Γιάννης Ρίτσος και ελληνική μουσική δημιουργία
των Σπύρου Αραβανή και Ηρακλή Οικονόμου
Περιοδικό «Νέα Εποχή», τεύχος 304 / Άνοιξη 2010, Λευκωσία
Η σχέση του Γιάννη Ρίτσου με τη μουσική προηγείται ασφαλώς της μελοποίησης των στίχων του. Νεαρός ακόμα, στα 1931 παίρνει μέρος σε μουσικές παραστάσεις και συμμετέχει σε μαντολινάτα. Παίζει πιάνο ατελείωτες ώρες στη Λέσχη των Δημοσίων Υπαλλήλων και τιτλοφορεί τα πρώτα του έργα με μουσικούς όρους –επιλογή που θα συνεχιστεί καθ’ όλη τη συγγραφική του πορεία-: «Το τραγούδι της αδελφής μου» (1937), «Εαρινή συμφωνία» (1938), «Το εμβατήριο του ωκεανού» (1940), «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» και αργότερα «Η σονάτα του σεληνόφωτος (1956), «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» (1973), «Το χορικό των σφουγγαράδων (1983) κ.ά. Και κυρίως γράφει «μουσικά»: οι στίχοι του μοιάζουν σαν νότες σε μια μουσική παρτιτούρα, οι θεατρικοί του μονόλογοι ξεδιπλώνονται σαν μουσικές καντάτες. Και έπειτα ακολουθούν οι συνθέτες, οι οποίοι τον τίμησαν αλλά και τιμήθηκαν από αυτόν, καθιστώντας τον Ρίτσο τον πιο ευρέως μελοποιημένο ποιητή της ελληνικής μουσικής σκηνής.
Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να σκιαγραφήσει τη θέση του ποιητή στο ελληνικό τραγούδι και να καταδείξει την πρωτοποριακή και πολυδιάστατη επίδραση της ποίησης του Ρίτσου σε αυτό. Η διαχείριση του έργου του από τους έλληνες συνθέτες, μέσα από μία πολλαπλότητα ύφους και περιεχομένου, αντανακλά τους ανοιχτούς ορίζοντες όχι μόνο του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και της ίδιας της ποίησης του Ρίτσου.
Ο πρωτεργάτης Θεοδωράκης
Ας πάρουμε την ιστορία όμως από την αρχή. Η πορεία της ποίησης του Ρίτσου στο τραγούδι συνδέθηκε καταρχήν με τον Μίκη Θεοδωράκη. Το 1958 μελοποιεί τον “Επιτάφιο”, έργο που κυκλοφόρησε σε τέσσερις εκδόσεις εκείνα τα χρόνια. Τόσο η πρώτη, σε διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι με τη Νάνα Μούσχουρη, όσο και η δεύτερη, σε διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη κυκλοφόρησαν το 1960. Τρία χρόνια αργότερα ακολουθεί η τρίτη έκδοση του έργου, με Θεοδωράκη - Χιώτη και ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα, ενώ το 1964 η Τερψιχόρη Παπαστεφάνου διασκευάζει το έργο για χορωδία. Δύο πιο πρόσφατες εκδοχές του «Επιτάφιου», πάντα με τη μουσική του Θεοδωράκη, συναντάμε το 2000 με τη φωνή της Νένας Βενετσάνου και το πιάνο του Σαράντη Κασσάρα, καθώς και με τη φωνή της Μαρίας Σουλτάτου σε ενορχήστρωση Σταύρου Ξαρχάκου.
Ύστερα από τη μελοποίηση - σταθμός του «Επιτάφιου» ακολούθησε η “Ρωμιοσύνη” (1966) – έργο που έγραψε ο Θεοδωράκης μέσα σ' ένα βράδυ μετά από άγριο ξυλοδαρμό του από την Αστυνομία. Δέκα χρόνια αργότερα, η Τερψιχόρη Παπαστεφάνου παρουσιάζει τη δική της διασκευή για χορωδία και ορχήστρα. Εντωμεταξύ, το 1973 μελοποιούνται τα “Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας”. Το 1979, τέλος, κυκλοφορούν οι “Γειτονιές του κόσμου” και με ερμηνευτές τη Μαρία Φαραντούρη και τον Γιάννη Θωμόπουλο.
Ο Θεοδωράκης έχει συμπυκνώσει τη σχέση του με την ποίηση του Ρίτσου ως εξής: «Ο Ρίτσος μάς δίδαξε ότι η μεγάλη ποίηση και οι μεγάλοι ποιητές μπορούν να ταυτιστούν με τη ζωή του πολίτη. Ο "Επιτάφιος" συνδέθηκε με τους εργατικούς αγώνες του λαού, η "Ρωμιοσύνη" με την εθνική αντίσταση, τα "Λιανοτράγουδα" με τους αγώνες κατά της δικτατορίας. Εγώ προσέφερα απλώς το "όπλο" για να σπάσουμε τα τείχη της μπουρζουαζίας και να μπούμε σε κάθε σπίτι. Ήταν από μέρους μου μια ηθελημένη επαναστατική πράξη, με στόχο να δοθεί ένα άλλο νόημα στο τραγούδι, αλλά και μια ελπίδα στο λαό. Τελικά, επηρεάσαμε και την αισθητική του, ενώ η επικοινωνία της τέχνης με το λαό όχι μόνο επετεύχθη, αλλά πήρε αργότερα διαστάσεις ανέλπιστες… Εσχάτως ο λόγος του Ρίτσου ηθελημένα μπήκε στο περιθώριο από τα κέντρα που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, γιατί ενοχλεί. Η εξουσία φοβάται τους πνευματικούς ανθρώπους» (1)
Ο Ποιητής συναντά τους μεγάλους συνθέτες
Ο Θεοδωράκης δεν είναι παρά ένα μόνο από τα πολλά επεισόδια στην πορεία της ποίησης του Ρίτσου στο τραγούδι. Μάλιστα, τα δύο επόμενα - χρονικά - επεισόδια εμφανίζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, δείχνοντας με τον καλύτερο τρόπο τις πολλαπλές διαστάσεις και την τεράστια «ακτίνα δράσης» του έργου του. Αναφερόμαστε καταρχήν στις μελοποιήσεις του Σπήλιου Μεντή, σημαντικού συνθέτη του λεγόμενου «ελαφρού» τραγουδιού, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 με τη φωνή της Γιοβάννας. «Παγωτατζής», «Νερατζιά», «Ανοιξιάτικο βραδάκι», «Κίτρινο φθινόπωρο» είναι μερικά μόνο από τα τρυφερά τραγούδια που γεννά αυτή η απρόσμενη συνεργασία, ενώ το «Φτωχόπαιδο» φτάνει μέχρι το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, όπου και κερδίζει το 2ο βραβείο το 1965. Αναφερόμαστε επίσης στη μελοποίηση του ποιήματος «Αγαπημένη» από τον Γιώργο Ρωμανό, εκλεκτό συνεργάτη του Μάνου Χατζιδάκι, στο δίσκο «Μπαλλάντες», την ίδια περίοδο (1965). Και οι δύο αυτές συμπλεύσεις δείχνουν ότι από την αφετηρία της, η εμπλοκή του Ρίτσου με το τραγούδι είχε ξεπεράσει τα όποια πολιτικά και αισθητικά στερεότυπα και στεγανά.
Αρκετοί άλλοι μείζονες συνθέτες ασχολήθηκαν με την ποίηση του Ρίτσου. Ο Νίκος Μαμαγκάκης στα 1972, εξέδωσε τα “11 Λαϊκά Τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου” με ερμηνευτές τον Γιάννη Πουλόπουλο και τη Μαρία Δουράκη, ενώ τo 1990 μελοποίησε και την “Εαρινή Συμφωνία”. Ο ίδιος ο συνθέτης μας είπε (2): «Μελοποίησα πρώτα τα «11 Λαϊκά Τραγούδια», και ορισμένα τα προσάρμοσε ο ίδιος ο Ρίτσος για χατίρι μου, αλλάζοντας κάποιες λέξεις, όπου χρειαζόταν. Στο δίσκο αυτό, άγγιξα και την ποιητική συλλογή «Πλανόδιοι Μουσικοί», απ’ όπου έγραψα το «Άιντε και ντε». Ο Μητσάκης μου έλεγε για το «Άιντε και ντε»: «Πολύ τολμηρό αδερφέ μου Νίκο. Μου αρέσει, αλλά… αυτός ο μηχανοδηγός με το μικρό μουστάκι του». Του λέω: «Σαν το δικό σου το μουστάκι! Ξέρεις ποιος έχει γράψει τους στίχους; Ο Ρίτσος». Και μου απαντάει: «Ο Ρίτσος; Αμάν αδερφέ μου… συγνώμη!» Τέτοιο δέος προκαλούσε ο Ρίτσος! Ύστερα έγραψα την «Εαρινή Συμφωνία», και την πήγα στον Ρίτσο είκοσι μέρες πριν πεθάνει. Με πήρε τηλέφωνο: «Νικάκι μου το άκουσα… έχω ζήσει πολύ τώρα πια, δεν θέλω άλλο». Στη συνέχεια άρχισα να κάνω τους «Πλανόδιους Μουσικούς» για να τους ολοκληρώσω. Τους έκανα, δεν τους δημοσίευσα ποτέ. Και μετά έπεσα στα «Ερωτικά». Όταν πρωτοπήρα το κείμενο, μελοποίησα απανωτά δύο, το «Ντύνεται, γδύνεται» και το «Πουκάμισο». Και αυτό γιατί πάντα με έτρωγε το κείμενο, αυτή η τρομακτική ερωτική ποίηση, ίσως η πιο ερωτική ποίηση που γράφτηκε ποτέ. Γιατί, για μένα, η «Εαρινή Συμφωνία» - που είναι και σουρεαλισμός, αλλά ένας ευγενής σουρεαλισμός - είναι από τα συγκλονιστικότερα ερωτικά ποιήματα των αιώνων.»
Αρκετοί άλλοι μείζονες συνθέτες ασχολήθηκαν με την ποίηση του Ρίτσου. Ο Νίκος Μαμαγκάκης στα 1972, εξέδωσε τα “11 Λαϊκά Τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου” με ερμηνευτές τον Γιάννη Πουλόπουλο και τη Μαρία Δουράκη, ενώ τo 1990 μελοποίησε και την “Εαρινή Συμφωνία”. Ο ίδιος ο συνθέτης μας είπε (2): «Μελοποίησα πρώτα τα «11 Λαϊκά Τραγούδια», και ορισμένα τα προσάρμοσε ο ίδιος ο Ρίτσος για χατίρι μου, αλλάζοντας κάποιες λέξεις, όπου χρειαζόταν. Στο δίσκο αυτό, άγγιξα και την ποιητική συλλογή «Πλανόδιοι Μουσικοί», απ’ όπου έγραψα το «Άιντε και ντε». Ο Μητσάκης μου έλεγε για το «Άιντε και ντε»: «Πολύ τολμηρό αδερφέ μου Νίκο. Μου αρέσει, αλλά… αυτός ο μηχανοδηγός με το μικρό μουστάκι του». Του λέω: «Σαν το δικό σου το μουστάκι! Ξέρεις ποιος έχει γράψει τους στίχους; Ο Ρίτσος». Και μου απαντάει: «Ο Ρίτσος; Αμάν αδερφέ μου… συγνώμη!» Τέτοιο δέος προκαλούσε ο Ρίτσος! Ύστερα έγραψα την «Εαρινή Συμφωνία», και την πήγα στον Ρίτσο είκοσι μέρες πριν πεθάνει. Με πήρε τηλέφωνο: «Νικάκι μου το άκουσα… έχω ζήσει πολύ τώρα πια, δεν θέλω άλλο». Στη συνέχεια άρχισα να κάνω τους «Πλανόδιους Μουσικούς» για να τους ολοκληρώσω. Τους έκανα, δεν τους δημοσίευσα ποτέ. Και μετά έπεσα στα «Ερωτικά». Όταν πρωτοπήρα το κείμενο, μελοποίησα απανωτά δύο, το «Ντύνεται, γδύνεται» και το «Πουκάμισο». Και αυτό γιατί πάντα με έτρωγε το κείμενο, αυτή η τρομακτική ερωτική ποίηση, ίσως η πιο ερωτική ποίηση που γράφτηκε ποτέ. Γιατί, για μένα, η «Εαρινή Συμφωνία» - που είναι και σουρεαλισμός, αλλά ένας ευγενής σουρεαλισμός - είναι από τα συγκλονιστικότερα ερωτικά ποιήματα των αιώνων.»
Ο Θάνος Μικρούτσικος, κινούμενος είτε στο χώρο της πρωτοποριακής μουσικής είτε της τραγουδοποιίας, εμπνεύστηκε σε πολλά έργα του –δημοσιευμένα και μη- από τα ποιήματα του Ρίτσου. Αναφέρουμε ενδεικτικά: “Σήματα” (1973), “Δελτίο ειδήσεων” (1973-74), “Κιγκλίδωμα Ι” (1973-76), “Σονάτα του Σεληνόφωτος” (1979-1981), το τραγούδι “Στρατώνας” στα “Τραγούδια της Λευτεριάς” (1978), μέρος της όπερας “H επιστροφή της Ελένης” (1992-93), κ.ά. Όμως, το έργο του που εντυπώθηκε περισσότερο στη συνείδηση του κόσμου είναι η “Καντάτα για τη Μακρόνησο” (1976) με τη φωνή της αξέχαστης Μαρίας Δημητριάδη. Ο Μικρούτσικος θυμάται (3): «Το 1962, στα εφηβικά μου χρόνια, ερχόμενος στην Αθήνα, ο Ρίτσος ήταν ήδη ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές. Κατά τη δικτατορία, εκτός από την τραγουδοποιία μου, αρχίζει να μπαίνει και το ζήτημα της μελοποίησης στον τομέα της πειραματικής μουσικής. Το πρώτο μου τραγούδι γράφτηκε το 1965, και μέχρι το 1969 θεωρώ αυτή την περίοδο – όπου υπάρχουν και κομμάτια του Ρίτσου - μια περίοδο προδημοσίευσης. Η περίοδος που ξεκινάω να θεωρώ την τραγουδοποιία μου ως δημοσιεύσιμη έχει έναρξη τον «Στρατώνα» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, που έγραψα το 1969 και ερμηνεύει η Μαρία Δημητριάδη στα «Τραγούδια της Λευτεριάς». Στον τομέα της πειραματικής μουσικής, αν και το πρώτο μου έργο είναι από το «Κόκκινο και Μαύρο» του Σταντάλ, «Για πέντε φωνές», αμέσως μετά αρχίζω και δουλεύω κομμάτια του Ρίτσου.
Η γνωριμία του συνθέτη με τον ποιητή είναι καθοριστική για τη μετέπειτα όχι μόνο μουσική πορεία αλλά για ολόκληρη τη βιοθεωρία του: Το 1973, μας λέει ο συνθέτης, γνωρίζω τον Ρίτσο. Από τότε μέχρι το θάνατό του, η σχέση είναι αδιατάρακτη, πολύ μεγάλης φιλίας, σεβασμού από τη μεριά μου, και αγάπης εκατέρωθεν. Αν με ρωτήσει κάποιος «ποιος είναι ο δάσκαλός σου;», εγώ θα πω «Γιάννης Ρίτσος». Οι συζητήσεις μας και οι συμβουλές του προς εμένα είναι ακόμα και σήμερα αρχές πάνω στις οποίες πατάω. Θυμάμαι ότι το 1969 εμείς, ως νέα φουρνιά της αβάντ γκαρντ, είχαμε ένα τεράστιο δίλλημα. Από τη μία μεριά, η πειραματική μουσική έλεγε «Μην υπολογίζεις τίποτα, να σ’ ενδιαφέρει κάθε φορά το πρωτότυπο και το νέο». Από την άλλη, ως παιδιά της μαχόμενης αριστεράς, μας ενδιέφερε η επαφή με τον κόσμο. Αυτά φαίνονταν δύο πράγματα που δεν μπορούσαν να συνδυαστούν. Ο ίδιος μου έλεγε: «είναι νόμιμο να γράφεις για ό,τι σε καίει, είτε αυτό είναι σε μια δεδομένη στιγμή ο αγώνας, είτε είναι ο έρωτας. Αλλά πρόσεχε. Για ό,τι και να γράφεις, πρέπει να προσέχεις να είσαι πάντα σύγχρονος, να μην αναμασάς το παλιό, να μην έχεις πρόβλημα εάν σε κατανοήσουν ή όχι, να προσπαθείς κάθε φορά να κυνηγάς το καινούργιο και να σπας τα όριά σου».
Ασφαλώς το έργο που χαρακτήρισε μια ολόκληρη γενιά και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να συγκινεί είναι, όπως είπαμε, η «Καντάτα για τη Μακρόνησο». Την τέλειωσα το ’75, θυμάται ο Μικρούτσικος, βγήκε το ’76, και έκλεισε έναν κύκλο το ’82 - ’83, στο Βερολίνο, στη Γλασκώβη και στη Βιέννη. Έγινε μια προσπάθεια συνδυασμού δύο διαφορετικών πραγμάτων. Υπάρχουν δεκαπέντε μέρη, από τα οποία τα οχτώ είναι ατονάλ και κλείνουν με εφτά τονάλ τραγούδια, σαν μια συμφωνία να κλείνει μια διαφωνία. Το έργο ήταν πολύ τολμηρό για την εποχή. Από ορισμένους θεωρήθηκε μεγάλη τομή, από άλλους ότι ήταν μια μίξη στοιχείων που δεν έβγαλε κάπου. Ο Ρίτσος ήταν ενθουσιασμένος με τη δουλειά αυτή, θεωρούσε ότι εξέφραζε και την επικαιρικότητα του κειμένου αλλά προχώραγε και παραπέρα, καθώς είχα αποκαλύψει και πράγματα κοφτά, «Α’ Τάγμα, Β’ Τάγμα», με μια χορωδία, δύο πιάνα και κουαρτέτο εγχόρδων.»
Ο Χρήστος Λεοντής μελοποίησε το κλασικό πια “Καπνισμένο Τσουκάλι” το 1973, με ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη, την Τάνια Τσανακλίδου και τον Βασίλη Μπάρνη. Ένας δίσκος σταθμός, σημείο αναφοράς που στέκει ακλόνητος ως τις μέρες μας. Ο Λεοντής μας περιέγραψε το χρονικό δημιουργίας του έργου (4): «Στο παρελθόν είχα γράψει ένα ή δύο τραγούδια σε ποίηση Ρίτσου, ανέκδοτα, με αφορμή την «Ημέρα της Γυναίκας». Η ουσιαστική όμως ενασχόλησή μου με την ποίηση του Ρίτσου είναι το «Καπνισμένο Τσουκάλι». Το ποίημα εμπεριέχεται σε μια μεγαλύτερη ενότητα, την «Αγρύπνια», και γράφτηκε το 1948 στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Εγώ το έγραψα τις ημέρες των γεγονότων της Νομικής Σχολής, το Φλεβάρη του 1973. Ήταν δικτατορία. Με αφορμή κάποιες φοιτητικές εκλογές που ζήταγαν οι φοιτητές, δημιουργήθηκε μια μεγάλη αναταραχή. Κλείστηκαν οι φοιτητές στο κτίριο της Νομικής στη Σόλωνος και ο κόσμος απ’ έξω περνούσε δήθεν περαστικός και πετούσε ό,τι μπορούσε, ψωμιά, κονσέρβες, για να έχουν τα παιδιά τρόφιμα. Φεύγοντας και εγώ απ’ εκεί το πρώτο βράδυ μετά από κάποια δακρυγόνα, ήρθα πίσω στην Αγία Παρασκευή όπου έμενα και άρχισα να ψάχνω μανιωδώς τα βιβλία του Ρίτσου. Ήθελα να τραγουδήσω κάποιον λόγο που θα μου εξέφραζε την κατάσταση της εποχής, και τον βρήκα στον Ρίτσο και στο «Καπνισμένο Τσουκάλι», ένα άγνωστο έργο του. Τα πρώτα τέσσερα τραγούδια βγήκαν αμέσως: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια», «Και να αδερφέ μου», «Ήταν μακρύς ο δρόμος» και «Τούτες τις μέρες».
Όπως συνέβαινε καθ’ όλη τη δεκαετία του ’60 και του ’70 οι μπουάτ της Αθήνας ήταν το «Κρυφό Σχολειό» της μουσικής και της πρωτοπορίας. Μέσα σε μια τέτοια μπουάτ ο Λεοντής πρωτόπαιξε τα τραγούδια του από το «Καπνισμένο Τσουκάλι». Θυμάται χαρακτηριστικά: Στο πενθήμερο των γεγονότων, σε κάποια διαδήλωση βρέθηκα στην Αθηνάς στη Λαχαναγορά, μας κυνηγούσε η Αστυνομία. Ήμουν εγκλωβισμένος, είδα κάτι καρότσια με καφάσια, μπήκα σε ένα καρότσι και έριξα τα καφάσια από πάνω. Έφυγαν οι αστυνομικοί, και κατευθύνθηκα στην Πλάκα με πρησμένα μάτια από τα δακρυγόνα. Μπήκα στη μπουάτ «Χρυσό Κλειδί», όπου τραγουδούσε ο Γιώργος Ζωγράφος. Ήταν σαράντα-πενήντα παιδιά στριμωγμένα σε σκαμνάκια, είχε και ένα πιάνο, και μου λέει ο Ζωγράφος: «Έλα να πεις κάνα τραγούδι». Χωρίς να το σκεφτώ, αρχίζω να παίζω τα καινούργια τραγούδια. Τα έπαιξα κολλητά, δεν είχα το κουράγιο να τα διακόψω. Ξέφευγαν από τις κοινές φόρμες των τραγουδιών, δεν ήταν η φόρμα κουπλέ-ρεφραίν, ήταν σαν να μελοποιείς εφημερίδα, και δεν ήξερα πώς θα τα δεχτούν οι νέοι άνθρωποι. Μόλις τελειώνω, δεν χειροκροτεί κανείς. Έχουν κοπεί τα χέρια μου από την αγωνία, και για μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα δεν ακούω τίποτα. Γυρνώντας σιγά σιγά το σώμα μου και το κεφάλι, βλέπω να είναι αγκαλιασμένα τα παιδιά και να κλαίνε, και βάζω κι εγώ τα κλάματα.
Ο ίδιος ο ποιητής όπως και σε άλλες περιπτώσεις των μελοποιημένων στίχων του αποτελεί ο ίδιος και τον αυστηρό κριτή των έργων. Ο Λεοντής περιγράφει την ανταπόκριση που είχαν τα τραγούδια του στον Ρίτσο: Μετά από μερικές ημέρες, επειδή θα προχωρούσα στη σύνθεση των υπολοίπων κομματιών, σκέφτηκα να δω τον Ρίτσο για να μιλήσουμε πάνω σ’ αυτό. Είχα κάνει πέντε κομμάτια τότε, είχε προστεθεί και το «Ξέρουμε», και τα πήγα στο σπίτι του να τα ακούσουμε για να έχουμε έναν κώδικα συζήτησης. Τα πήγα σε μια άθλια ηχογράφηση σε ένα μαγνητόφωνο Φίλιπς, με ένα μουντό πιάνο… Ο Ρίτσος έμεινε αμίλητος την ώρα που τ’ ακούγαμε. Μετά, μου μίλησε με έναν απέραντο ενθουσιασμό, και τον ευγνωμονώ γι’ αυτό. Μου είπε: «Αισθάνομαι ότι είναι η πιο ώριμη και η πιο μεστή μελοποίηση ποιημάτων μου. Πήραν μια άλλη διάσταση τα κομμάτια, δεν είχα φανταστεί πόση δύναμη έκρυβαν». Ξέχασα τη μαγνητοταινία σπίτι του και αυτός την κράτησε, και όταν ήταν να ακούσει το «Καπνισμένο Τσουκάλι», άκουγε αυτήν, και όχι τον δίσκο».
Ο κατάλογος με τις μελοποιήσεις έργων του Ρίτσου είναι μακρύς και περιέχει σημαντικές στιγμές της ελληνικής τραγουδοποιίας. ‘Ένας άλλος σημαντικός συνθέτης, ο Δήμος Μούτσης συμπεριέλαβε στην “Τετραλογία” (1975) το ποίημα “Μετά την ήττα” με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Την ίδια περίοδο ο Γιώργος Κοτσώνης μελοποίησε την “Κυρά των Αμπελιών” (1975) Ο Σπύρος Σαμοΐλης μελοποίησε το 1977 τις «Γειτονιές του Κόσμου», ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» σε μουσική Βαγγέλη Πιτσιλαδή. Tην «Εαρινή Συμφωνία» προσέγγισε και ο Γιάννης Μαρκόπουλος, στο δίσκο “Τολμηρή Επικοινωνία”, το 1980, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του δίσκου «Πόλεμος και Ειρήνη», με ποίηση Ρίτσου μελοποιημένη από την Τερψιχόρη Παπαστεφάνου. Ο Νότης Μαυρουδής, τέλος, στα 1989, παρουσίασε το «Ο Χαμός του Λεβέντη» με τον Πέτρο Πανδή στο δίσκο «Κάπου Ανατολικοδυτικά».
Μία παρέκβαση: Η διάσταση της Κύπρου
Τα γεγονότα στην Κύπρο δεν ήταν δυνατό να μη συγκινήσουν το μεγάλο μας ποιητή, ο οποίος δηλώνει παρών δημιουργικά με το ποιητικό του έργο: «Ο Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο» το οποίο εκδόθηκε το 1974. Δύο χρόνια μετά το έργο ενέπνευσε τον Γιώργο Κοτσώνη, αλλά και τον Μιχάλη Τερζή, ο οποίος κάνει με το ομώνυμο έργο το δισκογραφικό του ντεμπούτο. Ο Τερζής μας θυμίζει (5): «Τα τραγικά γεγονότα της εισβολής του Αττίλα στην Κύπρο μας είχαν συνταράξει όλους, αρρωστήσαμε. Εγώ τότε μόλις ξεκινούσα την καριέρα μου, ως πιανίστας, στις μπουάτ της Πλάκας. Ένα βράδυ βρέθηκα σε κινηματογράφο του Παγκρατίου να παρακολουθώ το συνταρακτικό ντοκιμαντέρ -καταγγελία- του Μιχάλη Κακογιάννη «Κύπρος 74», νομίζω ήταν ο τίτλος ή κάπως έτσι. Όλο αυτό που έβλεπα ήτανε μια ανείπωτη τραγωδία. Μέγας θρήνος και οδυρμός επικρατούσε στον κόσμο μέσα στην αίθουσα. Βγήκα έξω σοκαρισμένος, βρέθηκα στα βιβλιοπωλεία να ψάχνω κάτι που «Τα Νέα» είχαν με λίγα λόγια παρουσιάσει πρόσφατα. Έπεσα πάνω στο έργο του Γιάννη Ρίτσου «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο». Ο άμεσος καταγγελτικός λόγος του Ρίτσου με συνεπήρε. Άρχισα τα πρώτα σχεδιάσματα - εν θερμώ - και σύντομα είχα ολοκληρώσει όλες τις μελοποιήσεις. Ο Γιώργος Ζωγράφος ακούγοντας την δουλειά μου με πήγε στη Μίνως. Ο Μ. Μάτσας και ο Αχ. Θεοφίλου εγκρίνουν τα τραγούδια και προγραμματίζουν την ηχογράφηση με ενορχηστρωτή τον Τάσο Καρακατσάνη. Στούντιο το παλιό Siera. O δίσκος LP κυκλοφόρησε σύντομα.
Τα γεγονότα στην Κύπρο δεν ήταν δυνατό να μη συγκινήσουν το μεγάλο μας ποιητή, ο οποίος δηλώνει παρών δημιουργικά με το ποιητικό του έργο: «Ο Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο» το οποίο εκδόθηκε το 1974. Δύο χρόνια μετά το έργο ενέπνευσε τον Γιώργο Κοτσώνη, αλλά και τον Μιχάλη Τερζή, ο οποίος κάνει με το ομώνυμο έργο το δισκογραφικό του ντεμπούτο. Ο Τερζής μας θυμίζει (5): «Τα τραγικά γεγονότα της εισβολής του Αττίλα στην Κύπρο μας είχαν συνταράξει όλους, αρρωστήσαμε. Εγώ τότε μόλις ξεκινούσα την καριέρα μου, ως πιανίστας, στις μπουάτ της Πλάκας. Ένα βράδυ βρέθηκα σε κινηματογράφο του Παγκρατίου να παρακολουθώ το συνταρακτικό ντοκιμαντέρ -καταγγελία- του Μιχάλη Κακογιάννη «Κύπρος 74», νομίζω ήταν ο τίτλος ή κάπως έτσι. Όλο αυτό που έβλεπα ήτανε μια ανείπωτη τραγωδία. Μέγας θρήνος και οδυρμός επικρατούσε στον κόσμο μέσα στην αίθουσα. Βγήκα έξω σοκαρισμένος, βρέθηκα στα βιβλιοπωλεία να ψάχνω κάτι που «Τα Νέα» είχαν με λίγα λόγια παρουσιάσει πρόσφατα. Έπεσα πάνω στο έργο του Γιάννη Ρίτσου «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο». Ο άμεσος καταγγελτικός λόγος του Ρίτσου με συνεπήρε. Άρχισα τα πρώτα σχεδιάσματα - εν θερμώ - και σύντομα είχα ολοκληρώσει όλες τις μελοποιήσεις. Ο Γιώργος Ζωγράφος ακούγοντας την δουλειά μου με πήγε στη Μίνως. Ο Μ. Μάτσας και ο Αχ. Θεοφίλου εγκρίνουν τα τραγούδια και προγραμματίζουν την ηχογράφηση με ενορχηστρωτή τον Τάσο Καρακατσάνη. Στούντιο το παλιό Siera. O δίσκος LP κυκλοφόρησε σύντομα.
Η συνάντηση με τον ποιητή ήρθε να επιβεβαιώσει την αλήθεια των στίχων του, απόλυτη συνέπεια ζωής και λόγου. Επισκεφθήκαμε, θυμάται ο Τερζής, με τον Γ. Ζωγράφο τον ποιητή στο σπίτι του, για ν' ακούσει στο πιάνο την δουλειά μας. Με πολύ ευγένεια και πατρικές παραινέσεις μας ενθάρρυνε. Μαγεύτηκα αμέσως από τις υπέροχες εικαστικές παρεμβάσεις του στις θαλασσινές πέτρες και τα ριζώματα, που υπήρχαν παντού στο σπίτι και που η θάλασσα ξέβρασε σε κάποια παραλία της Σάμου, όπου τις συνέλεξε. Τις στόλιζε με καταπληκτικά σχόλια και πραγματική αγάπη.
Πάντα σε ποίηση Ρίτσου, ο Μάριος Τόκας, ο λαοφιλής και τόσο πρόωρα χαμένος Κύπριος δημιουργός, εξέδωσε το δίσκο «Πικραμένη μου Γενιά» (1981) με τη συμμετοχή του Λάκη Χαλκιά. Ο συγκεκριμένος δίσκος είναι σημαντικός και για τον συνθέτη - ο τελευταίος πριν τη στροφή προς ένα πιο λαοφιλές είδος τραγουδιού - και για τον ποιητή - καθώς περιείχε ανέκδοτα ποιήματά του. Από τα 11 τραγούδια του δίσκου ξεχωρίζει το «Δεν κλαίω γι’ αυτά που μου ’χεις πάρει», τραγούδι που σε δεύτερη εκτέλεση ερμήνευσε ζωντανά και ο Γιώργος Νταλάρας. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, το 1995, ο συνθέτης ηχογραφεί στη Λευκωσία το δίσκο «Ψυχή τε και σώματι». Οι στίχοι που εμπνέουν τον Τόκα έχουν γραφτεί από τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη και τον Ανδρέα Ζάκο, αείμνηστους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, τον Σπύρο Κέττηρο, και τον Ρίτσο. Από τον τελευταίο, ο Τόκας διαλέγει απόσπασμα από το ποιητικό έργο «Αποχαιρετισμός», αφιερωμένο στον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον γνωστό αγωνιστή του αντιαποικιακού αγώνα της Κύπρου.
Ο διαχρονικός Ρίτσος και οι μελοποιήσεις μετά το 1989
Το έτος 1989 ως σημείο περιοδολόγησης των μελοποιήσεων του Ρίτσου δεν είναι τυχαίο, καθώς σηματοδοτεί την κατάρρευση - ή ανατροπή κατ’ άλλους - των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Μία απλοποιημένη πρόσληψη του Ρίτσου ως μονοδιάστατα πολιτικού ποιητή ίσως να προέβλεπε την υποχώρηση του έργου του ποιητή από το τραγούδι, μαζί με το πολιτικό-ιδεολογικό φορτίο που αυτό το έργο εξέφρασε. Κι όμως, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, παρά το δημιουργικό βάρος των προηγούμενων χρόνων και των ήδη μελοποιημένων κειμένων, και παρά τις κατευθύνσεις και τους στόχους εταιρειών, δημιουργών και κοινού, ο Ρίτσος συνεχίζει να τροφοδοτεί το ελληνικό τραγούδι. Είναι γεγονός ότι η δισκογραφική παρουσία έργων του ποιητή αραιώνει σε συχνότητα, χωρίς όμως να γίνεται αμελητέα.
Ανάμεσα στις σπουδαιότερες στιγμές συγκαταλέγονται τρία τραγούδια («Κίτρινο φθινόπωρο», «Ο παγωτατζής», «Το εξοχικό κεντράκι») σε μουσική Σπήλιου Μεντή που βρίσκουμε στο δίσκο «Θα ακούσετε τραγούδια του Σπήλιου Μεντή» (1992) με βασική ερμηνεύτρια την Αφροδίτη Μάνου. Σημειώνουμε επίσης δύο ποιήματα που μελοποίησε ο Γιάννης Ζουγανέλης στο δίσκο του «Παραμυθοτράγουδα» (1996), τις νέες μελοποιήσεις του Νίκου Μαμαγκάκη που βρίσκουμε σε δουλειές του όπως «Στεναγμός Ανατολίτης» (1997) και «Δρόμοι της νύχτας» (2002) καθώς και έναν κύκλο τραγουδιών σε μουσική του Σωτήρη Σακελλαρόπουλου με τίτλο «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού» (2000). Όπως προαναφέρθηκε, ο «Επιτάφιος» του Θεοδωράκη ευτύχησε να παρουσιαστεί σε άλλες δύο εκδοχές το 2000, από τη Νένα Βενετσάνου και το πιάνο του Σαράντη Κασσάρα, και από τη Μαρία Σουλτάτου. Πρόσφατα, η Στέλλα Γαδέδη μελοποίησε Ρίτσο στο δίσκο της «Πάντως ήταν νύχτα - Λα πουπέ», για τις ανάγκες της παράστασης «Πάντως ήταν νύχτα» που δόθηκε το Μάρτιο του 2003 στο Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη. Ο νεαρός τραγουδοποιός Νίκος Ζουρνής μελοποίησε απόσπασμα από το «Πρωινό Άστρο» στο πολύ πρόσφατο πρώτο του άλμπουμ «Χιλιόμετρα» με ερμηνευτή τον Μανώλη Λιδάκη, ενώ και ο Σάκης Τσιλίκης εξέδωσε πρόσφατα και αυτός τη δική του εκδοχή στο τρυφερό αυτό ποίημα (στο δίσκο του συμμετέχουν μεταξύ των άλλων και ο Πάνος Κατσιμίχας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Πέτρος Πανδής). Η Πηγή Λυκούδη είναι, επίσης, μία από τις δημιουργούς που επιμένουν στο κεφάλαιο Ρίτσος σήμερα. Πέρυσι, ένα νέο έργο της βασισμένο στην ποίηση του παρουσιάστηκε ζωντανά στην Αθήνα με τη μορφή συμφωνικού ποιήματος. Η ίδια εξηγεί (6): «Μελοποίησα το ποίημά του ‘Η Δίψα στον Μυστρά’ που γράφτηκε στο Μυστρά τον Ιούνιο 1954 και δείχνει τον επηρεασμό του Ρίτσου από το περιβάλλον της Λακωνίας και ιδιαίτερα από το βυζαντινό τοπίο. Αριστοτεχνικά χρησιμοποιεί την ιστορία ταξιδεύοντας στο παρελθόν και το παρών περνώντας τα προσωπικά του βιώματα. Πηγή έμπνευσης του έργου ο τελευταίος στίχος του ποιήματος ‘...Καίγοντας και φωτίζοντας, φωτίζοντας και καίγοντας’. Πιστεύω πως αυτός ο στίχος αποκαλύπτει τη διαδρομή για την δημιουργία της αυθεντικής Τέχνης». Σημειώνουμε, τέλος, ότι το ίδιο έργο του Ρίτσου πρόκειται να κυκλοφορήσει μελοποιημένο και από το Χρήστο Λεοντή.
Συμπέρασμα: Κατακτώντας τη διαχρονικότητα
Γίνεται, συνεπώς, εμφανές ότι η περίπτωση Ρίτσου απασχόλησε - και συνεχίζει να απασχολεί - πλήθος συνθετών. Αυτή η πορεία δεν εξηγείται απλοϊκά από την πολιτική διάσταση της ποίησης του Ρίτσου, την τόσο υπερτονισμένη από τους λογής επικριτές του. Σαφώς και έπαιξε ρόλο η έντονη πολιτικοποίηση των δεκαετιών του ’60 και ’70, που βρήκε την αντιστοιχία της στην ποίηση του Ρίτσου, ενός στρατευμένου δημιουργού της Αριστεράς, και στις μελοποιήσεις του Θεοδωράκη καταρχήν, και του Μικρούτσικου μετέπειτα. Αυτή όμως η ερμηνεία αντανακλά μικρό μέρος μόνο της πραγματικότητας.
Πώς εξηγείται ότι, εν έτη 2008, η Στέλλα Γαδέδη επιμένει να μελοποιεί έναν Ρίτσο βαθιά υπαρξιστικό και μελαγχολικό; Η ίδια απαντά (7): «Όταν μου έκαναν την πρόταση απόρησα πως διάλεξαν εμένα να μελοποιήσω Ρίτσο. Κρίνοντας από τις μελοποιήσεις της στρατευμένης ποίησης του, θεωρούσα ότι ο Ρίτσος δεν ήταν της δικής μου ψυχοσύνθεσής, χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω στο ελάχιστο την αξία αυτών των έργων και την απήχησή τους στον κόσμο. Εκείνη την εποχή δεν είχα καθόλου επαφή με αυτά τα τραγούδια γιατί ήμουν πολύ νέα και άκουγα ξένα ροκ συγκροτήματα και κλασσική μουσική. Όταν όμως διάβασα τα κείμενα που είχε επιλέξει η Ιουλίτα Ηλιοπούλου ενθουσιάστηκα, ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Ένας τόσο μεγάλος ποιητής μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα, να είναι κοντά στο κάθε άνθρωπο. Αυτός είναι ο δικός μου Ρίτσος. Κείμενα πολύ προχωρημένα ακόμα και για την εποχή μας. Ο Ρίτσος δεν ήθελε να τα εκδώσει όσο ζούσε γιατί θεωρούσε ότι δε θα γίνουν αποδεκτά από την ελληνική κοινωνία. Μιλάει για τη μοναξιά, τον έρωτα, το θάνατο και για όλες τις πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης με τρόπο μοναδικό. Απλά, καθημερινά και εντυπωσιακά ακραία. Η βαθειά εξομολόγηση ενός μοναχικού ανθρώπου που όταν γυρίζει βράδυ σπίτι του και ειδικά όταν ξεκλειδώνει την πόρτα του θέλει να είναι για κάτι ευχαριστημένος, έστω δικαιολογημένος όπως λέει. Ύστερα σιγά σιγά, όταν τα φώτα της πόλης ανάβουν ένα-ένα και η νύχτα πέφτει, αρχίζει να ελευθερώνεται από τα πράγματα, ανοίγει την πόρτα του γυάλινου κλουβιού του και μπαίνει μέσα (του). Γίνεται φως, φωτίζεται, φωτίζει.»
Πώς εξηγείται η επιμονή του Μαμαγκάκη και του Μαρκόπουλου να αναπλάσουν την ερωτική «Εαρινή Συμφωνία»; Πώς εξηγείται ο ρόλος του Ρίτσου στις avant–garde δημιουργίες του Μικρούτσικου; Πώς όμως εξηγείται και η ατολμία ή απροθυμία μελοποίησης του πολιτικού - κυρίως - Ρίτσου που χαρακτηρίζει τους νεότερους συνθέτες και τραγουδοποιούς; Δεν υπάρχουν έμμετρα ποιήματα του Ρίτσου τα οποία μπορούν να εμπνεύσουν ή μήπως δεν υπάρχει η μουσική παιδεία του πώς μπορούν να μελοποιηθούν ως τραγούδια ποιήματα σε ελεύθερο στίχο; Τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά.
Πώς εξηγείται η επιμονή του Μαμαγκάκη και του Μαρκόπουλου να αναπλάσουν την ερωτική «Εαρινή Συμφωνία»; Πώς εξηγείται ο ρόλος του Ρίτσου στις avant–garde δημιουργίες του Μικρούτσικου; Πώς όμως εξηγείται και η ατολμία ή απροθυμία μελοποίησης του πολιτικού - κυρίως - Ρίτσου που χαρακτηρίζει τους νεότερους συνθέτες και τραγουδοποιούς; Δεν υπάρχουν έμμετρα ποιήματα του Ρίτσου τα οποία μπορούν να εμπνεύσουν ή μήπως δεν υπάρχει η μουσική παιδεία του πώς μπορούν να μελοποιηθούν ως τραγούδια ποιήματα σε ελεύθερο στίχο; Τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά.
Για να κατανοήσουμε τη θέση του Ρίτσου στο ελληνικό τραγούδι, πρέπει να στραφούμε στην ίδια την ποίησή του, με τη βαθιά της μουσικότητα, με το τεράστιο θεματολογικό της εύρος, με την ποικιλία των μοτίβων και των μορφών έκφρασης. Η θέση του Ρίτσου (του Βραβείου Λένιν και του Νόμπελ που δεν ήρθε ποτέ εξαιτίας έξω-καλλιτεχνικών παραγόντων) στο τραγούδι ερμηνεύεται καταρχήν βάσει της αξίας της ποίησής του. Και η πρόσφατη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή είναι μια ευκαιρία να στραφούμε ξανά στις ποιητικές δημιουργίες του, και στα μεγάλα μουσικά έργα που αυτές ενέπνευσαν, μακριά από αβάσιμα στερεότυπα και μονομέρειες. Όπως χαρακτηριστικά μας λέει ο Θάνος Μικρούτσικος: «Βεβαίως και ο Ρίτσος είναι και στη ‘Μακρόνησο’, βεβαίως και είναι και στο ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’, βεβαίως και είναι στον ‘Επιτάφιο’ και τη ‘Ρωμιοσύνη’. Υπάρχει μία αδιατάρακτη συνέχεια. Εκείνο όμως το κομμάτι αφορούσε μια επικαιρικότητα και μία έκφραση ενός πόνου και του βασανισμού του κόσμου σε σχέση με μια συγκεκριμένη περίοδο. Το άλλο κομμάτι ξεφεύγει απ’ τα όρια και πραγματικά εκφράζει τον σύγχρονο άνθρωπο απ’ τη σκοπιά του Γιάννη Ρίτσου με έναν τρόπο απίστευτο». Αυτή η διαχρονικότητα του έργου του Ρίτσου μεταλαμπαδεύτηκε, ευτυχώς, και στο ελληνικό τραγούδι, γράφοντας μερικές από τις πιο φορτισμένες στιγμές αυτής της τόσο πλούσιας έκφανσης του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού.
Πηγές
(1) Από συνέντευξη του συνθέτη στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 25/06/03.
(2), (3), (4), (5), (6), (7). Οι συνεντεύξεις των συνθετών δόθηκαν στους υπογράφοντες το κείμενο, το διάστημα 1-15 Μαΐου 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου