Φοίβος Δεληβοριάς:
«Όταν έπρεπε να επιλέξουν, επέλεγαν πάντα το βόλεμα»
του Αργύρη Παπαστάθη
Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα NewsTime.gr στις 15 Απριλίου του 2009.
Χαιρόμαστε που ο Φοίβος Δεληβοριάς μας κάνει σήμερα ποδαρικό. Πρώτον, γιατί κατά τη γνώμη μας (αλλά και πολλών άλλων) είναι ο σημαντικότερος τραγουδοποιός της γενιάς του. Ως γνωστόν, μας τον σύστησε ο Μάνος Χατζιδάκις πριν από 20 ακριβώς χρόνια, όταν ήταν 16 ετών. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1995, ακολούθησε ο πρώτος «ενήλικος» δίσκος του και η γνωριμία με το ευρύτερο κοινό χάρη στη συνεργασία με τον Διονύση Σαββόπουλο (1995-1996).
Τον ξεχωρίζουμε επίσης γιατί εκτός από ταλαντούχος καλλιτέχνης είναι ένας διανοούμενος που δε στρογγυλεύει τις εκφράσεις του. Γράφει και τραγουδάει για όσα μας απασχολούν σήμερα και συμβαίνουν εδώ και τώρα. Και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που φέτος γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Η εκτίναξη του Δεληβοριά έρχεται την ώρα που το λεγόμενο έντεχνο τραγούδι βυθίζεται σε κρίση. Κρίση που είναι ορατή αν δει κανείς το έργο νέων σε ηλικία αλλά «κουρασμένων» συνθετών και στιχουργών, οι οποίοι αναπαράγουν τα τελευταία χρόνια μια ποιητικίζουσα διάθεση βασισμένη σε στερεότυπα του χθες. Ο Δεληβοριάς και ο κύκλος των προσώπων που διευρύνεται συνεχώς γύρω του είναι μια μεγάλη παρέα που βγαίνει «Έξω», ύστερα από δυο δεκαετίες αποπνικτικής κυριαρχίας του lifestyle. Είναι αυτοί που πήγαν κόντρα, ο καθένας με το δικό του τρόπο, στο πνεύμα της επίδειξης που βαφτίστηκε «επιτυχία» και «τρόπος ζωής» και τώρα φαίνεται, έστω και προσωρινά, να ξεμένει από καύσιμα (και) λόγω της οικονομικής κρίσης. Γιατί η κρίση μας κόβει λίγο τη φόρα. Μας δίνει κάποιο χρόνο για να σκεφτούμε και να κουβεντιάσουμε.
Α.Π.
- Έχετε την αίσθηση ότι ζούμε σε μια χώρα που βρίσκεται σε πλήρη διάλυση;
- Ναι, και είναι αρκετός καιρός που την έχω, τουλάχιστον 6-7 χρόνια. Βλέπεις σύνδρομα κατάθλιψης και αδράνειας πάρα πολύ καιρό τώρα. Βλέπεις πολύ ακραία φαινόμενα, πράγματα για τα οποία η κοινωνία θα ήταν ευαίσθητη πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Ζήσαμε υποκλοπές, παραεκκλησιαστικό, παραδικαστικό, υπόθεση Ζαχόπουλου, Βατοπέδι, αλλά τελικά υπάρχει μια κατατεθλιμμένη συνενοχή. Άνθρωποι που επειδή έχουν όλοι μπει μέσα σε αυτό το δούναι και λαβείν -άλλος με ένα μικρό ρουσφέτι, άλλος με μια επένδυση ενός μικρού ονείρου στα πολιτικά, άλλος με μεγαλύτερη συμμετοχή, άλλος μέσω των Ολυμπιακών Αγώνων- μιλάνε και δε μιλάνε. Διηγούνται ένδοξα πράγματα αλλά γύρω σου δε βλέπεις τίποτα από όλα αυτά.
-Εσείς βλέπετε γύρω σας κάτι ενδιαφέρον;
- Ναι. Υπάρχει μια συγκεκριμένη μερίδα της κοινωνίας η οποία είναι αμέτοχη σε όλο αυτό το πράγμα το μεταπολιτευτικό. Σε όλη αυτή την παρακμή η οποία ξεκίνησε από τη μεταπολίτευση, έφτασε στην αλλαγή, και στο σημερινό χάλι. Υπάρχει μια γενιά ανθρώπων οι οποίοι είτε επειδή ήταν πολύ νέοι, είτε επειδή κράτησαν χαρακτήρα, είτε επειδή η δική τους συνεισφορά στα πράγματα δεν είχε να κάνει με όλη αυτή την μικροπολιτική η οποία διαμόρφωσε τον χαρακτήρα της εποχής τα τελευταία 30-35 χρόνια, τους βλέπεις να είναι ζωντανοί και υγιείς, να κινούνται χωρίς δισταγμούς και χωρίς συμπλέγματα στη σύγχρονη ζωή. Θα δεις ένα σοβαρό επιστήμονα, έναν άνθρωπο που κάνει μουσική και το εννοεί, μια μικρή θεατρική ομάδα που κάνει μια πολύ σοβαρή και ζωντανή θεατρική παράσταση. Πιστεύω ότι όσο κρατιέται κανείς έξω από όλο αυτό το άρρωστο πράγμα της ελληνικής κοινότητας αυτή τη στιγμή, τόσο μεγαλύτερους καρπούς θα έχει να δρέπει τα επόμενα χρόνια.
- Ωστόσο στο ακροατήριο των συναυλιών σας δημιουργείται αίσθημα κοινότητας.
- Το ωραίο είναι ότι το κοινό που βλέπεις σε όλα αυτά τα πρόσωπα είναι ότι ανδρώθηκαν σε συνθήκες μοναξιάς. Παλιά έβλεπες κοινότητες οι οποίες είχαν κοινά χαρακτηριστικά και παρέες που έμοιαζαν πάρα πολύ αλλά που καταπίεζαν και καταπιέζονταν πάρα πολύ. Φερ’ ειπείν ήταν παρέες που είχαν την πολιτικολογία ως κεντρικό τους χαρακτηριστικό. Ή το λόγο περί τέχνης. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με παρέες που ανδρώθηκαν με αυτό τον τρόπο. Έχουμε πολύ μοναχικά άτομα τα οποία έχουν φτιάξει φυσιογνωμίες, έχουν ψυχαναλυθεί, έχουν φάει σφαλιάρες, ενώ οι επιλογές τους οι επαγγελματικές και οι προσωπικές είναι αληθινά δικές τους, έχουν γίνει με προσωπικό κόπο και κόστος. Και αυτό εμένα μου αρέσει πάρα πολύ. Εκεί βλέπω το καινούργιο και το διαφορετικό. Δεν ξέρω αν θα είναι καλύτερο η χειρότερο, μπορεί να παρουσιάσει αρνητικά πράγματα στο μέλλον. Αλλά αυτή τη στιγμή το ενδιαφέρον είναι αυτό.
- Στις παραστάσεις σας το χειμώνα αναφέρατε ότι υπήρχε κάτι που σας άρεσε στα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου; Τι ήταν αυτό;
- Το γεγονός ότι μέχρι και πριν από το Δεκέμβρη, παρατηρούσα ακόμη και τον εαυτό μου να λέει σχεδόν ασυνείδητα: τι θα κάνω φέτος; Α, βγαίνει ο νέος κύκλος της τάδε τηλεοπτικής σειράς που κατεβάζω από το Internet, να μαζευτούμε με τους φίλους να τη δούμε, να μαζευτούμε πάλι σε μερικά σπίτια να παίξουμε παντομίμες και «Η νύχτα πέφτει στο Παλέρμο», κάποιος θα κάνει ένα παιδί, κάποιος θα χωρίσει… Υπήρχε μια κατάσταση υπνοβασίας που μας διακατείχε όλους. Οπότε ξαφνικά, από εκεί που δεν το περιμένεις, βλέπεις την Αθήνα σε μια κατάσταση βρασμού, ανθρώπους να συζητάνε παντού και να λένε την άποψή τους. Να λένε ότι εγώ διαφωνώ με αυτό γιατί αγαπάω την πόλη μου και δε θέλω να τη βλέπω να καίγεται. Άλλος να λέει: εκεί που έχουμε φτάσει, από το να ζούμε σε ένα θέατρο και να κάνουμε τις μαριονέτες εν καταθλίψει όλα αυτά τα χρόνια… μου αρέσει να βλέπω τις φωτιές. Ξαφνικά αισθανόμουν ότι περπατάω έξω και έχω λόγο να πω κάποια πράγματα.
- Εσείς ποια θέση πήρατε;
- Ήμουνα υπέρ και εν προκειμένω εναντίον της μετριοπάθειας. Όχι επειδή είμαι άνθρωπος βίαιος ή επιθετικός. Με ενοχλούσε πάρα πολύ να βλέπω ανθρώπους, οι οποίοι τόσα χρόνια δε λένε τίποτα για όλα αυτά τα σκάνδαλα και όλη αυτή την παρακμή που βλέπουμε στα πολιτιστικά και στα πολιτικά πράγματα, και που ξαφνικά τους ενόχλησε που σπάσανε δέκα βιτρίνες στην Αθήνα. Και που έλεγαν «ντροπή» και «έχουμε δημοκρατία» κλπ.. Άνθρωποι οι οποίοι όταν βλέπουμε τον Βουλγαράκη να παραβιάζει κάποια έννοια στοιχειώδους δημοκρατικότητας δε λένε τίποτα και έχουν μια υποτελή και αρρωστημένη διάσταση μέσα τους, και που ξαφνικά τους πειράζει η αταξία. Γιατί αυτό τους πείραζε στην πραγματικότητα. Αλλά εμένα μου χρειαζόταν αταξία. Και μου χρειάζεται αταξία και στη δημιουργική μου ζωή και λίγη βιαιότητα για να μπορέσω να παρουσιάσω κάτι.
- Εκτός από βιτρίνες πολυεθνικών και τραπεζών, όσοι μετείχαν στα επεισόδια έσπασαν και το μαγαζί του θείου μας ή του γείτονά μας. Θωρείτε ότι υπάρχει διαφορά;
- Σίγουρα. Αλλά τον θείο μας, του οποίου έσπασε η βιτρίνα, θα μπορούσε πολύ άνετα να τον προστατεύσει μια απλή πολιτική κίνηση του πρωθυπουργού εκείνο το βράδυ. Δηλαδή: σκοτώθηκε ένα παιδί από πυρά τρελού αστυνομικού. Εκείνο το βράδυ ένας ευαίσθητος πρωθυπουργός βγαίνει έξω και πηγαίνει κατευθείαν στον τόπο του εγκλήματος, κοιτάει, ελέγχει, και κάνει δηλώσεις. Λέει «παιδιά ηρεμήστε, ο άνθρωπος αυτός θα τιμωρηθεί» και παράλληλα γίνονται και δυο τρεις παραιτήσεις. Ωστόσο αυτά τα πράγματα δεν τα έκανε ούτε στην υπόθεση Ζαχόπουλου ούτε με το Βατοπέδι, ούτε σε καμία άλλη περίπτωση. Άφηνε την κατάσταση ακυβέρνητη τελείως, οπότε τι περιμένεις μετά; Ξέρεις ότι θα υπάρξει λαϊκή οργή ότι θα βγουν και οι γνωστοί άγνωστοι και έφηβοι με αγνά κίνητρα και άνθρωποι με επιθετικότητα μέσα τους κλπ.. Τι κάνεις εσύ για να το αντιμετωπίσεις όλο αυτό, ποια είναι η δική σου στάση. Δεν παραίτησε κανέναν και κάθισε σπίτι του τέσσερις ημέρες.Το μόνο πράγμα που είδα εγώ στην τηλεόραση την επόμενη ημέρα ήταν ένα συγχαρητήριο τηλεγράφημα που έστειλε (ο πρωθυπουργός) στην Μαρί Κυριακού επειδή τιμήθηκε ως πρέσβειρα της αγάπης κάπου στη Γαλλία. Η δημόσια εμφάνισή του μια μέρα μετά τη δολοφονία ήταν αυτή. Μετά πως θα συγκρατήσεις τον άλλον που θα σπάσει τις βιτρίνες;
- Από τους πολιτικούς περιμένετε κάτι; Για παράδειγμα ο Τσίπρας, ο οποίος είναι ένας νέος άνθρωπος της γενιάς σας, πως σας φαίνεται;
- Προτιμώ έναν άνθρωπο που δεν έχει φθαρεί και δεν έχω κανένα λόγο να μην πιστεύω ότι είναι έντιμος και καθαρός, από τους νέους πολιτικούς του ΠαΣοΚ ή της ΝΔ οι οποίοι μπαίνουν για οικογενειακούς λόγους μέσα σε όλο αυτό το ρουσφετολογικό σύστημα. Ο Τσίπρας είναι ακόμα προσδεδεμένος στο άρμα μιας παλιάς γλώσσας και μιας παλιάς ιδεολογίας. Πιστεύω όμως ότι οι προθέσεις του είναι άριστες και ότι είναι έξυπνος άνθρωπος. Αν κάνει ορισμένες ρήξεις τη στιγμή που πρέπει, είτε αυτός, είτε κάποιος άλλος από κάποιον άλλο σχηματισμό, κάτι θα πετύχει. Αυτό το χρειαζόμαστε πάντως.
- Θεωρείτε ότι οι σημερινοί εξηντάρηδες, οι γονείς μας δηλαδή, ευθύνονται για το «τέρας» της μεταπολίτευσης όπως χαρακτηρίζεται από πολλούς η σημερινή Ελλάδα;
- Σίγουρα διότι μας μεγάλωσαν με τρομερή επαναστατικότητα και αναρχικές συμπεριφορές, αλλά και κακομαθημένες και εγωκεντρικές συμπεριφορές και με έναν αιώνιο παιδισμό και ένα αιώνιο πνεύμα 60's, ενώ στην πραγματικότητα όταν έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα σε μια συντηρητική λύση στα πολιτικά και σε μια πραγματικά μεταρρυθμιστική, επαναστατική και ενδιαφέρουσα, επέλεγαν πάντοτε το βόλεμα, το «σε ποια θέση θα είμαι ασφαλέστερος». Είχαν αυτή τη σχιζοφρένεια, η οποία δε νομίζω ότι έκανε καλό σε κανέναν.
- Φέτος κλείνουν είκοσι χρόνια από τότε που ως έφηβος 16 ετών πήγατε τραγούδια σας στον Μάνο Χατζιδάκι και σας έβγαλε τον πρώτο σας δίσκο. Νιώθετε ότι έχετε κάτι κοινό με τους σημερινούς δεκαεξάρηδες, αισθάνεστε ότι επικοινωνείτε μαζί τους;
- Από τη μια δεν αισθανόμουν και πολλά κοινά με τους τότε δεκαεξάρηδες. Πίστευα πάντα ότι θέλει πολύ κόπο για να βρω αυτούς τους ανθρώπους που μου μοιάζουν. Αλώνιζα τα σινεμά της Αθήνας ή τα μπαράκια και τα βιβλιοπωλεία για να βρω μια μορφή με την οποία να έχω δέκα κουβέντες να πω. Αισθανόμουν πολύ μόνος μου, ότι τα πράγματα που με ενδιέφεραν, η μυθολογία που είχα συναντήσει και είχα πλάσει, αφορούσαν μόνο κάποιους ανθρώπους που ήτανε εξίσου σημαδεμένοι με μένα. Αυτό δεν πιστεύω ότι αλλάζει από γενιά σε γενιά. Πιστεύω ότι υπάρχει μια μαζικότητα καλώς ή κακώς εννοούμενη που προχωράει τα πράγματα στη ζωή, αλλά οι άνθρωποι στους οποίους ανήκω εγώ και που ενδιέφεραν εμένα ήταν πάντα πολύ απομονωμένοι και έξω από τα πράγματα. Οπότε δεν σπεύδω να δημαγωγήσω ότι όλα τα δεκαπεντάχρονα σήμερα είναι πολιτικοποιημένα και ευαίσθητα. Υπάρχει όμως κάτι διαφορετικό και θέλω να το πω: εμείς, η μάζα η δική μας επηρεαζόταν και λογοδοτούσε σε δυο κανάλια και αργότερα σε δέκα ιδιωτικά. Δηλαδή όλοι οι άνθρωποι αναγκαστικά έβλεπαν το ίδιο πράγμα. Πήγαιναν στο σχολείο και είχαν δει το προηγούμενο βράδυ τον «Ιππότη της Ασφάλτου» ή τον Λεβέντη ή αργότερα τα «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς». Αυτή τη στιγμή το διαφορετικό είναι ότι έχοντας ο καθένας άλλη πηγή πληροφοριών, άλλος επιλέγει στο YouΤube ο ίδιος τι θα δει, άλλος κατεβάζει τη μουσική που θέλει ο ίδιος να ακούσει, και όλο αυτό το πράγμα για μένα είναι μια μεγάλη επανάσταση πληροφόρησης. Ο δεκαεξάχρονος που ήμουν, μοιάζει πολύ περισσότερο με έναν τύπο από αυτούς που ψάχνουν στο YouΤube.
- Μετά την έκδοση του πρώτου σας δίσκου, ως ενήλικος πλέον, το 1995, πολλοί έγραψαν ότι εμφανίστηκε ο «νέος Σαββόπουλος». Στο τελευταίο σας άλμπουμ αναφέρεστε σε παλιούς που «βαμπιρίζουν» και που θα ήταν καλό να «κάτσουν στα σπίτια τους λιγάκι». Εννοείτε τον Σαββόπουλο;
- Δεν εννοώ τον Σαββόπουλο. Εννοώ τις εκπομπές του Σπύρου Παπαδόπουλου, τα γενέθλια των παλιών μας συνθετών ή τραγουδιστών, τις παλιές ελληνικές ταινίες που παίζονται συνέχεια, εννοώ γενικά οποιονδήποτε αυτή τη στιγμή εξαντλείται σε μια αυτοαναφορικότητα σχετική με ένα ένδοξο παρελθόν και σε μια μυθοποίηση ενός παρελθόντος. Τα έργο του Σαββόπουλου δεν είναι καθόλου έτσι. Ποτέ δε σου λέει ότι το παρελθόν ήταν κάτι το καταπληκτικό, «τι κρίμα που δεν το ζούμε τώρα», «εσείς οι νέοι δε ξέρετε» κλπ.. Ο τρόπος όμως με τον οποίο καταναλώνεται αυτή τη στιγμή, και το δικό του έργο αλλά και όλων των υπολοίπων, είναι ξαφνικά τελείως αντίθετος με αυτό που το έκανε ζωντανό. Βλέπεις ας πούμε μια παγίωση, ένα βρικολάκιασμά του, ακριβώς επειδή η προσέγγιση εξαντλείται στα σχήματά του. Βλέπεις τον Ελληνάρα να θέλει να χορεύει το ίδιο ζεϊμπέκικο μια ολόκληρη ζωή κάθε Σάββατο βράδυ, ή να εξαργυρώνει τις αντιστασιακές του μνήμες, ή να εξωραΐζει την αλητεία των νεανικών του χρόνων. Αυτά τα πράγματα θεωρούσα την τελευταία πενταετία ότι έπνιγαν πάρα πολύ οποιαδήποτε διάθεση να μιλήσει κανείς ψύχραιμα και ζωντανά, να μιλήσει λίγο ακραία για το παρόν. Υπήρχε μια αγκίστρωση στο παρελθόν. Οπότε όλες αυτές τις πηγές τις σατίρισα και τις κορόιδεψα με αυτό τον στίχο.
- Δεν εννοώ τον Σαββόπουλο. Εννοώ τις εκπομπές του Σπύρου Παπαδόπουλου, τα γενέθλια των παλιών μας συνθετών ή τραγουδιστών, τις παλιές ελληνικές ταινίες που παίζονται συνέχεια, εννοώ γενικά οποιονδήποτε αυτή τη στιγμή εξαντλείται σε μια αυτοαναφορικότητα σχετική με ένα ένδοξο παρελθόν και σε μια μυθοποίηση ενός παρελθόντος. Τα έργο του Σαββόπουλου δεν είναι καθόλου έτσι. Ποτέ δε σου λέει ότι το παρελθόν ήταν κάτι το καταπληκτικό, «τι κρίμα που δεν το ζούμε τώρα», «εσείς οι νέοι δε ξέρετε» κλπ.. Ο τρόπος όμως με τον οποίο καταναλώνεται αυτή τη στιγμή, και το δικό του έργο αλλά και όλων των υπολοίπων, είναι ξαφνικά τελείως αντίθετος με αυτό που το έκανε ζωντανό. Βλέπεις ας πούμε μια παγίωση, ένα βρικολάκιασμά του, ακριβώς επειδή η προσέγγιση εξαντλείται στα σχήματά του. Βλέπεις τον Ελληνάρα να θέλει να χορεύει το ίδιο ζεϊμπέκικο μια ολόκληρη ζωή κάθε Σάββατο βράδυ, ή να εξαργυρώνει τις αντιστασιακές του μνήμες, ή να εξωραΐζει την αλητεία των νεανικών του χρόνων. Αυτά τα πράγματα θεωρούσα την τελευταία πενταετία ότι έπνιγαν πάρα πολύ οποιαδήποτε διάθεση να μιλήσει κανείς ψύχραιμα και ζωντανά, να μιλήσει λίγο ακραία για το παρόν. Υπήρχε μια αγκίστρωση στο παρελθόν. Οπότε όλες αυτές τις πηγές τις σατίρισα και τις κορόιδεψα με αυτό τον στίχο.
- Σας ενοχλεί η ταμπέλα ο «νέος Σαββόπουλος»;
- Είναι μια ταμπέλα που μπορεί να σε τρελάνει, για οποιαδήποτε μεγάλη προσωπικότητα σε παραβάλλουν. Πρώτα απ' όλα δε λειτουργεί έτσι η ζωή ούτε η τέχνη, κανείς δεν είναι διάδοχος κανενός, κανείς δεν συνεχίζει κανέναν. Κι επιπλέον η τέχνη πέρα από τις μεγάλες προσωπικότητες οι οποίες την καταυγάζουν, την κάνουν να είναι λαμπερή, είναι μια παράδοση εκατοντάδων ανθρώπων οι οποίοι τη λειτουργούν ταπεινά μέσα στους αιώνες. Ήταν ένα δημοσιογραφικό τέχνασμα αυτό το πράγμα, το οποίο είχε ανάγκη ξέρετε από βασιλικές οικογένειες οι οποίες συνεχίζονται. Αυτό εμένα μου στερούσε φερ’ ειπείν τη γλύκα να αισθάνομαι συνεχιστής μιας παράδοσης στην οποία ανήκαν ένα σωρό άλλοι άνθρωποι: ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, η Αρλέτα, ο Αργύρης Μπακιρτζής, μείζονες, ελάσσονες μικροί και μεγάλοι όλα αυτά τα πρόσωπα. Επίσης, με έκανε να αγωνιώ ότι εγώ είμαι πάρα πολύ λίγος. Σου λέει ο άλλος, είσαι αυτός που πρέπει να συνεχίσει όλο αυτό το κεφάλαιο. Αλλά αυτό το κεφάλαιο βγήκε υποθέτω χωρίς βία και χωρίς ζόρι. Κάποια στιγμή γράφτηκαν οι «Όρνιθες» και κάποια άλλη γράφτηκαν οι «Αχαρνής», κάποια άλλη στιγμή γράφτηκε «Η Ρεζέρβα» και κάποια άλλη στιγμή «Ο Μεγάλος Ερωτικός». Και οι άνθρωποι το έκαναν αυτό ερωτευμένοι, ή παθιασμένοι, δεν το έκαναν με πίεση. Γιατί να μη με αφήσει κανείς με τον δικό μου έρωτα και το δικό μου πάθος να ξετυλίξω τη δική μου ιστορία και όπου οδηγηθεί αυτή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου