Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Υπηκοότητα... μουσική: Οι μουσικές των μεταναστευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα



Υπηκοότητα... μουσική

Οι μουσικές των μεταναστευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα


των Σπύρου Αραβανή και Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Δίφωνο")


Για κάποιους, η σχέση μετανάστευσης και μουσικής περιορίζεται στην πώληση λαθραίων cd και στις πλανόδιες μελωδίες που συναντούν στο δρόμο τους. Για κάποιους άλλους στα τραγούδια του Στελάρα που άκουγαν ίδιοι ή οι γονείς τους όταν η Ελλάδα ήταν κατεξοχήν χώρα αποστολής μεταναστών. Σήμερα, που  η Ελλάδα είναι χώρα υποδοχής μεταναστών, οι μετανάστες εδώ  έχουν  το δικό τους «Στελάρα» και  τις δικές τους μουσικές παραδόσεις. Έτσι, μια βόλτα μας στα ανά τόπους Αντιρατσιστικά Φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα μάς έδειξε πως εκεί που τελειώνει η μονοπολιτισμική τι-βι αρχίζει η πολυπολιτισμική ζωή. Και μέσα στη σκληρή καθημερινή πραγματικότητα των απελάσεων, των επιθέσεων και των αποκλεισμών, ανθίζει ένα τραγούδι. Το τραγούδι των ανθρώπων, που μπορεί να μη λύνει τα ουσιώδη προβλήματα αλλά παρηγορεί και συμπάσχει. Και το κυριότερο: ενώνει, όσα το συμφέρον και ο φόβος χωρίζουν.


Εισαγωγή

Παρόλη την σημερινή έντονη φιλολογία γύρω από τους μετανάστες, πολλές πτυχές της καθημερινής ζωής τους στην Ελλάδα παραμένουν άγνωστες. Ο πολιτισμός και η μουσική δεν είναι προνόμιο αλλά ανάγκη, και οι μετανάστες δεν αποτελούν εξαίρεση ως προς αυτό. Ένα πλήθος συγκροτημάτων και καλλιτεχνών έχει κάνει την εμφάνισή του, σχηματίζοντας μια ιδιότυπη «μεταναστευτική σκηνή» που κινείται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας αν και όλο και συχνότερα πια προβάλλει τις εκδηλώσεις της σε διαφημιστικές αφίσες στις κολώνες των δρόμων. Αυτή η σκηνή που το χειμώνα περιορίζεται σε σπίτια ή σε ελάχιστα κέντρα διασκέδασης, το καλοκαίρι βρίσκει βήμα να συναντηθεί με το ελληνικό κοινό μέσα από εκδηλώσεις υποστήριξης των μεταναστών, (αντιρατσιστικά φεστιβάλ, κάμπινγκ, συζητήσεις κ.ά.) στις οποίες συμμετέχουν και Έλληνες καλλιτέχνες. Βρεθήκαμε, λοιπόν, πρόσφατα σε μερικές τέτοιες εκδηλώσεις, ακούγοντας τις απόψεις τόσο των μεταναστών-καλλιτεχνών και εκπροσώπων των κοινοτήτων, όσο και των Ελλήνων υποστηρικτών τους. Στόχος του άρθρου δεν είναι να καταγράψει εξαντλητικά τους καλλιτέχνες και τις κοινότητες, αλλά να αφουγκραστεί τις αξίες, τα κίνητρα και τα προβλήματα των μεταναστών-συνανθρώπων στη συνάντησή τους με τις μουσικές τους και την κοινωνία μας.

Οι μουσικές, οι μουσικοί, οι άνθρωποι

Οι μεταναστευτικοί σύλλογοι και κοινότητες εκπληρώνουν έναν πολυδιάστατο ρόλο: διδάσκουν Ελληνικά στα μέλη τους, βοηθούν κάποιο μέλος που μπορεί να αντιμετωπίζει κάποιο προσωπικό ή νομικό πρόβλημα, συμβάλλουν στη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη και τους Έλληνες, και τέλος, παίζουν και μουσική! Πολυμελή μουσικά συγκροτήματα έχουν, ανάμεσα σε άλλους, ο Ελληνο-Πακιστανικός Σύλλογος, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μπανγκλαντές (Doel), η Νιγηριανή Κοινότητα, η Μαροκινή Κοινότητα, ο Μαροκινός Σύλλογος «Σαχαριάν», το Πολιτιστικό Κέντρο Κουρδιστάν, η Δημοκρατική Ένωση Συρίας, ενώ στα σκαριά βρίσκεται το πολυεθνικό μουσικό συγκρότημα της Ένωσης Αφρικανών Γυναικών κ.ά.

Εκτός από τα συγκροτήματα των κοινοτήτων, υπάρχουν και αυτόνομες καλλιτεχνικές παρουσίες στη «μεταναστευτική σκηνή». Οκταμελές είναι το αλβανικό πολυφωνικό συγκρότημα Flat Lambrie. Ένα από τα μέλη του, ο Ηλία Ντούμι μας είπε: "Υπάρχει μια περιοχή στην Αλβανία που τραγουδάμε πολυφωνικά τραγούδια, με κλαρίνα και άλλα όργανα. Εδώ στην Ελλάδα φτιάξαμε πριν δυο χρόνια αυτό το συγκρότημα που αποτελείται από οκτώ τραγουδιστές και τραγουδάμε αυτά τα πολυφωνικά τραγούδια. Ετοιμάζουμε μάλιστα και ένα δίσκο που τον έχουμε ηχογραφήσει στην Ελλάδα". Ένας άλλος μετανάστης, ο Πακιστανός Ιμπραχημ Φεζ, με δεκαπέντε χρόνια στην Ελλάδα και με έξι άλμπουμ δύο εκ των οποίων ηχογραφημένα στην Ελλάδα, πρωτοπορεί καθώς έχει ηχογραφήσει τραγούδια με ελληνική μουσική και πακιστανική γλώσσα  αλλά και το αντίστροφο. Σκοπός  του, όπως μας είπε, είναι να γίνει ένας κρίκος, Ελλάδας-Ινδιάς-Πακιστάν, ώστε με τη μουσική γλώσσα να έρθουν οι  πολιτισμοί κοντά καθώς στη μουσική δεν υπάρχει ρατσισμός, δεν υπάρχει τίποτα.

Παράλληλα, ολοένα και περισσότερο πυκνώνει η μουσική παρουσία της 2ης γενιάς μεταναστών. Η παρουσία άλλωστε 130.000 αλλοδαπών μαθητών στις σχολικές τάξεις, με άλλα λόγια το 9% του μαθητικού πληθυσμού, πιστοποιεί τα παρακάτω στοιχεία. Έτσι αυτό το καλοκαίρι, στις σκηνές των φεστιβάλ εμφανίστηκαν συγκροτήματα όπως οι Who’s Next και Minus One από τις Φιλιππίνες, οι Renovatio και Τe ver8et από την Αλβανία, οι Black Jack από την Κένυα κ.ά. Η παρουσία των μεταναστών 2ης γενιάς γίνεται σταδιακά αισθητή και στη δισκογραφία, κυρίως μέσα από τη hip-hop μουσική. Ο El Jeraw ήρθε στην Ελλάδα από τη Ζιμπάμπουε σε ηλικία πέντε χρονών. Πρόσφατα, μαζί με το συγκρότημά του Vegas κυκλοφόρησε το cd single «Της μάνας σου…». Συνεργάτης της ομάδας Σπείρα-Σπείρα, ο Jerome A.K.A. THE SOURCE γεννήθηκε στην Ελλάδα από Κογκολέζους γονείς. Ήδη κυκλοφορεί το cd-single του «Αυτά που ζω».

Αυτό ακριβώς θα μπορούσε και να τραγουδά ο G-Bani (Αρμπάν Περλάλα) ο Αλβανός ράπερ που ζει χρόνια στην Ελλάδα (ήρθε το 1993 σε ηλικία 12 ετών) και έγινε γνωστός όταν το 1999 συνελήφθη σε μαθητική πορεία, καταδικάστηκε άδικα, κακοποιήθηκε, φυλακίστηκε (24 μέρες) και τελικά δικαιώθηκε το 2007 από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, το οποίο έκρινε κακοδικία των ελληνικών δικαστηρίων…Οι στίχοι του χαρακτηριστικοί: "Λένε την αλήθεια τη μαθαίνεις από μικρό / Όμως το ρατσισμό το μαθαίνεις από μικρό και από μεγάλο / Εσένα ποιος σου το ’μαθε από τότε κιόλας που σου ’να μικρός πως είσαι διαφορετικός / Aφού έχεις διαφορετικό τόπο καταγωγής / Kαι οτι θα κρίνεσαι απ’ αυτό από δω και στο εξής / Δεν θα πρέπει να μπερδευτείς / Θέλω να υποσχεθείς στον εαυτό σου πως δε θα στενοχωρηθείς αν κάποιος πάει να σε μειώσει λόγω της καταγωγής/ Δεν έχεις τίποτα λιγότερο γι’ αυτό μην προσβληθείς" (Μετέωρος).

Ο γνωστότερος σήμερα μουσικός εκπρόσωπος της δεύτερης γενιάς μεταναστών είναι αναμφισβήτητα ο MC Yinka, γεννημένος στην Ελλάδα από Νιγηριανούς γονείς. Η συνεργασία του με τον Φίλιππο Πλιάτσικα στο χιτ «Ποιος έχει λόγο στην αγάπη» αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας δυναμικής καλλιτεχνικής παρουσίας στο χώρο της hip-hop. Εδώ και μερικές εβδομάδες, κυκλοφορεί ο πρώτος του προσωπικός δίσκος με τον τίτλο «Αλάνα». Στο πρόσφατο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ στην Αθήνα, τον ακούσαμε επί σκηνής να τραγουδά με νόημα: «Χαιρετώ με σεβασμό το δικό σου αγώνα / παίρνω φως και τραγουδώ τη δικιά σου εικόνα». Ο ίδιος μας είπε τόσο για τη μουσική του όσο και για τα έξω-μουσικά προβλήματα που αντιμετωπίζει: «Είμαι παιδί μεταναστών και έχω γεννηθεί στην Ελλάδα. Από τα δεκαοχτώ μου είμαι με άδεια παραμονής και δεν έχω υπηκοότητα. Τώρα, ύστερα από πολλά χρόνια προσπαθειών ίσως καταφέρουμε να αποκτήσουμε μια επί αορίστου άδεια παραμονής Την παρουσία μου σε Φεστιβάλ για τους μετανάστες τη θεωρώ ως μέρος της ζωής μου. Γιατί στην καθημερινότητά μας υπάρχουν συνεχώς φαινόμενα ρατσισμού. Έκλεισαν για παράδειγμα την παιδική χαρά στον Άγιο Παντελεήμονα και δεν μπορεί να μπει ούτε ο μετανάστης ούτε ο Έλληνας. Έκλεισαν ένα σύμβολο. Αυτό είναι έγκλημα».

Τα συγκροτήματα των κοινοτήτων στηρίζονται στη συλλογική δουλειά όλης της κοινότητας. Τι είναι όμως αυτό που οδηγεί μια μεταναστευτική κοινότητα στην οργανωμένη ενασχόληση με τη μουσική; Η εκπρόσωπος της Νιγηριανής κοινότητας Ούτσε Εζεκουέρεφαϊ σημειώνει με χιούμορ: «Εμείς οι Νιγηριανοί είμαστε οι πιο χαρούμενοι άνθρωποι στον κόσμο, και δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς μουσική. Η μουσική μας ενώνει, μας επιτρέπει να λέμε τις ιστορίες μας και να εκπαιδεύουμε τους νεότερους στις παραδόσεις μας». Ο Τζάχιντ από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μπαγκλαντές «Doel» επισημαίνει: «Θέλουμε να προβάλλουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά. Πρέπει να είμαστε με το παρελθόν μας, δεν θέλουμε να ξεχάσουμε το παρελθόν». Για τη νεαρή Καισαρία από τη Γεωργία, μέλος του μουσικοχορευτικού συγκροτήματος «Καύκασος», ο χορός και η μουσική είναι ένας τρόπος να μάθει και να μη ξεχάσει την καταγωγή και τη γλώσσα της πατρίδας προέλευσής της: «Ο καθένας αγαπά τη χώρα του», μας λέει,  «και όλοι θέλουν να δείξουν την κουλτούρα τους. Για μένα που είμαι από τριών χρονών στην Ελλάδα, είναι πολύ σημαντικό να έρχομαι σε επαφή με τη γλώσσα και τον πολιτισμό της Γεωργίας. Στην Ελλάδα έμαθα να χορεύω γεωργιανούς χορούς». Η μουσική όμως δεν συνιστά μόνο μορφή πολιτιστικής έκφρασης για τους μετανάστες, αλλά και κανάλι προώθησης πολιτικών μηνυμάτων. Η Λωρέττα Μακόλευ, ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Αφρικανών Γυναικών, τονίζει: «Η μουσική δίνει πολιτικά μηνύματα. Δεν μπορούμε μόνο να μιλάμε. Με τη μουσική προσπαθούμε να κερδίσουμε την κοινή γνώμη. Να γνωριστούμε. Να ακουστεί και η δική μας πλευρά. Μόνο τότε θα υπάρχει πραγματική γνωριμία».

Επίσης, εκτός από την πολιτική και πολιτιστική λειτουργία της, η μουσική βοηθά και στην επικοινωνία ανάμεσα στους μετανάστες και τον γηγενή πληθυσμό. Ο Μωχαβί Άχμεντ από το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών επισημαίνει: «Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς να έχεις τις προϋποθέσεις να επικοινωνούν οι άνθρωποι. Όταν παύεις να επικοινωνείς, αυτό είναι πόλεμος, κι αυτό δεν πρέπει να γίνεται». Κάθε συγκρότημα έχει έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο κύκλο Ελλήνων φίλων που παρακολουθεί τις εκδηλώσεις τους, ενώ κάποια γκρουπ συνεργάζονται και με Έλληνες μουσικούς. Παράλληλα με τους ομοεθνείς τους, οι μετανάστες απευθύνονται και στους Έλληνες. Ο Αλί Κουλίβαλι από το Μάλι, συνεργάτης του Asante, του πρώτου μηνιαίου free press περιοδικού που ασχολείται με τον Αφρικάνικο πολιτισμό και σε κάθε τεύχος έχει ένα μουσικό αφιέρωμα, τονίζει: «Πολλοί μας ρωτούν γιατί δεν γράφουμε το περιοδικό στα Αγγλικά. Εμείς γράφουμε στα Ελληνικά για να μας διαβάζουν οι Έλληνες. Σε αυτούς θέλουμε να απευθυνόμαστε.».

Κάποιες κοινότητες νοικιάζουν τον δικό τους χώρο στο κέντρο της Αθήνας, όπου κάνουν τις πρόβες και παρουσιάζουν τη δουλειά τους ή παίζουν στα μαγαζιά τους αλλά και στις εκκλησίες τους. Τα συγκροτήματα κάποιων άλλων λιγότερο τυχερών κοινοτήτων αναγκάζονται λόγω οικονομικής στενότητας να συναντιόνται σε σπίτια φίλων και γνωστών. Ο Ίντις Χουσεΐν από τον Μαροκινό Σύλλογο «Σαχαριάν» επισημαίνει: «Παίζουμε μόνο σε σπίτια, και αυτό είναι πρόβλημα. Όταν παίζουμε, πολύς κόσμος ενοχλείται και φωνάζει. Δεν έχουμε βοήθεια από κανέναν». Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα μεταναστευτικά φεστιβάλ αποτελούν συχνά τη μόνη διέξοδο για να δείξει το συγκρότημα και ο καλλιτέχνης τη δουλειά του. Αυτό τονίζει και ο Αμετ Μικέκαμπα από τη Γουινέα, η ψυχή ενός νεοσύστατου μουσικοχορευτικού συγκροτήματος: «Δεν έχουμε ένα χώρο να μαζευόμαστε, να κάνουμε παραστάσεις για να εξορκίζουμε αυτό που έχουμε μέσα μας. Μόνο στα φεστιβάλ μπορούμε να δείξουμε τι ξέρουμε».

Φεστιβαλίζομαι, άρα υπάρχω;

Το ερώτημα βεβαίως ρητορικό. Μια απλή ματιά να ρίξει κανείς στα Φεστιβάλ που αφορούν και τους μετανάστες, τα οποία έλαβαν και λαμβάνουν χώρα αυτό το καλοκαίρι, θα διαπιστώσει ότι κάθε άλλο από τυχαία ή επικαιρικά γεγονότα είναι. Στην Αθήνα, τρεις από τις βασικότερες εκδηλώσεις όπου μπορούν οι μετανάστες καλλιτέχνες να παρουσιάσουν τη δουλειά τους και να παίξουν τη μουσική της παράδοσής τους σε ένα ευρύτερο, εγχώριο και μειονοτικό κοινό είναι το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ που μετρά ήδη 14 χρόνια ζωής, η Γιορτή του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών, που φέτος έκλεισε την τρίτη της χρονιά, και το διήμερο εκδηλώσεων για τη μετανάστευση των ΚΚΕ / ΚΝΕ. Επίσης φέτος πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά και το Puzzle Festival με τη συμμετοχή 50 δημιουργών από 17 χώρες – όλοι μετανάστες - το οποίο περιελάμβανε μουσική, εικαστικά, θέατρο, χορό κ.ά. Στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο που μας πέρασε πραγματοποιήθηκε το 12ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ και τον Ιούλιο το 2ο Φεστιβάλ Ελλήνων και μεταναστών εργατών του ΚΚΕ, ενώ την ίδια περίοδο έγινε το 1ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Σάμου κ.ά. Από την πλευρά των κοινοτήτων, υπάρχει μεγάλη διάθεση συμμετοχής με πιο έντονη την παρουσία μεταναστευτικών συγκροτημάτων από χώρες όπως το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και την Αλβανία, καθώς και από χώρες της Αφρικής. Η αθρόα προσέλευση του κοινού και της νεολαίας δείχνει ότι τέτοιες εκδηλώσεις αφορούν κάθε ευαισθητοποιημένο πολίτη, και όχι μόνο τους μετανάστες.

Μια όχι ασήμαντη πτυχή των φεστιβάλ είναι η σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους, τόσο σε συλλογικό, όσο και σε διαπροσωπικό επίπεδο. Η Ράλιτσα Αγγέλοβα από τη Βουλγαρία, εθελόντρια του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σημειώνει: «Η καλύτερή μου εμπειρία είναι τα φεστιβάλ. Με βοήθησαν να προσαρμοστώ, και ήταν πολύ χαρούμενα γεγονότα στη ζωή μου. Εβδομάδες μουσικής, χορού, έρωτα». Ο Θανάσης Κούρκουλας, εκπαιδευτικός και ιδρυτικό μέλος του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών και της Κίνησης Απελάστε Τον Ρατσισμό, πιστεύει ότι το σημαντικό αυτών των εκδηλώσεων είναι ότι υπάρχει εναλλάξ συμμετοχή Ελλήνων και ξένων μουσικών και προσπάθεια να ενωθεί ο κόσμος. Και ο Τάσος Κορωνάκης, βασικός συντελεστής του 14ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ της Αθήνας, σημειώνει πως στόχος δεν είναι μια γιορτή για τους μετανάστες αλλά με τους μετανάστες: «Ο πολιτισμός είναι ένας τομέας που ενώνονται οι φωνές. Τα ‘μπλεξίματα’ των μεταναστών με τους Έλληνες δεν είναι μόνο στο μουσικό μέρος, αλλά γίνονται και στα θεατρικά εργαστήρια, στα εργαστήρια κρουστών, στα εικαστικά». Σύμφωνα, τέλος, με τη τραγουδοποιό Δανάη Παναγιωτοπούλου, στα αντιρατσιστικά φεστιβάλ «αυτό που λειτουργεί είναι η ατμόσφαιρα της γιορτής και το ότι συγκεντρώνονται χιλιάδες άνθρωποι για να δηλώσουν με την παρουσία τους ότι δεν αισθάνονται καμία απειλή από τους συνανθρώπους τους που έχουν ‘άλλο αίμα’».

Οι Έλληνες τραγουδούν για τους μετανάστες
Αρκετοί Έλληνες καλλιτέχνες έχουν βρεθεί στο πλευρό των μεταναστών, εμφανιζόμενοι σε φεστιβάλ και εκδηλώσεις υποστήριξης. Ανατρέχοντας σε προηγούμενα αντιρατσιστικά φεστιβάλ και εκδηλώσεις, συναντούμε πολύτιμες παρουσίες της ελληνικής μουσικής σκηνής. Ενδεικτικά: Al Mahabba, Σαβίνα Γιαννάτου, Φοίβος Δεληβοριάς, Στάθης Δρογώσης, Imam Baildi, Ανδρέας Καρακότας, Σωτηρία Λεονάρδου, Σωκράτης Μάλαμας, Magic de Spell, Δανάη Παναγιωτοπούλου, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Μανώλης Ρασούλης, Κρίστη Στασινοπούλου, Μάρθα Φριντζήλα, Μαρία Φωτίου, Γιάννης Χαρούλης, κ.ά. Εξαιτίας της εμπλοκής τους με τέτοιες εκδηλώσεις, η άποψή τους γύρω από τη σχέση μετανάστευσης και μουσικής στην Ελλάδα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο Φοίβος Δεληβοριάς είναι μια από τις σταθερότερες εγχώριες παρουσίες σε μεταναστευτικά φεστιβάλ, από το 1998 και μετά. Τον ρωτήσαμε να μας πει το γιατί: «Δεν πίστευα ποτέ στην ανώδυνη ‘ενωτική’ πολιτικολογία των καλλιτεχνών γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα. Τι πιο εύκολο από το να γράφεις ευχετήριες κάρτες για τη ‘φιλία των λαών’ ή να οργίζεσαι δωρεάν για την ξενοφοβία;  Αυτό που εμένα με συγκινεί από μικρό στα τραγούδια και στη ζωή είναι η ματιά αυτού που νιώθει ξένος. Σε ένα πάρτι, σε μια ερωτική σχέση, στο σχολείο, σε μια μεγάλη πόλη. Είναι ένα είδος μοναξιάς απέναντι στον παραλογισμό κάθε κοινωνικής βεβαιότητας με το οποίο ταυτίζομαι 100%. Γι’ αυτό λοιπόν κάθε ευκαιρία να βρεθώ κοντά στους εν Ελλάδι ‘ξένους’ είναι για μένα πολύτιμη και λυτρωτική».

Η Δανάη Παναγιωτοπούλου έχει βρεθεί κατ’ επανάληψη στη σκηνή αντιρατσιστικών εκδηλώσεων. Η ίδια εξηγεί το λόγο: «Αυτές οι εκδηλώσεις ανοίγουν ζητήματα ή τα κρατούν ανοιχτά, και με αυτήν την έννοια δίνουν κίνητρο στους πολίτες να πληροφορηθούν καλύτερα γύρω από μια κοινωνική πραγματικότητα και να πάρουν θέση… Οι απόπειρες των ανθρώπων να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν με τον περίγυρό τους έχουν μεγάλη αξία πάντα και παντού, και μια κοινωνία πρέπει να έχει τα αυτιά της ανοιχτά».

Το ελληνικό συγκρότημα αραβικής μουσικής Al Mahabba έχει επίσης εμφανιστεί σε εκδηλώσεις υποστήριξης των μεταναστών. Τι κρατάνε τα μέλη του απ’ αυτές τις εκδηλώσεις; «Είναι πολύ δύσκολο να περιγράφει η μοναδική υποδοχή που μας επιφυλάσσουν οι μετανάστες κάθε φορά που παίζουμε. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη συνεύρεση με άξονα την μουσική τους -την μουσική των Αράβων- παιγμένη όμως στην Ελλάδα από Έλληνες. Η μουσική και ο χορός μας μεταφέρουν σε μια άλλη διάσταση επικοινωνίας όπου δεν έχει σημασία πως λέγεσαι, από πού κατάγεσαι, και που πιστεύεις».

Ο Γιάννης Χαρούλης, μετανάστης και αυτός, εσωτερικός όπως μας λέει – από την Κρήτη στην Αθήνα - μπορεί ως ένα μικρό βαθμό να καταλάβει πως είναι να κάνεις μια αλλαγή στη ζωή σου για αυτό και συμμετέχει πάντα πρόθυμα σε φεστιβάλ που έχουν ως θέμα τους μετανάστες. Μουσικά, πιστεύει ότι κερδίζει πολλά από την επαφή του με τα μεταναστευτικά συγκροτήματα. «Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε», αναφέρει, «είναι να συμμετέχουμε σε αυτές τις εκδηλώσεις. Δεν θεωρώ ότι βοηθάμε με αυτόν τον τρόπο. Περισσότερο γνωστοποιούμε ότι υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, στη θέση των οποίων ήμασταν πριν λίγα χρόνια εμείς. Η μουσική για αυτούς είναι ένας τρόπος διασκέδασης, να ξεχάσουν τα προβλήματα επιβίωσης που έχουν».

Ο Ορέστης Φαληρέας από το συγκρότημα των Imam Baildi, που έπαιξε φέτος στη γιορτή του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών πιστεύει πως εκτός από τη μουσική, η επαφή του με τους μετανάστες μπορεί να έρθει και μέσω διδασκαλίας: «Για λίγο καιρό έκανα μαθήματα στους μετανάστες, δίδαξα την ελληνική γλώσσα, κάτι που μπορεί να το κάνει εθελοντικά ο καθένας. Δεν είναι τίποτα να αφιερώνεις δυο ώρες την εβδομάδα. Προσωπικά το συνιστώ στον οποιοδήποτε». Για τις πολιτικές συνέπειες των μεταναστευτικών φεστιβάλ, ο ίδιος διατηρεί την αισιοδοξία του χωρίς να τρέφει αυταπάτες: «Με τέτοιου είδους εκδηλώσεις ξέρουμε ότι δεν θα υπάρξει κάποια ριζική αλλαγή. Γινόμαστε όμως λιγότερο ξενοφοβικοί.  Η γιαγιά που θα έρθει από τον Κολωνό και θα παρακολουθήσει αυτή την εκδήλωση και θα δει τον Κούρδο να τραγουδάει, θα τον δει μετά με διαφορετικό τρόπο».

Ξεχωριστή, τέλος, περίπτωση είναι ο «Έλληνας» Χάικ Γιαζιτζιάν, γεννημένος στην Συρία από γονείς Αρμένιους, ο οποίος ζει και εργάζεται στην Ελλάδα από το 1980. «Η μουσική», δηλώνει, «είναι ένα όπλο που εκφράζει τα συναισθήματα, είναι η ζωή μας. Ο Έλληνας πιστεύω δεν είναι ακόμη προετοιμασμένος να δεχτεί τους μετανάστες. Εγώ όταν ήρθα πριν 30 χρόνια στην Ελλάδα και έλεγα ότι είμαι Αρμένιος, δεν ξέρανε. Υπήρχε άγνοια. Σήμερα όμως στις παραστάσεις μου το κοινό είναι Έλληνες σχεδόν αποκλειστικά».

Μετανάστες και ελληνική μουσική

Αρκετοί μετανάστες, είτε μουσικοί είτε μέλη οργανώσεων, παρουσιάζονται ως ένα μικρό έστω βαθμό ενημερωμένοι ως προς την ελληνική μουσική σκηνή ενώ ορισμένοι βεβαίως έχουν καταφέρει να κάνουν και καριέρα, όπως ο  Χαικ Γιαζιτζιαν που αναφέρθηκε προηγουμένως, ο Αμερικανός σαξοφωνίστας Ντέιβιντ Λιντς, ο Αλβανός δεξιοτέχνης του ακορντεόν και συνθέτης Ντάσο Κούρτι κ.ά. Η Λωρέττα μας αναφέρει μάλιστα και ονόματα που ακούει στο ραδιόφωνο: «ακούμε τον Ρέμο, τη Βανδή, τη Βίσση αλλά και το ελληνικό συγκρότημα (σ.σ: Locomondo) που παίζει ρέγγε μουσική. Τα ακούμε όλα». Η Ράλιτσα εκπλήσσει με τις επιλογές της: «Ακούω Μάνο Χατζιδάκι και Θανάση Παπακωνσταντίνου. Μου αρέσουν και τα παραδοσιακά, καθώς μου θυμίζουν τα αντίστοιχα της Βουλγαρίας». Ο Κούρδος Renas από το ομώνυμο συγκρότημα από τη Συρία προκρίνει ως αγαπημένους του καλλιτέχνες τον Γιώργο Νταλάρα και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, καθώς και hip-hop συγκροτήματα.

Είναι προφανές ότι η επαφή των μεταναστών με την ελληνική μουσική προδίδει ευρύτερες μουσικές και πολιτισμικές συγγένειες. Ως προς τα κοινά σημεία των μουσικών παραδόσεων, ο Ίντις Χουσεΐν μας λέει χαρακτηριστικά: «Η αραβική μουσική είναι κοντά με την ελληνική. Όχι όμως οι άνθρωποι. Η μουσική…». Ο Ορέστης Φαληρέας θεωρεί ότι «οι μουσικές παραδόσεις δεν γνωρίζουν σύνορα. Αν πάρετε για παράδειγμα  τα μακεδονίτικα έχουν πολλές ρίζες με τη τσιγγάνικη μουσική, με τη μουσική της Ανατολής κ.ά. Άλλωστε η Ανατολική Μεσόγειος είναι ένα χωνευτήρι μουσικό». Χαρακτηριστικά είναι και τα λόγια του Ιμπραχήμ Φεζ: «Όταν ήρθα στην Ελλάδα από το Πακιστάν άκουσα πολλά τραγούδια που εδώ ήταν επιτυχίες, και οι μελωδίες τους ήταν από τραγούδια που υπήρχαν στην πατρίδα μου. Σήμερα έχω γίνει φίλος με αρκετούς μουσικούς που πήραν μελωδίες από τραγούδια δικά μου αλλά και από άλλα Πακιστανών και Ινδών  συνθετών. Έχω βεβαίως κάνει και εγώ διασκευές ελληνικών τραγουδιών όπως το ‘Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία’ και ‘Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα’. Αυτό το τραγούδι όμως ανακάλυψα ότι βασίζεται πάνω σε  μια παλιά ινδική μελωδία». Η Καισαρία, τέλος, αναφέρεται στο κοινό σημείο της γεωργιανής μουσικοχορευτικής παράδοσης με την ελληνική που είναι το φόρεμα (σε κάποιους χορούς είναι ακριβώς το ίδιο), ενώ ο Ηλία Ντούμι στον κοινό ήχο των αλβανικών και ηπειρώτικών πολυφωνικών τραγουδιών.

Επίλογος

Μέσα σε δύσκολες συνθήκες, με σύμμαχο την αυτό-οργάνωση και με τη βοήθεια των Ελλήνων φίλων τους, οι μετανάστες συνεχίζουν να τραγουδούν. Η μουσική δεν μπορεί να καλύψει ούτε τις κραυγές ξενοφοβίας που αρθρώνονται στην ελληνική κοινωνία, ούτε τα υπαρκτά προβλήματα που συνδέονται με τη μετανάστευση και το έλλειμμα κρατικής πολιτικής γι’ αυτήν. Η μουσική δεν μπορεί να μετριάσει τα αδιέξοδα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που ωθούν μυριάδες ανθρώπων στην αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στο εξωτερικό. Τι μπορεί να κάνει, τότε, η μουσική; Όπως μας θυμίζει με αφοπλιστική απλότητα η Ράλιτσα: «Η μουσική μπορεί να μας ενώσει, να μας εμπνεύσει, να μας κάνει να χορέψουμε...».

Δεν υπάρχουν σχόλια: