Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Συνέντευξη με τη Μαρίζα Κωχ






Μαρίζα Κωχ:



«Ό,τι τρέλες και να κάνουν τα παιδιά, τα συγχωρώ· έχω κάνει μεγαλύτερες»


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Από τα παιδάκια που την περιστοιχίζουν κάθε στιγμή ως τις ροκ μνήμες τόπων, ταξιδιών και ανθρώπων, όλα και όλοι μαρτυρούν μία προσωπικότητα ευαίσθητη και τολμηρή. Εξάλλου, το ίδιο μαρτυρά και το έργο της: με τον «Αραμπά» και τη σύζευξη παραδοσιακής και ροκ μουσικής, με τη δουλειά πάνω στον Καββαδία, με τα παιδικά τραγούδια, αλλά και με τον εξαιρετικό τελευταίο της δίσκο «Πάνω στη θάλασσα εγώ τραγουδώ», έχει καθιερωθεί ως εξέχουσα μορφή της έντεχνης μουσικής πρωτοπορίας. Φέτος γιορτάζει σαράντα χρόνια παρουσίας στην ελληνική δισκογραφία. Η κυρία Μαρίζα Κωχ!


Στο τελευταίο σας δίσκο μελοποιείται Γιώργο Σαραντάρη. Γιατί επιμένετε στους μεγάλους ποιητές;

Στην ποίηση στράφηκα όταν άρχισαν να μη μου φτάνουν τα δικά μου λόγια. Το πρώτο τραγούδι που μελοποίησα ήταν ο «Τρελός» του Κώστα Βάρναλη, στο δίσκο «Παναγιά μου, παναγιά μου». Μπήκα με τη γενιά που μελοποιούσε ποιητές, δίνοντας πάντα το άκουσμα που φέρει η ιδιοσυγκρασία μου. Το ίδιο το κείμενο σε οδηγεί στο να δώσεις τελικό άκουσμα με ορμή ή με μέλισμα. Του Καββαδία είχε πιο πολύ μέλισμα, περισσότερη μελωδία. Στον Σαραντάρη κατάλαβα την τόλμη, και γι’ αυτό με τον Νάσο Γκρόζα και τον Γιάννη Σταυρόπουλο επιχειρήσαμε αυτό το τελικό άκουσμα. Ο Σαραντάρης είναι ένας άνθρωπος που έφυγε από τη ρομαντική ποίηση - από τους πρώτους - και μας έδωσε τόσο μεγάλα δείγματα ελεύθερης ποίησης. Έφυγε από την ομοιοκαταληξία, δραπέτευσε από μιαν εποχή, και μ’ αυτό νοιώθω συγγένεια.

Πάντως, ακόμα και σε έναν τέτοιο δίσκο, συμπεριλαμβάνετε τρία παραδοσιακά τραγούδια. Τι σημαίνει για σας η παράδοση;

Θέλω με αυτόν τον τρόπο να δηλώσω ότι ο τραγουδιστής μπορεί να ολοκληρωθεί εκφραστικά, να δώσει τα πάντα, με τραγούδια μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Όταν τα τραγούδια είναι τόσο επιλεγμένα, μπορούν κάθε δεκαετία που περνά να έχουν και άλλη ανάγνωση. Έχουν τέτοιο βάθος αυτά τα τραγούδια ώστε όσες φορές κι αν τα τραγουδήσω, θα τα τραγουδήσω με άλλον τρόπο. Δεν επαναλαμβάνω το «Στο ’πα και στο ξαναλέω» με τον τρόπο που το είπα το ’72. Για μένα, είναι καινούργιο τραγούδι, κάθε φορά που το λέω. Δεν είναι έλλειψη υλικού, ήδη υπάρχουν κι άλλα ηχογραφημένα τραγούδια του Σαραντάρη, αλλά έβρισκα ότι δεν ολοκληρωνόταν η σκέψη μου αν δεν έβαζα και τα παραδοσιακά δίπλα στον Σαραντάρη.

Από το ’96 έχετε τη δική σας δισκογραφική εταιρεία. Γιατί;

Τη δισκογραφική μου εταιρεία την έκανα επειδή δεν ήθελα να περνάω τέσσερις σειρές τζαμόπορτες για να δω τον παραγωγό της εταιρείας που δεν ήξερε τι θα πει «αραμπάς», δεν ήξερε τίποτα. Μιλάω για μια φουρνιά ανθρώπων που ήταν τα φυντάνια των εταιρειών δίσκων, και τώρα ελπίζω να έχουν ωριμάσει.

Μπα… χειρότερα είναι τώρα.

Δεν ξέρω. Όλοι αυτοί δεν είχαν καμία μουσική προπαίδεια, όχι όσον αφορά τις κλίμακες αλλά την ιστορία και τις ζυμώσεις του τραγουδιού. Μπήκανε παιδιά σε πόστα που έκαναν παραγωγή ποπ και ελαφρολαϊκά… έμειναν πολύ λίγοι άνθρωποι, όπως ο Μακράκης, στα πόστα τους. Το ιδιωτικό ραδιόφωνο γέννησε πάρα πολλούς πιτσιρικάδες που μπήκανε στα πόστα χωρίς να ξέρουν τίποτα. Η αισθητική τους ήταν τέτοια που τους οδήγησε να βγάλουν στην επιφάνεια το ποπ. Αυτή η ατμόσφαιρα δεν μου πήγαινε, όπως και σε πολλούς άλλους. Αν δεν σε είχαν βάλει σε έναν παλιό, καλό παραγωγό, ή δεν έβγαζες χρυσούς δίσκους - παρεπιπτόντως, ο πρώτος χρυσός δίσκος στην Ελλάδα ήταν ο «Αραμπάς» - είχες πρόβλημα. Πολλοί καλλιτέχνες έκαναν δική τους εταιρεία, το ίδιο κι εγώ. Παράλληλα, έκανα και παιδική δισκογραφία, που καμία εταιρεία δεν δεχόταν να βγάλει. Τον καιρό που πουλούσα πάρα πολύ, είχα κάνει τρεις παιδικούς δίσκους, αλλά μετά κανείς δεν μου έβγαζε παιδικά. Και έτσι βγαίνει η Verso.







Τι σημαίνει για σας η ενασχόληση με το παιδί, με τον νέο άνθρωπο;

Μόνο τα παιδιά δεν γερνάνε. Το ’77 έκανα τους τρεις πρώτους παιδικούς δίσκους. Κοντά στα παιδιά βρίσκω τον εαυτό μου, ελευθερώνομαι. Τα παιδιά μου χαρίζουν μια ελευθερία και ’γω τους χαρίζω ένα κομμάτι από την τέχνη μου. Ξέρουν να με κερδίζουν και ξέρω να τα κερδίζω. Στις περιοδείες μου σε όλο τον κόσμο - τρεις φορές γύρισα τον κόσμο - έρχονταν πάντα τα παιδιά στο διάλλειμα και σκαρώναμε επί τόπου παιδικά παράσταση πίσω από τις κουρτίνες του θεάτρου. Αυτό υπήρξε η ξεκούρασή μου, η χαρά της ζωής μου. Ό,τι τρέλες και να κάνουν τα παιδιά, τα συγχωρώ· έχω κάνει μεγαλύτερες.

Είναι αλήθεια ότι τραγούδια σας διδάσκονται σε πανεπιστήμια του εξωτερικού ως παιδαγωγικό υλικό;
Όταν μέσω της Verso εξασφάλισα και τις εκδόσεις, σιγά σιγά ήρθε τόσο παιδόκοσμος κοντά μου που έκανα το εργαστήρι. Στην αρχή, είχα κάποια γκρουπ παιδιών που έρχονταν από το εξωτερικό για να γραφτούν σε ελληνικά σχολεία, και ήταν δεύτερη γλώσσα τους η ελληνική. Για δώδεκα χρόνια διδάσκαμε με τις δασκάλες τους ελληνικά, και γι’ αυτό βγήκαν και καινούργια τραγούδια, για τις ανάγκες των παιδιών. Σιγά σιγά, αυτό έφτασε να αναπτυχθεί τόσο πολύ που άρχισαν να μπαίνουν στην ομάδα και εμιγκρεδάκια από διάφορες χώρες που βρίσκονται εδώ, Ρωσσάκια, Αλβανάκια, Ρουμανάκια. Για μένα, αυτό είναι θείο δώρο, να μου εμπιστεύονται οι άνθρωποι τα παιδιά τους. Όσα τραγούδια ξεχώρισαν, τα έστειλα στο Πανεπιστήμιο του Cornell, που έχει έδρα Νέων Ελληνικών, τα δίδαξαν και τα δοκίμασαν εκεί για δύο εξάμηνα, γράφτηκαν κείμενα που υποστήριξαν ότι τα παιδιά έχουν ευεργετηθεί απ’ αυτό. Το 2009, στο συνέδριο του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, υπήρχε θέμα «Τα Ελληνικά μέσα από το τραγούδι», και πλέον έχουμε έτοιμη την έκδοση με τα τραγούδια και με ένα δίσκο από τη Verso.

Την καριέρα σας σημάδεψε η ζεύξη παραδοσιακής μουσικής και ροκ ηχοχρώματος. Τι σας οδήγησε εκεί;

Κάποιοι λένε ότι πριν οπουδήποτε αλλού γεννηθεί το ροκ ως έθνικ, γεννήθηκε με τον «Αραμπά». Πάντως, δεν είχε καμία σχέση με μουσική αναζήτηση αυτό το πράγμα, είχε σχέση με την αναζήτηση σανίδας σωτηρίας. Είχα ζήσει την εποχή των χίπις, είχα ζήσει το Γούντστοκ, είχα προλάβει την Τζόπλιν, ήταν το σημείο αναφοράς μου η Τζάνις Τζόπλιν. Είχα έρθει με εφόδια, και όταν έβγαινα με τα κρουστά καταλάβαιναν ότι όλο αυτό είχε τσαμπουκά από πίσω. Όχι άποψη, δεν ήθελα να κάνω επίδειξη. Αφού δεν μπορούσα να τραγουδήσω έξω απ’ τα δόντια αυτά που ήθελα, λόγω Χούντας, έπρεπε να υποστηρίξω το παραδοσιακό τραγούδι με ηλεκτρικό ήχο. Το τραγούδησα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα τραγουδούσα ελεύθερα αν με άφηναν. Είχα πίσω και όλο το υπόβαθρο ενός ανθρώπου που έχει μεγαλώσει με το παραδοσιακό και το νησιώτικο. Στα εννιά μου χρόνια υπήρξα ψάλτρια στην εκκλησία. Το θράσος της νιότης, και οροσειρές μετακινεί. Οι μουσικολόγοι πάντως μ’ έβριζαν: «καταστρέφει το παραδοσιακό», «δεν μπορεί να παίζει με κιθάρες αυτά τα πράγματα» κλπ.

Σαράντα χρόνια πορείας. Ποιο στόχο ακολουθήσατε;

Τη φωνή μου ακολουθώ, γι’ αυτό και ψάλλω από παιδί. Δεν έβαλα στόχους. Αναπνοή και φωνή είναι το ίδιο πράγμα για μένα.

Και από όλες αυτές τις ιδιότητες της Μαρίζας Κωχ, της ποιήτριας, της συνθέτριας, της τραγουδίστριας, της παιδαγωγού, της τραγουδοποιού, ποια ιδιότητα διαλέγετε;

Είναι λίγο εγωιστικό αυτό που θα πω. Το υψηλότερο χαρακτηριστικό θα ήταν να με πει κανείς μελωδό. Δεν ξέρω αν θα το αξιωθώ, ίσως χρειαστώ άλλα 40 χρόνια για να με πει κανείς μελωδό. Προσπαθώ να κολλήσω τα ένσημά μου στις παιδικές παραστάσεις, ώστε τα παιδιά να αποφασίσουν. Αν αποφασίσουν να με πουν μελωδό, τότε αυτό θα ήταν το ύψιστο.

Αυτό το έχει πει ήδη η ιστορία πριν από τα παιδιά… Σας ευχαριστώ για την κουβέντα μας.

Ευχαριστώ πολύ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: