(Χρήστος Λεοντής - Φοίβος Δεληβοριάς)
"Με μεγάλη ευχαρίστηση αποδέχτηκα την πρόσκληση γι' αυτό το διάλογο, αφού δεν θυμάμαι μια στιγμή στη ζωή μου που δεν υπήρχαν τέτοιου είδους εμπόδια στη μουσική. Θα ξεκινήσω από ένα γεγονός: Δημοκρατική Αλλαγή, 17/1/1966. Η Δημοκρατική Αλλαγή ήταν μια αξιόλογη εφημερίδα της Αριστεράς, οι παλιότεροι θα την θυμούνται, εσείς οι νεότεροι μπορεί και να μην έχετε ακούσει, γιατί κράτησε 2-3 χρόνια όλα κι όλα. Τίτλός: "Έντονη η αντίδραση του πνευματικού κόσμου στο διωγμό του Μίκη Θεοδωράκη από το ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας)". Υπότιτλος: "Ο Χρήστος Λεοντής παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας από το ραδιόφωνο". Εγώ τότε, νέος 23 χρονών, διεύθυνα την ορχήστρα της ΕΡΤ, για δύο χρόνια. Το ρεπερτόριό μου περιελάμβανε τραγούδια "αντρεπτικά" για την εποχή, δηλαδή μιας άλλης λογικής. Η άλλη λογική ήταν τα τραγούδια του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Λοΐζου, του Μαρκόπουλου, του Ξαρχάκου, δικά μου. Κάθε φορά που με καλούσαν να διευθύνω, έπρεπε να ηχογραφήσω 8 τραγούδια για τη μεγάλη ορχήστρα της ΕΡΤ και πληρωνόμουν 624 δραχμές για την εκπομπή. Ήμουν υποχρεωμένος κάθε εβδομάδα να καταθέσω το πρόγραμμα των τραγουδιών που θα ηχογραφούσα την επόμενη εβδομάδα. Εκείνη τη φορά είχα το "Με το λύχνο του άστρου" από το Άξιον Εστί, "Της δικαιοσύνης ήλιε" από το Άξιον Εστί, άλλο ένα του Θεοδωράκη, και πέντε τραγούδια άλλων καλλιτεχνών. Μου λέει ο υπάλληλος: "Δεν μπορείς να τα ηχογραφήσεις, γιατί δεν επιτρέπεται να ηχογραφηθεί Θεοδωράκης". Του απάντησα ότι εγώ δεν δέχομαι να αλλάξω το πρόγραμμα, και παρακάλεσα να με φέρει σε επαφή με τον διευθυντή. Δεν το έκανε, έγραψα μια επιστολή στον διευθυντή και μου επιβεβαίωσε ότι δεν πλέον είχε μπει λογοκρισία και επιτρεπόταν να ηχογραφώ τραγούδια τέτοιου περιεχομένου. Παραιτήθηκα βεβαίως, αποποιούμενος και τον μοναδικό πόρο ζωής που είχα.
Από την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες άρχισαν να ζητούν τη συμπαράσταση των πνευματικών ανθρώπων, παλαιοτέρων και νεοτέρων. Δεν ήταν πάντα οι πνευματικού άνθρωποι στο ύψος τους. Κρίμα που δεν πρόλαβα να σας φέρω τις απαντήσεις του Τσάτσου - επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας - και άλλων, οι οποίοι έλεγαν ότι "δεν παίρνουμε θέση, δεν μπορούμε να μιλήσουμε". Με την λογοκρισία, ήμασταν υποχρεωμένοι να γράφουμε τα τραγούδια μας, νότες και λόγια, και να τα υποβάλλουμε πριν ηχογραφηθούν στο Υπουργείο Προεδρίας. Υπήρχε μια επιτροπή με λογοκριτές, επικεφαλής της οποίας ήταν ο συνθέτης Χατζηαποστόλου, μετά ήταν ο υιός του, και άλλοι. Πολλοί από μας, για νότες γράφαμε τον Εθνικό Ύμνο. Δεν ξέραμε ότι οι περισσότεροι στην επιτροπή δεν ήξεραν μουσική γραφή, και τα έκοβαν χωρίς δικαιολογία. Κόβαμε λόγια, γράφαμε με υπονοούμενα...
Πρέπει να επιμείνουμε στο τι γίνεται σήμερα. Τότε το ήξερες, μπορούσες να αγωνιστείς, να ξεγελάσεις, να βρεις κρυφούς τρόπους επαφής και επικοινωνίας. Σήμερα είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις, μόνο που δεν σε παίζουνε πουθενά. Αυτό είναι το ύπουλο και το επαίσχυντο, και το ρόλο αυτό τον παίζει καταρχήν η ιδιωτική τηλεόραση. Εμείς οι πολίτες δεν πρέπει να διστάζουμε να διαμαρτυρηθούμε, να πάρουμε τηλέφωνο, να αντιδράσουμε, είτε πρωϊνάδικα βλέπουμε, είτε σκυλάδικα, είτε στυλιζαρισμένη μόδα και γυαλάδα. Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα, γιατί είμαι από τους ανθρώπους που δεν έχουν να χάσουν τίποτα.
1973: τα γεγονότα της Νομικής, κόσμος περνούσε, πέταγε τσιγάρα και σάντουιτς στα παιδιά που ήταν μέσα και αγωνίζονταν. Κάποια στιγμή βρέθηκα κι εγώ εκεί, έφυγα αμέσως, γιατί έψαχνα τρόπο να εκφράσω αυτό που αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή. Κατέφυγα στον Ρίτσο, και αποτέλεσμα ήταν το "Καπνισμένο Τσουκάλι" του Ρίτσου. Προσπάθησα να το παίξω, έπιασα πρώτη φορά στη ζωή μου ένα μαγαζί στην Πλάκα, το οποίο ονόμασα "Αγρύπνια", από έναν ποιητικό κύκλο του Ρίτσου, όπου τραγουδούσα το "Καπνισμένο Τσουκάλι". Μπόρεσα καμιά δεκαπενταριά μέρες, μετά το έκλεισε η αστυνομία, μαζί με κάτι κακόφημα κέντρα.
Τι θέλω να πω μ' αυτό; Λογοκρισία δεν είναι ακριβώς να μην πεις το ένα τραγούδι και να πεις το άλλο. Λογοκρισία είναι ένας τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι όπως εσύ αισθάνεσαι, όπως εσύ νιώθεις με τη σκέψη, την ψυχή και το μυαλό σου, αλλά όπως θέλω εγώ. Η λογοκρισία είναι μια καταπάτηση που δεν αφορά μόνο τους συγγραφείς ή τους συνθέτες που δεν μπορούν να γράψουν τραγούδια· αυτό είναι το λιγότερο. Είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να ζεις με αξιοπρέπεια, να ζεις και να εκφράζεσαι με τον τρόπο που εκπορεύεται από μέσα σου. Ο κίνδυνος είναι να σου αφαιρέσουν το δικαίωμα του αγώνα για την αξιοπρέπειά σου και να σε οδηγήσουν στην παραίτηση. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας νοοτροπίας μπορεί να μην είναι άμεσο, αλλά μακροπρόθεσμο. Το τραγούδι που αναπτύξαμε μετά τη μεταπολίτευση έφτασε σήμερα να έχει ελάχιστους νέους εκφραστές, όχι επειδή δεν υπάρχουν νέοι δημιουργοί. Υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που έχουν να πουν πολλά πράγματα, αλλά η αφαίρεση του δικαιώματος να εκφραστείς τους αφήνει στην αφάνεια και προβάλλει μοντέλα παραίτησης. Γι' αυτό, οι νέοι θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν θέλουμε να τους οδηγήσουμε να τραγουδάνε ρεμπέτικα σώνει και καλά. Ας τραγουδήσουν ό,τι θέλουν. Αλλά να αγωνιστούν για το δικαίωμα να διαλέγουν οι ίδιοι αυτό που επιθυμούν. Ψάξτε, ανατρέψτε, και ξεκαθαρίστε το τοπίο και στη μουσική. Το περιμένουμε κι εμείς".
Χρήστος Λεοντής
Εισήγηση στην εκδήλωση: "Μορφές λογοκρισίας τότε και σήμερα"
15 Νοεμβρίου 2008, Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, Οργάνωση: Νέοι/Νέες της ΑΚΟΑ
2 σχόλια:
Μα οι παλαιοί λογοκριτές ήταν ερασιτέχνες. Πετσόκοβαν χονδροειδώς το τραγούδι για το οποίο διψούσε ο λαός. Ενώ οι σύγχρονοι είναι κορυφαίοι επαγγελματίες. Φρόντισαν κι έσβησαν τη δίψα με Κόκα Φόλα. Ποιος να διψάσει για νεράκι;
Νεράκι; Τι είναι αυτό;
:)
Δημοσίευση σχολίου