Το βαρυσήμαντο κείμενο που ακολουθεί υπογράφεται από τον Φοίβο Δεληβοριά και δημοσιεύεται στο διαδικτυακό περιοδικό "Last Tapes MAG", τεύχος 2, Δεκέμβριος 2010
Το ελληνικό τραγούδι είναι νεκρό. Εσύ πάλι πιστεύεις πως είσαι ζωντανός. Δεν έχεις, άλλωστε και καμιά απόδειξη περί του αντιθέτου. Αν, όμως, το να ζεις σημαίνει απλώς το να ευαγγελίζεσαι τις συνήθειες μιας μακρινής κολλεγιακής αδελφότητας μέσα απ’ το επαρχιακό σου δωματιάκι, να βλέπεις τις μόδες να πενθούν τον εαυτό τους πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο υπολόγιζαν, να γράφεις σε αγγλικά φροντιστηρίου στροφές που φαντασιώνονται τo Hammersmith Apollo ενώ εσύ τις τραγουδάς μια-δυο φορές κάπου στο Γκάζι, τότε γιατί να μην βουτήξεις μια ώρα αρχύτερα εκεί όπου οι νεκροί ζητούν το δίκιο τους; Κάπου ανάμεσα στους μπαγλαμάδες και στη Βέμπο, κάπου ανάμεσα στα θυσιασμένα αρνάκια των δημοτικών και στους απεγνωσμένους έρωτες του Αττίκ, κάπου εκεί βρίσκεται κι η δική σου θέση. Κι ας μην το ξέρεις ακόμα. Κι ας βάζεις τα κοκάλινα γυαλιά σου να αποστηθίσουν κάθε παρακλάδι του post-rock και κάθε ετικέτα του dubstep.
Δεν σε ειρωνεύομαι καθόλου. Τι άλλο να κάνεις, όταν κάποιοι ανάμεσά μας δεν παραδέχονται καν ότι ο νεκρός είναι νεκρός και πάνε και χορεύουνε ζεϊμπέκικα στη ΝΕΤ το σαββατόβραδο και ακούν τις superhero διηγήσεις των γερασμένων στιχουργών και των ηθοποιών του «παλιού καλού» μας κινηματογράφου, λες κι είναι ένα ευαγγέλιο που ξεχάστηκε; Τι σόι όμως ευαγγέλιο είναι αυτό που δεν ξεκινάει απ’ την επίγνωση του τάφου, αλλά αξιώνει μυρωμένη αθανασία, ενώ τα οστά του βρωμάνε ήδη, όπως εκείνα του πατέρα Ζωσιμά στους «Αδελφούς Καραμαζώφ»; Χίλιες φορές η παπαγαλία του Βερολίνου και του Μάντσεστερ, η ψευδάισθηση ότι η πλατεία Καρύτση είναι η Simon-Dach-Strasse. Ή μήπως όχι; Ή μήπως και η δική σου μυωπία είναι η άλλη όψη της δικής τους πρεσβυωπίας, ή του καταρράκτη, για να είμαι πιο ακριβής;
«Le temps ne fait rien à l'affaire -Quand on est con, on est con», λέει κάπου ο Brassens. Και, πολύ φοβάμαι, πως σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του τραγουδιού απ’τους Έλληνες, πονηρούς πνευματικούς συνταξιούχους και νεογέννητους καλοπροαίρετους ασύντακτους, έχει απόλυτο δίκιο.
Αυτή η αδυναμία να προσδιορίσεις τον εαυτό σου σ’αυτά τα μέρη, ξεκινάει από παλιά. Αν μελετήσεις το Αμερικάνικο, ας πούμε, αστικό-λαϊκό τραγούδι, οι κατηγοριοποιήσεις που θα βρεις έχουν να κάνουν καθαρά με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και όχι με την ποιότητά του, ηθική, αισθητική ή άλλη. Οι Αμερικάνοι ακούνε «vocal jazz», «rhythm ‘n’ blues», «bluegrass», «rock ‘n’ roll», «hip-hop», «country and western», «soul» ή «κιθαριστικό ροκ». Εμείς, από τότε που αστικοποιηθήκαμε, χωρίσαμε χονδροειδώς τη μουσική μας σε δύο ηθικές-αισθητικές κατηγορίες, το «ρεμπέτικο» και το «ελαφρό», κατηγορίες που υιοθετήθηκαν και από τους μουσικολόγους, ξεκινώντας έτσι μια παρεξήγηση, που έφτασε μέχρι τον εκτρωματικό όρο «έντεχνο» τον οποίο, εδώ και λίγα χρόνια, αρχίσαμε επιτέλους να αντιμετωπίζουμε με τον χλευασμό που του αξίζει.
«Ρεμπέτικο» λοιπόν. Κάτι που μουσικά δεν σημαίνει τίποτα, στην (διανοουμενίστικη) κυριολεξία του, όμως, σημαίνει «τραγούδι των αλητών», των ανοικοκύρευτων, των –δίχως ιδεολογία- εξεγερμένων. Όλο αυτό μπορεί, μέχρι ένα σημείο, να ακούγεται και ποιητικά και παρ’ότι ονομάστηκε έτσι από ανθρώπους που ήθελαν να το απαξιώσουν, έχει με το μέρος του την ακατανίκητη έλξη του περιθωριακού. Η κωμική πλευρά του όρου ξεκινάει από τη στιγμή που η μουσική αυτή αναγνωρίζεται ως η αυθεντική εθνική φωνή μας και που άνυδροι επιστήμονες την αναλύουν και την διδάσκουν ως την μοναδική προϋπόθεση καλλιτεχνικής στερεότητας ενός ελληνικού μουσικού έργου. Δεν εξετάζω εδώ αν έχουν δίκιο. Σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό –και όταν δεν μπερδεύονται απ’την ιδεοληψία της «φυλετικής καθαρότητας» και της «υπεροχής της ανατολίτικης ρίζας μας»-, έχουν πράγματι δίκιο. Ο όρος όμως «ρεμπέτικο» δεν μπορεί να γεννήσει στα σοβαρά νέα μουσικά είδη, εκτός κι αν μας αρκεί η πόζα του «αλήτη», όταν όμως υιοθετείται από έναν υποψιασμένο άνθρωπο του σήμερα. Μουσική γεννάνε μόνο οι μουσικοί όροι, οι ηθικοί –ιδιάιτερα όταν αναχρονίζονται- γεννάνε κακό γούστο.
Η ίδια παρεξήγηση –αλλά αντίστροφα- ισχύει όσον αφορά το «ελαφρό». Τι πάει να πει «ελαφρό»; Κάτι που δεν είναι σοβαρό, προφανώς. Σ’αυτήν την περίπτωση, όμως, τι να πιστέψει κανείς; Ότι ο μουσικός μας εαυτός είναι ό,τι διαιρείται –ή συντίθεται, ίσως- από τη συγκρουση «αλητών» και «ανθρώπων που δεν είναι σοβαροί»; Τι διαφορά έχουν οι μεν απ’τους δε; Ότι οι μεν είναι νοσταλγοί της Τουρκοκρατίας, ενώ οι δε θέλουν να φτιάξουν «ζαχαραπλαστεία εφάμιλλα των Ευρωπαϊκών»; Ποιον αφορούσε ποτέ και ποιον αφορά -ακόμα περισσότερο- σήμερα, ένα τέτοιο δίλημμα; Μπορεί να αφορά –και να πολώνει παντοιοτρόπως- την μικροαστική μας κοινωνία, δεν μπορεί όμως να αφορά με τίποτα έναν καλλιτέχνη με όραμα και αγάπη για την τέχνη του.
Και έτσι φτάνουμε στο «έντεχνο». Όρο που εφευρέθηκε από τους εμπνευσμένους μας συνθέτες της δεκαετίας του ’60, για να τους κάνει να ανασάνουν λίγο από την παραπάνω μαζοχιστική αυταπαξίωση μιας ολόκληρης τέχνης. Πού ακούστηκε όμως μια τέχνη να κρίνει η ίδια τον εαυτό της διθυραμβικά; Να λέει δηλ. στους άλλους ότι περιέχει τέχνη; Αν είναι –αισθητικό, τουλάχιστον- ολίσθημα να το λένε αυτό ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης (παρότι ο πρώτος έχει αφήσει πίσω του αρκετά ειρωνικά κείμενα για τον όρο), το να το επικαλούνται οι πλέον συντεχνιακά οργανωμένοι από τους μέτριους διαδόχους τους δεν αντέχεται. Όταν η αστερόσκονη της γοητείας των δύο προσωπικοτήτων έγινε κι εκείνη –όπως όλα- απλό χώμα, αυτό που έμεινε είναι οργισμένοι επιστολογράφοι, παραπονιάρηδες διεκδικητές του Ηρωδείου, πανελίστες στις εκδηλώσεις των κεντρικών βιβλιοπωλείων, εφημεριδοπώλες «αριστουργημάτων».
Η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού από το ’60 και μετά, είναι η ιστορία μερικών επιτυχημένων αποδράσεων από τα στεγανά των όρων και των προσδιορισμών και από τα διαστρεβλωμένα αισθήματα που αυτοί παράγουν. Το τι κυρίαρχα είδη είδαμε μπροστά μας –όλα ψευδεπίγραφα-, δε λέγεται. Σας θυμίζω μερικά: Το «νέο κύμα», το αντάρτικο της Μεταπολίτευσης, το «ελληνικό ροκ», η λαϊκοπόπ, τα «συγκροτήματα των Δυτικών προαστίων» έτυχαν όλα μεγάλης μαζικότητας, κανένα δε απ’ αυτά δεν άφησε ίχνος μουσικής συνέχειας πίσω του, ίσως γιατί όλα εκφράστηκαν με μουσικούς όρους υποτυπώδεις, ίσως όμως και γιατί είχαν την αφέλεια να νομίσουν ότι είναι ζωντανά σ’έναν χώρο που είχε προ πολλού πεθάνει.
Όσοι απέδρασαν από το «σπίτι των πεθαμένων», άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, είναι αυτοί που κάνουν τον νεκρό να λάμπει ακόμα, ακριβώς γιατί την δυσκολία της ταξινόμησης των τραγουδιών τους την διαπερνά ένα ρίγος, ένα πρωταρχικό αίσθημα μοναξιάς, μια παιδική συνειδητοποίηση του θανάτου. Από τον Ζαμπέτα ως τον Σαββόπουλο και από τον Άκη Πάνου ως την Λένα Πλάτωνος, το ταξίδι μοιάζει να ξεκινάει από κει που η ζωή έχει τελειώσει. Αυτό όμως που κάνει τη μουσική τους να σφύζει από τον πυρετό της ζωής, είναι μάλλον το ότι αισθάνονται με πολύ ανάγλυφο τρόπο πώς ήταν ο νεκρός όταν ήταν ζωντανός, τι ένιωθε, τι ευχόταν και ποια ήταν η μπερδεμένη του καταγωγή.
Πριν ναυαγήσουμε, λοιπόν κι εμείς κάτω από μια καινούργια ετικέτα –αυτή του «εναλλακτικού» δείχνει να μας βολεύει αυτή τη στιγμή- ας παραδεχτούμε πρώτα ότι ο νεκρός είναι νεκρός και μετά ότι αυτός ο νεκρός είναι το μόνο πράγμα που μας ανήκει. Είναι ο μόνος τρόπος να αποκωδικοποιηθεί η μουσικη του σήμερα, να είμαστε διεθνείς αλλά όχι με τρόπο επαρχιώτικο, κυρίως να μπορέσουμε να ξαναπαίξουμε τη μουσική μας μπροστά σε αληθινούς ανθρώπους και όχι στα φωτογραφημένα φαντάσματα του myspace.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τα ψευδοδιλήμματα τύπου αγγλόφωνο-ελληνόφωνο. Το πώς θα αγγίξει κανείς τη σύγχρονη μουσική ευαισθησία, αλλά και το αιώνιο παρελθόν, είναι δικό του θέμα. Εμάς να μας απασχολεί η μουσική σαν κάτι που δεν είναι μόνο στη φαντασία μας, αλλά παράγει και ζωή. Και η ζωή έχει ένα μόνο σίγουρο χαρακτηριστικό: κάποτε τελειώνει.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, ξανά το κειμενάκι μας: το ελληνικό τραγούδι έχει τελειώσει. Κάπου μέσα του βρίσκεται κι η ζωή που θα ζήσουμε.
Φοίβος Δεληβοριάς
(Φωτο: Σωτήρης Κακίσης)