Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Συνέντευξη του Μανώλη Γαλιάτσου στον Αλέξη Βάκη





ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ:

"ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΕΝΤΙΜΟ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Ο,ΤΙ ΕΧΕΙ ΟΡΑΜΑ"



του Αλέξη Βάκη
(Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 27 του περιοδικού ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2007).



Το "Φως Αυγούστου", που κυκλοφόρησε το 1989, ήταν ο δίσκος που μας πρωτοέδειξε το δημιουργικό πρόσωπο ενός έλληνα συνθέτη που δεν έμοιαζε με τους άλλους. Ακολούθησαν πέντε ακόμα, "Άντρες Είναι μοναχοί", "Της Aγάπης το Mαντήλι", "Το Aσήμι του Mεσημεριού", "Κλεψύδρα" και "Του Μάγου τα Παιχνίδια", που φώτισαν περισσότερο αυτό το πρόσωπο. Αναφέρομαι στο Μανώλη Γαλιάτσο, εκ Χανίων ορμώμενο, με τον οποίο συνδεόμαστε φιλικά εδώ και χρόνια. Κατά καιρούς έχουμε κάνει πολλές και πολύωρες συζητήσεις, για τη μουσική και για πολλά άλλα. Βρεθήκαμε με αφορμή την κυκλοφορία του καινούργιου –έβδομου κατά σειρά- δίσκου του, που έχει τίτλο "Ημερολόγιο: Largo" και συμφωνήσαμε να μεταφέρουμε στο χαρτί ένα τμήμα αυτής της συνομιλίας:



Μανώλη, πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, θεωρείς ότι, αρχής γενομένης με Του Μάγου τα παιχνίδια και τώρα πια με το Ημερολόγιο: Largo, άλλαξε κάτι σε σχέση με την προηγούμενη δισκογραφική σου δραστηριότητα;


Νομίζω ότι είναι οι πιο απροκατάληπτες και αδέσμευτες δουλειές μου. Απροκατάληπτες σημαίνει ότι αδιαφορούν για την έννοια των μουσικών κατηγοριοποιήσεων και αδέσμευτες ότι δεν αισθάνονται την ανάγκη να λογοδοτήσουν για τις επιλογές τους. Αυτό που θέλουν να πουν είναι: Γράψτε μουσική όπως τη νιώθετε. Αν πραγματικά υπάρχει λόγος γι’ αυτό που γράφετε, η ενότητα του ύφους θα προκύψει ως μία ανάγκη εκ των έσω.

Είναι καλό γενικά να απομακρύνεται κανείς από τις εμμονές του; Ειδικά αν πρόκειται για συνθέτη που έχει ανάγκη από τον πρωτογενή δημιουργικό του πυρήνα.

Ας κάνουμε μια βασική διάκριση: Ο πρωτογενής δημιουργικός πυρήνας είτε υπάρχει και είναι ευλογία, είτε δεν υπάρχει και είναι κατάρα. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα απολύτως για να τ’ αλλάξεις αυτό. Μπορείς όμως να απαλλαγείς από κάθε περιττό φορτίο προκαθορισμένων ιδεών και εννοιών (γιατί όλα αυτά τελικά είναι κομμάτι των εμμονών) που μόνο τροχοπέδη αποτελεί, προκειμένου να αντιμετωπίσεις τη μουσική ως αταξινόμητο σύμπαν.

Τι είναι αυτό που ενοποιεί ιδεολογικά και μουσικά τις πιο πρόσφατες εργασίες σου, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι σ’ αυτές υπάρχουν σαφείς αναφορές σε πολλές και διαφορετικές περιοχές έκφρασης;

Αυτό που τις ενοποιεί είναι η απλή θεώρηση της μουσικής στο σύνολό της, ως μία αχανής ενότητα, που προσφέρει τις άπειρες δυνατότητές της προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες έκφρασης του κάθε μουσικού έργου ξεχωριστά. Καμμιά προκατάληψη, καμμιά προϋπάρχουσα απόφαση αισθητικής νομιμότητας πέραν της αυθύπαρκτης λογικής που σου θέτει το έργο καθεαυτό.






Ας επικεντρωθούμε λοιπόν στην καινούργια σου εργασία, το Ημερολόγιο: Largo. Τι σημαίνει ο τίτλος;

Largo κατ’ αρχάς είναι μουσικός όρος, είναι όμως και πραγματική τοποθεσία. Εδώ υποδηλώνει έναν φανταστικό τόπο, όσο όμως εξελίσσεται το έργο αποκτά ολοένα και περισσότερο τα χαρακτηριστικά ενός οικείου, γνώριμου περιβάλλοντος, της πραγματικότητας. Ο υπαινιγμός είναι ότι τα όρια μεταξύ φανταστικού και πραγματικού δεν είναι σαφώς διαχωρισμένα, το ένα αναμιγνύεται με το άλλο και το φανταστικό διεκδικεί τουλάχιστον ίσα δικαιώματα συνείδησης και αλήθειας με την πραγματικότητα. Αποτελεί με άλλα λόγια αναπόσπαστο κομμάτι του λογικού κόσμου.

Πως αποφάσισες να κάνεις έναν αμιγώς ορχηστρικό δίσκο;

Νομίζω ότι ο όρος ορχηστρικός δεν είναι σωστός. Ορχηστρικός θα ήταν ένας δίσκος με τραγούδια χωρίς λόγια. Μου φαίνεται πιο σωστός ο όρος μουσικός δίσκος. Αυτό που προσπάθησα ήταν να κοιτάξω τη Μουσική κατά πρόσωπο, να συνομιλήσω μαζί της στο αυτοδύναμο και αυτόνομο πεδίο της.

Με το που πρωτοάκουσα το Ημερολόγιο: Largo, μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι αντλεί από την κατεύθυνση που όρισε η μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση την οποία γνωρίσαμε ως «προγραμματική» μουσική. Το λέω παίρνοντας υπόψη μου και τους τίτλους των κομματιών, που ορίζουν μια περιγραφική ποιητική.

Από την άλλη όμως, υπάρχουν και τίτλοι με σαφείς ιδεολογικές εστιάσεις, η άλλοι που θα μπορούσαν και να ορισθούν ως μικρά ηθικά. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αναζήτησα τη διατύπωση των εικόνων για την εξέλιξη της ιστορίας μου.

Θεωρείς τη μουσική σου «δύσκολη»;

Για μένα δύσκολο δεν μπορεί να είναι ποτέ κάτι που προκύπτει φυσικά. Και πίστεψέ με, η μουσική μου βγαίνει με τον πιο φυσικό τρόπο που μπορείς να φανταστείς. Είναι βασικός όρος που θέτω στον εαυτό μου και σπάνια έχω γράψει μια σύνθεση σε μεγαλύτερο χρόνο από την πραγματική της διάρκεια. Αν όμως εννοείς ότι η ακρόαση της μουσικής μου προϋποθέτει την προσοχή του ακροατή, τότε χαίρομαι, γιατί ο εν λόγω ακροατής μπορεί να είχε ως τώρα την εντύπωση ότι μουσική είναι κάτι που ακούγεται όταν είμαστε στην ουρά στην τράπεζα, στο αεροδρόμιο η στο ασανσέρ. Για έναν τέτοιο ακροατή, λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, ούτε τώρα ούτε στο μέλλον
...







Σε αρκετά κείμενα και συνεντεύξεις σου σε έχω δει να επιμένεις στον όρο συνθέτης, ένα είδος που στην Ελλάδα, κατά την προσωπική μου γνώμη -και δυστυχώς- διατελεί εν εξαφανίσει. Προφανώς χρησιμοποιείς τον όρο συνθέτης σε διακριτότητα εν σχέσει με τον όρο τραγουδοποιός. Πολλοί πάντως πιστεύουν ότι οι τραγουδοποιοί ως φαινόμενο απηχούν καλύτερα το σύγχρονο πνεύμα της κοινωνίας.


Το αληθινό βάθος της μουσικής έγκειται στο ότι είναι η τέχνη του ανείπωτου. Όχι αυτού που δεν έτυχε να ειπωθεί, αλλά αυτού που δεν γίνεται να ειπωθεί γιατί δεν υπάρχει λεκτικός η άλλος κώδικας ικανός να το περιγράψει. Απ’ αυτήν την άποψη, η μουσική είναι μια ανώτερη μορφή γλώσσας η οποία συνεγείρει τις περιοχές του αόρατου και του εκτός γνώσης πεδίου. Για τους ίδιους ακριβώς βέβαια λόγους, αποτελεί ταυτόχρονα και μια γλώσσα στην κυριολεξία α-νόητη. Μερικές φορές οι μουσικοί μεταφράζουν με κοινούς όρους την έννοια, αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία. Με ρωτάς λοιπόν για τους τραγουδοποιούς. Αυτό που επιτάσσει η συνείδηση ενός τραγουδοποιού είναι να μεταφέρει την πραγματικότητα της λεκτικής του εικόνας. Και το πιο υπερβατικό ποίημα όμως εδράζεται στη στέρεα σημασία των λέξεων. Η δουλειά του τραγουδοποιού συνίσταται συνήθως σε μια ανάλογου ύφους μουσική απαγγελία αυτών των λέξεων.


Γιατί τη χαρακτηρίζεις μουσική απαγγελία;

Εσύ τώρα γιατί κάνεις ότι δεν ξέρεις; Γιατί οι απόπειρές τους μετά βίας συγκροτούν τα χαρακτηριστικά μιας υποτυπώδους μουσικής φρασεολογίας. Απ’ την άλλη όμως, υπάρχουν οι πιο σπάνιες περιπτώσεις των κατά συνθήκη τραγουδοποιών, των οποίων η εργασία διαταράσσει τις ισορροπίες, αντιστρέφει τις αναλογίες, εκτοξεύοντας την αρχική εικόνα προς απρόβλεπτες μουσικές κατευθύνσεις. Αυτοί είναι οι τρόπος του λέγειν τραγουδοποιοί. Αν ο Tom Waits η ο Micka Hinson για παράδειγμα σου αναφερθούν ως τραγουδοποιοί, μην τους πιστέψεις. Συνθέτες είναι. Για να ολοκληρώσουμε λοιπόν την απάντηση στο αρχικό σου ερώτημα, ας πούμε ότι αν μια κοινωνία θέλει να στερεί τον εαυτό της από το φαντασιακό που της προσφέρει η μουσική γλώσσα, τότε μάλλον δεν μιλάμε για μια σύγχρονη κοινωνία, αλλά για μια κοινωνία προβληματική και καθυστερημένη.

Τι θα έλεγες για μια περίπτωση σαν κι αυτή του Μάνου Χατζιδάκι, που, όπως ξέρουμε, σε όλη του τη ζωή –κατ’ ουσίαν- αναζήτησε το τραγούδι και μόνον;

Όχι μόνον ο Χατζιδάκις, αλλά και ο Ξαρχάκος, ο Λεοντής, ο Μούτσης, ο Θεοδωράκης, ο Μαμαγκάκης. Όλοι αυτοί είναι αληθινοί συνθέτες βάθους, ασκώντας –άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο- σχεδόν αποκλειστικά την τέχνη του τραγουδιού. Μέσα από την ανάγνωση κειμένων άρθρωσαν μουσικό λόγο ολοκληρωμένο, ανάδευσαν τις άρρητες περιοχές της μουσικής για τις οποίες μιλούσαμε πριν, ενέδωσαν στις εκλεκτικές διαφοροποιήσεις. Μας παραδίδουν έργο πλούσιο και καθαρό.

Αν μιλήσουμε για τη δεκαετία του ’60, θα συμφωνήσουμε υποθέτω ότι η μουσική και γενικότερα η καλλιτεχνική δημιουργία πέρασε επιτυχώς τις εξετάσεις που έθεσε η κοινωνική και πολιτική συγκυρία. Αναφέρομαι σε παγκόσμιο επίπεδο. Πιστεύεις ότι η κοινωνία είναι αυτή που δίνει την εντολή και η τέχνη υπακούει;

Για την κοινωνία μπορεί να υπάρξουν στιγμές ανάτασης και στιγμές κατά τις οποίες η μουσική υποβιβάζεται στο επίπεδο μιας χρηστικής μη αξίας. Τόσο το χειρότερο για την κοινωνία. Θα λυπόμουνα όμως για τον δημιουργό που για να «συμμορφωθεί» θα παρακολουθούσε αυτόν τον συρμό. Η αλήθεια είναι ότι λυπάμαι ήδη για αρκετούς. Ο συνθέτης πρέπει να εξακολουθεί να καλλιεργεί την τέχνη του αδιάφορος για την επίκαιρη κρίση.

Εσύ για ποιους γράφεις;

Θα σου το πω όσο πιο προκλητικά μπορώ: Για τον εαυτό μου.

Δεν φοβάσαι μήπως σε κατηγορήσουν για ελιτισμό;

Για τους εαυτούς τους θα έπρεπε να φοβούνται, γιατί το μέγεθος μια τέτοιας ανοησίας σκοτώνει. Όποιος γράφει για τον εαυτό του είναι σίγουρο ότι γράφει και για άλλους. Όποιος αντίθετα εκτρέφεται σήμερα μέσα στην ασφάλεια της «γνώμης των πολλών», το πλέον σίγουρο είναι ότι αύριο θα εμπλακεί στην άχαρη διελκυστίνδα του «ποιος παρέσυρε ποιον». Επίτρεψέ μου όμως να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι.

Παρακαλώ!

Ποιος νομίζεις ότι θα τα διαβάσει όλα αυτά;

Τότε γιατί τα λες;

Γιατί αυτός είναι ο ρόλος μου.

Δεκτόν. Επειδή όμως η γνώμη των πολλών που λες καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τρίτους, τι πιστεύεις για τους μεσάζοντες (ραδιόφωνα, έντυπα κλπ.) ανάμεσα στο μουσικό έργο και το κοινό;

Εξαιρούμε ελάχιστους και για τους υπόλοιπους κρατάμε ενός λεπτού σιγή….

Μια και τό’ φερε η κουβέντα, ποια –κατά την άποψή σου- είναι τα χαρακτηριστικά της ηγεμονεύουσας αντίληψης στην ελληνική μουσική σήμερα;

Ανέκαθεν τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν εκείνα του λίγο ως πολύ φτηνού μελοδράματος. Σήμερα ζούμε την κατάρρευση, το ξεφούσκωμα αυτού του μελοδράματος. Η συγκολλητική ουσία μιας ναϊφ πραγματικότητας που συνέδεε κάποτε αβίαστα το λαϊκό είδωλο με τον κόσμο του, είχε τον χαρακτήρα μιας βιωμένης λαϊκής όπερας, έστω και κακού γούστου. Σήμερα που η πραγματικότητα είναι απείρως πιο σκληρή με τη διόγκωση και τις μεγεθύνσεις, παρακολουθούμε τις έσχατες απόπειρες ταύτισης του ειδώλου-ήρωα με την ιστορία των μεγάλων παθών. Αναζητούνται ίχνη αλήθειας. Και πώς να πετύχεις αυτή την αφύσικη συγκόλληση, όταν με την άσκοπη χρήση δεν έχεις αφήσει ούτε σάλιο στην ίδια την πραγματικότητα; Αναζητείται λοιπόν η πραγματικότητα.





Αφού μιλάμε για πραγματικότητα, τι πιο πραγματικό από τις έννοιες αρσενικό- θηλυκό. Θα μου επιτρέψεις να σου θέσω μια ερώτηση που την είχα κατά νου από την εποχή που έκανες Του Μάγου τα Παιχνίδια. Έχω την εντύπωση ότι εκεί επανέφερες την ιδέα του διακριτού των φύλων, που πρωτοδιατυπώθηκε στο δίσκο Άντρες Είναι Μοναχοί.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η επισήμανση, αν και νομίζω ότι, ενώ στο Άντρες Είναι Μοναχοί τα δύο φύλα σχεδόν αντιπαρατίθενται, στου Μάγου τα Παιχνίδια το αρσενικό και το θηλυκό υποτάσσονται αμφότερα στο πλαίσιο του συνολικού φαινομένου της ζωής. Αφού όμως η ερώτησή σου αναφέρεται στα δύο φύλα και προκειμένου να τα συνδέσουμε με το γενικό φαινόμενο, ας φροντίσουμε παράλληλα να μιλήσουμε γι’ αυτά με τρόπο που θα μας ήταν πιο ευχάριστος. Ας πούμε λοιπόν ότι η θέα του γυναικείου αιδοίου ασκεί τεράστια δύναμη γιατί γεννά από μόνη της την πιο θερμή και οικεία μεταφορά αυτού που αντιλαμβανόμαστε η σκεφτόμαστε ότι είναι η ζωή. Γυναίκα- αιδοίο- γέννηση. Η γέννηση είναι η αποθέωση του γυμνού. Αυτό εξηγεί και την αντρική φαντασίωση για τη γυναίκα-πόρνη. Η πόρνη δείχνεται διαρκώς και άρα σωματοποιεί την μυστηριώδη γνώση του να προσφέρεις την γυμνή σου εικόνα ως μεταφορά, ως κάτι δηλαδή που συνταράσσει γιατί βρίσκεται πολύ πέραν και πάνω του κοινού μέτρου της αίσθησης και εμπειρίας. Αγγίζει σχεδόν το άπειρο. Εξ ου και η ευαρέσκεια των αντρών στη συχνή χρήση του υπερθετικού βαθμού προκειμένου να αναφερθούν στα απόκρυφα κάλλη μιας γυναίκας. Η έννοια του μεγέθους δηλαδή γίνεται ταυτόσημη με το βάθος του μυστηρίου, που είναι η ίδια η ζωή.

Τελειώνοντας, πες μου κάτι που θα ήθελες, έτσι, χωρίς ερώτηση.

Στην τέχνη έντιμο είναι μόνο ό,τι έχει όραμα.

Και πως ξεχωρίζουμε τις προθέσεις;

Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι προθέσεις. Χρησιμοποιούμε συνήθως έναν φοβερό ευφημισμό: Λέμε «καλών προθέσεων άνθρωπος», εκεί που θα’ πρεπε να μιλάμε για έναν βαρεμένο, φυγόπονο, εν τέλει ανεύθυνο άνθρωπο που αρνείται να ολοκληρώσει. Εμένα αντίθετα μου αρέσουν οι άνθρωποι που εννοούν αυτό που κάνουν και κάνουν αυτό που εννοούν.

Μόνο ό,τι έχει όραμα λοιπόν; Τίποτα άλλο;

Τίποτα.


4 σχόλια:

Μιχάλης Τσαντίλας είπε...

Καλησπέρα Ηρακλή! Αυτή είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη! Τον Μανώλη Γαλιάτσο τον είχα γνωρίσει μέσω του Μιχάλη Κουμπιού στις ηχογραφήσεις του δίσκου "Του Μάγου Τα Παιχνίδια" (εξαιρετικό άλμπουμ παρεμπιπτόντως). Είναι σπουδαίος συνθέτης!

Μουσικά Προάστια είπε...

Χαίρομαι που σου άρεσε η συνέντευξη Μιχάλη. Ήσουνα λοιπόν και στην ηχογράφηση του δίσκου! Πώς ήταν η εμπειρία; Και η παρέα με τους δύο συνθέτες;

Μιχάλης Τσαντίλας είπε...

Η εμπειρία ήταν πολύ ωραία! Ήταν μια από τις πρώτες μέρες ηχογράφησης στο στούντιο Αιολία και ήταν εκεί και ο Μιχάλης Νικολούδης αλλά και ο γιος του που καθόταν στην κονσόλα. Ο Γαλιάτσος έγραφε πιάνα ενώ είχε "ανασφάλεια" για το παίξιμό του και ρώτησε ακόμα και μένα, που δε με ήξερε, πώς μου φαινόταν. Ο Κουμπιός μάλιστα τον πείραζε, αποκαλώντας τον πιανίστα ενώ αυτός αποποιούνταν τον χαρακτηρισμό. Σε κάποιο διάλειμμα πήγαμε με τον Κουμπιό και πήραμε τούρτα για να το γιορτάσουμε.
Την παρουσία μου εκεί την οφείλω στον Κουμπιό που τότε με είχε ξεχωρίσει λόγω κάποιων επιστολών μου στο Δίφωνο και είχε βαλθεί να με κάνει συντάκτη. Δυστυχώς, αφού είχαμε μια πολύ καλή επαφή για αρκετό καιρό, με την αποχώρησή του από το περιοδικό χαθήκαμε. Είναι πολύ ωραίος άνθρωπος.

Μουσικά Προάστια είπε...

Δεν τους γνωρίζω προσωπικά τους δύο συνθέτες, αλλά από αυτά που μου λες καταλαβαίνω ότι εκτός από σημαντικοί καλλιτέχνες είναι και αξιόλογοι άνθρωποι.