ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΑΡΙΔΑΚΗΣ
ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟΥ
ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ
Υπάρχουν τρεις κατηγορίες τραγουδοποιών: στην πρώτη ανήκουν αυτοί που ασκούν μία απόλυτα ιδιοσυγκρασιακή τέχνη, κινούμενοι αποκλειστικά ως προς να εξωτερικεύσουν ότι έχουν μες στο μυαλό τους και την ψυχή τους, αδιαφορώντας παράλληλα για το αν θα αρέσουν στους άλλους ή θα πιάσουν- που λέμε- τα τραγούδια τους. Οι της δεύτερης κατηγορίας φτιάχνουν τα τραγούδια τους συνήθως βάσει των λογοτεχνικών καταβολών τους, της παιδείας τους, υπηρετώντας ένα απόλυτα ελληνικό σύγχρονο τραγούδι, συνεχιστές κατά κάποιον τρόπο των μεγάλων δημιουργών του παρελθόντος. Κι οι τραγουδοποιοί της τρίτης κατηγορίας κάνουν ότι κάνουν για να αρέσουν πρωτίστως στα ραδιόφωνα, στα έντυπα και κατόπιν στο μαζικό κοινό, ξεχνώντας παρ' όλα αυτά να αρέσουν πάνω απ' όλα στον ίδιο τους τον εαυτό. Ο Λεωνίδας Μαριδάκης ανήκει μάλλον στη δεύτερη κατηγορία, χωρίς να αποποιείται και μερικά στοιχεία από την πρώτη, την καλύτερη- κατ' εμέ- των περιπτώσεων. Το δεύτερο άλμπουμ του με τίτλο Σε βάθος δρόμου μόλις κυκλοφόρησε και περιέχει δέκα τραγούδια και ένα instrumental.
Δεν θα αναλύσω ένα- ένα τα κομμάτια του Μαριδάκη, θα αναφέρω μόνο τα στοιχεία που κατά υποκειμενική εκτίμηση κάνουν σημαντικό το cd του. Κατ' αρχάς, ο λόγος των ποιητών και των στιχουργών που έντυσε με τις μουσικές του: F. G. Lorca σε απόδοση Βασίλη Λαλιώτη, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Διονύσης Καψάλης, Γιώργος Κοροπούλης, Β. Λαλιώτης και ο ίδιος ο Λ. Μαριδάκης. Αν υποτεθεί πως στόχος του ήταν το νοερό ταξίδεμα του ακροατή σε τόπους μακρινούς κι εξωτικούς, το κατάφερε απόλυτα, επιλέγοντας να μελοποιήσει το Θα πάω στο Σαντιάγο του Lorca α λα Carlos Santana, το δικό του Άγριο όνειρο και κυρίως το εναρκτήριο Στο δρόμο με το στιχούργημα του Λαλιώτη να κλείνει το μάτι στην Περιπλανώμενη ζωή, όχι του Τσιτσάνη, αλλά μιας ολόκληρης γενιάς beat ποιητών. Στα υπόλοιπα κομμάτια, τον δημιουργό απασχόλησε το αέναο ερωτικό ζήτημα κι εκεί που θα γινόταν μπανάλ, τον έσωσαν πάλι οι στίχοι που του δόθηκαν προς μελοποίηση. Εξαιρετικά υπό αυτή την έννοια τα Σαν τίγρη τρυφερός (Λ. Μαριδάκη), Η λέξη που αγάπησα (Θ. Γκόνη) και Η αγάπη νικάει (Β. Λαλιώτη), ντουέτο του Μαριδάκη με την, πρωτοεμφανιζόμενη στη δισκογραφία, jazzy ερμηνεύτρια Πέννυ Μπαλτατζή. Μουσικά, επίσης, παρουσιάζει ενδιαφέρον όλο το υλικό, με εμφανή την επιρροή του δημιουργού από ένα latin-ska-reggae κλίμα, το οποίο τυχαίνει να 'ναι και ολίγον trendy τελευταία.
Προσωπικά πάντως το χάρηκα που δεν υπάρχει ίχνος μιζέριας μέσα του. Από το πρώτο τραγούδι μέχρι το instrumental που κλείνει το cd, τόσο ο Μαριδάκης, όσο και η μπάντα που τον συνοδεύει, αν μη τι άλλο το γλεντάνε με την καρδιά τους και μας πασάρουν αφειδώς και αφιλοκερδώς το κέφι και τη χαρά τους. Ευφάνταστες και πλούσιες ενορχηστρώσεις με τον ήχο των πνευστών και του βιολιού να πρωτοστατεί συχνά μέσα στον βασικό ηλεκτρικό ηχητικό διάκοσμο. Ξεχωρίζω ακόμη τη μελοποίηση του στον Λαπαθιώτη που ορθώς τού βγήκε σε χαμηλόφωνη μπαλάντα με blues κλίμακες. Μού άρεσε πολύ και ο φωνητικός αυτοσχεδιασμός της Τυνήσιας Lamia Bedioui στο Άγριο όνειρο- συμμετοχή με ουσία, δεδομένων των στίχων που μας ταξιδεύουν κατά Πορτ Σουδάν μεριά! Όσο για τη Μάρθα Φριντζήλα που κλήθηκε να αποδώσει το Καθρεφτάκι, η ερμηνεία της σε συνδυασμό με την υφή του εν λόγω τραγουδιού μεταφέρουν ένα σπάνιο αεράκι από το πιο καλόγουστο ελαφρό ρεπερτόριο αλλοτινών εποχών. Τέλος, ο Λεωνίδας Μαριδάκης μπορεί να μην είναι ο top τραγουδιστής- φαντάζομαι το γνωρίζει κι ο ίδιος- δε με ενόχλησε καθόλου όμως η φωνή του καθ' όλη την ακρόαση. Ίσως γιατί ανήκει κι αυτός στους τραγουδοποιούς εκείνους που ξέρουν να διαχειρίζονται καλύτερα απ' τον καθένα καλλίφωνο ερμηνευτή, πρώτα το υλικό τους και κατόπιν τον τρόπο να εκφράζονται.
Αντώνης Μποσκοΐτης
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου