ΗΛΙΑΣ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ – ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ
ΛΑΪΚΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ
LYRA
Τα «Λαϊκά Προάστια» κυκλοφόρησαν το 1980 σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου, στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη και ερμηνεία Σωτηρίας Μπέλλου. Τρεις δεκαετίες μετά, ο δίσκος θεωρείται πλέον κλασικός. Οι δύο δημιουργοί, που είχαν ξανασυναντηθεί ένα χρόνο πριν στα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη», έφτιαξαν ένα έργο ορισμένο μέσα στο χώρο και το χρόνο. Η ονοματολογία του Μπουρμπούλη χαράσσει κάθε τραγούδι: Πλατεία Βάθης, Μεταξουργείο, Καισαριανή, Πέραμα, Κοκκινιά, Ακροναυπλία, Γερμανία. Σε αυτό το φορτισμένο σκηνικό εξελίσσονται τρεις παράλληλες ιστορίες: η σκληρή καθημερινότητα της εργατικής τάξης, το δράμα της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, και οι μετεμφυλιακές διαψεύσεις της Αριστεράς. Το σύμπαν του Μπουρμπούλη είναι σκοτεινό, ρεαλιστικό, συγκεκριμένο, αλλά ταυτόχρονα αφήνει το παράθυρο ανοιχτό για το καινούργιο, για την ελπίδα. Μέσα στα συνεργεία και τα σιδεράδικα, υπάρχει χώρος για την «καλύτερη γενιά» και την «Κυριακή» που θα ’ρθουν.
Αυτό το γλυκόπικρο σύμπαν των «Λαϊκών Προαστίων», ο Ανδριόπουλος δεν το φαντάστηκε∙ το βίωσε. Όπως σημειώνει: «Το 1968… εργαζόμουν στις εγκαταστάσεις της BP στο Πέραμα… Ήταν ο κόσμος των λαϊκών προαστίων». Οι μελωδίες είναι απλές αλλά όχι απλοϊκές, συνδυάζοντας αριστοτεχνικά το λυρικό με το δραματικό στοιχείο, την έντεχνη με τη λαϊκή διάσταση. Αυτή η ενότητα αποτυπώνεται και στην ενορχήστρωση, όπου δεσπόζει το μπουζούκι του Κώστα Παπαδόπουλου, συνοδευόμενο από τη φυσαρμόνικα του αείμνηστου Παναγιώτη Πάσπα, το πιάνο του Γιάννη Ζερβίδη, τις κλασσικές κιθάρες του Βαγγέλη Φάμπα και του Γεράσιμου Πυλαρινού, το κοντραμπάσο του Ανδρέα Ροδουσάκη και τα κρουστά του Γιώργου Λαβράνου.
Χαρακτηριστική του διττού χαρακτήρα του δίσκου είναι η συνύπαρξη της τραχιάς, «ακατέργαστης» φωνής της Σωτηρίας Μπέλλου με τη γυναικεία χορωδία. Η Μπέλλου βρήκε στα «Προάστια» πρόσφορο έδαφος για να ξεδιπλώσει ενστικτωδώς τις ρεμπέτικες μνήμες της. Κι αυτό, παρά τις ενστάσεις του Πατσιφά που είχε προκρίνει αρχικά τη Βίκυ Μοσχολιού, εξαιτίας της εμπορικής αποτυχίας των προηγούμενων εργασιών της Μπέλλου με τον Αργύρη Κουνάδη και τον Βασίλη Δημητρίου. Στην εποχή τους, τα δύο τραγούδια που ξεχώρισαν ήταν τα «Μην κλαις» και «Πλατεία Βάθης». Ξανακούγοντας το δίσκο σήμερα, ξαφνιάζει η διαχρονική φρεσκάδα των «Στις λασπωμένες γειτονιές», «Μεταξουργείο» και «Ο αγέρας στους δρόμους», του πιο αφαιρετικού τραγουδιού του έργου: «δεν μπορώ το αίμα μου να δίνω / σε μιαν άρρωστη συνέχεια πατρίδα». Συνολικά, όμως, τα «Λαϊκά Προάστια» είναι ένας κύκλος τραγουδιών, μια αδιάσπαστη ενότητα.
Η έκδοση είναι προσεγμένη - αν και οι «λασπωμένες γειτονιές» μετονομάστηκαν σε «λασπωμένες στράτες» - και το μεγάλο μέγεθός της επιτρέπει να θαυμάσουμε το εξώφυλλο της Χαρίκλειας Μυταρά. Το σταθμευμένο σαραβαλάκι και η παγωμένη τσιμινιέρα μπορεί να μη βρίσκουν πια θέση στα εξώφυλλα και στο περιεχόμενο ενός εντελώς αφηρημένου είδους τραγουδιού, είναι όμως βασανιστικά παρόντα στην καθημερινότητα πολλών ανθρώπων. Το Πέραμα παραμένει Πέραμα, όσο κι αν η «τιμημένη εργατιά» έχει αντικατασταθεί από το «πρώτα ο πολίτης». Τα «Λαϊκά Προάστια» δεν μας θυμίζουν μόνο το παρελθόν αλλά σκιαγραφούν και ένα αποσιωπημένο παρόν, δείχνοντας υπαινικτικά το μέλλον.
Ηρακλής Οικονόμου
(Περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, Νοέμβριος 2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου