Είδα πριν μερικές εβδομάδες το πολυσυζητημένο "Βαλς με τον Μπασίρ" και ομολογώ ότι, αν και καλλιτεχνικά άρτια η ταινία, το πολιτικό της μήνυμα και περιεχόμενο με άφησε παγερά αδιάφορο, όταν δεν με εξόργισε. Βλέπετε, δεν συνηθίζω να συγκινούμαι από προσπάθειες συγκάλυψης μιας πολιτικής επιθετικότητας και πολέμου στη Μέση Ανατολή, μέσα από μια παραποίηση ιστορικών γεγονότων. Αυτή η παραποίηση βρίσκει την πιο μεστή έκφρασή της στην ατάκα του ψυχιάτρου προς τον παθόντα πρώην στρατιώτη: "ο λόγος που δεν μπορείς να ξεπεράσεις τους εφιάλτες σου είναι επειδή δεν διέπραξες εσύ και ο Ισραηλινός στρατός τις σφαγές", ή κάτι τέτοιο. Έτσι, μέσα σε ένα μαγευτικό και συνάμα τόσο ρεαλιστικό αισθητικά τοπίο, παρακολουθούμε μερικούς φοβισμένους Ισραηλινούς στρατιώτες να προελαύνουν στον Λίβανο και να παρακολουθούν ένα μακελειό. Προσοχή, το παρακολουθούν το μακελειό, δεν συμμετέχουν σ' αυτό, καθώς με την εξαίρεση ενός κακόμοιρου ζευγαριού που οδηγεί ένα αμάξι τη στιγμή της απόβασης και θερίζεται από τον Ισραηλινό στρατό, όλοι οι άλλοι νεκροί είναι ή επιτιθέμενοι εναντίον των Ισραηλινών (παιδί με ρουκέτα), ή απλά θύματα του εμφυλίου στον Λίβανο. Καταλαβαίνει ο θεατής ότι η σφαγή στη Σάμπρα και τη Σατίλα έγιναν κατ' εντολή του Ισραήλ; Βγαίνει ο κόσμος από την αίθουσα γνωρίζοντας κάτι παραπάνω για την ιστορία του Λιβάνου και τον βρώμικο ρόλο του Ισραήλ σ' αυτό τον πόλεμο; Η απάντηση είναι όχι. Το καλύτερο που πετυχαίνει η ταινία είναι να επιβεβαιώσει - για μια ακόμη φορά - ότι ο πόλεμος είναι κακό πράγμα. Ναι, το ξέρουμε αυτό. Αλλά για ποιόν πόλεμο, ποιού θύτη, και με ποια θύματα αναφερόμαστε; Αυτό παραμένει στο σκοτάδι, παρά τις λαμπερές φωτοβολίδες και τα τροχειοδεικτικά που βλέπει μπροστά του ο ήρωάς μας. Για να πάω το επιχείρημα στα άκρα, η ταινία όχι μόνο βγάζει λάδι την πολιτική του Ισραήλ τότε, αλλά δικαιώνει και την πολιτική του Ισραήλ σήμερα, αφού τελικά καταλαβαίνουμε ότι αυτοί οι περίεργοι τύποι στην Μέση Ανατολή - δεν έχει σημασία πού, στον Λίβανο, στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, you name it - σκοτώνονται μεταξύ τους, και ίσως και να χρειάζονται και ένα έξωθεν φερμένο συμμάζεμα (μην ξεχνάμε στην ταινία τον αξιωματικό του Ισραηλινού στρατού που δίνει εντολή να φύγουν οι Φαλαγγίτες και σώζει έτσι κάποια αθώα γυναικόπαιδα- το ότι ήταν αυτός και οι ομοίοι του που έδωσαν την εντολή να μπουκάρουν οι Φαλαγγίτες στα στρατόπεδα προσφύγων in the first place είναι μια λεπτομέρεια που διαφεύγει από τον σκηνοθέτη μας).
Στα πλαίσια ενός ευρύτερου προβληματισμού όχι μόνο για τη συγκεκριμένη ταινία, αλλά και για τη σχέση τέχνης και πολιτικής, αναδημοσιεύεται μια ανάλυση του Γκιλάντ Ατσμόν, ενός γνωστού τζαζίστα μουσικού Εβραϊκής καταγωγής που ζει στο Λονδίνο, πάνω στην ταινία "Βαλς με τον Μπασίρ". Το άρθρο δημοσιεύεται σήμερα (22/2/2009) στην εφημερίδα "Κυριακάτικη Αυγή" (η οποία "Αυγή" παρεπιπτόντως δείχνει σιγά σιγά να παίρνει μπρος και να αποκτά μια ταυτότητα ως εφημερίδα της Αριστεράς, χάρις και στην ακούραστη συνεισφορά του υπεύθυνου του ένθετου "Ενθέματα", Στρατή Μπουρνάζου). Στη σκέψη του Ατσμόν βρίσκω το θάρρος που λείπει τόσο πολύ από τους προβεβλημένους διανοούμενούς μας, από τους περίφημους "πνευματικούς ανθρώπους" που έχουν πάθει αφωνία για ό,τι γίνεται στην Ελλάδα και στον κόσμο. Η τόλμη πολλών Εβραίων διανοουμένων εντός και εκτός του Ισραήλ να εκφράσουν την αντίθεσή τους προς την πολιτική του Ισραηλινού κράτους είναι παράδειγμα προς μίμιση για κάθε άνθρωπο και για κάθε λαό. Η μετάφραση του άρθρου είναι της Άλκηστης Τσάμπρα.
ηρ.οικ.
Με αφορμή το "Βαλς με τον Μπασίρ"
του Γκιλάντ Ατσμόν
Δημοσιεύτηκε στην "Κυριακάτικη Αυγή", 22/02/2009
To "Βαλς με τον Μπασίρ" είναι μια ταινία εξαιρετικά ευαίσθητη και συγκινητική. Σε ένα βαθμό, πρόκειται για μια ιδιαίτερα γενναία προσπάθεια του σκηνοθέτη να έρθει αντιμέτωπος με το ολέθριο παρελθόν του Ισραήλ, και ειδικά με τις σφαγές στη Σάμπρα και τη Σατίλα. Ωστόσο, καλούμαστε διαρκώς να θυμηθούμε ότι τις σφαγές στα δύο αυτά στρατόπεδα παλαιστινίων προσφύγων, αν και τις σχεδίασε με ακρίβεια ο ισραηλινός στρατός, τις πραγματοποίησαν λιβανέζοι χριστιανοί Φαλαγγίτες.
Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει και τον λόγο για τον οποίο οι Ισραηλινοί υποδέχτηκαν την ταινία με τόσο ενθουσιασμό. Από τη μια, δεν είναι αυτοί οι οποίοι έκαναν στην πραγματικότητα τη σφαγή. Από την άλλη, το γεγονός ότι η ταινία τούς αρέσει τούς αναδεικνύει σε πρώτης τάξης ανθρωπιστές. Αντιμετωπίζουν δήθεν έτσι το σκοτεινό παρελθόν τους.
Όταν οι πληροφορίες για τις σφαγές κυκλοφόρησαν στα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης, ο τότε πρωθυπουργός, Μεναχέμ Μπέγκιν, απάντησε με κυνισμό στις κριτικές που του ασκήθηκαν: "Οι Άραβες σκοτώνουν Άραβες κι οι Ισραηλινοί αλληλοκατηγορούνται". Όλα δείχνουν ότι οι Ισραηλινοί μπορούν να αποδεχτούν εύκολα μια ταινία που καταγγέλλει τις σφαγές στη Σάμπρα και τη Σατίλα, ακριβώς επειδή πρόκειται για "Άραβες που σκοτώνουν Άραβες". Είναι αξιοσημείωτο ότι η ταινία "Jénine, Jénine" του Mοχάμαντ Μπάκρι (Mohammad Bakri), που διηγείται την ιστορία της σφαγής στην Τζενίν, μια δολοφονική επίθεση που διέπραξε ο ισραηλινός στρατός, δεν εκτιμήθηκε καθόλου από το ισραηλινό κοινό. Προφανέστατα, οι Ισραηλινοί δεν θέλουν ν' ακούσουν τίποτα για τις δικές τους δολοφονικές πράξεις, όταν αυτές παρουσιάζονται από έναν συμπολίτη τους που τυχαίνει να είναι Άραβας.
Στο "Βαλς με τον Μπασίρ", ο κεντρικός ήρωας και σκηνοθέτης, ο Φόλμαν, αναζητεί το χαμένο παρελθόν του. Αρχικά συναντάει ένα φίλο του ψυχολόγο, με τη βοήθεια του οποίου οδηγείται σε μια ουσιαστική διαδικασία ενδοσκόπησης. Η μνήμη, εξηγεί ο ψυχολόγος, μπορεί να είναι πολύ δημιουργική. Όταν χρειάζεται, μπορεί να επινοήσει ένα παρελθόν.
Αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τις σκέψεις του Φόλμαν και των συμμαχητών του. Όπως θα περίμενε κανείς, στην ταινία ο στρατιώτης των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων είναι, κατά κάποιον τρόπο, θύμα. Ανήκει σε μια τεράστια μηχανή πολέμου, υπακούει μόνο σε εντολές. Ο στρατιώτης, ως άτομο, είναι αδύναμος: δεν μπορεί να σταματήσει τη σφαγή, παρά μόνο να αναφέρεται στους ανωτέρους του. Δεν έχει παρά δύο δυνατότητες: είτε να πυροβολήσει και να κλάψει εκ των υστέρων είτε, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Φόλμαν, να καταφύγει στην αμνησία ή την "απώθηση".
Έξυπνα και ωραία γυρισμένο, το "Βαλς με τον Μπασίρ" είναι μια ταινία κινούμενων σχεδίων, κάτι που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι κάθε μνήμη που ανακτάται ή κάθε λεκτική αφήγηση του παρελθόντος πρέπει να κατασκευαστεί. Ωστόσο, η τελευταία σκηνή της ταινίας αποτελείται από πραγματικά δημοσιογραφικά πλάνα. Μας μεταφέρει στα ρημαγμένα στρατόπεδα των παλαιστινίων προσφύγων που κλαίνε. Εκεί μας λέει: "Κυρίες και κύριοι, αυτό που θα ακολουθήσει δεν είναι μια προσωπική ανάμνηση. Αυτά τα πλάνα δεν είναι μια αποδόμηση σε κινούμενα σχέδια. Αυτή είναι μια πραγματική σφαγή που έγινε κάτω από τη μύτη μας".
***
Υπηρέτησα στον ισραηλινό στρατό, την ίδια ακριβώς περίοδο και στον ίδιο πόλεμο. Αν και δεν ήμουνα στο Πεζικό, αρκετές σκηνές της ταινίας μού φάνηκαν εξαιρετικά οικείες. Καθώς την έβλεπα, μου 'ρχονταν συχνά δάκρυα στα μάτια. Ο πόλεμος αυτός πράγματι άλλαξε τη ζωή μου, στον ίδιο βαθμό που άλλαξε και τη ζωή πολλών άλλων ανθρώπων -- Ισραηλινών, Παλαιστινίων και Λιβανέζων. Ο πόλεμος αυτός υπήρξε η αφετηρία μιας προσωπικής διαδρομής, που με οδήγησε τελικά να φύγω από το Ισραήλ, έχοντας πάρει την απόφαση να μην ξαναγυρίσω. Ξέρω ότι δεν είμαι ο μόνος Ισραηλινός που αντέδρασε μ'αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, άφησα το Ισραήλ, αποφασισμένος να μην εμπλακώ σ' αυτήν τη σύγκρουση. Ήθελα να φύγω μακριά, να ξεκινήσω μια νέα, ειρηνική ζωή, να ξεχάσω, να είμαι για πρώτη φορά αθώος. Είναι προφανές ότι απέτυχα. Για διάφορους λόγους, που ανήκουν πια στο παρελθόν, σήμερα έχω εμπλακεί πολύ περισσότερο στο Παλαιστινιακό Ζήτημα από ό,τι αν είχα παραμείνει στο Ισραήλ.
Παρόλο που η ταινία, με την ποιότητα και την ευκρίνειά της, μας συνεπαίρνει, πρέπει να κάνουμε ορισμένες γενικές επισημάνσεις. Φαίνεται πράγματι ότι Ισραηλινοί και πρώην Ισραηλινοί είναι αυτοί που ασκούν σήμερα την πιο εύγλωττη και δριμεία κριτική απέναντι στο Ισραήλ, τον σιωνισμό και την εβραϊκή ταυτότητα. Είτε πρόκειται για τον Σλόμο Σαντ (Shlomo Sand), τον Ισραέλ Σάχακ (Israel Shahak), τον Άρι Φόλμαν (Ari Folman), τον Γκιντόν Λέβι (Gideon Levi), τον Ιλάν Πάπε (Ilan Pappe), τον Όρεν Μπεν Ντορ (Oren Ben Dor), τον Εγιάλ Σιβάν (Eyal Sivan), τον Ούρι Αβνέρυ (Uri Avnery), την Αμίρα Χας (Amira Hass), τον Αβρούμ Μποργκ (Avrum Burg), τον Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ (Daniel Barenboim), για εμένα ή άλλους, όλοι βλέπουμε την ισραηλινή σύγκρουση ως την προσωπική μας σύγκρουση και θεωρούμε τους εαυτούς μας άμεσα υπεύθυνους γι' αυτήν.
Ίσως να διαφωνούμε μεταξύ μας σε πολλά θέματα, είμαστε όμως σύμφωνοι στο εξής: αυτή την καταστροφή στην Παλαιστίνη την προξενήσαμε εμείς! Αντίθετα με μια μικρή χούφτα Εβραίων της Δύσης που εμφανίζονται μια φορά το μήνα για να φωνάξουν όλοι μαζί "Όχι στο όνομά μου!", ξέρουμε ότι, δυστυχώς, όλα γίνονται στο όνομά μας. Νιώθουμε όλοι μας μεγάλη ντροπή, νιώθουμε υπεύθυνοι και επιμένουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αλλάξουμε κάτι. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό αρκεί για να κάνει τον λόγο μας συνεκτικό και σαφή.
Η ταινία γνωρίζει πρωτοφανή επιτυχία στο Ισραήλ. Οι Ισραηλινοί αρέσκονται να κλαψουρίζουν συλλογικά και να εκφράζουν τη λύπη τους για τους χριστιανούς Φαλαγγίτες που σκότωναν στο όνομά τους. Προφανώς, βγαίνοντας από τις αίθουσες λένε: "Μόνο εδώ, στην υπέροχη ελεύθερη χώρα μας, οι πολίτες μπορούν να αντιμετωπίσουν το παρελθόν τους με τέτοιο θάρρος".
Πήγα να δω την πρώτη προβολή της ταινίας στο Λονδίνο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Εβραϊκού Κινηματογράφου του Λονδίνου. Το Φεστιβάλ χρηματοδοτείται από την ισραηλινή κυβέρνηση, όπως και μια ατελείωτη σειρά σιωνιστικών οργανώσεων της φανατικής Δεξιάς. Ευλόγως θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί για ποιο λόγο σιωνιστικοί θεσμικοί οργανισμοί υποστηρίζουν μια τόσο αυστηρή κριτική ενάντια στο Ισραήλ. Μπορώ να εισηγηθώ μόνο μια πιθανή απάντηση: το Ισραήλ επιθυμεί σφόδρα να εμφανίζεται σαν μια ανοιχτή, φιλελεύθερη κοινωνία. Αν έχω δίκιο, πρόκειται για μια ιδιαίτερα ευφυή, απειλητική και λελογισμένη απόφαση. Έτσι, οι Ισραηλινοί εμφανίζονται όχι μόνο ως ανθρωπιστές, αλλά καταφέρνουν να παρουσιάσουν τις φανατικές σιωνιστικές οργανώσεις ως εμπροσθοφυλακή της αλληλεγγύης στους Παλαιστίνιους.
***
Η ταινία δίνει δύο απαντήσεις όσον αφορά το ζήτημα της μνήμης (:αν οι Ισραηλινοί δυσκολεύονται τόσο να θυμηθούν τι έγινε πριν από 26 χρόνια, πώς θυμούνται επακριβώς τι συνέβη στην Ευρώπη το 1942-1944;), πού προτείνονται και οι δύο από τον ψυχίατρο, φίλο τού Φόλμαν. Η μνήμη είναι μια κατασκευή, έχει μικρή μόνο σχέση με την πραγματικότητα, λέει ο ψυχίατρος. Προφανώς, οι ισραηλινές και εβραϊκές οργανώσεις, όπως και οι άνθρωποι, είναι ιδιαίτερα επινοητικοί και παραγωγικοί, όταν πρόκειται να κατασκευάσουν και να αναπτύξουν μια προσωπική και συλλογική μνήμη της εβραϊκής οδύνης. Αντιθέτως, στη σύγχρονη ισραηλινή και εβραϊκή κουλτούρα, η οδύνη που προξενούν οι Εβραίοι, απωθείται.
Καθώς προχωράει η ταινία, ο ίδιος ψυχίατρος υποστηρίζει ότι η αμνησία του Φόλμαν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της προσωπικής του εμπλοκής στο Ολοκαύτωμα. "Είχες εμπλακεί στη σφαγή πολύ προτού συμβεί, μέσα από τη μνήμη που οι γονείς σου μετέφεραν από το Άουσβιτς". Μέχρι ενός σημείου, αυτή η διαπίστωση δίνει μια λύση στη διαρκή αναζήτηση του Φόλμαν: η διαδικασία της απώθησης είχε ήδη ξεκινήσει πολύ πριν από τις σφαγές στη Σάμπρα και τη Σατίλα.
Για άλλη μια φορά, διαπιστώνουμε ότι το Εβραϊκό Μετατραυματικό Στρες είναι στην πραγματικότητα ένα Προτραυματικό Στρες. Η νοοτροπία των Εβραίων και των Ισραηλινών αποτελεί μια θεσμική προετοιμασία για μια τραγωδία που δεν έχει ακόμα συμβεί, και αναμένεται. Σε προηγούμενο άρθρο μου σχετικά με το σύνδρομο του προτραυματικού στρες, είχα ορίσει αυτή την ψυχική κατάσταση ως εξής:
"Στην κατάσταση του συνδρόμου του προτραυματικού στρες, το στρες προκύπτει από ένα φαντασιακό συμβάν που τοποθετείται στο μέλλον, ένα συμβάν που δεν έγινε ποτέ. Σε αντίθεση με το σύνδρομο του μετατραυματικού στρες, όπου το στρες είναι μια άμεση αντίδραση σε κάτι που (μπορεί να) συνέβη στο παρελθόν, στην κατάσταση του συνδρόμου του προτραυματικού στρες, το στρες είναι, σαφώς, το αποτέλεσμα ενός φαντασιακού, δυνητικού συμβάντος. Στο σύνδρομο του προτραυματικού στρες, μια φαντασίωση προτρέχει της πραγματικότητας, και η κατάσταση στην οποία επικεντρώνεται η φαντασίωση του τρόμου, καθίσταται από μόνη της μια ζοφερή πραγματικοτητα. Αν αυτή η ψευδαίσθηση φτάσει σε ακραίο σημείο, τότε ακόμα και η προοπτική ενός ολοκληρωτικού πολέμου εναντίον όλου του υπόλοιπου κόσμου αποτελεί μια πιθανή αντίδραση".
Αν ο ψυχίατρος φίλος τού Φόλμαν έχει δίκιο, τότε η αμνησία του Φόλμαν δεν είναι παρά ένα σύνδρομο προτραυματικού στρες. Η αμνησία του Φόλμαν, ως προς τα γεγονότα του πολέμου, εξηγείται ως απώθηση μιας προηγούμενης, μακρινής μνήμης του Ολοκαυτώματος. Αυτή είναι, τελικά, η ύστατη εβραϊκή κάθαρσις, η αναβίωση της (επερχόμενης) τραγωδίας, υπό το φως μιας παρελθούσας τραγωδίας. Το τραύμα έχει δημιουργηθεί εκ των προτέρων.
Αν ο ψυχίατρος της ταινίας έχει δίκιο, μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η ταινία άρεσε τόσο στο ισραηλινό και εβραϊκό κοινό στο Φεστιβάλ Εβραϊκού Κινηματογράφου του Λονδίνου. Το σύνδρομο του προτραυματικού στρες είναι η ουσία της εβραϊκής ύπαρξης, στην οποία το ανθρώπινο είναι, το να ζεις στον κόσμο αυτό, βιώνεται μέσα απ' το πέρασμα από παλιές σε νέες τραγωδίες. Η ζωή έχει νόημα μόνο όσο προετοιμαζόμαστε ευλαβικά και ακατάπαυστα για μια νέα καταστροφή, υπό το φως μιας παλαιότερης.
Η ερώτηση στην οποία πρέπει να απαντήσει ο παθιασμένος ειρηνιστής είναι: "Αφήνει κάποιο περιθώριο για την ειρήνη μια τόσο αυτοκαταστροφική ταυτότητα; Με άλλα λόγια, πώς μπορείς να συνάψεις ειρήνη με ένα υποκείμενο που έχει τέτοια εμμονή με την επικείμενη καταστροφή του;".
Προσωπικά, δεν έχω κάποια απάντηση. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να θυμηθώ το παλιό εβραϊκό αστείο: Εβραϊκό τηλεγράφημα: "Αρχίστε ν' ανησυχείτε. Λεπτομέρειες ακολουθούν".
Μετάφραση: Άλκηστη Τσάμπρα
Ο Gilad Atzmon είναι μουσικός της τζαζ και αντισιωνιστής αγωνιστής. Γεννήθηκε στο Ισραήλ και σήμερα ζει στο Λονδίνο. Το κείμενο (το οποίο δημοσιεύεται εδώ με μικρές περικοπές) είναι αναρτημένο στο Διαδίκτυο? βλ.