Σοφία Παπάζογλου:
«Δεν υπάρχουν φωτισμένοι άνθρωποι, ανοιχτές ψυχές»
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ, αρ. 977, 27 Σεπτεμβρίου 2009)
Εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, η Σοφία Παπάζογλου κινείται με ευχέρεια τόσο στο «έντεχνο» όσο και στο λαϊκό τραγούδι, τόσο στη δισκογραφία όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις της. Στην αθόρυβη αλλά αξιοπρεπέστατη πορεία της, έχει ήδη καταγράψει σημαντικές δισκογραφικές συνεργασίες με συνθέτες όπως ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Μανώλης Πάππος, ο Γιώργος Ζήκας και ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος. Πρόσφατα, εκδόθηκε ο δίσκος «Ένα παράξενο ταξίδι», όπου η Παπάζογλου συναντά τον κιθαρίστα Βασίλη Κετεντζόγλου και τον ακορντεονίστα Ντάσο Κούρτι σε ένα μουσικό ταξίδι με πολλούς, παλιούς αλλά και νεότερους σταθμούς.
Πώς άρχισε το ταξίδι που κατέληξε στο «Παράξενο ταξίδι»;
Πριν από μερικά χρόνια, λίγο πεσμένη από τα προγράμματα των μουσικών σκηνών όπου λέμε συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Να μπορώ να πω τραγούδια από τη δισκογραφία μου, που δε μου δίνεται η δυνατότητα εκτός από 2-3 να πω στα μαγαζιά, αλλά και τραγούδια διαφορετικά απ’ αυτά με τα οποία με ξέρει ο κόσμος, από τα λαϊκά και τα Σμυρνέικα. Αγαπώ πολύ τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι, τραγούδια του Σαββόπουλου, του Θεοδωράκη, τη τζαζ, και ήθελα να κάνω ένα πρόγραμμα με τραγούδια που γουστάρω. Τον Ντάσο Κούρτι τον ξέρω πολλά χρόνια, και ξέρω ότι είναι πολύ καλός συνεργάτης και καταπληκτικός ακορντεονίστας. Τον Βασίλη Κετεντζόγλου τον γνώρισα από συναυλίες που κάναμε με τον Χρήστο Τσιαμούλη, είναι εξαιρετικός κιθαρίστας, παίζει κλασική κιθάρα και προτιμώ την κλασική κιθάρα από την ακουστική, ακόμα και στα λαϊκά. Τους είπα τι ήθελα να κάνω, η πρωτοβουλία ήταν δική μου, υπάρχει μια κοινή οπτική και αισθητική για το τραγούδι και αποφασίσαμε να το κάνουμε, αρχικά στο «Αλάβαστρον» με πολύ λίγα άτομα. Είναι ένα δύσκολο πρόγραμμα για το ευρύ κοινό, αν και από πέρυσι που παίξαμε στον «Πυρήνα» δύο διήμερα υπήρχε ανταπόκριση απ’ το κοινό σε τραγούδια όπως η «Πρωτομαγιά» του Σαββόπουλου και η «Παναγία των Πατησίων» του Χατζιδάκι. Σε μια στιγμή σκέφτηκα: «δεν τα κάνουμε τα τραγούδια ένα cd;» Τα τραγούδια δοκιμάστηκαν ζωντανά δύο χρόνια.
Με ποια κριτήρια επιλέξατε τα τραγούδια του cd;
Το βασικό κριτήριο ήταν να τα γουστάρουμε να τα παίζουμε, και να έχουν ενδιαφέρον μουσικό τόσο για τους μουσικούς όσο και για μένα, να μπορώ να τα τραγουδήσω με τη ψυχή μου.
Τα τραγούδια, εκτός από δύο, είναι επανεκτελέσεις. Αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή, ή δείχνει και την έλλειψη αξιόλογων δημιουργών;
Όχι, υπάρχουν αξιόλογοι συνθέτες και τραγουδοποιοί αλλά δεν υποστηρίζονται, δεν έχουν διέξοδο. Βέβαια, υπάρχει και το άλλο: οι πάντες γράφουν τραγούδια, έχει λίγο απαξιωθεί η δουλειά αυτή, ο καθένας νομίζει ότι μπορεί να γράψει ένα τραγούδι. Μέσα σ’ αυτό το συρφετό, χάνεται και ο αξιόλογος δημιουργός. Η επανεκτέλεση έχει μια σιγουριά, υπάρχει μια ευκολία σ’ αυτό, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ειν’ έτσι. Δεν λέω το «Δεν θα ξαναγαπήσω», ούτε το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» που υπάρχουν σε δεκαπέντε χιλιάδες επανεκτελέσεις τα τελευταία χρόνια. Αυτά είναι σιγουριά, γιατί είναι ήδη σουξέ. Αντίθετα, τα τραγούδια του νέου δίσκου είναι χαρακτηρισμένα δύσκολα, όπως τα «Περβόλια» του Μπιθικώτση, π.χ., με ερμηνείες και εποχές πολύ ιδιαίτερες, φορτισμένες. Δεν έκανα την ευκολία μου, παρά μόνο από την άποψη ότι τα παιδιά έπαιζαν ήδη τα τραγούδια και δεν χρειάστηκε να περάσουμε πολύ καιρό στο στούντιο.
Τον δίσκο χαρακτηρίζει η ενορχηστρωτική λιτότητα, ένα ακορντεόν, μια κιθάρα, χωρίς μπουζούκι, κλπ. Σας διευκολύνει αυτό;
Η επιλογή του μπουζουκιού θα το έκανε πολύ μπανάλ. Το ακορντεόν είναι ένα όργανο σολιστικό, αλλά και με αρμονία, με όγκο. Από την άλλη, ο Βασίλης παίζει την κλασική κιθάρα με τον δικό του τρόπο, έχει μια ιδιαιτερότητα. Στο δίσκο ακούγονται τα πάντα καθαρά, ενώ στη μεγάλη ορχήστρα χάνονται τα ηχοχρώματα, ακόμα και η φωνή χάνεται ορισμένες φορές. Εδώ δεν συνέβη αυτό.
Πριν από μερικά χρόνια, λίγο πεσμένη από τα προγράμματα των μουσικών σκηνών όπου λέμε συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Να μπορώ να πω τραγούδια από τη δισκογραφία μου, που δε μου δίνεται η δυνατότητα εκτός από 2-3 να πω στα μαγαζιά, αλλά και τραγούδια διαφορετικά απ’ αυτά με τα οποία με ξέρει ο κόσμος, από τα λαϊκά και τα Σμυρνέικα. Αγαπώ πολύ τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι, τραγούδια του Σαββόπουλου, του Θεοδωράκη, τη τζαζ, και ήθελα να κάνω ένα πρόγραμμα με τραγούδια που γουστάρω. Τον Ντάσο Κούρτι τον ξέρω πολλά χρόνια, και ξέρω ότι είναι πολύ καλός συνεργάτης και καταπληκτικός ακορντεονίστας. Τον Βασίλη Κετεντζόγλου τον γνώρισα από συναυλίες που κάναμε με τον Χρήστο Τσιαμούλη, είναι εξαιρετικός κιθαρίστας, παίζει κλασική κιθάρα και προτιμώ την κλασική κιθάρα από την ακουστική, ακόμα και στα λαϊκά. Τους είπα τι ήθελα να κάνω, η πρωτοβουλία ήταν δική μου, υπάρχει μια κοινή οπτική και αισθητική για το τραγούδι και αποφασίσαμε να το κάνουμε, αρχικά στο «Αλάβαστρον» με πολύ λίγα άτομα. Είναι ένα δύσκολο πρόγραμμα για το ευρύ κοινό, αν και από πέρυσι που παίξαμε στον «Πυρήνα» δύο διήμερα υπήρχε ανταπόκριση απ’ το κοινό σε τραγούδια όπως η «Πρωτομαγιά» του Σαββόπουλου και η «Παναγία των Πατησίων» του Χατζιδάκι. Σε μια στιγμή σκέφτηκα: «δεν τα κάνουμε τα τραγούδια ένα cd;» Τα τραγούδια δοκιμάστηκαν ζωντανά δύο χρόνια.
Με ποια κριτήρια επιλέξατε τα τραγούδια του cd;
Το βασικό κριτήριο ήταν να τα γουστάρουμε να τα παίζουμε, και να έχουν ενδιαφέρον μουσικό τόσο για τους μουσικούς όσο και για μένα, να μπορώ να τα τραγουδήσω με τη ψυχή μου.
Τα τραγούδια, εκτός από δύο, είναι επανεκτελέσεις. Αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή, ή δείχνει και την έλλειψη αξιόλογων δημιουργών;
Όχι, υπάρχουν αξιόλογοι συνθέτες και τραγουδοποιοί αλλά δεν υποστηρίζονται, δεν έχουν διέξοδο. Βέβαια, υπάρχει και το άλλο: οι πάντες γράφουν τραγούδια, έχει λίγο απαξιωθεί η δουλειά αυτή, ο καθένας νομίζει ότι μπορεί να γράψει ένα τραγούδι. Μέσα σ’ αυτό το συρφετό, χάνεται και ο αξιόλογος δημιουργός. Η επανεκτέλεση έχει μια σιγουριά, υπάρχει μια ευκολία σ’ αυτό, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ειν’ έτσι. Δεν λέω το «Δεν θα ξαναγαπήσω», ούτε το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» που υπάρχουν σε δεκαπέντε χιλιάδες επανεκτελέσεις τα τελευταία χρόνια. Αυτά είναι σιγουριά, γιατί είναι ήδη σουξέ. Αντίθετα, τα τραγούδια του νέου δίσκου είναι χαρακτηρισμένα δύσκολα, όπως τα «Περβόλια» του Μπιθικώτση, π.χ., με ερμηνείες και εποχές πολύ ιδιαίτερες, φορτισμένες. Δεν έκανα την ευκολία μου, παρά μόνο από την άποψη ότι τα παιδιά έπαιζαν ήδη τα τραγούδια και δεν χρειάστηκε να περάσουμε πολύ καιρό στο στούντιο.
Τον δίσκο χαρακτηρίζει η ενορχηστρωτική λιτότητα, ένα ακορντεόν, μια κιθάρα, χωρίς μπουζούκι, κλπ. Σας διευκολύνει αυτό;
Η επιλογή του μπουζουκιού θα το έκανε πολύ μπανάλ. Το ακορντεόν είναι ένα όργανο σολιστικό, αλλά και με αρμονία, με όγκο. Από την άλλη, ο Βασίλης παίζει την κλασική κιθάρα με τον δικό του τρόπο, έχει μια ιδιαιτερότητα. Στο δίσκο ακούγονται τα πάντα καθαρά, ενώ στη μεγάλη ορχήστρα χάνονται τα ηχοχρώματα, ακόμα και η φωνή χάνεται ορισμένες φορές. Εδώ δεν συνέβη αυτό.
Δεν φοβάστε τη σύγκριση με τον Μπιθικώτση;
Δεν είπα τα τραγούδια για να συγκριθώ με τον Μπιθικώτση ή την Ella Fitzgerald, ούτε για να αποδείξω τίποτα σε κανέναν, γιατί αυτό θα ήταν φτηνό, εγωκεντρικό και ανόητο εκ μέρους μου. Η τέχνη δεν έχει ανάγκη από τέτοια φτηνά κίνητρα αλλά από αλήθεια, βάθος και πάθος. Βάζω τη δική μου ψυχή, όπως και οι μουσικοί τη δική τους, και νομίζω ότι τα υποστηρίζω αξιοπρεπώς. Η αξιοπρέπεια είναι για μένα είναι πολύ σημαντική, και στο τραγούδι, και στη ζωή.
Κοιμούνται… δεν υπάρχουνε. Παλιότερα, το ’50, το ’60, ακόμα και τη δεκαετία του’80, υπήρχαν παραγωγοί καλοί στην Ελλάδα, οι οποίοι μπορούσαν να ακούσουν μια φωνή, να βρουν κάτι σε έναν τραγουδιστή ή δημιουργό και να τον βοηθήσουν. Τώρα όλοι θέλουν τη σίγουρη λύση. Το cd το πήγα στον «Μετρονόμο» απ’ την αρχή. Αν το πήγαινα αλλού, θα το εξέδιδαν, αλλά δεν ήθελα να ασχοληθώ, δεν ήθελα να τους κάνω τη χάρη. Οι άλλοι ας συνεχίσουν να βγάζουν αυτά που βγάζουνε, τραγούδια ποπ, λαϊκο-ποπ, σκυλο-ποπ, εντεχνο-ποπ… Έχω χάσει τον μπούσουλα!
Δεν ξέρω …εξαφανίστηκαν; Υπάρχει μια γενικότερη βλακεία που κυκλοφορεί στην κοινωνία. Δεν υπάρχουν φωτισμένοι άνθρωποι, δεν υπάρχουν ανοιχτές ψυχές. Όλοι θέλουν το σίγουρο, γιατί είναι φοβισμένοι. Όλοι θέλουν τη μεγάλη επιτυχία, να τους προσκυνάει όλος ο κόσμος.
Στη δισκογραφία είσαι από το 1996, αλλά και πριν εμφανιζόσασταν σε μουσικές σκηνές στη Θεσσαλονίκη. Όλα αυτά τα χρόνια βλέπετε αλλαγές στο κοινό; Κάνετε συγκρίσεις;
Το κοινό της Αθήνας είναι καλύτερο απ’ αυτό της Θεσσαλονίκης. Στη Θεσσαλονίκη έχουν μείνει δύο μόνο σκηνές οι οποίες επιβιώνουν με δυσκολία. Δεν υπάρχουν εναλλακτικές στη Θεσσαλονίκη.
Δεν πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι ιδιαίτερο στη Θεσσαλονίκη. Δεν υπάρχει τελικά η «Σχολή» της Θεσσαλονίκης;
Εγώ δεν έχω κανένα πτυχίο απ’ αυτή τη σχολή! Ξέρεις τι ιδιαίτερο έχει; Πολλούς πρόσφυγες και λαϊκούς ανθρώπους. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που άκουγαν όλοι Γαβαλά και Καζαντζίδη, οι άνθρωποι είχαν και έχουν μια αυθεντικότητα. Εδώ οι Αθηναίοι είναι πιο σνομπ, αλλά και πιο κουλτουριάρηδες. Οι Θεσσαλονικείς κουβαλούν ένα βάρος, τον πόνο της προσφυγιάς ίσως.
Υπήρξατε παιδί μεταναστών, γεννημένη στις Βρυξέλλες. Αλήθεια, πώς αντιμετωπίζετε όλη αυτή τη φιλολογία γύρω από τους μετανάστες; Είναι πρόβλημα, ή έχουν προβλήματα;
Κλέφτες υπάρχουν Αλβανοί, όπως υπάρχουν και Έλληνες. Οι μετανάστες έχουν πρόβλημα επιβίωσης, και όταν κλέβουν, κλέβουν για να ζήσουν. Αλλά οι μεγαλύτεροι κλέφτες ξέρουμε ποιοι είναι: οι πολιτικοί και οι μεγαλοεπιχειρηματίες.
Οι εμπειρίες της προσφυγιάς και της μετανάστευσης εντυπώθηκαν μέσα σας;
Ο πατέρας μου έφυγε στο εξωτερικό, οι γονείς μου γνωρίστηκαν στις Βρυξέλλες. Είχε πολύ πόνο και πολύ κλάμα όλο αυτό, και μ’ έχει κάπως κουράσει. Όμως, μου έχει αφήσει και ένα παράπονο, που είναι απαραίτητο για να βγάλεις την ψυχή σου όταν τραγουδάς.
Έχετε συνεργαστεί με Ινδούς, Κούρδους, Ισπανούς μουσικούς, τώρα με τον Ντάσο Κούρτι από την Αλβανία. Έχει πατρίδα η μουσική;
Δεν έχει πατρίδα η μουσική. Και σ’ αυτό τον δίσκο, αυτό θέλω να δείξω. Μου αρέσουν οι μουσικές από τα Αραβικά μέχρι τα φλαμένκο. Το καθένα έχει την ομορφιά του, τη δική του συγκίνηση, το δικό του ταξίδεμα. Λαϊκή τραγουδίστρια είμαι, στον επόμενο δίσκο λαϊκά τραγούδια θα πω, αλλά θέλω να έχω την ελευθερία να πω κι άλλα πράγματα.
Την αφορούν μια λαϊκή τραγουδίστρια τα προβλήματα του λαού;
Με αφορούν τα προβλήματα του λαού, όπως μας αφορούν όλους. Σκεφτόμαστε τον διπλανό μας που μπορεί να μην έχει να φάει, σε έναν ευρύτερο κοινωνικό προβληματισμό.
Ενσωματώνεται αυτός ο προβληματισμός στο ελληνικό τραγούδι;
Όχι. Από την πλευρά του έντεχνου, πιο πολύ ασχολούμαστε με τα υπαρξιακά μας.
Αν κάποιος τρίτο πάρει το «Ένα παράξενο ταξίδι», σε ποιο τραγούδι θα συναντήσει πληρέστερα τη Σοφία Παπάζογλου;
Το αγαπημένο μου είναι τα «Περβόλια». Πολλές φορές δεν μπορώ να το πω ως το τέλος, γιατί με πιάνουν τα κλάματα. Περιγράφει την ιστορία του στρατιώτη που παλεύει με τον χάρο στα περιβόλια: «Για το μέτωπο σαν έφυγα μανούλα / εσύ δεν ήρθες να με δεις / ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τρένο / που με πήγε περ’ απ’ τη ζωή». Απίστευτο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου