αφήγηση του Γιώργου Κοντογιώργου (συνθέτη της Γύφτισσας μέρας, γιατρού ως προς την κύρια επαγγελματική ενασχόληση σήμερα και γλυκύτατου ανθρώπου), που ήταν αυτός που έγραψε τα μέρη των πνευστών στον Μπάλλο, αλλά και αυτός που υπογράφει ολόκληρη την ενορχήστρωση στο Περιβόλι του τρελλού:
Πολλές φορές από τότε που την πρωτοδιάβασα μου έρχεται στο μυαλό η συνέντευξη του -Πολωνού αν δεν κάνω λάθος- κιθαρίστα Γιάνος Λαμπίτσκι, σ’ ένα τεύχος του περιοδικού Μουσική των αρχών της δεκαετίας του ’80. Σ’ αυτή τη συνέντευξη είχε ερωτηθεί και για τη συνεργασία του με τον Διονύση Σαββόπουλο, μιας και μετείχε στα Μπουρμπούλια, το συγκρότημα (στο οποίο ήταν μέλη επίσης οι Βασίλης Ντάλλας, Νίκος Τσιλογιάννης και Σπύρος Καζιάνης) που έπαιξε στον Μπάλλο. Η απάντηση ήταν τελείως απρόσμενη. Ο Λαμπίτσκι θεωρούσε ως απαράδεκτο, από μουσικής πλευράς, το όλο εγχείρημα του Μπάλλου, ίσως και λόγω του ότι ο ίδιος είχε πια ολοκληρωτικά στραφεί στην τζαζ. Σε κάθε περίπτωση πάντως ισχυριζόταν πως ότι δημιουργικό υπήρχε στο δίσκο, αυτό οφειλόταν στους οργανοπαίκτες και όχι στο συνθέτη, τον οποίο παρουσίαζε ως περίπου άσχετο από μουσική. Δεν γνωρίζω φυσικά τι διημείφθη μεταξύ των δύο ανδρών. Έχω την εντύπωση όμως πως ακόμα κι αν είχαμε μέχρι σήμερα κλεισμένους στο στούντιο τα Μπουρμπούλια -η όποιους άλλους καλούς μουσικούς- χωρίς τον Σαββόπουλο, Μπάλλο δεν θα είχαμε. Γιατί στην τέχνη, η έχεις την πρωτογενή δημιουργική ιδέα η δεν την έχεις. Και εφόσον την έχεις, αν μεν είσαι αυτάρκης από πλευράς θεωρητικών και τεχνικών εφοδίων για να την φέρεις εις πέρας (όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, που λέγαμε και πιο πάνω, αλλά και πολλοί άλλοι) τόσο το καλύτερο. Ειδ’ άλλως, θα πρέπει να είσαι σε θέση να «εκμαιεύσεις» την υλοποίηση από τους συνεργάτες σου, η επιλογή των οποίων αποτελεί μέρος της εργασίας σου.
Το βιολοντσέλο στο απέναντι παράθυρο
Μου φαίνεται δηλαδή πως ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα η αφήγηση του Γιώργου Κοντογιώργου (συνθέτη της Γύφτισσας μέρας, γιατρού ως προς την κύρια επαγγελματική ενασχόληση σήμερα και γλυκύτατου ανθρώπου), που ήταν αυτός που έγραψε τα μέρη των πνευστών στον Μπάλλο, αλλά και αυτός που υπογράφει ολόκληρη την ενορχήστρωση στο Περιβόλι του τρελλού:
«Με παρακολουθούσε βήμα- βήμα σε κάθε ενορχηστρωτική ιδέα που είχα. Τού’ παιζα μια μελωδία στο πιάνο, έπαιζε εκείνος μια άλλη μελωδία στην κιθάρα κλπ. Ήτανε μια μοναδική περίπτωση, διότι όχι μόνον ήταν ευφάνταστος, αλλά διήγειρε και τη δική μου τη φαντασία σε δημιουργικά και τολμηρά πεδία. Ο Διονύσης είναι «γεμάτος» μουσικός, χωρίς όμως τις σπουδές του μουσικού. Οπότε, υπήρχανε δυσκολίες στο να μεταφράσω τις ιδέες του σε νότες. Παράδειγμα το τραγούδι Είδα την Άννα κάποτε, όπου υπάρχει μια αντιστικτική μελωδία με βιολοντσέλο. Ο Διονύσης μού’ δωσε την ιδέα αυτή. Ας υποθέσουμε, μου είπε, πως είμαι ερωτευμένος με μια κοπέλλα στο απέναντι παράθυρο που παίζει βιολοντσέλο και εγώ δεν ακούω αυτό που παίζει, αλλά είμαι γοητευμένος μ’ αυτό που παίζει. Δηλαδή μου έδωσε την ιδέα ότι χρειάζονταν ένα κοντραπούντο, μια αντίστιξη». (4)
Υπέρ δημιουργού εγκώμιο
Σε καμμία περίπτωση φυσικά δεν είναι στην πρόθεσή μου να μειώσω τη συμβολή στην εδραίωση του νεοελληνικού ήχου μουσικών όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Λάκης Καρνέζης, ο Στέλιος Ζαφειρίου, ο Δημήτρης Φάμπας, ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης, ο Τάσος Διακογιώργης, ο Σωτήρης Ταχιάτης, ο Ανδρέας Ροδουσάκης, ο Χάρης Καλέας και ενορχηστρωτών όπως ο Ανδρέας Αλεξανδράτος η ο Γιάννης Διδίλης, για να αναφερθώ μόνο σε ορισμένους εκ των κορυφαίων. Άλλωστε ποτέ δεν είχαμε έλλειμμα εκεί. Το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται σε ότι αφορά την πρωτότυπη μουσική δημιουργία που θα αντέξει στο χρόνο, είτε αυτή είναι γραμμένη νότα προς νότα στην παρτιτούρα, είτε χρειάζεται τη συνδρομή και τον πατριωτισμό όλων όσοι βρίσκονται στο στούντιο. Με τους συνθέτες να είναι είδος εν εξαφανίσει, με την αδυναμία των τραγουδοποιών να υψωθούν πάνω από τα τρία λεπτά που διαρκεί το καλύτερό τους τραγούδι, με τους τραγουδιστές να κάθονται αμήχανοι στο θρόνο τους, με τους μουσικούς να γκρινιάζουν επί δικαίων και αδίκων, αλλά και με την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική εξουσία να επιβάλλει κυνικά την προτεραιότητα της αγοράς. Σε μια τέτοια αντιπνευματική συγκυρία, δεν με κάνει πιο αισιόδοξο η περαιτέρω υποβάθμιση της οντότητας όσων παράγουν έργο, έστω κι αν κάποιοι την αξίζουν, σε μικρό η μεγαλύτερο βαθμό. Δεν μιλάω φυσικά για τα αθώα, από πικρία, αφέλεια η και προσωπική βεντέτα σχόλια που ακούγονται από δω κι από κει, αυτά υπήρχαν ακόμα και στις πιο ευτυχισμένες στιγμές. Αλλά για την συνειδητή και βίαιη απομυθοποίηση των πάντων, χωρίς από την άλλη να συντελούνται οι αντίρροπες μυθοποιητικές διαδικασίες, πλην των απολύτως ελεγχόμενων. Γιατί αν και βρισκόμαστε πάντα σε αναζήτηση των πνευματικών ταγών της εποχής μας και το ζητούμενο παραμένει η μεγάλη και αληθινή τέχνη, μπορούμε τουλάχιστον, ακόμα και από τον διαθέτοντα ένα μικρό ταλέντο δημιουργό, στο βαθμό που κινείται εξ ιδίων και όχι για λογαριασμό του συστήματος, να περιμένουμε κάτι που θα μας εκπλήξει και θα μας συγκινήσει. Κι αυτό δεν είναι λίγο μάλλον, αρκεί να φτάσει κάποτε στ’ αυτιά μας.
Παραπομπές
(1) Γιώργος Ζαμπέτας: Βίος και πολιτεία, επιμέλεια Ιωάννας Κλειάσιου, Εκδ. Ντέφι, Αθήνα 1997, σελ. 215-216.
(2) Απόσπασμα από επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη που γράφτηκε στις 21/10/1960 στο Παρίσι και δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 73-74, τόμος ΙΓ΄, σελ.75.
(3) Ορίστε ρωτούν που ανήκω, τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου που πρωτοακούστηκε στα ραδιοφωνικά Χειμερινά ηλιοστάσια από το Β΄ Πρόγραμμα της ΕΡΤ το Δεκέμβριο του 1981.
(4) Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Γιώργου Κοντογιώργου στα πλαίσια της έρευνας Συνθέτες που ενορχηστρώνουν άλλους συνθέτες, ΔΙΦΩΝΟ τεύχος 95, Αύγουστος 2003, σελ. 88.
(2) Απόσπασμα από επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη που γράφτηκε στις 21/10/1960 στο Παρίσι και δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 73-74, τόμος ΙΓ΄, σελ.75.
(3) Ορίστε ρωτούν που ανήκω, τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου που πρωτοακούστηκε στα ραδιοφωνικά Χειμερινά ηλιοστάσια από το Β΄ Πρόγραμμα της ΕΡΤ το Δεκέμβριο του 1981.
(4) Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Γιώργου Κοντογιώργου στα πλαίσια της έρευνας Συνθέτες που ενορχηστρώνουν άλλους συνθέτες, ΔΙΦΩΝΟ τεύχος 95, Αύγουστος 2003, σελ. 88.
2 σχόλια:
Ούγγρος είναι ο Λαμπίτσκι, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην Ολλανδία, όπως και ο ντράμερ Τσιλογιάννης. Την άποψη αυτή ό,τι ο Νιόνιος ήταν ένας καλός...σκηνοθέτης μουσικών και όχι συνθέτης, την έχει διατυπώσει και ο Γιώργος Γαβαλάς (τρομπέτα- μπάσο στη Λαιστρηγόνα, το δεύτερο ροκ σχήμα του Σαββόπουλου μετά την ένωση των Μπουρμπουλιών με τον Παύλο Σιδηρόπουλο). Πιστεύω ό,τι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Μπορεί ο Σαββόπουλος να' ναι μέγιστος ποιητής- κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό- αλλά το 1970, τότε που φτιαχνόταν ο "Μπάλλος", δε νομίζω να σκάμπαζε πολλά από Captain Beefheart, Pete Brown & Piblokto και όλα αυτά τα progressive- hippy- rock ακούσματα, με τα οποία είχαν σαφώς γαλουχηθεί οι μουσικοί- μουσικάρες του!
Εύγε για το post!
Πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες Αντώνη, σε ευχαριστώ. Συχνά, όπως στην περίπτωση του Σαββόπουλου εκείνης της εποχής, οι μουσικοί είναι συν-δημιουργοί, χωρίς όμως να αναιρείται η σημασία της πρωτογενούς δημιουργίας, της σύνθεσης και της στιχουργικής.
Δημοσίευση σχολίου