Το κείμενο που ακολουθεί είναι η απομαγνητοφώνηση μιας συνέντευξης με τον Θάνο Μικρούτσικο για τις ανάγκες ενός αφιερώματος στον Γιάννη Ρίτσο. Το αφιέρωμα που επιμεληθήκαμε με τον φίλο Σπύρο Αραβανή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Δίφωνο" (τεύχος 161, Μάιος 2009), με αφορμή τη συμπληρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή, και σύντομα θα αναδημοσιευτεί και στα Μ.Π. Όμως, παραθέτουμε ξεχωριστά τη συμβολή του Θάνου Μικρούτσικου, η οποία λόγω έλλειψης χώρου συμπεριλήφθηκε με περικοπές. Μακάρι, ο ιστορικός του μέλλοντος να βρει στο κείμενο που ακολουθεί μια πολύτιμη μαρτυρία για το έργο δύο μεγάλων εκπροσώπων του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.
ηρ.οικ.
-----
-----
Τον Ρίτσο τον γνώριζα σαν ποιητή από τα παιδικά μου χρόνια, γιατί η σχέση μου με την ποίηση είναι μια σχέση παράλληλη με τη μουσική. Ξεκίνησα μουσική τεσσάρων χρονών, το 1951 – γεννήθηκα το 1947 – και σχεδόν από τότε είχα σχέση με την ποίηση. Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν καθηγητής μαθηματικών, προοδευτικός άνθρωπος αλλά και γόνος αστικής οικογένειας, είχε μεγάλη σχέση με την ποίηση. Θυμάμαι ότι από 5-6 χρονών με έπαιρνε αγκαλιά το βράδυ, και αντί για παραμύθι μου απήγγειλε απ’ έξω, Καρυωτάκη, αλλά και Ρίτσο. Απ’ το δημοτικό εγώ ήξερα ποιήματα του Ρίτσου. Ήταν κι άλλες οι εποχές. Το γεγονός ότι ήμουν ένα παιδί που έπαιζε στην πλατεία ποδόσφαιρο, ήμουν πολύ αθλητικός τύπος, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έπαιζα στην Τετάρτη δημοτικού Σονάτες του Μπετόβεν. Αυτό δεν ήταν σε αντίφαση με τα υπόλοιπα, δεν ήμουν κανένας μικρομέγαλος. Είχα τη μουσική από τεσσάρων χρονών, και το ίδιο συνέβη με την ποίηση. Έτσι, στα εφηβικά μου χρόνια, ερχόμενος στην Αθήνα το 62’, ο Ρίτσος ήταν ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές. Από νωρίς πλάι στον Καρυωτάκη και τον Καβάφη, αν θέλετε ονόματα, και μια σειρά ποιητών που κακώς ονομάζονται ελάσσονες, Αλέξανδρος Μπάρας, Αντωνίου, Σαραντάρης, Χατζόπουλος, και ο Βιζυηνός που έχει γράψει τον καλύτερο στίχο όλων των εποχών και είναι και ένας ορισμός της σχιζοφρένειας, «μετεβλήθη εντός μου / ο ρυθμός του κόσμου». Δεν μου έμαθε τον Ρίτσο ο Θεοδωράκης με τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, αλλά είναι γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 τα έπαιζα σε καθημερινή βάση. Η περίπτωση του Ρίτσου έγινε ακόμα πιο οικεία απ’ αυτό το γεγονός.
Έγινε δικτατορία και σιγά σιγά εκτός από την τραγουδοποιία μου αρχίζει να μπαίνει και το ζήτημα της μελοποίησης στον τομέα της πειραματικής μουσικής. Το πρώτο μου τραγούδι ξεκίνησε το 1965, και μέχρι το 1969 θεωρώ αυτή την περίοδο μια περίοδο προδημοσίευσης, με τραγούδια κυρίως μιμητικά. Εκεί υπάρχουν και κάποια κομμάτια του Ρίτσου, αλλά συνηθίζω να λέω ότι από εκεί που ξεκινάω να θεωρώ την τραγουδοποιία μου ως δημοσιεύσιμη έχει έναρξη τον «Στρατώνα» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, που έγραψα το 1969 και ερμηνεύει η Μαρία Δημητριάδη στα «Τραγούδια της Λευτεριάς». Στον τομέα της πειραματικής μουσικής, αν και το πρώτο μου έργο είναι από το «Κόκκινο και Μαύρο» του Σταντάλ για πέντε φωνές, αμέσως μετά αρχίζω και δουλεύω κομμάτια του Ρίτσου. Εκεί πάνω, την ώρα που κάνω και κομμάτια τραγουδοποιητικά, αλλά και κομμάτια της λεγόμενης πειραματικής μουσικής (Δελτίο Ειδήσεων, Ασφυξία, Κιγκλίδωμα Ι), εκεί γνωρίζω τον Ρίτσο, νομίζω το 1973. Από εκείνο το σημείο μέχρι το θάνατό του, η σχέση είναι αδιατάρακτη, μεγάλης πολύ μεγάλης φιλίας, σεβασμού από τη μεριά μου, και αγάπης εκατέρωθεν. Αν με ρωτήσει κάποιος «ποιος είναι ο δάσκαλός σου;», εγώ θα πω «Γιάννης Ρίτσος». Κάναμε παρέα, τον έβλεπα εβδομαδιαίως.
Τον Ρίτσο τον αφορούσε πολύ εκείνο το κομμάτι του έργου του που για πολλούς λόγους δεν έβγαινε πολύ στην επιφάνεια εδώ στην Ελλάδα. Μέχρι τότε είχαν βγει τα περίφημα τραγούδια του Θεοδωράκη, το «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Λεοντή, και τα τιμούσε αυτά τα έργα και του άρεσαν πάρα πολύ. Εγώ του πήγαινα την «Ασφυξία» για χορωδία α καπέλα, ή το «Δελτίο Ειδήσεων» που είχε ηχογραφηθεί από μία παράσταση που κάναμε με τη Μαρία Δημητριάδη και τον Θόδωρο Δημητρίεφ επί δικτατορίας σε μια μπουάτ. Τον εντυπωσίαζε το γεγονός ότι υπήρχε ένας νέος συνθέτης που ασχολιόταν με εκείνο το κομμάτι του έργου του που δεν προβαλλόταν πολύ στην Ελλάδα.
Δάσκαλός μου. Οι συζητήσεις μας και οι συμβουλές του Ρίτσου προς εμένα είναι ακόμα και σήμερα αρχές πάνω στις οποίες πατάω. Εγώ γύρω στο 1969 γίνομαι παιδί της αβάν γκαρντ. Κρατούσα την επαφή με το τραγούδι αλλά τα περισσότερα μου έργα ήταν εκεί. Εμείς, η νέα φουρνιά της αβάντ γκαρντ, είχαμε ένα τεράστιο δίλλημα. Από τη μια μεριά, η πειραματική μουσική έλεγε «Μην υπολογίζεις τίποτα, να σ’ ενδιαφέρει κάθε φορά το πρωτότυπο και το νέο». Από την άλλη μεριά, ως παιδιά της μαχόμενης αριστεράς, μας ενδιέφερε η επαφή με τον κόσμο. Αυτά φαίνονταν δύο πράγματα που δεν μπορούσαν να συνδυαστούν. Ο ίδιος μου έλεγε ότι είναι νόμιμο να γράφεις για ό,τι σε καίει, είτε αυτό είναι σε μια δεδομένη στιγμή ο αγώνας, είτε είναι ο έρωτας, η εικόνα, και πάει λέγοντας. Αλλά πρόσεχε. Για ό,τι και να γράφεις, πρέπει να προσέχεις να είσαι πάντα σύγχρονος, να μην αναμασάς το παλιό, να μην έχεις πρόβλημα εάν σε κατανοήσουν ή όχι, να προσπαθείς κάθε φορά να κυνηγάς το καινούργιο και να σπας τα όριά σου. Αυτό το διατηρώ μέχρι σήμερα. Μου λένε «έγραψες πολιτικά τραγούδια το ’75, το ’77, το ’78…». Βεβαίως, τη «Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ», αλλά ποιο ήταν το πρότυπο του τραγουδιού εκείνη τη στιγμή; Ήταν το εμβατήριο, το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο. Και σήμερα ακόμα θα δείτε στη «Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ» με τα δύο κλαρινέτα πώς σπάει η κυκλική φόρμα του τραγουδιού… Αυτό ήταν πραγματικά συμβουλή του Ρίτσου, ήταν κατεύθυνση που μου έδωσε ο Γιάννης Ρίτσος και την έχω μέχρι σήμερα.
Η «Καντάτα για τη Μακρόνησο» που τέλειωσα το ’75 και βγήκε το ’76 έκλεισε εκείνο τον κύκλο το ’82 - ’83 στην Όπερα του Βερολίνου, στην Όπερα της Γλασκώβης και στη Βιέννη. Έγινε μια προσπάθεια συνδυασμού δύο διαφορετικών πραγμάτων. Υπάρχουν δεκαπέντε μέρη, από τα οποία τα οχτώ είναι ατονάλ, και κλείνουν με εφτά τονάλ τραγούδια το κάθε μέρος, σαν μια συμφωνία να κλείνει μια διαφωνία. Το έργο ήταν πολύ τολμηρό για την εποχή εκείνη. Από ορισμένους θεωρήθηκε μεγάλη τομή, από άλλους ότι ήταν μια μίξη στοιχείων που δεν έβγαλε κάπου. Ο Ρίτσος ήταν ενθουσιασμένος με τη δουλειά αυτή, θεωρούσε ότι εξέφραζε και την επικαιρικότητα του κειμένου αλλά προχώραγε και παραπέρα, καθώς είχα αποκαλύψει και πράγματα κοφτά, «Α’ Τάγμα, Β’ Τάγμα», με μια χορωδία, δύο πιάνα και κουαρτέτο εγχόρδων.
Μπορώ να σας πω και ένα αστείο που συνέβη πραγματικά. Αρχές ’77 είχε κάνει το ΚΚΕ μια συνεστίαση σε μια ταβέρνα στην Πατησίων. Κάποια στιγμή γύρω στις 2 βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα και βρήκα τον μακαρίτη τον Γρηγόρη Φαράκο, που ήταν το νούμερο δύο του ΚΚΕ. Βγαίνει ένας τύπος εβδομήντα χρονών και λέει «γεια σας σύντροφοι». «Σύντροφε Θάνο, μπράβο σου για τα Μακρονησιώτικα του σύντροφου Γιάννη». (Η «Καντάτα για τη Μακρόνησο» στηρίζεται στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Πέτρινος Χρόνος» και σε παρένθεση «Τα Μακρονησιώτικα»). «Πω, πω, τι μου θύμισες, και τον σκύλο μας τον Ντικ, ξέρεις πόσο τον αγαπούσαμε… ήταν για μας μια ανάσα». Άρχισε να λέει συγκινητικά πράγματα, πραγματικά συγκινητικά, και μόλις τελειώνει την κουβέντα του μου λέει: «Σύντροφε Θάνο, πρόσεχε. Οι αστοί δεν αστειεύονται. Που τον έχεις βγάλει αυτό τον δίσκο;». «Στη Λύρα». «Ποιος την έχει τη Λύρα;». «Ο Πατσιφάς». Κουνάει το κεφάλι του… «Αυτός ο Πατσιφάς… πρόσεχε, γιατί εγώ πήρα ένα δίσκο και για τρία-τέσσερα λεπτά έχει γρατζουνιές… στα τέσσερα λεπτά μπαίνει η Δημητριάδη, σου χαλάνε τους δίσκους στην αρχή!». Και γυρίζει ο Φαράκος, που ήταν από τους διανοούμενους του ΚΚΕ, και λέει «Εννοεί ο σύντροφος το κουαρτέτο εγχόρδων»…
Εγώ το δίλλημα «πρωτοπορία ή λαϊκότητα» δεν το έλυσα ποτέ εναντίον της τέχνης μου, και αυτό το πράγμα ικανοποιούσε αφάνταστα τον Γιάννη Ρίτσο, είτε επρόκειτο για μελοποίηση κειμένων του, είτε για μελοποίηση μετάφρασής του (όπως στην περίπτωση του Μαγιακόβσκι, είτε για άλλα έργα μου. Ασχολήθηκα πολύ με τη μελοποίηση Ρίτσου. Εκτός από την «Καντάτα για τη Μακρόνησο», είναι η «Ασφυξία» για χορωδία α καπέλα, τα «Σήματα» για χορωδία α καπέλα, αυτά τα δύο δεν έχουν εκδοθεί και μάλιστα η «Ασφυξία» είναι και ανεκτέλεστο έργο, το «Δελτίο Ειδήσεων», το «Κιγκλίδωμα Ι» που ήταν αρκετά δημοφιλές έργο της αβάντ γκαρντ μουσικής, η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», η δουλειά μου στη «Χρυσόθεμις», και στην όπερα «Επιστροφή της Ελένης» μία από τις έξι εικόνες του έργου είναι σε ποίηση Ρίτσου, από το ομώνυμο έργο «Ελένη».
Όταν με ρωτάνε «ποιους θεωρείς τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές», με πολύ μεγάλη άνεση λέω «Καβάφης, Ρίτσος». Δεν είναι θέμα προσωπικού γούστου, ούτε γνωριμίας με τον Ρίτσο. Μπορείς να πεις ότι δέκα Έλληνες ποιητές είναι σπουδαίοι ποιητές. Άντε, να κάνεις ένα ξεκαθάρισμα και να μιλήσεις για πέντε-έξι. Εγώ κάνω και ένα τελευταίο ξεκαθάρισμα και μιλάω για τον Καβάφη και τον Ρίτσο. Θεωρώ ότι για να μιλήσεις για κάτι που πια ξεπερνάει τα όρια του χρόνου που έζησε ένας ποιητής και του τόπου του, αυτό συμβαίνει όταν δημιουργείς έναν οικουμενικό κόσμο. Και ο Ρίτσος δημιουργεί έναν οικουμενικό κόσμο, όχι με ποιήματα όπως ο "Επιτάφιος", ο "Πέτρινος Χρόνος", το "Καπνισμένο Τσουκάλι" – μην παρεξηγηθώ, είναι μια στιγμή της ποίησής του πολύ σημαντική και πολύ συναισθηματικά δεμένη με αυτό τον λαό, εκφράζοντας μία συγκεκριμένη περίοδο και ένα συγκεκριμένο χώρο, και ένα συγκεκριμένο κομμάτι του λαού – αλλά με τα μεγάλα του ποιήματα, αυτά που υπάρχουν στην Τέταρτη Διάσταση, η Σονάτα του Σεληνόφωτος...
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λουί Αραγκόν όταν κυκλοφόρησε η Σονάτα του Σεληνόφωτος το 1957 είπε «Ιδού το μεγαλύτερο ποίημα του 20ου αιώνα». Η Χρυσόθεμις, η Ελένη, ο Ορέστης… υπάρχουν γύρω στα εφτά με οχτώ ποιήματα, αυτοί οι τεράστιοι μονόλογοι που κινούνται ανάμεσα στην ποίηση και τον θεατρικό μονόλογο δημιουργούν ένα τεράστιο κόσμο, οικουμενικό και εντελώς πρωτότυπο γιατί αυτό έγινε μόνο από τον Γιάννη Ρίτσο. Δεν είναι τυχαίο ότι στη λεγόμενη Δύση, πέρα από τις εκατοντάδες μεταφράσεις, σε διαβεβαιώνω ότι όταν το 1985 ένα μεγάλο θέατρο στις Βρυξέλλες έκανε τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, την ίδια στιγμή ήρθαν 10-15 καθηγητές πανεπιστημίου για να παρακολουθήσουν τη μετάφραση γιατί δίδασκαν τα ποιήματα του Ρίτσου. Εδώ, μόλις μετά βίας γνώριζαν την παραγωγή… Ο Ρίτσος παιζόταν δεκάδες, εκατοντάδες φορές στον δυτικό κόσμο, ακριβώς γιατί η ποίησή του δημιουργεί έναν οικουμενικό κόσμο. Ο Σεφέρης δεν το δημιουργεί, και όταν το δημιουργεί βλέπεις τη συγγένεια με τον Έλλιοτ. Το προβάδισμα που δίνω στον Ρίτσο δεν προέρχεται από την αγάπη μου γι’ αυτόν. Αυτός και ο Καβάφης έφτιαξαν έναν κόσμο, να γιατί πιστεύω ότι οι δυο τους είναι οι μεγαλύτεροι ποιητές των τελευταίων διακοσίων χρόνων.
Ο Ρίτσος κυνηγήθηκε πάρα πολύ. Αυτό το κυνήγι έσπασε μετά τη μεταπολίτευση, όταν με προτροπή του Γιώργου Σαββίδη τον έκαναν διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Εικοσιεφτά ολόκληρα χρόνια η περίφημη γενιά του ’30 είχε ρίξει ένα πέπλο σιωπής επάνω στον Ρίτσο. Είναι ντροπή, και το έχω πει μπροστά στον Αργυρίου, στον Μαρωνίτη, ότι πρέπει να ξαναγραφτεί η ιστορία της νεωτερικής ποίησης. Δεν μπορεί η νεωτερική ποίηση να έχει απ’ έξω τον Γιάννη Ρίτσο, ή να τον έχει στο σωρό. Είναι η ντροπή της ντροπής.
Άκου τι λέει η Μάρω Δούκα: «1979, υποψηφιότητα του Γιάννη Ρίτσου στη Σουηδική Ακαδημία για το Βραβείο Νόμπελ. Είχε κατατεθεί και είχε υποστηριχθεί εκείνη τη χρονιά, όπως και όλες τις προηγούμενες, από τους ξένους μελετητές, μεταφραστές και θαυμαστές του. Δούλευα τότε στις εκδόσεις Κέδρος της Νανάς Καλιανέση. Φθινόπωρο, κι εκεί ένα μεσημέρι πίσω από την πλάτη της είχαν συναντηθεί καμπόσοι Αθηναίοι διανοούμενοι – άλλοι πεθάναν εντωμεταξύ, άλλοι ακόμα ζουν επιτυχώς ελισσόμενοι. Είχαν συναντηθεί λοιπόν τυχαία εκεί στον τρίτο όροφο του κτιρίου όπου στεγάζονταν τα γραφεία του εκδοτικού, απομονώθηκαν σε μια μεριά σαν συνωμότες και συζητούσαν χαμηλόφωνα τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να σαμποτάρουν την υποψηφιότητα του Γιάννη Ρίτσου. ‘Δεν είναι δυνατόν’ τέντωσε ψιθυριστά τη φωνή του ο πιο μαχητικός, ο αριστερός της παρέας, ‘δεν είναι δυνατόν να πάρει Νόμπελ ο Ρίτσος, πρέπει να κάνουμε διάβημα στο Υπουργείο Εξωτερικών’. Κρυφάκουγα άθελά μου και είχα παγώσει. Φαντάσου το. Ορισμένοι απ’ αυτούς και ιδιαίτερα ο μαχητικός της παρέας δήλωναν μπροστά στο Ρίτσο – τους είχα δει με τα μάτια μου – αφοσιωμένοι και δουλοπρεπείς θαυμαστές του». Τι άλλο; Λέει πιο κάτω: «Πάνω και πέρα απ’ όλους μας, φίλους και εχθρούς, ο Ρίτσος ήταν από τους ανθρώπους που γεννιούνται για να ζήσουν μες στην αυτοκρατορική μοναξιά τους, κυρίαρχοι του κόσμου, στο έλεος ενός αηδονιού ψηλά που κελαηδεί αθέατο».
Απ’ την άλλη μεριά, το κόμμα που αγαπούσε τον Ρίτσο, το ΚΚΕ, δεν μπορούσε να κατανοήσει εκείνο το κομμάτι της ποίησης για το οποίο εκείνος ήταν μέγιστος. Θα σου πω κάτι που μου είχε πει ο ίδιος: «Στην τελευταία εξορία συνάντησα τον τάδε, το νούμερο δύο του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ τότε, και μου λέει: ‘Γεια σου ρε Ρίτσο, τα τρακτέρ σου είναι αμετακίνητα’. Γεια σου και σένα μπάρμπα-Κώστα, το κεφάλι σου είναι αμετακίνητο». Αντιλαμβάνεσαι ότι ο αγωνιστής του ΚΚΕ είχε μείνει εκεί και δεν είχε αντιμετωπίσει το μεγάλο κομμάτι της ποίησης του Ρίτσου, αυτό που του έδινε την παγκοσμιότητα και την οικουμενικότητα. Δεν παρεξηγώ - το λέω για τρίτη φορά - το άλλο κομμάτι του έργου του∙ βεβαίως και ο Ρίτσος είναι και στη Μακρόνησο, βεβαίως και είναι και στο Καπνισμένο Τσουκάλι, βεβαίως και είναι στον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη. Υπάρχει μία αδιατάρακτη συνέχεια. Εκείνο όμως το κομμάτι αφορούσε μια επικαιρικότητα και μία έκφραση ενός πόνου και του βασανισμού του κόσμου σε σχέση με μια συγκεκριμένη περίοδο. Το άλλο κομμάτι ξεφεύγει απ’ τα όρια και πραγματικά εκφράζει τον σύγχρονο άνθρωπο απ’ τη σκοπιά του Γιάννη Ρίτσου με έναν τρόπο απίστευτο. Αυτό το κομμάτι, το Κόμμα που τιμούσε τον Ρίτσο – και ο Ρίτσος τιμούσε το Κόμμα – δεν το κατάλαβε ποτέ. Εύχομαι να αλλάξει αυτό έστω και τώρα, από τις νεότερες γενιές.
Όταν μελοποιώ κείμενα, δεν τα μελοποιώ σε σχέση με το που θέλω να πάω εγώ μια δουλειά. Εγώ κοιτάω τι απαιτεί το κείμενο. Τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» και την «Καντάτα για τη Μακρόνησο» τα έκανα διαφορετικά γιατί το ίδιο το κείμενο απαιτούσε αυτή τη μεταχείριση. Προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω το κείμενο και να αποκαλύψω κρυμμένες πλευρές του – δεν μπορεί ένα μεγάλο ποίημα να είναι μονοεπίπεδο – αυτό που μου βγήκε στην «Ασφυξία» και στο «Κιγκλίδωμα Ι» έχει να κάνει με αυτό που περιέχεται εκεί, και βέβαια με την ιδιοσυγκρασία μου. Αυτό προέρχεται πάντα από το τι επιβάλλει το κείμενο. Σημαντικοί συνθέτες έχουν πάρει κείμενα και τα έχουν προσαρμόσει στον τρόπο τους. Κάποτε στο «Βήμα», ένας κριτικός που συμπαθούσε τη δουλειά μου είπε: «Η πρώτη μας ένσταση είναι ότι είναι αδύνατον να είναι ο Μικρούτσικος συνθέτης του Καββαδία, και είναι αδύνατον γιατί δεν μπορεί να είναι ο συνθέτης της «Μουσικής Πράξης στον Μπρεχτ» ο συνθέτης του Καββαδία». Του στέλνω ένα σημείωμα, όχι για να το δημοσιεύσει αλλά γιατί τον συμπαθούσα: «Φίλε… σε διαβεβαιώνω ότι είναι ο ίδιος συνθέτης, αλλά η μουσική του στον Μπρεχτ είναι διαφορετική από τη μουσική του στον Καββαδία, γιατί ο Μπρεχτ είναι διαφορετικός από τον Καββαδία». Τη δεκαετία του ’70 δεν μπορούσαν να με κατατάξουν. Αυτό το λέω γιατί –και αφορά τον Ρίτσο αυτό - το ποιητικό κείμενο πρέπει να το αντιμετωπίσεις όχι με τον τρόπο σου, αλλά με βάση την απαίτηση του κειμένου. Άρα, μελοποίησα έτσι τον Ρίτσο γιατί τα κείμενα αυτό απαιτούσαν.
Η βασική επιρροή του Ρίτσου που ισχύει εδώ και τριάντα έξι χρόνια σε μένα είναι αυτή που είπα στην αρχή: «Γράφε ό,τι σε καίει, αλλά να προσπαθείς ο τρόπος να είναι σύγχρονος και να προσπαθείς να σπάσεις τα όριά σου». Ο Ρίτσος ήταν ένα πρόσωπο που και μόνο η παρουσία του, μετά από τόσα χρόνια εξορίας, το να συνεχίζει να είναι στην πρωτοπορία της τέχνης του και αυτό να γίνεται κατανοητό σε όλη την Ευρώπη, αυτό σήμαινε ότι ο Ρίτσος ήταν ένας φάρος για όσους όπως εγώ έβλεπαν τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά και πριν γνωρίσω τον Ρίτσο, ήμουν για δέκα χρόνια, από έφηβος, από δεκατεσσάρων χρονών μέχρι τα εικοσιπέντε, ένας άνθρωπος της πολύ μαχόμενης αριστεράς, ήμουν στην άκρη του αριστερού φάσματος. Στα μπλοκ του ΕΚΚΕ κατέβαινα, αν και δεν ήμουν ποτέ μέλος του. Και με τον Ρίτσο κάναμε παρέα όντας στην άκρη του φάσματος. Πολλοί από τους ανθρώπους που εκτιμούσε ο Ρίτσος δεν ήταν μέλη του ΚΚΕ. Ο Ρίτσος είχε μια θαυμάσια σχέση με τον Γιάννη Χρήστου, με τον Μάνο Χατζιδάκι, με τον Γιάννη Τσαρούχη. Ο Ρίτσος λάτρευε τη Μάρω Δούκα, τη Χρύσα Προκοπάκη. Αυτός ήταν ο περίγυρός του. Ο ίδιος είχε επιλέξει και έμεινε μέχρι τέλους στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Δεν ήταν όμως οι επιλογές όσων έκανε παρέα κομματικά ορισμένες. Ήταν καθορισμένες από την ποιότητα της τέχνης και των υπολοίπων, έτσι όπως αυτός την εννοούσε.
Είναι απίστευτο. Συνηθίζουμε να λέμε «ο τάδε λείπει». Εγώ το αποφεύγω. Δύο άνθρωποι, ο Ρίτσος και ο Χατζιδάκις δεν μου λείπουν. Ξέρεις γιατί; Γιατί συνομιλώ καθημερινά μαζί τους. Θα ήθελα να τον είχα τώρα απέναντί μου, αλλά αυτό δεν με πληγώνει. Λέω βεβαίως… να μην του γνώριζα και τον γιο μου που είναι εφτά χρονών, να τον έβλεπε να τον χαϊδέψει. Αλλά η συνομιλία μαζί του είναι καθημερινή. Επανέρχομαι συνεχώς στα κείμενά του, καθημερινά. Αν κάτι άλλο μου έμαθε ο Ρίτσος, είναι η πειθαρχία της εργασίας, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και σ’ αυτό χτυπήθηκε, ότι έγραψε πολλά. Πουθενά δεν έγραψε πολλά. Για μένα όλα ήταν τα αποτυπώματα κάθε στιγμής∙ κάποιο μπορεί να είναι μεγαλύτερο, κάποιο μικρότερο, κάποιο μέγιστο. Αυτή ήταν η δουλειά του∙ το μυαλό του, η καρδιά του και το χέρι του ήταν απόλυτα συνδεδεμένα. Ένας άνθρωπος λιτός, πραγματικά, εκπληκτικός, που του οφείλω τις βασικές αρχές με τις οποίες έκανα και τότε, και μετά, την καλλιτεχνική μου πορεία.
Θάνος Μικρούτσικος