Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Η συνέντευξη του Μανώλη Ρασούλη στον Αλέξη Βάκη






ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ:

«Η πολιτιστική Ελλάδα έχει αυτοκαταργηθεί»


Συνέντευξη στον Αλέξη Βάκη
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ, Ιούνιος 2006)


Είναι ο σημαντικότερος Έλληνας στιχουργός της τελευταίας τριακονταετίας. Με λόγο αιχμηρό και επώδυνο, που δεν κολακεύει τα αυτιά των ακροατών του. Συν τοις άλλοις, ουδέποτε έκρυψε τον ομφάλιο λώρο που τον συνδέει από έφηβο με την Αριστερά. Πρόκειται για έναν άνθρωπο έλλογο, αλλά και βαθιά συναισθηματικό. Εδώ και αρκετά χρόνια με τιμά με τη φιλία του. Βρεθήκαμε στη συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε η Επιτροπή για τη διάσωση και αξιοποίηση του εργοστασίου της Columbia. Και συμφωνήσαμε να έρθει στον Ρ/Σ Κόκκινο 105,5 για να μιλήσουμε εφ’ όλης της ύλης. Πράγμα το οποίο και έγινε δυο μέρες μετά, το Σάββατο 20 Μαΐου. Όπου και αποφασίσαμε, με τη σύμφωνη γνώμη της διεύθυνσης του σταθμού, να απομαγνητοφωνήσουμε ένα μεγάλο τμήμα της συνέντευξης και να το δώσουμε για δημοσίευση στην Εποχή, της οποίας είμαστε και οι δυο αναγνώστες:
Α. Β.

Μανώλη, τι ακριβώς συντελείται όταν οι μπουλντόζες της ΜΑΡΜΙΝ (Τεχνική Κατασκευαστική Τουριστική Κτηματική Α.Ε., εκπροσωπούμενη από τον κύριο Σαμουήλ Μάτσα) μπαίνουν στο εργοστάσιο της Columbia;

Το τραγούδι υπάρχει εδώ και εκατομμύρια χρόνια, από τότε που πρωτοκραύγασε ο άνθρωπος. Όταν είδε το φεγγάρι, όταν είδε τον εαυτό του στο νερό κλπ. Κάτι ήθελε να πει, οπότε άρχισε τους βρυχηθμούς με έναν ρυθμικό τρόπο. Πολύ αργότερα, χιλιάδες χρόνια μετά, ήρθε η δισκογραφία. Στην Ελλάδα ήρθε μόλις το 1930. Ο κύριος Μάτσας και οι συν αυτώ θέλανε να μας αποδείξουν τελευταία ότι το τραγούδι υπάρχει μόνον επειδή υπάρχει η δισκογραφία. Αλλά και ότι το τραγούδι, για να το εγκλωβίσουνε μέσα σ’ αυτό το σχήμα, είναι απλώς μια ευτελής ανταλλακτική αξία, που έχει μια ωφελιμότητα. Όπως είναι το πλαστικό ποτηράκι που πίνουμε νερό. Η ουσία όμως δεν είναι το πλαστικό ποτηράκι, είναι το νερό. Διότι χωρίς νερό γκαγκαρώνουμε. Ευτελίζεις λοιπόν το τραγούδι και το θεωρείς μόνο μια ανταλλακτική αξία, δηλαδή ίσον με τη γραβάτα. Αλλά γραβάτα φέρνεις από το Μιλάνο, φέρνεις από την Ταϊβάν, απ’ όπου θες. Το ελληνικό τραγούδι φύεται εδώ πέρα, μέσα στην ποιότητα της έντασης με την οποία μιλάμε και επικοινωνούμε. Εκεί παράγεται, όχι στα θερμοκήπια των ιδιωτικών καναλιών: εκεί που συγχρωτίζονται οι άνθρωποι και κοιτάζονται στα μάτια. Το τραγούδι, μέσα στις σύγχρονες συνθήκες, έχει και εθνική αξία, και ψυχική διάσταση, και ανταλλακτική αξία. Που σημαίνει πως όταν η «ελεύθερη» αγορά, που είναι υπό την αιγίδα του κυρίου Μάτσα, με τον οποίο με χωρίζει βαθύ ταξικό μίσος, λειτουργεί έτσι ώστε να μην μπορείς π.χ. να βρεις δεκάδες δίσκους, ανάμεσα στους οποίους και αρκετούς δικούς μου, δεν είναι ότι έχω προσωπικό θέμα, που προσπαθώ να το βγάλω. Έχω ένα σύνθετο σκεπτικό που το έχω εκθέσει αρκετές φορές. Βλέπεις ότι ακόμα και η Αριστερά, η οποία έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία εδώ και είκοσι χρόνια, συνετέλεσε στο γίγνεσθαι που κατέληξε στην καταστροφή. Δεν ήρθε ποτέ, ας πούμε, η Αυγή η ο Ριζοσπάστης να μου πουν έλα εδώ, τι φωνάζεις; Γιατί τα βάζεις με τον Μάτσα; Ο οποίος είναι ένας καλός άνθρωπος, καπιταλιστής μεν αλλά νοικοκύρης, ενώ εσύ είσαι, ξέρω ‘γώ, ένας χουλιγκάνος, ένας πειρατής του πνεύματος. Δεν ήρθασι. Θα ήθελα λοιπόν να βάλω το ερωτηματικό τώρα. Να μην λέμε μόνο στις δώδεκα παρά ένα δευτερόλεπτο ότι πέσανε οι τοίχοι, ήρθαν οι μπουλντόζες και διάφορα τέτοια ρητορικά. Διότι βλέπανε στο Κολοσσαίο τα λιοντάρια να τρώνε τους χριστιανούς και αυτοί κοιτάζανε πέρα στους πέρα κάμπους. Εγώ και πολλάκις φυλακίστηκα και απόπειρα στραγγαλισμού είχα. Αλλά έβλεπα μέσα στα δικαστήρια ότι στελέχη της Αριστεράς ήτανε με τους εχθρούς και όχι με μένα. Έκανα και μια κριτική στην Αριστερά, του στυλ γιατί βρε παιδιά μουμιοποιηθήκατε τόσο πολύ; Και δεν έχουν το σθένος να κάτσουμε στο τραπέζι και να πούμε τι συμβαίνει στην εποχή μας. Καμιά φορά η Εποχή την Κυριακή βάζει ένα νηφάλιο αρθρίδιο, ότι ναι, υπάρχει έλλειμμα πολιτικό στην Αριστερά. Και τρέχα-γύρευε, γιατί αυτά τα περί ελλείμματος στην Αριστερά είναι φρασεολογίες του ΠΑΣΟΚ που τις φέραμε από την Αγγλοσαξονία, για να μην καταλαβαίνεις ακριβώς περί τίνος πρόκειται.

Εγώ πάλι θυμάμαι από τα παλιότερα χρόνια ότι η Αριστερά βρίσκεται μονίμως «σε κρίση».

Η κρίση μπορεί να είναι καλή, γιατί μπορείς να την καθοδηγήσεις και να βγεις από ‘κει πιο δυνατός και να έχεις καταλάβει κάποια πράγματα. Ουδέν κακόν αμιγές καλού δηλαδή. Αυτό που έχουμε σήμερα, που βιώνουμε, είναι μια βαθιά κρίση, βαθύτατη. Θέλω να υπενθυμίσω ότι συζητάμε για το πιο επίμαχο και ζόρικο πολιτισμικό θέμα της χώρας. Είπα και τις προάλλες στη συνέντευξη της Επιτροπής για την Columbia ότι αν ο Μάτσας κάνει αυτό που θέλει να κάνει και η Άννα Βίσση πάρει το πρώτο βραβείο στην Eurovision, το ελληνικό τραγούδι έχει τελειώσει και η χώρα έχει αυτοκαταργηθεί. Δεν υπάρχει εθνική επικράτεια και εθνική οντότητα στην Ελλάδα. Είναι ένα περίγραμμα χώρας, στο οποίο έρχονται οι ντιρεκτίβες από αλλού, και δεν κάνω τώρα ούτε αντιαμερικανισμό, ούτε κάτι τέτοιο. Θέλω απλώς να πω πως, αν πράγματι καταργείται, να το συζητήσουμε και να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα.

Θα ήθελα τη γνώμη σου σχετικά με την πολιτική διάσταση του γκρεμίσματος της Columbia.

Όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού ο Ευάγγελος Βενιζέλος, μιλούσε πάντα με θαυμασμό για την οικογένεια Μάτσα. Σαν να είναι μόνο ο Μάτσας που έχει οικογένεια και μόνο αυτός που έχει συμφέροντα. Αλλά και σαν εμείς να μην έχουμε βγει μέσα από οικογένειες, σαν να μην έχουνε πολεμήσει οι πατεράδες μας στην Αλβανία, σαν να μην έχουμε βγει από το μηρό του Δία τέλος πάντων. Δεν είναι βέβαια μόνο ο Μάτσας ο υπεύθυνος όλης αυτής της ιστορίας, είναι ένα ολόκληρο σετ οργανισμών, μηχανισμών, νοοτροπιών, συμπεριφορών, που τώρα ζουν το κρεσέντο τους. Αυτοί όλοι, αναφέρομαι στον – δικηγόρο – Νίκο Κωνσταντόπουλο, στο Σεραφείμ Φυντανίδη και στο Λαμπράκη, είναι μία παράγκα, όπως τους λέω εγώ, οι οποίοι θέλουνε, μαζί με το Μάτσα, να ποδηγετήσουνε το ελληνικό τραγούδι. Για πολλούς και διάφορους λόγους: Να γίνουνε παραγωγοί, να παίξουνε παιχνίδια πολιτικά, να παίξουνε παιχνίδια οικονομικά, οτιδήποτε μπορείς να βάλεις με τη φαντασία σου. Αυτό το πράγμα που πάει να γίνει τώρα στην Columbia το έχει δουλέψει και το έχει σμιλέψει χρόνια ο Μάτσας, είναι όραμα ζωής. Τον είχα καταλάβει εγώ, εδώ και είκοσι χρόνια, γι’ αυτό και μ’ έβαλε στη μαύρη λίστα. Δια του Μπενέτου μάλιστα, ενός παραγωγού του, προσκείμενου στο ΚΚΕ. Διότι και ο Αχιλλέας Θεοφίλου ήταν προσκείμενος στο ΚΚΕ και πολλοί ήταν προσκείμενοι στον Συνασπισμό, αλλά και οι τραγουδιστές ήτανε από δω κι από κει στην Κεντροαριστερά. Εγώ ήμουνα η μύγα μεσ’ στο γάλα, που τώρα έρχομαι εδώ, post festum σχεδόν, να ρωτήσω γιατί το κάνατε όλο αυτό το πράγμα; Δεν είμαστε υπέρ των εθνικοποιήσεων; Δηλαδή το ΚΚΕ είναι υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων; Και εξεπλάγην όταν είδα τον Χαλβατζή να βγαίνει προχτές στις ειδήσεις και να στηλιτεύει το κέρδος και αυτούς που θέλουν το κέρδος.

Έχει και τον σουρεαλισμό του πάντως να δηλώνει ο κύριος Μάτσας πως προτίθεται – στο ένα και μοναδικό κτίριο του εργοστασίου που κρίθηκε διατηρητέο – να κάνει ένα ιδιωτικό μουσείο για την Columbia. Μου ακούγεται σαν να θέλει να κάνει ο Κόκκαλης μουσείο για τον Παναθηναϊκό. Γιατί από τα προπολεμικά ήδη χρόνια, η οικογένεια Μάτσα, που είχε την ετικέτα Odeon-Parlophone, ήταν ο ιστορικός αντίπαλος της Columbia-His Master’s Voice. Η συνένωση των δύο εταιρειών, με το κοινό λογότυπο Minos-EMI, έγινε μόλις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.

Αυτό που θέλει να κάνει ο Μάτσας είναι πολλαπλό. Δεν είναι μόνο ένα προσωπικό φροϋδικό σύνδρομο που έχει απέναντι στον Τάκη Λαμπρόπουλο, ο οποίος κατόρθωσε τη μεγάλη στιγμή του ελληνικού τραγουδιού με την πανδαισία του ’65 και με όλους να είναι εκεί. Ο Χατζιδάκις, ο Τσιτσάνης, ο Θεοδωράκης, ο Καζαντζίδης, οι δημοτικοί, οι ελαφροί, οι πάντες. Ήταν η κορυφαία στιγμή του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και του νεοελληνικού πολιτισμού. Διότι τότε παίρναμε το Νόμπελ, παίρναμε το Όσκαρ, στέλναμε το πνεύμα μας. Τώρα στέλνουμε τον πρωκτό μας. Πρέπει να σου πω ότι δεν είμαι ενάντια στα ελαφρά και στα ποπ. Είμαι θαυμαστής και των Μπητλς και της Μαντόνα και του Τομ Τζόουνς και πολλών άλλων, οι οποίοι όμως είναι αυθεντικοί. Και όταν τραγουδάνε και χορεύουνε, δημιουργούν από μία στοιχειώδη αισθητική και πάνω, που την απολαμβάνεις. Βέβαια οι Αμερικάνοι μπορούν να συνδυάσουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Δηλαδή κάτι να είναι και ελαφρό, να κάνει και εισπράξεις, να είναι και καλό, να είναι και διεθνές κ.ο.κ. Εμείς τώρα, ως μιμητές, χάσαμε αυτό το οποίο είχαμε, τουλάχιστον αυτό επιδιώξανε οι ιθύνοντες.

Μίλησες για την πανδαισία του ’65. Ήμουνα πολύ μικρός για να τη θυμάμαι με συνείδηση, θυμάμαι όμως πολύ καλά το πάθος στα χρόνια της αγωνιστικής μεταπολίτευσης του ’74- ’80.

Αυτό που βίωσα εγώ το ’65 ήταν ότι η κοινωνία ήτανε σ’ ένα παλμό, δεν ήτανε στον καναπέ ακόμα. Κάναμε τις πορείες ειρήνης, με ένα εκατομμύριο κόσμο. Θυμάμαι ας πούμε τον Χρήστο τον Λεοντή, στο Μαραθώνα, να διευθύνει την Καταχνιά. Θέλω να σου πω δηλαδή πώς γίνεται η μετάλλαξη, από το 1965 στο 2006. Το ’65 έχουμε αξίες, υπάρχει – σχετικά – εθνική οντότητα, έχουμε μια ιερή αυταπάτη ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει και ότι θα την φτιάξουμε, θα την βιομηχανοποιήσουμε κλπ., ως αποκορύφωμα δε της δημιουργικής λογιστικής ήρθε και το σύνθημα «ισχυρή Ελλάδα», όλα αυτά. Μέχρι που φύγαμε από τη φασολάδα, πήγαμε στο σνίτσελ και γίναμε Γιουρόπιανς. Και καλά να γίνουμε Γιουρόπιανς, αλλά να γίνουμε, όχι να είμαστε χωρίς να είμαστε. Την Καταχνιά, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, αν και τραγουδάει ο Καζαντζίδης, δεν μπορείς να την βρεις σήμερα στην αγορά. Βρίσκεις όμως το Βέρτη, το Μπουγά και όλους αυτούς. Διότι ο Μάτσας επεδίωξε αυτό το πράγμα, να καταστρέψει το τότε. Και μιας και μίλησες για τη μεταπολίτευση, θα σου πω ένα στιγμιότυπο: Όταν γράφαμε τα Τραγούδια της Χαρούλας, πηγαίναμε με το Λοΐζο και τα παίζαμε στην επιτροπή της Minos. Όπου επιτροπή ο Μάτσας, η κυρία Μάτσα, ο Θεοφίλου και η Χαρούλα. Ήταν να παίξουμε το Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί. Εγώ βέβαια δεν γράφω ένα τραγούδι εκτός συγκυρίας και χωρίς να υπάρχει μια βαθύτερη κοινωνική και ψυχολογική αιτία. Τό ‘γραψα τότε, το 1979, γιατί ακόμα η αριστεράντζα ήτανε στα ζόρικα. Ένα τραγούδι το γράφεις όχι για να κονομήσεις, αλλά για να ρίξεις βάλσαμο στην ψυχή των ανθρώπων. Μιλάω δηλαδή για μας, που ζούμε στην ψυχή μας και στην ψυχή των άλλων. Ο Μάτσας ζει στην τσέπη του και στην τσέπη των άλλων, όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Πάμε λοιπόν και παίζουμε αυτό το τραγούδι. Και λέει η κυρία Μάτσα, με γλυκό τρόπο, σε στυλ Καλυψώ, προφανώς είχανε συνεννοηθεί με τον Σαμουήλ, «Μάνο, αυτό το τραγούδι έχει μια ωραία μελωδία, δεν αλλάζουμε τους στίχους να το κάνουμε ένα ερωτικό τραγούδι;» Του Μάνου τ’ αυτάκια κοκκινίσανε, του ανέβηκε η πίεση. Και της απάντησε: «Κοιτάξτε μαντάμ, εκτός από ευαίσθητοι, τυχαίνει να είμαστε και αριστεροί!» Και έτσι σώθηκε το τραγούδι. Που το αγαπάνε πολλοί αριστεροί, το αγαπάει και η Παπαρήγα απ’ ότι ξέρω.

Παρεμπιπτόντως, η κυρία Μάτσα με ποια ιδιότητα ήτανε στην επιτροπή;

Ως κυρία του Μάτσα. Ξέρεις, η γυναίκα στο εβραϊλίκι είναι αυτή που καθορίζει. Άμα δεν είσαι από μαμά Εβραία, δεν παίρνεις πασαπόρτι.

Ήχησε λίγο περίεργα αυτό που είπες η απλώς μου φάνηκε;

Δεν κάνω αντισημιτισμό, αν αυτό εννοείς, τουναντίον. Ο Μάτσας πάντως ξέρει κάτι πολύ σημαντικό: ότι το ελληνικό τραγούδι είχε επηρεάσει πάρα πολύ τη μουσική στο Ισραήλ. Μιλάμε ότι το Ισραήλ είναι μουσική αποικία της Ελλάδας. Ποτέ δεν μίλησε κάποιος γι’ αυτό το θέμα, όλοι σιωπούσανε. Γιατί πηγαίνανε οι τραγουδιστές εκεί, κάνανε συναυλίες, κάνανε αρπαχτές, γυρίζανε με φορτωμένες τις τσέπες και την κάνανε μορμόκα. Εμένα πάντως είναι φίλος μου ο Γεχούντα Πόλικερ, ένας σπουδαίος ισραηλινός τραγουδιστής, με τον οποίο κάνουμε και κάτι cd τελευταία, που είναι και συνεισφορά στο ελληνο- ισραηλινό τραγούδι.

Δεν θέλω να σε γρουσουζέψω, αλλά μάλλον θα δυσκολευτείτε αρκετά να βρείτε ελληνική εταιρεία για να βγάλετε αυτά τα cd που λες.

Εγώ υποστηρίζω το σουηδικό σκεπτικό, τη σουηδική πραγματικότητα. Την οποία δεν την ήξερα, την έμαθα εμπειρικά πρόσφατα. Μου στείλανε μερικά cd από τη Στοκχόλμη, Έλληνες που ζούνε εκεί και που γράψανε λαϊκότροπα τραγούδια. Πήγανε λοιπόν στο σουηδικό κράτος και λένε έχουμε αυτό το υλικό. Υπάρχει ένας σουηδικός οργανισμός που τα πληρώνει. Και τους πλήρωσε το σουηδικό κράτος να βγάλουνε ελληνικά τραγούδια. Ο Γιώργος Παπανδρέου τώρα, ο οποίος υποτίθεται ότι μιλάει και άπταιστα σουηδικά, ο Βενιζέλος και όλοι αυτοί, δεν θα το έχουν υπόψη τους, γιατί δεν ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό και το τραγούδι. Το έχουνε σαν χαρτί τουαλέτας. Για να μην πω και όλη η Κεντροαριστερά, και δυστυχώς δηλαδή, γιατί είμαι αυθεντικό παιδί της Κεντροαριστεράς, οπότε εκπλήσσομαι και πονώ, γιατί η μάνα μου, η θεία μου ας πούμε, μας έχει γραμμένους στα παλιά της τα τακούνια.

Εγώ δεν σε έχω χρεωμένο για κεντροαριστερό, με την τρέχουσα έννοια του όρου τουλάχιστον. Μια ζωή σε θυμάμαι σκέτο αριστερό. Κάνω λάθος;

Κοίταξε, εγώ είμαι ένας ερευνητής, ένας αναζητητής της αλήθειας. Και στην εποχή που ζούμε πρέπει να έχεις μια εποπτεία, να ερευνάς προς πάσα κατεύθυνση, αυτός είναι ο επιστημονικός σοσιαλισμός άλλωστε. Δεν είναι να έχω κάποια σχήματα και κάποια τούβλα, τα οποία πετάω σ’ αυτούς που δε συμφωνούν μαζί μου, όπως κάνουν οι χριστιανοί με τον Κώδικα Ντα Βίντσι.

Όχι, αλλά όταν λέμε Κεντροαριστερά, στο μυαλό μου έρχεται ο Μπίστης ας πούμε.

Τώρα με το Μπίστη έθιξες ένα θέμα το οποίο μπιστάει. Η αλήθεια είναι ότι κάποια στιγμή μου είχε κολλήσει η μανία ότι άμα μπει ο Συνασπισμός μέσα στο ΠΑΣΟΚ και έχει κότσια να εκμαυλίσει αυτό το θηριώδες του ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσε πραγματικά να φτιαχτεί μια καλή Κεντροαριστερά. Εγώ έπεισα το Μπίστη να μπει μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Και τον Ανδρουλάκη έπεισα να φύγει από το ΚΚΕ και να πάει στον Ολυμπιακό, του είπα δηλαδή άμα θες να έρθεις στον ΟΦΗ έλα, αλλιώς πήγαινε στον Ολυμπιακό. Στα λέω αυτά και κάπως χαριτολογώντας βέβαια.

Το ελπίζω ότι τα λες χαριτολογώντας, γιατί εμένα μου φαίνονται αρκούντως ανατριχιαστικά.

Μπορώ να σου πω χίλια δυο που να ανατριχιάζεις, αλλά να είναι μέρος μιας αλήθειας. Πικρό και μαύρο χιούμορ δηλαδή. Γιατί τι είναι η Αριστερά; Ένα ηθικό πολιτισμικό όραμα, πολύ λεπτεπίλεπτο. Το οποίο δεν ξέρουμε από πού προέρχεται, ούτε ο Μαρξ το εφηύρε. Ήτανε άνθρωποι οι οποίοι λατρεύανε τα δέντρα, τη φύση. Όταν άρχισε να γίνεται το ανδροκρατικό σύστημα και το ιμπεριαλιστικό, άρχισαν να κατακτούν τη φύση, να πληγώνουν τον πλανήτη. Και φτάσαμε μέχρις εδώ. Αλλά δεν τα συζητάμε αυτά τα πράγματα, όπως σου είπα ούτε η Αυγή ήρθε, ούτε ο Ριζοσπάστης. Που μου είπε κιόλας ότι εσένα ούτε δελτίο Τύπου δεν θα σου βάλουμε. Τριάντα χρόνια δεν μου έχουνε βάλει, είναι συνεπείς με τον εαυτό τους και μπράβο τους. Βέβαια, στο ραδιόφωνό τους με έχουνε καλέσει μια-δυο φορές, ο Πάρης, που κάνει εκπομπές με λαϊκά τραγούδια. Ιδού άλλο ένα θέμα προς συζήτηση, το ΚΚΕ που μέχρι πρότινος εχθρευότανε τα λαϊκά τραγούδια και εσχάτως τα έχει ενστερνιστεί.

Μου θύμισες τον πατέρα μου τώρα, που δεν ήτανε το καλύτερό του να ακούει λαϊκά τραγούδια. Γιατί στη Μακρόνησο όπου ήτανε, το ξύλο έπεφτε συνοδεία μπουζουκιών από τα μεγάφωνα.

Κοίτα, και ο Θεοδωράκης δεν ήθελε τα λαϊκά τραγούδια και τον έπεισε ο Χατζιδάκις να αρχίσει να γράφει. Βλέπεις δηλαδή ότι από έναν δεξιό πείστηκε ο αριστερός. Είναι μια διαλεκτική αυτό και μια άλγεβρα στα πράγματα. Όταν λέμε Αριστερά, δεν εννοούμε ένα άθροισμα σχημάτων και τούβλων που πετάμε στους αντιπάλους. Ούτε ο μαρξισμός είναι κάτι που εξ αντικειμένου υπάρχει. Όχι παιδιά, το ποδήλατο θα πέσει άμα δεν γυρνάνε οι ρόδες. Ζούμε σε μια δύσκολη εποχή και πρέπει να βάλουμε στο τραπέζι εντίμως τα πεπραγμένα μας και τα δεδομένα μας, τα ευαίσθητα και τα αναίσθητα, για να τα ξεψαχνίσουμε. Σαν να λέμε, συν Αθηνά και χείρα κίνει!



1 σχόλιο:

Τάσος Καραντής είπε...

"Τότε πεθαίνουν οι νεκροί, όταν τους λησμονάμε", έχει γράψει ο Κώστας Ουράνης, Ηρακλή. Και καλά έκανες κι έβαλες τη σπάνια συνέντευξη αυτή του Ρασούλη, που - όπως μου είπες και στη συνέντεξή σου στον "ΟΡΦΕΑ" - αποτελεί ένα από τα πρόσωπα της προσωπικής σου μυθολογίας. Όλοι, εξάλλου, έχουμε την προσωπική μας μυθολογία. Και, βέβαια, οι καλλιτέχνες, δεν λησμονιόνται,ακόμα και νεκροί, όταν έχουν αφήσει πίσω τους σημαντικό ή δημοφιλές έργο.
Προσωπικά, ο Ρασούλης δεν ανήκει στην προσωπική μου μυθολογία, παρότι μου αρέσουν αρκετοί στίχοι - τραγούδια του. Δεν μου ταιριάζει όμως ο λόγος του και το ύφος του(από τις συνεντεύξεις του και το όλο προφίλ που έβγαζε προς τα έξω - δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ προσωπικά). Αυτό, βέβαια, είναι, εντελώς, προσωπικό κι υποκειμενικό, γιατί έχει να κάνει με τις χημείες μεταξύ των ανθρώπων.
Έχω πάντως γράψει - με κάποια αφορμή στον "ΟΡΦΕΑ" - ότι και μόνο τα "Όλα σε θυμίζουν" & "Τίποτα δεν πάει χαμένο" να είχε γράψει, την έχει κερδίσει την στιχουργική αθανασία.
Στη συνέντευξη που του έχει πάρει ο αγαπητός και καλός συνάδελφος Αλέξης Βάκης, αποτυπώνεται ο γνωστός "ρασούλειος λόγος".
Αν την έπαιρνα εγώ όμως, δεν θα χρησιμοποιούσα ποτέ στην εισαγωγή μου, το χαρακτηρισμό "ο σημαντικότερος Έλληνας στιχουργός της τελευταίας τριακονταετίας". Κι αυτό δεν το λέω από προσωπικό γούστο, αλλά υπάρχουν επιχειρήματα : η δισκογραφία των στιχουργών της ίδιας αυτής περιόδου.
Ο Ρασούλης είχε άνισες στιγμές στην στιχουργία του, πολύ ψηλές, αλλά και πολλά ευτελή σλόγκαν, για το οποία, δεν κρίθηκε ποτέ αυστηρά, λόγω των υψηλών στιχουργικών στιγμών του και τις συνεργασίες του με ονόματα της εμβέλειας ενός Λοίζου, ενός Νικολόπουλου, ενός Ξυδάκη κλπ.
Μάλλον, θα τον χαρακτήριζα(εκ του έργου του) ως τον πιο ιδιαίτερο κι εκκεντρικό στιχουργό της τελευταίας τριακονταετίας.
Σημαντικότεροι στιχουργοί(αν βάλουμε κάτω τη δισκογραφία τους) της τελευταίας τρακονταετίας, είναι ο Άλκης Αλκαίος, ο Κώστας Τριπολίτης κι η Λίνα Νικολακοπούλου.