ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ "ΚΟΙΤΑ ΕΓΩ" ΤΗΣ ΝΑΤΑΣΣΑΣ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ
Ένα από τα πιο δυνατά τραγούδια της τρέχουσας δισκογραφικής παραγωγής είναι σίγουρα και το «Κοίτα Εγώ», από το cd single «Τρία Μυστικά» που εξέδωσε πρόσφατα η γνωστή ομάδα: Νατάσσα Μποφίλιου, Γεράσιμος Ευαγγελάτος και Θέμος Καραμουρατίδης. Η μουσική θυμίζει …γενικώς, από το Ζεϊμπέκικο του Σαββόπουλου στην εισαγωγή μέχρι Κραουνάκη και Μάλαμα στο ρεφραίν, αλλά δεν παύει να είναι ερεθιστική τόσο ρυθμικά όσο και μελωδικά. Η ερμηνεία φέρει την γνωστή σφραγίδα της Μποφίλιου, μην τα ξαναλέμε τώρα, η κοπέλα είναι αυτή τη στιγμή μία εκ των κορυφαίων φωνών του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά αλλού θα ήθελα να εστιάσω σε αυτό το σημείωμα: στους στίχους του τραγουδιού.
ΚΟΙΤΑ ΕΓΩ
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης ΚαραμουρατίδηςΈνα από τα πιο δυνατά τραγούδια της τρέχουσας δισκογραφικής παραγωγής είναι σίγουρα και το «Κοίτα Εγώ», από το cd single «Τρία Μυστικά» που εξέδωσε πρόσφατα η γνωστή ομάδα: Νατάσσα Μποφίλιου, Γεράσιμος Ευαγγελάτος και Θέμος Καραμουρατίδης. Η μουσική θυμίζει …γενικώς, από το Ζεϊμπέκικο του Σαββόπουλου στην εισαγωγή μέχρι Κραουνάκη και Μάλαμα στο ρεφραίν, αλλά δεν παύει να είναι ερεθιστική τόσο ρυθμικά όσο και μελωδικά. Η ερμηνεία φέρει την γνωστή σφραγίδα της Μποφίλιου, μην τα ξαναλέμε τώρα, η κοπέλα είναι αυτή τη στιγμή μία εκ των κορυφαίων φωνών του ελληνικού τραγουδιού. Αλλά αλλού θα ήθελα να εστιάσω σε αυτό το σημείωμα: στους στίχους του τραγουδιού.
ΚΟΙΤΑ ΕΓΩ
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Ερμηνεία: Νατάσα Μποφίλιου (cd “Τρία Μυστικά”)
Κοίτα εγώ, αν μου επιτρέπεις
δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις
Κι είναι φορές που αναρωτιέμαι
πώς καταφέρνω και κρατιέμαι
Του το κρατάω αυτού του κόσμου
που δε μου ανήκει ο εαυτός μου
Γι' αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω
είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω
Κοίτα εγώ αν θες να ξέρεις
είμαι όλα αυτά που αναφέρεις
Μόνο που κάπου κατά βάθος
όποιος με ξέρει κάνει λάθος
Του το κρατάω αυτού του κόσμου
που δε μου ανήκει ο εαυτός μου
Γι' αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω
είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω
Κοίτα εγώ…
Σε μια πρώτη ανάγνωση, το τραγούδι αρθρώνει μια περιαυτολογία («εγώ», «είμαι», «ο εαυτός μου» κλπ.), αρκετά συνηθισμένη σε μια εποχή κυριαρχίας του μεταμοντέρνου λόγου. Σε μια δεύτερη όμως ανάγνωση, το κείμενο του Ευαγγελάτου εμπεριέχει μια εκρηκτική πολιτική διάσταση, ως προς τις διαπιστώσεις του. Δεν ξέρω ποια είναι η πολιτική-φιλοσοφική παιδεία του δημιουργού του, όμως ο στίχος «του το κρατάω αυτού του κόσμου / που δε μου ανήκει ο εαυτός μου» θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί τίτλο επιστημονικής διατριβής πάνω στη θέση του ατόμου στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, ο συγκεκριμένος, συγκλονιστικός κατ’ εμέ, στίχος συνιστά μια πρωτότυπη και περιεκτική διατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας της αλλοτρίωσης.
Ως έννοια, η αλλοτρίωση εμφανίζεται αρχικά στον Χέγκελ και μετά στον Μαρξ, ο οποίος είχε επηρεαστεί σε βάθος από τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο. Ενώ όμως ο πρώτος έβλεπε τη ρίζα της αλλοτρίωσης σε κάθε μορφή εργασίας, στην εργασίας ως γενική κοινωνική κατηγορία, ο μεταγενέστερος Μαρξ τοποθετεί τον μηχανισμό αναπαραγωγής της αλλοτρίωσης στην καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας. Βασική πηγή της αλλοτρίωσης, με άλλα λόγια, είναι η εκμεταλλευτική φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μέσω του οποίου ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής ιδιοποιείται τα προϊόντα της εργασίας. Στο επίπεδο της εργασίας, η αλλοτρίωση εκφράζεται ως αλλοτρίωση του ανθρώπου από την ανθρώπινη φύση του – καθώς αυτός τείνει να μεταβληθεί σε απλό παραγωγικό συντελεστή – αλλά και ως αλλοτρίωση του ενός εργαζόμενου από τον άλλον εργαζόμενο, από το προϊόν της εργασίας του, και από την διαδικασία της παραγωγής συνολικά. Η αδυναμία άσκησης ελέγχου του εργαζόμενου έναντι του προϊόντος της εργασίας του, έναντι του τι παράγεται, από ποιους, πώς, με ποιο σκοπό και με ποιους υλικούς όρους, συνιστά την αφετηρία της αλλοτρίωσης και του αισθήματος του «δεν μου ανήκει ο εαυτός μου».
Σε μια πρώτη ανάγνωση, το τραγούδι αρθρώνει μια περιαυτολογία («εγώ», «είμαι», «ο εαυτός μου» κλπ.), αρκετά συνηθισμένη σε μια εποχή κυριαρχίας του μεταμοντέρνου λόγου. Σε μια δεύτερη όμως ανάγνωση, το κείμενο του Ευαγγελάτου εμπεριέχει μια εκρηκτική πολιτική διάσταση, ως προς τις διαπιστώσεις του. Δεν ξέρω ποια είναι η πολιτική-φιλοσοφική παιδεία του δημιουργού του, όμως ο στίχος «του το κρατάω αυτού του κόσμου / που δε μου ανήκει ο εαυτός μου» θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί τίτλο επιστημονικής διατριβής πάνω στη θέση του ατόμου στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, ο συγκεκριμένος, συγκλονιστικός κατ’ εμέ, στίχος συνιστά μια πρωτότυπη και περιεκτική διατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας της αλλοτρίωσης.
Ως έννοια, η αλλοτρίωση εμφανίζεται αρχικά στον Χέγκελ και μετά στον Μαρξ, ο οποίος είχε επηρεαστεί σε βάθος από τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο. Ενώ όμως ο πρώτος έβλεπε τη ρίζα της αλλοτρίωσης σε κάθε μορφή εργασίας, στην εργασίας ως γενική κοινωνική κατηγορία, ο μεταγενέστερος Μαρξ τοποθετεί τον μηχανισμό αναπαραγωγής της αλλοτρίωσης στην καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας. Βασική πηγή της αλλοτρίωσης, με άλλα λόγια, είναι η εκμεταλλευτική φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, μέσω του οποίου ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής ιδιοποιείται τα προϊόντα της εργασίας. Στο επίπεδο της εργασίας, η αλλοτρίωση εκφράζεται ως αλλοτρίωση του ανθρώπου από την ανθρώπινη φύση του – καθώς αυτός τείνει να μεταβληθεί σε απλό παραγωγικό συντελεστή – αλλά και ως αλλοτρίωση του ενός εργαζόμενου από τον άλλον εργαζόμενο, από το προϊόν της εργασίας του, και από την διαδικασία της παραγωγής συνολικά. Η αδυναμία άσκησης ελέγχου του εργαζόμενου έναντι του προϊόντος της εργασίας του, έναντι του τι παράγεται, από ποιους, πώς, με ποιο σκοπό και με ποιους υλικούς όρους, συνιστά την αφετηρία της αλλοτρίωσης και του αισθήματος του «δεν μου ανήκει ο εαυτός μου».
Προφανώς όμως και το αίσθημα αυτό δεν περιορίζεται στη σφαίρα της εργασίας. Επεκτείνεται στην αποξένωση του ανθρώπου από το φυσικό του περιβάλλον, στην υποκατάσταση της αβίωτης ζωής με τον καταναλωτισμό, στην «αντικειμενοποίηση» της ερωτικής επικοινωνίας, και στην αδυναμία ενεργούς καλλιτεχνικής έκφρασης μέσω της αποθάρρυνσης των ιδιαίτερων κλίσεων του καθενός στο βωμό του βιοπορισμού καθώς και μέσω του χωρισμού πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Φυσική απόληξη αυτού του φαινομένου είναι η αίσθηση ότι ο εαυτός και το βίωμά του δεν ανήκει στον φορέα του, δεν μας ανήκει. Στο βαθμό που όλα αυτά συμπυκνώνονται (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ από το ποιες μπορεί να είναι οι προθέσεις του στιχουργού) στον στίχο «Του το κρατάω αυτού του κόσμου / που δε μου ανήκει ο εαυτός μου», νομίζω ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πραγματικά μεγάλη στιγμή της ελληνικής στιχουργίας.
Εκεί όμως που το τραγούδι δείχνει τα όριά του, ως καλλιτεχνικό δημιούργημα υπό την ηγεμονία της κυρίαρχης ιδεολογίας, είναι στη λύση που προτείνει. Αυτή εμφανίζεται στον αμέσως επόμενο στίχο του ρεφραίν: «Γι' αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω / είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω». Ο στιχουργός αρχικά εντοπίζει ορθά το πρόβλημα, δηλαδή την αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του, από την ανθρώπινη ουσία του. Ορθά, επίσης, εντοπίζει τις κοινωνικές ρίζες του προβλήματος, καθώς μιλάει για «αυτόν τον κόσμο», αποδίδοντας στον κόσμο, στην κοινωνία, τη δική του αποξένωση. Όμως, ενώ φτάνει στην πηγή, δεν πίνει νερό, καθώς η διέξοδος που προτείνεται είναι η φυγή προς τα μέσα, προς την ατομική λύση, προς μια αποστασιοποίηση με «όσα θέλω εγώ να δείχνω». Η ατομική απόκρυψη εμφανίζεται ως «δίχτυα», ως αντίσταση, όταν στην πραγματικότητα αποτελεί συνέχεια της αλλοτρίωσης και αναπαραγωγή της. Ενώ λοιπόν η εμπειρική διαπίστωση του Ευαγγελάτου είναι εν δυνάμει επαναστατική, η διέξοδος που ο ίδιος προτείνει δεν ξεπερνά το κυρίαρχο μοντέλο ατομοκεντρικής σκέψης και συμπεριφοράς.
Εκεί όμως που το τραγούδι δείχνει τα όριά του, ως καλλιτεχνικό δημιούργημα υπό την ηγεμονία της κυρίαρχης ιδεολογίας, είναι στη λύση που προτείνει. Αυτή εμφανίζεται στον αμέσως επόμενο στίχο του ρεφραίν: «Γι' αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω / είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω». Ο στιχουργός αρχικά εντοπίζει ορθά το πρόβλημα, δηλαδή την αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του, από την ανθρώπινη ουσία του. Ορθά, επίσης, εντοπίζει τις κοινωνικές ρίζες του προβλήματος, καθώς μιλάει για «αυτόν τον κόσμο», αποδίδοντας στον κόσμο, στην κοινωνία, τη δική του αποξένωση. Όμως, ενώ φτάνει στην πηγή, δεν πίνει νερό, καθώς η διέξοδος που προτείνεται είναι η φυγή προς τα μέσα, προς την ατομική λύση, προς μια αποστασιοποίηση με «όσα θέλω εγώ να δείχνω». Η ατομική απόκρυψη εμφανίζεται ως «δίχτυα», ως αντίσταση, όταν στην πραγματικότητα αποτελεί συνέχεια της αλλοτρίωσης και αναπαραγωγή της. Ενώ λοιπόν η εμπειρική διαπίστωση του Ευαγγελάτου είναι εν δυνάμει επαναστατική, η διέξοδος που ο ίδιος προτείνει δεν ξεπερνά το κυρίαρχο μοντέλο ατομοκεντρικής σκέψης και συμπεριφοράς.
Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην παρατήρηση και την πρόταση γίνεται ακόμα πιο παράξενη, όταν προσέξουμε ότι το ρεφραίν το τραγουδάει μια ολόκληρη χορωδία. Πολλά άτομα μαζί συναντιούνται στον ίδιο χώρο και χρόνο, και ενώ μοιράζονται τον πόνο τους, το απέραντο κενό της απώλειας του εαυτού τους, καταλήγουν μέσα από αυτή τη συνάντηση να βουτήξουν ακόμα πιο μέσα στο άτομο, στη μονάδα. Νομίζω ότι αυτή η αντίφαση ανάμεσα στη μορφή (χορωδία) και το περιεχόμενο ("όσα θέλω εγώ να δείχνω") αντανακλά πλήρως την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να καθορίσει και να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του μέσα από τη συνάντηση με τον άλλον άνθρωπο. Όταν βέβαια μιλάμε και για νέους ανθρώπους, σαν τους δημιουργούς του τραγουδιού, τότε αυτή η αδυναμία μετασχηματισμού της πραγματικότητας καθίσταται ακόμα πιο συγκλονιστική, μέσα στην τραγικότητά της.
Δεν με παραξενεύει αυτή η αδυναμία του Ευαγγελάτου να πάει τη διαπίστωσή του στη φυσική της κατάληξη, δηλαδή στο αίτημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Είναι κι αυτός γέννημα μιας κοινωνίας και μιας εποχής που έχει ακυρώσει εκ των προτέρων την προσφυγή στη συλλογική δράση ως κάτι το παλιομοδίτικο και το στείρο. Ακόμα χειρότερα, είναι γέννημα μιας ιδεολογικής ατμόσφαιρας που έχει καταργήσει τη διαλεκτική σκέψη, το μόνο εργαλείο με το οποίο καθίσταται εμφανής η σχέση ανάμεσα στον «κόσμο» που «του το κρατάω», και την ανάγκη ανατροπής αυτού του κόσμου. Χωρίς διαλεκτική σκέψη, η αρχική ορθότατη διαπίστωση περί αλλοτρίωσης καταλήγει να γίνει άλλη μια διακήρυξη ατομικισμού και εμμονής με το «φαίνεσθαι», με το τι δείχνουμε, όταν αντίθετα οι συνθήκες φωνάζουν για την ανάγκη ριζοσπαστικής αλλαγής του κυρίαρχου ατομικού και κοινωνικού «είναι».
Δεν με παραξενεύει αυτή η αδυναμία του Ευαγγελάτου να πάει τη διαπίστωσή του στη φυσική της κατάληξη, δηλαδή στο αίτημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Είναι κι αυτός γέννημα μιας κοινωνίας και μιας εποχής που έχει ακυρώσει εκ των προτέρων την προσφυγή στη συλλογική δράση ως κάτι το παλιομοδίτικο και το στείρο. Ακόμα χειρότερα, είναι γέννημα μιας ιδεολογικής ατμόσφαιρας που έχει καταργήσει τη διαλεκτική σκέψη, το μόνο εργαλείο με το οποίο καθίσταται εμφανής η σχέση ανάμεσα στον «κόσμο» που «του το κρατάω», και την ανάγκη ανατροπής αυτού του κόσμου. Χωρίς διαλεκτική σκέψη, η αρχική ορθότατη διαπίστωση περί αλλοτρίωσης καταλήγει να γίνει άλλη μια διακήρυξη ατομικισμού και εμμονής με το «φαίνεσθαι», με το τι δείχνουμε, όταν αντίθετα οι συνθήκες φωνάζουν για την ανάγκη ριζοσπαστικής αλλαγής του κυρίαρχου ατομικού και κοινωνικού «είναι».
Στο βαθμό που ο καλλιτέχνης, ο μεγάλος καλλιτέχνης, είναι ένας υπερ-ευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών διεργασιών, με τη δυνατότητα περιγραφής υπόγειων κοινωνικών ρευμάτων και προβληματισμών, ο Ευαγγελάτος δικαιώνει την ιδιότητα και τη λειτουργία του ως μεγάλου καλλιτέχνη. Όμως, μόνο η ιδεολογία είναι σε θέση να επιτρέψει στον καλλιτέχνη την άρθρωση θετικού λόγου, που να δίνει διέξοδο στα προβλήματα των ανθρώπων μέσω της πράξης, δηλαδή της επαναστατικής αλλαγής του παρόντος. Και γι’ αυτήν, θα πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμα. Δεν περιμένω από έναν καλλιτέχνη να αρθρώσει αυτό, για το οποίο απαιτούνται ολόκληρα κοινωνικά κινήματα και αιώνες υπόγειων ιστορικών διεργασιών. Το αίτημα της υπέρβασης της αλλοτρίωσης, του περάσματος του ανθρώπου από την προϊστορία στην ιστορία, παραμένει επίκαιρο και ανοιχτό. Κραυγές απόγνωσης όπως αυτή του Ευαγγελάτου καθιστούν αυτό το αίτημα ακόμα πιο ζωντανό. Από τη μεριά του δημιουργού, αυτή η κραυγή αρκεί∙ θα έρθουν άλλοι να πουν τα υπόλοιπα.
Ηρακλής Οικονόμου
Ηρακλής Οικονόμου