Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Συνέντευξη του Χρήστου Λεοντή στον Αλέξη Βάκη


Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Χρήστου Λεοντή, είναι ανέκδοτες, και παραχωρήθηκαν στα Μ.Π. από τον Αλέξη Βάκη και τον ίδιο τον συνθέτη. Τους ευχαριστούμε.








ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΟΝΤΗΣ:

"Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ"



του Αλέξη Βάκη

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, στο τεύχος 108 (Σεπτέμβριος 2004).



Το ζεύγος Μιχαηλίδη, φίλοι των γονιών μου, συνήθιζε να δωρίζει σε μένα και τον αδελφό μου δίσκους, σε γιορτές, γενέθλια και με διάφορες άλλες ευκαιρίες. Τους χρωστάω, ανάμεσα στα άλλα, τη χαρά της ανακάλυψης του Βυζαντινού εσπερινού του Απόστολου Καλδάρα, και της Θητείας του Γιάννη Μαρκόπουλου. Τα Χριστούγεννα του 1974, λίγους μήνες αφ’ ότου είχε πέσει η δικτατορία, έλαβα ως δώρο το Αχ... έρωτα, τα τραγούδια από τους Φασουλήδες του Κατσιπόρρα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, που απέδωσε στα ελληνικά ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και μελοποίησε ο Χρήστος Λεοντής. Ήμουν δεκατριών χρονών, δεν είχα ακούσει τίποτα γι’ αυτό τον συνθέτη. Μου είναι αδύνατον όμως να ξεχάσω την ισχυρή εντύπωση που μου έκανε ο δίσκος, ιδιαίτερα Ο χάρος στην ταβέρνα, το Αβάσταχτο να σ’ αγαπώ και το Νανούρισμα. Σιγά- σιγά έμαθα μερικά πράγματα για το ποιος ήταν ο Λεοντής, βρήκα και την θρυλική Καταχνιά του 1964. Μου είπαν ακόμα πως είχε κυκλοφορήσει την Ανάσταση ονείρων και το 12 παρά 5, δίσκοι όμως που και τότε ήταν δυσεύρετοι και άκουσα πολύ αργότερα. Τον επόμενο χρόνο βγήκαν το Καπνισμένο τσουκάλι και οι Παραστάσεις, που απέκτησα από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας τους σχεδόν. Ήταν η εποχή που αρκετοί από την παρέα μου καταθέταμε ολόκληρο το χαρτζιλίκι μας για την αγορά ενός δίσκου και γυρίζαμε σπίτι μας με δέος γι’ αυτό που επρόκειτο να ακούσουμε. Αυτό το συναίσθημα είναι πολύς καιρός που δεν το νιώθω πια. Έχω όμως πάντα μεγάλο σεβασμό για τον Χρήστο Λεοντή. Για τις εξαιρετικές μουσικές του, αλλά και για την αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετωπίζει τόσα χρόνια την αλλαγή του τοπίου στην «επίσημη» δισκογραφία, που του στοίχισε μεν τον εξορισμό του στις παρυφές της, αλλά και τον έσπρωξε περισσότερο στη μουσική για το θέατρο, ειδικά τα αρχαία δράματα και κωμωδίες, όπου είναι ο κορυφαίος. Είχα τρακ όταν πηγαίναμε με τη Μάρω να τον επισκεφθούμε στο σπίτι του στην Παιανία. Μας υποδέχτηκε εγκάρδια, μιλήσαμε, παίξαμε με τα σκυλιά του, βγάλαμε φωτογραφίες. Και όταν γυρίζαμε το βράδυ πίσω, συνειδητοποίησα ότι ήμουνα πολύ χαρούμενος που (εγώ, ο νεότερός του συνάδελφος, έτσι άνετα και γενναιόδωρα όμως με αντιμετώπισε) συνομίλησα με ένα από τα πέντε- έξι πρόσωπα της ελληνικής μουσικής του 20ου αιώνα που εκτιμώ περισσότερο. Α.Β.




Πρόβα με την Φλέρυ Νταντωνάκη (1975)



- Γεννήθηκα στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, το 1940. Εκεί τέλειωσα το Γυμνάσιο, δεκαεφτά χρονών, γιατί μπήκα κι ένα χρόνο μικρότερος. Το 1957 ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω μουσική, κρυφίως. Είχα δώσει στη Φυσικομαθηματική, όμως η πρόθεσή μου, μιας και δεν θα γνώριζε ο πατέρας μου τι θα κάνω εδώ, ήταν να φύγω από την Κρήτη για να κάνω αυτό που ήθελα, το είχα ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου από δέκα- δώδεκα χρονών. Μάλιστα θυμάμαι και μια έκθεση στο σχολείο, στην τρίτη τάξη, θα ήμουνα δεκατεσσάρων χρονών περίπου, που έγραψα ότι θέλω να γίνω μουσικός, να γράφω μουσική. Αυτή την ανάγκη την αισθάνθηκα επειδή έψελνα στην εκκλησία στη γειτονιά μου στο Ηράκλειο και μου άρεσε να αλλάζω τους ύμνους. Όχι μόνο οριζόντια, αλλά και κάθετα. Το έκανα για τρεις φωνές ας πούμε, προσπαθούσα εμπειρικά να βάλω τις άλλες φωνές. Όταν μάλιστα ξαναείδα μερικά από αυτά, πολύ αργότερα, έχοντας σπουδάσει πια αρμονία, διαπίστωσα ότι ήταν πολύ σωστά, απλοϊκές βέβαια αρμονικές αντιμετωπίσεις, αλλά σωστές.

- Μου κάνει εντύπωση το ότι από τόσο μικρός ήσασταν προσανατολισμένος στο μονόδρομο του συνθέτη. Πως την φανταζόσασταν τότε τη σύνθεση;

- Δεν ήξερα τι δουλειά κάνει ο συνθέτης, αλλά εγώ ήθελα να φτιάχνω δικές μου μελωδίες. Ήθελα να σπουδάσω μουσική, να έρθω στο Ωδείο. Και μετά θα έβλεπα τι θα έκανα. Όταν ήρθα να δώσω εξετάσεις, μου λέει ο μακαρίτης ο Φαραντάτος, ο διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, «παίζεις κανένα όργανο;» Απάντησα: «λίγο μαντολίνο και λίγο βιολί.» «Ε τότε να κάνεις βιολί, για να βρεις και καμμιά δουλειά στην Κρατική Ορχήστρα» «Δεν θέλω βιολί, θεωρητικά θέλω να κάνω.» Ήξερα δηλαδή τι ήθελα. Δεν μου είχε πει κανείς ποτέ τίποτα. Φαίνεται όμως ότι το ένστικτο των ανθρώπων είναι πολύ ισχυρό για να σε κάνει να επιμένεις τόσο. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα στη Φόδελε, ένα χωριό έξω από το Ηράκλειο, όπου λέγεται ότι γεννήθηκε ο Θεοτοκόπουλος, είσαι σε μια χαράδρα και βλέπεις γύρω- γύρω βουνά. Και αναρωτήθηκα, που διάβολο τώρα αυτός από δω πέρα, μικρό παιδί, έμαθε ότι υπάρχει Ισπανία και πήγε εκεί για να κάνει ζωγραφική;

- Τι έγινε τελικά όταν ήρθατε στην Αθήνα;

- Ήρθα λοιπόν στο Ωδείο Αθηνών και ξεκίνησα από την αρχή, από το άλφα, δηλαδή οι συμμαθητές μου ήτανε παιδάκια πέντε χρονών. Στο τετράμηνο- πεντάμηνο στην Αθήνα, έπεισε και η μάνα μου τον πατέρα μου, οι μανάδες συνήθως δείχνουν μεγαλύτερη κατανόηση, αφού το παιδί θέλει να σπουδάσει μουσική, άστονε να δοκιμάσει. Μού’ στελνε λοιπόν ο πατέρας μου ελάχιστα χρήματα, γιατί δεν είχε. Είχα όμως την τύχη να μου δώσει αμέσως υποτροφία το Ωδείο, γιατί σε τέσσερις- πέντε μήνες πέρασα τα σολφέζ και τη θεωρία για πέντε χρόνια. Και επειδή δεν είχαν δικαίωμα να δίνουν χρήματα, με έβαλαν βιβλιοθηκάριο στο Ωδείο Αθηνών. Αυτό ήταν ότι πρέπει για μένα, έπαιρνα εξακόσιες δραχμές από την Κρατική Ορχήστρα και πεντακόσιες από τη Ραδιοφωνία. Διότι ότι έπαιζε η Κρατική Ορχήστρα, αλλά και η Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας, τους το εδάνειζα εγώ, δεν είχαν δικές τους βιβλιοθήκες. Και ήμουνα και μέσα στα βιβλία που ήθελα, ήταν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Εν τω μεταξύ προχώρησα ραγδαία με τον Παλλάντιο. Μετά, το 1968, έφυγα στο Κονσερβατουάρ στο Παρίσι, εκεί έκανα αντίστιξη. Ήταν δικτατορία, βρώμαγε μπαρούτι ακόμα η ατμόσφαιρα.

- Φαντάζομαι πως θα ήτανε δύσκολα τότε τα πράγματα, μιας και ήσασταν εκτεθειμένος πολιτικά, είχατε κυκλοφορήσει την Καταχνιά κλπ.

- Εδώ δεν ήταν εύκολο να εργαστώ, γι’ αυτό σηκώθηκα και έφυγα. Πήγα στο Παρίσι αποφασισμένος να σπουδάσω. Δεν πήγαινα να κάνω ούτε τον εμιγκρέ, ούτε τον αντιστασιακό, ούτε τίποτα. Στο Κονσερβατουάρ τα πράγματα δεν ήτανε εύκολη υπόθεση. Ήμουνα δεν ήμουνα δέκα μέρες εκεί, δεν ήξερα κανέναν, δεν με ήξερε κανείς, δεν είχα φροντίσει να πάρω ούτε ένα τηλέφωνο μαζί μου. Είχα κατέβει στο Μετρό να πάω στην Τράπεζα να πάρω τα πρώτα χρήματα που θα μου στέλνανε από εδώ, το φοιτητικό συνάλλαγμα ας πούμε. Σε μια correspondence απ’ το ένα τραίνο στο άλλο, ακούω κάποιον να μου φωνάζει: «Χρήστο!» Και βλέπω έναν, σαν θάμνος ήτανε. Τότε ήτανε και στη μόδα τα μούσια, ένα μούσι σκέτο. «Ποιος είσαι;» του λέω, «δεν σε ξέρω!» Πλησιάζω, ήτανε ένα παιδί, ο Γιάννης ο Λίναρης, καλή του ώρα. Αυτός ήτανε κινηματογραφιστής, τώρα είναι στην Ολλανδία. Μου λέει: «Καλά που σε βρήκα, σε ψάχνει ο Γαβράς.» Εγώ δεν τον ήξερα το Γαβρά. Μου λέει λοιπόν ποιος είναι, αλλά και ότι γυρνάει μια ταινία, το Ζ, και θέλει να του κάνω τη μουσική. Μου ζήτησε και το τηλέφωνό μου. Του το έδωσα, αλλά τον παρακάλεσα να μην το δώσει σε κανέναν άλλο. Πράγματι, την άλλη μέρα με πήρε ο Βασίλης ο Βασιλικός στην αρχή και μετά ο Γαβράς. Συναντηθήκαμε. Κάνω μια ταινία, μου λέει, το βιβλίο του Βασίλη, με τον Υβ Μοντάν κλπ. Όμως κοίταξε, έχω στείλει το σενάριο στον Μίκη. Δεν ξέρω αν θα φτάσει ποτέ στα χέρια του, οι συνθήκες είναι δύσκολες. Του ζητάω να γράψει καινούργια μουσική, η να μας επιτρέψει να κάνουμε χρήση τραγουδιών του. Υπάρχει και η περίπτωση να μην το λάβει ποτέ, οπότε θα μας κάνεις εσύ τη μουσική. Η στην περίπτωση που χρησιμοποιήσουμε μοτίβα, αν θες να βοηθήσεις με τα μοτίβα του Μίκη. Του λέω εντάξει, από τη στιγμή που με βάζεις στη διαδικασία, ότι χρειαστεί είμαι διατεθειμένος να το κάνω. Παρακολούθησα και δυο- τρεις προβολές. Δεν ήταν τυχερό βέβαια να το κάνω, ήρθαν τα πράγματα αλλιώς. Στο Παρίσι έμεινα περίπου ενάμιση χρόνο. Μετά δεν είχα χρήματα, έμεινε και έγκυος η πρώτη μου γυναίκα, οπότε είχαμε πρόβλημα οικονομικό. Έτσι, γύρισα πίσω και έγινα μαθητής του Γιάννη του Παπαϊωάννου.


- Παρεμπιπτόντως, εκείνη την εποχή ήταν που κάνατε και τη μουσική για την Αθλητική Κυριακή της τηλεόρασης; Ο περισσότερος κόσμος δεν ξέρει ότι είναι δική σας.


- Ναι, το 1969. Από το Παρίσι ερχόμουνα και έκανα ένα διαφημιστικό, εκείνη η περίοδος ήτανε. Έχω κάνει κι άλλα διαφημιστικά, που δεν τα θυμάμαι τώρα. Αυτό για το ποδόσφαιρο το είχα κάνει πάντως για τον Παπαστράτο.

- Το ’61 εμφανίζεται ο Θεοδωράκης με τον Επιτάφιο και το ’64 εσείς κάνετε την Καταχνιά. Κάθε φορά που την ακούω με εντυπωσιάζει, τόσο συνθετικά όσο και ενορχηστρωτικά, απ’ τη στιγμή μάλιστα που ξέρω ότι φτιάχτηκε από έναν πρωτοεμφανιζόμενο στην ουσία συνθέτη, εικοσιτεσσάρων μόλις χρονών. Αλλά και η έννοια συνθέτης είχε τότε διαφορετική βαρύτητα σε σχέση με σήμερα.

- Εγώ πιστεύω πως ο συνθέτης πρέπει να είναι έτοιμος ιδεολογικά για να γράψει. Θα πρέπει να ξέρεις γιατί γράφεις, σε ποιον απευθύνεσαι, από πού αντλείς, τι θες να κάνεις. Δηλαδή άλλο είναι να κάνεις τη φιγούρα σου και άλλο να θες να ανατρέψεις το σύμπαν. Να βάλεις με τον τρόπο σου σε κινητοποίηση τον κόσμο, αλλά κι εσύ να μπεις σε μια διαδικασία αλλαγής των πραγμάτων, με ιδεολογικούς στόχους να καλυτερέψεις τη ζωή σου, τη ζωή των ανθρώπων, τις σχέσεις σου με τους άλλους ανθρώπους, όλα αυτά. Από τότε που ασχολήθηκα με το αρχαίο δράμα, ας πούμε, μέχρι και σήμερα, βλέπω ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι λέγανε τα αυτονόητα αφ’ ενός. Αφ’ ετέρου, το εργαλείο τους ήτανε ο απλούστερος τρόπος για να μπορούνε να έρθουνε σε επικοινωνία με όλο τον κόσμο, που κάτι προσδοκούσε. Μην ξεχνάς ότι αυτή η περίοδος, το ’61 με ’63, είναι η πρώτη φορά που χάνει την εξουσία η Δεξιά, ανατρέπεται. Το ’61 είναι οι εκλογές της βίας και της νοθείας και το ’63 βγαίνει ο Γεώργιος Παπανδρέου, μια αλλαγή στον κόσμο, μια προσδοκία άλλη. Φαίνεται ότι ήμασταν έτοιμοι κι εμείς, μαζί με τον κόσμο, να αλλάξουμε τα πράγματα. Μιας και μίλησες για την Καταχνιά, δεν είχε γραφτεί μέχρι τότε τίποτα για την Εθνική Αντίσταση. Ίσα-ίσα που έμπαινες φυλακή, η σε στέλνανε εξορία, ήτανε πολύ δύσκολα τα πράγματα στην καθημερινή συμβίωση των ανθρώπων. Και αυτό που έλεγες, για να δώσεις και να πάρεις κουράγιο, ήτανε το ζητούμενο. Αυτό ήταν που σ’ έκανε και να αναζητήσεις, μέσα από την ίδια τη ζωή τη δική σου και των προπατόρων σου, το υλικό για να εκφραστείς και να δημιουργήσεις.




Με τον Μίκη Θεοδωράκη (1966)



- Αν δεν κάνω λάθος, είσαστε και ο πρώτος, μετά το Θεοδωράκη, που κάνατε λαϊκές συναυλίες.

-Ναι, έτσι γνωρίστηκα με τον Μίκη άλλωστε, το ΄61 που ήρθε από το Παρίσι για να κάνει την πρώτη του συναυλία εδώ. Εγώ ήμουνα τότε συγκάτοικος με τον Μαρκόπουλο. Μου λέει λοιπόν ο Γιάννης, ήρθε ένας καινούργιος μουσικός, ζητάει αντιγραφείς για τις πάρτες του, πάμε; Του λέω πάμε σούμπιτοι, για να βγάλουμε και κανα φράγκο, ήτανε εφτά δραχμές η σελίδα. Ετοιμάζει λοιπόν ο Μίκης τη συναυλία στο Κεντρικόν, εκεί όπου λιποθύμησε ο Μπιθικώτσης κλπ. Και η καθυστέρηση της συναυλίας ωφείλετο στο ότι δεν μας δίνανε τα λεφτά και εμείς πήραμε τις πάρτες και γυρίζαμε γύρω- γύρω στο Σύνταγμα! (γέλια) Αργότερα άρχισα να κάνω κι εγώ συναυλίες. Πριν ακόμα μπούμε στο στούντιο για να δισκογραφηθεί η Καταχνιά, έκανα μια συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Μπουζούκι έπαιζε ο Αγγέλου, που μόλις είχε έρθει από την Αμερική. Ο Αγγέλου «χάθηκε» κιόλας λίγο, είδε κόσμο, άνοιγε η σκηνή, δηλαδή είχε και την πλάκα του το πράγμα. Θα σου πω όμως και μια ιστορία διδακτική για τους νέους μουσικούς. Το ’66 είχα μια ορχήστρα για τις συναυλίες, ο Λεμονόπουλος και ο Ξαπλαντέρης μπουζούκια, ο μπαρμπα- Σπύρος ο Περιστέρης κιθάρα, ο Ορφανός στο πιάνο, ο Μεθυμάκης έπαιζε ντραμς και ο Πάνος ο Ιατρού μπάσσο. Τραγουδιστές ο Περπινιάδης και ο Τσετίνης. Οργανώσαμε τις συναυλίες για τέσσερις Δευτέρες στο Κεντρικόν, όπου εγώ θα παρουσίαζα την Ανάσταση ονείρων σε πρώτη εκτέλεση και ο Μίκης το Μαουτχάουζεν και τη Ρωμιοσύνη. Άσχημες οι συνθήκες, τρομοκρατία μεγάλη. Αστυνομία απ’ έξω με γκλομπ, δεν αφήνανε τον κόσμο να μπει μέσα, εμένα για να μ’ αφήσουνε να μπω μου ζητάγανε εισιτήριο να σκεφτείς. Τέλος πάντων, παίζουμε την πρώτη και τη δεύτερη συναυλία. Και την τρίτη Δευτέρα βλέπω στα παρασκήνια έναν μουσικό, τον Μπάμπη τον Μαλλίδη, τον κιθαρίστα. «Γεια σου μαέστρο, τι κάνεις; Θα παίξουμε μαζί απόψε.» «Μα πως; Αφού εγώ έχω τον μπαρμπα- Σπύρο τον Περιστέρη.» Επιμένει: «Μαζί θα παίξουμε.» «Αφού δεν έχεις κάνει πρόβα». «Έχω κάνει» μου λέει, «μού’ κανε ο μπαρμπα- Σπύρος. Με πήρε χτες και μου είπε, για να μην αφήσουμε εκτεθειμένο το παιδί, έλα να σου κάνω πρόβα, πάρε και τις πάρτες για να πας να παίξεις αύριο εσύ, εγώ δεν μπορώ.» Και σε μισή ώρα πέθανε ο μπαρμπα- Σπύρος. Δεν είναι συγκλονιστικό;

- Ασύλληπτο!

- Πέθαινε ο άνθρωπος και είχε στο νου του να κάνει το καθήκον του, φρόντισε να βρει αντικαταστάτη και να τον διδάξει.
- Τα έργα σας, ειδικά τα πρώτα, έχουν, εκτός των άλλων, και την «μυρωδιά» της Αριστεράς του ’60 και του ’70. Παραμένετε αμετακίνητος στις ιδέες σας;

- Αριστερός είμαι πάντα, αλλά με το ίδιο μάτι που κρίνω την Δεξιά, κρίνω και την Αριστερά. Εγώ αυτό που πιστεύω θα το πω. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος κανενός κόμματος, αυτό δεν είναι τυχαίο. Δεν μπορούσα να μπω σ’ έναν σχηματισμό όπου θα έκανα το κορόϊδο για ορισμένα πράγματα και στα άλλα θα ζητωκραύγαζα. Δεν μπορούσα από τη φύση μου. Σε καμμιά εξουσία, σε κανέναν σχηματισμό δεν κάνουν άνθρωποι που σκέφτονται μ’ αυτό τον τρόπο. Οι ιδέες του σοσιαλισμού και της άρσης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο δεν παλιώνουνε ποτέ, είναι πάντα φρέσκιες, αρκεί να βρεθούνε οι κατάλληλοι φορείς για να τις εκφράσουνε. Γιατί απ’ ότι φάνηκε μέχρι τώρα, η Σοβιετική Ένωση και όλες αυτές οι χώρες λιώσανε. Δεν είναι μοντέλο αυτό το πράγμα. Σοσιαλισμός πρώτα- πρώτα σημαίνει δημοκρατία, ελευθερία λόγου και αλληλεγγύη. Που’ ντα αυτά; Τέτοιον σοσιαλισμό, όταν έχει αυτές τις ελλείψεις, εγώ τον μάχομαι, το ίδιο σαν τον φασισμό.

- Για να ξαναγυρίσω στη μουσική, στον όρο συνθέτης υπάρχει πάντα και κάτι το λόγιο, όταν ακούμε δηλαδή αυτή τη λέξη, το μυαλό μας πάει και στον Μότσαρτ η τον Μπετόβεν. Έχω την εντύπωση για σας ότι, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο συνάδελφό σας της ίδιας γενιάς, διαπνέεστε από τραγουδοκεντρική αντίληψη. Σας φαντάζομαι τραγούδια να σχεδιάζετε μια ζωή.

- Προ ημερών μιλούσα στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Με είχε προσκαλέσει να μιλήσω σε κάτι μεταπτυχιακούς φοιτητές της θεατρολογίας για το αρχαίο ελληνικό δράμα. Είπα λοιπόν σ’ αυτά τα παιδιά ότι εγώ δεν είμαι προφέσσορας, μην περιμένετε από μένα να σας δώσω κώδικες. Εγώ θα σας πω μερικές εμπειρίες δικές μου, θα σας βάλω μουσική μου να ακούσετε, θα σας πω γιατί το έκανα έτσι και όχι αλλιώς, θα σας πω και ποιο είναι το στοιχείο που αναζητώ. Εγώ προσπαθώ λοιπόν να κατανοήσω αυτό που αυθαίρετα ονόμασα μόνος μου «λαϊκή συνείδηση». Δηλαδή δεν κάθομαι εδώ που κάθομαι τώρα και γράφω μουσική, έρχομαι εκεί που είστε εσείς και βλέπω προς τη σκηνή. Και προσπαθώ να καταλάβω τι προσδοκάτε, τι θα θέλατε, τι θα σας άρεσε ν’ ακούσετε αν ήσασταν στη θέση μου. Αυτό με βάζει σε μια κινητικότητα και σε μια διαδικασία τέτοια, αναζήτησης της λαϊκής συνείδησης, έτσι τουλάχιστον όπως έχει περάσει από αιώνες τώρα. Η μουσική μου είναι επηρεασμένη πάρα πολύ από το βυζαντινό μέλος, από το κρητικό τραγούδι, από το λαϊκό τραγούδι κλπ. Κοίταξε, έχεις περάσει από το Ωδείο και ξέρεις το σύνδρομο του Ωδείου. Το να δεχθείς μέσα σου τη φόρμα του τραγουδιού είναι μεγάλη επανάσταση για κάποιον που κάνει σοβαρές σπουδές. Έχω επιλέξει να κάνω αυτό, δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο, θέλω αυτό να υπηρετήσω. Βέβαια, ήτανε και άλλοι συνάδελφοι που είχανε την εντελώς αντίθετη άποψη από μένα. Μας ρωτήσανε, ας πούμε, αν λαμβάνουμε υπ’ όψη μας το κοινό όταν γράφουμε. Και λέγανε πως δεν λαμβάνουμε υπ’ όψη μας το κοινό, διότι ευτελίζουμε τη μουσική μας. Εγώ λέω το εντελώς ανάποδο, λαμβάνω υπ’ όψη μου μόνο το κοινό, προσπαθώντας να βρω τη γλώσσα επικοινωνίας μαζί του.





Με τον Μάνο Λοίζο (1981)



- Με το θέατρο πως έγινε και «κολλήσατε»;

- Αφού μου λένε έλα να κάνεις θέατρο, φαίνεται ότι το κάνω καλά, ξέρω ‘γω; Αλλά το αγαπάω κιόλας, γιατί εκεί αισθάνομαι την ελευθερία μου. Στο θέατρο βρήκα ένα πεδίο ευρύτατο για να αναπτύξει κάποιος τις μουσικές του ιδέες και την ιδεολογία του μέσα απ’ αυτό. Δηλαδή όταν σου λένε να κάνεις Τρωάδες, Ηλέκτρα, Μήδεια, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, τι άλλο θέλεις; Το αγαπάω αυτό το πράγμα, διδάσκομαι ακόμα απ’ αυτό. Εκατό φορές να διαβάσεις τον κάθε στίχο, την εκατοστή φορά πάλι θα δεις ένα πράγμα που δεν είδες την ενενηκοστή ενάτη.
- Φέτος σπάσατε το ρεκόρ, με τέσσερις Αριστοφάνηδες στην Επίδαυρο.


- Ναι, τρεις με το Θέατρο Τέχνης, Αχαρνής, Ειρήνη, Πλούτο και τη Λυσιστράτη με το Εθνικό Θέατρο. Η Λυσιστράτη είναι καινούργια μουσική, την έκανα τώρα, οι άλλες είναι παλαιότερες.
- Είστε αποκλειστικά πια προσανατολισμένος στη σύνθεση μουσικής για το θέατρο;


- Όχι. Αλλά δεν το επιλέγω μόνο εγώ. Είναι γεμάτο τραγούδια το συρτάρι μου. Δεν ενδιαφέρεται όμως κανείς.

- Και θα μείνουν στο συρτάρι;


- Τι να κάνω εγώ δηλαδή;

- Τι κάνατε τότε που βγαίνανε οι δίσκοι σας;


- Τότε μου ζητάγανε. Έχεις τραγούδια να κάνουμε δίσκους; Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν τα πήγαινα ιδιαίτερα καλά με τη δισκογραφία. Η επικοινωνία με αυτού του είδους την λογική δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εμένα κάθε φορά μου ζητάγανε τον προηγούμενο δίσκο. Πήγαινα έναν δίσκο και μου λέγανε δεν μας κάνει, δεν μας φτιάχνεις έναν σαν τον προηγούμενο; Μα όταν σας τον έφερα, μου λέγατε πως δεν σας αρέσει. Όταν έκανα την Καταχνιά, ευτυχώς ήτανε ο Βίρβος τότε στα πράγματα και καθάρισε, δεν ανακατεύτηκα καθόλου, ήμουνα και μικρό παιδί. Τώρα με ρωτάει κανείς; Δεν με ρωτάει. Ε, ας πάνε να τα κάνουνε μόνοι τους. Αφού η αγορά αποφάσισε να πουλάει αυτά που πουλάει, είναι δικό τους πρόβλημα. Τα κανάλια κάνουνε εταιρείες. Και οι εταιρείες κλείνουνε, θα τους έρθει μπούμερανγκ. Τόσα χρόνια προσανατολιζόσαστε να είστε πωλητές απορριμμάτων, εισπράξτε τώρα αυτό που κάνατε. Σε ότι με αφορά, αυτό που εξαρτάται από μένα, το κάνω. Η προσπαθώ να το κάνω. Όταν όμως δεν εξαρτάται από μένα, πως θα πάω να τους πω να κάνουμε δίσκους; Μη σώσουμε και κάνουμε!

- Παρά ταύτα, κάτι πρέπει να γίνει για να πάρει ένα τέλος κάποτε αυτό το χάλι, όπου το γούστο –και το συμφέρον- δέκα ανθρώπων καθορίζει αυτό που ακούμε καθημερινά όλοι οι υπόλοιποι. Εσείς τι προτείνετε;


- Έχω να κάνω μια συγκεκριμένη πρόταση προς τον Πρωθυπουργό της χώρας, που είναι και Υπουργός Πολιτισμού και, ως τέτοιος, οφείλει να αποδείξει ότι είναι σύμμαχος και όχι εχθρός των καλλιτεχνών. Το Υπουργείο Πολιτισμού να συνεργαστεί με τους έλληνες συνθέτες και να κουβεντιάσουν το ζήτημα της δισκογράφησης των έργων τους, για να κινηθεί η διαδικασία της παραγωγής καινούργιων έργων. Γιατί με την τρέχουσα νοοτροπία τους, οι ιδιωτικοί φορείς ενεργούν με τρόπο που μόνο σε δικτατορικά καθεστώτα αρμόζει. Υπάρχουν άπειροι τρόποι για να αρχίσει να κινείται η μουσική παραγωγή με αξιοπρέπεια. Δεν είναι προϊόν για τα σκουπίδια.

- Πως θέλετε να κλείσουμε αυτή τη συνομιλία;


- Θα ήθελα να ενθαρρύνω τους νέους μουσικούς και να τους πω ότι πρέπει να πάρουνε πρωτοβουλίες οι ίδιοι. Ο κόσμος θα τους δεχτεί. Υπάρχει πολύς κόσμος, ο οποίος είναι έτοιμος να αγκαλιάσει τις προσπάθειες, αρκεί να δραστηριοποιηθεί ο νέος άνθρωπος και να προσπαθήσει να οργανώσει την παράστασή του, να βρει την αυτοπεποίθησή του, να αποκτήσει μια ιδεολογία και να βγει προς τα έξω. Να είστε σίγουροι ότι θα βρείτε ακροατές και θα πάρετε πολύ μεγάλο θάρρος από την επαφή και την επικοινωνία με τον κόσμο. Αγνοείστε όλους αυτούς τους εμπόρους της μουσικής, αφήστε τους να βράζουν στο ζουμί τους. Βρείτε μόνοι σας τρόπους να διαδώσετε τη μουσική σας. Κάντε μια ζωντανή παράσταση, ηχογραφείστε την και δώστε την στο internet για να μπορεί να την ακούει ο καθένας, δώστε την τζάμπα. Μην σας πιάνει απογοήτευση όταν έρχεστε σε επαφή με την καθεστηκυία τάξη, τηλεόραση, ραδιόφωνο και εταιρείες. Αυτοί κάνουνε μπίζνες. Δεν έχει θέση ο νέος μουσικός εκεί πέρα. Πρέπει να περάσει κανείς και σε πράξεις που να κάνουνε τελατίνι το όλο σύστημα. Αλλά πρέπει να το έχεις πάρει απόφαση. Δεν έχω να κάνω τίποτα μαζί σας, εσείς κάνετε αυτό και εγώ κάνω τούτο. Γυρίστε την πλάτη στην κάθε μορφή εξουσίας, εταιρείες, τηλεόραση και ραδιόφωνο. Και ελάτε σε επαφή με τον κόσμο, τότε μόνο θα δείτε άσπρη μέρα!







Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Σπύρος Αραβανής: Δύο ποιήματα από τη συλλογή "Η ανοσία της άγνοιας"




Δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις για να κρίνω, ούτε καν για να παρουσιάσω ένα βιβλίο ποίησης. Όταν ο συγγραφέας του τυγχάνει να είναι και φίλος και συνάδελφος -εκ Διφώνου-, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο. Από την άλλη, είναι χρέος και επιθυμία των Μ.Π. να μιλούν για οτιδήποτε ωραίο φτάνει στα αυτιά και στα χέρια τους. Ό,τι ακολουθεί συνεπώς, ας διαβαστεί με αυτά τα προλεγόμενα κατά νου. Η ποιητική συλλογή του Σπύρου Αραβανή "Η ανοσία της άγνοιας", που εκδόθηκε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Οδός Πανός, συνιστά το αξιοζήλευτο ντεμπούτο ενός νέου δημιουργού. Έχοντας χωνέψει τους 'κλασικούς', και έχοντας μείνει ανεπηρέαστος από το τσουνάμι του μεταμοντερνισμού που σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του, ο Αραβανής επιμένει να αναφέρεται σε αισθήματα και έννοιες φορτισμένες, και να εκτίθεται συνεπώς μέσω αυτών. Στο βιβλίο αναδύεται ο συγγραφέας γυμνός, χωρίς τα περιττά φτιασιδώματα της καθημερινότητας και της σύμβασης. Δεν θα αφορούσε όμως κανέναν αυτή η γύμνια, αν πλάι της δεν κινούνταν σαν δορυφόροι συλλογικές απογοητεύσεις και προσμονές. Θέλει σίγουρα κότσια, αλλά και βαθιά κοινωνική συνείδηση, το να αναφέρεσαι στην πραγματικότητα με τον τρόπο των μεγάλων μεταπολεμικών ποιητών, αυτών που κακώς, κάκιστα, ονομάστηκαν "ποιητές της ήττας". Είναι όμως μια επιλογή απόλυτα δικαιολογημένη, γιατί η "ήττα" ενός Λειβαδίτη και ενός Αναγνωστάκη ωχριά μπροστά στην ήττα της γενιάς μας. Από την άλλη, ο Αραβανής δεν φαίνεται έτοιμος να παραδώσει τα όπλα, ούτε σε προσωπικό, ούτε σε συλλογικό επίπεδο. Στο προσωπικό επίπεδο, προτείνει τον χωρίς όρια και όρους έρωτα, ενός έρωτα μάλλον θαμμένου στην εποχή μας κάτω από τόνους φοβίας και ναρκισσισμού. Στο συλλογικό επίπεδο, οπλίζεται με μνήμη, και περιμένει. Καλό είναι κι αυτό, για την ώρα. Η μνήμη, βλέπετε, είναι επαναστατική, και φορές-φορές αποτελεί έναν βάναυσα εκρηκτικό τόπο συνάντησης του προσωπικού με το συλλογικό. Στον έρωτα και στη μνήμη βρίσκεται η δύναμη της ποίησης του Αραβανή, και στις αναφορές στην ποιητική κατάσταση βρίσκεται μάλλον η όποια αδυναμία της, καθώς η προσπάθεια ποιητικής περιγραφής αυτής της ποιητικής κατάστασης είναι μια εξ΄ορισμού αντίφαση. Δύο από τα ποιήματα της συλλογής προσγειώθηκαν καταπάνω μου σαν γροθιά. Το γιατί δεν έχει σημασία. Κάθε ένας θα βρει στην ποίηση του Αραβανή τις δικές του προσγειωμένες γροθιές και τα δικά του γδαρσίματα. Ακολουθούν τα ποιήματα χωρίς άλλα σχόλια, παρά μόνο με την ελπίδα σύντομα να δούμε τυπωμένους τους επόμενους καρπούς αυτού του ποιητικού πάθους.
ηρ. οικ.
-----




Ερωτηματικό
Θυμάσαι εκείνο το βράδυ
που μιλούσαμε
για τους νεκρούς μας;

Τί να απογίναμε άραγε;




Βραχνή φωνή
Τα πρόσωπα των νεκρών
μεγαλώνουν μέσα μας σαν νύχια.

Γι’ αυτό και τις μέρες
που θα νιώθεις στο λαιμό σου ένα γδάρσιμο
θα ξέρεις πια

γιατί αυτή η βραχνή φωνή
και γιατί αυτές οι αιμάτινες λέξεις.


Σπύρος Αραβανής, "Η ανοσία της άγνοιας", Αθήνα: Οδός Πανός, 2008.

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Για το "Πες το με μια κιθάρα ΙΙ" του Βαγγέλη Μπουντούνη




ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΟΥΝΤΟΥΝΗΣ

ΠΕΣ ΤΟ ΜΕ ΜΙΑ ΚΙΘΑΡΑ ΙΙ
IRIDA CLASSICAL

Ο Βαγγέλης Μπουντούνης είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες κιθαριστές, με πλούσια καριέρα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μόνο τυχαίο δεν είναι που, ήδη από το 1970, ο μέγιστος Σεγκόβια είδε σ’ αυτόν μια «τεχνική ωριμότητα η οποία στο κοντινό μέλλον θα δώσει τους καρπούς της στην κιθαριστική του σταδιοδρομία». Και τι καρπούς! Μαθητής του Δημήτρη Φάμπα και συνεργάτης του Μάνου Χατζιδάκι, ο Μπουντούνης όχι μόνο συνέβαλλε τα μέγιστα ως δάσκαλος στην εκπαίδευση μιας νέας γενιάς κιθαριστών, αλλά και συμμετέχει ενεργά τα τελευταία χρόνια στη δισκογραφική αναγέννηση της κλασικής κιθάρας στη χώρα μας. Με όχημα τους «Κιθαριστές», μια ορχήστρα με κιθάρες που ίδρυθηκε το 1986 και διευρύνθηκε στην πορεία, κυκλοφόρησαν το 2004 οι «100 Κιθάρες – Ζωντανή ηχογράφηση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού» και το 2008 η «Historia de un Amor». Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι, μαζί με το ντουέτο Νότη Μαυρουδή – Παναγιώτη Μάργαρη, ο Μπουντούνης βρίσκεται στην πρωτοπορία της διάδοσης της μουσικής για κλασική κιθάρα στο ελληνικό κοινό, συνοδευόμενος συχνά από τη Μάρω Ραζή, σύντροφο στη ζωή και στην τέχνη του. Κομβικό σημείο της καλλιτεχνικής τους σύμπραξης είναι φυσικά οι δίσκοι «Ένα τραγούδι για το Μάνο vol. 1» και «vol. 2», αφιερωμένοι στον Χατζιδάκι.

Στον δίσκο «Πες το με μια κιθάρα ΙΙ», οι λάτρεις της υψηλής κιθαριστικής τέχνης θα βρουν τις κορυφαίες στιγμές του Μπουντούνη ως συνθέτη. Το «ΙΙ» δεν είναι τυχαίο στον τίτλο, καθώς το 1985 ο Μπουντούνης είχε κυκλοφορήσει έναν ομότιτλο δίσκο, στον οποίο παρουσιάζονταν για πρώτη φορά δισκογραφικά και κάποιες συνθέσεις του. Εκτός από τον ίδιο τον συνθέτη και τη Ραζή, στην εκτέλεση των έργων συμμετέχουν καθιερωμένοι αλλά και νεότεροι βιρτουόζοι της κλασικής κιθάρας, όπως ο Χάρης Κανελλίδης, ο Ανδρέας Καρακατσάνης, ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, ο Γιώργος Μουλουδάκης, η Μαίρη Νικολάου, και η παγκοσμίου φήμης Έλενα Παπανδρέου. Όλοι τους συνδέονται με τον Μπουντούνη ως παλιοί και αγαπημένοι μαθητές του, και αυτή η σύνδεση αντανακλάται στις εκτελέσεις τους, οι οποίες δεν έχουν τίποτε το προσχηματικό και «εξωτερικό».

Ο ίδιος ο συνθέτης γράφει για τον δίσκο:
Πρέπει να πω ότι τα έργα αυτά δεν αποκαλύπτουν κανένα επαγγελματία συνθέτη αλλά γράφτηκαν μόνο σε στιγμές που είχα ανάγκη να το κάνω. Γι’ αυτό κρύβουν μέσα τους τις πιο προσωπικές μου στιγμές. Έρωτες, μοναξιά, απόγνωση. Κάθε φορά που τέλειωνα ένα κομμάτι ήταν για μένα μια λύτρωση. Μια επιβεβαίωση του γεγονότος ότι τίποτα δε μοιάζει με την καθαρτήρια διαδικασία της δημιουργίας.


Τα έργα του δίσκου λυτρώνουν όχι μόνο τον συνθέτη τους αλλά και τους ακροατές τους. Από την χαμηλών τόνων - και μάλλον μακρόσυρτη - διήγηση του «Bijoux» μέχρι το μελωδικότατο «Ένα τραγούδι για τον Μάνο», και από τις νευρώδεις «Έξη Σπουδές για Κιθάρα» μέχρι τα εξωτικά «Δέκα παραμύθια της Ανατολής» διαμορφώνεται μια λυρική ατμόσφαιρα, πλήρης συναισθημάτων και εικόνων. Προσωπικό μου αγαπημένο το «Βαθύ μπλε», όπου το μαντολίνο του Κωνσταντόπουλου δίνει μια σπαρακτική διάσταση στη σύνθεση του Μπουντούνη.

Η μόνη λεπτομέρεια που δεν μου άρεσε στην έκδοση είναι η ελλιπής επιμέλεια των κειμένων τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά. Με μια πρόχειρη ματιά, βρήκα τέσσερις-πέντε αβλεψίες που θα μπορούσαν εύκολα να έχουν αποφευχθεί. Σταγόνα στον ωκεανό όμως αυτά, για μια εξαιρετική συλλογή που αποκαλύπτει τη λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου γόνιμη πλευρά του Βαγγέλη Μπουντούνη ως συνθέτη, και που αξίζει σαφώς μια θέση στη δισκοθήκη μας.


Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Βαρβέρης - Κακίσης στο νέο περιοδικό poetix



ΓΙάΝΝΗΣ ΒΑΡΒέΡΗΣ - ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ

«ΔΕΝ ΣΥΜΦΩΝώ ! »…


ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ: Δεν συμφωνώ ! Έτσι ν’ αρχίσουμε, λέω εγώ, αυτή τη συζήτηση, Γιάννη.

ΓΙάΝΝΗΣ ΒΑΡΒέΡΗΣ: Συμφωνώ. Γιατί το «Δεν συμφωνώ ! » είναι μια φράση κλειδί για όλη την τέχνη, βέβαια, αλλά στην Ποίηση, που είναι ένα από τα πιο υποκειμενικά πράγματα, ταιριάζει απόλυτα. Ειλικρινά, διαβάζω πολλούς καλούς ποιητές, οι οποίοι δεν αρέσκονται ο ένας σε αυτά που κάνει ο άλλος.


Σ.Κ.: Εμένα αυτό μου φαίνεται και λογικό, και νόμιμο, ομολογώ. Γιατί ο καθένας μας ακολουθεί έναν δρόμο δικό του, που προς κάπου πηγαίνει, και τον πηγαίνει. Και μία δόση «αυτισμού» πάντα θα υπάρχει. Παλιά δεν λέγαμε, για τους ζωγράφους ιδίως, « Επεβλήθη » ; Αυτό δεν σήμαινε πως κάποια στιγμή ο «δρόμος» του αναγνωρίστηκε, από το κοινό συνήθως; Οπότε, οι δρόμοι των άλλων, οι διαφορετικοί, δεν δικαιώθηκαν, αν μη τι άλλο;

Γ.Β.: Να σου πω: εγώ πιστεύω πως οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες γενικότερα, είναι όντα εμμονών. Έτσι και οι ποιητές, νομίζω. Και όση περισσότερη εμμονή έχουν, τόσο προσωπικότεροι γίνονται, είτε πρόκειται για καλούς, είτε πρόκειται για κακούς ποιητές. Και πάρε, στα θετικά, το παράδειγμα του Σαχτούρη, και στα αρνητικά –μιλάω για ακραίο στυλιζάρισμα, δηλαδή-, ένα σωρό άλλους ανθρώπους χαριτωμένους, οι οποίοι οι ίδιοι πιστεύουν πως γράφουν καλά, αλλά είναι εξόχως αμφισβητήσιμοι. Και λάβε υπ’ όψη σου και κάτι άλλο: πως και στο χώρο αυτό, των αποτυχημένων, ας πούμε, ποιητών, στον οποίον ελπίζω να μην ανήκουμε, αλλά όπου είναι πιθανό και να ανήκουμε –κι αυτό δεν το λέω από σεμνοπρέπεια, αλλά από αγνωστικισμό-, στο χώρο δηλαδή της λεγόμενης «παρα-λογοτεχνίας», υπάρχει κι εκεί συγκεκριμένη και αυστηρή ιεραρχία.


Σ.Κ.: Όπως στους …δαίμονες, στα Τάγματα του …Διαβόλου ακριβώς ; Πιο σκληρή κιόλας ιεραρχία;

Γ.Β.: Ναι. Πιο σκληρή, αλλά και πιο κωμική οπωσδήποτε.


Σ.Κ.: Κωμικο-τραγική;

Γ.Β.: Μπα. Το τραγικό είναι διάσταση πολύ προχωρημένη. Μάλλον κωμική σκέτη.


Σ.Κ.: Μάλιστα. Ας τα πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή: λένε πως έχουμε περισσότερους καλούς ποιητές της έγγραφης, ας πούμε, Ποίησης, σε σύγκριση και κατ’ αναλογίαν με άλλους λαούς. Στην Ποίηση, θέλω να πω, «χαράκωμα στο μέλλον», στην αυτόματη Ποίηση, που ξεκινάει από το μυαλό, για να υπάρξει με άμεση ανταπόκριση της καρδιάς, του σώματός μας. Έχουμε, πράγματι; Μπορούμε να ξέρουμε; Πώς καταλαβαίνει κανείς άραγε τις λέξεις και τις λάμψεις τους σε μία ξένη γλώσσα; Απλώς διαισθανόμαστε;

Γ.Β.: Διαισθανόμαστε. Αλλά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στον Εικοστό αιώνα, παρατηρεί κανείς σχετικά εύκολα πως ο προβληματισμός των Ελλήνων ποιητών εν γένει, οι περιπτώσεις οι εννοιολογικές και ίσως και οι μορφολογικές οι δικές μας είναι περισσότερες. Δηλαδή, εδώ ανθεί το φαινόμενο πιο έντονα. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να μιλήσω για τις κορυφώσεις. Γιατί, ναι, το είπες, η πρόσβαση στην ξένη γλώσσα δεν είναι πάντα η καλύτερη αφενός, και διότι κι η γενική μας εποπτεία των όσων ακριβώς γράφονται συνήθως είναι περιορισμένη.


Σ.Κ.: Είναι δύσκολες «οι εκδρομές στην άλλη γλώσσα». Εδώ, είπαμε, δυσκολευόμαστε και μεταξύ μας. Μήπως όμως στην Ελλάδα την Ποίηση την τιμούν και οι ποιητές οπωσδήποτε, αλλά και ο κόσμος, για κάποιο λόγο ιδιαίτερο; Μήπως είμαστε εξαιρετικά αφοσιωμένοι στον Λόγο εδώ γύρω, από τον …Αισχύλο, από τον Όμηρο ως σήμερα ; Και με τα δημοτικά μας τραγούδια, και με τους εν Κρήτη και Κύπρω ποιητάρηδες ακόμα, και με τα ρεμπέτικα και το λαϊκό μας ακόμα τραγούδι;
(...)



Ο παραπάνω διάλογος είναι απόσπασμα από τη συζήτηση ανάμεσα στους ποιητές Σωτήρη Κακίση και Γιάννη Βαρβέρη, που δημοσιεύεται ολόκληρη στο πρώτο τεύχος του καινούργιου περιοδικού ποίησης poetix.



(Σωτήρης Κακίσης)

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Για το "Homo logotypus" της Δανάης Παναγιωτοπούλου






ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
HOMO LOGOTYPUS

YAFKA RECORDS

Όταν η Naomi Klein έγραφε το best seller της «No Logo», μάλλον δεν ήξερε ότι θα επηρέαζε όχι μόνο το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης αλλά και το ελληνικό τραγούδι. Πέρυσι ήταν ο δίσκος «Homo Logos» των Έρισμα, φέτος είναι ο «Homo logotypus» της Δανάης Παναγιωτοπούλου. Σε σχέση με το ντεμπούτο της με τον «Οίκο Αντοχής», ο νέος δίσκος με τα 10+1 τραγούδια του είναι πιο ώριμος, πιο μεστός, πιο άμεσος. Στιχουργικά, η Παναγιωτοπούλου δίνει ρέστα, ξανά. Οι ήρωές της φυτεύουν σφαίρες στους μεσάζοντες, παίρνουν αριστερές στροφές στους δρόμους της πόλης, κουβαλούν προκηρύξεις στην τσάντα, σπάνε καλώδια, αλλά και μεθούν μαζί με τα καθάρματα. Πλάι σε μερικούς από τους πιο ριζοσπαστικούς πολιτικά στίχους των τελευταίων τριών δεκαετιών, συμπορεύονται η τρυφερότητα και η μελαγχολία του παρελθόντος έρωτα. Η Παναγιωτοπούλου έχει προφανώς βιώσει αυτά που τραγουδάει, αλλιώς δεν θα της ξέφευγαν δύο πνιχτοί λυγμοί: ένας στο στίχο «μονάχη σου προχώρα» από το Πίσω απ’ τα ασθενοφόρα, και ένας στο στίχο «θέλω να σ’ αρέσω» από τον Ίλιγγο, που είναι με διαφορά και τα δύο πιο φορτισμένα τραγούδια του δίσκου, μαζί με το αριστουργηματικό Ψηφιδωτό. Η ίδια τόλμη εκφράζεται και μουσικά∙ χαρακτηριστικά, στη Μολότοφ ακούμε ένα αλλοιωμένο μέτρο από τον εθνικό ύμνο, και όποιος καταλάβει κατάλαβε…


Όμως, ενώ τα μοτίβα είναι πανέμορφα και κινούνται με άνεση ανάμεσα στην ακουστική μπαλάντα και τον τζαζ αυτοσχεδιασμό, ίσως να μην φτάνουν πάντα στα δυνητικά όριά τους μέσα στα δύο και κάτι λεπτά διάρκειας των περισσότερων τραγουδιών. Ίσως πάλι αυτή η λιτότητα να υπηρετεί κάτι συνειδητά, π.χ. την ανάδειξη των τραγουδιών σε σύντομα, ηχηρά σχόλια. Σε σχέση με τον «Οίκο Αντοχής», η ορχήστρα έχει εμπλουτισθεί με το κοντραμπάσο του Άγγελου Παπαδάτου, τα τύμπανα του Αλέκου Χρηστίδη και την κιθάρα της τραγουδοποιού, πλάι στο πιάνο του Παντελή Ραβδά και του Άγγελου Αγγέλου. Επίσης, στη Σιγουριά σολάρει το μπάσο του Γιώτη Κιουτσόγλου και στο Ψηφιδωτό συνοδεύει υποβλητικά το ακορντεόν του Νίκου Παπαναστασίου. Στο δίσκο κάνει και το δισκογραφικό της ντεμπούτο η βαθιά, αισθαντική φωνή της Μαρίας Παπαγεωργίου με το Μπλουζ. Στο «ψαγμένο» βιβλιαράκι δεν θα βρείτε φωτογραφίες των συντελεστών παρά εικόνες ερωτικών παραλιών, σπασμένων ΑΤΜ και καμένων αμαξιών από τις Δεκεμβριανές νύχτες του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Δεν ξέρω αν το γραφείο τύπου του Κόμματος πρόκειται να βγάλει ανακοίνωση-καταγγελία για τη Δανάη που τάχα χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων... Οι Ακροάσεις της Εποχής πάντως κατατάσσουν προκαταβολικά τον «Homo logotypus» της Δανάης Παναγιωτοπούλου ανάμεσα στους κορυφαίους δίσκους της χρονιάς, και βάλε.

Ηρακλής Οικονόμου

(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Συνέντευξη του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στον Σωτήρη Κακίση




Βασίλης Παπακωνσταντίνου:
«Έχουμε γεμίσει διάσημους»



του Σωτήρη Κακίση
(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό SYMBOL, το Δεκέμβριο του 1996)



Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου μας ακολουθεί πάντα, στην τσέπη μας χωράει, σαν Φύλακας Άγγελός μας, σαν μαγικό μας Τζίνι, γιγαντιαίο ξαφνικά ενώπιόν μας και παντοδύναμο, σαν τον Τζίμινι Κρίκετ, αν τέλος θέλετε, το Γρύλλο τον πάντα καλό, τη φωνή της συνείδησης όλων ημών των Πινόκιο ανέκαθεν. Που όταν, όχι και τόσο συχνά, μιλάει, όταν μας απευθύνεται, το ίδιο δικός μας κι αγαπημένος είναι. Δείτε, λοιπόν, κι αυτό το, πάντα καθαρό, πάντα πεντακάθαρο, παλικάρι:


Αγαπάτε πάντα, Βασίλη, παρόλο που …παντρευτήκατε;

Μα επειδή αγαπάμε, παντρευτήκαμε…

Τη γυναίκα σας. Εμάς όμως, τους υπόλοιπους;

Όποιος μπορεί ν’ αγαπήσει βαθιά έναν άνθρωπο, έχει την πολυτέλεια ν’ αγαπάει, το ’χει αυτό το προσόν. Δεν γίνεται, λοιπόν, ό,τι και να γίνει, θα τους αγαπάει όλους τους ανθρώπους.

Αυτό είναι μάλλον δυσεύρετο προσόν, εσχάτως.

Δεν νομίζω. Τα φαινόμενα απατούν. Αν κι εμείς οι Έλληνες τη δείχνουμε κιόλας την αγάπη μας, πάντα αγαπούσαμε και πάντα αγαπάμε. Κι αυτό μας κάνει να ’μαστε οικείοι μεταξύ μας, γι’ αυτό και τσακωνόμαστε και τόσο πολύ.

Άλλωστε, ο έρωτας και το μίσος είναι αδέλφια.

Ακριβώς. Ένας τρίτος, ένα τρίτο μάτι, νομίζει πως ο ένας μας θέλει να σκοτώσει τον άλλον. Εμείς όμως έχουμε και το πολύτιμο προσόν της οικειότητας, εκτός των άλλων.

Τα ’χουμε όμως κι εμείς τα …προβληματάκια μας. Την αποξένωσή μας, τον εξευρωπαϊσμό μας…

Δεν νομίζω πως θα πετύχει ποτέ εδώ γύρω αυτός ο περίφημος εξευρωπαϊσμός. Και το εύχομαι κιόλας να μην πετύχει. Μου αρέσει πάρα πολύ το ελληνικό στοιχείο έτσι ως έχει. Ως είχε ανέκαθεν, δηλαδή, στην Ελλάδα. Αλίμονο. Τα μάτια των Ελλήνων δεν θα μοιάζουν ποτέ με μάτια ψαρίσια. Πάντα θα ’χουνε σπίθα, πάντα θα ’ναι σε κατάσταση έξαλλη.

Δεν είναι και λίγο κουραστικό αυτό; Μια …συναυλία, θέλω να πω, όλο ένταση, που συνεχίζεται όμως επ’ άπειρον;

Δεν πειράζει. Οι Έλληνες ζούμε έντονα. Γκρινιάζουμε, χορεύουμε, γελάμε, γλεντάμε.

Και σκοτωνόμαστε κιόλας, αν όχι με όπλα, οπωσδήποτε …καθ’ οδόν.

Αυτά τα ’χουνε οι κοινωνίες. Εμείς όμως εδώ δεν έχουμε τόσες πολλές ακρότητες, όπως έχουν οι άνθρωποι έξω, αλλού.

Δεν εξοντώνουμε νηπιαγωγεία ολόκληρα, ως σχιζοφρενείς θιγμένοι…

Ακριβώς.

Πριν γυρίσουμε στο ωραίο μας …σαπιοκάραβο που τραγουδάτε, Βασίλη, πείτε μας λίγα καθαρά καλλιτεχνικά, αν θέλετε. Δυσκολεύεται, εσείς τι πιστεύετε, το τραγούδι μας πιά;

Όχι, ίσα-ίσα, λέω εγώ. Αν υπάρχει, ας πούμε, και σ’ εμάς, όπως σ’ όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, κάποιας μορφής αποξένωση, το τραγούδι καλείται να την εκφράσει και αυτή την αποξένωση. Να τη δει, πρώτα, να τη χαρακτηρίσει, να πάρει θέση, και να την πει μετά με τον δικό του τρόπο, καλλιτεχνικά, που είπατε, με υψηλή πάντα αισθητική. Αυτή είναι, άλλωστε, η δουλειά του τραγουδιού.

Ό,τι μας συμβαίνει, να το εκφράζει;

Ναι. Κι εγώ σ’ αυτό το τραγούδι πιστεύω. Σ’ αυτό το τραγούδι είμαι, σ’ αυτό το τραγούδι πάντα βρίσκομαι. Στο τραγούδι, που ο δημιουργός του είναι ανήσυχο άτομο, πολύ ανήσυχο, με τεντωμένες συνέχεια τις κεραίες του, με προσλαμβάνουσες διαρκώς. Αυτό δεν φτάνει, βέβαια. Το να κάνεις, εννοώ, γκάλοπ, και να λες σαν δημοσιογράφος τ’ αποτελέσματά του. Πρέπει να πάσχεις κιόλας, απ’ όλ’ αυτά, με όλα αυτά.

Να «παθαίνεις».

Να έχεις την ευαισθησία, που θ’ αφυπνίζει κάθε φορά το πάθος μέσα σου. Κι αφού παθιαστείς, να φτάσεις στο σημείο, που θα ’χεις την ανάγκη να το «βγάλεις» όλο αυτό το πράγμα από μέσα σου. Για ν’ απελευθερώνεσαι, για να λυτρώνεσαι.

Πρώτα εσύ ο ίδιος, καλώς ή κακώς.

Απαραίτητη προϋπόθεση σε όλα αυτά είναι να διαθέτει το άτομο αυτό που λειτουργεί έτσι, υψηλή αισθητική. Τότε έχουμε καλό τραγούδι, αλλά κι αληθινό, και σύγχρονο τραγούδι.

Παραδείγματα;

Πολλά. Ο Άσιμος ο Νικόλας. Ο Μάνος ο Λοΐζος. Κι από πιο πριν, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Σαββόπουλος. Ο Σαββόπουλος, μάλιστα, και τότε και τώρα.

Θα μ’ άρεσε να σας ακούσουμε να λέτε και για τις συνεργασίες σας με τον Θεοδωράκη κάποτε, αλλά και με το Διονύση Σαββόπουλο τώρα. Αλλά, πριν, επιμένω: Πείτε μας για το τραγούδι όλο, χωρίς ονόματα, παρακαλώ.

Το τραγούδι είναι το πιο άμεσο μέσο επικοινωνίας. Έτσι ήτανε πάντα στον τόπο μας. Και γι’ αυτό, εγώ πιστεύω, πρέπει να έχει πάντα απλή μορφή. Ώστε να μη δυσκολεύονται οι άνθρωποι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Άλλο όμως απλό, κι άλλο απλοϊκό. Το τραγούδι πρέπει να έχει σπουδαιότητα μες στην απλότητά του.

Παραδείγματα;

Τα τραγούδια των μεγάλων που λέγαμε. Είναι ταυτόχρονα απλά κι ανεμοτράγουδα, τραγούδια του δρόμου. Σφυρίζονται απ’ όλους, αλλά είναι και μαζί πολύ σοβαρά, πολύ σπουδαία πράγματα.

Φαντάζομαι πως θα συμπεριλαμβάνετε εδώ και τα μεγάλα μας λαϊκά, τα ρεμπέτικα, αλλά και τα, εκτός συναγωνισμού μάλλον, δημοτικά μας.

Βέβαια. Αλλά αναφέρθηκα στους έντεχνους συνθέτες μας, γιατί το ποιοτικό τους τραγούδι που λέγαμε, και το «προοδευτικό τραγούδι ακόμα, δεν υπήρξε ποτέ μεγαλόσχημο, ούτε από καθέδρας. Εδώ είναι η μεγάλη επιτυχία τους: Που μες στην απλότητά χωρέσανε μαγικά τόση σπουδαιότητα.

Κι υπάρχει, λέτε, πάντα τρόπος να βρίσκονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, με τα τραγούδια πάντα στην πρώτη γραμμή αυτών των αναζητήσεών μας;

Ναι, σαφώς. Πάντα τους βρίσκει, τελικά, το καλό τραγούδι τους ανθρώπους. Απλώς, περνάμε και κάποιους κύκλους, διάφορες μόδες, διάφορα επιφανειακά πράγματα, συχνά παρασύρουν έναν κόσμο που δεν είναι συνειδητοποιημένος κατά βάση. Γιατί η κοινωνία η σημερινή αρέσκεται στο να δημιουργεί, στο να προτείνει αδιάκοπα πρότυπα. Είτε αυτά τα πρότυπα είναι αθλητές και ποδοσφαιριστές και μπασκετμπολίστες, είτε τραγουδιστές, είτε τηλεοπτικοί σταρ.

Γλαστρέ…

Εντάξει, η τηλεόραση είναι γεμάτη από όλα αυτά, από τοπ μόντελς ως δεν ξέρω κι εγώ τι. Βλέπουμε παντού πια γύρω μας διάσημους. Έχουμε γεμίσει διάσημους.

Κατά Άντυ Γουώρχολ, υπ’ εμού μια φορά κι έναν καιρό μεταφρασθέντα, «Εϊμαστε πια όλοι διάσημοι, από δέκα λεπτά της ώρας ο καθένας»…

Το μόνο που δεν ξέρω όμως είναι αν είναι και δημοφιλείς όλοι αυτοί οι «Διάσημοι». Εκεί είναι η διαφορά.

Η οποία;

Η οποία λέει πως άλλο να σε ξέρουνε όλοι, κι άλλο να σ’ αγαπάνε κιόλας αυτοί οι «όλοι».

Μεγάλη αυτή η …μικρή διαφορά, φοβάμαι. Εσείς, πάντως, έχετε πει και πολλά, τότε πολύ δημοφιλή, «πολιτικά τραγούδια». Και με Θεοδωράκη, εκτός ελλαδικού χώρου.

Τότε δεν θα μπορούσαν να μην ήταν ευθέως, ας πούμε, πολιτικά τα τραγούδια μας. Αφού στην Ελλάδα υπήρχε η Χούντα. Αυτό, λοιπόν, το τραγούδι υπηρέτησα κι εγώ τότε. Το οποίο το είχε αναμφισβήτητα εδραιώσει ο Μίκης ο Θεοδωράκης. Τραγουδούσα άρα Θεοδωράκη, αλλά μαζί και Σαββόπουλο, Λοΐζο. Και Χατζιδάκι.

Χατζιδάκι …πολιτικό;

Μα δεν είναι ανάγκη να είναι σοσιαλιστικός ρεαλισμός ένα τραγούδι για να έχει πολιτική θέση. Παρόλο που αυτό, σε περιόδους αγώνα, είναι απαραίτητο. Όταν το μέτωπο είναι ακριβώς απέναντί σου, κι ο αγώνας χειροπιαστός, όταν τα βλέπεις όλα ενώπιόν σου, ίσως να χρειάζονται και …παιάνες ακόμα.

Όπως «Πού το πάνε το παιδί; Χελιδόνι στο κλουβί»… Αλλά κι ο «Γιάννης ο Φονιάς», των ιδίων εν λόγω, μπορεί να ’τανε το πιο άμεσα πιλιτικό τραγούδι.

Ακριβώς. Ακόμα και τα ερωτικά τραγούδια αντιστέκονται με την αισθητική τους και μόνο, συντηρώντας συναισθήματα λεπτά και πραγματικά. Γιατί ο ακροατής, που είναι ευαίσθητος και μπορεί πάντα να συγκινείται, θα ’ναι κι ευαίσθητος απέναντι σ’ όλες τις καταστάσεις, πολιτικές και κοινωνικές.







Μετά το ρήμα «αγαπάω», επιμένετε και στη λέξη «αισθητική».

Μα είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Και τότε, με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ακούσαμε και πολύ κακά πράγματα, που δεν δικαιολογούσαν από την πλευρά της τέχνης καθόλου την ύπαρξή τους, και γι’ αυτό δεν άντεξαν στο χρόνο καθόλου. Σ’ αυτά τα τραγούδια έλειπε η αλήθεια παντελώς, γιατί ο δημιουργός τους δεν είχε εκφράσει τον εαυτό του, δεν είχε τίποτα καταλάβει. Είχε απλώς μιμηθεί πράγματα, που τότε έπιαναν τις καρδιές των ανθρώπων.


Επίσης σοβαρό θέμα από πάντα στην τέχνη: Η μίμηση, το ψεύτικο, το επιφανειακό.

Μα ήδη μίλησα για μόδες και συρμούς. Ακολουθεί συρφετός πάντα κάθε τι το πρωτογενές κι επιτυχημένο.


Κι ο κόσμος τι κάνει; Καταλαβαίνει;

Ο κόσμος σας πληροφορώ πως καταλαβαίνει. Κι αυτό το αποδεικνύει με τρόπο μοναδικό.

Πώς;

Με την ταχύτητα που τα αποβάλλει. Ναι μεν ενθουσιάζονται οι άνθρωποι, γιατί τους λείπει πια πολύ ο χρόνος και το μόνο που θέλουν είναι να ξεκουραστούν κάποια στιγμή, έστω και …τρέχοντας, οδηγώντας τ’ αυτοκίνητά τους, αλλά αυτό είναι άλλο. Όπως πάμε και κοιμόμαστε, βρε αδελφέ, έτσι τ’ ακούνε λίγο-πολύ ο κόσμος ολ’ αυτά τα επιφανειακά πράγματα.

Ο ύπνος, εμένα προσωπικά, μου φαίνεται πολύ πιο σοβαρή υπόθεση!

Γιατί ο ύπνος έχει και τα όνειρα. Δεν είναι …παίξε γέλασε!

Βάλατε πάντως, και μια τρίτη, πολύ ενδιαφέρουσα έννοια στη συζήτησή μας, νομίζω: Τη διάρκεια, ως στοιχείο του καλού. Εσείς ειδικά είστε αρμόδιος να μας πείτε για διάρκεια.

Δεν θα ’θελα να μιλήσω με παράδειγμα τον εαυτό μου, όμως. Ίσως κι εγώ να επιβεβαιώνω κάπως, μαζί με αρκετούς συναδέλφους μου τραγουδιστές, πως εκείνο που αντέχει διαχρονικά έχει πιο στέρεη αξία από άλλα που χάνονται γρήγορα. Άμα η αλήθεια σου είναι αλήθεια, αυτό που κάνεις μένει αναλλοίωτο από το χρόνο, κι αντέχει. Ενώ άλλα πράγματα, χωρίς ειλικρίνεια, αλήθεια και αισθητική, έχουν σαφή ημερομηνία λήξης, όπως ένα σωρό μόδες, ιδίως τα τελευταία χρόνια.


Με ημερομηνίες …πλήξης επίσης, πέραν της λήξης.

Και …τήξης.


Παρόλο όμως που δεν θέλετε να μιλάτε ευθέως για τον εαυτό σας, εγώ θα επιμείνω λίγο σ’ εσάς …προσωπικά: Τι είναι αυτό που σας κάνει εσάς να βρίσκεστε πολύν καιρό πια συνέχεια στην πρώτη γραμμή του πυρός;

Νομίζω πως είναι αυτό ακριβώς που λίγο πριν σας έλεγα: Επειδή έχω πάντα τις κεραίες μου τεντωμένες. Κι αυτό δεν το κάνω εγώ επίτηδες, σαν δημοσιογράφος, ας πούμε, δεν είναι αυτή η δουλειά μου αυτό. Έτσι είμαι, έτσι λειτουργώ. Και γι’ αυτό «φταίει» το περιβάλλον που μεγαλώνουμε, που μας διαμορφώνει από μικρούς.

Δηλαδή;

Αν μεγαλώσεις σ’ ένα περιβάλλον που διαθέτει ευγένεια και πολιτισμό, άσχετα από τη γραμματική μόρφωση, το εφόδιό σου είναι μεγάλο. Οι γονείς μου στο χωριό δεν ήταν γραμματιζούμενοι, κανένας δεν ήξερε γράμματα, μπορώ να πω, εκεί, στο ένδοξο Βάστα Μεγαλουπόλεως, στο νομό Αρκαδίας. Αλλά…

Τι …βαστήξατε εκεί, στο Βάστα σας;

Πολλά, πάρα πολλά εγώ νομίζω. Τους Τούρκους κατ’ αρχήν, αλλά και την …πείνα πάντα.

Οι αρχαίοι Αρκάδες τα τρώγανε, λέγεται, τα βελανίδια, από την πείνα…

Ναι. Κι εγώ έχω φάει. Έλεγα όμως πως μπορεί να υπάρχει πολιτισμός και καλλιέργεια στους ανθρώπους και πέρα από τα σχολεία.

Μέσα στα σχολεία πια είναι το πρόβλημα!

Εγώ μεγάλωσα σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον που πραγματικά διέθετε ευκρίνεια ψυχική, αλλά και ουσιαστική κουλτούρα. Τραγουδούσαν οι δικοί μου καλά τραγούδια, τα καλά δημοτικά διαλέγανε από μόνοι τους να μας λένε η μητέρα μου κι ο πατέρας μου. Τα καλά λαϊκά. Και τότε ούτε πικάπ υπήρχανε, ούτε ραδιόφωνα καν. Τα τραγούδια μεταδίδονταν στόμα με στόμα. Εγώ τα νανουρίσματα της μητέρας μου ακόμα τα θυμάμαι. Μιλάω δε για καταπληκτικά δημοτικά τραγούδια.


Από …θείον βρέφος μπορεί κανείς να ετοιμάζεται.

Ναι. Γιατί έτσι διαμορφώνεται σιγά-σιγά εντός σου ένα κριτήριο, κατά τη γνώμη μου, ισχυρό. Κι αυτό το κριτήριο, ο τρόπος, δηλαδή, που βλέπεις και αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα, τον κόσμο όλο, σε συνοδεύει πάντα, σε προστατεύει μια ζωή ολόκληρη. Γι’ αυτό κι εγώ, κατά τη γνώμη μου πάντα, διάλεγα και διαλέγω τα καλά τραγούδια, να περνάω τη ζωή μου…

Ένα καλό τραγούδι την ημέρα, το γιατρό τον κάνει πέρα!

Γι’ αυτό επίσης διαλέγω πάντα τα καλά τραγούδια να τραγουδάω. Γι’ αυτό αγάπησα αυτούς που αγάπησα, τους συνθέτες που λέγαμε, γι’ αυτό τους τραγούδησα αυτούς τους συνθέτες. Γι’ αυτό και συνεχίζω πάντα να ψάχνω, να βρίσκω καλά τραγούδια.

Τραγουδήσατε και καλούς ποιητές, Νίκο Καββαδία και Τάσο Λειβαδίτη.

Και Καρυωτάκη.


Πάτε με την καρδιά σας για σημαία, θέλετε να πείτε, Βασίλη;

Έτσι πάω, πώς να πάω; Με την ευαισθησία μου πάω.

Έχουμε και …Σαββόπουλο τώρα στη …μέση. Πώς και;

Ο Σαββόπουλος, και του το είπα του ίδιου, και με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα αγάπης, νομίζω, είναι ένας από τους κυριότερους λόγους που έγινα εγώ τραγουδιστής. Αυτό του εκμυστηρεύτηκα τώρα, μ’ αυτή τη συνεργασία, που βρεθήκαμε πολύ κοντά.

Γιατί;

Γιατί εγώ έπαιζα κάποτε με συγκροτήματα, γύρω στο ’60, μιμούμενος τους Μπητλς και τους Ρόλλινγκ Στόουνς, αλλά ακούγοντας κάποια στιγμή το «Φορτηγό» του, κατάλαβα πως αυτά ήταν τα πράγματα που πραγματικά μου άρεσαν. Είχα νοιώσει δε μεγάλη έκπληξη, που ένα σύγχρονο, νεανικό τότε, ελληνικό πράγμα, μου ’χε αρέσει τόσο. Και πέταξα αμέσως την ηλεκτρική κιθάρα, για να πάρω την κλασσική. Κι άρχισα να παίζω και να τραγουδάω τα τραγούδια του.

Ήλιος κόκκινος, ζεστός, στάθηκε στην κάμαρά σας!

Και μ’ αυτά ακριβώς τα τραγούδια πήγα στις «Εσπερίδες», στον Γιάννη τον Αργύρη, στην Πλάκα. Και μ’ αυτά τα τραγούδια προσελήφθην εκεί, ως τραγουδιστής.


Με …άλλη κιθάρα πια. Το;

1969. Πάντα έλεγα πως τον αγαπούσα και τον εκτιμούσα, αλλά τώρα, που ’μαστε κοντά, σκέφτηκα περισσότερο τη σχέση μου, την εξ αποστάσεως, μαζί του. Αυτός ήταν η αιτία που βρίσκομαι κι εγώ σ’ αυτό το χώρο, σαν τραγουδιστής κανονικός.

Η αιτία που …υποφέρετε;

Η αιτία που υποφέρω, ευτυχώς.


Και στο «ΦΙΞ» της Θεσσαλονίκης τι είναι να γίνει πια;

Είχα την ιδέα φέτος, κι απευθύνθηκα στον Διονύση, και τον κάλεσα και του είπα: «Έλα να τραγουδήσουμε μαζί». Γιατί εγώ πάντα τραγουδάω στις συναυλίες μου τραγούδια του, ξέρετε. «Έλα λοιπόν», του είπα.


Δεν βλάπτει!

Όχι μόνο δεν βλάπτει, αλλά θα ’ναι κι ωραία! Και δέχτηκε ο Διονύσης να είμαστε μαζί, κι επιτέλους θα λέω τα τραγούδια του μαζί μ’ εκείνον. Επιτέλους θα ’μαστε στη σκηνή μαζί.


Άλλη αίσθηση. Δεν θα κάθεται όμως μόνο να σας κοιτάει συγκινημένος, θα τραγουδάει κι αυτός.

Αν θα τραγουδάει; Είναι δυνατό να μην τραγουδάει;


Και θα ’χετε και θεατρικές διαπλοκές, που τόσο του αρέσουνε;

Θα ’χουμε τα πάντα! Αλλά δεν περιγράφονται όλ’ αυτά, καλύτερα να τα δει κανείς. Το μόνο που σας λέω είναι πως θα ’μαστε δυόμισι ώρες και βάλε, και οι δύο πάνω στη σκηνή.

Μην τον κουράσετε, με τους ρυθμούς τους δικούς σας, τους εξοντωτικούς.

Όχι, τον βλέπω πάντα ακμαίο κι ακούραστο. Σαν παιδί μου φαίνεται εμένα πάντα ο Διονύσης. Δεν έχει κουραστεί, ούτε πνευματικά, ούτε ψυχικά, ούτε καν σωματικά.


Όπως θα ’λεγε κι εκείνος, αν ήταν τώρα στη θέση μου: «Καλή επιτυχία, παιδιά!». Πέρα όμως από το προσκήνιο της ζωής σας, Βασίλη, πείτε μας και δυο λόγια πάλι …οικογενειακά: Τι νέα από την Ελένη σας, από το παιδί σας;

Το ’πατε: Αυτή είναι η οικογένειά μου. Η Ελένη και η Νικολέτα, η κόρη μας. Για μένα πια δυο ιερά στοιχεία, που δεν χωράνε σε λόγια, σε δυο λόγια, ή και σε βιβλία ολόκληρα. Θείο δώρο αισθάνομαι εγώ τους ανθρώπους μου, τη γυναίκα μου, το παιδί μου. Κατ’ εμέ, ό,τι πιο σοβαρό, ό,τι πιο επίσημο μπορεί να υπάρξει στη ζωή του ανθρώπου.

Δεν έχει …«Δεν παντρεύομαι» εδώ!

Εγώ παντρεύομαι, και το ’χω αποδείξει. Έχω, άλλωστε, ξαναπαντρευτεί. Το τραγούδι όμως της Αφροδίτης της Μάνου άλλο εννοεί. Πως δεν μπαίνω στο παιχνίδι σας, δεν ενδιαφέρομαι για τις εξουσίες σας, για τους τρόπους σας. Άλλο ο ένας γάμος, κι άλλο ο γάμος με την Εξουσία.

Η Ελένη Ράντου πάντως έγραψε για σας, κι εσείς το τραγουδήσατε: «Ιδιαζόντως ευφυής, ιδιαζόντως πληκτικός, αλλά και ιδιαζόντως μόνος». Τι λέτε επ’ αυτών, πάλι;

Η Ελένη αυτά τα ’γραψε, όχι από εκείνη για μένα, αλλά από εμένα για μένα.


Δηλαδή;

Δηλαδή, έκανε μια καταγραφή του τι διαθέτω, για να μπορώ να υποφέρω ίσως. Να υποφέρω και να ευτυχώ συγχρόνως.

Πιο πέρα, πέρα κι από του «ΦΙΞ»: Πού πάει το σαπιοκάραβό μας πια;

Πάντα οι κοινωνίες, είπαμε, κάνανε κύκλους. Και τώρα ένα τέτοιο κύκλο περνάμε, που μοιάζει σαν να τείνει να κλείσει πια. Το 2000 σίγουρα θα ’ναι όλο νέα πράγματα. Έτσι γίνεται στην Ιστορία της Ανθρωπότητας από την αρχή: Από την ακμή στην παρακμή πάμε, και μετά πάλι από την αρχή. Σ’ όλα τα επίπεδα.

Σε παρακμή είμαστε τώρα;

Αφού κλείνει πια ο κύκλος; Αλλά εγώ ελπίζω πάντα στο καλύτερο. Γιατί πιστεύω και πάντα, νομίζω, θα πιστεύω στον άνθρωπο.


Και ποιος στίχος, άραγε, τα χωράει σαν περίληψη μαγική, όλ’ αυτά που περνάμε, που γίνονται πια στη Γη των Ανθρώπων;

Ίσως τα λόγια του ποιητή Ανδρέα Πανταζή, που λέει: «Φοβάμαι όλ’ αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα».




Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Παρουσίαση δίσκων της Yafka Records




Η YAFKA RECORDS σας προσκαλεί στην παρουσίαση των δίσκων:
- "Ο κόσμος ανάποδα", των Άγγελου Αγγέλου & Έμης Σίνη
- "Homo logotypus", της Δανάης Παναγιωτοπούλου
- "Για μιας μέρας το στίχημα / Ημερολόγιο μιας γυναίκας", των Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω σε στίχους Βασίλη Νικολαΐδη & Λυδίας Βενιέρη.
Αύριο Δευτέρα, 16 Μαρτίου 2009 και ώρα 21.30
στη Μουσική Σκηνή "Αυλαία"
(Αγίου Όρους 15 & Κωνσταντινουπόλεως 115, Βοτανικός)
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

2 χρόνια ανοιχτή Δημοτική Αγορά Κυψέλης




ΣΥΝΑΥΛΙΑ με τους:
Σωτηρία Λεονάρδου, Δανάη Παναγιωτοπούλου, Βασίλη Γισδάκη, Στέλιο Μποτωνάκη + ρεμπέτικα
Σάββατο 14 Μαρτίου, στις 20.00, στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Συνέντευξη με τη Μαρία Παπαλεοντίου






Μαρία Παπαλεοντίου:

«Η ρίζα έχει δύναμη»




τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Εποχή")

Η Μαρία Παπαλεοντίου σε κερδίζει αμέσως με το πλατύ Κρητικό της χαμόγελο και την ειλικρινή της ευγένεια. Αν και ερμηνεύτρια με μεγάλη εμπειρία πλάι σε γνωστά ονόματα του ελληνικού τραγουδιού και πολλές δισκογραφικές συμμετοχές, η ίδια παραμένει προσγειωμένη. Πρόσφατα κυκλοφόρησε ο δίσκος “Amorosa” του Γιάννου Αιόλου, με 12 πρωτότυπα ερωτικά τραγούδια της Μεσογείου και τη συνοδεία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βουλγαρίας. Από τις 23 Ιανουαρίου, η Μαρία Παπαλεοντίου εμφανίζεται μαζί με τον Μανώλη Ρασούλη και τον Ορφέα Περίδη κάθε Παρασκευή και Σάββατο στην μουσική σκηνή «Δίπλα στο Ποτάμι».
ηρ.οικ.
-----

Μαρία, ποιοι υπήρξαν οι κύριοι σταθμοί στην καριέρα σας μέχρι τώρα;
Ο πρώτος σταθμός που με κυνηγάει ακόμα, τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου, ήταν τα «Μακρινά Ξαδέρφια». Eίχαμε κάνει τον δεύτερο τους δίσκο μαζί. Ήμασταν μια οικογένεια, με είχανε σαν τη Στρουμφίτα, τη μικρή τους αδελφούλα. Μετά, είχα την ευτυχία να γνωρίσω πολύ σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Μαμαγκάκης, ο Σαββόπουλος συναυλιακά, και ο Τσακνής συναυλιακά και δισκογραφικά. Στη συνέχεια ήρθε το κεφάλαιο «λαϊκο-ρεμπέτικο» με τον Γιώργο Τζώρτζη στο «Τσέρκι».

Ποια ιδέα σας οδήγησε να εμπλακείτε με το τραγούδι;
Αυτό δεν έχει να κάνει με ιδέα ή με ανθρώπους, έχει να κάνει με την ίδια σου τη φύση, την ανάγκη που γίνεται μεγάλη ξαφνικά και δεν μπορείς να το κρύψεις από τον εαυτό σου. Ξεκίνησα από ένα περιβάλλον αστικό, ο πατέρας μου δικηγόρος, και υπήρχε η νοοτροπία του να σπουδάσουμε και να πιάσουμε μια δουλειά. Πάλευα συνέχεια με τον εαυτό μου, ώσπου κάποια στιγμή είπα «σταμάτα να το κάνεις αυτό, αυτό είσαι, δέξου το, και απλά προχώρα την τέχνη σου όπως μπορείς καλύτερα».

Πότε κατάλαβατε ότι ανήκετε στο τραγούδι;
Αυτή η σχέση υπήρχε από μια μικρή ηλικία. Όταν ήμουν στο δημοτικό, έψαλλα στην εκκλησία του χωριού, στη Χερσόνησο της Κρήτης. Στη συνέχεια έγινα μέλος μιας παιδικής χορωδίας, πήρα μέρος στον Παγκρήτιο Φωνητικό Διαγωνισμό και έλαβα το δεύτερο βραβείο όταν ήμουν δεκατριών χρονών. Μετά έγινα μέλος της χορωδίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και στο τρίτο έτος του πανεπιστημίου ήθελα πια να τραγουδήσω σε κόσμο. Ένα φίλος έψαχνε μια γυναικεία φωνή για το συγκρότημά του, οι «Διαχρονικοί», σε μια σκηνή που έκλεισε, τη «Σκιά του φεγγαριού». Έτσι ξεκίνησε και η πρώτη δισκογραφική δουλειά, ένα ντουέτο με τον Πέτρο Δουρδουμπάκη στον δίσκο «Τυφλές Ελπίδες».

Στο σπίτι τι ακούγατε;
Κατά βάση λαϊκά, και κομμάτια από την κρητική μουσική παράδοση. Η μητέρα μου ενέπνευσε μια αγάπη για το καλό ελληνικό τραγούδι. Θυμάμαι ότι μου τραγουδούσε από ένα βιβλιαράκι που είχαμε στο σχολείο, «Συλλογή τραγουδιών». Από εκεί μου τραγουδούσε Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λοΐζο, Ξαρχάκο, και τα μάθαινα κι εγώ. Ο πατέρας μου ήταν λίγο στο πιο λαϊκό, αγαπούσε πολύ τον Τσιτσάνη.






Θεωρείτε τον εαυτό σας λαϊκή τραγουδίστρια;
Είναι πολύ δύσκολη ερώτηση αυτή. Κάποιοι άνθρωποι θεωρούν ότι είμαι και ίσως ενδεχομένως και να μπορεί και να είμαι, γιατί τα ακούσματά μου είναι λαϊκά και υπάρχει μια αγάπη για το λαϊκό τραγούδι. Στη δουλειά μου έτυχε να δουλέψω τέσσερα χρόνια με το λαϊκό, το ρεμπέτικο, το Σμυρνέικο και το παραδοσιακό, και τα κατέχω σε ένα επίπεδο. Όμως, έχω την ανάγκη να καταπιάνομαι με διάφορα πράγματα, να πειραματίζομαι και να ακούω μουσικές διαφόρων ειδών και χωρών.

Ο τελευταίος σας δίσκος «Amorosa» αναφέρει ότι περιέχει Μεσογειακά τραγούδια. Τι σημαίνει ο όρος «Μεσογειακό τραγούδι»;

Είναι μουσικές που επηρεάζονται από ρυθμούς και δρόμους της Μεσογείου, από το Flamenco της Ισπανίας, από το Belcanto της Ιταλίας, από τους ελληνικούς δρόμους… Έχει στοιχεία της Μεσογείου, που είναι ένα πολιτισμικό σταυροδρόμι ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση με πολλαπλές επιρροές. Κάπως έτσι μου αρέσει να κινούμαι κι εγώ.

Στον δίσκο προσπαθήσατε να καινοτομήσετε;

Όχι ακριβώς. Ενδεχομένως, αν είχαμε αναδείξει ενορχηστρωτικά τον ήχο των παραδοσιακών οργάνων που υπάρχουν μέσα, ίσως να ήταν ένα μίγμα περίεργο στο αυτί, γιατί φυσικά μια συμφωνική ορχήστρα με ούτι και ακορντεόν είναι ιδιαίτερος συνδυασμός. Όμως, τα παραδοσιακά όργανα έχουν μείνει στη μίξη σε ένα χαμηλό επίπεδο και υπερισχύει ο ήχος της ορχήστρας. Δεν είναι κάτι καινοτόμο, αλλά δεν είναι και κάτι συνηθισμένο.

Η ερμηνεία για μια συμφωνική ορχήστρα έχει διαφορετικές απαιτήσεις από μία λαϊκή ορχήστρα;
Σίγουρα είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Μέσα απ’ αυτό τον δίσκο και με τη βοήθεια του Γιάννου, αισθάνομαι ότι έχω ωριμάσει ερμηνευτικά. Ήταν μια διαδικασία που με έκανε να ψάξω πράγματα. Αυτή τη φορά δεν έπρεπε να λειτουργήσω με ελευθερία και αυθορμητισμό, αλλά σε ένα πλαίσιο πολύ συγκεκριμένο ρυθμικά και φωνητικά. Δεν είμαι κλασική τραγουδίστρια, αλλά σίγουρα έπρεπε να προσαρμοστώ σε ένα πιο αυστηρό πλαίσιο.


Τα τραγούδια είναι όλα ερωτικά. Πώς αντιλαμβάνεσαι τον έρωτα;
Πριν συναντηθούμε, διάβαζα στο βιβλιοπωλείο ένα βιβλίο του Σταντάλ για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι ένα χωράφι άγνωστο. Το ψάχνω, αλλά πάντα θεωρητικά, όχι βιωματικά …Τι με ρώτησες;

Πώς αντιλαμβάνεστε τον έρωτα!



Σαν μια τρέλα. Σαν μια κατάσταση που σε βγάζει πέρα από τη λογική, για την οποία μπορείς να ανατινάξεις πράγματα και ό,τι έχεις στήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, και που ταυτόχρονα σε κάνει να ζεις και να νιώθεις ζωντανός. «Ο έρωτας», όπως λέει ο Στρίντμπεργκ, «είναι κάθε φορά ο ίδιος». Κάθε φορά προκαλεί τις ίδιες χημικές αντιδράσεις, κάθε φορά αισθάνεσαι το στομάχι σου σφιγμένο.
Ας πάμε σε κάτι πιο πεζό. Έχετε συναντήσει ιδιαίτερες δυσκολίες στο τραγούδι από το γεγονός ότι είστε γυναίκα;
Ναι, βέβαια! Μπορώ να μην την απαντήσω την ερώτηση; Αστειεύομαι… δεν έχω να θυμάμαι κάποιες άσχημες περιπτώσεις. Το σημαντικό δεν είναι αν είσαι άντρας ή γυναίκα, αλλά αν γνωρίζεις το αντικείμενό σου ή όχι. Προσπαθώ να κάνω ό,τι κάνω με ευσυνειδησία και να δουλεύω την τέχνη μου με μελέτη καθημερινή. Η τέχνη σου θα κάνει τους άντρες συναδέλφους να σου δώσουν ή να μη σου δώσουν την πρέπουσα σημασία, και όχι το φύλο σου.


Η φωνή σας μερικές στιγμές μου έφερε αμυδρά στο μυαλό την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Έχετε επηρεαστεί από τη συγκεκριμένη τραγουδίστρια, ή είναι απλά θέμα ηχοχρώματος;
Σίγουρα, μελετώντας το ελληνικό μας τραγούδι και όσους το υπηρετούν, πατάς σε κάποια πρότυπα και κάποιες φωνές. Τέτοιες φωνές ήταν για μένα η Ελευθερία Αρβανιτάκη, κατά κύριο λόγο, και η Ελένη επίσης. Όντως μπορεί οι χροιές να μοιάζουν, να κινούμαστε στις ίδιες συχνότητες. Όμως, δεν υπάρχει περίπτωση ακούγοντάς μας να μπερδέψεις τη μία τραγουδίστρια με την άλλη, ούτε ερμηνευτικά ούτε ως χρώμα φωνής.

Συμφωνώ! Ποια άλλα μοντέλα γυναικείων φωνών έχετε μελετήσει;


Όταν ξεκίνησα να μελετάω ρεμπέτικο, ήταν φυσικά όλοι οι ογκόλιθοι αυτού του τραγουδιού, και ιδιαίτερα η Μαρίκα Νίνου. Επίσης η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή. Από ένα σημείο και μετά σταμάτησα να μελετάω το νέο ρεπερτόριο, και ασχολήθηκα με το Σμυρνέικο, το λαϊκό και το ρεμπέτικο. Αυτή είναι η βάση και σε βοηθάει να αποκτήσεις τον δικό σου τρόπο ερμηνείας. Ευχαριστώ και τον Γιώργο Τζώρτζη που μπήκε στο δρόμο μου και χρειάστηκε να εμβαθύνω σε αυτό το τραγούδι.







Τι σήμανε η γνωριμία σας με τον Τζώρτζη;

Καταρχήν απέκτησα έναν καρδιακό φίλο, είναι σαν να με έχει υιοθετήσει, και τον αγαπάω βαθιά. Με έβαλε σε έναν χώρο δύσκολο, τον οποίο αποφεύγουν οι νέοι, ίσως γιατί έχει έρθει αυτό το κύμα της παγκοσμιοποίησης και είμαστε όλοι με τη Σακίρα και τη Μπρίτνεϊ Σπίαρς. Χάρη σ΄ εκείνον, μια τάση που είχα εξελίχθηκε περισσότερο. Ο Τζώρτζης είναι ένας άνθρωπος αυθεντικός, ο οποίος δεν παίζει σε καλούπια και κανάλια, και λειτουργεί όπως του κατέβει. Αυτό βγαίνει και στην τέχνη του, λειτουργεί τελείως ενστικτωδώς και πάνω στο πάλκο ακόμη, ενώ έχει και μια θεατρικότητα ταυτόχρονα.


Είχατε την ευκαιρία να γνωρίσετε και τον Ηλία Κατσούλη…
Έχω τις πιο γλυκιές αναμνήσεις από έναν άνθρωπο πολύ δεκτικό, τρυφερό, ευαίσθητο. Αισθανόσουν συνέχεια ότι κάτι το μυαλό του επεξεργαζόταν, χαμένος πάντα στα βιβλία του και τις σκέψεις του.

Αλήθεια, τι φταίει για την υποβάθμιση του λαϊκού τραγουδιού σήμερα;


Δεν νομίζω ότι φταίει κάτι συγκεκριμένα. Η ζωή πάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός, και αλλάζει. Δεν είμαστε στη δεκαετία του ’20 και του ’30 που ήρθαν οι Μικρασιάτες και έκαναν το ρεμπέτικο στον Πειραιά. Είναι άλλα τα βιώματά μας και δεν μπορούμε αυτό να το σταματήσουμε, ούτε να το κρίνουμε, ούτε να βάλουμε ταμπέλες. Αλλάζει η ζωή μας, αλλάζουν τα δεδομένα. Δεν το φοβάμαι, θα δημιουργηθούν ενδεχομένως άλλες μορφές. Και αν είναι το κάρμα μας, η μοίρα μας, να γίνουμε όλοι ένα, ας γίνουμε όλοι ένα. Αλλά δεν πρόκειται να συμβεί αυτό ποτέ, γιατί η ρίζα έχει δύναμη και αντέχει.


Δώσατε αγώνα για να κάνετε πράξη την επιθυμία της τέχνης σας, κόντρα στο οικογενειακό και κοινωνικό σας περιβάλλον. Τι θα λέγατε σε έναν νέο άνθρωπο που βρίσκεται στην ίδια θέση;
Έχω την αίσθηση ότι κάθε άνθρωπος κρύβει έναν καλλιτέχνη μέσα του, αλλά δεν ξέρω τι είναι αυτό που οδηγεί τον έναν στο δρόμο της καλλιτεχνίας και τον άλλον στην …εφορία. Όταν η τάση της καλλιτεχνίας είναι τόσο ισχυρή, το κάνει σχεδόν αναπόφευκτο∙ θα συγκρουστείς και με οικογενειακά, και με κοινωνικά περιβάλλοντα. Έχει να κάνει με το μέσα σου, με το πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη σου και το πόσο σύμφυτο είναι αυτό με την ίδια σου την ύπαρξη.

Πρόσφατα στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα ζήσαμε μέρες και νύχτες μεγάλης έντασης με αφορμή τη δολοφονία ενός νέου ανθρώπου. Πώς μπορεί να γίνει ο κόσμος καλύτερος, πέρα από την τέχνη;
Νομίζω, κάνοντας ο καθένας αυτό που μπορεί, καλύτερα. Αν ο καθένας εκπλήρωνε τον σκοπό του με ευσυνειδησία, με αγάπη και αίσθηση προσφοράς, τότε ο κόσμος θα γινόταν καλύτερος.


Και η τέχνη, πώς βοηθάει;
Ο στίχος έχει πολύ μεγάλη δύναμη. Αυτή την περίοδο συνεργάζομαι με τον Μανώλη Ρασούλη, έναν μεγάλο ανθρωπιστή που προσπαθεί μέσα από τη στιχουργία να αφυπνίσει συνειδήσεις. Πάντα η τέχνη λειτουργούσε αφυπνιστικά, γι’ αυτό και λογοκρινόταν κατά καιρούς, διότι πολλές φορές γινόταν επικίνδυνη. Αυτό αποδεικνύει και τη δύναμή της, ακόμα και τώρα.









(Ευχαριστώ τον Αλέξη Βάκη για την παραχώρηση μέρους του φωτογραφικού υλικού).