Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Maria Mussini: "Η περίπτωση του Σωτήρη Κακίση"

Έξω πάμε καλά! Τα "Μουσικά Προάστια" εξασφάλισαν την εισαγωγή της μεταπτυχιακής εργασίας της ιταλίδας ερευνήτριας Maria Mussini που εκπονήθηκε στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Ca'Foscari Venezia κατά το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Το θέμα της; "Αναγνώσεις και μεταφράσεις των ελλήνων λυρικών στη σύγχρονη Ελλάδα: Η περίπτωση του Σωτήρη Κακίση". Μία εντυπωσιακή μελέτη για έναν ποιητή που άνοιξε νέους δρόμους στη μετάφραση των αρχαίων λυρικών ομότεχνών του.



 



ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Το θέμα της εργασίας αυτής είναι διπλό: από τη μια πλευρά μιλά για τη σχέση μεταξύ της αρχαίας ελληνικής ποίησης και της επάρκειας των νέων ελληνικών να την μεταφράσουν, από την άλλη πλευρά είναι το ενδεχόμενο οι νέοι κυρίως, αλλά και ένα ευρύτερο κοινό, να προσεγγίσουν την αρχαία ποίηση και να κατανοήσουν την αξία της σήμερα. Αυτό το θέμα είναι πολύ ευρύ: εδώ παρουσιάζονται μόνο κάποιες βασικές ιδέες και εμπειρίες, αλλά, κατά τη γνώμη μου, θα ηταν ευχής έργον να βρει η ποίηση την σημασία που είχε ανέκαθεν σε όλους τους πολιτισμούς, ειδικά στην Ευρώπη, και η οποία τώρα έχει μετατοπιστεί στην πεζογραφία. Η απόσταση μεταξύ του αναγνώστη και του ποιήματος είναι ίσως ακόμη πιο μεγάλη, επειδή πολλοί αισθάνονται ότι δεν έχουν τα μέσα για να λάβουν μέρος σε αυτή τη συζήτηση, σαν να ήταν ένα θεμα για εμπειρογνώμονες στη λογοτεχνία. Αλλά το μόνο και επαρκές προσόν για να χαρεί κανείς την ποίηση είναι να την αγαπά.
Θα επανέλθω αργότερα στο θέμα της σχέσης ανάμεσα στην ακαδημαϊκή παράδοση και μια διαφορετική στάση απέναντι στα αρχαιοελληνικά ποιήματα, προϊόν του εξωφιλολογικού πάθους του Σωτήρη Κακίση, του οποίου οι μεταφράσεις μας οδηγούν μακριά από την αυστηρή εικόνα που αναπαράγουν διαρκώς οι επίσημες επιστήμες του κειμένου.
Αλλά πρώτα θα ήθελα να κάνω εδώ μερικές παρατηρήσεις σχετικά με τη μετάφραση και τα προβλήματα που, ιδίως η μετάφραση της ποίησης, παρουσιάζει. Πράγματι στο ποιητικό είδος η σχέση μεταξύ γλώσσας και αντικειμένου είναι η αξία και η δύναμη του κειμένου και της έμπνευσης του συγγραφέα, αλλά ο λυρισμός είναι επίσης το αποτέλεσμα της σχέσης που οι άνθρωποι (που ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό περιβάλλον) έχουν με την φύση, με τα συναισθήματα και με τις εμπειρίες τους, που σχηματίστηκαν και έδρασαν με το δικό τους πολιτισμό.
Aν δεχτούμε ότι η σχέση μεταξύ ποιητικής μορφής και ποιητικού μηνύματος είναι δεσμευτική για το αποτέλεσμα, τότε η ερώτηση που ακολουθεί είναι η έξης: Είναι δυνατή η μετάφραση ενός ποιήματος; Πώς μπορούμε να μεταφράσουμε και να παρέχουμε μια δομή εξίσου αποτελεσματική;
Το σημαντικό δεν είναι -και ούτε αρκεί- να μεταφέρουμε έννοιες από τη μία γλώσσα στην άλλη, αλλά πρέπει να καταλάβουμε σε βάθος την σχέση περιεχομένου και μορφής. Και όχι μόνον αυτό: στην πραγματικότητα πρέπει να καθοριστεί αν η μεταφορά από έναν πολιτισμό σε έναν άλλο είναι λειτουργική ή όχι. Η μετάφραση βασίζεται στην πίστη πως το ίδιο μήνυμα, ανεξάρτητα από το περιβάλλον του, λειτουργεί -ακόμη και σε αλλοιωμένη μορφή. Η απόδειξη ότι η προσπάθεια είναι επιτυχής είναι ότι τα ποιήματα στη νέα τους μορφή προτείνουν ένα ποιητικό αποτέλεσμα που δικαιολογεί την προδοσία που υπάρχει στη μετάφραση.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιό ιδιόμορφα στους νεοέλληνες, όταν θέλουν να γευθούν τους αρχαίους Έλληνες σε μετάφραση (για προσωπική διασκέδαση ή να τους μελετήσουν στο σχολείο). Η θέση του νεοέλληνα προς τους αρχαίους δεν ήταν ξεκάθαρη τα τελευταία διακόσια χρόνια: ενώ όλοι αναγνώριζαν πως ασφαλέστατα είχαν να κάνουν με την ίδια γλώσσα, βιάζονταν να προσθέσουν ότι η κατανόηση παρόμοιων κειμένων (τα οποία έχουν και διαφορετική δομή και διαφορετική λειτουργικότητα) δεν είναι εύκολη, κυρίως όταν προέρχεται από τον νεότερο αναγνώστη, τον συνήθως ελάχιστα επίμονο. Στο πρόβλημα της ανάγνωσης και της κατανόησης των κλασσικών συγγραφέων προτείνονται δύο διαφορετικές λύσεις: από τη μια πλευρά είναι εκείνοι που θεωρούν τη μετάφραση σαν τρόπο στηρίξης του μαθητή (του γυμνασίου ή του λυκείου) και γι’αυτό αποφάσιζαν να την δώσουν ως βοήθημα, με τις σημειώσεις και τα σχόλια. Από την άλλη πλευρά βρίσκονται όσοι πιστεύουν ότι η μετάφραση, όπως ακριβώς θα την έκαναν για οποιαδήποτε ξένη γλώσσα, στην πράξη αφορά στην αντικατάσταση του κειμένου, ώστε ο αναγνώστης να βιώσει την ουσία του αρχαίου λόγου.
Παρουσιάζονται δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, μια φιλολογική και μια αισθητική, που μπορεί να δημιουργήσουν δύο διαφορετικές και διακριτές θεωρίες της μετάφρασης και, επομένως, επίσης δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για τη σχολική ανάγνωση.
Στο πρόβλημα της γλωσσικής κατανόησης προστίθεται και ένα άλλο. Ένας από τους λόγους της μη σωστής κατανόησης των κειμένων από τους σημερινούς μαθητές και φοιτητές (στην Ελλάδα και στην Ιταλία) βρίσκεται ακριβώς στην παραγνώριση του προφορικού τους χαρακτήρα, καθώς επιμείναμε να εφαρμόζουμε στα έμμετρα δημιουργήματα κανόνες του συντακτικού και της γραμματικής, που ταιριάζουν και χρησιμεύουν συνηθέστερα στον πεζό λόγο. Έτσι, ειδικά οι νέοι χάνουν τη χαρά της ανάγνωσης της ποίησης και δεν μπορούν να την αισθανθούν κοντά τους, αλλά την ζουν ως γλωσσική άσκηση και μόνο.
Αυτό μου φαίνεται πολύ πιο σοβαρό για τον ελληνικό πολιτισμό, όπου πιστεύω ότι είναι αναγνωρίσιμη μία ειδική ώθηση στην ποίηση, σαν προς μια τάξη ενυπάρχουσα και κοσμούσα τον βίο.
Στην Ελλάδα, στον ακαδημαϊκό κόσμο ιδίως, μνημονεύονται δύο μελετητές που έχουν ασχοληθεί με τη μετάφραση: Συκουτρής και Κακριδής. Ο πρώτος ζητούσε την φιλολογική μετάφραση σε πεζό των έργων που θα εξέδιδε η Ακαδημία των Αθηνών, μιά που αυτή σαν επίσημος θεσμός προσανατολίζεται στη διατήρηση του κατεστημένου και προσβλέπει στις ανάγκες του γυμνασιακά μορφωμένου κοινού, με τελικό σκόπο τη διάδοση της κλασσικής μόρφωσης. Ο Κακριδής, από την πλευρά του, επέμενε στην ολοκληρωτική αντικατάσταση του κειμένου από λογοτεχνική απόδοση, προκειμένου ν’ απευθυνθεί σ’ ένα πλατύτερο κοινό.
Στο τέλος η νεοελληνική πραγματικότητα έθαψε τις προσπάθειες και των δύο. Η Ακαδημία έπαψε να εκδίδει παρόμοιες προσπάθειες, και τον μεταφραστικό αγώνα τον συνέχισαν ιδιωτικοί εκδοτικοί οίκοι.
Και φυσικά το ζήτημα παραμένει ζωντανό στα σχολεία, όπου συναντά (και συγκρούεται με) το πρόβλημα των προγραμμάτων σπουδών στο εκπαιδευτικό σύστημα και της κατάρτισης των καθηγητών, γεγονός ακόμη πιο ευαίσθητο και περίπλοκο.

Έτσι, στην εργασία μου θα μιλήσω για το πώς ασχολήθηκε με τη μετάφραση των κλασσικών σε ένα περιβάλλον εξωακαδημαϊκό, πέραν της θεωρίας και της επίσημης θέσης, ένας νεαρός (εκείνη την εποχή) ποιητής, ο Σωτήρης Κακίσης, του οποίου η έμπνευση και τα ποιήματα αξίζουν να αναμετρηθούν με την σύγχρονη ποιητική παραγωγή ως δρώσες δυνάμεις, και να καλύψουν την γλωσσική, πολιτιστική, χρονική απόσταση με την δύναμη των εικόνων και του λόγου του.
Αυτό συμβαίνει επειδή ο ποιητής αποδέχεται ότι κάθε μετάφραση γίνεται ερμηνεία, ενημέρωση για την αίσθηση των αρχαίων, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει την ακρίβεια και την φιλολογική αυστηρότητα: οι εκδόσεις είχαν την εποπτεία του φιλολόγου Στέφανου Κουμανούδη και, αν και λείπουν γλωσσικά σχόλια και σημειώσεις για λόγους που εκτίθενται στη συνέχεια, βασίζονται στην προσεκτική ανάγνωση των πιο έγκυρων εκδόσεων των αποσπασμάτων.
Στο θέμα αυτό εστιάζεται η προσοχή του Ευγένιου Αρανίτση στα σχόλιά του πάνω στα ποιήματα του Κακίση[1], δηλαδή ότι η μετάφρασή του έχει φέρει κάτι αυθεντικό και ποιητικό ταυτόχρονα:
«Ο Κακίσης ενδιαφέρεται για κείνη τη χαμένη διαύγεια του συμβολικού με την οποία μπορούν ακόμη να μας πλησιάζουν οι αόρατες χειρονομίες των ανθρώπων που κρύβονται πίσω απ’τις φράσεις: ανοίγεται εδώ ένας αινιγματικός χώρος, γεμάτος από κάποιο στοργικό ενδιαφέρον για τους πόθους, τα φετίχ, τις καθημερινές συνήθειες, τις υπεκφυγές, τα πονηρά τεχνάσματα, τη μικρή προσωπική διαλεκτική των υποκειμένων που μιλούν μέσα απ’αυτή την αποσπασματική λογοτεχνία –των σχημάτων δηλαδή ενός πεπρωμένου τόσο μακρινού ώστε να παραμένει για μας σε κατάσταση αιώνιας αναστολής, λογοκριμένο απ’τις ορθολογιστικές νευρώσεις του φιλόλογου και τον καθωσπρεπισμό του ιστορικού».
Ο λόγος (καλύτερα: η αιτία) για αυτό το δροσερό ύφος είναι ότι ο Κακίσης αισθάνεται πραγματικά κοντά σε αυτά τα υπέροχα πρόσωπα, και αυτό το πλησίασμα, αυτή η οικειότητα, δεν είναι επίμοχθη αλλά φυσιολογική, σε σημείο που οι επικριτές του υποπτεύονται πως δεν χρησιμοποίησε λεξικό, αλλά την δική του αίσθηση του λόγου, καθώς υπέβαλε το κείμενο σ’ένα εξαντλητικό ερωτηματολόγιο, προσπαθώντας να το βιώσει και να το εκφράσει, λαμβάνοντας ως εσωτερική βεβαιότητα ότι οι ρίζες των λέξεων είναι ίδιες και ότι η έκδοση στα νέα ελληνικά δεν είναι μια ανακάλυψη, αλλά μια προσέγγιση προς έναν κόσμο που ανήκει σ’αυτόν, που ανήκει στον ελληνικό πολιτισμό για πάντα. Συνεχίζει ο Αρανίτσης:
«... στις μεταφραστικές αποσκευές που παίρνει μαζί του σ’αυτό το εκκεντρικό ξεκίνημα δεν θα βρει κανείς τον υπερτροφικό και γεμάτο άγχος σεβασμό προς το δεοντολογικό τέρας που φρουρεί τον ύπνο των φιλολόγων και των πανεπιστημιακών διδασκάλων»…
Έχω δει σε αυτό το έργο ένα μεγάλο σεβασμό για το αρχαίο γράμμα, αλλά και αγάπη και κατανόηση για τους ανθρώπους όλων των εποχών, γεγονός που αντικατοπτρίζεται σε όλα τα ποιήματά του. Ίσως γι’αυτό το λόγο ο Αρανίτσης καταλήγει το σχόλιό του λέγοντας ότι αυτές οι μεταφράσεις γινονται «μυστικές προεκτάσεις των Συρμάτων».[2]
Στο τέλος της εργασίας μου σε ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο κάνω μερικές παρατηρήσεις σχετικά με τη διδασκαλία της αρχαίας ποίησης στον τομέα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα σήμερα. Ξέρω ότι είναι ένα μεγάλο θέμα και σίγουρα δεν έχω απαίτηση να το εξαντλήσουμε, αλλά θα ήθελα απλώς να αναφέρω ορισμένες σκέψεις που έκανα κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου.
MARIA MUSSINI


[1] Ευγένιος Αρανίτσης, Οι λυρικοί του Σωτήρη Κακίση, sta in Το σύμπλεγμα του Κάιν, Άκμων, 1980.
[2] Τα Σύρματα (1978), όπως θα δούμε στη συνέχεια του κεφαλαίου που μιλά για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, είναι ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής του Κακίση.




Σωτήρης Κακίσης, 1978.

Δεν υπάρχουν σχόλια: