ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ, ΞΕΡΟΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
«ΠΑΡΑΚΜΑΖΟΥΜΕ, ΠΩΣ ΤΟ ΛΕΝΕ, ΣΑΠΙΖΟΥΜΕ»
Έχουμε και λέμε:
«Βέβαια υπάρχει φόβος, διότι έχουμε ολόκληρες συρράξεις, έχουμε εμπρησμούς, έχουμε δολοφονίες, κι αυτό σχεδόν καθημερινά. Επομένως, εγώ θα έλεγα ότι πρέπει να κηρυχθεί το κέντρο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, και με τις πρόνοιες που δίνει το Σύνταγμα, πρώτον: να απομακρυνθούν όλοι οι λαθρομετανάστες από το κέντρο της Αθήνας και να πάνε - ας το βρουν οι πολιτικοί, τι τους πληρώνουμε; - εγώ θα έλεγα να τους πηγαίνανε σε αραιοκατοικημένα νησιά του Αιγαίου, έτσι, όπου κατοικείται ένα μικρό μόνο μέρος του νησιού, το υπόλοιπο είναι ελεύθερο, εκεί λοιπόν να καλλιεργήσουν τη γη και να ζήσουν εκεί με τη βοήθεια του ΟΗΕ - γιατί μόνοι μας δεν μπορούμε - και με τη βοήθεια της Ελλάδος, έως ότου αποφασίσει και μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να φτιάξει μια πολιτική πάνω στο θέμα των μεταναστών. Δεν μπορεί η Αθήνα να είναι η χωματερή όλων αυτών των ανθρώπων. Ένα είναι αυτό. Το άλλο είναι ότι όλες οι πολιτείες στις πλατείες τους δείχνουν το πρόσωπό τους. Η Αθήνα στις πλατείες της δείχνει την πληγή της. Ας καθαρίσουμε λοιπόν αυτή την πληγή. Έχουμε τους τοξικομανείς. Πρέπει να μεταφερθούν, δεν ξέρω πάλι που - ας το βρουν οι πολιτικοί μας - σε μέρος όπου δεν θα είναι εύκολη η πρόσβαση των εμπόρων».
Τάδε έφη Διονύσης Σαββόπουλος, την 19η Μαΐου 2011. "Αίσχος! Απαράδεκτος! Φρίττω!" Κάπως έτσι δεν νοιώσατε ακούγοντάς τον; Οι γραμμές που ακολουθούν θα ισχυριστούν ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ή μάλλον, ότι ο λόγος ανησυχίας είναι παντελώς άσχετος με ό,τι λέει ο Σαββόπουλος, και απόλυτα σχετικός με ό,τι δεν λένε όσοι θα έπρεπε να ομιλούν αντ’ αυτού. Ποιοι θα έπρεπε να ομιλούν αντί του Σαββόπουλου; Μάλλον αυτό που ορίζω ως πεθαμένη αριστερά, δηλαδή το σύνολο του οργανωμένου κομματικού δυναμικού στα αριστερά του πολιτικού μας συστήματος. Ισχυρίζομαι, λοιπόν, στις γραμμές που ακολουθούν ότι το ζήτημα δεν είναι οι φωνές του Σαββόπουλου, αλλά οι σιωπές των άλλων.
Τι έχει να προτείνει η πεθαμένη αριστερά; Διαβάζω από παρέμβαση του δημοτικού συνδυασμού του ΣΥΡΙΖΑ στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας: "ΟΧΙ στις απελάσεις. ΟΧΙ στο φράχτη του Έβρου. ΟΧΙ στη δημοτική αστυνομία και στις κοινές περιπολίες". Και αναρωτιέται κανείς: «ΟΚ, συμφωνώ και επαυξάνω. Σε θετική βάση, όμως, τι έχεις να προτείνεις; Ποιο είναι το ‘ΝΑΙ’ σου;» Το ΚΚΕ έχει ένα «ΝΑΙ»: να προωθούνται οι μετανάστες σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά, αφού είναι κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ΚΚΕ - ορθά, αν θέλετε -, πώς στο καλό θα προωθούνται εκεί οι μετανάστες όταν αυτό γίνει κυβέρνηση; Με τραμπολίνο; Κατά καιρούς έχουν ακουστεί κι άλλες φωνές που ζητούν ανοιχτά σύνορα, νομιμοποίηση όλων των λαθρομεταναστών, και πάει λέγοντας. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Είναι απλό: η πεθαμένη Αριστερά δεν έχει να πει τίποτε το ουσιώδες για το μεταναστευτικό.
Υπάρχει λόγος σοβαρός γι’ αυτό. Ότι το ίδιο το μεταναστευτικό είναι ένα πρόβλημα που δεν λύνεται. Ναι, υπάρχουν κι αυτά! Κοντεύουμε να το ξεχάσουμε, ζώντας στην εποχή της τεχνολογικής παντοδυναμίας και του προβλέψιμου: υπάρχουν και άλυτα προβλήματα. Και το ζήτημα της μετανάστευσης, ειδικά στην ελληνική περίπτωση και στις κοινωνικο-οικονομικές και γεωγραφικές της σταθερές , είναι ένα άλυτο πρόβλημα. Η ρίζα του έγκειται στην ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος, στον μιλιταρισμό και τον πόλεμο - στοιχεία εγγενή του παγκοσμίου μας συστήματος - και στις διαλυτικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που καταστρέφουν ιστορικές ισορροπίες αιώνων, ξεσκίζοντας κυριολεκτικά τους τοπικούς κοινωνικούς και παραγωγικούς ιστούς. Εφόσον όμως είναι αδύνατον να αλλαχθούν ταυτόχρονα τα πράγματα σε Ιράκ, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Σομαλία, και πάει λέγοντας - εδώ δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα στην Ελλάδα, στη Σομαλία θα τα αλλάξουμε; - είναι προφανές ότι δεν μπορούν να μεταβληθούν εν μία νυκτί και οι λόγοι που αναπαράγουν τη "λαθρο"μετανάστευση. Πόσο μάλλον τη στιγμή που ο ιμπεριαλισμός, η βασικότερη αιτία της τωρινής εξαθλίωσης, διαγράφηκε μια και καλή από το λεξικό της πεθαμένης αριστεράς. Δεν μπορείς να επιλύσεις κάτι που δεν μπορείς να κατανοήσεις.
Το πρόβλημα με την πεθαμένη αριστερά δεν είναι όμως ότι δεν μιλά για το μεταναστευτικό, αλλά ότι δεν μιλά για τίποτε, σε σχέση τουλάχιστον με την καινούργια κοινωνία που θέλει να φτιάξει. Δεν θέλει - ή δεν μπορεί - να μας δώσει ούτε ένα ψήγμα των νέων κοινωνικών σχέσεων που ευαγγελίζεται. Ξέρει ότι είμαστε βολεμένοι, και δεν θέλει να μας ξεβολέψει. Ξέρει, π.χ., ότι δεν μπορείς να διαγράψεις το χρέος και την ίδια στιγμή να εισάγεις 300.000 νέα αυτοκίνητα το χρόνο, αλλά δεν θέλει να το επισημάνει γιατί έτσι θα δυσαρεστήσει το αυτοκινητομανές ακροατήριό της. Ξέρει επίσης ότι η διέξοδος από την τωρινή τραγωδία του μνημονίου περνά μέσα από μία επίπονη παραγωγική ανασυγκρότηση που θα απαιτήσει θυσίες, ενίσχυση των κεφαλαιουχικών αγαθών έναντι των καταναλωτικών, και εν γένει περιορισμό του μανιώδους καταναλωτισμού μας. Το ξέρει αλλά δεν λέει μιλιά γι’ αυτό, γιατί ο καταναλωτικός ύπνος μας τη βολεύει περισσότερο από το όποιο δυσάρεστο ξύπνημα.
Και όσο κι αν σας ακούγεται τρομακτικό, ναι, είναι αλήθεια: μία άλλη κοινωνία θα χρειαστεί να σχεδιάσει εκ νέου τον παραγωγικό της ιστό, και ίσως χρειαστεί να δώσει κίνητρα σε ανθρώπους να μετακινηθούν κοντύτερα στη διαθέσιμη εργασία τους, κοντύτερα στην επαρχία, κοντύτερα ακόμα και σε κάποια «αραιοκατοικημένα» νησιά. Ωχ, βλέπω ήδη μπροστά μου τις λέξεις «γκουλάγκ», «Στάλιν», «Χίτλερ», «στρατόπεδα συγκέντρωσης», και πάει λέγοντας. Ψυχραιμία! Δεν μιλάω για γκουλάγκ, αλλά για την ελάχιστη ανάγκη ανακατανομής του παραγωγικού συντελεστή που ακούει στο όνομα «εργασία» εκεί όπου υπάρχει η μέγιστη ανάγκη παρουσίας του. Ανακατανομή μη βίαιη, απόλυτα δημοκρατική, απόλυτα εθελοντική, και με κίνητρα, όχι με βούρδουλα. Και να σας πω ένα δυσάρεστο μυστικό; Σοσιαλισμό δεν φτιάχνεις χωρίς μία τέτοια ανακατανομή, διότι αυτή η ανακατανομή είναι προϋπόθεση της σχεδιασμένης παραγωγής και οικονομίας. Σοσιαλισμό δεν φτιάχνεις με γκέτο και πόλεις των πέντε εκατομμυρίων ψυχών, και έρημα χωράφια, και άδεια χωριά. Αυτά φτιάχνουν μόνο διαστροφές, όπως αυτές που γνωρίσαμε στις χώρες του υπαρκτού. Θα σας το έλεγε και η πεθαμένη αριστερά αυτό, αν δεν φοβόταν ότι θα κατηγορηθεί για αυταρχισμό και φασισμό κλπ. Κι αν δεν φοβόταν να αφήσει τα «ΟΧΙ» της και να επεξεργασθεί κάποιο, επιτέλους, «ΝΑΙ».
Πρόσφατα υπήρξε και ένα «ΝΑΙ» εκ μέρους της πεθαμένης αριστεράς. Ποιο ήταν αυτό; Να βάλουμε τους μετανάστες στα πανεπιστήμια· όχι ως φοιτητές, όμως, αλλά ως καταυλιστές. Η είσοδος των 300 μεταναστών στη Νομική ήταν η επιβεβαίωση του αδιεξόδου της πεθαμένης αριστεράς. Αφού δεν έχουμε τι να πούμε, ας κάνουμε έναν ακτιβισμό και ας καούμε ωσάν σε νέο Αρκάδι. Η απλή ένσταση, ότι δεν γίνεται να γεμίσουν πανεπιστήμια, νοσοκομεία και βρεφονηπιακοί σταθμοί με διανυκτερεύοντες μετανάστες διότι αυτά τα κτίρια δεν χρησιμεύουν ως καταλύματα αλλά υπηρετούν άλλους κοινωνικούς σκοπούς έγινε δεκτή από την πεθαμένη αριστερά με καταγγελίες για φασισμό, ρατσισμό κλπ. Και την ίδια στιγμή, ο κρατικός μηχανισμός - καλά, αυτός κάνει τη δουλειά του - έστησε ένα γαϊτανάκι δικαστικών διώξεων εναντίον των ανθρώπων που συμμετείχαν σ' αυτήν την πρωτοβουλία, διώξεις απολύτως καταδικαστέες και απαράδεκτες.
Έχω παρευρεθεί σε μια ντουζίνα αντιρατσιστικά φεστιβάλ και σε άλλες τόσες διαδηλώσεις υπέρ των μεταναστών. Κανείς δεν μπορεί να πει κακιά κουβέντα για τον τόσο φωτισμένο κόσμο που δουλεύει για τους μετανάστες και μαζί με τους μετανάστες, προσπαθώντας να δώσει διέξοδο στα προβλήματα της καθημερινότητάς τους. Και τέτοιες καταστροφικές επιλογές, όπως η απόφαση εισόδου εκατοντάδων ανθρώπων σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα και η άσκηση «αγωνιστικής» πολιτικής στην καμπούρα του ασύλου - αλλά και της ίδιας της λογικής - σκιάζει άδικα όλους όσοι αγωνίζονται για να μετριάσουν τα δεινά αυτών των βασανισμένων ανθρώπων. Όσο όμως ο καθένας δεν διαχωρίζει τη θέση του, η μπάλα των ατυχών επιλογών θα παίρνει τους πάντες.
Και κατά μία έννοια, είναι αναπόφευκτο η μπάλα να παίρνει τους πάντες. Περάστε μέρα μεσημέρι από το Πολυτεχνείο και δείτε τα σηκωμένα μανίκια και τις σύριγγες να κρέμονται από τα χέρια. Αλήθεια, το φοιτητικό κίνημα, γιατί δεν περιφρουρεί το άσυλό του; Γιατί δεν παίρνει στο κυνήγι τους εμπόρους ναρκωτικών, που μπροστά στα μάτια όλων των φοιτητοπατέρων πηγαίνουν στην Τοσίτσα αδειάζοντας το βρώμικο, δολοφονικό τους φορτίο σε δεκάδες τελειωμένους ανθρώπους; Δεν είδα ποτέ μία αριστερή νεολαία να νοιαστεί για δαύτους, κι ας είναι δίπλα τα τραπεζάκια με τις αφίσες. Γιατί; Γιατί κυριολεκτικά, το πρόβλημα της κοινωνικής υποβάθμισης ελάχιστα μας άγγιξε και μας αγγίζει. Δεν είναι ότι φοβόμαστε τους ναρκω-εμπόρους στην Τοσίτσα και γι’ αυτό δεν τους κυνηγάμε· είναι ότι βαθιά μέσα μας, μπορεί και να μη μας ενοχλούνε πια.
Ας είμαστε ειλικρινείς: την αθρόα εισροή λαθρομεταναστών όπως και την τοξικομανία - τα δύο ζητήματα που θίγει ο Σαββόπουλος - ένα μεγάλο μέρος της πεθαμένης αριστεράς τα είδε ως cult χαρακτηριστικά μιας νέας πολύπολιτισμικότητας και μιας νέας εποχής φιλελεύθερων δικαιωμάτων. Ουδέποτε νοιαστήκαμε για τα κυκλώματα που λυμαίνονται τους μετανάστες. Ουδέποτε πήγαμε, εμείς οι μεγάλοι καραμπινάτοι ελευθερωτές, να απελευθερώσουμε τις μετανάστριες με τα παρακρατημένα διαβατήρια από τα μπουρδέλα και από το πεζοδρόμιο· ήταν όλα κομμάτι ενός πολυπολιτισμικού κουβαριού, μιας θαυμαστής παγκοσμιοποίησης κι ενός ακόμα πιο θαυμαστού φιλελεύθερου δικαιώματος στη διαφορετικότητα. Μυρωδιά δεν πήραμε ότι αυτή η δήθεν διαφορετικότητα ήταν στην πραγματικότητα μια δραματική ομοιότητα της εκμετάλλευσης. Κάποιοι ξεποδαριάστηκαν στα φεστιβάλ της δήθεν αντιαπαγόρευσης, διότι στην ουσία μας δεν είμαστε επαναστάτες αλλά φιλελεύθεροι· θέλουμε να επιλέγουμε, να μην μας απαγορεύουν, και άσε τους άλλους να κουρεύονται.
Και εκτός από φιλελεύθεροι, είμαστε και μεταμοντέρνοι, με όλες τις τραγικές συνέπειες που η νόσος του μεταμοντερνισμού επιφέρει στην κατανόηση της πραγματικότητας. Δεν μας αφορά η πραγματικότητα, αλλά το πώς αρθρώνεται αυτή η πραγματικότητα στο επίπεδο του λόγου, των λέξεων και της αισθητικής Δεν μας αφορά η εξαθλίωση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, δεν μας αφορά η απύθμενη βία που ξαμολιέται μπροστά στα μάτια μας, μας αφορά όμως ο λόγος του Σαββόπουλου. Και το τραγελαφικό είναι ότι αυτός ο λόγος, όσο αυταρχικός κι αν ακούγεται, συνομιλεί με την πραγματικότητα της βίας και της εξαθλίωσης πολύ περισσότερο από την μεταμοντέρνα κριτική εναντίον του.
Και έτσι, μπορεί και αλωνίζει ο Καρατζαφέρης και η Χρυσή Αυγή. Πατώντας σε μία πεθαμένη αριστερά που έχει παγιδευτεί κάπου ανάμεσα στα κομματικά της γραφεία και την πρόωρα θολωμένη μεταμοντέρνα αισιοδοξία της. Το καλύτερο που έχει να κάνει αυτή είναι να αφουγκραστεί τον Σαββόπουλο: «έχει ξεφύγει το πράγμα, πώς το λένε;» Και έχει ξεφύγει όχι αναφορικά με τους μετανάστες και τους τοξικομανείς, αλλά αναφορικά με κάθε πεδίο της κοινωνικής ζωής. Αυτή τη στιγμή μεταβαίνουμε στην περίοδο της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ο Τσίπρας ζητάει ευρω-ομόλογα… Χτίζονται τα νέα Κολοσσαία και εμείς κάνουμε παρτάκια και πίνουμε το ουισκάκι μας στην Κολοκοτρώνη και στον Ιανό, αναπολώντας τα παλιά ηρωικά χρόνια. Ο Νέρωνας έχει βγει έξω με το δαδί, και οι μπαρουτοκαπνισμένοι επαναστάτες κάνουν προσκοπικές βόλτες Ομόνοια-Σύνταγμα-Ομόνοια, φωνάζοντας από τα μικρόφωνα: «σύντροφοι, διαλυόμαστε ήσυχα και φεύγουμε γρήγορα από Θεμιστοκλέους. Γρήγορα, διαλυόμαστε γρήγορα!». Η ηττοπάθεια του ’89 κρατάει βαριά, ακόμα, τη σκιά της στα πράγματα και δεν επιτρέπει στην πεθαμένη αριστερά να δει τις τεράστιες δυνατότητες που απλώνονται μπροστά της. Έτσι, η απέραντη μοναξιά της έλλειψης κινήματος γίνεται ένας φαύλος κύκλος, από τον οποίος δεν ξεφεύγει κανείς.
Τούτη την ώρα, τώρα που μιλάμε, οι πλατείες θα έπρεπε να είναι γεμάτες με το νόημα που ’χει κάτι απ’ τις φωτιές. Θα έπρεπε να αναδεικνύουν τις νέες πρωτοπορίες, τις νέες συλλογικότητες. Αντίθετα, αναπαράγουν τα ίδια, γνωστά αδιέξοδα. Πριν σπεύσουμε να κατακεραυνώσουμε το αδιέξοδο που ακούει στο όνομα Σαββόπουλος, ας κοιτάξουμε γύρω μας και εντός μας: στην εν μέρει τραγική παρουσία του Νιόνιου αντανακλάται μία ακόμα τραγικότερη απουσία, η δική μας. Ας διαφωνήσουμε λοιπόν με τον Σαββόπουλο και με τις μεθόδους του, αν έτσι μας αρέσει. Αλλά ας πούμε και κάτι άλλο, κάτι πρωτότυπο και δημιουργικό, για τους μετανάστες, τους τοξικομανείς, ή για ό,τι και όποιον θέλετε. Πείτε κάτι θετικό· έστω κάτι, έστω για κάποιον.
ηρ.οικ.
ΥΓ (1): «Έρχεται η στιγμή ν’ αποφασίσεις / αν θα πεθάνεις ή θα ζήσεις». Ιδιοφυές. Η ιστορία, πάντως, μας διδάσκει ότι δεν υπάρχει μόνο μία επιλογή, ούτε μία μόνο δεδομένη απάντηση. Η καταστροφή του πλανήτη και το τέλος του ανθρώπου είναι όχι μόνο μία φυσικο-μαθηματική βεβαιότητα, αλλά και ένα άκρως πιθανό κοινωνιολογικό και ιστορικό ενδεχόμενο. Η επιθανάτια αγωνία του Σαββόπουλου μπορεί να οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια, μας αφορά όμως περισσότερο από τα χαμόγελα νιρβάνας των ηγετών μας.
ΥΓ (2): Όσοι προγλωσσικοί χρυσαυγίτες και άλλα φασιστοειδή κρο-μανιόν χάρηκαν με τις δηλώσεις Σαββόπουλου, παρακαλούνται να φύγουν πρώτοι για τα «αραιοκατοικημένα νησιά» παρέα με τις τσάπες, τις αξίνες και τα στυλιάρια τους. Ας δώσουν κι αυτοί, μια φορά, το καλό παράδειγμα.