Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Η νέα μουσική γενιά



Η νέα μουσική γενιά


των Σπύρου Αραβανή και Ηρακλή Οικονόμου
(Περιοδικό "Δίφωνο", Δεκέμβριος 2008, τ. 157)


"Η περιοδολόγηση σε γενιές -ήγουν σε συνήλικες, συμπορευόμενους- μου επιτρέπει να επισημάνω αρχικά τους κοινούς τόπους τους, τις συγκλίσεις τους και αμέσως έπειτα τις αποκλίσεις τους, ώστε με την εικόνα της γενιάς να εικονογραφούνται όλες οι τάσεις τής συγκεκριμένης εποχής".


Τα λόγια αυτά του κριτικού λογοτεχνίας Αλέξανδρου Αργυρίου δίνουν το στίγμα του πώς θα πρέπει να ανιχνεύσουμε τη νέα – κυρίως πρωτοεμφανιζόμενη ή με λίγα χρόνια παρουσίας - μουσική γενιά στο χώρο της «έντεχνης» μουσικής. Βασικό κριτήριο, όπως υποστηρίζει ο Αργυρίου, είναι η ηλικία, χρησιμοποιώντας έτσι τον όρο «γενιά» όχι τόσο ως ειδολογικό ή αξιολογικό προσδιορισμό, αλλά ως συγχρονική παράμετρο μέσω της οποίας μπορεί κανείς να σκιαγραφήσει και την ίδια την εποχή. Με βάση αυτή τη συλλογιστική, η νέα μουσική γενιά, οι νέοι καλλιτέχνες, δηλαδή, των τελευταίων χρόνων (μέσος όρος ηλικίας 25-30) εκπροσωπούν και την εικόνα αυτής της εποχής: είναι πολύαριθμοι, πολυπρόσωποι και πολυπολιτισμκοί, ωστόσο μοιάζουν ακόμη με ένα σιωπηρό ποτάμι που κινείται μάλλον υπογείως – και διαδικτυακώς - χωρίς να έχει καταφέρει ακόμη να ταράξει με τον παφλασμό του την ησυχία περισσότερων γειτόνων που είναι και το ζητούμενο. Η σκέψη που διατύπωσε δημόσια ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας στο φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ότι και οι ίδιοι, οι παλαιότεροι δημιουργοί, τα τελευταία χρόνια δεν έχουν δώσει αριστουργήματα μπορεί να λειτουργεί εν μέρει αθωωτικά για τους νέους καλλιτέχνες  τους χρεώνει όμως και ένα «δύσκολο» μέλλον, αφού φαίνεται να βαθαίνει το χάσμα με εποχές «καλής» σοδειάς που λειτουργούσαν ανατροφοδοτικά. Τι σημαίνουν όλα αυτά όμως στην πράξη;



Κατ’ αρχήν, μεσούσης της δισκογραφικής κρίσης οι νέες παραγωγές συνεχίζουν να καταφθάνουν ακόμα στα δισκοπωλεία με ένα σχετικά γρήγορο ρυθμό. Μιλώντας με αριθμούς, από τις σελίδες, για παράδειγμα της δισκοκριτικής του Διφώνου, για το 2008, πέρασαν πάνω από 20 δίσκοι πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών και ερμηνευτών –εκτός των συγκροτημάτων- αριθμός ασφαλώς άξιος παρατήρησης. Αν υπολογίσουμε σε αυτούς και τους δίσκους των καλλιτεχνών που ήδη είχαν μια μικρή δισκογραφική παρουσία, και κινούνται στην ίδια ηλικιακή περίοδο, καθώς και τους καλλιτέχνες που δεν έχουν ακόμη βρει το δρόμο στη δισκογραφία ωστόσο η παρουσία τους στις μικρές μουσικές σκηνές είναι τακτική και κάτι περισσότερο από «μια μόνο βραδιά για φίλους». τότε ο αριθμός ανεβαίνει και άλλο, συνεπώς εμφανίζει υπολογίσιμη δυναμική, τουλάχιστον ποσοτικά. Από αυτές τις παραγωγές τώρα γίνεται η διαλογή από τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς και τις play lists τους, καθώς και από τους δημοσιογράφους. Κυρίως όμως, η διαλογή γίνεται από την αντοχή και το πείσμα του ίδιου του καλλιτέχνη -βλέπε live- και το ένστικτο του κοινού. Για παράδειγμα ο πρώτος προσωπικός δίσκος της Δανάης Παναγιωτοπούλου Οίκος αντοχής (Καθρέφτης, 2006) είχε ηχογραφηθεί αρκετό καιρό πριν κυκλοφορήσει, και παρουσιαζόταν ζωντανά επίσης για αρκετό καιρό. "Διαλέξαμε", μάς λέει η Παναγιωτοπούλου, "να γίνει έτσι και να μη ψάξουμε για κάποιον παραγωγό να μας «αναλάβει». Άλλωστε ο δίσκος ποτέ δεν ήταν αυτοσκοπός, δεν το βλέπαμε σαν το τέρμα μιας διαδρομής. Η πραγματική ανταλλαγή γίνεται ζωντανά, από κοντά, και ο δίσκος άνοιξε αρκετά αυτό το τοπίο".


Για να φτάσουν βέβαια οι καλλιτέχνες στο σημείο της έκδοσης της δουλειάς τους  ακολουθείται εν πολλοίς είτε ο παλιός δρόμος –έκδοση από εταιρεία μέσω παραγωγού-λαγωνικού- είτε ο «αντάρτικος» –αναλαμβάνω μόνος μου την παραγωγή και η εταιρεία τη διανομή-διαφήμιση- είτε ο εναλλακτικός όπως το myspace music. Εδώ όμως θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα και ο δρόμος που ανοίγουν σε νέους, ορισμένοι παλαιότεροι δημιουργοί  αναλαμβάνοντας την παραγωγή του δίσκου τους ή «βάζοντας πλάτη» για αυτούς στην εταιρεία με την οποία και οι ίδιοι συνεργάζονται. Οι περιπτώσεις δεν είναι λίγες: Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Απόστολος Ρίζος και το άλμπουμ του Ένας κύκνος κλαίει (Minos Emi, 2000) ο οποίος τονίζει: Η είσοδός μου στην δισκογραφία συνέβη  εξαιτίας του Νίκου Ζούδιαρη, που με πίστεψε και με επέλεξε ως ερμηνευτή των καινούργιων του τότε τραγουδιών. Ξεχωρίζω επίσης την έμπρακτη υποστήριξη απέναντί μου του Χρήστου Θηβαίου και του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Ανάλογα παραδείγματα έχουμε με το δίσκο του Νίκου Χαλβατζή Πλάνο εξόδου (Lyra, 2006) παραγωγής Σωκράτη Μάλαμα, του Στάθη Δρογώση Ο χειμώνας δεν θα ‘ρθει (ΕΜΙ, 2003) και του Δημήτρη Αρναούτη Το πρώτο μου άλμπουμ (Lyra, 2008) παραγωγής Μανώλη Φάμελλου, της Ζωής Παπαδοπούλου Κρύσταλλα κόκκινα φιλιά (Mercury Universal, 2005) παραγωγής Χαρούλας Αλεξίου, της Βασιλικής Καρακώστα Η σβούρα (Sony BMG, 2008) παραγωγής Νίκου Πορτοκάλογλου, του Λεωνίδα Μαριδάκη (Αβάδιστα, Mercury Universal, 2005) παραγωγής Νίκου Ξυδάκη και άλλων.

Βεβαίως οι καθιερωμένοι καλλιτέχνες δεν είναι πάντα το ίδιο πρόθυμοι ή διορατικοί ώστε να βοηθήσουν ένα νέο δημιουργό να προβάλλει τη δουλειά του όπως φαίνεται και από την περίπτωση του Θέμη Καραμουρατίδη, συνθέτη των cd single «Εν λευκώ» και δίσκου «Μέχρι το τέλος η ψυχή» (Μικρή Άρκτος, 2007, με την ερμηνεία της Νατάσσας Μποφίλιου και τους στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου): Έστειλα ένα ντεμο με τραγούδια σε μια μεγάλη Ελληνίδα τραγουδίστρια και στην Ακρόαση της Μικρής Άρκτου του Παρασκευά Καρασούλου. Ανταπόκριση βρήκα από τον δεύτερο… Χαρακτηριστική είναι και η αντίδραση ενός άλλου νέου συνθέτη, του Μιχάλη Ανδρονίκου (Απ΄ τη στεριά, το νερό και τον αέρα, Lyra, 2008): Οι προηγούμενες γενιές δημιουργών; Ας μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο! Ο Θόδωρος Αντωνίου είναι ο μόνος πού με βοήθησε. Ως δάσκαλος είχε την ευφυΐα να με "ξεβολέψει" ώστε να δω πράγματα πού δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ. Αρνητικά διακείμενος για την προηγούμενη γενιά παρουσιάζεται και ο Στέλιος Μποτωνάκης (με δυο άλμπουμ στο ενεργητικό του, πιο πρόσφατο τα Πρόσωπα, X.ART.ICI, 2006): Ηθικά και υλικά δεν με υποστήριξε απολύτως κανείς δημιουργός της προηγούμενης γενιάς. Ευχαριστώ μόνο τη Μελίνα Κανά, που στον πρώτο μου δίσκο έκανε μια συμμετοχή. Κάποιοι άλλοι, τέλος, νέοι δημιουργοί όπως ο Θέμος Σκανδάμης, (Μακροβούτι, Καθρέφτης, 2008) δεν έχουν ξεκάθαρη γνώση της αντιμετώπισής τους από τους "παλιούς": "Δεν έχω ακόμα μία σαφή εικόνα για το πώς με αντιμετωπίζουν οι προηγούμενες γενιές, αλλά αν τις συναντήσετε, ρωτήστε τις γιατί πραγματικά θα ήθελα να ξέρω. Πάντως σε γενικές γραμμές το feedback που έχω είναι θετικό. Με στήριξαν και με στηρίζουν ακόμα πολύ, ηθικά και πρακτικά, η Μάρθα Φριντζήλα και ο Βασίλης Μαντζούκης".


Η νέα γενιά του τραγουδιού, επικοινωνιακά, είναι αναμφισβήτητα η γενιά του διαδικτύου, όπως προηγούμενες γενιές, κυρίως οι τραγουδοποιοί του ’90 ήταν του ραδιοφώνου… "Η γενιά αυτή δεν έχει όνομα (σε αντίθεση με τις προηγούμενες και τις επόμενες)", αναφέρει ο συνθέτης Φίλιππος Περιστέρης, (Κυριακοδρόμιο, Καθρέφτης 2008)  "και στο ρουν της σύγχρονης ιστορίας κοιμήθηκε με ασπρόμαυρη τηλεόραση και ξύπνησε με ADSL Internet. Αυτό φυσικά δε θα μπορούσε να παραμείνει εκτός της τέχνης που δημιουργεί αυτή η γενιά". Μέσω των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης, οι νέοι καλλιτέχνες γνωρίζονται μεταξύ τους και σχηματίζουν σταδιακά ένα υπολογίσιμο κοινό, ενημερώνοντας ο ένας τον άλλον για επόμενες συναυλίες, κυκλοφορίες, κλπ. Ταυτόχρονα, αποκτούν τη δυνατότητα δωρεάν αυτό-προβολής-διαχείρισης του έργου τους, ανεβάζοντας τα τραγούδια τους στο διαδίκτυο και προσελκύοντας επίδοξους παραγωγούς και ακροατές. Ο Κωστής Μαραβέγιας (Maraveyas illegal, Cantini, 2007), από τους πλέον ενεργούς χρήστες του διαδικτύου και με διαδικτυακό φαν-κλαμπ στις συναυλίες του, αναφέρει χαρακτηριστικά: "Το κοινό που μας ακολουθεί δεν μαθαίνει από την τηλεόραση για τα live και τους δίσκους που κυκλοφορούν. Πιο εύκολα θα μας κάνουν google παρά θα ανοίξουν την tv. Οπότε με μια καλή οργάνωση στο ίντερνετ η επικοινωνία και η προβολή γίνεται ευκολότερη από ποτέ". Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι-μάλλον ελάχιστοι πια δημιουργοί- που δεν ασχολούνται με το νέο αυτό «άθλημα». Ενδεικτικά είναι τα λόγια του Στέλιου Μποτωνάκη: "Σίγουρα το διαδίκτυο βοηθάει πολύ τα νέα συγκροτήματα και τους νέους καλλιτέχνες. Είναι ο νέος τρόπος της μουσικής πληροφορίας και όχι μόνο. Έχω site και myspace που μου έχουν δημιουργήσει φίλοι, αλλά εγώ, δυστυχώς, δεν ασχολούμαι...Πόσο εύκολο είναι να προβληθούν δουλειές στην Ελλάδα, που δεν είναι mainstream; Άλλωστε τα mass media συνήθως δεν προβάλουν, αλλά επιβάλουν αυτό που τους είναι αρεστό. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν ραδιόφωνα και περιοδικά που προσπαθούν να προβάλουν δουλειές που δεν είναι mainstream, όπως εσείς παραδείγματος χάριν, αλλά δυστυχώς είστε λίγοι!" Τέλος, υπάρχει και η «αντίθετη» άποψη για το διαδίκτυο. Ο Φίλιππος Περιστέρης τονίζει: "Το διαδίκτυο αποτελεί σαφέστατα ένα πεδίο δράσης και αλληλοεπίδρασης, ωστόσο πλέον κι αυτό λειτουργεί ολοένα και περισσότερο κατά το μοντέλο της τηλεόρασης, του ραδιόφωνου κλπ, δηλαδή συγκεντρώνει τη μάζα στο μαζικό και αυτό-αναπαράγεται".


Σε κάποιο βαθμό, η διαδικτυακή αυτή έκρηξη παρακάμπτει τον παραδοσιακό δρόμο έκδοσης ενός δίσκου, χωρίς όμως να τον ακυρώνει. Η κρίση της αγοράς συνιστά κομβικό χαρακτηριστικό των συνθηκών ανάδειξης (και) αυτής της γενιάς. Ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης (Φυσάει αλλιώς εδώ ο αέρας, Μικρή Άρκτος, 2007) αναφέρει σχετικά: "Ανήκω σε μια γενιά μουσικών που έχει να αντιμετωπίσει μια βαθιά κρίση της δισκογραφίας και συνεπώς και της μουσικής παραγωγής γενικότερα. Έχει δηλαδή να αντιμετωπίσει νέα δεδομένα και να βρει νέους τρόπους επαφής με το κοινό". Οι νέοι δημιουργοί αφουγκράζονται την κρίση της δισκογραφίας με προβληματισμό και βλέπουν στο διαδίκτυο έναν κρίσιμο παράγοντα επιρροής των δισκογραφικών πραγμάτων. Ο Απόστολος Ρίζος θυμάται την περίοδο από το 2000 και μετά: "Ήταν οι τελευταίες μέρες μιας κατάστασης-μηχανισμού που άρχισε να έχει μια φθίνουσα πορεία σε όλα τα επίπεδα. Σήμερα νιώθω πως δεν ορίζεται ξεκάθαρα η μορφή της και η συμπεριφορά της. Διανύουμε μια περίοδο σύγχυσης και αναδιαμόρφωσης. Η ύπαρξη και η εξέλιξη του διαδικτύου επηρέασε και θα επηρεάσει καταλυτικά".


Μουσικά, οι περισσότεροι από τους νέους καλλιτέχνες συγκλίνουν στη φόρμα της ροκ μπαλάντας, όπως τη διδάχθηκαν από τους προγενέστερους τους, ιδιαίτερα από τους τραγουδοποιούς της γενιάς του '90 και από ξένους δημιουργούς όπως ο Bob Dylan και ο Leonard Cohen. Κάποιοι «θαρραλέοι» δεν διστάζουν να αναφέρουν ως επιρροές τον Μάνο Λοΐζο και τον Δήμο Μούτση, η απουσία όμως ονομάτων της γενιάς του ’60 είναι χαρακτηριστική, όπως και η μη αναφορά-μουσική παρουσία στους δίσκους τους των δυο μεγάλων μας συνθετών, του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι. Καθολική είναι και η απουσία του λαϊκού ήχου σε αντίθεση π.χ. με τον Βαγγέλη Γερμανό ο οποίος εν έτει 1984 τοποθετησε εμβόλιμα στον καινοτόμο δίσκο Βραχυκύκλωμα το λαϊκότροπο Καναπεδάκι. Οι παραδοσιακές επιρροές είναι μεν εμφανείς, πηγάζουν όμως σχεδόν μόνο από τον τρόπο που τις αφομοίωσε και τις παρουσιάζει στους δίσκους και στις εμφανίσεις τους το δίδυμο Θανάσης Παπακωνταντίνου - Σωκράτης Μάλαμας. Ο άσσος στο μανίκι των νέων δημιουργών είναι μάλλον τα ακούσματά τους από τη σύγχρονη παγκόσμια μουσική σκηνή, καθώς περισσότερο από ποτέ οι διεθνείς δίαυλοι επικοινωνίας – διαδίκτυο και αθρόα έλευση ξένων καλλιτεχνών στην Ελλάδα - λειτουργούν δημιουργικά. Ενδεικτικά, η Νικολέττα Αναστασίου στον δίσκο Drom (Καθρέφτης, 2008) διασκευάζει τσιγγάνικες μελωδίες και ο "ilegal" Κωστής Μαραβέγιας αυτο-προσδιορίζεται ως μέλος της Μεσογειακής μουσικής οικογένειας και μπιτάρει με σκα και ρέγγε στα χνάρια του Manu Chao. Αντίστοιχα, οι νεοαφιχθείσες γυναίκες τραγουδοποιοί Μόνικα (Αvatar, Archangel Music, 2008), Ολγα Κουκλάκη (Getalife, F-Communications-EMI, 2008), Αθηνά Ανδρεάδη (Breathe With Me, Sony-BMG, 2008) κινούνται στην ρυθμική κιθαριστική ποπ, στο new wave και στην ελεκτρόνικα.


Στιχουργικά, οι νέοι δημιουργοί γράφουν μάλλον απλά, καθημερινά, επικεντρωμένοι κυρίως στις διαπροσωπικές σχέσεις και στα συναισθηματικά αδιέξοδα της πόλης. Η μελοποίηση ποιημάτων δεν αποτελεί πρωτεύον στοιχείο στους δίσκους τους, γεγονός που μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη ενδιαφέροντος προς αυτό, στο φόβο της έκθεσής τους σε έναν εξεζητημένο και απαιτητικό λόγο, ή απλά στο ότι οι προηγούμενες γενιές κυριολεκτικά «στράγγισαν» τα ποιήματα και ορισμένους ποιητές. Πάντως, δεν λείπουν και κάποιες άμεσες, ξεκάθαρες πολιτικές αναφορές, σε πλήρη αντίθεση με μια κάποια κοινωνική αοριστολογία που συναντάμε στη γενιά του '90 - με την εξαίρεση του Φοίβου Δεληβοριά. Ας πούμε, πολύ δύσκολα θα συναντούσε κάποιος δέκα χρόνια πριν την αναφορά της Δανάης Παναγιωτοπούλου στη μούσα της VPRC και στις φούσκες απάνω στο δείκτη ή το στίχο του Θέμου Σκανδάμη, Vovos αυτός ο Babis γύρω μου κι εντός. Γενικά, είναι αναγνωρίσιμες μια σχετική κούραση από την κυριαρχία της εσωστρεφούς σχολής που πρώτη εγκαινίασε η Λίνα Νικολακοπούλου, και μια τάση όξυνσης των κοινωνικο-πολιτικών αντανακλαστικών που παραπέμπει στη στιχουργική αμεσότητα ενός Κώστα Τριπολίτη, ή και ενός Μανώλη Ρασούλη. Αυτή η όξυνση όμως συνοδεύεται από χιούμορ, έχοντας ως ένα βαθμό εγκαταλείψει το διδακτισμό παλαιότερων εποχών. Τα λόγια του Λεωνίδα Μαριδάκη δίνουν ακριβώς αυτό το στίγμα: "Υπάρχει ένα νέο ρεύμα που όταν χρειάζεται γίνεται  αιρετικό, παιγνιώδες, πολιτικό και μουσικά είναι ανοιχτό σε αυτό που συμβαίνει σήμερα στον πλανήτη. Η μεγάλη διαφορά είναι πως αντί για μελαγχολικά και θρηνητικά τραγούδια για την ήττα της Αριστεράς, την προδοσία, τη μοναξιά κ.τ.λ. ξαναπροσεγγίζει την κοινωνική και ερωτική μας πραγματικότητα με θεατρικότητα, χιούμορ και προσδοκία. Εκεί, μπορούμε να συναντήσουμε ιστορίες σε καλά ελληνικά που να αρέσουν στους νέους, αυτοσαρκασμό, αλλά και μουσικές φόρμες ασυνήθιστες για τα ελληνικά πράγματα που μπορούν όμως να περάσουν το σημερινό μήνυμα στον κόσμο". Χαρακτηριστικό δείγμα ο απρόβλεπτος στίχος: "Ας τη μαζέψουν τη χαρά από το δήμο/ μη μου γελάς, μη μου κολλάς γιατί είμαι emo" που τραγουδά στον πρώτο του δίσκο, σε στίχους Γιάννη Μαύρου, ο Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος (Γαμώ την καταδίκη μου, 7 Επτά, 2008).


Η ερμηνεία και η σκηνική παρουσία, είναι θα λέγαμε το δεύτερο, μετά τις παγκοσμιοποιημένες μουσικές επιρροές, πλεονέκτημα αυτής της γενιάς καθώς τα τελευταία χρόνια αρκετοί νέοι καλλιτέχνες (ενδεικτικά: Νατάσσα Μποφίλιου, Ελεονώρα Ζουγανέλη, Γιάννη Χαρούλης, Πάνος Μουζουράκης, Κωστής Μαραβέγιας, Λεωνίδας Μπαλάφας) έδειξαν πως η σκηνή λειτουργεί για αυτούς αναδραστικά και προκάλεσαν αίσθηση είτε με τη φωνή τους είτε με το αεικίνητο και νευρώδες της παρουσίας τους. Με άλλα λόγια θα λέγαμε πως το στατικό στήσιμο ορισμένων παλαιότερων καλλιτεχνών, φαίνεται σιγά σιγά να παραμερίζεται. Σε αυτό βεβαίως συμβάλλει και το νεαρότερο της ηλικίας τους αλλά και ο ρυθμικός ήχος των τραγουδιών τους.

*****
Εκτός όμως από κάποια αδρά καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά, η νέα γενιά μοιράζεται –με λίγες εξαιρέσεις- και τους ίδιους χώρους στους οποίους παρουσιάζει ζωντανά τη δουλειά της, τις μικρές, δηλαδή, μουσικές σκηνές. Και όταν λέμε μικρές, εννοούμε...πολύ μικρές! Προοριζόμενες για όχι παραπάνω από 100-120 άτομα,-με ορισμένες πιο «ευρύχωρες» εξαιρέσεις που λειτουργούν όμως ακόμα με τη «ρομαντική» νοοτροπία- αυτοί οι πυρήνες που σταδιακά αρχίζουν να εξαπλώνονται στην Αθήνα αποτελούν μια απάντηση στα αχανή μαγαζιά με τις φανταχτερές μαρκίζες που παραδοσιακά κυριαρχούν στην αθηναϊκή νύχτα. Με καταγωγή από τις υπό εξαφάνιση μπουάτ, οι μικρές σκηνές έχουν ήδη έλξει το δικό τους κοινό, δίνοντας βήμα στους νέους τραγουδοποιούς. Αλλά και οι νέοι καλλιτέχνες έχουν αντίστοιχα αγκαλιάσει τους χώρους αυτούς, θεωρώντας τους συγγενείς με τη δική τους αισθητική. Η νέα τραγουδοποιός Μαρία Παπαγεωργίου, που έχει επιλέξει τέτοιους χώρους, μας δήλωσε: "Μου αρέσουν οι μικρές μουσικές σκηνές, όπου μπορεί κάποιος να παίξει με καθαρό ήχο και σε χαμηλές εντάσεις. Σε μικρούς χώρους έρχεσαι και σε καλύτερη επαφή με τον κόσμο. Είναι σημαντικό η μουσική σκηνή να έχει το προσωπικό της στίγμα και να επιλέγει με αυστηρά αισθητικά κριτήρια τα σχήματα που θα φιλοξενήσει". Πλάι στα αισθητικά κριτήρια, οι νέοι δημιουργοί φαίνεται να εμφανίζουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία ως προς το ύψος του εισιτηρίου του μαγαζιού. Για τον Στέλιο Μποτωνάκη, "ένα θέμα σημαντικό είναι η φθηνή τιμή του εισιτηρίου, γιατί οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν χρήματα πλέον για να τα ξοδεύουν" όπως και για τη Νικολέττα Αναστασίου η οποία θέλει "κατά αρχήν να είναι ανθρώπινος ο χώρος, να σέβεται αυτούς που βρίσκονται στη σκηνή αλλά και τον κόσμο που έρχεται... να έχει καθαρά ποτά και μία λογική τιμή στην είσοδο".

Η πληρωμή των καλλιτεχνών γίνεται συνήθως με ποσοστό επί των εισιτηρίων, αλλά η έμφαση στη διατήρηση της τιμής σε χαμηλά επίπεδα δεν ερμηνεύεται με βάση το στενό υλικό συμφέρον. Οι μικρές μουσικές σκηνές αποτελούν αυτή τη στιγμή το κύριο σημείο συνάντησης μιας ολόκληρης μουσικής γενιάς με το κοινό της. Οι μπουάτ δεν υπάρχουν πια, τα παλλόμενα στάδια τελείωσαν, οι συναυλίες είναι για το καλοκαίρι, και οι μεγάλες αίθουσες δεν στηρίζονται σε νέα ονόματα. Στις μικρές σκηνές οι καλλιτέχνες δεν βρίσκουν μόνο μια πηγή εσόδων, αλλά και την απαρχή μιας νέας συλλογικότητας και ενότητας δημιουργού και κοινού. Η απαίτηση των καλλιτεχνών για χαμηλό εισιτήριο αντανακλά αυτή την προσδοκία.


Η αισθητική των μικρών μουσικών σκηνών διέπεται από μία βασική αντίληψη γύρω από τη σχέση καλλιτέχνη και κοινού: και οι δύο πρέπει να επικοινωνούν άμεσα. Χαρακτηριστικά, ο υπεύθυνος του "Πυρήνα" (Μιχαλακοπούλου & Διοχάρους 11, Χίλτον)  Γιάννης Κασσίμης αναφέρει ότι επιδιώκει τη δημιουργία "μιας ατμόσφαιρας όπου ο καλλιτέχνης και ο κόσμος είναι κοντά, σε επαφή, ώστε να μπορεί να υπάρξει ανταλλαγή συναισθημάτων, απόψεων, ιδεολογιών, ακόμα και χωρίς να μιλήσει κάποιος. Γι’ αυτό και ο κόσμος κυκλώνει τη σκηνή". Η εσωτερική διακόσμηση των μικρών σκηνών είναι συνήθως λιτή, με σκοπό την διοχέτευση της προσοχής του κοινού προς τη σκηνή. Η προσδοκόμενη ατμόσφαιρα πρέπει να διέπεται από ζεστασιά και οικειότητα. Ταυτόχρονα, και ο ήχος κινείται σε επίπεδα συμβατά με την ανθρώπινη κλίμακα. Η Βίκυ Παρασκευοπούλου από το "Τσάι στη Σαχάρα" (Λαοδικείας 18, Ιλίσια) είναι σαφής: "απευθυνόμαστε σε ένα κοινό που επιλέγει να ακούσει και να σιγοτραγουδήσει μαζί με τον καλλιτέχνη τους στίχους... τίποτα δεν είναι εκκωφαντικά ενοχλητικό κι ο κόσμος ξέρει ότι έρχεται για να ακούσει". 


Η σύνδεση της νέας γενιάς των τραγουδοποιών με τις μικρές μουσικές σκηνές δεν είναι μόνο αισθητική επιλογή, αλλά και υλικο-τεχνική ανάγκη. Από τη μία, τα μικρά μαγαζιά δεν μπορούν να καλύψουν τις οικονομικές απαιτήσεις των "μεγάλων ονομάτων". Από την άλλη, οι νέοι και λιγότερο εμπορικοί καλλιτέχνες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές προσδοκίες μεγαλύτερων μαγαζιών. Έτσι, μένουν και οι δύο πλευρές σχετικά ευχαριστημένες. Στα πλαίσια αυτής της "αλληλλεγγύης", οι άνθρωποι των μικρών μουσικών σκηνών φαίνεται να συμμερίζονται τις δυσκολίες ανάδειξης και προβολής της νέας γενιάς. Ο ιδιοκτήτης της "Αυλαίας", (Αγ. Όρους 15 & Κωνσταντινουπόλεως, Βοτανικός), Άρης Μπατρής μας είπε χαρακτηριστικά: "Είτε δημιουργούν πάνω σε παραδοσιακές φόρμες, είτε πειραματίζονται, είτε επιχειρούν ενδιαφέρουσες μίξεις με φυσικά όργανα ή τεχνολογικά στοιχεία, οι νέοι δημιουργοί δίνουν νέα πνοή στη μουσική...Το δύσκολο είναι να αναγνωριστούν και ακόμη πιο δύσκολο να καθιερωθούν. Υπάρχει πληθώρα αξιόλογων νέων μουσικών αλλά δυστυχώς όχι μεγάλη υποστήριξη".


Παρόμοια προβλήματα προβολής εμφανίζουν όμως και οι μικρές σκηνές, εξαιτίας της μικρής χωρητικότητας σε κόσμο αλλά και της σχετικά μικρότερης αναγνωρισιμότητας των νέων καλλιτεχνών που φιλοξενούν. Σε σχέση με ένα μεγάλο μαγαζί, αλλάζουν χέρια πιο γρήγορα ή απλά κλείνουν. Παράλληλα, τα κριτήρια αντιμετώπισής τους από την πολιτεία είναι τα ίδια με εκείνα των μεγάλων μαγαζιών, και στο "Μπαράκι του Βασίλη" (Διδότου 3, Κολωνάκι),  ο ιδιοκτήτης του Βασίλης Τσουπίδης ακούγεται οργισμένος: "Είμαστε υπό διωγμό. Έχουμε αντιμετώπιση από την Εφορία και τον Δήμο λες και είμαστε μεγάλη βιομηχανία. Οι μικροί επαγγελματίες περνάνε πολύ δύσκολα. Όλοι λένε ότι θα δώσουν ανάσα στα μικρά επαγγέλματα. Εγώ θηλειά βλέπω, ανάσα δεν βλέπω". Οι δυνατότητες προβολής και διαφήμισης είναι ανάλογες του μεγέθους των σκηνών. Το κοινό -ως επι το πλείστον ηλικίας 25-35 ετών, είναι μεν σταθερό αλλά περιορισμένο, και λειτουργεί πολλές φορές και ως μέσο διαφήμισης, όπως μας λέει ο Κώστας Καρτελιάς, ιδιοκτήτης του Άλεκτον (Σφακτηρίας 23, Κεραμεικός): "Ο χώρος στηρίζεται στα μέλη του και συνήθως, ως προβολή,  λειτουργεί το «από στόμα σε στόμα». Έτσι και οι εκδηλώσεις του «Άλεκτον» στηρίζονται σε καλλιτέχνες-μέλη και τις περισσότερες φορές είναι δωρεάν".


Η τηλεόραση με τους κάπως...ιδιότυπους κανόνες της βρίσκεται σχεδόν εξ' ορισμού εκτός του ορίζοντα αυτών των σκηνών, αλλά και η επαφή με το ραδιόφωνο δεν είναι πάντα ρόδινη. Όπως μας τονίζει η Βίκυ Παρασκευοπούλου, "σχεδόν κανείς δεν προσφέρει προβολή χωρίς χρήματα, λίγα η πολλά. Κάποιοι φιλότιμοι παραγωγοί ραδιοφώνων προσπαθούν να πληροφορήσουν τον κόσμο αλλά κι αυτοί λιγοστεύουν". Ως προς τη σχέση χρήματος και προβολής, ίδια γνώμη εκφέρει η Ελευθερία Ανδρονίκου από το Μακάρι (Ζωοδόχου Πηγής 125 & Κομνηνών, Νεάπολη, Εξάρχεια): "Οι οικονομικές δυσκολίες δεν επιτρέπουν έξοδα για την προβολή, η οποία στηρίζεται στην ευαισθησία των δημοσιογράφων". Γενικά, οι διαφημιστικές δραστηριότητες των μικρών σκηνών επικεντρώνονται συνήθως στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, εκμεταλλευόμενες ταυτόχρονα και τις δυνατότητες που παρέχει το διαδίκτυο. Ωστόσο, όταν στο τομέα της προβολής η δουλειά έχει την «πολυτέλεια» να γίνει λίγο πιο συστηματική, τότε το αποτέλεσμα είναι καλύτερο και για τις δυο πλευρές, της σκηνής και του καλλιτέχνη. Τα λόγια του Αντώνη Μποσκοΐτη, υπεύθυνου δημοσίων σχέσεων στο Κύτταρο (Ηπείρου 48 & Αχαρνών) και αγαπητού συναδέλφου στο Δίφωνο, είναι χαρακτηριστικά: "Στο τομέα της  προβολής νομίζω ότι έχουμε κάνει πολύ σοβαρή δουλειά, τόσο με διαφημιστικές καταχωρήσεις σε εβδομαδιαία έντυπα, free press, εφημερίδες κλπ., όσο και με αφισοκολλήσεις, flyers και banners για όλα τα μεγάλα γεγονότα που πιστεύουμε ότι γίνονται στο Κύτταρο.  Πολλοί είναι οι καλλιτέχνες που επιθυμούν να εμφανιστούν στο Κύτταρο, λόγω της δουλειάς που γίνεται στον επικοινωνιακό τομέα".
 
Σε γενικές πάντως γραμμές η οικονομική συντήρηση των σκηνών αποτελεί το μείζον πρόβλημα χωρίς αυτό να «χρεώνεται» μόνο στην γενικότερη οικονομική κρίση. Η Ελευθερία Ανδρονίκου δηλώνει ξεκάθαρα: "Είναι πάρα πολύ δύσκολη η συντήρηση του Μακάρι. Υπάρχει από μεράκι. Άλλωστε απασχολούμαι το πρωί σε άλλη εργασία από την οποία και ζω". Σε αυτή τη δύσκολη πραγματικά προσπάθεια τα λόγια του Αντώνη Μποσκοΐτη, ηχούν παρηγορητικά: "Η οικονομική συντήρηση είναι πάρα πολύ δύσκολη, όμως καμιά φορά η έλλειψη κέρδους αναπληρώνεται στο έπακρο από την αγάπη που έχουμε για κάποια πράγματα πρωτοποριακά, τα οποία γίνονται εδώ μέσα. Αν θέλετε την προσωπική μου άποψη, θεωρώ σημαντικό το ότι ο Αντρέας Γιακουμέλος, πατέρας του σημερινού ιδιοκτήτη, κάποτε πούλησε δυο σπίτια προκειμένου να μην κλείσει το Κύτταρο!"

Πάντως, παρά τις όποιες δυσκολίες, οι μικρές σκηνές συνεχίζουν να υπάρχουν και να εξαπλώνονται, κινούμενες παράλληλα με μια πληθώρα νέων και ελπιδοφόρων μουσικών δημιουργών. Όπως μας λέει και ο Γιάννης Κασσίμης, "ο κόσμος έχει ήδη αρχίσει και κουράζεται από τη βαβούρα που επικρατούσε όλα αυτά τα χρόνια και δείχνει μια τάση να οδηγείται σε άλλου είδους μαγαζιά και μουσικές".


Κλείνοντας αυτό το άρθρο θα θέλαμε να τονίσουμε το εξής: σκοπός του δεν ήταν η απαρίθμηση των πρωταγωνιστών αυτής της νέας μουσικής γενιάς προτείνοντας ή αποκλείοντας ονόματα - ακόμα και η χρήση του όρου «γενιά» είναι αυθαίρετη αφού αρκετοί από τους ίδιους τους νέους καλλιτέχνες δεν πιστεύουν στην ύπαρξή της -. Το «δείγμα» (από τραγουδοποιούς και ερμηνευτές μέχρι συνθέτες και κλασσικής μουσικής) ήταν ενδεικτικό των τάσεων που προσπαθήσαμε να «αποκωδικοποιήσουμε»  βάζοντας στο παιχνίδι αυτό και τους «αφανείς» ήρωες, τις μουσικές σκηνές. Αφήσαμε συνειδητά έξω από το ρινγκ της έρευνας τις απόψεις των παλαιοτέρων δημιουργών για τη νέα αυτή γενιά καθώς και τη «σφυγμομέτρηση» του κόσμου που είτε αγκαλιάζει είτε παρακολουθεί από μακριά είτε γυρνά την πλάτη. Περιμένουμε τις δικές σας σκέψεις, προτάσεις και ενστάσεις, σε έναν διάλογο που δεν έγινε ακόμη. Γιατί "O χρόνος είναι τώρα και ο τόπος είναι εδώ" όπως τραγουδούσαν πριν πολλά χρόνια τα Μωρά στη φωτιά. Στη φωτιά, λοιπόν, του «τώρα» και του «εδώ» καλούμαστε όλοι να ζεστάνουμε τα χέρια μας, δημιουργοί, γραφιάδες και κοινό, στο βαθμό που αντέχει ο καθένας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: