Μια ιστοριούλα με αίσιο τέλος
(από μια έμφυτη απέχθεια του μπλογκ προς το κουτσομπολιό και τις λογικές “espresso”, ο κεντρικός ήρωας-συνθέτης και οι μέτοχοι των διηγήσεών του παραμένουν ανώνυμοι, καθώς αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τα ηθικά διδάγματα της ιστορίας και όχι οι πρωταγωνιστές της)
Διάβασα πρόσφατα την αυτοβιογραφία γνωστού έλληνα συνθέτη. Το τιτάνιο μέγεθος του συνθέτη και η δίχως τέλος προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι με είχαν προϊδεάσει θετικά. Πριν ανοίξω το βιβλίο, είχα την κρυφή ελπίδα ότι θα διάβαζα μνήμες τρυφερές και ιδέες πολύτιμες για το παρελθόν και το παρόν της ελληνικής μουσικής. Αντί αυτών, παρατήρησα με λύπη ότι ο λόγος του εξαντλείται σε μία αφ’ υψηλού θέαση σημαντικών δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού, που χαρακτηρίζεται είτε από σκληρή και ιδιαίτερα μειωτική κριτική, είτε από μια εξίσου εγωκεντρική επιείκεια και ανοχή.
Τι νόημα έβγαλα από μία – το ομολογώ – επιπόλαια ανάγνωση; Ότι ο λαϊκός συνθέτης τάδε - ας τον πούμε μ1 - ίσως και να έγραψε ένα δύο καλά τραγούδια αλλά ως εκεί, ότι ο νεότερος του μ2 είναι περίπου άσχετος μουσικά, μάλλον αχάριστος, και με πολλά λεφτά, ότι ο μ3 δε σκάμπαζε και πολλά από «σοβαρή» μουσική, και ότι ο μ4 έγραφε τραγούδια ταπεινής μουσικολογικής υφής. Α, ναι, και ότι ο μ5, γνωστός Έλληνας συνθέτης με θητεία στα πολιτιστικά πράγματα, είναι ψεύτης και αντιγραφέας. Τέλος, ο άξιος δημιουργός πλουτίζει τις γνώσεις μας γύρω από την ελληνική μουσική καταθέτοντας ότι άλλος γνωστός Έλληνας συνθέτης – επίσης δεν κατονομάζεται – είναι περίπου ψυχοπαθής και μουσικά ατάλαντος· από τα συμφραζόμενα υποθέτω ότι αναφέρεται στον μ6 αλλά δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Χοντρικά, το μήνυμα του βιβλίου είναι: ο αυτοβιογραφούμενος συνθέτης, άντε κι άλλοι ένας-δύο (όπως οι μ7 και μ8) και μετά το χάος.
Ίσως αυτή η υποκειμενική ανάγνωση να αδικεί και τον συγγραφέα, και τις προθέσεις του. Φοβάμαι όμως πως δεν είναι έτσι. Στο βιβλίο κυριαρχεί η ονοματολογία και η ανεκδοτολογία ενώ απουσιάζουν οι αναφορές στις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που γέννησαν το κίνημα της νέας ελληνικής μουσικής, εξέχων μέλος του οποίου υπήρξε και ο εν λόγω συνθέτης. Αλλά για το αρνητικό συναίσθημα που μου προκάλεσαν οι αναφορές του βιβλίου δεν φταίει μόνο ούτε το επιπόλαιο της ανάγνωσής μου, ούτε ίσως ο έμπειρος στα μουσικά θέματα επιμελητής του βιβλίου - ο οποίος όμως δεν φαίνεται πως θέλησε να προστατέψει τον συνθέτη από τις ίδιες τις αδυναμίες του. Ίσως να μη φταίει ούτε καν ο ίδιος ο συνθέτης.
Δυστυχώς, το βιβλίο επιβεβαιώνει αυτό που χρόνια τώρα καθοδηγεί τις ακροάσεις μου: ότι δηλαδή, δεν πρέπει να ενδιαφέρει καθόλου τον ακροατή το τι είναι ο δημιουργός και η προσωπικότητά του, παρά μόνο το τι είναι και τι σημαίνει το έργο του. Ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός, είναι εξ ορισμού εγωκεντρικός, περισσότερο από τους άλλους, τους «κοινούς» ανθρώπους. Και εμείς, το κοινό, δεν πρέπει να ζητάμε από αυτόν ούτε σεμνότητα, ούτε μετριοπάθεια. Καλό είναι φυσικά αυτό να υπάρχει, και πράγματι κάποιοι συνθέτες είχαν και έχουν ακολουθήσει το δύσκολο δρόμο της σεμνότητας. Όπως και να ‘χει, το έργο και μόνο το έργο πρέπει να αποτελεί τη βάση της κρίσης και της ακρόασης.
Απ’ την άλλη, σκέφτομαι μήπως τα πράγματα ήταν αλλιώς αν, αντί για την αλληλοφαγωμάρα και τις ατομικές διαδρομές, οι μεγάλοι συνθέτες είχαν επιλέξει την ισχύ μέσα από την κοινή πορεία. Μήπως, δηλαδή, η λήθη που σαν τοξικό νέφος αγκαλιάζει το ελληνικό τραγούδι σήμερα είναι - ανάμεσα στα άλλα - ένα τίμημα που οι μεγάλοι δημιουργοί του έντεχνου-λαϊκού τραγουδιού πληρώνουν έναντι της αλαζονείας και του εγωκεντρισμού τους. Μήπως, τελικά, η προαγωγή της ατομικότητάς τους εκ μέρους τους σήμανε την ακύρωση της αναγκαίας συνθήκης παραγωγής της μεγάλης και ταυτόχρονα δημοφιλούς τέχνης: της συλλογικότητας.
Έχοντας στο μυαλό μου αυτές τις γκρίζες σκέψεις, έκλεισα το βιβλίο και έβαλα ένα από τα cd του δημιουργού να παίζει. Κάπου στη μέση, είχα πια παραμερίσει τελείως την πικρία της ανάγνωσης του βιβλίου, έχοντας επαναφέρει στη σκέψη μου τη μόνη γραφή που χαρακτηρίζει έναν συνθέτη: τη μουσική του. Και από αυτήν, ο ήρωας της ιστορίας μας, έδωσε πολλή και καλή, όσο και αν αδικεί άλλους δημιουργούς και τον εαυτό του με την άλλη του γραφή, την αυτοβιογραφική.
ηρ.οικ.
3 σχόλια:
Σαν να λέμε "η τέχνη για την τέχνη", λοιπόν.....(Θυμάσαι;)
Μόνο αυτό αξίζει και μετράει. Δεν λέω ωραίο όνειρο θα ήταν η τέχνη που προάγει τη συλλογικότητα, μα εκ των πραγμάτων ο δημιουργός δεν μπορεί να σκέφτεται έτσι, δεν θα κάνει πραγματική τέχνη με αυτόν τον τρόπο. Οι καλλιτέχνες είναι περίεργα όντα.
Cathrine, 1η Λυκείου, ή κάτι τέτοιο; :)
Ε, όχι λοιπόν, αρνούμαι να υποχωρήσω! Διότι είναι άλλο θέμα η κοινωνική διάσταση του έργου του καλλιτέχνη, και άλλο οι διαπροσωπικές σχέσεις ανταγωνισμού που αναπτύσσονται ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Άλλο δηλαδή πράγμα η κοινωνική διάσταση των «11 Λαϊκών Τραγουδιών του Γιάννη Ρίτσου», του Μαμαγκάκη, το ότι ως έργο είναι φορέας συλλογικών φορτίων, το ότι έχει από πίσω του μιαν ολόκληρη εποχή, και άλλο οι επιλογές και στάσεις του Μαμαγκάκη- τυχαίο το όνομα και το παράδειγμα - έναντι συναδέλφων του.
Συνεπώς, η ιστοριούλα με αίσιο τέλος σε καμία περίπτωση δεν επικυρώνει το θεώρημα της «τέχνης για την τέχνη».
Κατά τα άλλα, πολύ χάρηκα για τα όμορφα νέα σου sto email!
-----
Κωνσταντίνε, όπως ακριβώς το λες είναι! Όσο για το έργο, αυτοβιογραφία είναι, εφόσον είναι γραμμένο σε πρώτο ενικό, άσχετα αν αναφέρεται ως βιογραφία. Άλλο η επιμέλεια ενός κειμένου, άλλο η συγγραφή.
Το ξέρω, απλά είπα να σε πειράξω λίγο. Η μόνη μου ένσταση είναι πως πως υπάρχουν έργα που δε φέρουν αυτό το φορτίο κι όμως είναι καλλιτεχνικά αριστουργήματα.
Δημοσίευση σχολίου