Τα ελληνικά eighties
Η παρεξηγημένη δεκαετία του τραγουδιού
του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ)
Σήμερα, όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες στρέφονται στη δεκαετία του ’80 μέσω των live, των επανεκδόσεων και των επανεκτελέσεων. Για όσους κουβαλούν μέσα τους ένα κομμάτι των κατασυκοφαντημένων eighties, η επιστροφή σ’ αυτά συνιστά μια δικαίωση. Αλλά γιατί η δεκαετία εκείνη συνεχίζει βασανιστικά να μας αφορά;
Η δεκαετία που δεν υπήρξε ποτέ
Για πολλούς, η δεκαετία του ’80 είναι ένας εφιάλτης που πασχίζουν να ξεχάσουν. Λίγο τα στενά μπλου-τζιν και οι τόνοι λακ… λίγο ο λαϊκισμός και οι διαψεύσεις… λίγο οι μεγάλες πίστες και οι αλήστου μνήμης βιντεοταινίες… αναμφισβήτητα κάποιοι έχουν τους λόγους τους να κοιτάνε αφ’ υψηλού εκείνα τα χρόνια. Κάποιοι άλλοι όμως παραμένουμε νοσταλγοί μιας δεκαετίας που περιείχε πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορέσαμε να συγκρατήσουμε και να καταλάβουμε. Τότε που μεγαλώναμε με Θέατρο της Δευτέρας και Στρουμφάκια, με Κάμπινγκ και Μουσικό Καλειδοσκόπιο, με Φρουτοπία και Ιππότη της Ασφάλτου, με Θέατρο Σκιών και Λιλιπούπολη. Χωρίς sms, χωρίς facebook, χωρίς chat. Ευτυχώς. Ακούγοντας πειρατικό ραδιόφωνο οι πιο ψαγμένοι, με τσακωμούς για τους Duran Duran και τους Wham οι mainstream, με βόλτες στη Barbarella οι νυχτόβιοι.
Όπως και ευρύτερα, έτσι και στο πεδίο της μουσικής, τα ελληνικά eighties έχουν καταγραφεί ως περίπου η δεκαετία που ποτέ δεν υπήρξε. Εάν τα ’60s ήταν το έντεχνο-λαϊκό των Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, εάν τα ’70s ήταν το πολιτικό τραγούδι, εάν τα ’90s ήταν το «έντεχνο», εάν η αυγή του 21ου αιώνα είναι το έθνικ, η κάτι-σαν-Φάμελλος ροκ μπαλάντα και ο αγγλικός στίχος, τότε τι αλήθεια υπήρξαν τα ’80s; Για τους περισσότερους, μια καρικατούρα. Υπάρχουν δύο λόγοι γι’ αυτό: πρώτον, γιατί πράγματι τα ’80s περιείχαν σπέρματα παρακμής και κιτς, και δεύτερον, γιατί το σβήσιμο της μνήμης υπήρξε προϋπόθεση για μια πιο ομαλή μετάβαση στο ναρκισσισμό και την καταναλωτική νιρβάνα των 1990s. Όπως το άστρο που φτάνει στη μέγιστη λαμπρότητά του πριν καταστραφεί ολοκληρωτικά, η δεκαετία του ’80 αποτέλεσε την κορύφωση της καλλιτεχνικής και αισθητικής πρωτοπορίας, πριν παραδοθεί στην ήττα που η ίδια διαλεκτικά εγκυμονούσε. Όχι απλά υπήρξε η δεκαετία του ’80, αλλά και συνιστά μοναδική περίοδο στην ιστορία του τραγουδιού.
Όταν άνθιζαν όλα τα λουλούδια
Οι τραγουδοποιοί
Τα ελληνικά eighties μας αφορούν κυρίως λόγω της ασύλληπτης πολυμορφίας τους που επέτρεψε την άνθιση των πιο αντιφατικών και πρωτότυπων ρευμάτων. Τότε γεννιέται το ρεύμα των «τραγουδοποιών», ο στυλοβάτης του λεγόμενου «έντεχνου». Πρωτεργάτης του ρεύματος είναι ο Βαγγέλης Γερμανός και τα ιστορικά Μπαράκια του. Όμως το μεγάλο «μπαμ» γίνεται με τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα στα Ζεστά Ποτά, τον χαρακτηριστικότερο ίσως δίσκο όλης της δεκαετίας. Με το Χαράτσι, ο εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενος Νίκος Παπάζογλου προτείνει ένα χαμηλόφωνο νέο-λαϊκό ύφος. Νέοι, ταλαντούχοι δημιουργοί ξεπηδούν σε μια εποχή όπου όλα επιτρέπονται. Ενδεικτικά: Βασίλης Καζούλης (Μπλε μωρό), Νίκος Ζιώγαλας (Τζάμπο), Διονύσης Τσακνής (Τρίτο μάτι, Φταίνε τα τραγούδια), Βασίλης Νικολαΐδης (Οδός Σανταρόζα), Σταύρος Παπασταύρου (Το πίσω δωμάτιο), Φοίβος Δεληβοριάς (Παρέλαση) και Σωκράτης Μάλαμας (Ασπρόμαυρες Ιστορίες).
Το ρεύμα της έντεχνης μπαλάντας εμπλουτίζεται και από δημιουργούς γένους θηλυκού, οι οποίες πρωτοεμφανίζονται ως ερμηνεύτριες. Η Αρλέτα προσφέρει Ένα καπέλο με τραγούδια, πριν τα Περίπου και Τσάι Γιασεμιού όπου συνεργάζεται με τον Λάκη Παπαδόπουλο και τη Μαριανίνα Κριεζή. Η Αφροδίτη Μάνου ερμηνεύει την Απόπειρα προτού γράψει την Νυχτερινή Εκπομπή, η Μελίνα Τανάγρη ταξιδεύει στον Τεσσαρακοστό Παράλληλο και «μπερδεύεται γλυκά» στα δικά της τραγούδια, και η Ελένη Βιτάλη στρέφει τη ματιά της στο Απέναντι Μπαλκόνι. Οι παλαιότεροι τραγουδοποιοί ακολουθούν πιστά. Ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει τα αξεπέραστα Τραπεζάκια Έξω και το αμφιλεγόμενο Κούρεμα, ενώ βάζει το τραγούδι στους τηλεοπτικούς δέκτες με το θρυλικό Ζήτω το ελληνικό τραγούδι. Ο Δήμος Μούτσης συνεργάζεται με τον Κώστα Τριπολίτη στο Φράγμα, προτού στραφεί στους δικούς του στίχους με το Ενέχυρο και το Να! Και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης παγιώνει το χαρακτηριστικό του ύφος στη Χαμηλή Πτήση και στα Τραγούδια για Κακά Παιδιά κάνοντας Πάρτυ στη Βουλιαγμένη.
Οι συνθέτες
Πλάι στο νέο αίμα, η δεκαετία του ’80 μπορεί να καυχιέται για μερικές από τις ωριμότερες καταθέσεις των μεγάλων συνθετών. Ο Μίκης Θεοδωράκης καταθέτει σύγχρονους προβληματισμούς στους κύκλους τραγουδιών Χαιρετισμοί, Ραντάρ, Επιβάτης και Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;. Ο Μάνος Χατζιδάκις εξελίσσει την τέχνη του με έργα όπως Η εποχή της Μελισσάνθης, Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, Σκοτεινή Μητέρα και Χειμωνιάτικος ήλιος. Το ίδιο κάνει και ο Γιάννης Μαρκόπουλος: Τολμηρή Επικοινωνία, Ορίζοντες, Οροπέδιο, Παράθυρο στη Μεσόγειο, και πάνω απ’ όλα το Ρεπορτάζ είναι δίσκοι που διατηρούν ακέραια τη διαχρονικότητά τους. Ο Νίκος Μαμαγκάκης εκδίδει τα Κέντρο Διερχομένων και Του Έρωτα και του Πάθους ενώ ο Νότης Μαυρουδής συνεχίζει τη έντονα λυρική του δημιουργία με τους δίσκους Στην όχθη της καρδιάς μου, Έρως Ανίκατε Μάχαν και Κάπου Ανατολικοδυτικά.
Επίσης, ο Σταύρος Κουγιουμτζής εκδίδει εξαιρετικούς αλλά αδίκως ξεχασμένους κύκλους τραγουδιών: Μικραίνει ο κόσμος, Τα νυχτέρια μας, Τρελοί και άγγελοι. Ο Θάνος Μικρούτσικος, με πρόσφατη την επιτυχία του Σταυρού του Νότου, καταθέτει κομβικά έργα: Εμπάργκο, Ο Γέρος της Αλεξάνδρειας, Όλα από χέρι καμένα, και το αριστουργηματικό Όσο κρατάει ένας καφές με τη φωνή του Διονύση Θεοδόση. Ο Μάνος Λοΐζος εκδίδει το Για μια μέρα ζωής, ενώ μετά τον θάνατό του κυκλοφορούν τα Γράμματα στην αγαπημένη. Ο Γιάννης Σπανός δίνει μεγάλα τραγούδια στην Άλκηστη Πρωτοψάλτη (Έξοδος Κινδύνου) και την Τάνια Τσανακλίδου (Φίλε, Της Βροχής και της Νύχτας) και ο Ηλίας Ανδριόπουλος αναδεικνύει την έντεχνη πλευρά της Σωτηρίας Μπέλλου με τα μνημειώδη Λαϊκά Προάστια και τις Ξένες Πόρτες, μελοποιώντας τους Προσανατολισμούς του Ελύτη.
Στη δεκαετία αυτή, νέοι συνθέτες κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους. Ο Νίκος Ξυδάκης, μετά την Εκδίκηση της Γυφτιάς και Τα Δήθεν, ξεδιπλώνει την τέχνη του στους δίσκους Πρώτο βράδυ στην Αθήνα, Κοντά στη δόξα μια στιγμή και Κάιρο-Ναύπλιο-Χαρτούμ. Ο Γιώργος Σταυριανός εισάγει έναν πρωτοφανή λυρισμό με την Έρημη Πόλη και τους Φόβους του Μεσημεριού, με όχημα τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη. Συναντάμε επίσης τους Σπύρο Βλασσόπουλο (Σαπφώ, σε μετάφραση Σωτήρη Κακίση), Τάσο Γκρους (Μορφές), Σταμάτη Σπανουδάκη (Κοντραμπάντο), Κώστα Καλδάρα (Νυχτερινή Κυβέρνηση), Νίκο Κυπουργό (Rom) και Δημήτρη Παπαδημητρίου (Ρεβάνς). Εντωμεταξύ, η Ελένη Καραΐνδρου αρχίζει τη γόνιμη συνεργασία της με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο (Ταξίδι στα Κύθηρα, Μελισσοκόμος, Τοπίο στην Ομίχλη). Αλλά ο χαρακτηριστικότερος νέος συνθέτης των 1980s είναι αναμφισβήτητα ο Σταμάτης Κραουνάκης, με τα πρωτοποριακά Σκουριασμένα Χείλη, το λησμονημένο Σαριμπιντάμ με τη Χριστιάννα, και τα υπόλοιπα δώρα της συνεργασίας του με την Λίνα Νικολακοπούλου (Κανονικά, Κυκλοφορώ κι Οπλοφορώ, Μαμά γερνάω).
Ροκάδες, γκρουπ και πρωτοπορία
Στην πανσπερμία ήχων και μηνυμάτων των 1980s, το ροκ βρίσκει γόνιμο έδαφος για να καλλιεργηθεί. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (Φοβάμαι, Διαίρεση, Χαιρετίσματα, Χορεύω) γίνεται αντικείμενο λατρείας σε γήπεδα και σύνθημα στο στόμα της νεολαίας. Νέα συγκροτήματα, όπως οι Τρύπες με τον Γιάννη Αγγελάκα, οι Τερμίτες με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, και φυσικά οι Απροσάρμοστοι με τον Παύλο Σιδηρόπουλο ξαναγράφουν την ιστορία της ελληνικής ροκ. Sharp Ties, Last Drive, Magic de Spell, Λάκης Παπαδόπουλος, Μωρά στη Φωτιά, η λίστα είναι ατέλειωτη. Και ο Νικόλας Άσιμος (Ο Ξαναπές, Το φανάρι του Διογένη) με τις παράνομες κασέτες του δίνει το δικό του, άνισο αγώνα με τους μηχανισμούς του καθεστώτος και τα φαντάσματα του μυαλού του.
Tα eighties είναι η τελευταία αναλαμπή της συλλογικότητας, δηλαδή των συγκροτημάτων. Οι Χειμερινοί Κολυμβητές (Από το Πάρκο στη Μυροβόλο, Μ’ αγαπάς;) με προεξάρχοντα τον Αργύρη Μπακιρτζή εισάγουν το δικό τους ιδιόμορφο ήχο που αντλεί από την παράδοση και τη μελαγχολία της ελληνικής επαρχίας. Από την κοινή μήτρα μιας παρέας, οι Φατμέ με τον «άσωτο υιό» Νίκο Πορτοκάλογλου «βγαίνουν από το τούνελ» προσφέροντας δείγματα μιας ορμητικής ροκ μπαλάντας και οι Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω (Οι κακές μας πράξεις, Τα Παροίνια) τραγουδούν παιχνιδιάρικα το λυρισμό με φυσικά όργανα. Οι Μουσικές Ταξιαρχίες (Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν) του ανεπανάληπτου Τζίμη Πανούση παίζουν μόνοι τους στο γήπεδο της ροκ σάτιρας ενώ από τους Λαθρεπιβάτες (Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε) ανατέλλει το άστρο του Παντελή Θαλασσινού. Τέλος, οι Ξέμπαρκοι καταθέτουν στο s/s Ionion 1934 τη δική τους σκοτεινή ματιά στον Νίκο Καββαδία.
Μια σημαντική προσφορά των ελληνικών eighties είναι η επιστροφή της παραδοσιακής μουσικής στο κυρίως σώμα της εγχώριας μουσικής σκηνής. Η διαχείριση της παράδοσης από τα μαύρα χρόνια της επταετίας 1967-1974 ως εργαλείο προώθησης της χουντικής αισθητικής είχε φυσιολογικά οδηγήσει στην υποχώρησή της. Χάρις σε προχωρημένα σχήματα όπως οι Δυνάμεις του Αιγαίου, η παράδοση νομιμοποιείται ξανά. Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων (Μοιρολόγια, Ο έρωτας στην Κρήτη είναι μελαγχολικός) κάνει τα πρώτα του δειλά βήματα ενώ ο Γιάννης Πάριος ερμηνεύει τα Νησιώτικα γνωρίζοντας πρωτοφανή λαϊκή αποδοχή.
Παράλληλα με την παράδοση, στα χρόνια του ’80 δίδεται ζωτικός χώρος για την άνθιση μιας εγχώριας μουσικής πρωτοπορίας. Πρωθιέρεια αναδεικνύεται η Λένα Πλάτωνος με τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς της στο θρυλικό Σαμποτάζ και στα έργα Καρυωτάκης, Μάσκες Ηλίου, Η Ηχώ και τα λάθη της, Γκάλοπ και Λεπιδόπτερα. Στην πρωτοπορία εντάσσεται και ο Μιχάλης Γρηγορίου που μελοποιεί μεγάλους ποιητές στα έργα Η αγάπη είναι ο φόβος και Ο Οδυσσέας στο ποτάμι. Ο Κυριάκος Σφέτσας συνοδεύει την σπαρακτική Κατερίνα Γώγου Στο Δρόμο. Και στα τέλη της δεκαετίας εμφανίζεται ο Μικρός αδερφός, η πρώτη προσωπική δουλειά του πολύπλευρου Μιχάλη Σιγανίδη.
Ρεμπέτες και λαϊκοί
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα ρεύματα στη μουσική σκηνή των 1980s είναι η αναβίωση του ρεμπέτικου. Πυρήνας αυτής της αναβίωσης είναι οι κομπανίες. Στην Οπισθοδρομική Κομπανία κάνει τα πρώτα της βήματα η Ελευθερία Αρβανιτάκη, ενώ η Ρεμπέτικη Κομπανία και η Αθηναϊκή Κομπανία βουτάν στα βαθιά της ρεμπέτικης και λαϊκής μυθολογίας. Ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδά τα Ρεμπέτικα της Κατοχής ενώ ο Σταύρος Ξαρχάκος καταθέτει το ιστορικό Ρεμπέτικο από την ομώνυμη ταινία του Κώστα Φέρρη.
Η περίοδος που εξετάζουμε τροφοδότησε και την τελευταία αναλαμπή του λαϊκού τραγουδιού. Στη δύση της εμφανίζεται ο Βαγγέλης Κορακάκης με το δίσκο Οι Άρχοντες εγκαινιάζοντας μια πορεία αυθεντικής λαϊκής δημιουργίας. Έχοντας πίσω του την επιτυχημένη συνεργασία με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο Χρήστος Νικολόπουλος επενδύει με τις μελωδίες του το λόγο του Μανώλη Ρασούλη: Οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει, Παίξε Χρήστο επειγόντως, Όλοι δικοί μας είμαστε. Ο Ρασούλης συνεργάζεται και με τον Πέτρο Βαγιόπουλο στο Πότε Βούδας, πότε Κούδας, ο Νικολόπουλος γράφει τον επίλογο της λαϊκής Χαρούλας με το Η Νύχτα θέλει έρωτα, ο Άκης Πάνου ολοκληρώνει τη δισκογραφία του με το Θέλω να τα πω, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει τα αξεπέραστα Πικροσάββατα. Νέες δυνάμεις όπως τα Παιδιά από την Πάτρα εντάσσονται σε ένα νεολαϊκό ρεύμα, με μεγάλη πανελλήνια απήχηση. Τέλος, μεγάλες φωνές όπως η Γλυκερία (Όμορφη Νύχτα) και η Ελένη Βιτάλη (Χορέψτε γιατί χανόμαστε) καθιερώνονται ηχογραφώντας ζωντανά παλιές λαϊκές επιτυχίες.
…και ο αντίλογος
Ο μουσικός πλούτος, ψήγματα του οποίου παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη ενότητα, καθιστά ακόμα πιο αινιγματικό το σβήσιμο των 1980s. Ευθύνη φέρουν οι μεγάλοι συνθέτες που ένιωσαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τους ίδιους και με την υποδοχή του έργου τους. Σαν συνεννοημένοι, έσβησαν από τα βιογραφικά, τις συναυλίες και τις συνεντεύξεις τους ό,τι έκαναν τη συγκεκριμένη δεκαετία. Πάρτε έναν-έναν τους μεγάλους συνθέτες και δείτε τι έβγαλαν στα eighties και πως αντιμετώπισαν μετά αυτό το έργο· περίπου ως παιδική ασθένεια. Το ίδιο ισχύει και για τους ερμηνευτές. Η Χαρούλα έγινε Χάρις, και το κοινό κλήθηκε να ακολουθήσει τη μετάβαση στο εκσυγχρονιστικό όνειρο.
Βεβαίως, δεν υπήρξαν όλα ρόδινα στα ελληνικά eighties· το αντίθετο. Μέσα στα σπλάχνα της, κείνη η δεκαετία έκρυβε μεγάλες αντιφάσεις. Από τη μία, έχουμε τα λεγόμενα «ποπάκια». Η Άννα Βίσση οπισθοχωρεί από τον Κουγιουμτζή στον Καρβέλα ενώ ο Ανδρέας Μικρούτσικος εγκαταλείπει οριστικά τις αναζητήσεις του Να ’μαστε πάλι εδώ Αντρέα. Παράλληλα, μια σειρά αμφιλεγόμενων καλλιτεχνών αναδεικνύεται στο χώρο της ελαφριάς ποπ: από τον συμπαθή Γιάννη Γιοκαρίνη ως τον σατιρικό Γιάννη Μηλιώκα και από τον Κώστα Μπίγαλη και τον Μιχάλη Ρακιντζή ως τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο. Απ’ αυτά τα «βαθιά 1980s» δεν έλειψε το ταλέντο, αλλά το όραμα.
Από την άλλη, έχουμε τερατογενέσεις: την άνοδο ενός ευτελούς είδους νυχτερινής διασκέδασης στις «μεγάλες πίστες», ενός λαϊκό-ποπ τραγουδιού με χαρακτηριστικότερους εκπρόσωπους τον Λευτέρη Πανταζή και την Άντζελα Δημητρίου. Αυτό το ρεύμα συνιστά ίσως τη μαζικότερη προσπάθεια εκχυδαϊσμού του νεότερου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Όπως λέει και ο Μανώλης Ρασούλης για τα 1980s, «στην Ελλάδα έγινε η μεγαλύτερη πολιτιστική αντεπανάσταση που υπήρξε ποτέ». Διόλου τυχαία, ο Νταλάρας κλείνει τη δεκαετία - που σημαδεύεται από την εμπορική επιτυχία των Latin του - τραγουδώντας «Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς». Τι γέννησε, όμως, και τι επηρέασε τη μουσική παραγωγή του ’80, με τα καλά και τα κακά της;
Πώς φτάσαμε ως εκεί;
Πολλές οι ωδίνες που οδήγησαν στον τοκετό των 1980s. Σε αυτές περιλαμβάνεται η έντονη πολιτικοποίηση του πρώτου μισού της δεκαετίας που γεννά εύστοχη κοινωνική κριτική και μια αίσθηση δημιουργικής αμφισβήτησης, τροφοδοτούμενη από τις ψευδαισθήσεις αλλά και τις διαψεύσεις του «λαού στην εξουσία». Επίσης, η απόσταση από την εποχή της Χούντας επιτρέπει τη συμφιλίωση με ένα λαϊκό ηχόχρωμα και τη μούσα της παράδοσης, στοιχεία που είχαν βάναυσα διαστρεβλωθεί στην «επταετία». Κοινωνικά, η αστικοποίηση ολοκληρώνεται, επιτρέποντας έτσι την παγίωση νεωτερικών κοινωνικών σχέσεων που αποτυπώνονται και στο τραγούδι. Ο εκδημοκρατισμός σε πολιτικό - θεσμικό επίπεδο και η ιδεολογική νομιμοποίηση της Αριστεράς επιτρέπουν την ελεύθερη έκφραση και τον καλλιτεχνικό πειραματισμό.
Παρέες και άτομα παίζουν το ρόλο τους. Κομβική π.χ. είναι η θέση του Μάνου Χατζιδάκι με το Γ’ Πρόγραμμα, τον Σείριο, τις Κέρκυρες, το Τέταρτο, και έναν πυρήνα νέων καλλιτεχνών που ανοίγουν τα φτερά τους υπό την σκέπη του. Η τραγουδοποιία της περιόδου εμπνέεται ακόμη από τη μελοποίηση των ποιητών αλλά συμπληρώνεται από την ανάδειξη μαστόρων του στίχου όπως ο Άλκης Αλκαίος, ο Κώστας Τριπολίτης, ο Μιχάλης Μπουρμπούλης, ο Μανώλης Ρασούλης και βεβαίως η Λίνα Νικολακοπούλου, πλάι στις σταθερές αξίες του Νίκου Γκάτσου, του Μάνου Ελευθερίου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Και οι μεγάλοι τραγουδιστές (Νταλάρας, Αλεξίου, Μητσιάς, Γαλάνη, Μητροπάνος, Πρωτοψάλτη κ.α.) επενδύουν με τη φωνή τους τα μεγάλα τραγούδια, αλλά σταδιακά αντικαθιστούν τους δημιουργούς στον πυρήνα της μουσικής παραγωγής.
Αυτή η αντικατάσταση σημαδεύει τα 1980s καθώς η εμπορικότητα του τραγουδιστή αρχίζει να αφορά τις εταιρείες περισσότερο από την έμπνευση και την ενότητα του έργου του δημιουργού. Όμως, για την εμπορευματοποίηση και τον εκχυδαϊσμό του τραγουδιού που έρχεται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας δεν φταίνε οι ερμηνευτές αλλά βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες. Η Αλλαγή που δεν έρχεται αντικαθίσταται από την Αυριανή, τα κονδύλια της ΕΟΚ και το όνειρο του δημοσίου αποσαθρώνουν τη λαϊκή συνείδηση, και το τραγούδι του εργάτη και του αγρότη δίνει τη θέση του στο τραγούδι του μικροαστού. Στο κέντρο που τραγουδούσε η Μοσχολιού, τώρα τραγουδάει ο Πανταζής, και εκεί που ακουγόταν το Νυν και Αεί ακούγεται τώρα η Ταραχή. Αλλά και διεθνώς, ένας κόσμος κατ’ όνομα σοσιαλιστικός που ενέπνευσε την τέχνη και έδωσε όραμα σε κινήματα και δημιουργούς πνέει τα λοίσθια. Σταδιακά, το τραγούδι δεν έχει ούτε κάτι να προτείνει, ούτε σε κάτι να αντιπαρατεθεί, και έτσι το κάστρο πέφτει αμαχητί.
Η κληρονομιά των ελληνικών eighties
Το χειρότερο που επέφερε το λαϊκο-κιτς ρεύμα στο ελληνικό τραγούδι από τα μέσα του ’80 και δώθε δεν ήταν απλά η κακογουστιά του, αλλά το τι γέννησε ως αντίδραση στο υπόλοιπο, το υγιές κομμάτι της εγχώριας σκηνής: τη μετά μανίας αποστασιοποίηση από τον αυθεντικό λαϊκό ήχο, από οτιδήποτε παρέπεμπε έστω και ως υποψία στην «άλλη όχθη». Όμως η κληρονομιά των 1980s δεν εξαντλείται στις αρνητικές πτυχές της. Καταρχήν, η δεκαετία αυτή γεννά και καθιερώνει το μοντέλο του τραγουδοποιού που γιγαντώνεται μετέπειτα. Η συμφιλίωση με την παράδοση είναι επίσης σημαντική· διόλου τυχαίο που μεγάλα συγκροτήματα όμως οι Mode Plagal και οι Χαΐνηδες γεννιούνται στη δύση των 1980s. Η δεκαετία μας χαρίζει μια κουλτούρα διαχωρισμών που υπάρχουν για να τονίζουν, και ενίοτε για να χωρίζουν: ροκάδες, ρεμπετόφιλοι, πανκιά. Στα χρόνια του ’80 μάθαμε να χορεύουμε, να μη φοβόμαστε την πρωτοπορία, να εκτιμούμε τη συλλογικότητα, να ανεχόμαστε την ελαφρότητα. Εκείνα τα χρόνια μας κληροδότησαν καλούς τρόπους: την ανεμελιά και την αθωότητα, την εκτίμηση της αξίας ενός δίσκου, την πίστη στην ενότητα του μουσικού έργου, την υπόγεια πολιτική κριτική.
Και μετά ήρθε το free downloading, και όχι μόνο. Ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση όπου παραμόνευαν τα «je t’ aime». Ήρθε η «ελεύθερη» ραδιοφωνία, με την εξαφάνιση του παραγωγού και τη δικτατορία του playlist. Ήρθε η διεκπεραιώτρια εταιρεία που παραλαμβάνει έτοιμη την παραγωγή από τον καλλιτέχνη. Ήρθαν οι εθνικοί θρίαμβοι της Eurovision. Και ήρθε και η κακόγουστη συνύπαρξη λαϊκο-ποπ και έντεχνου.
Δύο δεκαετίες μετά την δύση τους, τα ελληνικά eighties εγκυμονούν εκπλήξεις για κάθε μουσικόφιλο. Εκτός από το δράμα μιας γενιάς που κοιμήθηκε με Λιλιπούπολη και ξύπνησε με ιλουστρασιόν lifestyle, η δεκαετία του ’80 συνιστά τον κήπο όπου για τελευταία φορά αφέθηκαν όλα τα λουλούδια να ανθίσουν. Και όσο κι αν η κυρίαρχη, δήθεν εναλλακτική ιδεολογία προσπαθεί να μας πείσει ότι όλα όσα συνέβησαν τότε ήταν μια κακόγουστη φάρσα, η γόνιμη σπορά εκείνων των χρόνων θα συνεχίσει να βγάζει την καινούργια σοδειά.