Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009
Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009
Για τις "Ψυχές των καραβιών" του Νίκου Καρακώστα
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΣ
ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΚΑΪΚΙΩΝ
ΦΑΣΜΑ
Στις «Ψυχές των καϊκιών» περιλαμβάνεται το σύνολο των πρωτότυπων μουσικών θεμάτων και παραδοσιακών τραγουδιών που ακούγονται στο ομώνυμο ντοκιμαντέρ, το οποίο παρουσιάστηκε το 2001 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και δέχτηκε καλές κριτικές. Συνθέτης του δίσκου και σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Νίκος Καρακώστας. Στη δισκογραφία, ο Καρακώστας εμφανίστηκε το 2003 με τα «Τραγούδια που αρμενίζουν», σε ενορχήστρωση Γιάννη Ιωάννου, ο οποίος αναλαμβάνει και εδώ την ενορχήστρωση στα ορχηστρικά.
Γεγονός είναι ότι ο δίσκος χαρακτηρίζεται από ανομοιογένεια. Εκτός από το κλασικής υφής κύριο ορχηστρικό και τις παραλλαγές του, συναντάμε παραδοσιακά τραγούδια («Δώδεκα χρόνους», «Ανάμεσα Νισύρου», «Μικρό μου Καστελλόριζο», «Καράβι, καραβάκι»), έναν πανέμορφο καρσιλαμά («Τάμα στον Πανορμίτη») με μνήμες Χειμερινών Κολυμβητών, σόλο μπουζούκι, καθώς και το χασάπικο «Η τρελή ακρογιαλιά», γνωστό και ως «Πάμε απόψε με βαρκούλα» που τραγούδησε και η μεγάλη Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Δεν ευτύχησα να δω την ταινία, γι’ αυτό και το έργο δεν μπορεί να κριθεί ως soundtrack αλλά ως αυτόνομο μουσικό έργο. Και είναι εμφανές ότι ο δίσκος στέκεται θαυμάσια και πέρα από την ταινία, με στιγμές μοναδικής ευαισθησίας και λυρισμού. Είναι επίσης εμφανές ότι αυτό το μουσικό σύμπαν των αντιθέσεων εκφράζει δίπολα που ενυπάρχουν στο ίδιο το ντοκιμαντέρ. Στεριά-θάλασσα, αστικός πολιτισμός - ναυτοσύνη, ίσως; Ή και ζωή-θάνατος, αρχή-τέλος, μιας και αναφερόμαστε στις «ψυχές» των καϊκιών;
Ένα ενοποιητικό στοιχείο στο δίσκο είναι η ευφάνταστη ενορχήστρωση του Ιωάννου στα προσβάσιμα μεν, διόλου εύπεπτα δε, ορχηστρικά θέματα, η οποία αποπνέει με κλασικά μέσα ένα θαλασσινό, μελαγχολικό άρωμα. Στην ορχήστρα συναντάμε τον κορυφαίο βιολιστή Κυριάκο Γκουβέντα, μαζί με τον Βαγγέλη Ζωγράφο στο κοντραμπάσο, την Βιργινία Κάγκου στην ερμηνεία, την Όλγα Μαλανδράκη στο σαντούρι και την ερμηνεία, τον Κώστα Νικολόπουλο στην κιθάρα, τον Πέτρο Φροντίστα στο μπουζούκι και την ερμηνεία, και τον συνθέτη στην κιθάρα και στο μπουζούκι. Στο «Μικρό μου Καστελλόριζο», τέλος, τραγουδά η Νικολέτα Ροδίτη, συνοδεία νεανικής χορωδίας του νησιού. Συνολικά, ένας σημαντικός δίσκος, μια μελωδική παρακίνηση προς το ταξίδι και το πάθος των αναχωρήσεων.
Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)
Για το "Let it Beatles" των Βαγγέλη Μπουντούνη και Μάρως Ραζή
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΟΥΝΤΟΥΝΗΣ - ΜΑΡΩ ΡΑΖΗ
LET IT BEATLES
LYRA
Στον Βαγγέλη Μπουντούνη, τον γνωστό Έλληνα κιθαριστή και συνθέτη, η στήλη έχει αναφερθεί εκτεταμένα στο παρελθόν. Ο ίδιος τοποθετεί ως εξής τις απαρχές αυτού του δίσκου: «Μια φορά κι έναν καιρό, το 1966, συμμετείχα κι εγώ σ' ένα από τα αναρίθμητα συγκροτήματα εκείνης της συναρπαστικής εποχής, που προσπαθούσε κι αυτό - όπως κι όλα τα υπόλοιπα - να παίξει "με το αυτί" τα τραγούδια των Beatles, σημαίες τότε μιας αληθινής μουσικής επανάστασης. Δεν καταφέραμε ποτέ να ολοκληρώσουμε με αξιοπρέπεια αυτό το "εγχείρημα" και λίγο αργότερα ακολουθήσαμε κι εμείς την αναπόφευκτη μοίρα των εφηβικών μουσικών ομάδων: Διαλυθήκαμε και καθώς ήμασταν τέσσερις, σκορπίσαμε στους τέσσερις ανέμους».
Ο δίσκος του ντουέτου Μπουντούνη - Μάρως Ραζή ηχογραφήθηκε το 1994, πρωτοκυκλοφόρησε το 1995, και επανεκδόθηκε φέτος. Περιέχει 14 γνωστά τραγούδια των Beatles - του συγκροτήματος που άλλαξε για πάντα το παγκόσμιο μουσικό στερέωμα - μεταγραμμένα για δύο κιθάρες. Εκτός από ένα εξαιρετικά ευχάριστο ακρόαμα, το έργο είναι χρησιμότατο και ως δείγμα μιας υπέρβασης της διάκρισης «σοβαρής» - «ελαφράς» μουσικής, με την οποία δυσκολοχώνευτοι δάσκαλοι μεγαλώνουν γερά παιδιά σε σχολεία, ωδεία και προγυμναστήρια. Η μουσική είναι ενιαία, διαφέρει φυσικά ως προς τα χαρακτηριστικά της, αλλά τίποτα δεν μας απαγορεύει, όπως αναφέρει κι ο Μπουντούνης, «να ακούω τη μουσική του Χατζιδάκι και των Beatles με την ίδια αγάπη που πλησίαζα τα έργα του Vivaldi και του Bach». Ο δίσκος είναι πρωτότυπος, με έναν ήχο που αποπνέει φρεσκάδα, όντας ταυτόχρονα και διαχρονικός. Εξάλλου, τo εγχείρημα της μεταγραφής τραγουδιών του John Lennon και Paul McCartney για κλασική κιθάρα/ες είναι απόλυτα νόμιμο και το ξανασυναντάμε και αλλού, π.χ. στο δίσκο “Here, There and Everywhere” του διάσημου Σουηδού κιθαριστή Göran Söllscher που εκδόθηκε την ίδια χρονιά με το Let it Beatles.
Μόνη ένσταση, η τσουχτερή τιμή της επανέκδοσης (18 Ευρώ). Είναι απαράδεκτη μια τιμολογιακή πολιτική που δεν λογαριάζει ούτε οικονομική κρίση, ούτε το γεγονός ότι μια επανέκδοση έχει ελάχιστο κόστος για την εταιρεία. Τέλος, ο δίσκος κυκλοφορεί με νέο εξώφυλλο, για το οποίο ελπίζω να έδωσαν τη συγκατάθεσή τους οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Υπάρχουν, βλέπετε, περιπτώσεις δημιουργών που ούτε καν τους πήραν ένα τηλέφωνο για να τους πουν ότι εκδόθηκε ξανά το έργο τους, αλλαγμένο.
Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)
Μικρούτσικος, Υπόγεια Ρεύματα, Αντωνοπούλου, Πασχαλίδης στο Βράχων
Αυτούς δεν τους έχω βαρεθεί...!
Η συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου με τα Υπόγεια Ρεύματα στο Θέατρο Βράχων την 1η Σεπτεμβρίου 2009 ήταν ένα επεισόδιο της καλοκαιρινής περιοδείας τους με τίτλο «Τους έχω βαρεθεί…!». Μαζί τους, ειδικά γι’ αυτή τη βραδιά, εμφανίστηκαν και η Ρίτα Αντωνοπούλου με τον Μιλτιάδη Πασχαλίδη. Όσοι παραβρέθηκαν στη συναυλία – το θέατρο δεν ήταν ακριβώς γεμάτο – απόλαυσαν ένα χορταστικό πρόγραμμα. Το πρώτο μέρος ήταν μια επιλογή από τα καλύτερα «πολιτικά» τραγούδια του Μικρούτσικου από την περίοδο ως τον «Σταυρό του Νότου», διασκευασμένα και δοσμένα έξοχα από τα Υπόγεια Ρεύματα. Το συγκρότημα, με τον συνθέτη στο πιάνο, πειραματίστηκε σε διαδρομές σκληρού ροκ, μπαλάντας αλλά και ατονάλ, σε τραγούδια από δίσκους που σημάδεψαν μιαν εποχή: Πολιτικά Τραγούδια, Τροπάρια για Φονιάδες, Τραγούδια της Λευτεριάς, Εμπάργκο… Ευφυέστατη ιδέα ήταν η προβολή των βίντεο που επιμελήθηκε ο Άρης Σπυράτος, όπου παρέλασαν φορτισμένες στιγμές από τον Ισπανικό Εμφύλιο και τη σφαγή της Χιλής το ’73 μέχρι τον αγώνα των Ζαπατίστας σήμερα∙ πραγματικό σεμινάριο πολιτικού ριζοσπαστισμού! Στο δεύτερο μέρος ακούστηκαν νεότερες επιτυχίες του Μικρούτσικου, ερμηνευμένες με πάθος από την Αντωνοπούλου και λιτότητα από τον Πασχαλίδη, ο οποίος τραγούδησε και δικά του κομμάτια. Αξιοσημείωτη η εμφάνιση της Αντωνοπούλου: αισθησιακή, εκφραστική, ωριμότερη παρά ποτέ. Κάποια προβλήματα στον ήχο ελάχιστα σκίασαν τις κορυφώσεις του τέλους, με όλη την ομάδα επί σκηνής. Οριακή η εκδοχή του «Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά» με δύο ντράμερς μαζί. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα η συνεργασία του Μικρούτσικου με τα Υπόγεια Ρεύματα θα αποτυπωθεί και δισκογραφικά.
Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Δίφωνο", Σεπτέμβριος 2009).
Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009
Συνέντευξη του Βασίλη Δήμα για το "Όασις"
Βασίλης Δήμας:
«Το μινόρε σήμερα δηλώνει υποταγή»
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΟΑΣΙΣ", Δεκέμβριος 2008.
Φωτογραφίες: Δημήτρης Ράμος
Στον νέο τραγουδιστή, μουσικοσυνθέτη και στιχουργό Βασίλη Δήμα πήγαμε με έντονη περιέργεια, για να γνωρίσουμε τον 25χρονο του οποίου το όνομα έγινε γνωστό όταν ο Νότης Σφακιανάκης ερμήνευσε καταγγελτικά τραγούδια του που εναντιώνονται στο «σύστημα». Εκτός από έναν ταλαντούχο δημιουργό, συναντήσαμε και έναν καταρτισμένο νέο άνθρωπο με μεταπτυχιακές σπουδές στα θεωρητικά μαθηματικά, χάρις στον οποίον αιχμηρά μηνύματα βρέθηκαν απρόσμενα στις μεγάλες πίστες.
Βασίλη, πώς βρέθηκες στη δισκογραφία σε τόσο νέα ηλικία;
Μόλις τέλειωσα το Λύκειο έγραψα σ’ ένα κασετοφωνάκι με μια κιθάρα κάποια τραγούδια μου και τα πήγα στη Universal. Όλοι μου μιλούσαν για κυκλώματα, αλλά εγώ δεν μεμψιμοιρούσα, θεωρώντας ότι θα υπήρχε κάποια ανταπόκριση. Πράγματι, μετά από έξι μήνες, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο πρόεδρος της Universal. Μου είπε ότι ο Στέλιος Ρόκκος είχε ακούσει ένα τραγούδι μου, το ζεϊμπέκικο με τίτλο «Πέρνα», και ήθελε να το βάλει στον δίσκο του. Έτσι πήγα στην εταιρεία σε ηλικία 19 ετών και υπέγραψα το πρώτο μου αποκλειστικό συμβόλαιο. Στη συνέχεια συνεργάστηκα δισκογραφικά με πολλούς καλλιτέχνες, όπως: Νότης Σφακιανάκης, Σταμάτης Γονίδης, Νίκος Μακρόπουλος, Διονύσης Σχοινάς, Καίτη Γαρμπή, Γιώργος Αλκαίος, Λίτσα Γιαγκούση, Χρήστος Μενιδιάτης, Ανέστης Μάντας, Νίκος Κουρκούλης, Πέγκυ Ζήνα, Νατάσα Θεοδωρίδου, Χρύσπα και άλλους.
Πώς ήρθε η συνάντηση με τον Σφακιανάκη;
H συνάντηση ήρθε μέσω των τραγουδιών μου, διότι τα τραγούδια είναι αυτά που κάνουν έναν τραγουδιστή να συναντήσει έναν δημιουργό κι αντιστρόφως. Δίαυλος επικοινωνίας ήταν η εταιρεία.
Και ποια ήταν η υποδοχή;
Δέχθηκα καλές κριτικές για το κομμάτι «Έννοια σου», γιατί όντως λαϊκό με τα μέτρα της eποχής. Ξέρεις, η λαϊκή μουσική έχει χάσει την αυθεντικότητά της και αποδίδεται κακότεχνα. Έχουν χαθεί οι λαϊκοί δρόμοι, όπως χιτζάζ, χουζάμ και σαμπάχ. Η εισαγωγή του «Έννοια σου» είναι σαμπάχ, γιατί αυτό διέταξε η ψυχή μου. Πάσχουμε πλέον από την κατάσταση που λέγεται καθαρό μινόρε. Το μινόρε σήμερα δηλώνει υποταγή. Το ματζόρε τελείωσε. Οι μουσικοί πηγαίνουν ένας-ένας στο στούντιο. Έτσι χάθηκε η συντροφικότητα, η παρέα, η αλήθεια που είχε π.χ. ο Ζαμπέτας με τον Ζαφειρίου, και το παίξιμο είναι υπολογιστικό. Πλέον, υπάρχουν ψηφιακές λούπες, δηλαδή επαναλαμβανόμενες φράσεις, τις οποίες βάζει ένας ενορχηστρωτής και λέει ότι έγραψε μουσική. Δεν υπάρχει καθαρόαιμο λαϊκό τραγούδι. Παρατηρώ βέβαια ότι υπάρχουν ραδιοφωνικοί σταθμοί που παίζουν λαϊκό τραγούδι όπως ο Όασις και ο Ντέρτι. Ο Όασις, πολύ σωστά, αναφέρει και τους δημιουργούς κάθε τραγουδιού.
Που αποδίδεις αυτή τη μετάβαση από τον Ζαμπέτα στις λούπες;
Κάποιοι αποκαλούν αυτή τη μετάβαση εξέλιξη, δεν είναι όμως ούτε εξέλιξη ούτε πρόοδος. Δεν είναι καν οπισθοδρόμηση· αν ήταν, θα πηγαίναμε τουλάχιστον πίσω, θα ακούγαμε και θα γράφαμε καλύτερα τραγούδια. Στην εποχή μας το ήθος κι η αισθητική έχουν κατακρεουργηθεί.
Αυτό ήρθε αυτόματα;
Όχι. Υπήρξαν κάποιοι καλλιτέχνες και συνθέτες που έκαναν μεγάλο κακό. Και αυτοί που έχουν στα χέρια τους τα Μέσα Μαζικού Επηρεασμού-Εθισμού καθορίζουν το 90% της ζωής στη χώρα. Εκεί οφείλεται το κακό, ότι υπήρξαν λάθος άνθρωποι σε λάθος θέσεις. Αλλά για μην είμαστε μόνο κατήγοροι, δεν είναι εύκολο να υπάρξουν ξανά τραγουδιστές όπως ο Καζαντζίδης, ο Αγγελόπουλος, ο Διονυσίου κ.α. Σήμερα πολλοί ατάλαντοι θεωρούνται ταλαντούχοι και εν γένει η μετριότητα έχει αναχθεί σε τελειότητα.
Πόσο εύκολη είναι, μέσα σε συνθήκες κυριαρχίας του χρήματος, η διατήρηση της λαϊκής ψυχής ενός καλλιτέχνη;
Το να αλλάζεις είναι στοιχειώδες συστατικό του χαρακτήρα κάθε ανθρώπου. Αν όμως γίνεις αλαζόνας ή επιρρεπής στην εποχή, ο κόσμος που σ’ έμαθε θα σ’ αφήσει. Δυο στοιχεία που δεν υπάρχουν πια είναι η σεμνότητα και η ταπεινοφροσύνη. Αυτές οι δυο λέξεις όμως συνιστούν το εφαλτήριο για να γίνεις σπουδαίος καλλιτέχνης. Εγώ όσους μεγάλους καλλιτέχνες έχω γνωρίσει είναι σεμνοί και ταπεινοί. Αντιτίθεται στον χαρακτήρα μου να επαίρομαι. Εξάλλου ό,τι λιγότερο από το καλύτερο ποτέ δεν είναι αρκετό.
Το να αλλάζεις είναι στοιχειώδες συστατικό του χαρακτήρα κάθε ανθρώπου. Αν όμως γίνεις αλαζόνας ή επιρρεπής στην εποχή, ο κόσμος που σ’ έμαθε θα σ’ αφήσει. Δυο στοιχεία που δεν υπάρχουν πια είναι η σεμνότητα και η ταπεινοφροσύνη. Αυτές οι δυο λέξεις όμως συνιστούν το εφαλτήριο για να γίνεις σπουδαίος καλλιτέχνης. Εγώ όσους μεγάλους καλλιτέχνες έχω γνωρίσει είναι σεμνοί και ταπεινοί. Αντιτίθεται στον χαρακτήρα μου να επαίρομαι. Εξάλλου ό,τι λιγότερο από το καλύτερο ποτέ δεν είναι αρκετό.
Ποια είναι η τυπική σου εκπαίδευση;
Έχω τελειώσει το Αττικό Ωδείο, σχολή εγχόρδων οργάνων. Το 2000 μπήκα στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αθηνών και αποφοίτησα το 2004. Στη συνέχεια, γράφτηκα στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στα Θεωρητικά Μαθηματικά και δίδαξα στη μέση εκπαίδευση.
Σε βοήθησαν οι μαθηματικές σπουδές στη μουσική;
Προφανώς, η θεωρία της μουσικής έχει άμεση σχέση με τα Μαθηματικά αφού υπάρχουν κλάσματα, οι αξίες. Όλα μπορούν να μεταφραστούν μαθηματικά και μουσικά. Η μουσική και τα μαθηματικά είναι έννοιες αλληλένδετες και αποτελούν τις δυο μοναδικές διεθνείς γλώσσες. Τα μαθηματικά, επίσης, παίζουν ρόλο και στο στίχο· μου έμαθαν τη λέξη συμμετρία. Οι στίχοι πρέπει να έχουν συμμετρία και λογική, να βγάζουν νόημα και να μην είναι προβλέψιμοι. Όταν είσαι προβλέψιμος, δεν προκαλείς τίποτα στον ακροατή. Μπορείς να πεις το "σ’ αγαπώ" με το φιλί δύο καναρινιών…
Όταν είχε επανεκτελέσει ο Σφακιανάκης τη «Δημοσθένους Λέξις» με τις δεύτερες φωνές και τα συνθεσάιζερ, κάποιοι είχαν διαμαρτυρηθεί, ξεχνώντας ότι ο Νταλάρας είχε κάνει ακριβώς το ίδιο μερικά χρόνια πριν. Θεωρείς ότι κολλάμε σε ένα στερεότυπο περί έντεχνου τραγουδιού;
Οι μη γνωρίζοντες καλά την ελληνική γλώσσα έχουν ταυτίσει το «έντεχνος» με το «ποιοτικός». Λάθος. Έντεχνος είναι αυτός που ενυπάρχει στην τέχνη. Τα νησιώτικα του Πάριου είναι άτεχνα; Έντεχνο για μένα είναι αυτό που μιλάει στην ψυχή σου.
Πρόσφατα είχαμε και μια δημόσια συζήτηση ως προς το αν τραγουδάει η Πέγκυ Ζήνα σκυλάδικο τραγούδι…
Η Πέγκυ Ζήνα τραγουδάει τον μεγαλύτερο συνθέτη της γενιάς του, τον Γιώργο Μουκίδη, δηλαδή τραγούδι σοβαρό, καθολικό και διαχρονικό. Σε αυτούς που κάνουν δημόσιες συζητήσεις περί σκυλάδικου με περισπούδαστο ύφος να πείτε ότι μόνο τον εαυτό τους μπορούν να κρίνουν, προκειμένου να γίνουν καλύτεροι.
Τι κάνει ένα τραγούδι σκυλάδικο;
Δεν κατανοώ τον όρο «σκυλάδικο». Για μένα υπάρχει καλό και κακό τραγούδι.
Που τραγουδάς φέτος;
Εμφανίζομαι στο «Έναστρον» με τον Νότη Σφακιανάκη και την Καίτη Γαρμπή.
Σε εκφράζει καλλιτεχνικά ένας τέτοιος αχανής χώρος μαζικής διασκέδασης;
Η διασκέδαση δεν χαρακτηρίζεται από τα τετραγωνικά αλλά από το είδος των τραγουδιών με τα οποία ψυχαγωγείσαι.
Πρόσφατα έδωσες στον Σφακιανάκη ένα «αντι-συστημικό» τραγούδι. Δεν είναι παράδοξο ένας άνθρωπος που βγήκε μέσα από το σύστημα και κέρδισε απ’ αυτό, να καταφέρεται εναντίον του;
Είπες τη λέξη κλειδί: κέρδισε. Μόνος του κέρδισε.. Σε κάθε του δίσκο ο Νότης είχε ένα τραγούδι κοινωνικού περιεχομένου, π.χ. τα «Ναυάγια» από τον πρώτο του δίσκο. Είναι γνωστό ότι τον έχουν πολεμήσει τον Νότη. Δεν τον συμφέρει τον κύριο «Χ» να υπάρχει σήμερα Σφακιανάκης.
Γιατί;
Διότι δεν μπορεί να κάνει κουμάντο σε έναν άνθρωπο που έχει τόσο κόσμο πίσω του, τόση αποδοχή και τόση ιστορία. Ενώ, στον μικρό που θα βγει από ένα τηλεοπτικό παιχνίδι, μπορεί. Βασικά γεννιέσαι, δεν γίνεσαι καλλιτέχνης. Δεν μπορώ να σε μάθω να κλαις με την «Λίμνη των Κύκνων». Ή το ’χεις, ή δεν το ’χεις.
Τι σε ώθησε να γράψεις το «Σύστημα»;
Πολύ απλά: μία βόλτα στην Αθήνα πριν ξεκινήσουν τα μεγάλα σχήματα, βλέποντας τις αφίσες, και ένα πάτημα στο κουμπί της τηλεόρασης. Δεν κρίνω τους ανθρώπους, αλλά το σύστημα που τους κάνει μαριονέτες. Είχε γίνει τότε ένα θέμα με τη λέξη «κίναιδος». Θέλω να πω στους μη γνωρίζοντες την ελληνική γλώσσα ότι η λέξη κίναιδος δεν σημαίνει «ομοφυλόφιλος», αλλά αυτός που κινεί την αιδώ, ο ξεδιάντροπος, ο ξετσίπωτος. Και είναι πραγματικά ξεδιάντροπος όποιος δεν σέβεται τους παλαιότερους και χαμηλώνει τον πήχη που έχουν βάλει.
Στην Πειραιώς οι λιμουζίνες κάνουν ουρά έξω από τα μαγαζιά. Μπορεί να βγει αυθεντικά λαϊκό τραγούδι όταν ένα μεγάλο μέρος του κοινού ζει σε συνθήκες που δεν είναι λαϊκές;
Ο δημιουργός πρέπει να ζει σε συνθήκες λαϊκές. Ο ακροατής το μόνο που χρειάζεται είναι να έχει δύο αυτιά και μια ψυχή.
Είσαι τραγουδιστής αλλά έχεις διατελέσει και μέλος ορχήστρας. Πώς σου φαίνεται το τεράστιο χάσμα στις αμοιβές των δύο κατηγοριών;
Σαφώς υπάρχει μεγάλη οικονομική διαφορά. Είναι τυχαίο; Ο κόσμος πάει να δει τον τραγουδιστή, αυτός είναι που μαζεύει τον κόσμο και εκτίθεται σε αυτόν κατά κύριο λόγο. Όμως, και ο καλός μουσικός είναι καλλιτέχνης, σου δίνει μια ταυτότητα, έναν ήχο δικό του, και πρέπει να τον ανταμείψεις αναλόγως.
Ποια είναι τα δισκογραφικά σου σχέδια;
Η πρώτη μου δισκογραφική δουλειά ως ερμηνευτής θα είναι σε παραγωγή του Ηλία Μπενέτου, από το καινούργιο label “7”. Ο δίσκος θα έχει σίγουρα τραγούδια δικά μου, ένα εκ των οποίων τραγουδώ και στο Έναστρον με τίτλο «Το κέντρο του σύμπαντος». Επίσης με χαρά δέχτηκα τραγούδια από τους Γιώργο Μουκίδη, Σταμάτη Γονίδη, Τάκη Μπουγά, Βίκυ Γεροθόδωρου και άλλους. Στον δίσκο θα υπάρχει και ένα ντουέτο έκπληξη.
Σε ευχαριστούμε, και καλή συνέχεια.
Ευχαριστώ πολύ.
Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009
Στο Άμστερνταμ ο Τσιτσάνης τραγουδάει ακόμα
"Δωμάτιο στο Άμστερνταμ" τραγούδησε ο Νικόλας Άσιμος, μα πού να ήξερε ότι στην όμορφη αυτή πόλη, εκτός από δωμάτιο βρίσκεις και ρεμπέτικα! Όχι ένα και δυο τραγουδάκια, αλλά κοτζάμ διάλεξη με πάνω από 120 άτομα στο ακροατήριο, και με θέμα το ρεμπέτικο τραγουδι και τη θέση του μέσα στην ελληνική μουσική. Υπεύθυνος για την πολύ όμορφη βραδιά που έζησαν στις 30 Οκτωβρίου 2009 όσοι βρέθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ είναι ο μουσικός Μιχίλ Κόπερντραατ, η ψυχή του ολλανδικού συγκροτήματος ελληνικής μουσικής "ΑΝΩ ΚΑΤΩ" (www.anokato.nl). Την εκδήλωση στο αμφιθέατρο άνοιξε ο Χίρο Χόκουερντα, επικεφαλής του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ που ήταν και οι διοργανωτές. Ο καθηγητής Χόκουερντα έκανε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο φαινόμενο του ρεμπέτικου και στις ανθρωπογεωγραφικές του ρίζες, ενώ παρουσίασε και τον προσκεκλημένο ομιλητή.
Μετά, ανέλαβε δράση ο Μιχίλ Κόπερντραατ, ο οποίος σε μια ιδιαίτερα πλούσια, πρωτότυπη και μακροσκελή παρουσίαση ταξίδεψε τους φοιτητές και το διδακτικό προσωπικό του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών - αλλά και δεκάδες απλούς Ολλανδούς φίλους και φίλες της ελληνικής μουσικής - στις μνήμες της ρεμπέτικης παράδοσης. Η διάλεξή του δεν περιείχε μόνο αναφορές στα βασικά του ρεμπέτικου (επιρροές, μοτίβα, εκπρόσωποι κλπ.), αλλά επεκτάθηκε σε βάθος και σε μουσικολογικά θέματα, στα βασικά όργανα, στους τρόπους παιξίματος του μπουζουκιού, στους ρυθμούς και στον στίχο, καθώς και στην ευρύτερη κοινωνιολογία του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Ο Μιχίλ βεβαίως βεβαίως δεν ήρθε μόνος του, αλλά κουβάλησε μαζί του και ένα μέρος της τεράστιας συλλογής ελληνικών λαϊκών οργάνων που κατέχει, μπουζούκια τρίχορδα, τετράχορδα, μπαγλαμάδες, ταμπουράδες, σε όλα τα μεγέθη και για όλα τα γούστα. Πάνω από μια ντουζίνα έγχορδα άπλωσε ο Κόπερντραατ στα τραπέζια του αμφιθεάτρου, τα οποία μετά μοίρασε και στους παρευρισκόμενους για να τα αγγίξουν και να πειραματιστούν μαζί τους. Η επαφή με τα μουσικά όργανα προκάλεσε ενθουσιασμό στο πιο ένθερμο κομμάτι του ακροατηρίου, όπως π.χ. στη χαμογελαστή Καζολίν.
Η κουβέντα που ξεκίνησε από το δημοτικό και το Σμυρνέικο τραγούδι, έφτασε και στον Τσιτσάνη. Είναι αναμφίβολα συγκινητικό να βλέπεις τη φιγούρα του στον προτζέκτορα ενός ολλανδικού πανεπιστημίου, και ακόμα συγκινητικότερο να ακούς τη φωνή του από το στερεοφωνικό, ανάμεσα σε ανθρώπους που έρχονται από άλλες, μακρινές πολιτείες. Η μουσική, όμως, ενώνει με τρόπους ωραίους και απρόσμενους.
Η διάλεξη κάλυψε και πτυχές των νεότερων εκδοχών του ελληνικού τραγουδιού, αρχίζοντας από το λαϊκό τραγούδι. Αναγνωρίζετε τον μυστακοφόρο κύριο στη μέση της κομπανίας; Ναι, είναι ο Μανώλης Πάππος, τον οποίον ο Κόπερντραατ έχει γνωρίσει και θαυμάζει ιδιαίτερα.
Και βέβαια, θέλοντας να τόνίσει τη συνέχεια του ελληνικού τραγουδιού, ο Κόπερντραατ μίλησε εν συντομία και για το έντεχνο-λαϊκό τραγούδι του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι και των συνεχιστών τους, με άξονα τη χρήση του μπουζουκιού. Και ποιος βέβαια χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος του από το σολίστα του μπουζουκιού Λάκη Καρνέζη; Ο Μιχίλ πήρε το μπουζούκι του και σόλαρε πάνω στους "Χαρταετούς", εξηγώντας τα μυστικά του παιξίματος του Καρνέζη.
Κάπου εκεί ολοκληρώθηκε μια αξέχαστη βραδιά μουσικής και γνώσης. Εάν όμως θέλετε και μια εκτενέστερη αναφορά στο βίο και την πολιτεία της ελληνικής μουσικής στην Ολλανδία, ρίξτε μια ματιά στο "Δίφωνο" που κυκλοφορεί, όπου φιλοξενείται συνέντευξη του Μιχίλ Κόπερντραατ και του Τιμ Μέους (www.timmeeuws.nl)- πρώην μέλους των ΑΝΩ ΚΑΤΩ που ακολουθεί σόλο καριέρα ερμηνεύοντας ελληνικά τραγούδια με ολλανδικούς στίχους! - των δύο πιο γνωστών εκπροσώπων της ολλανδο-ελληνικής μουσικής σκηνής. Συναντώντας τους πριν από μερικούς μήνες στην Ουτρέχτη για τις ανάγκες της συνέντευξης, κατάλαβα κάτι σημαντικό: Αν αγαπάς κάτι, αν κάτι σε αγγίζει βαθιά, τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη συναντησή σου μαζί του, ούτε η γλώσσα, ούτε η ιστορία, ούτε η γεωγραφία, ούτε τίποτα. Κατάλαβα επίσης ότι όταν όλα και όλοι στην Ελλάδα θα έχουν χρεoκοπήσει και ξεπουληθεί, η μουσική της θα είναι εκεί να μας θυμίζει τις μέρες τις παλιές.
ηρ.οικ.
Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009
Τα άλογα του ιπποδρόμου
Τα άλογα του ιπποδρόμου
Διαβάζοντας τη συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλου στην Ελευθεροτυπία (15-11-09) στάθηκα στη διαπίστωσή του ότι υπάρχει «μια βουβαμάρα των νέων». Δεν έχει και εντελώς άδικο αλλά ως προς τα καλλιτεχνικά νομίζω ότι πλανάται. Διευκρινίζει βέβαια ότι τον ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο οι «άφωνοι» νέοι παρά αυτοί που με κάποιο τρόπο εκφράζονται, των οποίων όμως την ύπαρξη και την έκφραση σε κάθε περίπτωση αγνοεί. Αν περιοριστούμε στα του ελληνικού τραγουδιού θ’ακούσουμε πολλούς να συντάσσονται με την ίδια άποψη μιλώντας για το «φτωχό» σύγχρονο ελληνικό τραγούδι και για το πόσο λίγοι είναι οι νέοι καλλιτέχνες που έχουν κάτι να μας πουν, οι «επίγονοι» κατά μια έννοια του Σαββόπουλου.
Συμπτωματικά την ίδια μέρα δημοσιεύθηκε μια άλλη συνέντευξη του Μανώλη Φάμελου στην Καθημερινή όπου μιλά για την «κοινωνική επιταγή που θέλει άλογα πίστας». Το σχόλιο νομίζω ότι είναι εξαιρετικά εύστοχο. Και όχι μόνο επειδή όντως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα -και- στο χώρο του τραγουδιού προωθεί «το πολύ», την ποσότητα, τις επιδόσεις και την αποτελεσματικότητα σε βάρος πάντα της όποιας ποιότητας έχει ο καθένας. Ας μην προσπεράσουμε το γεγονός ότι μιλά για την κοινωνία (και όχι για κάποιο αόρατο σύστημα) που βρίσκεται πίσω από αυτή τη λογική. Δηλαδή όλοι εμείς. Εμείς που ακούμε μουσική. Εμείς που σχολιάζουμε τα της μουσικής. Όλους εμάς μας έχει μολύνει, αν δεν μας έχει διαβρώσει, η λογική του πληθωρισμού. Να υπάρχουν πολλοί τραγουδιστές, πληθώρα τραγουδιών, συνεχής παραγωγή, να ξεφυτρώνουν νέα ταλέντα σχεδόν σε ρυθμούς κιρκαδιανούς.
Διαβάζοντας τη συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλου στην Ελευθεροτυπία (15-11-09) στάθηκα στη διαπίστωσή του ότι υπάρχει «μια βουβαμάρα των νέων». Δεν έχει και εντελώς άδικο αλλά ως προς τα καλλιτεχνικά νομίζω ότι πλανάται. Διευκρινίζει βέβαια ότι τον ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο οι «άφωνοι» νέοι παρά αυτοί που με κάποιο τρόπο εκφράζονται, των οποίων όμως την ύπαρξη και την έκφραση σε κάθε περίπτωση αγνοεί. Αν περιοριστούμε στα του ελληνικού τραγουδιού θ’ακούσουμε πολλούς να συντάσσονται με την ίδια άποψη μιλώντας για το «φτωχό» σύγχρονο ελληνικό τραγούδι και για το πόσο λίγοι είναι οι νέοι καλλιτέχνες που έχουν κάτι να μας πουν, οι «επίγονοι» κατά μια έννοια του Σαββόπουλου.
Συμπτωματικά την ίδια μέρα δημοσιεύθηκε μια άλλη συνέντευξη του Μανώλη Φάμελου στην Καθημερινή όπου μιλά για την «κοινωνική επιταγή που θέλει άλογα πίστας». Το σχόλιο νομίζω ότι είναι εξαιρετικά εύστοχο. Και όχι μόνο επειδή όντως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα -και- στο χώρο του τραγουδιού προωθεί «το πολύ», την ποσότητα, τις επιδόσεις και την αποτελεσματικότητα σε βάρος πάντα της όποιας ποιότητας έχει ο καθένας. Ας μην προσπεράσουμε το γεγονός ότι μιλά για την κοινωνία (και όχι για κάποιο αόρατο σύστημα) που βρίσκεται πίσω από αυτή τη λογική. Δηλαδή όλοι εμείς. Εμείς που ακούμε μουσική. Εμείς που σχολιάζουμε τα της μουσικής. Όλους εμάς μας έχει μολύνει, αν δεν μας έχει διαβρώσει, η λογική του πληθωρισμού. Να υπάρχουν πολλοί τραγουδιστές, πληθώρα τραγουδιών, συνεχής παραγωγή, να ξεφυτρώνουν νέα ταλέντα σχεδόν σε ρυθμούς κιρκαδιανούς.
Ποιος το έχει πραγματικά ανάγκη αυτό; Πέρα από όσους κερδίζουν από τη μουσική βιομηχανία –και είναι όντως βιομηχανία- όλοι οι υπόλοιποι όχι μόνο δεν έχουμε να κερδίσουμε αλλά μάλλον χάνουμε από αυτό.
Με ένα εντελώς εγωιστικό (το ομολογώ) αίσθημα «αυτοδικαίωσης» διάβασα στην ίδια συνέντευξη τον Φάμελο να μιλά για «στασιμοπληθωρισμό». Αναφέρεται βέβαια στο πληθωριστικό αναμάσημα των έργων των «ιερών τεράτων» της μουσικής μας που δεν αφήνει ζωτικό χώρο σε νέες δημιουργίες. Πόσο δίκιο έχει…
Με τόσο Νταλάρα, με τόσο Καζαντζίδη ακόμα και με τόσο Λοΐζο ή Σαββόπουλο πώς να ακούσει κανείς τους «ομιλούντες» νέους; Πού χώρος για να ακουστεί αυτό το τόσο ανομοιογενές και γι’αυτό τόσο ενδιαφέρον κράμα νέων τραγουδοποιών και τραγουδιστών όπως η Νατάσσα Μποφίλιου (με τους συνεργάτες της Καραμουρατίδη και Ευαγγελάτο να την εφοδιάζουν με υπέροχες συνθέσεις), ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, ο Νίκος Ζουρνής, η Δανάη Παναγιωτοπούλου και τόσοι άλλοι.
Και τελικά γιατί να υπάρχουν πολλοί περισσότεροι από αυτούς; Μήπως προλαβαίνουμε να τους ακούσουμε; Και άλλωστε πόσοι Παπάζογλου υπήρχαν όταν βγήκε το «Χαράτσι» και πόσοι Κατσιμιχαίοι όταν κυκλοφόρησαν τα «Ζεστά Ποτά»; Μήπως είναι ήδη πολλοί οι σημερινοί «συνεχιστές» τους και εμείς πολύ άπληστοι;
Κωνσταντίνος Μαργιόλης
ΥΓ: Πάντως σίγουρα υπάρχει και χρόνος και λόγος να ακούσουμε τι έχει να μας πει ο Διονύσης Σαββόπουλος στις παραστάσεις και στις άλλες εκδηλώσεις του Δεκεμβρίου στην Αθήνα.
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009
Εδώ και 36 χρόνια
...αυτή η πορεία μπαίνει στο ρουθούνι χωροφυλάκων, διαφημιστών και εμπόρων. Εδώ και 36 χρόνια, μόνη σε όλη την Ευρώπη, αυτή η πορεία κρατάει ζωντανή τη φλόγα της μνήμης και του ονείρου. Στις 17 του Νοέμβρη, έδώ και 36 χρόνια, οι δρόμοι της Αθήνας ενώνουν τις πιο υγιείς - μέσα στις μικρο-παθολογίες τους - δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Δεν πα' να βγαίνει ο ένας μετά τον άλλον οι λογής σοφοί να μας πείσουν πόσο πιο ωραία είναι να κάθεσαι στη ζεστούλα του καναπέ σου παρά να τραβολογιέσαι απογευματιάτικα στη Σταδίου, πόσο πιο ωραία είναι να κονομάς γράφοντας αρθράκια υπέρ της πράσινης ανάπτυξης και της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας παρά να παλεύεις γωνιά-γωνιά, πόρτα-πόρτα, σελίδα-σελίδα να οργανώσεις συνειδήσεις, πόσο πιο ωραία είναι να ονειρεύεσαι ρουσφέτια, βύσματα, δόξες και τιμές παρά να να ονειρεύεσαι έναν καλύτερο κόσμο.
Εδώ και 36 χρόνια, κόντρα σε καιρούς και σε προφήτες, η γραμμή που μας συνδέει με το μέλλον κρατιέται με νύχια και με δόντια ανοιχτή.
ηρ.οικ
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009
Η δεύτερη συνέντευξη του Χρήστου Λεοντή στον Αλέξη Βάκη
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΟΝΤΗΣ:
"ΤΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΖΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΣΟΥ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΟΥ"
του Αλέξη Βάκη
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, τ. 155, Οκτώβριος 2008).
Μουσική του Χρήστου Λεοντή πρωτοάκουσα τα Χριστούγεννα του ’74. Ήταν ο δίσκος Αχ Έρωτα, με εξαιρετικές μελοποιήσεις ποιημάτων του Λόρκα, ένας δίσκος στον οποίο ποτέ δεν έπαψα να επανέρχομαι. Όμως, παρά την αγάπη και την εκτίμηση στο σύνολο του έργου του -το οποίο ανακάλυπτα σταδιακά- χρειάστηκε να περάσουν τριάντα χρόνια ώσπου να τον γνωρίσω από κοντά. Αυτό έγινε το καλοκαίρι του 2004, όταν και του πήρα για πρώτη φορά συνέντευξη για το ΔΙΦΩΝΟ. Από τότε, είχα πολλές φορές τη χαρά να τον συναντήσω, για να γίνω κοινωνός των εμπειριών και των συμπερασμάτων που αποκόμισε αυτά τα πενήντα σχεδόν χρόνια που βρίσκεται ενεργός στην ελληνική μουσική υπόθεση. Η συζήτηση που θα διαβάσετε παρακάτω έγινε πριν μερικές μέρες στο φιλόξενο (για όλους, ανθρώπους και κατοικίδια ζώα) σπίτι του στην Παιανία. Μιλήσαμε αρκετά εκείνο το σούρουπο, μόνο που –αναγκαστικά- ένα μικρό μόνον τμήμα της συνομιλίας μας μπόρεσε να χωρέσει τελικά στο τελικό κείμενο:
- Κύριε Λεοντή, πως ήταν –από μουσικής πλευράς- τα παιδικά σας χρόνια στο Ηράκλειο της Κρήτης;
- Από έξι- εφτά χρονών έψελνα στην εκκλησία της γειτονιάς μου. Ο βυζαντινός ήχος με έθελγε και με γοήτευε. Και εξακολουθεί να με γοητεύει, απόδειξη το ότι σε όλο μου σχεδόν το έργο ενυπάρχει αυτό το στοιχείο. Όταν πήγα έντεκα χρονών στο Γυμνάσιο, άκουσα για πρώτη φορά πιάνο, από τον καθηγητή μου της μουσικής τον Γεώργιο Χουρμούζιο, έναν αρκετά φωτισμένο άνθρωπο και μουσικό, ο οποίος μισούσε βέβαια το λαϊκό τραγούδι. Ήταν της ίδιας περιόδου και συμμαθητές με τον Μητρόπουλο, νομίζω και με τον Σκλάβο, της σχολής των αρχών του 20ου αιώνα. Ο ανιψιός του, ο γιος του αδελφού του, ήτανε ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, που διετέλεσε διευθυντής στην Καθημερινή και στο Εθνικό Θέατρο. Οι Χουρμούζιοι ήτανε Κύπριοι, με καταγωγή από τον Χουρμούζιο τον Χαρτοφύλακα, τον συνθέτη βυζαντινής μουσικής, μια οικογένεια διανοουμένων και μουσικών. Στην αρχή λοιπόν, μου μετέφερε όλο αυτό το οποίο πίστευε εκείνος. Και παπαγάλιζα κι εγώ, έλεγα ας πούμε ότι τα τραγούδια δεν λένε τίποτα, είναι ευτελείς φόρμες, είναι χασικλίδικα κλπ. Ήταν η νοοτροπία που είχαν εκείνη την εποχή οι «σοβαροί» μουσικοί. Κάπου όμως έπιανα τον εαυτό μου ψευδόμενο, διότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή» π.χ. μ’ άρεσε. Δεν ήξερα και πολλά τραγούδια γιατί δεν είχαμε ραδιόφωνο ακόμα. Μέχρι τότε, αυτό που άκουγα ήτανε η εκκλησία που έψελνα και –αν τύχαινε- κανένα πανηγύρι με κρητική μουσική. Στο πανηγύρι, ο σολίστας ήτανε συνήθως λυράρης. Αν δεν ήτανε λυράρης και ήτανε βιολιστής, κάπου- κάπου έπαιζε και κανένα ταγκό, ευρωπαϊκό το λέγανε εκείνη την εποχή. Λεγότανε και «κολλητός», επειδή ο άντρας αγκάλιαζε τη γυναίκα καθώς χορεύανε. Αυτές τις μουσικές εμπειρίες είχα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Από τα χρόνια του Γυμνασίου όμως, άρχισα να υποψιάζομαι –ή να φαντάζομαι αν θέλεις- κι άλλους ήχους, που με γοητεύανε. Θυμάμαι μια- δυο κοπέλες που ήτανε στην Ανωτέρα του πιάνου και παίζανε κομμάτια κλασικών συνθετών, σονάτες κλπ. Αλλά και άλλα όργανα, βιολί, κλασική κιθάρα, ήτανε τότε μαθητής ο μετέπειτα καταπληκτικός κιθαριστής, ο Νίκος ο Φρουδαράκης. Άκουγα λοιπόν αυτούς τους ήχους και ανακάλυπτα σιγά- σιγά ένα δρόμο μαγικό.
- Τότε ήταν που άρχισαν να σας πρωτομπαίνουν οι ιδέες για να φτιάξετε τις δικές σας μελωδίες;
- Είχα ένα φίλο, το Μανώλη (πέθανε πριν μερικά χρόνια ο καημένος), όπως και κάτι άλλα παιδιά που πηγαίναμε μαζί στο ψαλτήρι. Εμένα δεν μου άρεσε να λέω πάντα την ίδια φωνή. Όπου ήταν πλάγιος τέταρτος, δηλαδή κάποιος ήχος που να σηκώνει κι άλλες φωνές (το εννοώ με τον ευρωπαϊκό τρόπο), έλεγα στο Μανώλη κρυφά: «σ’ αυτό το τροπάριο θα κάνεις αυτή τη φωνή» και του έδινα μια άλλη μελωδική γραμμή, ενώ ο ίδιος τραγουδούσα μια τρίτη φωνή. Επίσης στην πρωινή προσευχή του σχολείου, που λέγαμε «σε Σένα, Πλάστη και Θεέ». Μ’ άρεσε να κάνω άλλες φωνές που τις τραγουδούσαμε μαζί με το Μανώλη, μιας και ήμασταν δίπλα- δίπλα, στην ίδια γραμμή. Αυτές ήταν οι πρώτες απόπειρες. Θυμάμαι όμως και τη χειροτονία του Μητροπολίτη Κρήτης, του Ευγένιου. Τότε ήταν που έγραψα κάποια πράγματα. Άλλαξα δηλαδή κάποιους εκκλησιαστικούς ύμνους και τους έκανα για τρεις φωνές, με την επιθυμία του μαέστρου -του Χουρμούζιου- να τα διδάξει στη χορωδία. Εμπειρικά βέβαια τα έγραψα, δεν ήξερα τίποτα από αρμονία κλπ.
- Εκείνος δηλαδή σας παρακίνησε να γράψετε;
- Όχι, αφού τα έγραψα του το είπα. Και τον ρώτησα αν θα μπορούσαμε να τα κάνουμε κάτι, δεν ήξερα με ποιο τρόπο. Τα βλέπει και μου λέει «θα βρούμε τον τρόπο». Δεν θυμάμαι τελικά τι έγινε, νομίζω η χορωδία δεν πήγε στην χειροτονία, κάτι τέτοιο. Θυμάμαι επίσης στην Τρίτη Γυμνασίου που μας βάλανε μια έκθεση στο σχολείο και έγραψα ότι θέλω να γίνω συνθέτης. Χωρίς να ξέρω καλά- καλά τι σημαίνει, υπέθετα. Σκεφτόμουνα ότι θα μου άρεσε να φτιάχνω δικές μου μελωδίες και να μπορώ να τις ακούω τραγουδισμένες από άλλους ανθρώπους ή από διάφορα όργανα. Δεν είχα μια σαφή εικόνα, γιατί –στην ουσία- δεν είχα ακούσει μουσική μέχρι τότε.
- Αυτό σημαίνει όμως ότι πρέπει να ήταν πολύ ισχυρή η παρόρμηση.
- Έτσι φαίνεται. Αποκτήσαμε λοιπόν ραδιόφωνο το 1957, όταν ήμουνα δεκαεπτά χρονών. Θυμάμαι και τι πρωτοάκουσα: ένα κοντσέρτο του Κορέλι σε σι μπεμόλ για ορχήστρα εγχόρδων, με τον Αλέκο Κόντη και την Ορχήστρα Ποικίλης Μουσικής της Ραδιοφωνίας, θυμάμαι ακόμα την εκφώνηση. Κάθε Κυριακή γινότανε μια τέτοια συναυλία, περίμενα πως και πως την αναγγελία από το Ραδιοπρόγραμμα. Από κει και πέρα, δεν ήταν πια τίποτα ικανό να με σταματήσει. Στο διάστημα αυτό, άρχισα να μελετάω μαντολίνο, άρχισα δηλαδή να γνωρίζω και νότες. Μετά έκανα και βιολί, όποτε ερχόμουνα σε επαφή με το κλασικό ρεπερτόριο. Έπαιζα, ας πούμε, τους Ουγγρικούς Χορούς του Μπραμς στο μαντολίνο.
- Νομίζω πάντως ότι ένας συνθέτης, ακόμα κι αν δεν σκοπεύει να εξελιχτεί ως δεξιοτέχνης οργανοπαίκτης, πρέπει να περάσει από τη φάση του να παίξει ο ίδιος μουσική. Για να τη χαρεί και να τη νιώσει.
- Βέβαια. Ξέρεις, είναι μεγάλο βάσανο το να θες να παίξεις (με την έννοια του να παίζεις άνετα τουλάχιστον), και να μη μπορείς, όπως εγώ. Τότε όμως, την ώρα που παίζαμε τόπι στις αλάνες, ξέκλεβα καμμιά ώρα και πήγαινα -κρυφά, γιατί έπεφτε ξύλο από τον πατέρα μου- να μελετήσω μαντολίνο. Ήταν μεγάλη θυσία και μεγάλη παρόρμηση για να παρατήσεις το παιχνίδι, κι αυτό επί τρία χρόνια μάλιστα. Μάλιστα, σε μια γιορτή του θείου μου που μου είχε χαρίσει και το όργανο, πήρα κάποια στιγμή το μαντολίνο και άρχισα να παίζω. Έπαιζα πολύ ωραία τότε. Έμεινε κατάπληκτος ο πατέρας μου, γιατί όλο αυτό έγινε πολύ ξαφνικά.
- Κάποια στιγμή ήρθατε και στην Αθήνα πάντως.
- Ναι, για να δώσω όμως εξετάσεις στη Φυσικομαθηματική Σχολή. Έτσι έφυγα από την Κρήτη, δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να με αφήσει ο πατέρας μου να πάω στο Ωδείο. Αλλά μετά από λίγους μήνες γράφτηκα στο Ωδείο Αθηνών, όπου ξεκίνησα από το μηδέν.
- Θα έλεγα να παρακάμψουμε τα χρόνια των σπουδών σας, τα οποία μας έχετε άλλωστε γλαφυρότατα περιγράψει στην προηγούμενη συνέντευξή σας στο ΔΙΦΩΝΟ (σ.σ. τεύχος 108, Σεπτέμβριος 2004) και να πάμε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και στις πρώτες σας συνθέσεις.
- Πριν απ’ όλα, να σου πω ότι ήταν και η εποχή που καθόρισε τη γενικότερη στάση μου ως συνθέτη. Τη δεκαετία του ’60 ωριμάζαμε ως μουσικοί παράλληλα με την πολιτική μας ωρίμανση. Ήταν καθοριστικό και για το ότι επέλεξα τελικά να ασχοληθώ με το τραγούδι. Έβλεπα τη δική μου ανάγκη να εκφραστώ ως πολίτης, διαισθανόμουνα όμως και την ανάγκη του κόσμου να βρει ένα αποκούμπι μουσικής έκφρασης. Το τραγούδι είναι κυρίαρχο για τον ελληνικό λαό από αιώνες, είναι μέσο έκφρασης. Εμένα μου άρεσε να είμαι σε επικοινωνία με τον κόσμο, δεν φανταζόμουνα ποτέ τον εαυτό μου να γράφει σε ένα τραπέζι νότες, είδωλα και εικονίτσες πάνω στην παρτιτούρα και να ικανοποιούμαι εκεί. Ένιωθα την ανάγκη να μοιραστώ με τον κόσμο αυτό που έγραφα. Ακόμα και τώρα το έχω αυτό, είμαι δηλαδή έτοιμος να πετάξω πράγματα αν αισθανθώ ότι δεν σε επηρεάζουν. Γιατί έχω την πεποίθηση ότι το κοινό –στο σύνολό του- είναι πάντα αρκετά ώριμο να δεχτεί πράγματα, αρκεί να είναι αληθινά από μέρους σου, όσο προχωρημένα κι αν είναι. Εκτός από κάποιες εξαιρέσεις βέβαια, αλλά, εν πάση περιπτώσει, το είδος τραγουδιού που κάναμε δεν απαιτεί πολλές μουσικές εμπειρίες για να το παρακολουθήσεις.
- Ήσασταν από τους πρώτους που –στη δεκαετία του ’60- έκαναν συναυλίες. Πως ήταν τότε το κλίμα για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συνθέτη;
- Είχα γνωριστεί με τον Μίκη Θεοδωράκη όταν –μαζί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο- εργαστήκαμε ως αντιγραφείς στις παρτιτούρες της περίφημης συναυλίας του στο Θέατρο Κεντρικόν. Κάποια στιγμή με ρώτησε αν είχα γράψει τραγούδια. Και όταν του απάντησα καταφατικά, μου είπε «παίξτα μου». Του έπαιξα «Το Σπίτι Γέμισε Με Λύπη» και μερικά ακόμα που είχα. Μου λέει: «Θες να κάνουμε μαζί συναυλίες;» Εγώ έπεσα από τα σύννεφα βέβαια, γιατί ο Επιτάφιος ήτανε στο ζενίθ εκείνη την περίοδο. Έβαλα μπροστά λοιπόν για τις συναυλίες που θα κάναμε μαζί, αλλά του δώσανε παραγγελία από το Εθνικό Θέατρο να γράψει μουσική για τις Φοίνισσες και τον Αίαντα, οπότε μου πρότεινε να το αναβάλουμε. Εγώ όμως δεν κρατιόμουνα με τίποτα πια, είχα αποφασίσει να κάνω συναυλίες έστω και μόνος μου. Ο Μίκης με έστειλε τότε στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής, όπου γνώρισα τον Λοίζο, τον Σαββόπουλο, τον Λάδη, τον Ελευθερίου κ.α. Στις 12 Μαρτίου του 1963 κάναμε μαζί με τον Λοίζο την πρώτη μας συναυλία και το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου μας φώναξαν στο Θέατρο Παρκ να διευθύνουμε την ορχήστρα και τη χορωδία στη Μαγική Πόλη. Εκεί παρουσιαζόμασταν και σαν ιντερμέτζο ο Μάνος και εγώ, παίζοντας από δύο τραγούδια ο καθένας. Οι εφημερίδες χτύπησαν μεν στις κριτικές τους την παράσταση (κυρίως η Καθημερινή της Ελένης Βλάχου και Τα Νέα), έγραψαν όμως για μας «προσέξτε αυτούς τους νέους, θα τους βρούμε μπροστά μας».
- Πως άνοιξε τελικά για σας η πόρτα της δισκογραφίας;
- Ένα βράδυ ήρθε στο Θέατρο Παρκ ο γερο- Μάτσας μαζί με το γιο του το Μάκη, οι οποίοι –μιας και ο Χατζιδάκις με το Θεοδωράκη ανήκαν στην Κολούμπια- ενδιαφερόντουσαν να ηχογραφήσουν καινούργια πράγματα για την εταιρεία τους. Και μου πρότειναν να ενορχηστρώσω τραγούδια του Μίκη και του Μάνου σε δεύτερη εκτέλεση. Έκανα λοιπόν το «Στρώσε το Στρώμα σου» ορχηστρικό με φαγκότο, επίσης τον «Ταχυδρόμο», τη «Φαίδρα» κ.α. Κάποια στιγμή μου είπαν: «φέρε και κανένα δικό σου». Εγώ στην αρχή το είδα χαλαρά το πράγμα, όταν όμως επιμείνανε, τους πήγα το «Που να χωρέσει τ’ Όνειρο». Λίγο πιο πριν, με είχε φωνάξει ο Ορφανίδης από την RCA και είχα κάνει τέσσερα τραγούδια εκεί, μεταξύ των οποίων «Το Σπίτι Γέμισε Με Λύπη», που τραγούδησε η Έφη Παναγιώτου. Όλα αυτά που σου λέω είναι με διαφορά ενός- δύο μηνών το ένα από το άλλο. Ήταν τέτοια η χαρά της δημιουργίας, που δεν με πείραζε καθόλου που ξενυχτούσα για να τα προλάβω όλα. Γιατί παράλληλα πήγαινα στην Ραδιοφωνία και διηύθυνα την ορχήστρα.
- Εκεί είχατε …αυτοπροσληφθεί, όπως μου είχατε πει σε κάποια άλλη μας συζήτηση.
- Τους «υπέκλεψα» τη θέση αυτή. Με βάλανε να δώσω εξετάσεις -που δεν είχε δώσει κανείς ως τότε- και με επέλεξαν οι μουσικοί. Οι εξετάσεις ήταν να ενορχηστρώσω μερικά κομμάτια για την ορχήστρα που είχε εξήντα μέλη, έξι τρομπόνια θυμάμαι ότι ήτανε. Αλλά υπήρχε μεγάλη όρεξη από μέρους μου. Πάνω σ’ αυτή λοιπόν τη ροή των γεγονότων, ο Κώστας Βίρβος μου έδωσε –μέσω του Μάτσα- τέσσερα κομμάτια για να μελοποιήσω. Ανάμεσά τους ήταν και το «Μεσ’ στο Σκοτάδι Περπατώ», που για ένα διάστημα ήταν και το σήμα της διαφημιστικής εκπομπής της Οντεόν στο ραδιόφωνο. Και αμέσως μετά, μου έδωσε και το κείμενο της Καταχνιάς. Το πήρα δοκιμαστικά, αλλά σε τέσσερις- πέντε μέρες το είχα τελειώσει. Οπότε φώναξαν τον Καζαντζίδη με τη Μαρινέλλα -δεν τους είχα γνωρίσει μέχρι τότε- και πήγαμε να το κάνουμε πρόβα σ’ ένα δωματιάκι μ’ ένα πιάνο που ήταν μέσα στη στοά της Σταδίου 48. Από κει και πέρα, το πράγμα πήρε το δρόμο του. Αλλά θέλω να επιμείνω στην αύρα που σου δημιουργούσε ο περίγυρος. Δηλαδή ο κόσμος, όπως και οι πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες που επικρατούσανε. Αυτό το τονίζω και το λέω συνέχεια, για τα νέα παιδιά: χάνουν που δεν ζούνε την αγωνία του κόσμου. Αν την ακολουθούσανε, θα κερδίζανε σαν δημιουργοί. Δεν με ενδιαφέρει να πάνε από δω η από κει, αλλά πρέπει να ζούνε τα γεγονότα. Και να ταυτίσουνε το έργο τους με τις ανάγκες των συνανθρώπων τους, δεν γίνεται αλλιώς.
- Αναφέρατε πιο πριν ότι σας γοήτευσε η λόγια παράδοση της ευρωπαϊκής μουσικής όσο ήσασταν σπουδαστής. Όταν αργότερα -ως συνθέτης- ασχοληθήκατε κυρίως με το τραγούδι, αισθανθήκατε ότι κάνατε έκπτωση στο αρχικό σας όραμα;
- Όχι, αντίθετα. Γιατί πιστεύω πως τράβηξα κι εγώ το μίτο του τραγουδιού ένα μέτρο παραπέρα. Έχω το γνώθι σαυτόν, ξέρω τι ακούγεται δίπλα, ξέρω τι κάνω και εγώ, βλέπω ότι κάτι έχω προσθέσει σ’ αυτό το οικοδόμημα. Μεταχειριζόμενος τα λόγια του Χατζιδάκι, για να γράψεις τραγούδια χρειάζεται –εκτός από ταλέντο- γνώση και τεχνική. Αν θέλεις βέβαια κάπως να το προχωρήσεις το πράγμα και όχι να μείνεις για πάντα στο σχήμα εισαγωγή- κουπλέ- ρεφραίν. Η δική μου γενιά ανδρώθηκε σε μια ατμόσφαιρα όπου κυριαρχούσε ο Χατζιδάκις κατ’ αρχήν και μετά ο Θεοδωράκης. Έπρεπε λοιπόν αυτά που θα κάναμε να έχουν την οντότητα να σταθούν. Έτσι επιζήσαμε σαν συνθέτες που τα τραγούδια τους έχουν απήχηση και σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι σταθμίσαμε σωστά τα πράγματα και βασίσαμε τη δημιουργικότητά μας σε στέρεο βάθρο.
- Σ’ αυτό που λέτε πρέπει να οφείλεται και η μεγάλη επιτυχία της συναυλίας σας στο Ηρώδειο, πριν τρία χρόνια. Που βασίστηκε στη δουλειά σας πάνω στον Αριστοφάνη κυρίως και όχι στα γνωστά σας τραγούδια.
- Ο μουσικός δεν πρέπει να φοβάται το κοινό του, αλλά να το αγαπά. Επίσης, να μη φοβάται να προχωρήσει σε πράγματα που δεν είναι κατ’ ανάγκην της μόδας και της τρέχουσας νοοτροπίας. Τότε μόνον θα επιβιώσει. Με το να επαναλάβεις τις συνήθειες, δεν προσφέρεις τίποτα. Το να μπορέσεις όμως να δημιουργήσεις κάτι που να έχει επαφή και επικοινωνία, αλλά και να βγάλει τον άλλον από τη συνήθειά του, αυτό είναι το ζητούμενο, κατά τη γνώμη μου, στην τέχνη. Να μπορείς δηλαδή να ζεις μέσα στην εποχή σου με το έργο σου. Και να δημιουργείς έργα που να μπορούν να συγκινήσουν σήμερα το διπλανό σου. Δεν ξέρω τι θα είναι το αύριο. Αύριο θα υπάρξουν άλλοι συνθέτες που θα εκφράσουν κι αυτοί το δικό τους σήμερα. Εγώ προσπαθώ να γράψω μουσική για το σήμερα. Όσες φορές και αν το σκέφτομαι, ιδίως τώρα που μεγάλωσα, καταλήγω πως δεν έκανα λάθος στην επιλογή μου αυτή.
- Τελειώνοντας, θα ήθελα να μου πείτε τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον.
- Θέλω κατ’ αρχήν να κυκλοφορήσει –σε διπλό ή τριπλό cd- η συναυλία του Ηρωδείου. Ήδη τη ζητάει πολύς κόσμος, οπότε πρέπει να βγει. Επίσης, του χρόνου, το 2009, είναι το έτος Ρίτσου. Πιθανώς να υπάρξει μία έκπληξη…
Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας στο Κύτταρο
Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο ακριβοθώρητος και ιδιαίτερος τραγουδοποιός από τη Θράκη επιστρέφει, 38 χρόνια μετά, στον φυσικό του χώρο, στο ιστορικό Κύτταρο της Αθήνας για περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων. Συχνά-πυκνά ο σπουδαίος μουσικός,στιχουργός και τραγουδιστής αποφασίζει να κατέβει από την Κομοτηνή στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα.
Έτσι λοιπόν και αυτή τη χρονιά...
Έχοντας στις αποσκευές του υλικό σαράντα περίπου χρόνων από την προσωπική του εργογραφία παρουσιάζει ένα πρόγραμμα με επιλογές από τους δίσκους: Θανάσης Γκαϊφύλλιας (1968) - Ωτοστόπ (1971) - Η Ατέλειωτη Εκδρομή (1975) - Φύλλο Πορείας (1985) - Βραδιάζει (1991) - Το τραγούδι της Τιμής (1997) - Σταβέντο (1999), αλλά και από τις συμμετοχές του σε δίσκους των Ν.Μαυρουδή, Γ.Φραντζολά, Τ.Αλεξίου, Λ.Κόκκοτου, Μ.Κωχ κ.α.
Επίσης, στις εμφανίσεις του ερμηνεύει και ανέκδοτα τραγούδια που μελοποίησε πρόσφατα όπως "Το Υστερόγραφο" του Μιχάλη Κατσαρού (http://www.youtube.com/watch?v=jX8L33yr-Kk) και άλλα...
Η αρχή έγινε την Δευτέρα 2/11/09 στο ιστορικό Κύτταρο και θα συνεχίσει αυτή η ατέλειωτη εκδρομή για λίγες ακόμα εμφανίσεις. Κάθε Δευτέρα του Νοέμβρη στις 22:00.
Ηπείρου 48 και Αχαρνών τηλ. 2108224134 για κρατήσεις και πληροφορίες (http://www.kyttarolive.gr)
Είσοδος με ποτό:15 Ευρώ και φοιτητικό: 10 Ευρώ
Μαζί του η τραγουδοποιός Λήδα Χαλκιαδάκη,γνωστή από το συγκρότημα "Λήδα&Σπύρος" των αρχών του '70
Σχετικά link :
Τα βιντεάκια που φτιάχνει ο ίδιος ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας του Οδυσσέα Ελύτη σε μουσική Θανάση Γκαϊφύλλια
Το blog του Θανάση Γκαϊφύλλια
Αρχαίο Θέατρο Μαρώνειας
Συνέντευξη εφ' όλης της ύλης
Η ομάδα που έκαναν στο φατσοβιβλίο για τον Θ.Γ. με αγάπη κάποιοι νεαροί θαυμαστές του έργου του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)