Electric Litany
“How to be a child & win the war”
Inner Ear
Ο δίσκος “How to be a child & win the war” των Electric Litany με παρέπεμψε ευχάριστα στο "Final Cut" των Pink Floyd. Έχουμε πόλεμο, μάγκες, κι όποιος καταλάβει κατάλαβε. Τουλάχιστον, οι Electric Litany καταλαβαίνουν, και το δείχνουν. Κι αν οι Pink Floyd είχαν τη αρχι-τρομοκράτισσα Thatcher και τον τραμπούκικο πόλεμο των Falklands για να ρίξουν στο ψαχνό, οι Electric Litany έχουν να αντιμετωπίσουν έναν λιγότερο εμφανή εχθρό, που είναι όμως εδώ, που νοιώθουμε τα χνώτα του από το πρωί ως το βράδυ. Η αφιέρωση του δίσκου «στην εξέγερση του 2008 και σε κάθε εξέγερση που αμφισβητεί ουσιαστικά τον πολιτισμό της εξουσίας» θα ήταν στυγνός λαϊκισμός αν δεν συνοδευόταν από έργο, από σάρκα. Δεδομένου όμως του περιεχομένου του δίσκου, η αφιέρωση λειτουργεί συμπληρωματικά· δεν υποκαθιστά το έργο, αλλά το επικυρώνει.
Ο δίσκος έχει ό,τι πρέπει να έχει ένας αγγλόφωνος δίσκος για να μην σπάει τα νεύρα και να μην προκαλεί τη νοημοσύνη μας: σωστή άρθρωση του αγγλικού λόγου δίχως βλαχορόκ προφορά, σαφείς και πρωτότυπες μελωδίες που δεν αντιγράφουν το τελευταίο ψευτο-underground χιτ του Λονδίνου, και στίχους που λένε κάτι και που δεν θυμίζουν διαφήμιση για τα στρουμφάκια ή το μικρό μου πόνυ. Ορθοί και κοφτοί (απαραίτητο αυτό, το ροκ δεν σηκώνει δεκαπεντασύλλαβους), οι στίχοι δείχνουν καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, αποκαλύπτουν ευχέρεια και παιχνίδισμα με τις λέξεις, και μεταφέρουν με σαφήνεια το μήνυμά τους· ένα μήνυμα κυρίαρχα ερωτικό αλλά με έντονες πολιτικές πινελιές. «Μην κοιτάς / οι σειρήνες ηχούν / η αστυνομία και το κράτος είναι τριγύρω / ελπίζω πως τα γουρούνια θα πνιγούν» ακούμε αγγλιστί στο “A Dream Worth Dreaming”. Ενώ σε μία άλλη στιγμή έκπληξης, ο Γιάννης Ρίτσος και η «Σονάτα» του μας εισάγουν στο “Tear”. Αξιοσημείωτη είναι και η έλλειψη προσποίησης στην ερμηνεία του Αλέξανδρου Μίαρη. Συγνώμη που βγάζω το άχτι μου, αλλά έχω βαρεθεί να ακούω υποψήφιους Leonard Cohen που κάνουν τη φωνή τους πιο βραχνή απ’ ότι είναι για να ακούγονται μπαρουτοκαπνισμένοι από ποτά και από ξενύχτια. «Χαλάρωσε δικέ μου» λέω μέσα μου όταν ακούω κάτι τέτοιες ερμηνείες, «και πάρε και καμία καραμέλα χωλς με βέιπορ άκσιον για το λαιμό». Εδώ, αντίθετα, ακούμε μία νορμάλ ερμηνεία, με μία μακρινή χροιά από τους αγαπημένους μου Starsailor.
Η ενορχήστρωση είναι το δυνατό σημείο της αγγλόφωνης σκηνής, και άρα δεν προκαλούν εντύπωση οι κιθάρες του Μίαρη και ο τρόπος που κολλάνε ονειρικά με το πιάνο, ή τα βασανιστικά αργά κρουστά που μετατρέπουν το χρόνο σε μία αέναη επαναληπτικότητα, σε χαρακώματα ενός βαθύτερου πολέμου που βρίσκεται μέσα μας. Έτσι και αλλιώς, από πλευράς ήχου το τραγούδι μας πάει καλά· ακόμα και στο ελληνόφωνο μαγαζί, οι τελευταίες δουλειές καλλιτεχνών όπως ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης δείχνουν ότι το ψάχνουν το πράγμα. Αλλού είναι το πρόβλημα: στην έλλειψη μελωδικής ταυτότητας, η οποία συχνά πάει να κουκουλωθεί πίσω από περίτεχνα όργανα, έθνικ πειραματισμούς και νέες τεχνολογίες. Και οι Electric Litany αυτήν τη μελωδική ταυτότητα την κατακτούν με το σπαθί τους, έστω και με τίμημα μία κάποια επανάληψη. Είναι εμφανές ότι το συγκρότημα επιλέγει να προτάξει την ομοιογένεια της ατμόσφαιρας εις βάρος της ποικιλομορφίας. Είναι όμως τέτοια η ένταση αυτής της ατμόσφαιρας, τέτοιες οι μνήμες Cure και Pink Floyd που ξυπνάει - ναι, γίνεται κι αυτό -, τέτοιο το αίσθημα εγρήγορσης και κατάνυξης που αποπνέει, ώστε το «ατόπημα» αυτό να συγχωρείται με ευκολία. Είπα «κατάνυξη»; Σημειώστε ότι ο δίσκος “was recorded in a church in North London”. Τυχαίο; Δεν νομίζω. Και εις ανώτερα, λοιπόν, όχι μόνο γιατί πρέπει να τον κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο αλλά και γιατί, δυστυχώς, κανένας πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ.
Ηρακλής Οικονόμου
Ο δίσκος έχει ό,τι πρέπει να έχει ένας αγγλόφωνος δίσκος για να μην σπάει τα νεύρα και να μην προκαλεί τη νοημοσύνη μας: σωστή άρθρωση του αγγλικού λόγου δίχως βλαχορόκ προφορά, σαφείς και πρωτότυπες μελωδίες που δεν αντιγράφουν το τελευταίο ψευτο-underground χιτ του Λονδίνου, και στίχους που λένε κάτι και που δεν θυμίζουν διαφήμιση για τα στρουμφάκια ή το μικρό μου πόνυ. Ορθοί και κοφτοί (απαραίτητο αυτό, το ροκ δεν σηκώνει δεκαπεντασύλλαβους), οι στίχοι δείχνουν καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, αποκαλύπτουν ευχέρεια και παιχνίδισμα με τις λέξεις, και μεταφέρουν με σαφήνεια το μήνυμά τους· ένα μήνυμα κυρίαρχα ερωτικό αλλά με έντονες πολιτικές πινελιές. «Μην κοιτάς / οι σειρήνες ηχούν / η αστυνομία και το κράτος είναι τριγύρω / ελπίζω πως τα γουρούνια θα πνιγούν» ακούμε αγγλιστί στο “A Dream Worth Dreaming”. Ενώ σε μία άλλη στιγμή έκπληξης, ο Γιάννης Ρίτσος και η «Σονάτα» του μας εισάγουν στο “Tear”. Αξιοσημείωτη είναι και η έλλειψη προσποίησης στην ερμηνεία του Αλέξανδρου Μίαρη. Συγνώμη που βγάζω το άχτι μου, αλλά έχω βαρεθεί να ακούω υποψήφιους Leonard Cohen που κάνουν τη φωνή τους πιο βραχνή απ’ ότι είναι για να ακούγονται μπαρουτοκαπνισμένοι από ποτά και από ξενύχτια. «Χαλάρωσε δικέ μου» λέω μέσα μου όταν ακούω κάτι τέτοιες ερμηνείες, «και πάρε και καμία καραμέλα χωλς με βέιπορ άκσιον για το λαιμό». Εδώ, αντίθετα, ακούμε μία νορμάλ ερμηνεία, με μία μακρινή χροιά από τους αγαπημένους μου Starsailor.
Η ενορχήστρωση είναι το δυνατό σημείο της αγγλόφωνης σκηνής, και άρα δεν προκαλούν εντύπωση οι κιθάρες του Μίαρη και ο τρόπος που κολλάνε ονειρικά με το πιάνο, ή τα βασανιστικά αργά κρουστά που μετατρέπουν το χρόνο σε μία αέναη επαναληπτικότητα, σε χαρακώματα ενός βαθύτερου πολέμου που βρίσκεται μέσα μας. Έτσι και αλλιώς, από πλευράς ήχου το τραγούδι μας πάει καλά· ακόμα και στο ελληνόφωνο μαγαζί, οι τελευταίες δουλειές καλλιτεχνών όπως ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης δείχνουν ότι το ψάχνουν το πράγμα. Αλλού είναι το πρόβλημα: στην έλλειψη μελωδικής ταυτότητας, η οποία συχνά πάει να κουκουλωθεί πίσω από περίτεχνα όργανα, έθνικ πειραματισμούς και νέες τεχνολογίες. Και οι Electric Litany αυτήν τη μελωδική ταυτότητα την κατακτούν με το σπαθί τους, έστω και με τίμημα μία κάποια επανάληψη. Είναι εμφανές ότι το συγκρότημα επιλέγει να προτάξει την ομοιογένεια της ατμόσφαιρας εις βάρος της ποικιλομορφίας. Είναι όμως τέτοια η ένταση αυτής της ατμόσφαιρας, τέτοιες οι μνήμες Cure και Pink Floyd που ξυπνάει - ναι, γίνεται κι αυτό -, τέτοιο το αίσθημα εγρήγορσης και κατάνυξης που αποπνέει, ώστε το «ατόπημα» αυτό να συγχωρείται με ευκολία. Είπα «κατάνυξη»; Σημειώστε ότι ο δίσκος “was recorded in a church in North London”. Τυχαίο; Δεν νομίζω. Και εις ανώτερα, λοιπόν, όχι μόνο γιατί πρέπει να τον κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο αλλά και γιατί, δυστυχώς, κανένας πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ.
Ηρακλής Οικονόμου
1 σχόλιο:
Ο δισκος που θα μας ταξιδευει για χρονια...
Δημοσίευση σχολίου