Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Η κληρονομιά του Σταύρου Κουγιουμτζή

(Γρηγόρης Μπιθικώτσης - Σταύρος Κουγιουμτζής)


Και μες στον κόσμο καίνε πυρκαγιές...

Η κληρονομιά του Σταύρου Κουγιουμτζή


του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ)

Θερμές ευχαριστίες στις κυρίες Αιμιλία και Μαρία Κουγιουμτζή για την παραχώρηση των φωτογραφιών από το αρχείο του συνθέτη.

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής υπήρξε ένας από τους κορυφαίους συνθέτες του έντεχνου-λαϊκού τραγουδιού. Χωρίς να ξεστρατίσει από το δρόμο που άνοιξαν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, δημιούργησε ένα απόλυτα προσωπικό ύφος που συνδύασε την πλατιά αποδοχή με την υψηλή μουσική και ποιητική αισθητική. Καθώς φέτος η συμπλήρωση πέντε χρόνων από το φευγιό του πέρασε «στα ψιλά», το Δίφωνο τιμά τη μνήμη ενός μεγάλου δημιουργού. ηρ.οικ.
-----


Ο Σταύρος Κουγιουμτζής γεννιέται το 1932 στον προσφυγικό καταυλισμό του Επταπύργιου, στο Γεντί Κουλέ. Tα πρώτα ακούσματα του ανοίγουν παράθυρο στον κόσμο· «η βυζαντινή μουσική, το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι υπήρξαν η μοναδική πνευματική τροφή για τα παιδικά μου χρόνια». Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, ξεκινά τις μουσικές του σπουδές στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης ενώ σύντομα αρχίζει να βιοπορίζεται ως πιανίστας σε κέντρα. Το 1960 γράφει το πρώτο του τραγούδι, Το περιστεράκι, που ερμηνεύει η Ζωή Κουρούκλη στο Φεστιβάλ του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Τα δύο επόμενα τραγούδια, Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά και Μη μου θυμώνεις μάτια μου, σε ερμηνεία Μανώλη Καναρίδη και Γιάννη Πουλόπουλου αντίστοιχα, εντάσσονται σε ένα λαϊκότερο ύφος που ο Κουγιουμτζής δεν θα εγκαταλείψει ποτέ. Εντωμεταξύ, ο συνθέτης έχει ήδη γνωρίσει την Αιμιλία, τη σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα ερμηνεύτρια πολλών τραγουδιών του. Το 1967 έρχονται στην Αθήνα. Εκεί, ο Κουγιουμτζής γνωρίζεται με τον Γιώργο Νταλάρα, μία συνάντηση που αλλάζει για πάντα την πορεία του νέου ελληνικού τραγουδιού. Μεσολαβούν τέσσερις δεκαετίες μουσικής δημιουργίας, η σταδιακή αποστασιοποίηση από τα μουσικά πράγματα, η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη, και το τέλος που θα ’ταν 12 του Μάρτη του 2005 σε ηλικία 73 χρονών.


(Γιώργος Νταλάρας - Σταύρος Κουγιουμτζής)



Η γνωστή-άγνωστη δισκογραφία

Πολύ μελάνι έχει χυθεί, και όχι άδικα, για τη συνεργασία του Κουγιουμτζή με τον Γιώργο Νταλάρα. Την περίοδο 1970-75, οι δύο καλλιτέχνες βρίσκουν τον κοινό μουσικό τους τρόπο με μία σειρά δίσκων-σταθμών: Να ’τανε το ’21, Όταν ανθίζουν πασχαλιές, Ηλιοσκόπιο, Μικρές Πολιτείες, Στα ψηλά τα παραθύρια. Σε αυτά προστίθενται τα σκόρπια τραγούδια του Κουγιουμτζή που τραγουδάει ο Νταλάρας στο ομώνυμό του δισκογραφικό ντεμπούτο το 1969 αλλά και στο Μέτοικο το ’71. Λιγότερο φωτισμένες πτυχές εκείνης της περιόδου είναι τα τραγούδια που ερμηνεύουν ο Γιάννης Καλατζής (Αν βαρέθηκες κυρία, Ήσουν ωραία, Εγώ γεννήθηκα φτωχός), ο Γιάννης Πάριος (Δεσποινάκι, Σαν τα πουλιά σκορπίσαμε) και η Άννα Βίσση (Σ’ αγαπώ, Δίψασα στην πόρτα σου, Παραμύθι ξεχασμένο).

Εάν όμως τα γεννήματα της συνεργασίας Κουγιουμτζή - Νταλάρα είναι γνωστά και αναγνωρισμένα, δεν ισχύει το ίδιο με το μετέπειτα έργο του συνθέτη κατά την ιδιαίτερα δημιουργική δεκαετία 1976-86. Στις Λαϊκές Κυριακές (1976) συναντά τη Χαρούλα Αλεξίου, και εγκαινιάζει μιας σειρά κύκλων τραγουδιών - προπομπών της διάψευσης που φέρνουν τα χρόνια του ’80. «Λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά» παρακινεί ο Κουγιουμτζής μέσα από το στίχο του Μιχάλη Μπουρμπούλη. Ο αιχμηρός πολιτικός λόγος της Πηνελόπης και του Σου στέλνω χαιρετίσματα συνδυάζεται με τη μελαγχολία του Θα ’ταν 12 του Μάρτη και με ατόφιες λαϊκές καταθέσεις όπως τα Σκούρα μάτια.

Το 1977 κυκλοφορεί ο δίσκος Τραγούδια του καιρού μας με ερμηνευτές τον Κώστα Σμοκοβίτη και την Αιμιλία Κουγιουμτζή. Ο λόγος του Άκου Δασκαλόπουλου και του Μπουρμπούλη συναντά τις τρυφερές μελωδίες του Κουγιουμτζή σε έναν από τους πλέον άδικα υποτιμημένους δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Θα βάλω ρούχο δανεικό, Το καλοκαίρι το μορτάκι, Η μικρή οθόνη, Σαν τα τριαντάφυλλα … τραγούδια που σίγουρα δεν τους αξίζει η λήθη. Ακολουθεί ο κύκλος Όταν σε περιμένω (1979). Εκεί, η Μοσχολιού ερμηνεύει τον λόγο του Μπουρμπούλη, του Χριστιανόπουλου και του Νίκου Κωνσταντίνου, σε τραγούδια διαχρονικά όπως τα Όμως δεν ξέρω και Παράπονο μανιάτικο. Παραδόξως, ούτε αυτός ο κύκλος θα γνωρίσει εμπορική επιτυχία.

Ο δίσκος Μικραίνει ο Κόσμος (1982), επικυρώνει τη βαθιά σχέση του Κουγιουμτζή με την υψηλή ποίηση. Με ερμηνευτικά οχήματα τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Γιάννη Κούτρα, την Αιμιλία Κουγιουμτζή, τον Γιάννη Μπογδάνο και τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο συνθέτης μελοποιεί το λόγο μαστόρων του λόγου όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Σεφέρης, ο Σαχτούρης και ο Χριστιανόπουλος. Ο συνθέτης σημειώνει: «προσπάθησα στο ‘Μικραίνει ο κόσμος’ να βρω ποιήματα που έχουν άμεση σχέση με τη λαϊκή κουλτούρα και τη λαϊκή γλώσσα».

Το 1985, ο Κουγιουμτζής συνεργάζεται με τον Δημήτρη Μητροπάνο στο δίσκο Τα νυχτέρια μας, σε στίχους του Λάκη Τεάζη. Το αριστουργηματικό «Είσαι ωραία σαν αμαρτία» ξεχώρισε αμέσως, ενώ τον τόνο στο δίσκο δίνουν μελαγχολικές μπαλάντες όπως το Παράπονό μου αλλά και αυθεντικά λαϊκά όπως τα Πικρός καφές και Είμαι μάγκας. Ένα χρόνο μετά, το δίδυμο Κουγιουμτζή-Νταλάρα επανασυνδέεται με το Τρελοί και Άγγελοι. Ο δίσκος, σε στίχους του συνθέτη, του Μάνου Ελευθερίου και του Κώστα Κινδύνη γίνεται αμέσως χρυσός. Ξεχωρίζουν τα τραγούδια Οι ελεύθεροι κι ωραίοι και Το κόκκινο φουστάνι -με τη φωνή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη- ενώ τα Ντύλαν Τόμας και Κατά Ματθαίον Πάθη αξίζουν σήμερα μια δεύτερη ζωή και ακρόαση.

Ο Κουγιουμτζής επιστρέφει στη δισκογραφία το 1997 με το δίσκο Με τέχνη και με πάθος που μοιράζεται με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, σε ερμηνεία Δημήτρη Νικολούδη. Ένα χρόνο αργότερα, ηχογραφούνται ζωντανά οι Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων, μια συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων και ψαλμών μελοποιημένων από τον συνθέτη και ερμηνευμένων από τον Νταλάρα και την Αιμιλία Κουγιουμτζή. Το 2000 κυκλοφορεί το Έβρεχε ο κόσμος, όπου για πρώτη φορά ο συνθέτης εμπιστεύεται τραγούδια στην κόρη του Μαρία Κουγιουμτζή, με τη συμμετοχή του Νταλάρα και του Γιώργου Χριστοδούλου. Η Μαρία Κουγιουμτζή επανέρχεται με τραγούδια σε πρώτη εκτέλεση και επανεκτελέσεις στο δίσκο Μπορεί να ’ναι αγέρας (2007), κλείνοντας έτσι την «κρυμμένη» δισκογραφία του πατέρα της.


(Μάνος Ελευθερίου, Σταύρος Κουγιουμτζής, Λευτέρης Παπαδόπουλος)






Μουσικά και ποιητικά φορτία

Το αισθητικό δόγμα του Κουγιουμτζή το περιέγραψε ο ίδιος: «Πρωτότυπος δεν είναι να μη μοιάζεις με κανέναν άλλον· πρωτότυπος είναι να μοιάζεις με όλους τους άλλους και ταυτόχρονα να είσαι ο εαυτός σου». Ο Κουγιουμτζής υπήρξε διττά λαϊκός: χρησιμοποίησε τους δρόμους και το ύφος του λαϊκού τραγουδιού, και εξέφρασε τις έγνοιες και τους πόθους των ανθρώπων με τρόπο απλό αλλά όχι απλουστευτικό και λαϊκίστικο. «Οι μελωδίες του … μας ξαναφέρνουν ωστόσο στις ρίζες της παράδοσης χωρίς φολκλορικούς ερεθισμούς, φανερώνοντας έτσι τη γνησιότητα ενός καλλιτέχνη που η έμπνευσή του έχει αφετηρία τη μακραίωνη ελεγειακή μνήμη του ελληνικού λαού» είχε επισημάνει ο Νίκος Γκάτσος. Και ο τρόπος ζωής του Κουγιουμτζή ανταποκρινόταν στα μηνύματα των τραγουδιών του χωρίς βεντετισμούς, αυλές και παρασκήνια. Όπως σημειώνει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, «Δεν παρίστανε το ‘μη μου άπτου’ συνθέτη, που βρίσκεται μέσα στη γυάλα του, γράφει τα ‘έργα’ του και περιφρονεί τον ‘όχλο’, αλλά ζούσε με το λαό, τον ψυχαγωγούσε και τον δίδασκε».

Με όχημα τους λαϊκούς δρόμους, ο Κουγιουμτζής περνά στα τραγούδια του σύνθετα ποιητικά νοήματα. Στο οριακό Ντύλαν Τόμας αποτίει φόρο τιμής στον Μίλτο Σαχτούρη, διακεκριμένο εκπρόσωπο του ελληνικού υπερρεαλισμού. Στην Μπαλάντα της Μαρίας Πολυδούρη συνομιλεί με τη γνωστή ποιήτρια. Με το λόγο του Μπουρμπούλη και του Χριστιανόπουλου κολυμπά στα βαθιά της κριτικής του μικροαστισμού. Στον Ελευθερίου και τον Δασκαλόπουλο βρίσκει την πολλαπλότητα των εικόνων μαζί με τη λιτότητα της έκφρασης. Και με τη δική του στιχουργική πένα εκφράζει έναν σφοδρό ερωτισμό, που παραμένει όμως ατελής και μελαγχολικός.

Το κοινωνικό ζήτημα ξεφυτρώνει απρόσμενα στο σύμπαν του έρωτα. Πολλά τραγούδια του Κουγιουμτζή εμπεριέχουν πολιτικά μηνύματα, με τρόπο υπόγειο και έμμεσο. Δεν είναι παράλογο να υποτεθεί ότι οι βαθιά ταξικές παραστάσεις του παιδιού Κουγιουμτζή στα προσφυγικά του Γεντί Κουλέ, χάραξαν τη συνείδησή του. Ο ίδιο θυμάται: «Ζούσα ανάμεσα σε ανθρώπους βασανισμένους από στερήσεις και καημούς. Ήταν άνθρωποι μεροκαματιάρηδες, δούλευαν στο λιμάνι, στα καπνά, στη λαχαναγορά». Οι άδικοι καιροί και ο χαλασμένος κόσμος είναι μοτίβα που εμφανίζονται τακτικά στα τραγούδια του.
 
Συνολικά, στο λόγο που ο Κουγιουμτζής είτε μελοποιεί, είτε συγγράφει, μεταφέρεται το πνεύμα των καιρών. Όμως το γεγονός ότι μες στον κόσμο καίνε πυρκαγιές δεν οδήγησε τον συνθέτη να γίνει ουρά της εύκολης μεταπολιτευτικής πολιτικοποίησης. Σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να κάνει τον αντιστασιακό, ήταν μια λέξη που τον εκνεύριζε, μνημονεύει ο Μιχάλης Μπουρμπούλης. Αντίθετα, ο Κουγιουμτζής διαισθάνθηκε το κύμα της ευτέλειας που ερχόταν και άσκησε κριτική σ’ αυτό και μέσω των τραγουδιών του, αλλά και μέσω της σταδιακής απόσυρσής του από τη δισκογραφία στα μέσα του ’80.
 
 
(Σταύρος Κουγιουμτζής, Άννα Βίσση, Γιώργος Νταλάρας)
 


Η κληρονομιά του Σταύρου Κουγιουμτζή
 
Ο συνδυασμός λαϊκότητας, τρυφερότητας και νοηματικού βάθους που χαρακτηρίζει το σύνολο της εργογραφίας του Κουγιουμτζή παραμένει αξεπέραστος. Τι θα βρει στον Κουγιουμτζή ο σημερινός ακροατής; Λιτότητα και αμεσότητα που επιτρέπει στο τραγούδι να … τραγουδιέται. Μελαγχολία και ευαισθησία που απέχουν πολύ από τις προκάτ ψυχοπαθολογικές υπερβολές του σημερινού εξατομικευμένου τραγουδιού. Πρωτοτυπία που δεν γίνεται αυτοσκοπός και άσκηση ελιτισμού. Προπάντων, θα βρει μία αντίληψη της αδιάρρηκτης σχέσης του έντεχνου με το λαϊκό στοιχείο.
 
Δύσκολα εντοπίζονται συνεχιστές του αισθητικού προτύπου του Κουγιουμτζή. Στον Γιώργο Σταυριανό της Έρημης Πόλης αντανακλάται ο υγιής πολιτικός σκεπτικισμός που εξέφρασε ο Κουγιουμτζής στις αρχές της μεταπολιτευτικής πλημμυρίδας. Στους Χειμερινούς Κολυμβητές από τον Σαίξπηρ ως τον Ελύτη διακρίνονται σπέρματα της τόσο οικείας στον Κουγιουμτζή συμπόρευσης μιας λιτής μελωδικής μορφής με ένα σύνθετο ποιητικό περιεχόμενο. Και στον Βαγγέλη Κορακάκη ανθίζει η λαϊκή ματιά στην ποίηση της καθημερινής ζωής που ένας Τσιτσάνης εισήγαγε στο τραγούδι με ενδιάμεση στάση τον Κουγιουμτζή.
 
Δυστυχώς, σήμερα δεν λείπουν τα φαινόμενα υποβάθμισης του έργου του Κουγιουμτζή. Είναι αδιανόητο η επανέκδοση του Όταν ανθίζουν πασχαλιές να εμφανίζεται με νέο εξώφυλλο ως μέρος σειράς επανεκδόσεων του Γιώργου Νταλάρα, ωσάν ο καλός μας ερμηνευτής να είναι και δημιουργός του δίσκου. Είναι αδιανόητο να επανεκδίδεται το Όταν σε περιμένω μαζί με δίσκο άλλου συνθέτη και άλλο εξώφυλλο. Είναι αδιανόητο μεγάλες αλυσίδες δισκοπωλείων να μην έχουν ταμπέλα «Κουγιουμτζής» στις προθήκες τους. Κατά τα άλλα, τα τραγούδια του Κουγιουμτζή συνεχίζουν το ταξίδι τους, κόντρα σε μια εποχή όπου δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: