(υποσημειώσεις στο λογοτεχνικό έργο του Νίκου Χουλιαρά)
του Σωτήρη Κακίση
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη να μιλήσω για το λογοτεχνικό έργο του Νίκου Χουλιαρά φιλολογικά, πηγαίνοντας μάλιστα από εποχή σ’ εποχή, από έργο σε έργο, από βιβλίο σε βιβλίο, ακολουθώντας την πορεία του επακριβώς. (Για να είμαι ειλικρινής, η σκέψη αυτή πέρασε από το μυαλό μου στην κηδεία ενός άλλου αγαπημένου μου, του Γιάννη του Βαρβέρη φέτος, δεν ξέρω γιατί ακριβώς, ίσως και κόντρα στο συναίσθημα, κόντρα στα δυνατά αισθήματα της φιλίας, της αδελφικής μου εδώ και χρόνια φιλίας και με τους δύο τους, με τον Νίκο μου και τον Γιάννη μου).
Άλλαξα σχεδόν αμέσως απόφαση. Γιατί έξω από την εκκλησία, στη Σκουφά το φως ήταν πάλι πολύ, η ζωή πάλι πλήρης, με τον θάνατο αγκαλιά της πάντα σαν άτακτο παιδάκι. Όμως: τα γραπτά του Νίκου Χουλιαρά, όλα του τα γραπτά, από την ποίηση όλα ξεκινημένα και προς την ποίηση πάντα συνεχίζοντας, πορεία και της δικής του ζωής ακριβέστατη δηλώνουν, σημαδεύουν εντυπωσιακά, σημαίνουν. Πορεία αντίστοιχη, λεπτομερή, ώρα την ώρα, μέρα τη μέρα, λεπτό προς λεπτό, την κάθε του σκέψη, την κάθε της καρδιάς του τάση εικονογραφούν, αποδίδουν, απεικονίζουν.
Από ’δώ, λοιπόν, να πω, από το πιο απλό και ειλικρινές για όλον τον κόσμο συμπέρασμα ν’ αρχίσω: από το πόσο σαν ζωγραφική είναι η πεζογραφία του Χουλιαρά, όπου οι λέξεις χρώματα, οι φράσεις σχέδια, τα διηγήματα εικόνες, τα μυθιστορήματά του πίνακες εν κινήσει, εν ζωή, καθ’ οδόν πάντοτε, διαρκώς εν προόδω.
Ο τρόπος του Χουλιαρά δηλαδή παραμένει κοινός και στο εδώ χαρτί, αλλά και στης μουσικής του βέβαια τους δρόμους, παντού, μια κι ο ίδιος είναι, ήταν πάντα ο δημιουργός από τα έργα πίσω, ο πότε ζωγράφος, ο πότε συγγραφέας, ο πότε μουσικός. Ο ίδιος ποιητής. Κι ο ίδιος το ίδιο άλλωστε μού ’λεγε σ’ έναν από τους αρκετούς δημόσιους διάλογους μας, τον τελευταίο, όχι και τόσον καιρό πριν:
«…-Εγώ, τι να σας πω; Κάθε καλοκαίρι, που κάθομαι εδώ ή στην Αντίπαρο, και δεν ζωγραφίζω ή δεν γράφω, δεν ξέρω πια τι είμαι, ποιος είμαι ακριβώς. ‘Η μάλλον σαν να ’μαι κάπου μέσα μου συνεχιστής του μαγαζιού του πατέρα μου στα Γιάννενα, κι ας μην έχω πάει καθόλου, κι ας μην υπάρχει πια το μαγαζί, ούτε τα υφάσματα, ούτε τίποτα, εδώ και πολλά χρόνια. Θέλω να πω, δεν σκέφτομαι αν είμαι ζωγράφος ή συγγραφέας, ή τι. Δεν σκέφτομαι τέτοια καθόλου. Ό,τι τύχει κάθομαι κι είμαι.
-Μα η ζωγραφική έστω δεν πρέπει να έχει συνέχεια ...συνέχεια, να μη σας αφήνει ούτε για μια στιγμή;
-Μπα. Εγώ νοιώθω σαν να μ’ έχει κάποιος κουρδίσει κάποτε, και να μ’ έχει ρυθμίσει ν’ ανοίγω πόρτες δωματίων, που άλλου η πόρτα γράφει επάνω ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, και του άλλου άλλα. Αλλά κι ίδια σαν νά ’ναι όλα, κι η ζωγραφική, κι η μουσική, κι η λογοτεχνία. Το ίδιο πράγμα εγώ τα νοιώθω όλα. Κι επειδή είμαι άνθρωπος που σκέφτομαι, τις πιο πολλές φορές μάλιστα χωρίς να χρειάζεται, ξαναμπαίνω στο κάθε τι, και ζωγραφίζω ή γράφω. Και μου λένε μετά οι άλλοι πως είμαι το ένα ή το άλλο. Αλλά εγώ ίδια όλ’ αυτά με τη ζωή τα βρίσκω, με ή χωρίς ονόματα να τα λένε.
-Ίδιες είναι οι λέξεις με τα χρώματα;
-Ίδιες. Απλώς μιλάνε άλλη γλώσσα. Κι είναι μόνο άλλος ο κώδικας της ζωγραφικής κι άλλος της λογοτεχνίας. Από μέσα όμως είναι όσο δεν φαντάζεστε ίδιες.
-Το φαντάζομαι. Και η μουσική υποψιάζομαι.
-Ναι. Και κατόπιν τούτου, μπορώ να σας δηλώσω πως κατά βάθος είμαι χαρούμενος! Γιατί, κατ’ αρχήν, δεν περιμένω όπως τόσος κόσμος να μου συμβεί κάτι για να νοιώσω καλά. Κι όλη αυτή την ιστορία με την ευτυχία, που την αναμασάνε οι πάντες, «-Η Ευτυχία!» κι «-Ευτυχία!», ποια ευτυχία; Γιατί, ντε και καλά ευτυχία; Εγώ αντιλέγω: Μελαγχολία! Η μελαγχολία είναι, ας πούμε, και πιο ενδιαφέρουσα, και, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να βρεθείς έτσι και με κάναν άνθρωπο της προκοπής. Πάμε να την ξεχάσουμε αυτή τη λέξη κι αυτή την κατάσταση οι Έλληνες»...
Νίκος Χουλιαράς, Σωτήρης Κακίσης (ΑΘήΝΑ, οδός ΣΕΜέΛΗΣ, φωτό ΤΖίΜΗΣ ΠΑΝΟύΣΗΣ)
Ναι. Μελαγχολία. Για να πάμε και πιο μέσα από την τέχνη, στην ουσία της κάθε της τέχνης αρετής: στο σκοτεινό εκείνο εργαστήριο του νου (όπως πάλι εκείνος θα ξανάλεγε, όπως ίσως οδήγησε το χέρι μου εδώ), όπου η καρδιά ανεβαίνει κάθε τρις και λίγο για να δει κι αυτή έξω από το μυαλό, λίγη παρέα να κάνουνε οι δυο τους, χωρίς ανάγκες τότε και υπερβολές, χωρίς του κόσμου του έξω την σχεδόν άρρωστη πια συνάφεια, χωρίς πολλά-πολλά.
Πρωτοδιάβασα του Χουλιαρά τα διηγήματα, των περιθωριακών στα Γιάννενα ψυχών του, του Δημητράκη Μαντζαρόπουλου και του Απόστολου του Βούρμπιανή του, στη δεκαετία του ’70 την απελεύθερη από πολλά, κι ένοιωσα την ανάγκη την πρώτη μου ποιητική συλλογή, «Τα Σύρματα», μόνο σ’ εκείνον τότε να τη στείλω και στον Νίκο Εγγονόπουλο, πουθενά αλλού. Γιατί ποίηση σε κάθε του παράγραφο ο Χουλιαράς ήξερε από πάντα πώς σε σωστές δόσεις να περιέχει, να φυσάει σαν γυαλί υπέροχο, διάφανο κι εύθραυστο κι εναέριο, υπερπολύτιμο έτσι επιπλέον, τις ταπεινές ζωές μαγικά να μεταμορφώνει, να εξαγνίζει, να ανυψώνει, να σώζει. Δεύτερη επί της Γης έτσι παρουσία να τους χαρίζει, κατάφωτους πια αυτός αλλού να τους οδηγεί.
Ο Λούσιας ύστερα: πάλι γύρω εκεί, πάλι παντού να υπάρχει, παιδιού τώρα το βλέμμα έκπληκτο διαρκώς, ο Λούσιας που όλο σκέφτεται, που όλο πιστεύει, που σε τίποτα δεν μπορεί να πιστέψει. Από βαθιά μέσα του μεγάλη πια κι απελπισμένη άρνηση, ο ίδιος ο συγγραφέας με απορία, με κάθε τι για τον πολύ κόσμο φυσικό, με τον κόσμον όλο αντίθετος, αντίστοιχα σκληρός. Και πάλι οι λέξεις του ήρωά του της πιο λιτής ζωγραφικής, του πιο αθώου κι υπερβατικού μόνον έτσι σχεδίου. ( Ο Μάνος Χατζιδάκις ούτε τότε δεν έκανε πίσω: η τελευταία ίσως στο Τρίτο του Πρόγραμμα τολμηρή του απόφαση, ο Λούσιας. Αυτός, το παιδί αυτό πάλι, να τραβήξει την αυλαία κι εκείνης της μέτριας πάλι ελευθερίας των γύρω τους αιώνια μικρών, ο Λούσιας να πει με τον τρόπο του τις τελευταίες ουσιαστικά -για όποιον καταλαβαίνει- επαναστατικές κουβέντες).
Κι οι τίτλοι του Χουλιαρά: υποδειγματικοί όλοι: σαν στην πιο καλή περίοδο του αμερικάνικου κινηματογράφου ο κάθε του τίτλος, ταυτόχρονα χαράκωμα στο μέλλον ποιητικό, αλλά και σαφής, σαφέστατος, όπως κάθε φορά αρμόζει του έργου του περίληψη λακωνική, ταυτόχρονα χυμώδης, πένθιμη αλλά και ηρωική: «Το Χιόνι που Ήξερα». «Ζωή την Άλλη Φορά». «Το Άλλο Μισό». «Στο Σπίτι του Εχθρού Μου». «Το Εργαστήριο του Ύπνου». «Νερό στο Πρόσωπο». Κι οι υπότιτλοί του στα βιβλία του μέσα, σε κάθε του κεφάλαιο, σε κάθε διήγημά του χωριστά, το ίδιο και καλύτεροι, σαν γιορτή, της φωτιάς της μέσα του πυροτεχνήματα προς όλους τρυφερά, σαγηνευτικά, ανεπανάληπτα.
Ξαναλέω εδώ: γιατί ό,τι καλό πώς να μιλήσει κανείς, και γιατί; Ποια ανάγκη τα ποιήματα από το δρόμο να τα ξαναφέρνει στο σπίτι μέσα κανείς, γιατί εγώ τώρα κι όχι πάντα ο ίδιος ο Χουλιαράς, όπως είναι παντού στην κάθε μορφή της τέχνης του προς όλους προσωπικός, ιδανικός κι ολόγυμνος; Τι να πει κανείς θέλω να πω στον Πούσκιν, στον Τσέχωφ, στον Τζόυς, στον Παπαδιαμάντη νέο, ξένο, άχρηστο, βαρύ;
Ο Χουλιαράς είναι παντού Χουλιαράς. Θα τον βρείτε στα κείμενά του όλα –μια γι’ αυτά τώρα εγώ έτσι παρανομώ- να χαμογελάει γλυκά, με το μάτι του πάντα μαζί τους έτοιμο να παίξει, σαν μικρό παιδί, Λούσιας ο Νίκος αυτοπροσώπως ταπεινώτατα, πάνω απ’ όλα και απ’ όλους μας του χρόνου επανεφευρέτης, ποιημάτων και εικόνων μάστορας γιαννιώτης μυθικός, άχρονος και την ίδια στιγμή του καιρού του συνοδοιπόρος πιστός.
Πέρα, άρα, από των γραμμάτων την επικράτεια, άλλα δεν θέλω να γράψω, ίσως και πιο πολλά είπα απ’ όσα ήθελα εδώ να πω: κρίμα που ο χρόνος για όλους μας λίγος, μικρός, κι η ζωή αυτή τη φορά απρόοπτη, με όλους μας για να τη ζήσουμε απροετοίμαστους. Αλλά καθόλου κρίμα όλα τα τόσο πολλά σαν του Χουλιαρά, προς κάθε της όψη στραμμένα, προς τόσων σημείων της απαντήσεις επάξιες, τιμητικές. Καθόλου κρίμα όταν ένας σαν τον Νίκο Χουλιαρά, τελευταίος αλλά και πρώτος ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο Μοϊκανός, τόσα πρόλαβε να δει, να καθορίσει, να επανασυστήσει.
Κι αν μου επιτρέπεται ακόμα μία παράβαση εδώ, ας ξαναπώ εκείνα τα δυο λόγια στο σπίτι του φίλου μου όπως παλιά, εδώ που ξαναβρέθηκα απόψε συγκινημένος, να, σαν πρόποση μεταχρονολογημένη στο γλέντι της ζωής μας το ώς εδώ, ή σαν όπως στις επιστημονικές δημοσιεύσεις δύο παράγραφοι στο τέλος του κειμένου η ουσία, ξαναλέγοντας ίσως ό,τι ξαναπροσπάθησα να πω:
«…Δεν του φτάνει όντως μια ζωή. Αν ο Νίκος Χουλιαράς δεν είναι ο τελευταίος Έλληνας, οπωσδήποτε είναι ο τελευταίος Ολόκληρος Έλληνας, ο τελευταίος Ολόκληρος δημιουργός, άνθρωπος, εδώ γύρω, πάντα πρώτος σε όλα, και στις τέχνες και στα γράμματα, αλλά και στ’ άρματα, στο θάρρος, στην τόλμη, στην αδιαπραγμάτευτή του στάση, για να μείνει πάντα Αυτός που είναι: προσωπικότητα, όπως λένε οι του νέου κόσμου κινηματογραφιστές, μεγαλύτερη απ’ τη ζωή, όχι όμως σε καμιά οθόνη, αλλά εν ζωή, γκροπλάν πολλαπλών όψεων, συνέχεια της ψυχής του μπροστά μας διαρκώς. Και το σπίτι του Χουλιαρά, του φίλου μου, έχει καρδιά πολλή μέσα του, καρδιά εδώ κι Ολόκληρη. Όχι κατά έσχατα επιδημικά κρούσματα, και στη ζωή και στην τέχνη, μισή εδώ κι η άλλη μισή στην Κίνα δήθεν...»
Σωτήρης Κακίσης,
στην Αντίπαρο με Πανσέληνο, 15 Ιουλίου 2011.
Νίκος Χουλιαράς (ΑΝΤίΠΑΡΟΣ, 2007, Φωτό ΣΩΤήΡΗΣ ΚΑΚίΣΗΣ)
(ΤΟ ΚΕίΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚό έΡΓΟ ΤΟΥ ΝίΚΟΥ ΧΟΥΛΙΑΡά, ΑΠό ΤΟΝ ΚΑΤάΛΟΓΟ ΤΗΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚήΣ ΤΟΥ έΚΘΕΣΗΣ ΠΟΥ ΕΓΚΑΙΝΙάΖΕΤΑΙ ΑύΡΙΟ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕίΟ ΜΠΕΝάΚΗ, ΔΗΜΟΣΙΕύΕΤΑΙ ΣΤΑ ΜΟΥΣΙΚά ΠΡΟάΣΤΙΑ ΜΕ ΤΗΝ άΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ)