Επιστροφή στην Αθήνα με μια νέα στήλη, τις "Μουσικές του Κόσμου" αφιερωμένη στη συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένων μουσικών παραδόσεων. Τα κείμενα που θα δημοσιεύονται θα είναι είτε καινούργια-ανέκδοτα, είτε παλαιότερα που δεν υπάρχουν όμως στο διαδίκτυο. Αρχή με τον Ross Daly και αποσπάσματα από ένα εξαιρετικό εισαγωγικό του κείμενο για τη μουσική της Κρήτης, από το cd “Ross Daly – μουσική της Κρήτης", της FM Records (2004). Μ.Π.
"Η μουσική της Κρήτης είναι μια από τις πιο ζωντανές και ενεργές τοπικές μουσικές παραδόσεις της Ευρώπης σήμερα, παρά το γεγονός ότι είναι σχετικά άγνωστη εκτός Κρήτης. Μιλώντας με καθαρά μουσικά κριτήρια, η μουσική αυτή αντιστοιχεί σε ό,τι ακριβώς θα περίμενε κανείς, δεδομένης της γεωγραφικής θέσης της Κρήτης, δηλαδή στη μέση της Ανατολικής Μεσογείου. Ανήκει ξεκάθαρα στην ευρύτερη οικογένεια των τροπικών μουσικών παραδόσεων που χαρακτηρίζουν την περιοχή, και οι επιρροές άλλων γειτονικών μουσικών παραδόσεων είναι άμεσα αντιληπτές. Το βασικό όργανο της Κρητικής μουσικής σήμερα είναι η λύρα, ένα μικρό τοξωτό με τρεις χορδές που παίζεται κάθετα πάνω στο γόνατο (συχνά συγχέεται με την αρχαία λύρα σε μορφή άρπας, της Μινωικής Κρήτης, ένα όργανο το οποίο φαίνεται να μην έχει την παραμικρή συγγένεια με τη σύγχρονη λύρα). Η λύρα συνήθως συνοδεύεται από ένα μεγάλο λαούτο με μεταλλικές χορδές, αν και στην Κρήτη χρησιμοποιούνται και άλλα πολλά όργανα όπως το βιολί, η ασκομαντούρα (μια μικρή γκάιντα με διπλό αυλό), το σφυροχάμπιολο (μια μικρή καλαμένια φλογέρα), το μαντολίνο, το μπουλγκαρί (ένα νυκτό έγχορδο με μακρύ μπράτσο) και το νταουλάκι (ένα μικρό κρουστό σε σχήμα βαρελιού που παίζεται με μικρά ξύλα).
Η πρώτη γραπτή αναφορά στην Κρητική λύρα βρέθηκε σε κείμενο του 18ου αιώνα και πιστεύεται ότι το όργανο αυτό έφτασε στο νησί εκείνη την περίοδο, αν και αναφορές σχετικά με την ύπαρξή της σε άλλες περιοχές όπως η Θράκη, υπάρχουν ήδη από τον 10ο αιώνα (κάνοντας την έτσι ένα από τα πρώτα τοξωτά όργανα στην ιστορία). Μέσα από ιστορικά κριτήρια, είναι φανερό ότι οι μελωδίες της Κρητικής μουσικής, στην συντριπτική πλειοψηφία τους, χρησιμοποιούνταν ως συνοδεία του χορού, και θα παίζονταν συνήθως σε γιορτές όπως γάμοι, βαφτίσια και πανηγύρια. Ένα άλλο μέρος του ρεπερτορίου αποτελείται από αστικά τραγούδια, συχνά επηρεασμένα από τη μουσική της Μικράς Ασίας, ενώ ένα άλλο τμήμα της από τραγούδια της τάβλας γνωστά ως «ριζίτικα» με προέλευση τις ορεινές περιοχές της Δυτικής επαρχίας Χανίων. Τα τραγούδια αυτά ερμηνεύονταν συνήθως γύρω από ένα τραπέζι, χωρίς τη συνοδεία οργάνων, από έναν τραγουδιστή ο οποίος ξεκινούσε τη μελωδία, ενώ στη συνέχεια όλοι οι άλλοι συμμετέχοντες επαναλάμβαναν χορωδιακά αυτό που είχε τραγουδήσει ο πρώτος.
Ακόμα και σήμερα είναι δυνατόν να βιώσει κανείς την Κρητική μουσική μέσα στο «παραδοσιακό» της περιβάλλον, ωστόσο αυτό γίνεται όλο και πιο σπάνιο. Η ίδια η Κρήτη είναι μια κοινωνία που αλλάζει με εξαιρετικά γοργούς ρυθμούς, μέσα στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων ενδιαφέρεται έντονα να συμμετέχει πλήρως στην όλο και πιο πολύπλοκη σύγχρονη πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα ενδιαφέρεται εξίσου για την επιβίωση και τη δημιουργική ανάπτυξη των παραδόσεών της. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν προκύψει πολύ έντονα αμφιλεγόμενα θέματα που συζητιούνται από ανθρώπους τόσο σε πανεπιστημιακές αίθουσες όσο και στα καφενεία και που έχουν να κάνουν με το αν η παράδοση είναι απλώς ένα ενθύμιο του παρελθόντος το οποίο έχουμε την υποχρέωση να φρουρούμε και να διατηρούμε, ή αν αποτελεί μια δυναμική και δημιουργική διαδικασία η οποία έχει άμεση σχέση με το παρόν. Το γεγονός αυτό και μόνο είναι μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι η μουσική παράδοση της Κρήτης είναι ακόμα πολύ ζωντανή και ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι του νησιού δεν θα ήθελαν καθόλου να τη δουν να υποβαθμίζεται στη θέση μουσειακού αντικειμένου, αλλά ούτε και να απογυμνώνεται από την ταυτότητά της μέσα από τους κοινούς παρονομαστές της σύγχρονης παγκόσμιας pop κουλτούρας.
Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί μουσικοί στην Κρήτη έχουν πειραματιστεί με διάφορους τύπους ενορχήστρωσης, ενώ πολλές φορές έχουν εισάγει νέα όργανα από άλλες πηγές και γενικώς έχουν μια πολύ πιο ανοιχτή προσέγγιση στην παραδοσιακή τους μουσική από ότι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή παλιότερα. Κάποια από αυτά τα πειράματα έγιναν αποδεκτά, κάποια άλλα προκάλεσαν ανάμεικτες αντιδράσεις, ενώ άλλα έχουν απορριφθεί εντελώς. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό, αφού δεν είναι όλα τα πειράματα επιτυχή ούτε μπορούν να γίνουν άμεσα αποδεκτές όλες οι νέες ιδέες. Είναι ωστόσο πολύ σημαντικό ότι γενικώς η παραδοσιακή μουσική διατηρεί τη διάστασή της ως ζωντανή τέχνη και ότι δεν αντιμετωπίζεται ως φολκλορικό τεχνούργημα το οποίο καλούμαστε απλώς να μιμηθούμε. Το γεγονός ότι οι σύγχρονοι Κρητικοί μουσικοί είναι πρόθυμοι να επωμιστούν όλο το αναπόφευκτο ρίσκο που εμπλέκεται απαραίτητα στη διαδικασία της δημιουργικής τέχνης είναι από μόνο του εξαιρετικά ενθαρρυντικό και έχει πολύ μεγάλη σημασία για την εξασφάλιση της συνέχισης μιας πραγματικά ζωντανής παράδοσης".
(…)
Ross Daly
Χουδέτσι, 23 Φεβρουαρίου 2004
(από το cd “Ross Daly – μουσική της Κρήτης, FM Records 1697”)
Η πρώτη γραπτή αναφορά στην Κρητική λύρα βρέθηκε σε κείμενο του 18ου αιώνα και πιστεύεται ότι το όργανο αυτό έφτασε στο νησί εκείνη την περίοδο, αν και αναφορές σχετικά με την ύπαρξή της σε άλλες περιοχές όπως η Θράκη, υπάρχουν ήδη από τον 10ο αιώνα (κάνοντας την έτσι ένα από τα πρώτα τοξωτά όργανα στην ιστορία). Μέσα από ιστορικά κριτήρια, είναι φανερό ότι οι μελωδίες της Κρητικής μουσικής, στην συντριπτική πλειοψηφία τους, χρησιμοποιούνταν ως συνοδεία του χορού, και θα παίζονταν συνήθως σε γιορτές όπως γάμοι, βαφτίσια και πανηγύρια. Ένα άλλο μέρος του ρεπερτορίου αποτελείται από αστικά τραγούδια, συχνά επηρεασμένα από τη μουσική της Μικράς Ασίας, ενώ ένα άλλο τμήμα της από τραγούδια της τάβλας γνωστά ως «ριζίτικα» με προέλευση τις ορεινές περιοχές της Δυτικής επαρχίας Χανίων. Τα τραγούδια αυτά ερμηνεύονταν συνήθως γύρω από ένα τραπέζι, χωρίς τη συνοδεία οργάνων, από έναν τραγουδιστή ο οποίος ξεκινούσε τη μελωδία, ενώ στη συνέχεια όλοι οι άλλοι συμμετέχοντες επαναλάμβαναν χορωδιακά αυτό που είχε τραγουδήσει ο πρώτος.
Ακόμα και σήμερα είναι δυνατόν να βιώσει κανείς την Κρητική μουσική μέσα στο «παραδοσιακό» της περιβάλλον, ωστόσο αυτό γίνεται όλο και πιο σπάνιο. Η ίδια η Κρήτη είναι μια κοινωνία που αλλάζει με εξαιρετικά γοργούς ρυθμούς, μέσα στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων ενδιαφέρεται έντονα να συμμετέχει πλήρως στην όλο και πιο πολύπλοκη σύγχρονη πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα ενδιαφέρεται εξίσου για την επιβίωση και τη δημιουργική ανάπτυξη των παραδόσεών της. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν προκύψει πολύ έντονα αμφιλεγόμενα θέματα που συζητιούνται από ανθρώπους τόσο σε πανεπιστημιακές αίθουσες όσο και στα καφενεία και που έχουν να κάνουν με το αν η παράδοση είναι απλώς ένα ενθύμιο του παρελθόντος το οποίο έχουμε την υποχρέωση να φρουρούμε και να διατηρούμε, ή αν αποτελεί μια δυναμική και δημιουργική διαδικασία η οποία έχει άμεση σχέση με το παρόν. Το γεγονός αυτό και μόνο είναι μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι η μουσική παράδοση της Κρήτης είναι ακόμα πολύ ζωντανή και ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι του νησιού δεν θα ήθελαν καθόλου να τη δουν να υποβαθμίζεται στη θέση μουσειακού αντικειμένου, αλλά ούτε και να απογυμνώνεται από την ταυτότητά της μέσα από τους κοινούς παρονομαστές της σύγχρονης παγκόσμιας pop κουλτούρας.
Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί μουσικοί στην Κρήτη έχουν πειραματιστεί με διάφορους τύπους ενορχήστρωσης, ενώ πολλές φορές έχουν εισάγει νέα όργανα από άλλες πηγές και γενικώς έχουν μια πολύ πιο ανοιχτή προσέγγιση στην παραδοσιακή τους μουσική από ότι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή παλιότερα. Κάποια από αυτά τα πειράματα έγιναν αποδεκτά, κάποια άλλα προκάλεσαν ανάμεικτες αντιδράσεις, ενώ άλλα έχουν απορριφθεί εντελώς. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό, αφού δεν είναι όλα τα πειράματα επιτυχή ούτε μπορούν να γίνουν άμεσα αποδεκτές όλες οι νέες ιδέες. Είναι ωστόσο πολύ σημαντικό ότι γενικώς η παραδοσιακή μουσική διατηρεί τη διάστασή της ως ζωντανή τέχνη και ότι δεν αντιμετωπίζεται ως φολκλορικό τεχνούργημα το οποίο καλούμαστε απλώς να μιμηθούμε. Το γεγονός ότι οι σύγχρονοι Κρητικοί μουσικοί είναι πρόθυμοι να επωμιστούν όλο το αναπόφευκτο ρίσκο που εμπλέκεται απαραίτητα στη διαδικασία της δημιουργικής τέχνης είναι από μόνο του εξαιρετικά ενθαρρυντικό και έχει πολύ μεγάλη σημασία για την εξασφάλιση της συνέχισης μιας πραγματικά ζωντανής παράδοσης".
(…)
Ross Daly
Χουδέτσι, 23 Φεβρουαρίου 2004
(από το cd “Ross Daly – μουσική της Κρήτης, FM Records 1697”)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου