τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
φωτογραφίες: Θοδωρής Μαστρογιάννης
(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, τεύχος 157, Δεκέμβριος 2008)
Στο πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα «Παράξενες Μέρες» συναντάμε τον Αντώνη Μοσχούτη, τον Άρη Τρουπάκη και τον Μάκη Παραδεισόπουλο. Με τον πρόσφατο, ομώνυμο δίσκο τους, κατέθεσαν μια ολοκληρωμένη πρόταση γύρω από το τι σημαίνει στις μέρες μας ο όρος «ελληνικό ροκ». Στην κουβέντα που ακολουθεί, ο Αντώνης και ο Άρης μίλησαν για την καινούργια δουλειά τους, αλλά και για τις παράξενες μέρες που ζούμε γενικώς.
Παίχτηκαν ζωντανά τα τραγούδια πριν εκδοθούν σε δίσκο;
Α.Μ.: Ναι, παίχτηκαν στο «Καφέ Αλάβαστρον» πέρυσι τον χειμώνα.
Έγιναν αλλαγές στα τραγούδια με βάση τις ζωντανές εμφανίσεις;
Α.Μ.: Αλλαγές δεν χρειάστηκε να κάνουμε. Όταν ξεκίνησαν τα κομμάτια να παίζονται ζωντανά, ήταν ήδη ηχογραφημένα. Έτσι και αλλιώς, η αποδοχή από το κοινό ήταν πάρα πολύ θετική.
Α.Τ.: Εμείς δεν ξεκινήσαμε να ηχογραφούμε για να βγάλουμε δίσκο αλλά για να δουλέψουμε τα τραγούδια μας, γιατί μας άρεσε να τα ενορχηστρώσουμε και να τα ακούσουμε ολοκληρωμένα. Επί δύο χρόνια επεξεργαζόμασταν το υλικό μέχρι να καταλήξουμε σε κάτι που μας εξέφραζε. Όταν συνέβη αυτό, τότε δώσαμε ένα demo στην εταιρεία.
Συναντήσατε στεγανά στις δισκογραφικές;
Α.Τ.: Ας μην γκρινιάζουμε χωρίς λόγο γιατί είμαστε τυχεροί· χτυπήσαμε την πόρτα της Λύρα και μας άνοιξε. Έτυχε να μην χρειαστεί να τρέξουμε με ένα CD από εταιρεία σε εταιρεία. Υπάρχουν όμως και πολλοί καλύτεροι από εμάς οι οποίοι έψαχναν δέκα χρόνια για εταιρεία.
Τι μουσική παίζουν οι Παράξενες Μέρες; Τι κατηγορία έχετε διαλέξει στο myspace;
Α.Μ.: Έχουμε βάλει ροκ / ακουστική. Αλλά, γενικά δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες· οτιδήποτε αυθεντικό μπορεί να θεωρηθεί ροκ.
Έγιναν αλλαγές στα τραγούδια με βάση τις ζωντανές εμφανίσεις;
Α.Μ.: Αλλαγές δεν χρειάστηκε να κάνουμε. Όταν ξεκίνησαν τα κομμάτια να παίζονται ζωντανά, ήταν ήδη ηχογραφημένα. Έτσι και αλλιώς, η αποδοχή από το κοινό ήταν πάρα πολύ θετική.
Α.Τ.: Εμείς δεν ξεκινήσαμε να ηχογραφούμε για να βγάλουμε δίσκο αλλά για να δουλέψουμε τα τραγούδια μας, γιατί μας άρεσε να τα ενορχηστρώσουμε και να τα ακούσουμε ολοκληρωμένα. Επί δύο χρόνια επεξεργαζόμασταν το υλικό μέχρι να καταλήξουμε σε κάτι που μας εξέφραζε. Όταν συνέβη αυτό, τότε δώσαμε ένα demo στην εταιρεία.
Συναντήσατε στεγανά στις δισκογραφικές;
Α.Τ.: Ας μην γκρινιάζουμε χωρίς λόγο γιατί είμαστε τυχεροί· χτυπήσαμε την πόρτα της Λύρα και μας άνοιξε. Έτυχε να μην χρειαστεί να τρέξουμε με ένα CD από εταιρεία σε εταιρεία. Υπάρχουν όμως και πολλοί καλύτεροι από εμάς οι οποίοι έψαχναν δέκα χρόνια για εταιρεία.
Τι μουσική παίζουν οι Παράξενες Μέρες; Τι κατηγορία έχετε διαλέξει στο myspace;
Α.Μ.: Έχουμε βάλει ροκ / ακουστική. Αλλά, γενικά δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες· οτιδήποτε αυθεντικό μπορεί να θεωρηθεί ροκ.
Υπήρξαν κοινά ακούσματά;
Α.Τ.: Υπήρξαν προσωπικά ακούσματα, τα οποία παντρεύτηκαν. Με έχουν ορίσει οι Floyd, οι Supertramp, οι Beatles, τα ροκ συγκροτήματα του ’60 και των αρχών του ’70. Από Έλληνες είναι σαφώς ο Λοΐζος λόγω μελωδιών και ο Σαββόπουλος.
Α.Μ.: Συμφωνώ. Θα προσέθετα τον Χατζιδάκι και τους Αδερφούς Κατσιμίχα.
Ήταν εύκολο να βρείτε χώρους για ζωντανές εμφανίσεις;
Α.Μ.: Οι χώροι που μπορούν να φιλοξενήσουν κάποιον με μια κιθάρα, ή ένα σχήμα που παίζει ροκ, είναι πολύ λιγότεροι από οτιδήποτε άλλο.
Α.Τ.: Διάβασα μια συνέντευξη του Στάθη Δρογώση, ο οποίος είπε κάτι πολύ σωστό: «Τους ωραιότερους συναυλιακούς χώρους στην Αθήνα δεν τους δίνουν στους Έλληνες». Έρχονται όλοι οι ημι-άγνωστοι και παίζουν στις διάφορες σκηνές, και δεν θα δεις ποτέ Έλληνες να παίζουν εκεί μέσα.
Α.Μ.: Αυτό πηγάζει και από μία γενικότερη στροφή προς στην ξένη μουσική. Η νεότερη γενιά ακούει πολύ περισσότερο ξένη παρά ελληνική μουσική.
Α.Τ.: Είναι και οι καλλιτέχνες υπεύθυνοι για κάτι τέτοιο. Λείπει ο ελληνικός στίχος και το συλλογικό στοιχείο. Είμαστε αφημένοι ο καθένας στο δικό του σύμπαν και αυτισμό. Ο καθένας λέει: «εμένα αυτή είναι η δουλειά μου και σε όποιον αρέσει». Δεκτό και σεβαστό, αλλά μετά μην έχεις την απαίτηση να ανταποκριθεί το κοινό. Καλλιτέχνες που δεν ξεκίνησαν εμπορικά –βλέπε τον Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Παπάζογλου, τους Χειμερινούς Κολυμβητές– κατόρθωσαν να αποκτήσουν ένα ευρύ κοινό γιατί απευθύνθηκαν συλλογικά και δεν κλείστηκαν σε μια γυάλα.
Ανήκετε σε κάποια γενιά;
Α.Μ.: Συμφωνώ. Θα προσέθετα τον Χατζιδάκι και τους Αδερφούς Κατσιμίχα.
Ήταν εύκολο να βρείτε χώρους για ζωντανές εμφανίσεις;
Α.Μ.: Οι χώροι που μπορούν να φιλοξενήσουν κάποιον με μια κιθάρα, ή ένα σχήμα που παίζει ροκ, είναι πολύ λιγότεροι από οτιδήποτε άλλο.
Α.Τ.: Διάβασα μια συνέντευξη του Στάθη Δρογώση, ο οποίος είπε κάτι πολύ σωστό: «Τους ωραιότερους συναυλιακούς χώρους στην Αθήνα δεν τους δίνουν στους Έλληνες». Έρχονται όλοι οι ημι-άγνωστοι και παίζουν στις διάφορες σκηνές, και δεν θα δεις ποτέ Έλληνες να παίζουν εκεί μέσα.
Α.Μ.: Αυτό πηγάζει και από μία γενικότερη στροφή προς στην ξένη μουσική. Η νεότερη γενιά ακούει πολύ περισσότερο ξένη παρά ελληνική μουσική.
Α.Τ.: Είναι και οι καλλιτέχνες υπεύθυνοι για κάτι τέτοιο. Λείπει ο ελληνικός στίχος και το συλλογικό στοιχείο. Είμαστε αφημένοι ο καθένας στο δικό του σύμπαν και αυτισμό. Ο καθένας λέει: «εμένα αυτή είναι η δουλειά μου και σε όποιον αρέσει». Δεκτό και σεβαστό, αλλά μετά μην έχεις την απαίτηση να ανταποκριθεί το κοινό. Καλλιτέχνες που δεν ξεκίνησαν εμπορικά –βλέπε τον Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Παπάζογλου, τους Χειμερινούς Κολυμβητές– κατόρθωσαν να αποκτήσουν ένα ευρύ κοινό γιατί απευθύνθηκαν συλλογικά και δεν κλείστηκαν σε μια γυάλα.
Ανήκετε σε κάποια γενιά;
Α.Τ.: Αναπόφευκτα, γιατί εκφράζεις και έχεις οριστεί από τα πράγματα που έχουν ορίσει τους υπόλοιπους της γενιάς σου. Εμείς μεγαλώσαμε σε ένα μεταίχμιο, σε μια μετάβαση από το κοινωνικό στο ατομικό. Είμαστε μια γενιά που διαμορφωνόταν όταν κατέρρεε το Ανατολικό μπλοκ. Είδαμε ένα απίστευτο πέρασμα στην εξατομίκευση, στον καπιταλισμό, στην ελευθερία της αγοράς, στην παγκοσμιοποίηση, στην φιλελευθεροποίηση των πάντων, στο ότι κάθεσαι σπίτι σου και κάνεις chat. Αν θα έπρεπε να έχει ένα αιτούμενο η γενιά μας, είναι να ψάξουμε να βρούμε εκείνα που μας ενώνουν και όχι εκείνα που μας χωρίζουν.
Τι κάνει τις μέρες παράξενες;
Α.Μ.: Οι απλές, συνηθισμένες μέρες είναι και οι παράξενες. Ζούμε σε τέτοιους ρυθμούς και σε τέτοιο καθημερινό πανικό, όπου μια νορμάλ μέρα δίχως άγχος είναι μια παράξενη μέρα.
Τι κάνει τις μέρες παράξενες;
Α.Μ.: Οι απλές, συνηθισμένες μέρες είναι και οι παράξενες. Ζούμε σε τέτοιους ρυθμούς και σε τέτοιο καθημερινό πανικό, όπου μια νορμάλ μέρα δίχως άγχος είναι μια παράξενη μέρα.
Α.Τ.: Το όνομα και του γκρουπ και του δίσκου προήλθε από το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το «Βαλς της παράξενης μέρας». Ήταν μια παράξενη μέρα που είχα ζήσει, όπου συνέβησαν πολλά μικρά πραγματάκια που ήταν καινούργια και ελπιδοφόρα χωρίς να κραυγάζουν.
Στο δίσκο παρατήρησα μια κατήφεια, ίσως και θλίψη. Τι τις δημιουργεί;
Α.Μ.: Δεν υπάρχει περίπτωση να είμαι μες στην τρελή χαρά και να γράψω ένα τραγούδι. Όταν καθίσω να ασχοληθώ με ένα τραγούδι, θα πρέπει να είμαι προβληματισμένος, στεναχωρημένος, πάντως όχι χαρούμενος. Και μέσα από το τραγούδι νιώθω ότι λυτρώνομαι.
Υπάρχουν κοινωνικοί παράγοντες που ορίζουν αυτό το αίσθημα;
Α.Τ.: Αν μου έλεγες να διαλέξω ένα στίχο από τον δίσκο, θα διάλεγα το «Δεν είναι ανίκητη η ζωή κι ας μας νικά». Με απασχολεί το ζήτημα της πίστης, δηλαδή να βρίσκεις στα πράγματα και στους ανθρώπους τη δυνατότητά τους, και να πιστεύεις σ’ αυτήν. Προτιμώ να βλέπω τη ζωή ως μια σειρά δυνατοτήτων και όχι αποτελεσμάτων. Τα πράγματα πάντα μπορούν να γίνουν καλύτερα, και όταν δεν μπορούν, διατηρούν τουλάχιστον ένα απίστευτο ενδιαφέρον και μια έκπληξη μέσα τους.
Μπορεί ένας καλλιτέχνης να είναι ευτυχισμένος μέσα σε μια κοινωνία που δυστυχεί;
Α.Τ.: Αν σκεφτώ την κυβέρνηση που έχουμε, τα μέτρα που παίρνουν, τον προϋπολογισμό, τότε είμαι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Αν σκεφτώ ότι πίνω καφέ με τον Αντώνη, είμαι ευτυχισμένος. Είναι μια μόνιμη πάλη, σαν δύο ταύροι που τρίβουν τα κέρατά τους, και εκεί ακριβώς ξεπηδάει και αναβλύζει η τέχνη.
Συν-δημιουργείτε ένα τραγούδι ή γράφετε ξεχωριστά;
Α.Μ.-Α.Τ.: Όχι, η διαδικασία της δημιουργίας είναι κοινή. Έρχεται και ο Μάκης Παραδεισόπουλος, ο τρίτος της παρέας, και τα απογειώνει όλα με την ηλεκτρική κιθάρα του. Ο Μάκης έντυσε τα κομμάτια με ένα έντονο ροκ χρώμα και έδωσε πολλές ενορχηστρωτικές ιδέες. Η συνεισφορά του είναι πάρα πολύ σημαντική.
Ποιοι είναι οι άλλοι μουσικοί του δίσκου;
Α.Μ.-Α.Τ.: Η Ασπασία Μεταλλινού μας χάρισε τη φωνή της, ο Πέτρος Γιωρκάτζης έπαιξε βιολί, ο Αλέξανδρος Αλεξίου τύμπανα, οι Τάσος Ιωαννίδης και Βύρωνας Τσουράπης μπάσο, ο Γιάννης Κουτσουκέλης κιθάρα, η Ελένη Ρουσσινού ακορντεόν, και ο Νίκος Παπαδόπουλος μαντολίνο.
Σε κάποια τραγούδια ένιωσα την επιρροή ενός συνδυασμού Θανάση και Βασίλη Παπακωνσταντίνου…
Α.Τ.: Καλώς ή κακώς ανήκουμε σε μια γενιά που μεγάλωσε με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ερμηνευτές που έχουν περάσει ποτέ. Έχω πάει τουλάχιστον σε 50 συναυλίες του.
Α.Μ.: Και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι μια περίπτωση για τα δεδομένα της Ελλάδας. Έκανε την έκπληξη, με πράγματα καθαρά πειραματικά. Δεν γίνεται να μην επηρεάζεσαι από πράγματα που ακούς για χρόνια.
Πώς σας φαίνεται η μίξη ροκ και παραδοσιακών στοιχείων, όπως αντανακλάται και στο δικό σας τσάμικο «Μαύρα Νερά»;
Α.Μ.: Όταν κάτι γίνεται με σεβασμό και προσοχή, είναι μια ανάσα. Μέσα απ’ αυτό ίσως βρεις βήματα που θα σε πάνε λίγο πιο μπροστά. Αυτό το έχει κάνει ο Σαββόπουλος, οι Mode Plagal, και άλλοι.
Α.Τ.: Το έθνικ δεν μ’ αρέσει καθόλου. Εγώ σταμάτησα στο Σαββόπουλο γιατί δεν αναπαρήγαγε τον ήχο αλλά τον ξαναεφεύρε. Ο Μπάλος του δεν είναι ένας οποιοσδήποτε μπάλος στον οποίον φορέθηκαν ηλεκτρικές κιθάρες, αλλά παραπέμπει στο τι σημαίνει και τι έχει να πει ο μπάλος σήμερα. Το «μήλο μου κόκκινο» θα είναι πάντα ένα υπέροχο τραγούδι, και δεν προσθέτουμε τίποτα αν το παίξουμε με τριακόσιες ηλεκτρικές κιθάρες από πάνω. Το ζήτημα με την παράδοση είναι το πού χωράει στη ζωή μας και γιατί μας αφορά.
Το διαδίκτυο έχει βοηθήσει στη δουλειά σας;
Α.Μ.: Ναι, ειδικά το myspace. Υπάρχει μια κοινότητα εκεί, έχουμε αποκτήσει πολλούς φίλους που έρχονται στα live και επικοινωνούμε σχεδόν καθημερινά μαζί τους. Οι περισσότεροι είναι οι ίδιοι μουσικοί.
Βιοπορίζεστε από τη μουσική;
Α.Μ.-Α.Τ.: Όχι! Ο Μάκης έχει μαγαζί μουσικών οργάνων, ο Αντώνης είναι χρυσοχόος και ο Άρης είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Δεν είμαστε σίγουροι ότι δεν θα είχαμε κάνει συμβιβασμούς στη μουσική αν βιοποριζόμασταν απ’ αυτή. Τη μουσική δεν την είδαμε ποτέ ως επάγγελμα.
Τι θα θεωρήσετε επιτυχία στο μέλλον;
Α.Μ.: Επιτυχία θα είναι να αποκτήσουμε περισσότερους φίλους μέσα από αυτό τον δίσκο.
Α.Τ.: Επιτυχία είναι ήδη ότι δουλεύουμε μαζί και δεν είναι ο καθένας μόνος του. Το μαζί, αυτό είναι επιτυχία.
Το ορχηστρικό «Βαλς της παράξενης μέρας» παραπέμπει σε soundtrack, π.χ. του Yann Tiersen. Πώς τελειώνει η ταινία σας;
Α.Τ.: Τελειώνουμε τον δίσκο ανοιχτά, με μια δυνατότητα.
A.Μ.: Στο τέλος βρίσκεται κάποιος που θυμάται και νοσταλγεί ακούγοντας τον ήχο μιας φυσαρμόνικας. Κλείνει το τραγούδι, αυτός συνεχίζει, και η ιστορία μένει ανοιχτή.
Ποιες μνήμες και νοσταλγίες κουβαλάει αυτός ο άνθρωπος;
Α.Τ.: Νομίζω ότι κουβαλάμε μέσα μας πολλούς ανθρώπους και πολλές ηλικίες. Δεν ξέρω αν όλα όσα θυμόμαστε είναι πραγματικά, αλλά για να τα θυμόμαστε είναι εκεί.
Α.Μ.: Μπράβο Άρη! Θες να κάνουμε ένα δίσκο μαζί; (σ.σ.: γέλια).
7 σχόλια:
Δεν το έχω ακούσει το συγκρότημα, αν και στη συνέντευξη λένε τα "σωστά" πράγματα για να το κάνω στο μέλλον.
Κατερινούλα, τσέκαρε οπωσδήποτε και το cd τους. Πολύ καλή ελληνική ροκ, με ιδιαίτερες επιρροές.
Θα το πάρω.... Βασίλης και Θανάσης Παπακωνσταντίνου σε μίξη, ε; ωραίο ακούγεται.
τυχαία ανακάλυψα το blog. πολύ καλή δουλειά! χαίρομαι που σε ανακάλυψα
Kostakis, καλωσήρθες και σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Τα ξαναλέμε!
Κατερινούλα, μην παίρνεις τοις μετρητοίς τις αναγκαίες - και συχνά λανθασμένες - σχηματοποιήσεις μιας κουβέντας. Τα παιδιά κατάφεραν να βγάλουν τον δικό τους ήχο, σε εποχή πολύ δύσκολη για την ελληνική ροκ.
Και μια κριτική από το Αβόπολις:
http://www.avopolis.gr/greek/albums/default.asp?ID=5119
Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι πόσο απλοί και φιλικοί είναι οι τύποι. Φυσικά και δεν παίζει ρόλο αυτό το γεγονός στην αποτίμηση του καλλιτεχνικού αποτελέσματος, αλλά παίζει ρόλο στη δική μου, εξω-καλλιτεχνική ιεράρχηση. Φιλιά!
Το φαντάστηκα πως ήταν για τις ανάγκες της συνέντευξης.
Έχω σταματήσει να παίρνω το Δίφωνο χρόνια (ντροπή μου, το ξέρω) και δεν ήξερα πως γράφεις εκεί.
Όντας αναγνώστης του περιοδικού από το πρώτο τεύχος, νομίζω ότι βρίσκεται σε περίοδο ακμής. Η ύλη του και τα συνοδευτικά cd είναι υψηλής ποιότητας, αν και η τιμή παραμένει αποτρεπτικός παράγοντας για πολλούς εν δυνάμει αναγνώστες. Τσέκαρέ το και πες μου τη γνώμη σου! Φιλιά, ηρ.
Δημοσίευση σχολίου