Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Όταν η Νατάσσα Μποφίλιου συνάντησε τον Καρλ Μαρξ



ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ "ΚΟΙΤΑ ΕΓΩ" ΤΗΣ ΝΑΤΑΣΣΑΣ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ


Ένα από τα πιο δυνατά τραγούδια της τρέχουσας δισκογραφικής παραγωγής είναι σίγουρα και το «Κοίτα Εγώ», από το cd single «Τρία Μυστικά» που εξέδωσε πρόσφατα η γνωστή ομάδα: Νατάσσα Μποφίλιου, Γεράσιμος Ευαγγελάτος και Θέμος Καραμουρατίδης. Η μουσική θυμίζει …γενικώς, από το Ζεϊμπέκικο του Σαββόπουλου στην εισαγωγή μέχρι Κραουνάκη και Μάλαμα στο ρεφραίν, αλλά δεν παύει να είναι ερεθιστική τόσο ρυθμικά όσο και μελωδικά. Η ερμηνεία φέρει την γνωστή σφραγίδα της Μποφίλιου, μην τα ξαναλέμε τώρα, η κοπέλα είναι αυτή τη στιγμή μία εκ των κορυφαίων φωνών του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά αλλού θα ήθελα να εστιάσω σε αυτό το σημείωμα: στους στίχους του τραγουδιού.


ΚΟΙΤΑ ΕΓΩ
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Ερμηνεία: Νατάσα Μποφίλιου (cd “Τρία Μυστικά”)

Κοίτα εγώ, αν μου επιτρέπεις
δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις
Κι είναι φορές που αναρωτιέμαι
πώς καταφέρνω και κρατιέμαι

Του το κρατάω αυτού του κόσμου
που δε μου ανήκει ο εαυτός μου
Γι' αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω
είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω

Κοίτα εγώ αν θες να ξέρεις
είμαι όλα αυτά που αναφέρεις
Μόνο που κάπου κατά βάθος
όποιος με ξέρει κάνει λάθος

Του το κρατάω αυτού του κόσμου
που δε μου ανήκει ο εαυτός μου
Γι' αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω
είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω

Κοίτα εγώ…

Σε μια πρώτη ανάγνωση, το τραγούδι αρθρώνει μια περιαυτολογία («εγώ», «είμαι», «ο εαυτός μου» κλπ.), αρκετά συνηθισμένη σε μια εποχή κυριαρχίας του μεταμοντέρνου λόγου. Σε μια δεύτερη όμως ανάγνωση, το κείμενο του Ευαγγελάτου εμπεριέχει μια εκρηκτική πολιτική διάσταση, ως προς τις διαπιστώσεις του. Δεν ξέρω ποια είναι η πολιτική-φιλοσοφική παιδεία του δημιουργού του, όμως ο στίχος «του το κρατάω αυτού του κόσμου / που δε μου ανήκει ο εαυτός μου» θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί τίτλο επιστημονικής διατριβής πάνω στη θέση του ατόμου στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, ο συγκεκριμένος, συγκλονιστικός κατ’ εμέ, στίχος συνιστά μια πρωτότυπη και περιεκτική διατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας της αλλοτρίωσης.

Ως έννοια, η αλλοτρίωση εμφανίζεται αρχικά στον Χέγκελ και μετά στον Μαρξ, ο οποίος είχε επηρεαστεί σε βάθος από τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο. Ενώ όμως ο πρώτος έβλεπε τη ρίζα της αλλοτρίωσης σε κάθε μορφή εργασίας, στην εργασίας ως γενική κοινωνική κατηγορία, ο μεταγενέστερος Μαρξ τοποθετεί τον μηχανισμό αναπαραγωγής της αλλοτρίωσης στην καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας. Βασική πηγή της αλλοτρίωσης, με άλλα λόγια, είναι η εκμεταλλευτική φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μέσω του οποίου ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής ιδιοποιείται τα προϊόντα της εργασίας. Στο επίπεδο της εργασίας, η αλλοτρίωση εκφράζεται ως αλλοτρίωση του ανθρώπου από την ανθρώπινη φύση του – καθώς αυτός τείνει να μεταβληθεί σε απλό παραγωγικό συντελεστή – αλλά και ως αλλοτρίωση του ενός εργαζόμενου από τον άλλον εργαζόμενο, από το προϊόν της εργασίας του, και από την διαδικασία της παραγωγής συνολικά. Η αδυναμία άσκησης ελέγχου του εργαζόμενου έναντι του προϊόντος της εργασίας του, έναντι του τι παράγεται, από ποιους, πώς, με ποιο σκοπό και με ποιους υλικούς όρους, συνιστά την αφετηρία της αλλοτρίωσης και του αισθήματος του «δεν μου ανήκει ο εαυτός μου».

Προφανώς όμως και το αίσθημα αυτό δεν περιορίζεται στη σφαίρα της εργασίας. Επεκτείνεται στην αποξένωση του ανθρώπου από το φυσικό του περιβάλλον, στην υποκατάσταση της αβίωτης ζωής με τον καταναλωτισμό, στην «αντικειμενοποίηση» της ερωτικής επικοινωνίας, και στην αδυναμία ενεργούς καλλιτεχνικής έκφρασης μέσω της αποθάρρυνσης των ιδιαίτερων κλίσεων του καθενός στο βωμό του βιοπορισμού καθώς και μέσω του χωρισμού πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Φυσική απόληξη αυτού του φαινομένου είναι η αίσθηση ότι ο εαυτός και το βίωμά του δεν ανήκει στον φορέα του, δεν μας ανήκει. Στο βαθμό που όλα αυτά συμπυκνώνονται (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ από το ποιες μπορεί να είναι οι προθέσεις του στιχουργού) στον στίχο «Του το κρατάω αυτού του κόσμου / που δε μου ανήκει ο εαυτός μου», νομίζω ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πραγματικά μεγάλη στιγμή της ελληνικής στιχουργίας.

Εκεί όμως που το τραγούδι δείχνει τα όριά του, ως καλλιτεχνικό δημιούργημα υπό την ηγεμονία της κυρίαρχης ιδεολογίας, είναι στη λύση που προτείνει. Αυτή εμφανίζεται στον αμέσως επόμενο στίχο του ρεφραίν: «Γι' αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω / είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω». Ο στιχουργός αρχικά εντοπίζει ορθά το πρόβλημα, δηλαδή την αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του, από την ανθρώπινη ουσία του. Ορθά, επίσης, εντοπίζει τις κοινωνικές ρίζες του προβλήματος, καθώς μιλάει για «αυτόν τον κόσμο», αποδίδοντας στον κόσμο, στην κοινωνία, τη δική του αποξένωση. Όμως, ενώ φτάνει στην πηγή, δεν πίνει νερό, καθώς η διέξοδος που προτείνεται είναι η φυγή προς τα μέσα, προς την ατομική λύση, προς μια αποστασιοποίηση με «όσα θέλω εγώ να δείχνω». Η ατομική απόκρυψη εμφανίζεται ως «δίχτυα», ως αντίσταση, όταν στην πραγματικότητα αποτελεί συνέχεια της αλλοτρίωσης και αναπαραγωγή της. Ενώ λοιπόν η εμπειρική διαπίστωση του Ευαγγελάτου είναι εν δυνάμει επαναστατική, η διέξοδος που ο ίδιος προτείνει δεν ξεπερνά το κυρίαρχο μοντέλο ατομοκεντρικής σκέψης και συμπεριφοράς.

Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην παρατήρηση και την πρόταση γίνεται ακόμα πιο παράξενη, όταν προσέξουμε ότι το ρεφραίν το τραγουδάει μια ολόκληρη χορωδία. Πολλά άτομα μαζί συναντιούνται στον ίδιο χώρο και χρόνο, και ενώ μοιράζονται τον πόνο τους, το απέραντο κενό της απώλειας του εαυτού τους, καταλήγουν μέσα από αυτή τη συνάντηση να βουτήξουν ακόμα πιο μέσα στο άτομο, στη μονάδα. Νομίζω ότι αυτή η αντίφαση ανάμεσα στη μορφή (χορωδία) και το περιεχόμενο ("όσα θέλω εγώ να δείχνω") αντανακλά πλήρως την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να καθορίσει και να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του μέσα από τη συνάντηση με τον άλλον άνθρωπο. Όταν βέβαια μιλάμε και για νέους ανθρώπους, σαν τους δημιουργούς του τραγουδιού, τότε αυτή η αδυναμία μετασχηματισμού της πραγματικότητας καθίσταται ακόμα πιο συγκλονιστική, μέσα στην τραγικότητά της.

Δεν με παραξενεύει αυτή η αδυναμία του Ευαγγελάτου να πάει τη διαπίστωσή του στη φυσική της κατάληξη, δηλαδή στο αίτημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Είναι κι αυτός γέννημα μιας κοινωνίας και μιας εποχής που έχει ακυρώσει εκ των προτέρων την προσφυγή στη συλλογική δράση ως κάτι το παλιομοδίτικο και το στείρο. Ακόμα χειρότερα, είναι γέννημα μιας ιδεολογικής ατμόσφαιρας που έχει καταργήσει τη διαλεκτική σκέψη, το μόνο εργαλείο με το οποίο καθίσταται εμφανής η σχέση ανάμεσα στον «κόσμο» που «του το κρατάω», και την ανάγκη ανατροπής αυτού του κόσμου. Χωρίς διαλεκτική σκέψη, η αρχική ορθότατη διαπίστωση περί αλλοτρίωσης καταλήγει να γίνει άλλη μια διακήρυξη ατομικισμού και εμμονής με το «φαίνεσθαι», με το τι δείχνουμε, όταν αντίθετα οι συνθήκες φωνάζουν για την ανάγκη ριζοσπαστικής αλλαγής του κυρίαρχου ατομικού και κοινωνικού «είναι».


Στο βαθμό που ο καλλιτέχνης, ο μεγάλος καλλιτέχνης, είναι ένας υπερ-ευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών διεργασιών, με τη δυνατότητα περιγραφής υπόγειων κοινωνικών ρευμάτων και προβληματισμών, ο Ευαγγελάτος δικαιώνει την ιδιότητα και τη λειτουργία του ως μεγάλου καλλιτέχνη. Όμως, μόνο η ιδεολογία είναι σε θέση να επιτρέψει στον καλλιτέχνη την άρθρωση θετικού λόγου, που να δίνει διέξοδο στα προβλήματα των ανθρώπων μέσω της πράξης, δηλαδή της επαναστατικής αλλαγής του παρόντος. Και γι’ αυτήν, θα πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμα. Δεν περιμένω από έναν καλλιτέχνη να αρθρώσει αυτό, για το οποίο απαιτούνται ολόκληρα κοινωνικά κινήματα και αιώνες υπόγειων ιστορικών διεργασιών. Το αίτημα της υπέρβασης της αλλοτρίωσης, του περάσματος του ανθρώπου από την προϊστορία στην ιστορία, παραμένει επίκαιρο και ανοιχτό. Κραυγές απόγνωσης όπως αυτή του Ευαγγελάτου καθιστούν αυτό το αίτημα ακόμα πιο ζωντανό. Από τη μεριά του δημιουργού, αυτή η κραυγή αρκεί∙ θα έρθουν άλλοι να πουν τα υπόλοιπα.

Ηρακλής Οικονόμου



Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Για το "Όνειρο στην έρημο" του Νικήτα Βοστάνη







ΝΙΚΗΤΑΣ ΒΟΣΤΑΝΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΑΛΑΧΟΥΤΗΣ
ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίζονται ότι στις μέρες μας δεν γράφεται καλό λαϊκό τραγούδι. Οι αλλαγές στην ταξική δομή της ελληνικής κοινωνίας, η διάχυση νέων, διαστρεβλωμένων πολιτισμικών μοντέλων και ο συγκεκριμένος ρόλος των θεσμών παραγωγής μουσικής – ενός μηχανισμού όχι μόνο καλλιτεχνικού αλλά και ιδεολογικού - έχουν πράγματι οδηγήσει στην παρακμή αυτού που ιστορικά ονομάστηκε «λαϊκό τραγούδι». Σε αυτή την παρακμή, όπως και σε κάθε κοινωνικό φαινόμενο, εμφανίζονται – ευτυχώς – και αντίρροπες τάσεις. Ποιος μπορεί να αρνηθεί την αξία του έργου σύγχρονων λαϊκών δημιουργών όπως π.χ. ο Βαγγέλης Κορακάκης και ο Χρήστος Νικολόπουλος, αλλά και νεότερων;

Ο δίσκος «Όνειρο στην Έρημο» σε μουσική του Νικήτα Βοστάνη και στίχους του Κώστα Μπαλαχούτη (σε εννιά τραγούδια) και των Λιζέτας Καλημέρη, Αρετής Κελερμένου και Αλέκας Μπότη (σε ένα τραγούδι η καθεμία), είναι ένα σημαντικό επεισόδιο αυτής της αντίρροπης προς την παρακμή τάσης ανάδειξης ενός καλαίσθητου λαϊκού βιώματος. Δώδεκα τραγούδια, ένα σύντομο ταξίμι και ένα μαγικό ορχηστρικό συνθέτουν αυτόν τον δίσκο που δεν πρέπει να λείψει από καμία λαϊκή δισκοθήκη. Φορείς αυτού του βιώματος είναι τρεις από τις κορυφαίες φωνές του ελληνικού τραγουδιού σήμερα, ο Κώστας Μάντζιος (στα περισσότερα τραγούδια), η Σοφία Παπάζογλου και η Λιζέτα Καλημέρη, ενώ το πολύ δυνατό «Είμαι βράχος και αντέχω» ερμηνεύει ο δωρικός Γιάννης Ντουνιάς.

Πυρήνας του δίσκου είναι το τραγούδι… γυμνό, χωρίς φτηνά μουσικά και στιχουργικά φτιασιδώματα. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη δημιουργική φλέβα των στιχουργών - με προεξάρχοντα τον Κώστα Μπαλαχούτη – οι οποίοι παράγουν λόγο μεστό, λιτό και άμεσο, αποφεύγοντας τόσο το ένα άκρο της χυδαιότητας όσο και το άλλο άκρο της περίτεχνης κενολογίας. Τα στιχουργικά μοτίβα παραπέμπουν στο ερωτικό συναίσθημα με πρωτοτυπία (βλέπε π.χ. το «Κορίτσι απ’ το Κίεβο»), ενώ δεν λείπουν οι αναφορές «σ’ αυτή τη γκρίζα εποχή» και στις «σειρήνες» που «τραγουδάνε για λιμάνια ψεύτικα». Αυτό τον λόγο αναλαμβάνει να ντύσει μουσικά ο Νικήτας Βοστάνης (τον οποίον γνωρίσαμε το 2004 με το cd «Τέρμα Γκάζι»), με την πηγαία, αβίαστη μελωδικότητά του. Συνυπεύθυνος για το αποτέλεσμα του δίσκου είναι και ο Χαράλαμπος Καπελιαρής, που επιμελείται τόσο την ορχήστρα όσο και τον ήχο. Εκτός από τη συμμετοχή του Ντουνιά, ξεχώρισα τα τραγούδια «Ο Ουρανός», «Δεν υπάρχουν πια πατρίδες» και «Σε αγκαλιά ανοιχτή», ενώ το πανέμορφο ορχηστρικό «Μεξ και απέναντι» φέρει κάτι από τη συγκίνηση των «Χαρταετών» του Θεοδωράκη. Με άλλα λόγια, ο δίσκος «Όνειρο στην Έρημο» είναι ένας αξιοπρόσεκτος πραγματικά κρίκος στη μεγάλη και δίχως τέλος αλυσίδα του λαϊκού μας τραγουδιού.

Ηρακλής Οικονόμου

(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Πέρασμα




Από τη σοδειά του 2009, είχα ξεχωρίσει μέχρι σήμερα δύο τραγούδια: το "Πίσω απ' τα ασθενοφόρα" με τη Δανάη Παναγιωτοπούλου από το δίσκο HOMO LOGOTYPUS και την "Επιστροφή" με τη Σοφία Παπάζογλου από τον δίσκο ΦΑΓΙΟΥΜ. Πλέον προστέθηκε και τρίτο στην παρέα μου: Αλκίνοος Ιωαννίδης, "Πέρασμα", από τη ΝΕΡΟΠΟΝΤΗ. Με συγχωρείτε, αλλά τι έγραψε ο άνθρωπος; Τι αριστούργημα ήχων και αισθήσεων είναι αυτό; Η ακρόασή του μου έφερε στο νου τον δίσκο "Preisner's Music", μια αναδρομή στο έργο του Πολωνού συνθέτη Zbigniew Preisner ηχογραφημένη στο ορυχείο αλατιού Wieliczka στην Πολωνία, 130 μέτρα κάτω από τη γη. Φταίει η Σόνια Θεοδωρίδου γι' αυτό τον συνειρμό, φταίει και ο Ιωαννίδης. Το "Πέρασμα" του πάει τη μουσική στα νοητά όριά της, απογυμνόνωντάς την από οτιδήποτε άλλο εκτός της πανάρχαιας πηγής της τέχνης: του δέους απέναντι στη ζωή και το θάνατο. Το "Πέρασμα" σε φέρνει αντιμέτωπο με τις πιο δύσκολες, τις πιο δυσεύρετες αλήθειες, εκείνες που αποκαλύπτονται περπατώντας μόνος κάτω από ένα φεγγάρι ή πλάι σε ένα ηλιοβασίλεμα. Περαστικός, βλέπεις, ο άνθρωπος, και τι μένει από το πέρασμά του; Το φως, μόνο το φως. ηρ.οικ.


ΠΕΡΑΣΜΑ
(Αλκίνοος Ιωαννίδης)


Αργά αργά θα γείρω
σαν μέρα που περνά
Στην αγκαλιά σου θα χαθώ
και θ’ ανατείλω
πρώτη φορά


Οι ανάσες και τα χέρια
τα λόγια, τα κορμιά
οι αναστεναγμοί του κόσμου
και τα γέλια
τώρα θα γίνονται ξανά.


Γλιστράμε και περνούμε
κι αν μένει κάτι εδώ
είναι το φως που μας χαρίστηκε
να δούμε
μες τη ζωή εσύ κι εγώ.


Τα χρόνια θα μας λιώσουν
κι αν μένει κάτι εδώ
θα ‘ναι το φως που είχαν οι μέρες
πριν τελειώσουν
μόνο το φως.

Σάββατο 25 Απριλίου 2009

Για τις "Νύχτες υγρές" του Μιχάλη Κακέπη





ΜΑΡΚΟΣ ΧΑΡΙΤΟΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ - ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΕΠΗΣΝΥΧΤΕΣ ΥΓΡΕΣΣΕΙΣΤΡΟΝ

Ο δίσκος ‘Νύχτες Υγρές’ περιέχει 9 ποιήματα ερωτικής θεματολογίας του πρωτοεμφανιζόμενου Μάρκου Χαρίτου μελοποιημένα από τον Κώστα Μουστάκα και ερμηνευμένα από τον Μιχάλη Κακέπη, καθώς και ένα ορχηστρικό με θέματα για πιάνο του Νίκου Πίτλογλου. Ξεχωρίζουν η ‘Αχτίδα’ και η ‘Πραξη ανεπανόρθωτη’, ένα μελωδικό, λυρικό επίτευγμα που ξετυλίγει τις δυνατότητες του Μουστάκα όταν συναντά στίχο με ρυθμό και εσωτερική μουσικότητα: Κι όταν γυρνάς στα ίδια σώματα / ίδιες φωνές και ξένα ονόματα. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος του CD συνιστά μια προσπάθεια μουσικής επένδυσης ενός λόγου που δεν προσφέρεται πάντα για τραγούδι, παρά ίσως για απαγγελία με τη συνοδεία μουσικής. Η εγγενής μελωδικότητα του Μουστάκα αναγκάζεται μερικές στιγμές να ακολουθεί περισσευούμενες συλλαβές και ελεύθερα ποιητικά μέτρα. Παρόλη τη δεδομένη αυτή ασυμφωνία, ο δίσκος ακούγεται ευχάριστα, βοηθούμενος από τη βραχνή, αισθαντική φωνή του Κακέπη και τη λιτή ενορχήστρωση για κιθάρα και πιάνο. Κιθάρα παίζει ο ίδιος ο συνθέτης, ο οποίος έχει μαθητεύσει πλάι στον εξέχοντα Έλληνα κιθαρίστα Δημήτρη Φάμπα. Αποτελεί κατάκτηση η όλο και συχνότερη εμφάνιση της κλασικής κιθάρας ως ενορχηστρωτικού άξονα πολλών δίσκων, μια τάση που οφείλει πολλά σε πρωτοπόρους όπως ο Νότης Μαυρουδής και ο Βαγγέλης Μπουντούνης. Στο πιάνο συνοδεύει ο Δημήτρης Δαμάσκος, συμβάλλοντας και συνθετικά σε δύο τραγούδια με θέματα για πιάνο, ενώ στα φωνητικά συναντάμε τη Λήδα Πισπίρη. Σε ένα τραγούδι συμμετέχουν η Μαρίζα Κωχ στην ερμηνεία, και οι Χρυσάνθη Αυλωνίτου και Σωτηρία Αναστασίου στο φλάουτο και στο τσέλο αντίστοιχα. O δίσκος αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος με τον τίτλο «Ιριδισμοί». Όμως, παρά την κάπως βαρύγδουπη αναφορά του εξωφύλλου στο “Iridescence Project”, το βιβλιαράκι δεν αναγράφει περισσότερες πληροφορίες γύρω από τους σκοπούς και τους συντελεστές αυτού του προγράμματος.

Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Συνέντευξη της Καίτης Γκρέυ στον Σωτήρη Κακίση








Καίτη Γκρέυ:
«Αυτή η επαφή είναι όλα»


του 
Σωτήρη Κακίση


(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Δίφωνο", Ιανουάριος 1997).


Στο τέλος, ακούσαμε μαζί ένα παλιό της τσιφτετέλι, του Καραμπατάκη, που ξαναβγήκε τώρα κοντά, μαζί με τον καινούργιο της δίσκο. «Μ’ αγαπάς όπως εγώ». Και μου’ πε: «Και χορευταράς να μην είστε, δεν σας έρχεται να σηκωθείτε τώρα εδώ, να το χορέψετε; Τι τραγούδια είν’ αυτά που γράφανε, που ’χουμε πει όλ’ αυτά τα χρόνια!» Αλλά, όλ’ αυτά τα χρόνια, η Καίτη Γκρέυ χορεύει μαζί μας ένα γλυκό μεταφυσικό χορό, από πριν ως μετά, από τότε ως τώρα, από πάντα ως πάντα. Και ποτέ ως τώρα δεν έχει κάνει σκόντο σε καρδιά και ζωντάνια, σε συγκίνηση και χαρά. Το δικό της, λοιπόν, σημερινό «Όπως Παλιά», πιο πολύ, πιο καλά «Όπως Πάντα», εγώ το σκέφτομαι, εγώ το παίρνω. Μ’ εκείνη αιώνια σχεδόν στην πρώτη γραμμή της μάχης για στιγμές πάντα ελεύθερες, για μουσικές πάντα λαμπρές, για τραγούδια πάντα ολόψυχα.



Σ.Κ.: Όπως Παλιά, λοιπόν, κυρία Γκρέυ, ή όπως τώρα, όπως πάντα;

ΚΓ: Όπως πάντα, κύριε Κακίση. Έτσι νομίζω, έτσι κάνω πάντα εγώ.

Κι αυτό το «Όπως Παλιά» του …νέου σας δίσκου, τι ακριβώς πάει να πει;

Για να είμαι ειλικρινής …όπως πάντα, αυτόν τον τίτλο τον διάλεξε ο παραγωγός μου, κι εγώ συμφώνησα. Κι είπα, ΚΑΙΤΗ ΓΚΡΕΥ, ΟΠΩΣ ΠΑΛΙΑ. Τι να το εξηγήσουμε τώρα αυτό; Δεν τα λέει όλα; Αν και το γεγονός είναι πως εγώ προσωπικά δεν παρέμεινα στα παλιά, τα κλαψιάρικα. Δεν έκανα, όπως άλλες της γενιάς της δικής μου, που μείνανε εκεί, και δεν προσπάθησαν να δώσουν και κάτι καινούργιο. Εγώ πήγαινα, και πάω πάντα, ανάλογα με τις εποχές στα τραγούδια μου.

Άλλωστε, αυτό σημαίνει κι ουσιαστικά τραγούδι: Της κάθε εποχής, κατ’ αρχήν, έκφραση…

Εγώ παλιά, που ήμουνα η φωνή η αισθησιακή, η κλαψιάρικη, είπα πάρα πολλά τραγούδια ουσάκ, στη βυζαντινή μουσική πάνω. Ήμουνα η μοναδική που ερμήνευα τα τραγούδια εκείνα έτι, που τ’ άκουγες κι ανατρίχιαζες. Φέτος όμως μου ’φερε ο Φαλάρας δύο τραγούδια, κι ήτανε το ένα μινόρε και τ’ άλλο ουσάκ, ας είχε ετοιμαστεί η μουσική και περιμένανε μόνο εμένα να το πω. Κι εγώ έκανα μεγάλη φασαρία μες στο στούντιο, κι είπα, «Δεν το λέω έτσι το τραγούδι αυτό. Τα κλαψιάρικα τα τραγούδια τα ’χω αφήσει εγώ πίσω. Το μινόρε θα πω! Σβήστε το, και ξαναγράψτε το τραγούδι, όπως σας το λέω».

Είναι λιγότερος πια ο πόνος μας; Ή είναι αλλιώς, βουβός πια και πολύ πιο δύσκολος ο ψυχικός μας τρόπος;

Και σήμερα υπάρχει πόνος. Μπορεί να μην υπάρχει πια ο καημός της ξενιτιάς, ή να μη συγκινούν όπως παλιά τα τραγούδια για τον πατέρα και τη μητέρα, που λέγαμε πολλά τότε, αλλά η ζωή έχει πάντα τα δικά της. Δύο νέα παιδιά μου φέρανε πρόσφατα δυο μοντέρνα τραγούδια, αλλιώτικα. Αν κι εγώ από το ευρωπαϊκό τραγούδι ξεκίνησα. Με το Γιάννη το Βέλλα ήμουνα, η προσωπική τραγουδίστρια του Μυρογιάννη, στην Κάβα Σταδίου. Κι έπαιζα και στο θέατρο κωμειδύλλια, τη «Γκόλφω», με τα μπουλούκια, με το μπουλούκι της Ρίτας της Τσάκωνα…

Σιγά-σιγά, να τα ξαναπάρουμε όλα από την αρχή:

Έκανα και ταινίες τότε, έκανα μια ταινία με τον Νίκο τον Τζόγια, μια μαθήτρια έπαιζα, με τη Δάφνη τη Σκούρα… Μέσα σ’ όλα είχα μπει. Κι είπα και πολλά ελαφρά τραγούδια. Όπως του Μανώλη του Χιώτη, το «Πάρε το Δάκρυ μου», με το Τρίο Μπελκάντο, που ήτανε ελαφρό κομμάτι. Όταν, λοιπόν, μου φέρανε τα παιδιά το «Μια Γυναίκα», μπορεί στην αρχή να δίστασα κάπως, αλλά, όταν διάβασα τα λόγια και κατάλαβα το νόημα, αμέσως τ’ αποφάσισα. Και μπήκα μες στη νεολαία. Πολύ σημαντική στιγμή αυτή. Ήμουνα στο «Διογένη», και το μαγαζί από νεολαία γέμιζε, που ερχόντουσαν για το συγκεκριμένο τραγούδι.

Θυμάμαι τη Ρένα τη Βλαχοπούλου τώρα, καλή της ώρα, που λέει και μπλουζ αυτές τις μέρες, που μου ’λεγε για το θέατρο, πως δεν ένοιωσε ποτέ στην καριέρα της, στη ζωή της, «βέκια».

Βέβαια. Πολύ ζωντανός άνθρωπος είναι κι η Βλαχοπούλου πάντα. Και που τραγούδησε πάλι είναι μεγάλη υπόθεση. Και που εξακολουθεί να πιστεύει αυτό που είναι, αυτό που έκανε και κάνει. Η Ρένα ήταν πολύ μεγάλο ταλέντο, εγώ τη λατρεύω. Και πέρυσι, πότε ήτανε, που ξανάπαιξε τη «Χαρτορίχτρα», μου’ στειλε πρόσκληση, κι εγώ πήγα. Της έστειλα λουλούδια, κι όταν πήγα στο καμαρίνι της μετά μέσα, φώναζε στους ρεπόρτερς που ’χανε πέσει πάνω μας, «Παιδιά, λίγο πιο μαμριά, δεν είμαστε πια και τόσο νέες!» Μεγάλη καλλιτέχνις. Αλλά και σαν φωνή μ’ άρεσε πάντα εμένα η Ρένα. Είχε κάτι τελείως δικό της. Τελείως-τελείως.




(Η Καίτη Γκρέυ με τον Βασίλη Τσιτσάνη)




Κι αυτή πια κι αν ήτανε «σ’ όλα μέσα». Ας ξαναπιάσουμε όμως εσάς, κυρία Γκρέυ. Εσάς, που πρώτη απ’ όλες τις λαϊκές τραγουδίστριες, απ’ ότι θρυλείται, σηκωθήκατε όρθια στο πάλκο.

Εγώ σηκώθηκα στο λαϊκό όρθια γιατί το ’ξερα από το ευρωπαϊκό αυτό. Θυμάμαι, ήμασταν στο «Πανελλήνιο» με τον Μυρογιάννη, και με μάθαινε τότε εγγλέζικα του Τζίμη του Μακούλη ο μπαμπάς εμένα. Γιατί ήτανε της μόδας τα ιταλικά και τα εγγλέζικα πολύ τότε τα τραγούδια. Κι επειδή η δουλειά έναν καιρό είχε λίγο τα κάτω της, κι επειδή εγώ τότε ήμουνα με δυο μωρά και με λατρεύανε όλοι, γυρίζει ο Μυρογιάννης και μου λέει: «Κορίτσι μου, ένα συγκρότημα ζητάει τραγουδίστρια να λέει κι ευρωπαϊκά και λαϊκά. Εσύ τα καταφέρνεις και στα λαϊκά. Να πας».



Να πάτε, να τα λέτε όλα, η τραγουδίστρια …για όλες τις δουλειές;


Ναι. Εγώ όμως του ’πα, «Μα τι λέτε κύριε Μυρογιάννη; Μόνο την ‘Ταμπακιέρα’ ξέρω, το ‘Χαράμι’, το ‘Μονοπάτι’ και το ‘Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα’… Αυτά δεν είναι λαϊκά τραγούδια. Ελαφρολαϊκά είναι». Μου λέει: «Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις». «Μα εγώ στα μπουζούκια; Μη μου λέτε τώρα τέτοια!». Γιατί ήμουνα και πολύ πουριτανή, και θεωρούσα τα μπουζούκια όλο μάγκες κι ιστορίες.

Που ήτανε κιόλας, αλλά όχι μόνο.

«Θα πας μια ’βδομάδα δοκιμαστικά. Αλλά θα τα καταφέρεις». Και με παίρνει και με πάει απέναντι στο «Αττικόν», όπου για πρώτη φορά εγώ συνάντησα τον Άκη τον Πάνου, τον Λαουτάρη, τον Χρηστάκη…

Όλα τα καλά παιδιά!

Ήτανε ονοματάκια όλοι αυτοί τότε. Κι είχα πάρει εγώ ένα τετράδιο, κι είχα γράψει μέσα πέντ’ – έξι λαϊκά, να κάνω πρόβες, να τα μάθω. Πρωτοδούλεψα στο Βύρωνα, στ’ «Αραπάκια», σ’ ένα μαγαζί τότε. Αλλά δεν υπήρχε τραγουδίστρια να πιάνει τις νότες τις ψηλές, που έπιανα εγώ εκείνη την εποχή. Μια φορά, ο Τσιτσάνης το πέταξε το μπουζούκι. Βγήκε η φωνή μου έξω από το μπουζούκι!

Μαντώ Ρομπέν, Ούμα Σουμάκ!

Ήτανε πολύ της μόδας επίσης τότε και τ’ ανατολίτικα. Κι ανατολίτικα εγώ πολλά έλεγα και με τα ευρωπαϊκά μαζί. Είχα κάνει κι ένα κουστουμάκι ανατολίτικο, κι έβγαινα και τα ’λεγα. Τρελαθήκανε αυτοί. Είχανε κάνει ένα τραπεζάκι μπροστά τους, λοιπόν, μ’ όλο τους το ρεπερτόριο, γιατί λέγανε χιλιάδες τραγούδια. Δεν βγαίνανε τότε οι τραγουδίστριες να πούνε πέντε τραγούδια. Ό,τι ζητούσε ο κόσμος έπρεπε να το πεις. Και κάθισα κι εγώ στην καρέκλα. Πώς να κάτσω όμως, που εγώ ήμουνα μαθημένη να ’μια όλο όρθια, ν’ αλωνίζω την πίστα;

Πώς να ησυχάσετε στο …στασίδι εσείς;

Πώς να ησυχάσω; Με βόλεψε όμως, απ’ την άλλη, αυτό το σύστημα, γιατί δεν τα ’ξερα όλα αυτά τα τραγούδια απ’ έξω. Είχα το τετράδιο και γύριζα τα φύλλα, κι έβρισκα ποιο τραγούδι ήταν να πω. Έτσι ξεκίνησα με τα λαϊκά. Κι όταν είδα τη χαρτούρα που πετάγανε εκεί πέρα, όπως είχα και δύο μωρά που μεγάλωνα, τα ’χασα. Όταν πήγα σπίτι το πρώτο βράδυ, είχα πάρει χαρτούρα, δεν ξέρω κι εγώ πόσα λεφτά. Κι έλεγε τ’ αφεντικό, «Πού το βρήκατε αυτό, καλέ; Τι καταπληκτική φωνή ειν’ αυτή!». «Εδώ είναι», είπα κι εγώ, «το ψωμί. Καίτη, πρέπει να μάθεις λαϊκά τραγούδια».

«Να πάρεις όλης της Ελλάδας τη …χαρτούρα». Ακόμα καθιστή όμως είστε, με το …τετράδιο.

Ναι. Και μου λέγανε τα παιδιά, «Έλα κι εσύ μια φορά, βρε Καιτούλα, σ’ εκείνο το μπαράκι που συχνάζουμε κι εμείς». «Πού είναι αυτό, βρε παιδιά;» Ίωνος ήτανε, στην Ομόνοια. «Έλα να γνωρίσεις και τον Τσιτσάνη, που ’χεις ωραία φωνή».

Δεν βλάπτει…

Σηκώθηκα, λοιπόν, κι εγώ ένα μεσημεράκι ντύθηκα και πήγα. Ομολογώ πως ήμουνα όμως πολύ τυχερή, γιατί από την αρχή έπεσα στους καλούς, σε πολύ καλούς ανθρώπους. Αλλά ήμουνα και τσακαλάκι κι εγώ. Πολύ έξυπνο παιδί. Με πλησιάζει ένας, μου συστήνεται. «Είμαι ο Λουκάς ο Νταράλας. Έμαθα πως τραγουδάς πολύ ωραία. Έρχεσαι να μου πεις δυο τραγουδάκια, που έχω εκπομπή στο σταθμό;

Τάκα-τάκα!

«Μα, κύριε Λουκά», του λέω εγώ, «εγώ είμαι δέκα ημερών μόνο τραγουδίστρια». Δεν έχει σημασία αυτό», μου λέει αυτός. «Εγώ έμαθα από τον Άκη πως είσαι πάρα πολύ καλή». Αυτοί είχανε ένα δωματιάκι μέσα από το μπαρ, και κάνανε τα συγκροτήματά τους πρόβες, κι από ’κει φεύγανε και πηγαίνανε στον ένα και μοναδικό ραδιοφωνικό σταθμό που υπήρχε τότε. Που ήτανε διευθυντής, θυμάμαι, ο Φατσέας. Κι υποδιευθυντής ήτανε ο Νίκος ο Μουρκάκος. Με πήρε λοιπόν μες στο δωμάτιο ο Νταράλας…

«Δι’ υπόθεσίν σας» αλλά και «Δι’ υπόθεσίν του», τελικά.

Γιατί του ’πα εγώ, «Να μ’ ακούσετε, κι αν σας αρέσω, να ’ρθω. Γιατί όχι;». Αλλά δεν χρειάστηκε να μ’ ακούσει πάνω από δύο-τρία τραγούδια. Αμέσως του άρεσα πολύ. «Εσύ» γυρίζει και μου λέει, «θα γίνεις πολύ μεγάλο όνομα». «Καλά τώρα», είπα κι εγώ μέσα μου, «εγώ τα παιδάκια μου θέλω να ζήσω, κι από ’κει και πέρα ας λένε όλοι αυτοί εδώ για ονόματα»…





Πού να ξέρετε όμως αυτοί τι …ξέρανε!

Πού να ’ξερα, πράγματι. «Να σου περάσω», μου λέει, «κι ένα τραγουδάκι που ’χω γράψει δικό μου, να το μάθεις, να το πεις κι αυτό στο σταθμό αύριο;». «Βεβαίως», του λέω. Και μου περνάει το «Βουνό». «Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό»…

Αλήθεια, κι αυτό το τραγούδι για σας έλεγε…

Εμένα όμως δεν μου πολυάρεσε η κατάληξή του, γιατί έλεγε «Ν’ ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά», και πήγαινε δυο φορές στο ίδιο σημείο η μουσική, χαμηλά. «Μου επιτρέπετε, κύριε Λουκά, να τ’ αλλάξω λίγο το τραγούδι σας στο δεύτερο μέρος;». «Τι θέλεις να κάνεις;», μου λέει. «Να μην το κλείσω το τραγούδι με τις ίδιες νότες, ν’ ανέβω στο τέλος». Και μόλις του το ’πα όπως το ’χα σκεφτεί, του άρεσε πολύ. «Μπράβο», μου ’πε. «Έτσι θα το πεις το τραγούδι αύριο». Με ξέσπασμα, δηλαδή.

Γιατί η μοναξιά στα βουνά όλο και για πιο ψηλά τραβάει!

Ο Φατσέας είχε ένα ραδιάκι μες στο γραφείο του στο σταθμό, κι από ’κει άκουγε τις εκπομπές όλες. Αυτός ήτανε και συγγενής με τη Μαρίκα τη Νίνου, και τότε είχε τα πρωτεία η Νίνου στο σταθμό. Μόλις όμως άκουσε τη φωνή μου, τα ’χασε, και βγήκε από το γραφείο αμέσως, κι ήρθε και με κοίταγε από τη τζαμαρία με πολλή περιέργεια. Εγώ όμως αμέριμνη, είπα το πρόγραμμά μου χωρίς να πτοηθώ καθόλου. Κι έπαιρνε ο κόσμος συνέχεια τηλέφωνα, και ρωτάγανε: «Ποια είν’ αυτή η Καίτη Γκρέυ;» Σπάσανε τα τηλέφωνα.

Είχανε τα δίκια τους οι άνθρωποι…

Εγώ τότε ήμουνα… Είχα ένα μεσάκι, που μπορούσες να μ’ αγκαλιάσεις με τις παλάμες σου. Πολύ λεπτούλα ήμουνα, όχι κοκαλιάρα, αλλά πολύ αδύνατο κορίτσι. «Δεν μου λες κοπέλα μου», μου λέει ο Φατσέας, «από πού τη βγάζεις αυτή τη φωνή όλη;». Για δε μ’ έπιανε το μάτι σου, ήμουνα μια σταλιά. «Λουκά», του λέει του Νταράλα, «θα μας το ξαναφέρεις το κορίτσι αυτό το καταπληκτικό». Χαρά ο Λουκάς…

Θα ’χατε θριαμβεύσει και στο …μπαράκι, οπωσδήποτε.

Πραγματικά. Στο μπαράκι είχαν ένα ραδιόφωνο, ο Τσιτσάνης κι οι άλλοι. Ο ένας παρακολουθούσε τώρα, να κριτικάρει τον άλλον. Αλλά, με το που ξαναπήγα εγώ εκεί, έγινε ο χαμός: «Εσύ ήσουνα κορίτσι μου με τον Νταράλα; Συγχαρητήρια. Η φωνή σου είναι καταπληκτική». Με πλησιάζει κι ένας κύριος, και μου λέει: «Εγώ λέγομαι Μπάμπης Βασιλειάδης. Είμαι στιχουργός». Ήταν ο Τσάντας, ο λεγόμενος. «Έρχεσαι αύριο να πάμε πρωί-πρωί στην Κολούμπια;».

Άλλα τώρα!

Άλλα. Οι άλλοι από πίσω μου κάνανε νοήματα: «Ναι, ναι, ναι!». Μη μπα και του πω κάνα όχι. «Κύριε Βασιλειάδη», του λέω πάλι εγώ, «θέλω πάρα πολύ να μπω μέσα στην Κολούμπια. Αλλά, το ξέρετε, εγώ είμαι δέκα ημερών λαϊκή τραγουδίστρια». «Δεν έχει σημασία, κοριτσάκι μου, αυτό», μου λέει. «Αύριο εννέα η ώρα να ’σαι εδώ, θα πάμε στον Λαμπρόπουλο». Την άλλη μέρα, εννιά παρά τέταρτο εγώ ήμουνα στο ραντεβού μου. Γιατί έχω κι ένα φυσικό μου εγώ, ακόμα το ’χω, να μη θέλω ν’ αργώ ποτέ.

Και δεν αργήσατε, κυρία Γκρέυ, σε τίποτα, στο τραγούδι μας…

Η Κολούμπια τότε ήταν Λυκούργου και Αιόλου. Απάνω μεριά είχε τα γραφεία. Ανεβήκαμε. Θυμάμαι, ήρθε ο Αρεταίος, ήρθε ο Μηλιόπουλος, ήρθαν όλοι γύρω μου. Αλλά όχι με μικρόφωνο, χωρίς μικρόφωνα.

Με τ’ αυτιά τους, με τις ψυχές τους ανοιχτές.

Μου ’πανε, «Πες ένα ζεϊμπέκικο, πες ένα τσιφτετέλι, πες ένα χασάπικο». Κουνάγανε όλοι τα κεφάλια τους: «Καλή ειν’ αυτή μωρέ», λέγανε μεταξύ τους. «Πολύ καλή».


Κάτι ήξερε κι ο Παπαϊωάννου που ’λεγε πως ήσασταν η μόνη φωνή που τον νταλκάδιαζε…

Να σας πω κάτι, κύριε Κακίση. Είμαι πολύ ευτυχισμένη που όλοι αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι εμένα μ’ αγαπήσανε. Αλλά κι εγώ τους έδειξα ολλή μεγάλη αγάπη, και πολύ μεγάλο σεβασμό. Εμένα στο Πόρτο-Ράφτη, στο σπίτι μου, το πρώτο πιάτο που θα μαγείρευα, θα πήγαινε στον Κώστα τον Καπλάνη, που είναι κι άρρωστος τώρα και ούτε ένα αφιέρωμα δεν του ’χουνε κάνει, δεν του ’χει γίνει. Με τα παιδιά του Παπαϊωάννου είμαι πολύ δεμένη, μέχρι τώρα. Και με τα παιδιά του Τσιτσάνη. Δεν μ’ αγαπούσανε όλοι αυτοί οι ανθρωποι μόνο σαν τραγουδίστρια, αλλά και σαν άνθρωπο, σαν οικογένειά τους, θέλω να πω.

Άρα, ποτέ δεν είναι μόνο μια φωνή σκέτη ο μεγάλος ο τραγουδιστής, η μεγάλη η τραγουδίστρια.

Έτσι πιστεύω κι εγώ. Μετά συνέχισα, λοιπόν, να δουλεύω μαζί τους, κι άρχισα να τους γνωρίζω όλο και καλύτερα. Γνώρισα τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου που λέγαμε, τον Κερομύτη, τον Χατζηχρήστο, τον Μάρκο τον Βαμβακάρη. Και μου ’κανε κι ο Μάρκος κάποια στιγμή πρόταση: «Έρχεσαι να δουλέψουμε μαζί στη Λάρισα;», με ρώτησε μια μέρα. «Θα ’μαι εγώ, κι ο Κερομύτης». Δεν τους προλάβατε αυτούς τους ανθρώπους.






Μας προλαβαίνουνε πάντα αυτοί, τα τραγούδια τους, τα αιώνια. Τι ήταν ο Μάρκος, κυρία Γκρέυ, τι είχε ο Βαμβακάρης πολύ συγκινητικό;


Ο Μάρκος ήταν ένα παιδί. Πίστευε, πίστευε πολύ. Μπορούσε με την αθωότητά του να πιστέψει σχεδόν τα πάντα. Όλοι τους αυτοί ήτανε μεγάλα μωρά. Ένα σας λέω μόνο: Δουλεύω με Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, και μ’ έχουνε στη μέση, ανάμεσά τους στο πάλκο. Κάνει ταξίμι ο Τσιτσάνης, και φωνάζω εγώ από το μικρόφωνο: «Μπράβο, Τσιτσάνη μου, με τις πενιές σου!». Όταν όμως έπαιζε ταξίμι ο Παπαϊωάννου, πού να πω ολόκληρο «Γεια σου, Πα-πα-ϊ-ω-αν-νου-μου»; Πώς να το πω όλο αυτό το μακρινάρι; Έλεγα λοιπόν: «Γεια σου Γιάννη μου, με τις πενιές σου!».

Και παρεξηγήθηκε ο Τσιτσάνης, που δεν τον λέγατε κι εκείνον με το μικρό του;

Όχι, ο Παπαϊωάννου. Πήγε μέσα κι έκανε παράπονα. «Γιατί η Καίτη δεν με λέει κι εμένα με το επώνυμο, ρε παιδιά;». Κι όταν μου το ’πανε εμένα αυτό, εγώ τρελάθηκα. «Έλα ’δω, αγάπη μου», του λέω. «Δεν μου ’ρχεται βολικά να το λέω ολόκληρο το επίθετό σου. Αυτό είναι όλο. Μήπως εσένα σ’ αγαπάω λιγότερο;». Τόσο μωρά ήτανε όλοι αυτοί οι μεγάλο που λέμε τώρα, θέλω να σας πω. Εγώ με τον Τσιτσάνη δούλεψα πολύ, αλλά πιο πολύ δούλεψα με τον Παπαϊωάννου.

Πείτε μας και γι’ αυτό το …γλυκό παιδί λίγο ακόμα.

Ο Παπαϊωάννου ήταν ένας άνθρωπος, που δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβγει δεύτερος στον κόσμο όλο, αγάπη μου.


Ήταν ευγενής, πρώτ’ απ’ όλα;


Μόνο ευγενής; Κατ’ αρχήν, εγώ τον συγκρατούσα κάθε βράδυ, γιατί αυτός φώναζε συνέχεια το σερβιτόρο: «Έλα ’δω, Κώστα», ας πούμε. «Δώσε ένα μπουκάλι εκεί. Κι εκεί. Κι εκεί, μην ξεχάσεις». Έφευγε πολλά βράδια χωρίς μεροκάματο, δηλαδή. Γιατί όλ’ αυτά τα κεράσματα τα κράταγε, και με το δίκιο του, το μαγαζί. Κι εγώ του ’λεγα: «Βρε Γιάννη μου, βρε αγόρι μου, πάλι χωρίς μεροκάματο θα φύγεις απόψε. Κάνε και λίγο κράτει». Κι εκείνος μου ’λεγε: «Άσε, μωρέ Καιτούλα, θα πεθάνουμε μια μέρα. Τι έγινε; Εγώ τη βρίσκω να κερνάω τους φίλους μου». Τέτοιος γλυκός άνθρωπος, τέτοιο γλυκό παιδί ήταν ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου. Τέτοια περίπτωση.



Τι ήτανε αυτοί οι άνθρωποι για το τραγούδι το ελληνικό, λέτε;


Θα σας πω κάτι, κύριε Κακίση, και δεν ντρέπομαι να το πω. Όλοι οι άλλοι μετά, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, όλοι, πήρανε πολλά από τον Τσιτσάνη, από τις παλιές τις μουσικές, από τον Μάρκο τον Βαμβακάρη, τον Παπαϊωάννου. Την ωραιότερη μουσική, τα ωραιότερα τραγούδια που μπορούν να γίνουν, που θα μείνουνε για πάντα στην ιστορία, αυτοί οι άνθρωποι τα γράψανε, τα φτιάξανε. Αυτοί, χωρίς να γράφουνε μουσική, οι περισσότεροι αγράμματοι, βγάζανε ψυχή από μέσα τους συνέχεια. Αυτό που γράφανε, αυτό που φτιάχνανε, το νοιώθανε.


Πρώτα εκείνοι οι ίδιοι, πριν από μας …για μας!

Κυκλοφορούσε το «Ντόμινο» τότε με την ιστορία της ζωής μου, μια φορά τη ’βδομάδα, σε συνέχειες. Με παίρνει μια μέρα ο Βασίλης ο Τσιτσάνης, και μου λέει: «Καιτούλι» - Καιτούλι μ’ έλεγε – «έλα σπίτι ν’ ακούσεις ένα τραγούδι που ’γραψα για τη ζωή σου». «Τι έγραψες, Βασιλάκι μου;». «Έλα», μου λέει «σπίτι». Κι είχε γράψει τα «Ξένα Χέρια». Και με πήρανε τα κλάματα μόλις τ’ άκουσα εγώ, κι αυτός μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου ’πε: «Δεν το ’γραψα για να κλαις. Το ’γραψα για τη ζωή σου. Αλλά δεν θέλω να κλαις, γιατί σ’ αγαπώ». Πήγαινα και τον ξύπναγα στο σπίτι του που κοιμότανε, κι έκανε έτσι τα ματάκια του, και τ’ άνοιγε, και με κοίταγε. Σαν τώρα τον θυμάμαι, τα θυμάμαι όλα.

Αλίμονο αν ξεχνιόντουσαν όλ’ αυτά, κυρία Γκρέυ.


Φόραγε μια κόκκινη ρόμπα, βελουδένια, κι όπως ήτανε και κατσαρά τα μαλλιά του Βασίλη κι όρθια, προς τα άνω όλα, μετά τον ύπνο, εγώ του ’λεγα: «Τώρα ήθελα να ’χω μια φωτογραφική μηχανή, να σε βγάλω έτσι!». Αλλά εγώ τους σεβόμουνα πολύ, πάντα, κάθε στιγμή! Ήμουν πολύ γλυκιά μαζί τους, μ’ όλους. Κι ας τους έκανα και πλάκες, αθώες πάντα. Ειδικά του Παπαϊωάννου. Ένα βράδυ πήγε ο Τσιτσάνης στο ‘Ροσινιόλ’, εμείς πήγαμε με τον Γιάννη στον ‘Αστέρα’. Κι αυτός ο Παράσχος έφερνε ένα κεφαλοτύρι πολύ πρώτο. «Ρε Παράσχο», του λέει ο Γιάννης, «από πού το φέρνεις αυτό το γλύκισμα; Δεν μου παίρνεις κι εμένα ένα κεφάλι, να πιω κάνα τσάι στο σπίτι μου;». «Να σας πάρω, κύριε Γιάννη μου», του λέει κι αυτός, «γιατί όχι;».

Γιατί, τελικά;


Γιατί, τελικά, την άλλη μέρα πιάσαμε μαζί με τον Παράσχο κι, αντί για κεφαλοτύρι, του τυλίξαμε ένα τούβλο ωραία-ωραία στο χαρτί, κι έβαλε στην καπαρντίνα ο Γιάννης αντί για κεφαλοτύρι τούβλο. Κι έδωσε στη γυναίκα του το τούβλο, να το φάει με το τσάι! Και με κυνήγαγε εμένα μετά, που του ’χα στήσει, μαζί με τον Παράσχο, την πλάκα την ωραία…


Είναι όμως στενάχωρο που λείπουν πια όλοι αυτοί οι άνθρωποι από κοντά μας, από κοντά σας.

Αν είναι; Και φεύγουνε και στη μοναξιά, φύγανε οι πιο πολλοί τους χωρίς σχεδόν να το καταλάβουμε, χωρίς να πάρει είδηση ο πολύς ο κόσμος. Αυτοί ήτανε όλη η Ελλάδα, και σε μερικών τις κηδείες, όπως στου Οδυσσέα Μοσχονά θυμάμαι τώρα, ήτανε δέκα άτομα να τους αποχαιρετήσουνε. Εγώ νομίζω πως, όταν φεύγει ένας από τους παλιούς, είναι σαν να μου φεύγει κι ένα μου κομμάτι ολόκληρο, δικό μου. Έτσι το νοιώθω.

«Ποια είν’ αυτή η Καίτη Γκρέυ», λοιπόν, σαν περίληψή σας, όπως ρωτήσανε και τότε που πρωτοβγήκατε στο ράδιο…


Ποια είναι η Καίτη Γκρέυ να σας πω κι εγώ;


Ναι.


Η Καίτη Γκρέυ, αυτό το παιδί, είναι ένα απλό παιδί που ξεκίνησε πολύ φτωχό, που πάλεψε πάρα πολύ στη ζωή του, για να φτάσει όπου έφτασε. Αλλά κι όπου έφτασε, έμεινε απλό, απλό παιδί, απλός πάντα άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο που μ’ ακολουθεί ο κόσμος σαρανταπέντε ολόκληρα χρόνια. Γιατί σήμερα οι καλλιτέχνες έχουν αλλάξει πάρα πολύ. Είναι πολύ αλλιώς από μας.


Δηλαδή;

Δηλαδή, βγαίνουν, τραγουδάνε, λένε τα τραγούδια τους, κι ύστερα κλείνονται στο καμαρίνι και δεν έχουν με τον κόσμο καμία επαφή. Καμία επαφή. Μα καμία!

«Ψέματα λένε», λέτε…

Η αποξένωση από τον κόσμο είναι ό,τι το χειρότερο. Πώς να ξανάρθει ο άλλος να σε ξαναδεί έτσι; Εγώ, μια εποχή που ’ρχονταν οι οικογένειες, μου λέγανε οι άντρες: «Αμάν, ρε Γκρέυ πια! Λέω στη γυναίκα μου, ‘Ντύσου να πάμε πουθενά’, και μου λέει ‘Άμα με πας στη Γκρέυ να ντυθώ. Αλλιώς δεν πάω πουθενά!’. Αν ήσουν άντρας θα σε ζηλεύαμε!». Λοιπόν, μέχρι σήμερα έτσι είμαι, έτσι κάνω. Είμαι με τον κόσμο όλο μαζί. Και πιάνω και φιλίες, και πάω μια ζωή και στα σπίτια τους, και με καλούσανε, και τους καλούσα και στο σπίτι το δικό μου. Είμαι πολύ δεμένη με τον κόσμο εγώ. Δεν κλείνομαι εγώ στα καμαρίνια να λύνω σταυρόλεξα, να παίζω χαρτιά, όπως κάνουνε οι τραγουδιστές τώρα. Ο καλλιτέχνης χωρίς τον κόσμο δεν είναι τίποτα. Αυτή η επαφή είναι όλα.



(Η Καίτη Γκρέυ, με τους Μαίρη Λίντα, Πόλυ Πάνου, Μανώλη Χιώτη, Πάνο Γαβαλά, Μανώλη Αγγελόπουλο)

Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Όταν μια "κανονική εκσπερμάτωση" παράγει indie μουσική

Πριν από δύο ακριβώς χρόνια, τον Απρίλη του 2007 ο διακεκριμένος δημοσιογράφος και μουσικοκριτικός Αργύρης Ζήλος έγραφε στο "Δίφωνο":


"Σ’ ένα μόνο στέκομαι, επειδή μου ’χει κάτσει άσχημα· λόγω δουλειάς, καταλαβαίνετε…Στα διαδικτυακά «περιοδικά». Σε αυτά που εμφανίζονται ως οργανωμένα, σαν ένα τιμ δηλαδή γραφιάδων εξειδικευμένων σ’ ένα αντικείμενο (μουσική π.χ.), που ακολουθούν την επικαιρότητα στέλνοντας ψιλοσυστηματικά κείμενα που κάποιος τα συγκεντρώνει, τα ταξινομεί και τα εντάσσει στις σελίδες του σάιτ. Και στα προσωπικά μπλογκ, όπου καθένας γράφει για πάρτη του ό,τι του καπνίσει, όποτε του κατέβει και λογαριασμό δεν δίνει. Υπάρχει διαφορά μεταξύ τους. Τα πρώτα προσφέρουν πληροφορίες υπό μορφή προσωπικής γνώμης (αν και θα μπορούσε [sic] να πεις και το αντίστροφο). Εξ αυτού δεσμεύονται ως ένα βαθμό να τηρούν ένα είδος συνεργασίας, να συμμαζεύονται σε κάποια πλαίσια που να εξυπηρετούν το, οσοδήποτε σκιώδες, ζητούμενο. Τα δεύτερα συνιστούν κανονική εκσπερμάτωση. Δεν δεσμεύονται από κανέναν κι από τίποτε".


Πέρασαν τα χρόνια... Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι το blog ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ, (μια ομόσταυλη "κανονική εκσπερμάτωση", για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του κ. Ζήλου) όχι μόνο συνεχίζει να τιμά την αποστολή του, δηλαδή την παραγωγή άρτιου λόγου περί μουσικής, αλλά προχώρησε και στην παραγωγή και έκδοση μιας συλλογής που διατίθεται ΔΩΡΕΑΝ στο διαδίκτυο με συμμετοχές συγκροτημάτων και καλλιτεχνών της Ελληνικής indie μουσικής σκηνής! Δεν έχω ιδέα από indie μουσική, και άρα δεν μπορώ να κρίνω το καλλιτεχνικό περιεχόμενο της συλλογής. Χάρις σ' αυτήν όμως, η indie μουσική κέρδισε άλλον ένα ακροατή, καθώς αυτό που ακούω μου αρέσει, και πολύ μάλιστα. Έτσι ανοίγονται οι δρόμοι σε όλα τα πράγματα, με τολμηρές πρωτοβουλίες, και συνεπώς οφείλουμε όλοι ένα μεγάλο μπράβο στο blog ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ καθώς μας δείχνει τις δυνατότητες που η τεχνολογία πλέον ανοίγει προς τον εκδημοκρατισμό και την κοινωνικοποίηση του καλλιτεχνικού προϊόντος. Πάντα τέτοια, παιδιά, και ας βλέπουν μερικοί φαντάσματα!
ηρ. οικ.

ΥΓ: Όλη η συλλογή διατίθεται προς δωρεάν κατέβασμα από το blog ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ (www.giusurum.blogspot.com). Ακολουθεί το Δελτίου Τύπου, και καλή ακρόαση!







ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Μετά από πολύμηνες προσπάθειες και συνεννοήσεις με όλους όσοι συμμετέχουν και βοήθησαν στην πραγματοποίηση της συλλογής αυτής επιτέλους είμαστε έτοιμοι. Είμαστε έτοιμοι να σας προσφέρουμε μια συλλογή με την συμμετοχή δεκατριών συγκροτημάτων και μεμονωμένων καλλιτεχνών της Ελληνικής indie μουσικής σκηνής. Στην εποχή του ανελέητου και πολλές φορές παράνομου downloading μουσικής, η συλλογή αυτή δείχνει ότι υπάρχει και άλλος δρόμος. Αυτός της συνεργασίας και την προσφοράς. Σε μια εποχή που η ελληνική αγγλόφωνη μουσική σκηνή δείχνει να αποκτά (επιτέλους) το κοινό και την θέση που της αρμόζει, το giusurum έχει αρχίσει μια προσπάθεια παρουσίασης συγκροτημάτων και ανθρώπων της, που έχουν γοητεύσει τους συντελεστές του. Η συλλογή που κρατάτε στα χέρια σας ή στον σκληρό σας δίσκο, δημιουργήθηκε στα πλαίσια του αφιερώματός αυτού. Έγινε με την υποστήριξη και την έγκριση όλων των συγκροτημάτων και μεμονωμένων καλλιτεχνών που συμμετέχουν σε αυτή και διατίθεται δωρεάν και για νόμιμο "κατέβασμα". Επειδή πιστεύουμε ότι δεν έχουν σημασία τα μεγάλα και ωραία κείμενα αλλά (στην περίπτωσή μας) η ίδια η μουσική, δίνουμε τον "λόγο" στα συγκροτήματα και τους καλλιτέχνες που μας έκαναν την τιμή να μοιραστούν μαζί μας και μαζί σας τις μουσικές τους. Εμείς απλώς να τους ευχαριστήσουμε για ακόμη μια φορά όπως και την LickMyKazoo για το υπέροχο artwork που δημιούργησε για την συλλογή αυτή. Η σκυτάλη λοιπόν στην πραγματική πρωταγωνίστρια, τη μουσική.

Το tracklist της συλλογής:

1) Fall in parts - inversus
2) The Callas - Superman Died Yesterday
3) Jane Doe - The Bank Anthem
4) My Wet Calvin - Summer Crap
5) Matinee - b-side
6) Glorybox - Rain on Me
7) B-sides - Who
8) Deadbeat Escapement - A maze
9) Chromatic Sequence - the sky inside me
10) Vello Leaf - Stelar Wind
11) Nikos Fokas - Mary Bell's play
12) Strange Zero - The First Bar Tender
13) Carte postale - Music Land

Σας περιμένουμε όλους στο
http://giusurum.blogspot.com/ για απόψεις και ότι άλλο προκύψει.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Δεν κλαίω γι' αυτά που μου 'χεις πάρει




Μου αρέσει πολύ το Πάσχα των Ελλήνων. Είναι επειδή μαζί του συνδέθηκαν υποσυνείδητα μερικές από τις ωραιότερες στιγμές της παιδικής ηλικίας, από την Πάρο ως το Πήλιο. Είναι επειδή δείχνει σε όλο της το μεγαλείο την αντίφαση της ελληνικής περίπτωσης, του συνδυασμού κατάνυξης και κόκκινου κρασιού, πόνου και μεζέ, θλίψης και λαμπάδας που καίει. Είναι επειδή ξεχειλίζει από ερωτισμό, από το ξύπνημα των αισθήσεων, από την Άνοιξη που μπαίνει μέσα από τα παράθυρα της νησιώτικης εκκλησίας. Είναι επειδή, παρά το θρησκευτικό του περίβλημα, αντανακλά τον ανθρώπινο πόνο και την προσμονή, την ανθρώπινη κατάσταση, βαθιά και φιλοσοφημένα. Είναι επειδή επιτρέπει ακόμα και σ’ έναν άθεο να συμμετάσχει σ’ αυτό και να το συνδέσει με την ουσία της ύπαρξης, πέρα από θεούς και αγίους, κι άλλες ιστορίες.

Για κανένα Χριστό δεν κλαίμε το Πάσχα, παρά για τους δικούς μας νεκρούς, τους δικούς μας αδικοχαμένους αγίους. Ο καθένας τους δικούς του, κι όλοι μαζί την τόσο κοινή σε όλους μας απουσία. Αυτό καταλαβαίνω εγώ από το Πάσχα, και στρέφω το νου προς αυτούς κι αυτές που έφυγαν για πάντα. Τους βλέπω μπροστά μου, λαμπερούς και χαμογελαστούς, τόσο μελαγχολικούς και τόσο μόνους. Πιάνω κουβεντούλα, ψάχνω λέξεις, βρίσκω τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου, τη μελωδία του Μάριου Τόκα, και τη φωνή του Λάκη Χαλκιά:

Δεν κλαίω γι’ αυτά που μου ’χεις πάρει
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μάριος Τόκας
Ερμηνεία: Λάκης Χαλκιάς
Δίσκος: Πικραμένη μου γενιά (1981)


Σε βρήκα για μια νύχτα μόνη
και πότε θα σε ξαναβρώ
η θύμησή σου με σταυρώνει
σ' έναν κατάφωτο σταυρό
η θύμησή σου με σταυρώνει
σ' έναν κατάφωτο σταυρό.


Δεν κλαίω για αυτά που μου 'χεις πάρει
για αυτά που μου 'χεις αρνηθεί
μου 'χεις χαρίσει ένα φεγγάρι
γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ.
Δεν κλαίω για αυτά που μου 'χεις πάρει.


Στη τρυφερή σου την παλάμη
κουρνιάζουν τα χρυσά πουλιά
ποιάν αμαρτία να 'χω κάνει
και μου χουν λείψει τα φιλιά
ποιάν αμαρτία να 'χω κάνει
και μου χουν λείψει τα φιλιά.


Δεν κλαίω για αυτά που μου 'χεις πάρει
για αυτά που μου 'χεις αρνηθεί
μου 'χεις χαρίσει ένα φεγγάρι
γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ.
Δεν κλαίω για αυτά που μου 'χεις πάρει.
-----

Ο Τόκας έφυγε πέρυσι, Κυριακή του Πάσχα, και ο Ρίτσος γεννήθηκε Πρωτομαγιά του ’09. Να μην τους ξεχάσουμε αυτό το Πάσχα. Όλο και λιγοστεύουν οι μεγάλοι, κι όλο και δωσ’ του, και βγαίνουν οι επόμενοι. Αυτό σημαίνει πολιτισμός, να μπορείς εσύ, μια τρύπα στο χάρτη, να χάνεις μέσα σε ένα χρόνο τη Δημητριάδη, τον Κατσούλη, τον Τσαγκάρη, τον Μεσημέρη, τη Στρατηγοπούλου, τον Τόκα, τον... την... Καλή ανάσταση, με ένα ντοκουμέντο από το Θέατρο Παλλάς, 1990, με τον Μάριο Τόκα στο πιάνο και τον Γιώργο Νταλάρα να μην ολοκληρώνει ποτέ το τραγούδι, από τα κλάματα. Δεν κλαίω γι’ αυτά που μου ’χεις πάρει.
ηρ.οικ.





Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Όταν θύμωσε ο Γκαϊφύλλιας





Ανοιχτή επιστολή του Θανάση Γκαϊφύλλια στον Ευρυπίδη Στυλιανίδη

Τι έχεις πάθει Ευριππίδη;

Φίλε Ευριππίδη, νοιώθω μεγάλη πίκρα και απογοήτευση γράφοντας αυτή την επιστολή, πιστεύω όμως πως έχω και δικαίωμα και υποχρέωση να το κάνω αφού, ως αμετανόητος τοπικιστής, όταν μπήκες στην κυβέρνηση έδωσα δύο συνεντεύξεις (ΝΕΤ & ΑΛΦΑ) και μίλησα με τα καλύτερα λόγια για σένα. Το νέο και άφθαρτο πολιτικό. Και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, έρχονται τα πρωτοσέλιδα να δικαιώσουν τους πολλούς, τους πάρα πολλούς (γνωστούς και αγνώστους), που μου τηλεφωνούσαν λέγοντας:"Πρόσεχε Θανάση. Θα εκτεθείς". Τι γύρευες μωρέ Ευριππίδη, εσύ, ένα φτωχόπαιδο απο την Ξυλαγανή, στη σουίτα του Four Seasons; Αυτά τα ξενοδοχεία είναι σύμβολα παγκόσμια και πελάτες τους είναι όσοι δεν κόπιασαν ποτέ για τον πλούτο που κατέχουν. Ποιος λογικός άνθρωπος που δουλεύει και άρα ξέρει την αξία του χρήματος, θα πλήρωνε περίπου 1,000,000 δρχ. για έναν ύπνο; Ποια είναι τα κενά στη ζωή σου που θέλεις να καλύψεις με τόση χλιδή και μάλιστα πληρωμένη από το Δημόσιο Ταμείο; Το συρτάρι Ευριππίδη είναι ιερό γιατί εκεί καταθέτουν όλοι οι φιλότιμοι εργαζόμενοι (ακόμα και οι άνεργοι) τον οβολό τους. Το συρτάρι είναι αυτό που δοκιμάζει αντοχές και συνειδήσεις. Ρώτησες άραγε, έστω και νοερά, τους απολυμένους του Λαναρά η τους απλήρωτους της ΕΑΣ αν συμφωνούν με τα ακριβά σου γούστα; Αν ρωτούσες εμένα, εγώ δεν θα σου έδινα τον οβολό μου. Βέβαια εσύ έχεις το ατράνταχτο επιχείρημα πως έτσι κάνουν όλοι. Συμφωνώ. Μόνον που από σένα περίμενα μια άλλη συμπεριφορά, που δεν θα είχε καμιά σχέση με τα καμώματα των κακομαθημένων συναδέλφων σου, ούτε με τα αίσχη των προηγούμενων. Κατά την ταπεινή μου γνώμη αυτό που πρέπει να κάνεις τώρα είναι να πληρώσεις εσύ τα έξοδά σου και να πεις παλικαρίσια ένα mea culpa. Θα εκτιμηθεί όσο δε φαντάζεσαι.

Φιλικά...
Θανάσης Γκαϊφύλλιας
Blog "Ατέλειωτη Εκδρομή"

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Συνέντευξη με τη Γιώτα Νέγκα




Γιώτα Νέγκα:

«Η σκυτάλη μ’ ενδιαφέρει, το μπόλιασμα, το ‘μαζί’»





Τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Μετρονόμος", τεύχος 30, (Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2008).

Από τα «Μάτια κλειστά» του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου μέχρι το «Έχω άνθρωπο» των Θοδωρή Γκόνη και Κώστα Λειβαδά και ενδιάμεσο σταθμό το «Βέλος» του Βαγγέλη Κορακάκη, η Γιώτα Νέγκα φαντάζει ως η εκδίκηση της χαμένης λαϊκότητας του ελληνικού τραγουδιού. Στη συζήτηση που ακολουθεί, μοιράζεται μαζί μας το πάθος της για το τραγούδι, προβληματίζεται για την επίπλαστη ευδαιμονία μας, και εύχεται στον καθέναν να βρει τον άγγελό του, όπως εκείνη.

Βλέπω ότι το κινητό σας δεν έχει hands free. Είστε σε ανοιχτή ακρόαση με τα προβλήματα των ανθρώπων; Αν ναι, πώς το καταφέρνετε;

Αυτό είναι κάτι που δεν το επιλέγεις συνειδητά. Είμαι ένας λαϊκός άνθρωπος, γεννημένη σε μια λαϊκή συνοικία και έχω ζήσει στον πυρήνα αυτού του πράγματος. Είναι κομμάτι μου, και οτιδήποτε αφουγκράζομαι, στην ουσία το ζω. Δεν στήνω αυτί σε κάποια άλλη αυλή, είμαι κι εγώ στην ίδια αυλή. Ζω ακριβώς την ίδια καθημερινότητα, έχω ακριβώς τις ίδιες ανησυχίες, βλέπω ακριβώς τα ίδια πράγματα δίπλα μου και αυτά νιώθω.

Μιλήστε μας λίγο για τις λαϊκές συνοικίες, για «νερά και ονόματα».

Γεννήθηκα στο Αιγάλεω. Έζησα τα παιδικά μου χρόνια στο σύνορο Χαϊδαρίου, Αγίας Βαρβάρας, Αιγάλεω. Ήταν ένας ανηφορικός δρόμος που κατέληγε σε μια εκκλησία, την Αγια Μαρίνα. Είχαμε τόσο χώρο να παίξουμε, να φωνάξουμε, να ματώσουμε τα γόνατά μας. Έζησα πολύ ωραία χρόνια, γιατί έζησα τη γειτονιά. Καθόμασταν στο μαντράκι και παίζαμε παιχνίδια του λόγου, κυρίως, ανέκδοτα, σπαζοκεφαλιές. Εκεί έζησα μέχρι το δημοτικό, μετά ανηφόρισα στα σύνορα Κορυδαλλού και Αγίας Βαρβάρας όπου πήγα Γυμνάσιο. Παντρεύτηκα αρκετά μικρή, μεταπήδησα στη Νίκαια όπου μένω μέχρι σήμερα. Δεν άλλαξα εικόνες ούτε ανθρώπους, και έτσι συνεχίζω μέχρι τώρα.

Πλέον, κατέχετε και τον τίτλο τιμής «λαϊκή τραγουδίστρια». Τι σημαίνει αυτός ο όρος;

Πράγματι είναι τίτλος τιμής, και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Ο τρόπος που μεγάλωσα, η μουσική που άκουγα, η κοσμοθεωρία που ανέπτυξα ήταν από τη βάση της λαϊκή. Δεν θα μπορούσα να ξεφύγω. Από τη στιγμή που θεωρείς ένα περιβάλλον αρμονικό, παίρνεις πράγματα απ’ αυτό. 

Ποια μουσικά ερεθίσματα είχατε από την οικογένεια;

Ζούσα μες στη μουσική από μωρό. Η μουσική δεν σταματούσε ποτέ μες στο σπίτι, οι γονείς μου τραγουδούσαν, τα ξαδέρφια ου τραγουδούσαν, ο πατέρας μου γρατζουνούσε ένα μπουζούκι κι εγώ άφηνα το κρυφτό για να τον ακούσω. Δεν το διάλεξα συνειδητά, αυτό με διάλεξε. Όταν άκουγα ραδιόφωνο στην εφηβεία μου, υπήρχε μια κρυφή, ασυνείδητη ευχή και απορία: «Θα ακούσω ποτέ τη φωνή μου κι εγώ εδώ;». Το τραγούδι ήταν η ανάσα μου.

Και ποια συγκεκριμένα ακούσματα σας συνόδεψαν;

Μικρή άκουγα Καζαντζίδη, Νταλάρα κι Αλεξίου· ήταν οι αγαπημένοι του μπαμπά μου. Θυμάμαι την Πόλυ Πάνου, την Γκρέυ, τα δημοτικά. Μετά ήρθαν οι μεγάλοι συνθέτες στο σπίτι: ο Καλδάρας, ο Μαρκόπουλος…Τραγουδούσαμε και γλεντούσαμε όλοι μαζί με Μαρκόπουλο, με Σπανό. Μέσα στα σπίτια υπήρχαν μεγάλοι συνθέτες και μεγάλοι ποιητές, υπήρχε ο Θεοδωράκης. Ο Χατζιδάκις ήρθε αργότερα και ήταν προσωπική επιλογή∙ στο σπίτι υπήρχαν μόνο κάποια λαϊκά του. Μετά ανακάλυψα τη Βίκυ Μοσχολιού και την Τάνια Τσανακλίδου. Η Τάνια παίνει στη ψυχή σου, δεν μπορείς να τη δεις πιο μακριά απ’ τη ψυχή σου. Μετά ήρθε η ροκ εποχή. Λατρεύω την κλασσική ροκ και τη θεωρώ πολύ ίδια με τη λαϊκή μουσική ως προς τον τρόπο έκφρασης, το μήνυμα, τη δύναμη. Μπορώ να είμαι τόσο ροκ όσο και λαϊκή.







Μοιραζόμαστε και την κοινή μας αγάπη για τους Dire Straits…

Α, ναι; Τους λατρεύω!

Ίσως εξαιτίας αυτής της ποικιλίας ακουσμάτων μπορείτε να μεταπηδάτε με ευκολία από το μπλουζ του Καλαντζόπουλου στο λαϊκό του Κορακάκη και το «έντεχνο» εντός εισαγωγικών του Λειβαδά.


Το «έντεχνο» εντός εισαγωγικών, πάντα· να το επισημάνουμε αυτό. Τα θεωρώ συγγενή όλα αυτά. Η αλήθεια των μπλουζ, της ροκ και του λαϊκού είναι ένα πράγμα, ένα κοινό θεμέλιο. Είναι τρεις τριανταφυλλιές στο ίδιο χώμα, με διαφορετικά χρώματα αλλά με εξίσου θαυμαστά τριαντάφυλλα.

Για πολλά χρόνια βρεθήκατε και στην καλώς εννοούμενη νύχτα…


Κακώς εννοούμενη νύχτα δεν υπάρχει. Κακώς την χειρίζονται κάποιοι άνθρωποι. Η νύχτα είναι μια χαρά με τ’ αστέρια και τον ουρανό της. Και τα τραγούδια είναι μια χαρά, αλλά εξαρτάται που τα βάζεις και γιατί. Η νύχτα είναι καλή, την αγαπάω. Το ’91 είναι η αρχή με το «Έμμετρο» στο Μοσχάτο, έναν δικό μου χώρο όπου ξεκινήσαμε με δυο κιθάρες, με τον Θοδωρή Παυλάκο και τον Χρήστο Μαδαρό. Το «Έμμετρο» ήταν ένα τρομερό σχολείο για έξι χρόνια, όπου μπορέσαμε να πειραματιστούμε σε πολλά μουσικά είδη. Μετά πέρασα στα ρεμπετάδικα.

Στις βιογραφίες των παλιών λαϊκών τραγουδιστριών δεν συνάντησα πουθενά δεκάχρονες «προϋπηρεσίες». Γιατί χρειάστηκαν τόσα χρόνια για να βγάλετε δίσκο; Συναντήσατε στεγανά;


Όχι, και είναι αυτό ένα κομμάτι της ευθύνης μου. Το τραγούδι ήταν πάντα στη ζωή μου, αλλά εγώ δεν ήμουν μόνο τραγουδίστρια. Αυτό είναι μια ιδιότητα, αλλά εγώ είμαι και μια οντότητα. Πέρασα κάποιες περιπέτειες αφενός, και αφετέρου είναι έτσι ο χαρακτήρας μου. Κάτι το οποίο απαιτεί μια στρατηγική για να το πετύχω δεν μου δίνει ούτε τη μισή χαρά, σε σχέση με αυτό που θα ’ρθει να με βρει, το αυθόρμητο. Η πρώτη μου επαφή με το στούντιο ήταν όταν έκανα τις δεύτερες φωνές στον πρώτο δίσκο του Μιλτιάδη Πασχαλίδη. Η ευθύνη ήταν δική μου, γιατί πρακτικά δεν κυνήγησα τίποτα.

Ξέρω όμως ότι επιδιώξατε να κάνετε σπουδές τραγουδιού.


Σκεφτόμουν πάντα τα θεωρητικά της μουσικής αλλά είχα κι άλλες ιδιότητες, και δεν προλάβαινα να τα κάνω όλα. Παθαίνει κάτι ο λαιμός μου και βρίσκω την κυρία Άννα Διαμαντοπούλου στο Εθνικό Ωδείο, μια σπουδαία δασκάλα. Το μεγαλύτερο προσόν της, και κάθε δασκάλου γενικά, είναι ότι αγωνίζεται για να χαράξει ο καθένας το δικό του δρόμο. Αφού αποκαταστάθηκε η φωνή μου, αρχίζω να σπουδάζω για το πτυχίο σύγχρονου τραγουδιού και ανακατεύομαι με έναν καινούργιο κόσμο, θεωρία, ιστορία της μουσικής, οργανογνωσία. Ήταν φοβερό να κάνεις σολφέζ, να είσαι η μεγαλύτερη της τάξης και να σε σαρώνει ένα δωδεκάχρονο· εκεί γειώνεσαι. Είχα κάνει ήδη τον δίσκο «Με τα μάτια κλειστά» με τον Καλαντζόπουλο, και αισθανόμουν χαρούμενη. Είναι σπουδαίο να μπαίνεις στο επίπεδο του μαθητή, γιατί δεν φουσκώνει το μυαλό∙ και είναι μεγάλη παγίδα αυτό το φούσκωμα.

Κάποιες φωνές έχουν καταλήξει να βγάζουν μόνο ματαιοδοξία στο τραγούδι τους αντί να το υπηρετούν. Πώς αντιμετωπίσατε τον πειρασμό αυτό;


Καταρχήν, για να είμαστε δίκαιοι, εγώ δεν έχω μια τέτοια πορεία χρόνου. Μόνο το πέρασμα του χρόνου θα αποδείξει πράγματα για μένα. Αν έχω καταφέρει να αποφύγω τη ματαιοδοξία, είναι και επειδή δεν ήμουν είκοσι χρονών όταν ξεκίνησα. Είχα περάσει πολύ δύσκολα στη ζωή μου και ήξερα ότι η ευτυχία για πλάκα μπορεί να τουμπάρει. Προσπαθώ να έχω συναίσθηση της ζωής και του εαυτού μου. Πώς; Διατηρώ τους φίλους και τις συνήθειές μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάω στη μητέρα μου μια-δυο φορές την εβδομάδα, να μην βάλω την ποδιά και να μην τηγανίσω πατάτες μαζί της. Σε ότι αφορά τον ναρκισσισμό, δεν βοηθάει και το περιβάλλον. Υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα που ζει απ’ αυτό.

Πώς;


Εμείς -τραγουδιστές, μουσικοί, καλλιτέχνες- από τη φύση μας έχουμε μια ιδιαίτερη ανασφάλεια, ειδικά οπουδήποτε αλλού εκτός της σκηνής. Είμαστε λίγο ιδιαίτεροι, όχι με την έννοια του καλύτερου. Μπορεί να συμβεί το τρομερότερο και να το θεωρήσω μηδενικό, και να συμβεί το ελάχιστο και να με καταρρακώσει. Από την άλλη, η δισκογραφία εμπεριέχει και ένα εμπόριο, και προϋποθέτει μια σταθερή πορεία. Οι άνθρωποι που επενδύουν σ’ αυτό, που επενδύουν πάνω σου, δεν μπορεί να επενδύουν σε κάτι τελείως εφήμερο. Και ενώ οι τραγουδιστές ξεκινούν με καλές προθέσεις, κάποιες φορές τα πράγματα στραβώνουν.






Αναφερθήκατε πριν σε κάποια μεγάλα ονόματα, από τον Καζαντζίδη ως τη Μοσχολιού. Πόσο καλοί μαθητές τους υπήρξαμε τελικά;


Αυτό που μάθαμε καταρχήν ειν’ ο λόγος. Αυτό κάποιοι το κράτησαν σαν σημαία, κάποιοι δεν το κράτησαν. Κάποιους τους πήρε η ταχύτητα και η εποχή. Γνωρίζω ανθρώπους εξήντα χρονών που κάποτε άκουγαν Καλδάρα και Χατζιδάκι, και σήμερα δεν αντέχουν να ακούσουν τίποτα απ’ αυτά. Αυτό μου κάνει τρομερή εντύπωση. Υπάρχουν κι άλλοι που διατήρησαν αυτή την απόχρωση στην επιλογή τους και πέρασαν στους αντίστοιχους των επόμενων γενιών.

Έχετε συναντηθεί και με την Εστουδιαντίνα. Τι κάνει το Σμυρνέικο και κατ’ επέκταση το Ρεμπέτικο τραγούδι τόσο διαχρονικό;


Η συνέχειά του από την πηγή και η μνήμη της γης που σέρνουμε από παλιά. Αυτό το τραγούδι είναι φυσική συνέχεια των δημοτικών τραγουδιών, είναι σαν το τοπίο που βλέπεις, δεν είναι μεμονωμένο. Οι γονείς μου είναι από την Πελοπόννησο, αλλά το Σμυρνέικο τραγούδι συγκινούσε πάντα όλη την οικογένεια. Δεν το ελέγχεις, είναι θέμα ιστορικής συνέχειας, αυτό υφίσταται, σ’ αγγίζει, τέλος.

Και οι τρεις προσωπικοί δίσκοι που έχετε κάνει δεν είναι πολυσυλλεκτικοί. Ήταν επιλογή σας αυτό;


Δεν ήταν συνειδητή επιλογή μου, με τίμησαν οι δημιουργοί αυτοί. Όμως, είναι πράγματι σημαντικό να έχεις ένα ολοκληρωμένο έργο, γιατί εκεί υπάρχει ένας κόσμος συγκεκριμένος. Από την άλλη μεριά, δεν σου κρύβω ότι θα ήθελα να κάνω έναν δίσκο που να έχει δύο-τρεις αγαπημένους μου συνθέτες μαζί, συμβατούς με τον κόσμο μου.

Ποιοι είναι αυτοί;


Όλη η νέα γενιά των τραγουδοποιών, η αγαπημένη. Πρέπει να πούμε ονόματα; Από τον Θαλασσινό μέχρι τον Πορτοκάλογλου, τον Κραουνάκη, τον Λειβαδά, τον Ανδρέου, τον Ζούδιαρη, τα νεότερα παιδιά. Θα με ενδιέφερε πάρα πολύ, ξέρεις, γιατί δεν νομίζω ότι προλαβαίνω να κάνω δίσκο ξεχωριστά με όλους αυτούς τους ανθρώπους που θαυμάζω!

Ποια ήταν η προσφορά αυτής της γενιάς των τραγουδοποιών από τα τέλη του ’80 κι ύστερα;


Καταρχήν, είναι η γλώσσα της γενιάς μου. Έγραψαν πάρα πολύ ωραία τραγούδια και έφεραν καινούργια πράγματα. Οι Κατσιμιχαίοι, ας πούμε, άνοιξαν ένα ολόκληρο σύμπαν. Και εμφανίστηκαν πολλά άλλα νέα παιδιά, με καινούργιο ήχο και πολύ μεστό, κοινωνικό, εύστοχο και απελευθερωμένο στίχο. Δεν υπήρχε κάτι τέτοιο παλιότερα, υπήρχαν ορισμένα στεγανά στο τι θα γραφτεί, στο ποια λέξη θα χρησιμοποιηθεί στα τραγούδια. Εντάξει, δεν είμαι κι αναλύτρια, είμαι πολύ πιο συναισθηματική απ’ όσο θα ’πρεπε ίσως. Αυτό με κάνει να βλέπω τα πράγματα πιο απλά, δεν έχω την ανάγκη να αναλύσω απόλυτα κάτι, να το διαμελίσω. Δεν είναι χημική ένωση η μουσική.

«Η αλήθεια καθενός είναι το ψέμα του» γράφει ο Κορακάκης. Ποιο είναι το δικό σας;


Με δυσκολεύεις πολύ τώρα. Πολλές φορές έχω καθησυχάσει τον εαυτό μου με κάτι που βαθιά ξέρω ότι είναι ψέμα, για να κερδίσει χρόνο, να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην αλήθεια. Όλοι το κάνουμε γι’ αυτό, και καλό είναι να το κάνουμε όταν χρειάζεται. Όμως, δεν μπορεί αυτό να διέπει τη ζωή μας. Κάποια στιγμή πρέπει να δούμε την αλήθεια. Και μέσα μας ο καθένας ξέρει πολύ καλά την αλήθεια. Μπορεί ούτε στον εαυτό μας να μην τη λέμε, αλλά την ξέρουμε. Την ξέρουμε και τη διώχνουμε.

«Έχω άνθρωπο δικό μου, φύλακα και άγγελό μου». Έχετε δικούς σας αγγέλους;


Έχω.

Και τι σας προσφέρουν;


Οχύρωση. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί μεγάλωσα σε ένα σπίτι με αγκαλιά, άγγιγμα, μαζί. Καμιά φορά ήταν και λίγο πνιγηρό, αλλά είδα με τα χρόνια ότι αυτό είναι τρομερή συναισθηματική ασπίδα. Και είμαι και τυχερή που έχω έναν άνθρωπο στη ζωή μου εδώ και πολλά χρόνια, με τον οποίο είμαστε μαζί, με όλη τη σημασία της λέξης. Επίσης, άνθρωπο μπορούμε να έχουμε και στη μνήμη μας, αγαπημένους ανθρώπους που χάθηκαν. Οι στιγμές μαζί τους είναι φυλαχτό. Αυτή την ευχή θέλω να κάνω σε όλους, να έχουν αγγέλους. Θεωρώ πολύ σημαντικό να έχεις κάπου να ακουμπήσεις, να υπάρχει κάποιος να σε κατανοήσει και να δείξει κι ένα δρόμο. Αυτό κυρίως λείπει στην εποχή μας, στις νεότερες γενιές. Οι ταχύτητες διαμελίζουν τον χρόνο με τους ανθρώπους.

Και ο έρωτας; Πού είναι;


Θα μιλήσω για το συναίσθημα γενικά. Με έχουνε ρωτήσει: «Γιατί τραγουδάς εσύ παλιά τραγούδια, που δεν τα έχεις ζήσει;». Όταν τραγουδάω τα «Ξένα χέρια», δεν είναι απαραίτητο να έχω ζήσει στην ορφάνια για να το εκφράσω. Οποιαδήποτε απώλεια έχουμε βιώσει, είναι το ίδιο συναίσθημα. Δεν χρειάζεται να ζεις τη συγκεκριμένη κατάσταση για να εκφράσεις ένα συναίσθημα. Δεν είναι ανάγκη να έχεις χωρίσει πρόσφατα για να τραγουδήσεις ένα τραγούδι χωρισμού. Το σώμα θυμάται. Μπορείς να μεταφέρεις τον έρωτα παντού. Μπορείς να τα κάνεις όλα με έναν ερωτισμό, με έναν κοινό πυρήνα συναισθήματος. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πόσους αφορούν ορισμένα από τα παλιά τραγούδια που αγαπώ, όπως «Του λιμανιού το καλντερίμι». Μετά σκέφτομαι ότι όποιος αντιλαμβάνεται την ουσία του πράγματος, τα τραγούδια αυτά τον αφορούν. Κι ας μην έχουμε τα προσφυγικά και τη λάσπη· δεν χρειάζεται. Έχουμε πολλή άλλη λάσπη, στολισμένη.

Το σύγχρονο τραγούδι εκφράζει τους πόθους και τις πίκρες των καθημερινών ανθρώπων; Μπορεί να εκφράσει το «άνεργο κορίτσι από την Άρτα»;


Κάποια τραγούδια, ναι, αλλά όχι η πλειοψηφία. Υπάρχει όμως η αντίστοιχη κοινωνική κατάσταση; Στο βαθμό που υπάρχει η κοινωνική κατάσταση, υπάρχει και αυτό το τραγούδι, αλλά το ποσοστό έχει μικρύνει. Κάποιοι λένε ότι στερέψαμε κι από ιδεολογίες. Η κοινωνική κατάσταση είναι πάρα πολύ διαφορετική, και αντίστοιχα το τραγούδι αυτό δεν είναι η μεγάλη πλειοψηφία. Κρίμα.



Κρίμα;

Ναι. Μέσα απ’ το τραγούδι επιζητώ να εκφράσω αυτά που δεν μπορώ να πω με λόγια, τον πόνο μου, την χαρά μου, επιζητώ μια μέθεξη, έναν διονυσιασμό. Θυμάμαι ότι ο θείος μου τραγουδούσε και μετά έκλαιγε. Δεν ήταν θρήνος ή πικρία, ήταν εκτόνωση του συναισθήματος. Εγώ θέλω να εκφράζω τη χαρά και τη λύπη μου χωρίς ενοχή. Αυτό που συμβαίνει γύρω μας είναι μια πλασματική ευδαιμονία. Βλέπω πάρα πολλούς ανθρώπους που δεν μπορούν να αποδεχθούν ότι έχουν προβλήματα, ότι πρέπει να τα δείξουν, ότι πρέπει να τα εκτονώσουν. Διαρκώς χαίρονται χωρίς κανένα λόγο, κι αυτό προβάλλεται. Εκ των πραγμάτων, αυτό διαμορφώνει και ένα αντίστοιχο τραγούδι. Υπάρχει όμως και κάποιος κόσμος που δέχεται να λυπηθεί, να συγκινηθεί, και να ζήσει γειωμένος με το χώμα. Αυτή είναι η μεγάλη αλλαγή: μια ευδαιμονία που επιβάλλεται.


Και ένας ατομικισμός…

Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι για το μαζί, δεν είναι μονάδα. Η τωρινή κατάσταση μεταλλάσσει τον άνθρωπο, και αυτό με ανησυχεί. Θέλετε να με πείτε συντηρητική;


Μπα, προοδευτικό μου ακούγεται αυτό.

Με ανησυχεί αυτή η βία που βγαίνει στο μάτι ορισμένων. Θυμάμαι με νοσταλγία ιστορίες, ότι κάποτε οι παρέες που γλεντούσαν όταν περνούσαν από τις γειτονιές χαμήλωναν τη φωνή τους για να μην ενοχλήσουν τον κόσμο που κοιμόταν στις αυλές. Αυτό είναι ωραίο, να είσαι μαζί με τον άλλον. Γι’ αυτό και είμαι διστακτική όταν ακούω για εξέλιξη. Πόση εξέλιξη μπορεί να είναι ο καταναλωτισμός; Πόση εξέλιξη είναι ο καθένας μόνος του; Θυμήσου το παράδειγμα με τα ξύλα: το ένα το σπας, τα πολλά δεν τα σπας. Αυτό είναι μια ματιά στον κόσμο, μια κοσμοθεωρία, κι εγώ πιστεύω σ’ αυτήν.






Σας ακούσαμε πρόσφατα και στο φεστιβάλ της ΚΝΕ. Οφείλει ο καλλιτέχνης να εκπληρώνει ένα συλλογικό, κοινωνικό ρόλο;

Σαφέστατα, είμαστε κοινωνικά όντα. Μπορεί να μην πάρει πρώτος τη σημαία, αλλά δεν έχει και σημασία ποιος θα είναι πρώτος. Υπάρχει και μια ευθύνη· αυτό που λέει ένας καλλιτέχνης το ακούνε χιλιάδες. Αυτό που θεωρώ αναγκαίο για κάθε καλλιτέχνη, τουλάχιστον, είναι αυτό που κάνει να έχει μιαν αλήθεια, να είναι ουσιαστικό. Αυτό φτάνει, τα υπόλοιπα έρχονται νομοτελειακά.

Η πολιτική πώς σας φαίνεται;


Η σκέψη μου κινείται με μοντέλα. Βλέπω ότι το μοντέλο της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής και της Αμερικάνικης Αυτοκρατορίας είναι το ίδιο. Αυτό μου δημιουργεί μια θλίψη και μια απογοήτευση. Ακόμα κι αν κάποτε είχαμε ρόπαλα και μετά πυρηνικά, ακόμα κι αν από τον πόλεμο του χρυσού ή του μπαχαριού πήγαμε στον πόλεμο του πετρελαίου, στη βάση τους τα πράγματα είναι ίδια. Βέβαια, ο κόσμος αλλάζει, αν και δεν ξέρω αν θα το δω εγώ αυτό. Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει αυτό που φθίνει για να αρχίσει κάτι άλλο, αν και μέχρι στιγμής δεν είχαν καλύτερη τύχη τα καινούργια πράγματα. Όταν αρχίσει η κοινωνία να σιγοψιθυρίζει, τότε θα γεννηθούν κι οι καλλιτέχνες που θα δώσουν φωνή σ’ αυτό. Δεν ξεχωρίζει ο καλλιτέχνης με την κοινωνία· είναι κομμάτι της. Παρεπιπτόντως, γίνεται να μιλάμε στον ενικό;

Ευχαρίστως. Πιστεύεις δηλαδή ότι η ακμή του ελληνικού τραγουδιού συνδεόταν και με την ακμή ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος;


Ναι, το πιστεύω, συνδεόταν με έναν ρομαντισμό, με μια ιδεολογία. Όπως σου είπα, η οντότητα προηγείται της ιδιότητας. Πρώτα είσαι άνθρωπος που έχεις πάει σχολείο, που έχεις ζήσει μαζί με άλλους ανθρώπους, και μετά γίνεσαι στιχουργός ή τραγουδιστής. Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ την οντότητα.

Παναγιώτης Καλαντζόπουλος;


Ο Παναγιώτης έφερε στη ζωή μου ένα καινούργιο σύμπαν. Είναι ο ηθικός αυτουργός για όλα όσα έχουν συμβεί και πρόκειται να συμβούν. Έχω απέραντη ευγνωμοσύνη για αυτό που έκανε. Είναι σαν να ήμουν σε μια γωνιά κρυμμένη, με πήρε από το χέρι, με ’βγαλε στην πλατεία και είπε «Καλέ, έχουμε κι αυτό το παιδάκι να παίξει στην παιδική χαρά». Είναι μάγος με τους ήχους, και μου χάρισε έναν κύκλο ζωντανών εμφανίσεων με την Ευανθία (σ.σ.: Ρεμπούτσικα) και την Έλλη (σ.σ.: Πασπαλά). Θα είναι πάντα ένα φωτεινό σημάδι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Βαγγέλης Κορακάκης;


Ο Βαγγέλης είναι σάρκα από τη σάρκα μου. Έχουμε έναν πολύ κοινό κώδικα, είναι ένας γνήσια λαϊκός άνθρωπος. Τα τραγούδια του είναι φτιαγμένα και ειπωμένα με ευθύτητα, όπως ακριβώς είναι κι ο ίδιος. Με τίμησε, ήταν η πρώτη φορά που έδινε ολόκληρο δίσκο σε γυναίκα, και ήταν ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος. Ο Βαγγέλης έχει μια βαθιά απλότητα και μια γλύκα.

Κώστας Λειβαδάς;


Ο Κώστας είναι απ’ τους καλύτερους της γενιάς του. Γνωριστήκαμε πρώτη φορά όταν ερμήνευσα ένα τραγούδι στον δίσκο του Οδυσσέα Τσάκαλου. Έχει καταπληκτικό ταλέντο και θεωρώ ότι μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα, καθώς έχει ήδη δώσει δείγματα. Βλέπει βαθιά και σφαιρικά τη μουσική, και ξέρει να αγγίζει με αυτά που γράφει τους ανθρώπους. Είναι ανατρεπτικός με φοβερό χιούμορ!

Θοδωρής Γκόνης;


Ούτε που φανταζόμουν ότι θα μου έκανε αυτή την πρόταση ο Θοδωρής. Τον είχα γνωρίσει μέσω του Καλαντζόπουλου, μου άρεσε πάρα πολύ ο τρόπος της γραφής του που ήταν τόσο ευθύς, και χρησιμοποιούσε βαθιά, κοινωνικά θέματα. Σπουδαίος εκπρόσωπος της γενιάς του, εξαιρετικός ποιητής, σφαιρικός άνθρωπος, με βαθιές γνώσεις, διεισδυτικός, απόλυτος κάποιες φορές, και καλά κάνει.

Πώς σου φάνηκε η εμπειρία του «Έχω άνθρωπο»;


Μοναδική! Από την πρώτη στιγμή που ξεκινήσαμε τις πρόβες, αυτά τα τραγούδια πέρασαν μέσα μου αμέσως. Βρέθηκα πρώτη φορά στη σκηνή με ηθοποιό, την εξαιρετική Σύρμω Κεκέ. Ο Σταμάτης Κραουνάκης είπε ένα τραγούδι, με τον Παντελή Θαλασσινό κάναμε ένα ντουέτο, και η Ελένη Τσαλιγοπούλου έκανε φωνητικά κι έφερε αγάπη, αγκαλιά και κουράγια. Οι μουσικοί που συμμετείχαν στην παράσταση συμμετείχαν και στο δίσκο. Εκτός από τον Λειβαδά, ο Σωκράτης Μάλαμας έπαιξε κιθάρες, ο David Lynch έπαιξε πνευστά, και συμμετείχαν επίσης ο Σταύρος Αλεξόπουλος, ο Βαγγέλης Μαχαίρας, ο Δημήτρης Παπαλάμπρου, ο Γιάνης Πλαγιαννάκος και ο Ντίνος Χατζηιορδάνου. Στον υπέροχο μονόλογο της Σύρμως με το κείμενο του Νίκου Παναγιωτόπουλου ήταν όλοι τους ακίνητοι και με την ανάσα κρατημένη, ήταν όλο τόσο συμπαγές. Τους ευχαριστώ.

Υπάρχει κοινό για ένα τέτοιο πολυσύνθετο και πολύμορφο έργο;


Σαφέστατα υπάρχει, και φάνηκε αυτό στις παραστάσεις. Η παράσταση ήταν Δευτέρα, το πρόσωπό μου δεν ήταν πολύ γνωστό, αλλά υπήρχε κοινό και ήταν συγκλονιστικό κάποιες βραδιές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια τους, και στα θεατρικά, και στα τραγούδια. Ήταν μεγάλη τροφή για τη ψυχή μας η συγκίνηση αυτών των ανθρώπων. Ήταν το πιο μεγάλο κέρδος.

Υπάρχει γύρω μας μια παλιά φρουρά δημιουργών και ερμηνευτών. Έχει έρθει ο καιρός για να αποχωρήσει;


Η παλιά φρουρά δεν πρέπει να αποχωρήσει, αλλά να μοιραστεί, να δείξει, να βοηθήσει. Δεν είμαι υπέρ της φιλοσοφίας να κλείσουμε την πόρτα στους παλιούς και να δώσουμε το σαλόνι στους καινούργιους. Συγνώμη, αλλά και στο σπίτι υπάρχει ο παππούς, η γιαγιά – υπήρχε τέλος πάντων, γιατί τώρα όλες οι γιαγιάδες είναι διακοπές στην Καραϊβική (σ.σ.: γέλια)! Δεν θέλω να εξαφανιστεί η παλιά φρουρά, η σκυτάλη μ’ ενδιαφέρει, το μπόλιασμα, το μαζί. Υπάρχουν νέα παιδιά που έχουν ιδέες και μπορούν να συγκεράσουν πράγματα. Πρέπει να υπάρξει μπόλιασμα. Το καινούργιο πρέπει να φέρνει ίχνη του παλιού. Δεν μπορείς να πριονίζεις τη ρίζα και να περιμένεις το δέντρο να βγάλει καρπούς.

Οι επόμενοι δικοί σου καρποί; Οι φιλοδοξίες σου;


Να μπορέσω να μείνω στη μουσική αλλά να υπάρχει λόγος, να έχω κάτι να πω, κάτι το οποίο με αφορά. Να μπορέσω να πειραματιστώ, να μάθω, να εκφράσω τις αγωνίες των δημιουργών.

Είδηση δεν θα βγάλουμε δηλαδή;


Ετοιμάζουμε ένα δίσκο μέσα στους επόμενους μήνες, σε καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιώργου Ανδρέου. Γνωρίζω και θαυμάζω τη δουλειά του, και τώρα πλέον ξέρω ότι είναι και ένας φοβερά ενδιαφέρων άνθρωπος. Σίγουρα κάποια τραγούδια θα είναι δικά του. Στόχος είναι να γίνει κάτι πολύ ουσιαστικό, κι ας αργήσει.