Πεντάγραμμη απαισιοδοξία
του Κωστή Παπαγιώργη
Αθηνόραμα, 3-10 Ιανουαρίου 2008, τεύχος 399, σελ. 15.
"Όσοι διαπιστώνουν την παρακμή του ντόπιου τραγουδιού λίγο πολύ ασκούνται στο οξύμωρο. Το τραγούδι πήρε την κατηφόρα, παρότι οι νέοι τραγουδιστές λανσάρονται κατά σμήνη. Ο κόσμος σιχάθηκε την προχειρότητα, αν και δεν υπάρχει αυτοκίνητο ή σπίτι χωρίς «ενημερωμένη» σιντιοθήκη. «Τραγούδια» γράφονται πολλά, τραγούδι σχεδόν κανένα. Είναι τυχαίο το ότι και οι υφασματάδες στην Αιόλου στήνονται στις πόρτες λόγω αναδουλειάς και νοσταλγούν την εποχή που ο κόσμος έραβε κοστούμια, ακόμα και πουκάμισα, ενώ τώρα τους έφαγαν τα μοντέρνα ετοιματζίδικα; Είναι φανερό. Οι παλιοί καλοί τρόποι φαλίρισαν.
Πώς γλένταγε ο κοσμάκης παλιά; Στα πανηγύρια. Εκεί, με νταούλια, βιολιά και κλαρίνα, «χάλαγε» ο συμβατικός κόσμος και ξαναστηνόταν ο κόσμος της καρδιάς. Ακόμα και σήμερα βλέπεις πιτσιρικάδες με καρφάκια στα χείλια και κατεβασμένα παντελόνια ως τα γόνατα να κάθονται εκστασιασμένοι μπροστά στους κλαρινιτζήδες. Όσο για τους μεγάλους, ακούνε τα ηπειρώτικα και ντρέπονται για τα ρηχά –πλέον- αφτιά τους. Τι έγινε στο μεταξύ; Ο κόσμος σκάρτεψε; Όλα πήγαν κατά διαβόλου;
Το ’48, όταν ο Μάνος παρουσίασε τον Βαμβακάρη και την Μπέλλου στο πανελλήνιο, ουσιαστικά έβαλε το μπoυζούκι να μαλώσει με το κλαρίνο και τις μελωδίες. Ο γόνιμος καυγάς κράτησε χρόνια, η Αριστερά μεταμορφώθηκε σε μουσική παράταξη, οι ορχήστρες και τα πάλκα τίμησαν τη δουλειά τους, με αποτέλεσμα οι επαΐοντες να πούνε: ένα το κρατούμενο, έχουμε ελληνικό τραγούδι. Αλλά μέχρι πότε; Το «πότε» και το «ποτέ» διαφέρουν μόνο κατά ένα τόνο. Και ο τόνος δεν είναι δύσκολο να αλλάξει. Στον προικισμένο μουσικό την έχουν στημένη εκατοντάδες τριτοκλασάτοι για να τον απομιμηθούν. Τα ίδια δεν παθαίνει και η μαγιά; Από τη στιγμή που η μεταχουντική κοινωνία μας προβιβάστηκε καταναλωτικά, η λιμάρικη δευτεράντζα σήκωσε άγριο κεφάλι και πήρε θέση μάχης. Άλλωστε, το πλαστογραφημένο χαρτονόμισμα σε τι διαφέρει από το αυθεντικό; Μόνο σε κάτι αδιόρατες κουκίδες, κάποια υδατόσημα. Πάνε λοιπόν οι κουκίδες, πάνε και τα βαρετά υδατόσημα.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν ξεχωρίζουμε πια το τραγούδι από τα παρατράγουδα. Το σκάρτο είναι εύκολο, γι’ αυτό κυριαρχεί. Το «περιθώριο» σίγησε, οι κοινωνικές απελπισίες συμβιβάστηκαν, οι τραγουδίστριες γδύθηκαν, τα έξυπνα μικρόφωνα υποκατέστησαν τις φωνές, οι πίστες μεταφέρθηκαν ατόφιες στην τηλεόραση, τα μπουζούκια έγιναν χρυσοφόρα ζητιανόξυλα, ο μπόσικος ακροατής –χαζολυπημένος και χαζοχαρούμενος- κυριάρχησε πάνω στο ίδιο το τραγούδι. Αφού κόβει μονέδα, τι άλλο θέλουμε; Όταν ψευτίζει η επιθυμία, υπερψευτίζει κι εκείνο που την ικανοποιεί. Έτσι, όχι μόνο χάσαμε την τραυματική αίσθηση του πηγαίου, αλλά ειρωνευόμαστε και κείνους που την «έχουν»."
του Κωστή Παπαγιώργη
Αθηνόραμα, 3-10 Ιανουαρίου 2008, τεύχος 399, σελ. 15.
"Όσοι διαπιστώνουν την παρακμή του ντόπιου τραγουδιού λίγο πολύ ασκούνται στο οξύμωρο. Το τραγούδι πήρε την κατηφόρα, παρότι οι νέοι τραγουδιστές λανσάρονται κατά σμήνη. Ο κόσμος σιχάθηκε την προχειρότητα, αν και δεν υπάρχει αυτοκίνητο ή σπίτι χωρίς «ενημερωμένη» σιντιοθήκη. «Τραγούδια» γράφονται πολλά, τραγούδι σχεδόν κανένα. Είναι τυχαίο το ότι και οι υφασματάδες στην Αιόλου στήνονται στις πόρτες λόγω αναδουλειάς και νοσταλγούν την εποχή που ο κόσμος έραβε κοστούμια, ακόμα και πουκάμισα, ενώ τώρα τους έφαγαν τα μοντέρνα ετοιματζίδικα; Είναι φανερό. Οι παλιοί καλοί τρόποι φαλίρισαν.
Πώς γλένταγε ο κοσμάκης παλιά; Στα πανηγύρια. Εκεί, με νταούλια, βιολιά και κλαρίνα, «χάλαγε» ο συμβατικός κόσμος και ξαναστηνόταν ο κόσμος της καρδιάς. Ακόμα και σήμερα βλέπεις πιτσιρικάδες με καρφάκια στα χείλια και κατεβασμένα παντελόνια ως τα γόνατα να κάθονται εκστασιασμένοι μπροστά στους κλαρινιτζήδες. Όσο για τους μεγάλους, ακούνε τα ηπειρώτικα και ντρέπονται για τα ρηχά –πλέον- αφτιά τους. Τι έγινε στο μεταξύ; Ο κόσμος σκάρτεψε; Όλα πήγαν κατά διαβόλου;
Το ’48, όταν ο Μάνος παρουσίασε τον Βαμβακάρη και την Μπέλλου στο πανελλήνιο, ουσιαστικά έβαλε το μπoυζούκι να μαλώσει με το κλαρίνο και τις μελωδίες. Ο γόνιμος καυγάς κράτησε χρόνια, η Αριστερά μεταμορφώθηκε σε μουσική παράταξη, οι ορχήστρες και τα πάλκα τίμησαν τη δουλειά τους, με αποτέλεσμα οι επαΐοντες να πούνε: ένα το κρατούμενο, έχουμε ελληνικό τραγούδι. Αλλά μέχρι πότε; Το «πότε» και το «ποτέ» διαφέρουν μόνο κατά ένα τόνο. Και ο τόνος δεν είναι δύσκολο να αλλάξει. Στον προικισμένο μουσικό την έχουν στημένη εκατοντάδες τριτοκλασάτοι για να τον απομιμηθούν. Τα ίδια δεν παθαίνει και η μαγιά; Από τη στιγμή που η μεταχουντική κοινωνία μας προβιβάστηκε καταναλωτικά, η λιμάρικη δευτεράντζα σήκωσε άγριο κεφάλι και πήρε θέση μάχης. Άλλωστε, το πλαστογραφημένο χαρτονόμισμα σε τι διαφέρει από το αυθεντικό; Μόνο σε κάτι αδιόρατες κουκίδες, κάποια υδατόσημα. Πάνε λοιπόν οι κουκίδες, πάνε και τα βαρετά υδατόσημα.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν ξεχωρίζουμε πια το τραγούδι από τα παρατράγουδα. Το σκάρτο είναι εύκολο, γι’ αυτό κυριαρχεί. Το «περιθώριο» σίγησε, οι κοινωνικές απελπισίες συμβιβάστηκαν, οι τραγουδίστριες γδύθηκαν, τα έξυπνα μικρόφωνα υποκατέστησαν τις φωνές, οι πίστες μεταφέρθηκαν ατόφιες στην τηλεόραση, τα μπουζούκια έγιναν χρυσοφόρα ζητιανόξυλα, ο μπόσικος ακροατής –χαζολυπημένος και χαζοχαρούμενος- κυριάρχησε πάνω στο ίδιο το τραγούδι. Αφού κόβει μονέδα, τι άλλο θέλουμε; Όταν ψευτίζει η επιθυμία, υπερψευτίζει κι εκείνο που την ικανοποιεί. Έτσι, όχι μόνο χάσαμε την τραυματική αίσθηση του πηγαίου, αλλά ειρωνευόμαστε και κείνους που την «έχουν»."
3 σχόλια:
………………………………………………………….
Σσσς διάβασε…… θα δεις !!!!!
Λέει τα πράγματα με το όνομα τους, εξαιρετικό.
Να λάβουμε επίσης υπ' όψιν, ότι από τότε που πρωτοδημοσιεύτηκε το κείμενο, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Ο δρόμος για το εύκολο και ευτελές τραγούδι παραμένει ορθάνοιχτος και συνεχώς εκτελούνται έργα διάνοιξης νέων λεωφόρων, ο δε δρόμος προς το πηγαίο, καθάριο και πολύτιμο, συνεχώς στενεύει και "χορταριάζει"...
Αυτά συνέβαιναν και θα συμβαίνουν πάντα, όταν σ' ένα έργο ψυχής μεσολαβούν εργολάβοι για να γίνει δημόσιο. Τα σέβη μου !
Έτσι και χειρότερα...απόλυτα σεβαστή η πεντάγραμμη απαισιοδοξία. Αλλά άλλος δρόμος από την αισιοδοξία της πράξης, δεν υπάρχει.
Δημοσίευση σχολίου