ΘΕΜΗΣ ΚΑΡΑΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ - ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ:
«Ο Λένιν έλεγε ότι ‘η επανάσταση ξεκινάει από σένα τον ίδιο’»
Τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)
Η μία, νέα ερμηνεύτρια, από τις μεγαλύτερες φωνές της γενιάς της. Ο άλλος, νέος συνθέτης με διακριτή ταυτότητα και πλούσιο ταλέντο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε ο δίσκος τους «Εισιτήρια διπλά», σε στίχους του συνήθη ύποπτου Γεράσιμου Ευαγγελάτου. Τους συναντήσαμε αμέσως μετά τη συναυλία τους στις «Γιορτές του Ενιπέα και της Φολόης» που διοργάνωσε για δεύτερη χρονιά το περιοδικό «Μετρονόμος». Η εκπληκτικής ομορφιάς φύση της Ηλείας έφτιαξε ένα μαγικό σκηνικό και υποδέχθηκε τα τραγούδια μιας παρέας που έχει ήδη αφήσει το στίγμα της στα μουσικά πράγματα. Μόδα της εποχής, ή τρομερά παιδιά του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού; Η κυρία Νατάσσα Μποφίλιου και ο κύριος Θέμης Καραμουρατίδης!
Πώς νοιώσατε παίζοντας πλάι στην όχθη του Ενιπέα και το δάσος της Φολόης, σε ένα τέτοιο φυσικό περιβάλλον;
Ν.Μ.: Όλη η συναυλία ήταν σαν σκηνικό από ταινία του Φελίνι. Ήταν σουρεαλιστικό όλο αυτό, παραμυθένιο, το ποτάμι δεξιά, η σκηνή με τα φώτα, οι κούκλες και τα φαναράκια που κρέμονταν από τα δέντρα. Και ένας φοβερός τόπος, ένα φοβερό φυσικό τοπίο.
Θ.Κ.: Είναι πολύ ωραία η τοποθεσία, με τα νερά και τα δέντρα, και είναι πολύ ωραία η προσπάθεια. Βλέπεις ότι σε ένα χωριό στην Πελοπόννησο γίνεται μία προσπάθεια να υπάρξει κάτι αξιόλογο πολιτιστικά. Βλέπεις ότι οι διοργανωτές το κυνήγησαν, και είχε ενδιαφέρον να συμμετέχουμε σε κάτι τέτοιο.
Είδατε κάποια αντίφαση ανάμεσα στο νέο αστικό τραγούδι που τραγουδάτε και το τοπίο αυτό της υπαίθρου;
Ν.Μ.: Ισχύει, ήταν λίγο περίεργο. Αλλά αυτά είναι τα ωραία πράγματα στη ζωή. Είναι ωραίο να συμβαίνουν και πράγματα διαφορετικά, απρόβλεπτα, όπως π.χ. να πας σε ένα τέτοιο περιβάλλον και να παίξεις αυτά τα τραγούδια.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο κοινό της Αθήνας και το κοινό της επαρχίας;
Ν.Μ.: Όχι, δεν βλέπω διαφορά. Σε κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις τυχαίνει να παίζουμε σε χώρους όπου δεν ξέρει ο κόσμος τα τραγούδια μας, αλλά αυτό δε γίνεται συχνά. Γενικά δεν υπάρχει διαφορά. Ο κόσμος έχει ανάγκη να συγκινηθεί, και είναι ανοιχτός στην πληροφορία, στη μουσική, στην αίσθηση που του αφήνει ένα live. Είναι πολύ συγκινητικό, γιατί φέτος είναι η πρώτη φορά που κάνουμε περιοδεία, και ο κόσμος στην επαρχία έχει μία αγνή επιθυμία να μας ακούσει. Στην Αθήνα, αντίθετα, πολλά από τα άτομα του κοινού μας, μας έχουν ξανακούσει.
Τι θα έγραφε μία εισαγωγή στο δίσκο «Εισιτήρια διπλά»;
Ν.Μ.: Το είδος που κάνουμε είναι αστικό συγκινητικό τραγούδι. Τραγούδια της πόλης, με επίκεντρο την πόλη, γιατί μέσα σ’ αυτήν ζούμε. Επιθυμούμε να συγκινηθούμε εμείς, και αν τα καταφέρουμε, να συγκινήσουμε και άλλους ανθρώπους. Αν ο δίσκος είχε έναν υπότιτλο, θα ήταν «ένα αφιέρωμα για τη μνήμη». Αναφέρονται μέσα ό,τι αγαπάμε, ό,τι θυμόμαστε από ανθρώπους, μουσικές, ταινίες.
Και γιατί μας αφορά η μνήμη σήμερα; Γιατί «παίζετε» με το συγκεκριμένο μοτίβο;
Ν.Μ.: Γιατί εμείς κάνουμε προσωπικά τραγούδια, που πρώτα απ’ όλα μας αφορούν τη δικιά μας σχέση, και προβλέπουμε ότι υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που το συμμερίζονται και νοιώθουν το ίδιο. Τα συναισθήματα είναι για όλους, όχι για έναν. Και είμαστε και οι τρεις πολύ δεμένοι με το παρελθόν. Γνωρίζουμε τη ρίζα μας, τη φροντίζουμε, την αγαπάμε, προσπαθούμε να την επιδεικνύουμε. Είμαστε πολύ δεμένοι με τη ρίζα.
Θ.Κ.: Ζούμε σε μία εποχή που οι προσλαμβάνουσες είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Και εμείς αυτό, όντας ρομαντικοί, θέλουμε να το επιβραδύνουμε, να το σταματήσουμε. Θέλουμε να αισθανόμαστε ότι κρατάμε πέντε πράγματα απ’ όσα περνούν μπροστά μας και δεν πετάμε τα πάντα για να τα αντικαταστήσουμε με άλλα μέσα σε μία εβδομάδα.
Και τι περιλαμβάνει η δική σας ρίζα;
Ν.Μ.: Από το δημοτικό και το παραδοσιακό τραγούδι μέχρι τις παλιές ταινίες, την οικογένειά μου, τις μνήμες που έχει ο λαός μου και η χώρα μου, τις αισθητικές μου συγκινήσεις.
Ποιο είναι το μυστικό που κρατάει την τριάδα δεμένη;
Θ.Κ.: Είναι ο σεβασμός που έχουμε ο ένας για τη δουλειά του άλλου, οι διακριτοί ρόλοι, και η απόλυτη ειλικρίνεια.
Ν.Μ.: Εμπιστεύομαι τρομερά το αισθητικό τους κριτήριο. Θαυμάζω τη δουλειά τους, είναι οι αγαπημένοι μου καλλιτέχνες. Και αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να πιστεύω σε αυτό που κάνω. Υπάρχει ένα κλίμα καλλιτεχνικής εμπιστοσύνης μεταξύ μας.
Έχετε κατακτήσει την κορυφή. Απαιτήθηκαν υποχωρήσεις γι’ αυτό;
Θ.Κ.: Δεν θεωρώ ότι φτάσαμε σε καμία κορυφή, απλά πάει καλά αυτό που κάνουμε. Είμαστε από τους πολύ τυχερούς που ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα, φέρει απόλυτα την καλλιτεχνική μας υπογραφή.
Ν.Μ: Σε κάθε μας δουλειά βλέπουμε τους εαυτούς μας.
Τα τραγούδια σας είναι γραμμένα σε πρώτο ενικό και περιγράφουν μίαν ατομική εμπειρία. Πώς γίνεται αυτό το κατεξοχήν ατομοκεντρικό τραγούδι να αγγίζει τόσο πολύ συλλογικές χορδές;
Ν.Μ.: Πιστεύω ότι το «πολιτικό τραγούδι» σήμερα έχει τεράστια διαφορά σε σχέση με το τι θεωρούνταν και ήταν παλαιότερα. Τώρα αυτό το πράγμα ξεκινάει από τον εαυτό σου. Όταν μπορείς να αλλάξεις τον εαυτό σου, να μιλήσεις για αυτόν, τότε κάνεις τον άλλον να νοιώσει ότι νοιώθεις σαν αυτόν. Αυτόματα, αποκτάς έτσι μία προσωπική σχέση μαζί του. Όταν εγώ τραγουδώ ότι «εμένα μου συμβαίνει αυτό», και ο άλλος πει «α, κι εμένα μου συμβαίνει το ίδιο», γίνεσαι μια ομάδα, μέσα από την προσωπική αίσθηση των πραγμάτων.
Θ.Κ.: Είναι μία σειρά από μονάδες που ενώνονται και δημιουργούν ένα σύνολο με βάση τα συναισθήματα που νοιώθει ο καθένας μόνος του και όχι απαραίτητα σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο.
Τι συναισθήματα σας γεννά η σημερινή Ελλάδα;
Ν.Μ.: Με ξενερώνει και με θυμώνει. Δεν παλεύουμε για τίποτα. Είμαστε παραδομένοι σε κάτι που μας έχει επιβληθεί και δεν τοποθετούμαστε απέναντί του. Ο καθένας αποδέχεται την πολιτική πραγματικότητα, την προσωπική του πραγματικότητα, σαν κάτι το δεδομένο. Δεν το δέχομαι αυτό. Γι’ αυτά που αγαπάς, πρέπει να αγωνίζεσαι, να πιστεύεις, και να έχεις διάθεση να τα αλλάξεις. Και πρώτα απ’ όλα να αλλάξεις τον εαυτό σου.
Θ.Κ.: Ξαφνικά ήταν σαν να άνοιξε του κουτί της Πανδώρας και να βγήκαν από μέσα όλα τα τέρατα που χτίζονταν στην Ελλάδα από την μεταπολίτευση και μετά. Συσσωρευόταν όλο αυτό το πράγμα και πλέον ξεχείλισε, και γέμισε η Ελλάδα απατεώνες, κρίση, φτώχεια.
Ν.Μ.: Και λαϊκισμό, φτήνια. Αλλά το φαινόμενο αυτό είναι παγκόσμιο, δεν είναι μόνο ελληνικό. Συμβαίνει παντού. Και το θέμα είναι τι κάνουμε. Τι κάνεις γι’ αυτό; Άλλαξε τον εαυτό σου. Ο Λένιν έλεγε ότι «η επανάσταση ξεκινάει από σένα τον ίδιο». Έτσι είναι. Αν θες κάτι ν’ αλλάξεις, πρέπει να το αρχίσεις απ’ τον εαυτό σου.
Ποιος είναι ο Θέμης Καραμουρατίδης της Μποφίλιου;
Ν.Μ.: Ο Θέμης είναι ο προστάτης μου στη ζωή, είναι ο άνθρωπός μου. Και ένας συνθέτης που λατρεύω.
Και ποια είναι η Νατάσσα Μποφίλιου του Καραμουρατίδη;
Θ.Κ.: Είναι η σπουδαιότερη νέα τραγουδίστρια της γενιάς της. Είναι οικογένεια, δικός μου άνθρωπος. Και είναι ένα από τα μεγάλα κομμάτια της ευτυχίας μου.
Νατάσσα, σας άκουσα να τραγουδάτε το παραδοσιακό «Ένα παλληκάρι είκοσι χρονών» («Γκιουλ Μπαξέ»). Γιατί;
Ν.Μ.: Αυτό είναι το πρώτο τραγούδι που τραγούδησα μπροστά σε κοινό. Το έλεγα στις γιορτές του σχολείου όταν πήγαινα ακόμα γυμνάσιο. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια βαθιά πολιτικοποιημένη, και ο μπαμπάς ασχολιόταν πάρα πολύ με το πολιτικό τραγούδι. Το συγκεκριμένο τραγούδι το τραγουδούσαν σε διάφορες εκδηλώσεις σαν «αντάρτικο», εντός εισαγωγικών. Μου άρεσε, και όταν ήρθε η ώρα να διαλέξω ένα τραγούδι για να το πω σε μία γιορτή, ή 17 Νοέμβρη ή 28 Οκτώβρη ήταν, του ζήτησα να μου το μάθει. Άρεσε στους συμμαθητές μου, και από τότε το τραγουδούσα πάντα.
Στην παράδοση μέσω πολιτικής λοιπόν. Αναπτύξατε μετέπειτα και μιαν αυτόνομη σχέση με το κατεξοχήν παραδοσιακό τραγούδι;
Ν.Μ.: Η σχέση μου με το παραδοσιακό τραγούδι ήρθε πολύ αργότερα, όταν γνώρισα τον Χρόνη Αηδονίδη. Ήμουν στο Ξυλόκαστρο και τραγουδούσα σε μία μεγάλη, 15μελή ορχήστρα. Υπήρξε μια σύνδεση της ορχήστρας με τον κύριο Χρόνη, και κάναμε αρκετές συναυλίες μαζί. Μου έμαθε πολλά πράγματα, ιδιαίτερα σε σχέση με το θρακιώτικο τραγούδι.
Όχι μόνο το «Γκιουλ Μπαξέ», αλλά και ο «Αρχηγός» του Λοΐζου, και το θρυλικό εργατικό τραγούδι του Pete Seeger “Which side are you on?” ακούστηκαν στη συναυλία σας. Τυχαίο;
Ν.Μ.: Σαφώς και είμαστε άνθρωποι που ζούμε σε μία κοινωνία. Σαφώς και αντιλαμβανόμαστε την πολιτική διάσταση των πραγμάτων. Και σαφώς αυτή μας αφορά και μας ενδιαφέρει, και μέσα από αυτό που κάνουμε προσπαθούμε να τοποθετούμαστε πολιτικά.
Επιτρέψτε μου Νατάσσα να ρωτήσω ως συνάδελφος ... τι θα γίνει τελικά με το πτυχίο σας στην Πολιτική Επιστήμη;
Ν.Μ.: Θα το πάρω κάποια στιγμή. Έχω πάρει την απόφαση να το πάρω, είμαι αποφασισμένη!
Οι σπουδές στην Πολιτική Επιστήμη έχουν τροφοδοτήσει την καλλιτεχνική σας προσωπικότητα;
Ν.Μ.: Πάντα με ενδιέφερε αυτή η σχολή, πέρασα συνειδητά εκεί (σ.σ.: Πολιτικό Νομικής Αθήνας), ήταν η μόνη μου επιλογή. Ήθελα να μπω στο συγκεκριμένο τμήμα και να σπουδάσω Πολιτικές Επιστήμες. Με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ. Θεωρώ ότι ένας άνθρωπος όσο μορφώνεται, όσο εκπαιδεύεται, ανοίγει το μυαλό του. Θα ήθελα να έχω περισσότερο χρόνο να διαβάζω, να μάθω πιο πολλά πράγματα. Έτσι γίνεσαι καλύτερος!