Η νευρωσιακή εμμονή μου με τη Νατάσσα Μποφίλιου χτυπάει κυρίως καλοκαίρια. Πέρυσι, ας πούμε, ενώ έκανα διακοπές στη Σέριφο, πλήρης, με γυναικόπαιδα, κατοικίδια, τηγάνια και πετρογκάζ, μου τη βίδωσε και πέρασα τις μέρες μου διαβάζοντας και αντιγράφοντας ένα κείμενο της Μποφίλιου σχετικά με τον κινηματογράφο. Το άρθρο επιμελήθηκε η κυρία Μαρία Μαρκουλή, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "4essera", No 6, Καλοκαίρι 2008, σελ. 190-191. Ένα χρόνο μετά, το αναδημοσιεύουμε για όσους και όσες το έχασαν στην ορίτζιναλ εκδοχή του. Είπαμε, εμμονές είναι αυτές... εντάξει γιατρέ μου; ηρ. οικ.
Από το σχολείο με θυμάμαι να βγαίνω μία φορά την εβδομάδα με προορισμό σταθερά μια κινηματογραφική αίθουσα. Μέναμε στα βόρεια τότε και η έξοδος σήμαινε Village στο Μαρούσι. Με τη μαμά βλέπαμε πιο ποιοτικές ταινίες· με την παρέα είχαμε πιο ανοιχτές επιλογές. Έτσι, έχω δει πάρα πολλές ταινίες.
Μεγαλώνοντας άρχισε να μη μ’ αρέσει όλος αυτός ο πολύς κόσμος που γεμίζει τα multiplex και να προτιμώ πιο μικρές αίθουσες. Να θέλω το διάλειμμα στην ταινία· να θέλω να κουβεντιάζω για την ταινία. Εξάλλου, πριν πάω σινεμά, προετοιμάζομαι κατάλληλα· έχω διαβάσει ό,τι σχετικό έχει γραφτεί για το έργο – τέτοια λατρεία. Το σίγουρο είναι πως είτε είναι αισιόδοξη και χαρούμενη η ταινία είτε μελαγχολική βγαίνω από το σινεμά με μια διάθεση να θέλω να ξεκινήσω κάτι.
Συμβαίνει και κάτι άλλο. Μπαίνω στη θέση ενός ήρωα, διαλέγω ένα ρόλο και στο τέλος είναι σαν να έχω ζήσει ακόμη μια ζωή. Μελό αντιμετώπιση; Μπορεί. Το καλύτερό μου, για παράδειγμα, είναι οι παλιές, ασπρόμαυρες ρομαντικές ταινίες – ξενυχτούσα, όταν τις έβαζε παλιά το Seven X, για να τις δω. Γενικά, με γοητεύει οτιδήποτε το παλιό, αισθάνομαι ότι έχω κολλήσει σε περασμένες δεκαετίες – οι σημερινές ταχύτητες δεν με συγκινούν, ούτε ιδιαίτερα τα μοντέρνα πράγματα. Ας πούμε, μ’ αρέσουν πολύ οι αντίκες· αν είχα πολλά χρήματα, θα αγόραζα πολλές, θα έφτιαχνα το σπίτι μου όπως τα παλιά σπίτια, αυτά που ζούσαν οι μαμάδες και οι γιαγιάδες μας. Ίσως, να είμαι ρετρό άτομο τελικά, επειδή δεν μου αρέσει η έντονη ζωή ή τουλάχιστον ο συσχετισμός της έντονης ζωής με το να βγαίνει κάποιος κάθε βράδυ στα κλαμπ. Η ένταση για μένα έχει σχέση με το πάθος – τα πράγματα θέλουν το χρόνο τους για να αποκτήσουν συναισθηματική ένταση και προσωπικά θέλω χρόνο για να παθιαστώ. Γι’ αυτό, αν έπαιζα σε μια ταινία, θα διάλεγα να ήταν ταινία εποχής. Σ’ αυτές που η ιστορία τους λαμβάνει χώρα κάπου στο 1700 ή το 1800, με τους πρωταγωνιστές να φοράνε κοστούμια εποχής· οι ήρωες αυτών των ταινιών θέλουν το χρόνο τους, σκέφτονται πριν δράσουν, παθιάζονται σιγά σιγά. Δεν είναι τέλεια η Κέιτ Μπλάνσετ σε τέτοιους ρόλους; Είναι από τις αγαπημένες μου ηθοποιούς – κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη ηθοποιός της γενιάς της.
Είδα το Paris, je t’ aime πριν από λίγο καιρό – μ’ αρέσει πολύ ο γαλλόφωνος κινηματογράφος. Επιπλέον, λατρεύω τις σπονδυλωτές ταινίες, με τις παράλληλες ιστορίες να εξελίσσονται ή να μπλέκονται μεταξύ τους. Η συγκεκριμένη ταινία συνδύαζε αυτές τις δύο αγάπες μου. Βγαίνοντας, ένιωσα πως όλα τα ενδεχόμενα στη ζωή είναι ανοιχτά. Είδα ένα Παρίσι αλλιώτικο –όχι το Παρίσι των ονείρων-, αλλά το καθημερινό, με τα μειονεκτήματά του, όπου γίνονται παντού έργα, και ο καθένας προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τη ζωή του. Μετά, σκέφτηκα πόσο αγαπώ την Αθήνα. Τη λατρεύω. Γιατί να μην μπορούν να κάνουν μια τέτοια απλή ταινία και για την Αθήνα; Θέλω να δω μια απλή ελληνική ταινία και να συγκινηθώ. Αυτές οι ελληνικές ταινίες μου λείπουν· ούτε τα πολύπλοκα σενάρια ούτε η παράξενη φωτογραφία. Ταινίες που προσφέρουν συγκίνηση και δεν χρειάζονται εκατομμύρια για να γίνουν. Από τις ελληνικές μ’ άρεσε το Σπιρτόκουτο, γιατί έδειχνε πράγματα που συμβαίνουν· σ’ έβαζε μέσα στην ατμόσφαιρα, ζούσες την ένταση των ηρώων.
Εντάξει, η μουσική είναι η πρωταρχική μου αγάπη. Όμως, με κάποιο υποσυνείδητο τρόπο, ίσως να με έχει επηρεάσει και ο κινηματογράφος στον τρόπο που την αντιλαμβάνομαι. Να εξηγήσω καλύτερα: μεγάλωσα σε μια οικογένεια που άκουγε συνεχώς μουσική. Ο μπαμπάς μουσικός, με την κιθάρα του –είχε μια μπουάτ-, και πάντα έρχονταν φίλοι στο σπίτι και έκαναν πρόβες. Άκουγε Θεοδωράκη και Χατζιδάκι συνέχεια. Η μαμά άκουγε πολύ Αφροδίτη Μάνου, Αρλέτα…Όλες αυτές τις μουσικές, αλλά και άλλες που ανακάλυψα μόνη μου –και σε σχέση με αυτά που έλεγα παραπάνω-, καταλαβαίνω πως τις αγαπώ γιατί μου δημιουργούν εικόνες μ’ έναν κινηματογραφικό τρόπο. Μπορεί η διαφορά μεταξύ κινηματογράφου και μουσικής να είναι πως το σινεμά χρειάζεται σχεδόν 2 ολόκληρες ώρες για να σε ταξιδέψει είτε σε μέρη μακρινά είτε σε άλλες εποχές είτε να μιλήσει για ένα αίσθημα ή για την καθημερινότητα, ενώ η μουσική χρειάζεται λίγα λεπτά, μερικές νότες, μια φωνή ή μερικούς στίχους για να το καταφέρει. Όμως, όταν την ακούμε, δημιουργούμε κινηματογραφικές εικόνες. Κι εδώ βρίσκεται η εγγύτητά τους. Θα μπορούσα να πω πως μ’ αυτό τον τρόπο ταυτίζονται – για μένα τουλάχιστον!
Νατάσσα Μποφίλιου
Είδα το Paris, je t’ aime πριν από λίγο καιρό – μ’ αρέσει πολύ ο γαλλόφωνος κινηματογράφος. Επιπλέον, λατρεύω τις σπονδυλωτές ταινίες, με τις παράλληλες ιστορίες να εξελίσσονται ή να μπλέκονται μεταξύ τους. Η συγκεκριμένη ταινία συνδύαζε αυτές τις δύο αγάπες μου. Βγαίνοντας, ένιωσα πως όλα τα ενδεχόμενα στη ζωή είναι ανοιχτά. Είδα ένα Παρίσι αλλιώτικο –όχι το Παρίσι των ονείρων-, αλλά το καθημερινό, με τα μειονεκτήματά του, όπου γίνονται παντού έργα, και ο καθένας προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τη ζωή του. Μετά, σκέφτηκα πόσο αγαπώ την Αθήνα. Τη λατρεύω. Γιατί να μην μπορούν να κάνουν μια τέτοια απλή ταινία και για την Αθήνα; Θέλω να δω μια απλή ελληνική ταινία και να συγκινηθώ. Αυτές οι ελληνικές ταινίες μου λείπουν· ούτε τα πολύπλοκα σενάρια ούτε η παράξενη φωτογραφία. Ταινίες που προσφέρουν συγκίνηση και δεν χρειάζονται εκατομμύρια για να γίνουν. Από τις ελληνικές μ’ άρεσε το Σπιρτόκουτο, γιατί έδειχνε πράγματα που συμβαίνουν· σ’ έβαζε μέσα στην ατμόσφαιρα, ζούσες την ένταση των ηρώων.
Εντάξει, η μουσική είναι η πρωταρχική μου αγάπη. Όμως, με κάποιο υποσυνείδητο τρόπο, ίσως να με έχει επηρεάσει και ο κινηματογράφος στον τρόπο που την αντιλαμβάνομαι. Να εξηγήσω καλύτερα: μεγάλωσα σε μια οικογένεια που άκουγε συνεχώς μουσική. Ο μπαμπάς μουσικός, με την κιθάρα του –είχε μια μπουάτ-, και πάντα έρχονταν φίλοι στο σπίτι και έκαναν πρόβες. Άκουγε Θεοδωράκη και Χατζιδάκι συνέχεια. Η μαμά άκουγε πολύ Αφροδίτη Μάνου, Αρλέτα…Όλες αυτές τις μουσικές, αλλά και άλλες που ανακάλυψα μόνη μου –και σε σχέση με αυτά που έλεγα παραπάνω-, καταλαβαίνω πως τις αγαπώ γιατί μου δημιουργούν εικόνες μ’ έναν κινηματογραφικό τρόπο. Μπορεί η διαφορά μεταξύ κινηματογράφου και μουσικής να είναι πως το σινεμά χρειάζεται σχεδόν 2 ολόκληρες ώρες για να σε ταξιδέψει είτε σε μέρη μακρινά είτε σε άλλες εποχές είτε να μιλήσει για ένα αίσθημα ή για την καθημερινότητα, ενώ η μουσική χρειάζεται λίγα λεπτά, μερικές νότες, μια φωνή ή μερικούς στίχους για να το καταφέρει. Όμως, όταν την ακούμε, δημιουργούμε κινηματογραφικές εικόνες. Κι εδώ βρίσκεται η εγγύτητά τους. Θα μπορούσα να πω πως μ’ αυτό τον τρόπο ταυτίζονται – για μένα τουλάχιστον!
Νατάσσα Μποφίλιου
επιμέλεια: Μαρία Μαρκουλή
Περιοδικό 4essera, No 6, Καλοκαίρι 2008, σελ. 190-191.
Περιοδικό 4essera, No 6, Καλοκαίρι 2008, σελ. 190-191.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου