Το Δίφωνο και οι Νόμοι του Μέρφυ (ή όλα όσα θέλατε να μάθετε για τον μουσικο-δημοσιογραφικό καπιταλισμό και δεν τολμούσατε να ρωτήσετε)
Αν διαλύσεις και ξαναφτιάξεις ένα πράγμα πολλές φορές, στο τέλος θα έχεις δύο πράγματα.
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ RAP ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ
Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά στους παροικούντες τον ελληνικό μουσικό τύπο. Μία ωραία πρωία του Ιανουαρίου η ιδιοκτησία του Ομίλου Γιαννίκου αποφασίζει να κλείσει το Δίφωνο. Οι εργαζόμενοι αντιδρούν, έχοντας στο πλευρό τους πάμπολλους καλλιτέχνες και άλλους πολίτες. Στήνεται μία πρωτοφανής κινητοποίηση με εργαλεία το blogging και το facebook, έχοντας ως εμπροσθοφυλακή την κοινή και απλή πεποίθηση ότι είναι λάθος να απολύονται εργαζόμενοι, είναι λάθος να υπάρχει απλήρωτη εργασία, είναι λάθος να κλείνει ένας ιστορικός μουσικο-δημοσιογραφικός τίτλος όπως το Δίφωνο. Αυτό που στην αρχή φαινόταν μία τοσοδούλικη και διστακτική διαμαρτυρία, μεγαλώνει, επιβεβαιώνοντας τον ΝΟΜΟ ΤΟΥ RUCKERT: "Δεν υπάρχει τίποτα τόσο μικρό, που να μην μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις". Τελικά, η ιδιοκτησία υπαναχωρεί στην απόφασή της, αναγγέλει την εκ νέου έκδοση του Διφώνου, καταβάλλει τα δεδουλευμένα αλλά δεν ανακαλεί τις απολύσεις. Και κάπου εκεί, κάποιοι συντάκτες προσχωρούν στο νέο εγχείρημα, κάποιοι άλλοι επιλέγουν να διαπραγματευθούν, και οι υπόλοιποι τραβούν για άλλες πολιτείες. Το κειμενάκι αυτό έχει ένα μόνο σκοπό: να σημειώσει 2-3 πραγματάκια, ως εμπειρία, που μπορούν να φανούν χρήσιμα σε κάποιους, εντός και εκτός Διφώνου.
Χρήσιμη - και αξέχαστη - θα μου μείνει, ας πούμε, η "αλληλεγγύη" που επέδειξαν συνάδελφοι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε άλλα, όμορα μέσα. Ο κύριος Φώντας Τρούσας στο Δισκορυχείον, σε ένα κατά τα άλλα εξαιρετικό κείμενο, θεώρησε σωστό το τάιμιγκ του κλεισίματος για να ασκήσει κριτική σε κάποιες δηλώσεις συμπαράστασης - ή αλλιώς "κουταμάρες" - των καλλιτεχνών υπέρ των εργαζομένων. Ενώ ο κύριος Άρης Καραμπεάζης στο e-tetradio πανηγύρισε με καπνογόνα και σαμπάνιες το κλείσιμο του Διφώνου. Ο κύριος Δημήτρης Κανελλόπουλος, τέλος, πάλι στο e-tetradio, παρουσίασε σε αποκλειστικότητα δηλώσεις του ιδιοκτήτη του περιοδικού, δίχως να αναφέρει κουβέντα για τις απολύσεις. Ευτυχώς που το ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ MUNDER με είχε προϊδεάσει: "Για κάθε ένα '10' υπάρχουν δέκα '1' ".
Φανταστείτε να κλείσει το Τζαζ & Jazz και να βγαίνουν συνάδελφοι από άλλα μέσα και να επιχαίρουν ισχυριζόμενοι ότι το περιοδικό σπανίως έχει θέματα παρά μόνο συνεντεύξεις και δισκοπαρουσιάσεις ή ότι τα κείμενα είναι πολύ μικρά και οι φωτογραφίες τεράστιες, ή ότι εκ των πραγμάτων το περιοδικό οφείλει να διατηρεί στενές σχέσεις με δισκογραφικές και μάνατζερς ώστε να εξασφαλίζει τα cd και τις συνεντεύξεις. Ή φανταστείτε να κλείσει η Ελευθεροτυπία, να μείνει ο κύριος Κανελλόπουλος άνεργος, κι εγώ να γράφω το κοντό και το μακρύ μου για το κάκιστο επίπεδο της εφημερίδας-μαγαζάκι του ΠΑΣΟΚ, και για το πόσο θετικό είναι το κλείσιμό της. Ή ακόμα καλύτερα, φανταστείτε να πάρω συνέντευξη από την κυρία Τεγοπούλου, να την ρωτώ για τα μελλοντικά της σχέδια, και να μη δίνω δεκάρα τσακιστή για την απόλυση του κ. Κανελλόπουλου. Καλό; Πώς θα σας φαινόταν κύριοι συνάδελφοι αν αυτά τα ωραία τα έλεγαν κάποιοι την ημέρα της απόλυσής σας; Εδώ κοτζάμ Απογευματινή της "επάρατης Δεξιάς" έκλεισε, και όλοι ανεξαρτήτως κομματικών χρωμάτων εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους με τους εργαζομένους. Τι έπρεπε να πουν, δηλαδή; Ότι η εφημερίδα είναι δεκανίκι του Μητσοτάκη και καλώς έκλεισε; Έλεος... Στην κριτική, λοιπόν, λέμε ναι. Στο να κλωτσάς όμως το πτώμα για να βεβαιωθείς ότι πέθανε, λέμε όχι.
Είναι πάντως αλήθεια ότι η εμπειρία από την κινητοποίηση του Διφώνου παραξένεψε πολύ κόσμο, ο οποίος αντέδρασε με τη δύναμη της αδράνειας. Από που προέρχεται αυτή η δύναμη της αδράνειας; Ο σύγχρονος αστικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο παράδοξο:
Από τη μία, ολοένα και περισσότεροι θεσμοί και πρακτικές της κοινωνίας εντάσσονται ολοένα και περισσότερο στον κριτικό έλεγχο των πολιτών, που συχνά καταλήγει στην πλήρη απονομιμοποίηση αυτών των θεσμών. Για πολύ κόσμο, ο παπάς δεν είναι πια ο σεβάσμιος γέροντας, αλλά το λαμόγιο που κλέβει το κράτος με το Βατοπέδιο. Ο αστυνομικός δεν είναι ο "κύριος χωροφύλαξ" της δεκαετίας του '50 αλλά μπάτσος, γουρούνι, και ενίοτε δολοφόνος. Η οικογένεια δεν είναι πλέον ο καθαγιασμένος θεσμός που μεγαλώνει γερά παιδιά, αλλά μία σύμβαση υπό προθεσμία, με το διαζύγιο και το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης να παραμονεύουν. Η ερωτική ζωή δεν κρύβεται πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά βγαίνει στα εξώφυλλα, γίνεται αίτημα και δικαίωμα στη διαφορετικότητα, διαδηλώνει σε παρελάσεις "υπερηφάνειας", μπουκάρει στις τηλεοράσεις και στο θεατρικό σανίδι. Συνολικά, μία ρητορική δικαιωμάτων και επιλογής περιβάλλει τον κυρίαρχο λόγο. Επιλέγουμε το φαί μας - βιολογικό κατά προτίμηση -, επιλέγουμε ως και το γονίδιο του παιδιού μας, επιλέγουμε τη φυλή των Αθηνών στην οποία ανήκουμε, επιλέγουμε τα τραγούδια του ipod μας, επιλέγουμε το free press στυλάκι μας. Η βούλησή μας αγγίζει όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, πλήν ενός, τουλάχιστον!
Ποιο είναι αυτό το πεδίο; Μα η εργασία, φυσικά! Ένα πέπλο σιωπής πλανάται πάνω από την εργασία, τον εργασιακό μας χώρο, τους όρους της εργασίας μας, τις σχέσεις με την εργοδοσία και τον συν-εργαζόμενο. Η εργασία είναι η δραστηριότητα του ανθρώπου για την οποία δεν επιτρέπεται κανείς να πει κουβέντα. Απλά και μόνο η αναφορά στο συνδικαλισμό, στη λέξη "σωματείο", στην εργατική νομοθεσία, στη διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων, αρκεί για να θεωρηθεί κάποιος κατάλληλος για εγκλεισμό στο Δαφνί. Στο δημόσιο λόγο δεν υπάρχει χώρος για "επιλογή", όταν η συζήτηση πηγαίνει στα φυσιολογικά ερωτήματα: Για τι και για ποιόν δουλεύουμε; Υπό ποιούς όρους; Γιατί δεν ελέγχει ο εργαζόμενος το προϊόν της εργασίας του; Μας αρέσει η δουλειά μας; Είναι σωστές οι αμοιβές; Και τα λοιπά, και τα λοιπά... Όλα αυτά τα ζητήματα είναι απαγορευμένα. Ο μύθος του "τέλους της εργατικής τάξης" σε συνδυασμό με τον ρεαλισμό της ανεργίας, των απολύσεων και της κρίσης έχει βάλει για τα καλά στα μυαλά των ανθρώπων την ιδέα ότι το βασίλειο της εργασίας ΠΡΕΠΕΙ να βρίσκεται εκτός του ελέγχου των πολιτών, εκτός της σφαίρας της συλλογικής δράσης. Αυτή η πεποίθηση δεν είναι ουρανοκατέβατη, προφανώς, αλλά αποτέλεσμα συντονισμένης ιδεολογικής επίθεσης από την αστική τάξη, το κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του. Η μόνη φορά που ίσως τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με τη σφαίρα της εργασίας είναι για να στηλιτεύσουν μια απεργία, τους δήθεν τεμπέληδες δημόσιους υπαλλήλους, ή τους δήθεν ανεύθυνους εργαζόμενους που δεν γίνονται χαλί για να τους πατήσει ο κάθε - "μαζί τα φάγαμε" - Πάγκαλος ή ο κάθε εταιριάρχης.
Ένας επιπλέον παράγοντας αδράνειας είναι η κατεστημένη πίστη στην ατομική ιδιοκτησία ως παράγοντα δημιουργίας. Γενιές και γενιές μεγάλωσαν παρέα με το θεμελιώδη μύθο της αστικής πολιτικής οικονομίας: ότι η με οικονομικούς όρους δημιουργία προϋποθέτει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Τόνοι μελάνι χύθηκαν υμνώντας την περίφημη "επιχειρηματικότητα", το επιχειρηματικό δαιμόνιο του μεμονωμένου παραγωγού, την καινοτομία που έρχεται μαζί με τον ιδιώτη. Το κλείσιμο του Διφώνου εν μία νυκτί θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλή ευκαιρία να αναθεωρήσει πολύς κόσμος αυτά τα φιλελεύθερα καλαμπουράκια. Η ατομική ιδιοκτησία δεν δημιουργεί, μόνο, αλλά και καταστρέφει. Δεν ανοίγει μόνο τις επιχειρήσεις, αλλά τις κλείνει κιόλας. Δεν προσφέρει μόνο απασχόληση, αλλά και απολύσεις. Για την ακρίβεια, η οποιαδήποτε δημιουργία της ατομικής ιδιοκτησίας βασίζεται πλέον αυστηρά στην καταστροφή.
Η τωρινή κρίση, όμως, λειτουργεί πιο διαφωτιστικά κι από πέντε βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Έτσι, κατά τη διάρκεια της κινητοποίησης ακούστηκαν από καλλιτέχνες απόψεις που πριν από μερικά μόλις χρόνια θα θεωρούνταν κάτι παραπάνω από γραφικές. Όπως, ότι ένα μέσο παραγωγής μπορεί να είναι αυτοδιαχειριζόμενο, από τους ίδιους τους εργαζόμενούς του. Ας μη γελιόμαστε. Μαζί με το δίδαγμα της καταστροφικότητας της ατομικής ιδιοκτησίας, γίνεται εμφανές πόσο αδύνατη είναι η δημιουργία νησίδων αυτοδιαχείρισης μέσα σε συνθήκες αναπτυγμένου καπιταλισμού. Σε αυτό συνηγορούν ένα σύστημα δικαίου κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του ισχυρού, οι κεφαλαιακές ανάγκες μιας επιχείρησης στον σύγχρονο καπιταλισμό, οι επιταγές της "ελεύθερης" - μονοπωλιακής αγοράς, και προπαντός η ατομική ιδιοκτησία, αυτός ο ναός των ιερών και των οσίων που δεν πρέπει ποτέ και καθόλου να θίγεται στην τωρινή "φιλελεύθερη" κοινωνία μας (βοήθειά μας). Με άλλα λόγια, ας το βάλουν καλά στο μυαλό τους όσοι αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο: χωρίς την κατάλυση του αστικού κράτους και των νομικών, βαθιά ταξικών σχέσεων ατομικής ιδιοκτησίας που διέπουν την σφαίρα της παραγωγής, δεν πρόκειται να υπάρξει ούτε αυτοδιαχείριση, ούτε χειραφέτηση.
Πίσω στο θέμα μας. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες αδράνειας εμφανίστηκε η ανακοίνωση των εργαζομένων που δήλωνε ότι δεν θα ανεχόταν άλλο ένα κλείσιμο περιοδικού του Ομίλου Γιαννίκου στα μουλωχτά. Και εντός αυτής της αδράνειας άρχισαν να φτάνουν οι πρώτες γενναίες δημόσιες καταθέσεις καλλιτεχνών, ακόμα και εκείνων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στεγάζονται επαγγελματικά στον Όμιλο.
Αλλά τελικά, γιατί έκλεισε το Δίφωνο; Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Το Δίφωνο ίσως έκλεισε γιατί δεν πήγαινε καλά, γιατί οι επιλογές της ιδιοκτησίας - η οποία δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να παρεμβαίνει στο έργο της διεύθυνσης - ήταν άλλα 'ντ' άλλων, γιατί η δισκογραφία έχει απαξιωθεί, γιατί τα έντυπα μέσα έχουν απαξιωθεί επίσης. Ίσως έκλεισε και γιατί στο τωρινό πνεύμα της παρακμής όλα μπορούν να κλείνουν και να ανοίγουν χωρίς να τρέχει και τίποτα, γιατί όλα και όλοι βρίσκονται υπό προθεσμία. Εκ των πραγμάτων, όμως, είναι πλέον σαφές ότι το Δίφωνο έκλεισε για να ξανανοίξει, χωρίς το βαρίδι τεσσάρων μισθωτών - οι μισθωτοί ως γνωστόν είναι βαρίδια για τα καπιταλιστικά κέρδη - και με χειρότερους όρους αμοιβής για τους συντάκτες. Στο χωριό μου, αυτό το λένε πάλη των τάξεων και απόσπαση υπεραξίας.
Η πάλη ανάμεσα σε δύο μέρη υπάρχει είτε το καταλαβαίνουν και τα δύο μέρη, είτε το καταλαβαίνει μόνο το ένα από τα δύο. Η πάλη είναι αντικειμενική, όπως αντικειμενική υπήρξε η προσπάθεια διάσπασης των εργαζομένων και δημιουργίας ψευδών διλημμάτων. Το κεφάλαιο έχει εξαπολύσει μία κατά μέτωπο επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας. Στιγμή αυτής της επίθεσης υπήρξε και το κλείσιμο του Διφώνου που υπηρέτησε την εκβιαστική λογική της εργοδοσίας. Θες Δίφωνο; Έλα με χειρότερους όρους απασχόλησης. Δεν θες; Πήγαινε στο καλό... Στον καπιταλισμό, ο κάτοχος του κεφαλαίου έχει και το μαχαίρι, έχει και το καρπούζι, και όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει. Εκτός... εκτός κι αν μπροστά του βρει εργαζόμενους έτοιμους να αμφισβητήσουν αυτή τη λογική ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ. Αυτή τη φορά, κάτι τέτοιο δε συνέβη. Και πώς να συμβεί, όταν ακόμα και άνθρωποι έμπειροι και ακέραιοι, που κουβαλούν χρόνια οργανωμένης ένταξης στην Αριστερά, έσπευσαν να διαπραγματευθούν τους δικούς τους ατομικούς όρους ένταξης; Σέβομαι τις επιλογές τους και τις ανάγκες τους. Εξάλλου, την επόμενη φορά θα είμαστε όλοι σοφότεροι και θα έχουμε κατά νου το ΝΟΜΟ ΤΟΥ VAN HERPEN: "Η λύση του προβλήματος ανάγεται στο να βρεις αυτούς που θα το λύσουν".
Σημαίνει αυτό ότι ο αγώνας των εργαζομένων του Διφώνου έγινε για ένα πουκάμισο αδειανό; Το αντίθετο. Πετύχαμε πολλά: λάβαμε τα δεδουλευμένα μας (διόλου αμελητέο, ρωτήστε και τους μεταφραστές στα Ελληνικά Γράμματα που από το Σεπτέμβρη του 2010 περιμένουμε να πληρωθούμε για δουλειές που ήδη παραδώσαμε), πιέσαμε την ιδιοκτησία να ξανανοίξει το περιοδικό, και προπαντός δείξαμε τις δυνατότητες αλλά και τα όρια μιας συλλογικής κινητοποίησης. Όλοι μας βγήκαμε από αυτήν την εμπειρία ωριμότεροι. Κάποιοι βγήκαν και απολυμένοι - μακάρι να απασχοληθούν σύντομα σε άλλα μέσα. Για όσα άλλα έλαβαν χώρα, δεν ξέρω / δεν απαντώ. Κουτσομπολιά, ξεκατινιάσματα και καυτές λεπτομέρειες δεν θα διαβάσετε. Δεν θα κάνουμε τη χάρη σε όσους θέλουν να επιβεβαιώνουν κάθε στιγμή το μάταιο της ενότητας των εργαζομένων, το μάταιο της συλλογικότητας.
Το μόνο δίδαγμα που θέλω να μοιραστώ με σένα, αγαπητή μου αναγνώστρια, είναι ότι την κρίσιμη στιγμή, όταν τέθηκε στους εργαζόμενους το δίλημμα "συλλογικό v. ατομικό" με τον αμεσότερο τρόπο, οι περισσότεροι διάλεξαν να κινηθούν ατομικά. Είναι γνωστή η ΒΑΣΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ YOUNG ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ: "Ο καθένας θέλει να ξεφλουδίζει τη δική του μπανάνα". Όμως, παραμένει εντυπωσιακή η ταχύτητα με την οποία το κάναμε: γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακό τη μία μέρα να κουβεντιάζεις σε μία συνέλευση, και την επομένη να μαθαίνεις ότι οι μισοί βρίσκονται ήδη στο νέο Δίφωνο, ότι κάμποσοι άλλοι διαπραγματεύονται την επανεισδοχή τους, ότι άλλοι ετοιμάζονται για έξοδο, και όλα αυτά ενώ κάποιοι άλλοι παραμένουν απολυμένοι. Και δεν βγάζω τον εαυτό μου έξω από αυτήν την ατομοκεντρική λογική, εφόσον ατομικά είχα επιλέξει να φύγω από το Δίφωνο πριν κλείσει και ατομικά επέμεινα στη συγκεκριμένη επιλογή και μετά το κλείσιμο. Και κάπως έτσι, ο NOMOΣ TOY HELGA πήγε περίπατο: "Πρώτα πες όχι και μετά διαπραγματεύσου".
Πέρα από αστεία, το μόνο γιατρικό στην επιβολή του ατομικού επί του συλλογικού είναι η ύπαρξη παγιωμένων συλλογικών θεσμών και διαδικασιών, που μόνο μία μόνιμη συλλογικότητα εργαζομένων μπορεί να προσφέρει. Αυτός ο κλήρος, της δημιουργίας σωματείου εργαζομένων στο περιοδικό Δίφωνο, πέφτει σε όσους παρέμειναν εκεί, αν και εφόσον το θελήσουν. Έχουν την πολύτιμη πείρα της κινητοποίησης. Αλλά προσοχή, γιατί σύμφωνα με το ΝΟΜΟ ΤΟΥ OLIVIER: "Πείρα είναι αυτό που δεν αποκτάς, παρά μόνο αφού δεν το χρειάζεσαι πια".
Εύχομαι καλή επιτυχία στο νέο Δίφωνο και στους συντελεστές του. Κατά τα λοιπά, η ζωή συνεχίζεται. Ο Μέρφυ έχει ήδη δείξει τον δρόμο, με τον ΠΡΩΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ: "Μείνε μέσα με τους απ' έξω". Μέσα, λοιπόν, στα πράγματα, μέσα και στην αγωνία για να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά έξω από το Δίφωνο. Με τους απ' έξω.
Ηρακλής Οικονόμου
ΥΓ(1): Η παρουσία σε μία "μαύρη λίστα" λόγω συμμετοχής στην υποκίνηση - εδώ γελάνε - μιας κινητοποίησης είναι ένας τίτλος τιμής και ένα παράσημο που σπάνια αποδίδεται στη ζωή ενός ανθρώπου. Δεν ξέρω ποιον ακριβώς πρέπει να ευχαριστήσω γι' αυτό το προνόμιο, πάντως τον ευχαριστώ. Καλό θα ήταν όμως να μη χαρεί πολύ, γιατί όπως λέει και η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΠΕΔΟΛΟΓΙΑ: "Αυτό που θα σε προωθήσει στο ένα επίπεδο, θα σε εξοντώσει σε κάποιο άλλο".
ΥΓ(2): Και βέβαια, ένα μεγάλο "ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ" στους καλλιτέχνες, στις οργανώσεις και στους απλούς πολίτες που έσπευσαν να συμπαρασταθούν στον αγώνα των εργαζομένων του Διφώνου. Μακάρι όλοι να ξανασυναντηθούμε στα επόμενα. Χθες ήταν το Δίφωνο, αύριο θα είναι μία ολόκληρη κοινωνία. Ραντεβού στα επόμενα, λοιπόν. Γιατί όπως αναφέρει και ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ SNIDER: "Τίποτα δεν μπορεί να γίνει σε ένα μόνο ταξίδι".
ΥΓ(1): Η παρουσία σε μία "μαύρη λίστα" λόγω συμμετοχής στην υποκίνηση - εδώ γελάνε - μιας κινητοποίησης είναι ένας τίτλος τιμής και ένα παράσημο που σπάνια αποδίδεται στη ζωή ενός ανθρώπου. Δεν ξέρω ποιον ακριβώς πρέπει να ευχαριστήσω γι' αυτό το προνόμιο, πάντως τον ευχαριστώ. Καλό θα ήταν όμως να μη χαρεί πολύ, γιατί όπως λέει και η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΠΕΔΟΛΟΓΙΑ: "Αυτό που θα σε προωθήσει στο ένα επίπεδο, θα σε εξοντώσει σε κάποιο άλλο".
ΥΓ(2): Και βέβαια, ένα μεγάλο "ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ" στους καλλιτέχνες, στις οργανώσεις και στους απλούς πολίτες που έσπευσαν να συμπαρασταθούν στον αγώνα των εργαζομένων του Διφώνου. Μακάρι όλοι να ξανασυναντηθούμε στα επόμενα. Χθες ήταν το Δίφωνο, αύριο θα είναι μία ολόκληρη κοινωνία. Ραντεβού στα επόμενα, λοιπόν. Γιατί όπως αναφέρει και ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ SNIDER: "Τίποτα δεν μπορεί να γίνει σε ένα μόνο ταξίδι".
9 σχόλια:
Αγαπητέ Ηρακλή,
Νομίζω ότι αυτό θα μπορούσε να είναι το τελευταίο κείμενο-ανάρτηση των Προαστίων. Δεν βιάζομαι να σε οδηγήσω στη σύνταξη (αλλωστε δεν θα αποφασίσει κανείς άλλος κάτι τέτοιο πλην εσού) απλώς θέλω να πω με αυτό ότι το παραπάνω κείμενο είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί εδώ. Για πολλούς λόγους. Ενας από αυτούς είναι ότι συνοψίζοντας την εμπειρία σου από την περιπέτεια (τέλους) του Διφώνου αναφέρεσαι με τρόπο εξαιρετικά εύστοχο και λόγο καθαρό, χωρίς περιστροφές στο τέλος πολλών ακόμα συνθηκών ή «οργανισμών»: πχ. στο τέλος (μέρους) του Βήματος, με όσα προηγήθηκαν (τα οποία είναι ΑΠΑΡΑΛΛΑΧΤΑ με αυτά που περιγράφεις για το Δίφωνο), στο τέλος της (όποιας) έντυπης δημοσιογραφίας υπήρχε στην Ελλάδα και πνέει τα λοίσθια, στο τέλος της εργατικής τάξης στην ίδια χώρα που δεν αντιλαμβάνεται καν τον εαυτό της, δεν γνωρίζει ταυτότητα και εντέλει δεν θέλει να υπάρχει.
Σχολιάζω το κείμενό σου με την πίκρα, την απογοήτευση αλλά και την οργή ενός ομοιοπαθούς στο Βήμα. Στο Βήμα που οι συντάκτες του αφαίρεσαν οι ΙΔΙΟΙ από τον εαυτό τους το δικαίωμα να εκφράζονται. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, στο Βήμα του οποίου οι συντάκτες ψηφισαν με απόλυτη ομοφωνία πλην τριών ψήφων (έναντι 100 περίπου) ότι ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΔΙΑΦΩΝΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΙΚΟΥ ΣΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΕΚΦΡΑΖΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΛΩΝΤΑΣ ΣΕ ΜΠΟΙΚΟΤΑΖ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΟΠΟΥ ΕΡΓΑΖΕΣΑΙ.
Αυτά.
Όσο υπάρχει ατομική ιδιοκτησία θα τίθονται διλήμματα μεταξύ επιβίωσης και αξιοπρέπειας αλλά όσο υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν το "μεγάλο όχι" θα υπάρχει ελπίδα.
Εδώ υπογράφουμε;
http://www.youtube.com/watch?v=iXanEXRosfQ
Αγαπητά Μουσικά Προάστια (Μ.Π.)
Επειδή υπήρξε αναφορά στο όνομά μου και στην ανάρτησή μου για το Δίφωνο, οφείλω να πω λίγα πράγματα.
Γράφει ο συντάκτης του κειμένου πως άσκησα «κριτική σε κάποιες δηλώσεις συμπαράστασης - ή αλλιώς "κουταμάρες" - των καλλιτεχνών υπέρ των εργαζομένων». Να είστε σίγουροι, αγαπητοί φίλοι, πως αν οι δηλώσεις συμπαραστέκονταν ουσιωδώς στους εργαζομένους δεν θ’ άνοιγα το στόμα μου. Όταν όμως γράφει ο Γιώργος Χρονάς πως «ένα περιοδικό που περιγράφει τη μουσική με λέξεις είναι πιο σπουδαίο απ’ την ίδια τη μουσική», με συγχωρείτε πολύ, αλλά εγώ δε βλέπω καμμία συμπαράσταση προς τους εργαζόμενους, σε μία τέτοια δήλωση. Εκείνο που βλέπω (και διαβάζω) είναι ένα πυροτέχνημα της πλάκας (είναι η δική μου άποψη). Όταν γράφει η κυρία Πλάτωνος πως «φιμώνεται το στόμα μας!» προσωπικώς μειδιώ. Η κυρία Πλάτωνος έχει αμέριστη προβολή του έργου της από παντού. Αλίμονο αν περίμενε από ένα μόνον περιοδικό, ή από μια μόνον εφημερίδα, για να πει όσα θέλει να πει. Έχω διαβάσει συνεντεύξεις της ακόμη και σε φοιτητικά έντυπα.
Τώρα όσον αφορά στα περί Jazz & Τζαζ, επιτρέψτε μου να αντιπαρατεθώ στις ανακρίβειες που γράφτηκαν από το συντάκτη σας. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να του πω πως το Jazz & Τζαζ είναι ένα απολύτως ανεξάρτητο μουσικό έντυπο. Δεν ανήκει, με άλλα λόγια, σε κανέναν εκδοτικό όμιλο, δεν έχει δεκανίκια (τηλεοπτικά, ραδιοφωνικά, θεατρικά, κινηματογραφικά και άλλα τινά), στηριζόμενο αποκλειστικώς και μόνον στην αγάπη των αναγνωστών του και βεβαίως στο κομμάτι εκείνο της αγοράς που αποκαλούμε «διαφήμιση». Είναι ένα περιοδικό μικρό το δέμας, που προσπαθεί μέσα από τις σελίδες του (και τα 214 τεύχη του) να περιγράψει με το δικό του τρόπο ποικίλα μουσικά συμβάντα. Ο συντάκτης κατηγορεί το περιοδικό για έλλειψη «θεμάτων». Λυπάμαι που θα το πω, αλλά δεν έχει υπάρξει αναγνώστης του. Τα «θέματα» που έχω περάσει, εγώ προσωπικώς (αφήνω τους υπόλοιπους συντάκτες), μέσα από το περιοδικό είναι δεκάδες. Να μην αρχίσω να τα απαριθμώ, γιατί θα φανώ κουραστικός. Κάμποσα εξάλλου από τα θέματα, επικαιροποιημένα, υπάρχουν και στο blog μου. Άμα βρείτε εσείς ελληνικό περιοδικό που να έχει παραχωρήσει 10 σελίδες του για την tropicalia, 12 για το krautrock, 8 για την Jazz στην Ουγγαρία, τεύχος ολόκληρο αφιερωμένο στον Duke Ellington κ.ο.κ. σας παρακαλώ να μου το υποδείξετε. Τα πρόσωπα, τα γκρουπ, και οι τάσεις που έχουν αναδειχθεί μέσα από το J&T είναι ουκ έστιν αριθμός.
Εκείνο το… «διατηρεί στενές σχέσεις με δισκογραφικές και μάνατζερς ώστε να εξασφαλίζει τα cd και τις συνεντεύξεις» τι είναι πάλι; Έρχομαι να πληροφορήσω τον συντάκτη σας πως οι σχέσεις του J&T με τις εταιρίες είναι από τις υγιέστερες που μπορεί να υπάρξουν στη λεγόμενη «πιάτσα». Απόδειξη, οι απολύτως ελεύθερες (σε βαθμό κακουργήματος) κριτικές και παρουσιάσεις των συντακτών του. Ποτέ δεν έχει υπαγορευτεί κείμενο στο περιοδικό «από πάνω», ποτέ δεν υποχρεώθηκε συντάκτης να γράψει κάτι που δεν πιστεύει. Και κάτι ακόμη. Ποτέ δεν λογοκρίθηκε και ποτέ δεν απορρίφθηκε κείμενο συντάκτη στο Jazz & Tzaz. Τα λέω με πλήρη γνώση όλα τούτα· επειδή τα αιτιολογεί η θέση μου (είμαι αρχισυντάκτης στο περιοδικό επί 15 συνεχή χρόνια). Ακόμη και οι συνεντεύξεις, στις οποίες αναφέρεται ο συντάκτης σας, επιλέγονται απολύτως ελεύθερα από τους συνεργάτες του J&T, αφού ποτέ δεν έχω υπαγορεύσει ή πολύ περισσότερο απαιτήσει από συντάκτη να μιλήσει με συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Και τούτο συμβαίνει για τον πολύ απλό λόγο ότι η συντακτική ομάδα είναι για χρόνια σταθερή, γνωρίζοντας απολύτως το ύφος και την ακεραιότητα του περιοδικού, κινούμενη προς αυτές τις κατευθύνσεις σχεδόν με αυτόματο πιλότο. Υπάρχει δηλαδή, από τη μεριά της αρχισυνταξίας, πλήρης και αμέριστη εμπιστοσύνη στις προτάσεις και τις ιδέες των συντακτών. Σε ποιες «στενές σχέσεις με δισκογραφικές και μάνατζερς» αναφέρεται ο συντάκτης σας, όταν οι δίσκοι των περισσοτέρων εκ των συνεντευξιαζομένων, ας πούμε, δεν εισάγονται καν στην Ελλάδα! Αν θέλετε και αριθμούς, πολύ ευχαρίστως.
Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Φώντας Τρούσας
Κ. Μαργιόλης:
Σε ευχαριστώ φίλε Κωνσταντίνε για τα καλά σου λόγια. Αποκλείεται να είναι αυτό το τελευταίο κείμενο των Μ.Π. γιατί ακολουθεί η συνέντευξή σου με τον Ross! Και βέβαια, η συμπαράστασή μου στον αγώνα των εργαζομένων στο Βήμα, όσων τέλος πάντων διαφωνούν με την εργασιακή ζούγκλα, είναι δεδομένη. Καλή δύναμη.
Ένας στρατολάτης:
Μακάρι να καταλάβαινε η καπιταλιστική οικονομία από αξιοπρέπεια... Το δίλημμα δυστυχώς είναι επιβίωση v. μη επιβίωση, γι' αυτό και δεν κρίνω αποφάσεις συναδέλφων.
Άρωμα του Τραγουδιού:
Makis is back!
an205:
Όνειρο; Μακάρι όλα τα όνειρα να είχαν τόσο απτές, πραγματικές επιδράσεις σε τόσες πολλές ανθρώπινες ζωές. Ο άνθρωπος πάντα προϊόν των κοινωνικών σχέσεων θα είναι, και άρα πάντα θα υπάρχει χάσμα ανάμεσα στο άτομο και στην επαγγελία του κοινωνικό μετασχηματισμό. Αλλά κάπως έτσι προχωράει η ιστορία, και κάπως έτσι προχώρησε - όποτε προχώρησε - και η επανάσταση. Κατά τα λοιπά, τραγουδάρα.
Αγαπητέ κύριε Τρούσα,
είμαι ο συντάκτης του άρθρου, πρώην συντάκτης του Διφώνου και διαχειριστής του ιστολογίου "Μουσικά Προάστια".
Αναφορικά με την κριτική σας προς τις δηλώσεις συμπαράστασης, δεν μπήκα στην ουσία της, αν έχετε δίκιο ή άδικο, αλλά έμεινα απλά στο τάιμιγκ, στο λάθος συγχρονισμό. Θα σας αντιπαραβάλλω ένα τραβηγμένο παράδειγμα, χωρίς καμία φυσικά ιστορική αναλογία. Όταν το 2003 άρχισε ο πόλεμος στο Ιράκ, στην Αγγλία ακούστηκαν μύριες δηλώσεις εναντίον του πολέμου. Πολλές από αυτές περιείχαν θρησκευτικές ακρότητες, ιδεολογικές υπερβολές, κλπ. Κανένας δεν βγήκε να τους ασκήσει κριτική, γιατί όλα επισκιάζονταν από ένα μεγαλύτερο και σημαντικότερο γεγονός. Η κριτική σας, λοιπόν, δεν μου φάνηκε λανθασμένη, αλλά άκαιρη.
Αναφορικά με το Τζαζ&Τζαζ, τυγχάνω αναγνώστης του επί δεκαπέντε συναπτά έτη, από το 1996. Θυμάμαι σαν τώρα το πρώτο σι-ντι μου, το "Τραγούδι της Λουλού". Τιμώ την ιστορία του και τη συνεισφορά του στην ελληνική μουσική δημοσιογραφία.
Αποσαφηνίζω λοιπόν ότι οι αιτιάσεις μου ήταν υποθετικές. Τα ερωτήματά μου είναι ρητορικά. Τις απόψεις που αποδίδετε ως δήθεν δικές μου, τις βάζω υποθετικά στο στόμα συναδέλφων. Προσπαθώ, με άλλα λόγια, να δείξω το άκαιρο και παράταιρο του να κλείνει ένα περιοδικό και κάποιος να υποδεικνύει τις - πραγματικές ή ψευδείς - αδυναμίες του, αντί να διαμαρτύρεται για το κλείσιμό του. Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν να διαμαρτύρεστε για τις υποθετικές - ξαναλέω - ενστάσεις εναντίον του περιοδικού σας.
Αντίθετα, οι δικές σας αιτιάσεις για το Δίφωνο εκφράζουν την άποψή σας, προφανώς. Επιτρέψτε μου να σας πω ότι όσα γράφετε με μειώνουν επαγγελματικά και προσωπικά. Δεν υπήρξε ποτέ καμία παρέμβαση ούτε περίπτωση αυτο-λογοκρισίας σε ό,τι έγραψα, είτε αυτό ήταν άρθρο, είτε δισκοκριτική. Μάλιστα, υπήρξαν περιπτώσεις που δισκοκριτικές μου ήταν εξαιρετικά αρνητικές απέναντι σε δισκογραφήματα της Λυρα και της Λέτζεντ.
Με άλλα λόγια, διαβάστε πρώτα τι γράψατε, ότι δηλαδή οι δημοσιογράφοι του Διφώνου "στήριζαν ακρίτως τις επιλογές της Εταιρίας" έχοντας ξεπουλήσει την "ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ" τους, και μετά σκεφθείτε ποιος πρέπει να διαμαρτυρηθεί σε ποιόν, και γιατί.
Με εκτίμηση,
Ηρακλής Οικονόμου
Κύριε Ηρακλή Οικονόμου, να συζητάμε με ανοιχτά χαρτιά και να μην κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις. Ακόμη και ως υπόθεση εργασίας να πάρω όσα αναφέρατε σε σχέση με το Jazz & Τζαζ (ξέρετε, πολλές φορές, ορισμένοι μετέρχονται το επίπλαστο, για να ρίξουν το δηλητήριό τους), είναι αρκούντως προσβλητικά. Έπρεπε να υπεραμυνθώ της εργασίας της οποίας έχω την ευθύνη (ως αρχισυντάκτης), ακόμη και στην περίπτωση ενός «ρητορικού» παραδείγματος.
Σέβομαι τη γνώμη σας περί «άκαιρου». Για μένα δεν ήταν. Το παραμύθιασμα δεν είναι καλό. Δεν οδηγεί σε ορθά συμπεράσματα. Οφείλουμε στις κρίσιμες στιγμές να είμαστε υπέρ το δέον προσεκτικοί και να ζυγίζουμε όσα λέμε.
Μιλάτε προσωπικώς για το θέμα των κριτικών κτλ. και καλώς πράττετε. Και όλοι θα μιλήσουν προσωπικώς, υπεραμυνόμενοι της δουλειάς τους. Λογικό είναι αυτό. Μόνο, που εγώ δεν μίλησα προσωπικώς, αλλά γενικώς. Η βάση του οικοδομήματος ήταν αναξιόπιστη κύριε Οικονόμου. Όσο μπορώ να θυμάμαι, δεν είχα ποτέ γνωρίσει, ως αναγνώστης εννοώ, τέτοια περίπτωση εντύπου. Ένας μεγαλο-εταιρειάρχης και δισκογραφικός παράγοντας να είναι ταυτοχρόνως και ιδιοκτήτης ενός μουσικού περιοδικού. Δεν το αντιλαμβάνεστε το ασυμβίβαστο; Το ότι προσπαθούσατε εσείς, ή όποιοι άλλοι, να κάνετε όσο μπορούσατε σωστά τη δουλειά σας, τούτο δεν απομειώνει το κλίμα αναξιοπιστίας που πλανιόταν πάνω από το έντυπο. Πάνω σε μια βάση σαθρή αγωνίζονταν κάποιοι να αποκατασταθεί μιαν εμπιστοσύνη. Κάπως σαν μαρτύριο το αντιλαμβάνομαι, ειλικρινώς σας το λέω. Προσωπικώς, δεν θα το άντεχα. Όσον αφορά σ’ εκείνο το «ακρίτως» αναφερόταν στις στρατηγικές καλλιτεχνικές επιλογές του ομίλου και όχι σε δευτερεύοντα δισκογραφικά προϊόντα. Επ’ αυτών όμως δεν επιθυμώ να μπω σε λεπτομέρειες.
Και πάλι σας ευχαριστώ
Φώντας Τρούσας
Αγαπητέ κύριε Τρούσα,
Τα χαρτιά είναι ορθάνοιχτα. Η αναφορά στο κείμενο δεν στηλιτεύει το περιοδικό σας, αλλά τη λογική που λέει ότι όταν γίνεται σεισμός, φέρνουμε και μια μπουλντόζα για να βεβαιωθούμε ότι το σπίτι θα πέσει.
Αλλά ακόμα και πραγματικές κρίσεις να ήταν αυτές, γιατί σας ενοχλούν; Όσο γενική είναι η λογική σας για το Δίφωνο, άλλο τόσο γενικά μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι όταν ως περιοδικό δέχεσαι διαφημίσεις από τζαζ μπαρ και εταιρείες τζαζ δίσκων, αυτόματα περιορίζεται το εύρος της άποψής σου. Πώς σας φαίνεται αυτός ο "γενικός" κουβάς; Διαφωνώ βεβαίως με αυτό, απλά υποδεικνύω το άτοπο του να διαμαρτύρεστε για τις δικές μου υποθετικές γενικεύσεις, όταν εσείς νομιμοποιείστε να γράφετε τις δικές σας πραγματικές γενικεύσεις για ένα άλλο περιοδικό.
Το ασυμβίβαστο που επισημαίνετε το αντιλαμβάνομαι πλήρως, εξάλλου και το κείμενο είναι γεμάτο αναφορές στην πολιτική οικονομία και την ατομική ιδιοκτησία. Αλλά αν πρόκειται να κολυμπήσουμε σε αυτά τα νερά, να μπούμε μέχρι το κεφάλι, και όχι μέχρι τα γόνατα. Όλος ο τύπος βασίζεται στις διαφημίσεις. Η ίδια η έννοια της διαφήμισης, της οικονομικής συνδιαλλαγής, δεν δημιουργεί ασυμβίβαστο; Όλος ο τύπος, ιδιαίτερα ο καλλιτεχνικός, βασίζεται σε προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες. Οι γνωριμίες δεν δημιουργούν ασυμβίβαστο; Όλος ο τύπος υπάγεται σε πλέγματα και δομές εξουσίας, πολιτικής αλλά και οικονομικής. Δεν δημιουργεί ασυμβίβαστο να γράφεις για τον α' ή β' πολιτικό, όταν από την ύπαρξή του εξαρτάται η δική σου παρουσία ως εφημερίδα, και η εξάπλωση της δικής σου εξουσίας; Και ένα μεγάλο μέρος του τύπου διέπεται από σχέσεις τυπικού ή πραγματικού ασυμβίβαστου, και αυτές οι σχέσεις είναι εξίσου καταδικαστέες.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα του ασυμβίβαστου ως δέντρο εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο "αγοράς" και "εξουσίας" ως δάσος.
Από την άλλη, ακόμα και σε περιπτώσεις τυπικού ασυμβίβαστου υπάρχουν ευρύτατα περιθώρια ελεύθερης έκφρασης. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο Δίφωνο, αλλά π.χ. και στο Μετρονόμο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό περιοδικό, και το γεγονός ότι εκδίδει παράλληλα και δίσκους, ελάχιστες επιπτώσεις έχει στην αντικειμενικότητά του.
Από τη - μικρή - εμπειρία μου σε Δίφωνο και Μετρονόμο, καταθέτω το εξής: το ασυμβίβαστο που επισημαίνετε επιδρά στη θεματολογία και στον προσανατολισμό - μία συνέντευξη παραπάνω, μία συνέντευξη παρακάτω - αλλά ελάχιστα αγγίζει τις κριτικές αποτιμήσεις και την ελευθερία έκφρασης των δημοσιογράφων. Κάπου ανάμεσα στο "γενικό" των λογής ασυμβίβαστων και στο "ειδικό" της ατομικής δημοσιογραφικής πρακτικής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, υπάρχει ένα πεδίο με τα καλά και τα στραβά του, που λέγεται μουσική δημοσιογραφία στην Ελλάδα, σήμερα.
Και η επιλογή είναι απλή: ή κολυμπάμε σε αυτό, ή πάμε σπίτια μας. Χαίρομαι που και εσείς, και εγώ - επιτρέψτε μου το αυθαίρετο της ταύτισης ανόμοιων μεγεθών - έχουμε επιλέξει το πρώτο.
Με εκτίμηση,
Ηρ. Οικ.
Δημοσίευση σχολίου