Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Ο Αλέξης Ζήρας για τον Αντρέα Παγουλάτο

Ο Αντρέας Παγουλάτος, αμετάβατος

του Αλέξη Ζήρα
(δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή, 4 Απριλίου 2010)

Υπάρχουν ορισμένα έργα που μοιάζουν διαμελισμένα, σκόρπια, μοιρασμένα άνισα σε διάφορες δραστηριότητες και τελικά ανολοκλήρωτα και μισά. Σκορπισμένο άνισα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με μια πρώτη ματιά το έργο του Αντρέα Παγουλάτου, δηλαδή τα αναρίθμητα πράγματα που τον απασχολούσαν παράλληλα, πιάνοντας το ένα κι αφήνοντας το άλλο. Αλλά, δεν είναι ακριβώς έτσι. Γιατί ποίηση, μουσική, σινεμά, θεωρία, πολιτικός ακτιβισμός, αποτελούσαν γι' αυτόν ένα υβριδικό φάσμα ασχολιών, οι οποίες όλες μαζί, έτσι όπως τόσα χρόνια βρίσκονταν διαρκώς στις αναζητήσεις του, σχημάτιζαν ένα σταθερό κύκλο θεμάτων και ανταποκρίνονταν σε μια στάση ζωής. Θα πήγαινα λίγο πιο πέρα, αν έλεγα ότι σε αντίθεση με την πλειοψηφία των συγγραφέων ή των καλλιτεχνών που ρίχνουν ό,τι διαθέσιμο έχουν και δεν έχουν στο χτίσιμο ενός “μνημείου”, του έργου τους, ο Παγουλάτος ήταν μαζί με αυτά διαθέσιμος στην κλήτευση που ζητούσε τη στράτευσή του, τη συνεισφορά του σε μια δημόσια υπόθεση. Όπως, για παράδειγμα, η όψιμη ενασχόλησή του, μαζί και του Νάνου Βαλαωρίτη, του πιο μόνιμου πνευματικού του πατέρα, με τα οικολογικά. Πράγμα καθόλου συνηθισμένο σε μια εποχή υστερικού ατομικισμού που απλώθηκε σε συγγραφείς και καλλιτέχνες. Για τούτο και περισσότερο από το ίδιο το έργο, από το αν ήταν ιδιαίτερα προσεγμένο ως τεχνική, ως υποτιθέμενη μορφική τελειότητα, τον ενδιέφερε τι θέλει να κάνει μ' αυτό. Ο προορισμός του. Το πού σκόπευε.

Σε μερικούς, συνηθισμένους μετά το '80 στο σχίσμα που προώθησε η εκσυγχρονιστική ρητορική, διαχωρίζοντας τις ιδέες από το πολιτισμικό προϊόν, μπορεί να μοιάζει περίεργο κάτι τέτοιο. Είναι δυνατό ένας φανατικός θιασώτης της πρωτοπορίας, που μάλιστα διαπίστωσε από νωρίς τα όρια (και τις συμβάσεις) της μοντερνιστικής παράδοσης, βλέποντας την “ανάγκη διάλυσης των παραδοσιακών μορφών καλλιέργειας και την προσπάθεια δόμησης πάνω σε νέες βάσεις”1, είναι δυνατό να αισθάνεται ταγμένος ο ίδιος σ' ένα πολιτικό προγραμματικό όραμα; Με όλες τις αντιφάσεις που περιέχει ένα τέτοιο ερώτημα, νομίζω ότι η απάντηση του Παγουλάτου θα ήταν “ναι”. Αλλά για να καταλάβουμε καλύτερα από τι συμφραζόμενα προήλθε η αμετάβατη πολιτικοποίησή του, μάλλον θα πρέπει να τη δούμε στις νεανικές απαρχές του, όταν μετείχε με όλη τη ζέση και τον ενθουσιασμό του στο όραμα μιας δημιουργίας με ελεύθερο κινηματικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το αν η δημιουργία αυτή φυλλορρόησε και εξαντλήθηκε μαζί με την ολοσχερή μεταστροφή των κοινωνικών και των αισθητικών αξιών. Αν δεν λάβουμε υπ' όψη αυτή τη μεταστροφή, είναι αδύνατο να καταλάβουμε όχι μόνο το αμετάβατο του Παγουλάτου, το άρπαγμα του από ένα όνειρο που ουσιαστικά μαράθηκε με το πέρασμα των νέων του '60 και του '70 στην πραγμοποίηση του '80, αλλά ούτε και τις αιτίες της αυτοκτονίας του Νικόλα Άσιμου ή το γλύστριμα της Κατερίνας Γώγου και αρκετών άλλων προς το θάνατο.

Τον καιρό που λέω, λίγο μετά την πτώση των συνταγματαρχών, και με το χαοτικό πολιτικό τοπίο να βράζει, ξημεροβραδιαζόμουν, όπως και πολλοί της γενιάς μου, στην Πλάκα. Είχα από το '74 πάρει κι εγώ τις αποφάσεις μου. Εγκατέλειψα χωρίς νοσταλγία τη ζηλευτή για το σόι μου καριέρα του στελέχους επιχειρήσεων, και ήμουν αποφασισμένος, στην κορύφωση μιας ρομαντικής μέθης, που καλώς ή κακώς δε μου έχει φύγει τελείως, να ζήσω δοσμένος στα γράμματα. Μπορεί τώρα, με τον πραγματισμό που ορθώνεται ως άλλοθι, να μοιάζει κάτι τέτοιο με παιδική ουτοπία, αλλά στη δεκαετία του '70 δεν ήταν έτσι. Περισσότερο φαινόταν τότε ως απόφαση προσήλωσης ή, ακόμα, ως ένδειξη αντισυμβατικής νοοτροπίας, και πάντως ήταν μια πράξη πολύ πιο κατανοητή και ταιριαστή με το πνεύμα των καιρών. Και γενικότερα, λοιπόν, θέλαμε να ζούμε τις περισσότερες ώρες σε διάφορα μυστήρια στέκια, που διαρκώς ξεφύτρωναν και έκλειναν στη μικρή ή στη μεγάλη περιμετρική της Αθήνας. Έτσι, δε βλέπαμε ή δε θέλαμε να δούμε ότι επεκτείναμε κάτι που τελείωνε ή που, για τους διορατικότερους, είχε κιόλας τελειώσει: εννοώ την εποχή της σύγκλισης. Τον Παγουλάτο τον πρωτογνώρισα εκείνο ακριβώς το καλοκαίρι του '74. Πήγαινε, όπως κι εγώ, ν' ακούσει τον Άσιμο στη μπουάτ “Το Χνάρι”, πλάι στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, καλεσμένος από ένα φίλο του, μάλλον τον Θωμά Σλιώμη που νομίζω ότι ήταν πιανίστας στη μπάντα του μαγαζιού, ή κάτι τέτοιο. Μας σύστησε ο Μιχάλης Μήτρας, ένας άλλος αμετάβατος θιασώτης της ultra νεοτερικότητας, βολιώτης στην καταγωγή αλλά γνωστός μου από τη Σαλονίκη. Ο Μήτρας είχε έρθει στην Αθήνα το '72 ή '73, δούλευε κιόλας στο Χρονικό του Ασσαντούρ Μπαχαριάν και είχε καταφέρει, περίπου μέσα σ' ένα χρόνο, να σαρώσει όλη την Αθήνα, τρυπώνοντας σε κάθε ενδιαφέρον γεγονός που συνέβαινε.

Στο “Χνάρι” αστραξιόν ήταν ο Νικόλας Άσιμος, σαλονικιός επίσης που είχε κατέβει από τα βόρεια πριν ένα χρόνο, αλλά είχε καταφέρει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να γίνει ευρύτερα γνωστός στην ημιπαράνομη ακόμα καλλιτεχνική πρωτοπορία. Ο Άσιμος σήκωνε στις πλάτες του όλο το “πρόγραμμα”. Τραγουδούσε με την έντεχνα φάλτσα φωνή του, έλεγε παρλάτες, πράγματα που βέβαια τα έκαναν λίγο ως πολύ και οι άλλοι, στις μπουάτ της περιοχής, αλλά εκείνος, έχοντας το χάρισμα της ευρηματικότητας, ό,τι έκανε το ανέβαζε σκαλιά πιο πάνω. Αυτοσχεδίαζε προπάντων, ριμάροντας με παράταιρες λέξεις, έχοντας στον οπλισμό του ένα έμφυτο συνειρμικό και γλωσσοπλαστικό απόθεμα. Σάρκαζε και αυτοσαρκαζόταν, σχολίαζε καυστικά τα δημόσια ήθη, εναλλάσσοντας το χιούμορ, την ευαισθησία και τη μαυρίλα, κάνοντας διάλογο με όσους έρχονταν να τον ακούσουν, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Για αρκετές μέρες, μιας και “Το Χνάρι” δεν έμεινε για πολύ ανοιχτό, ήταν τυχερός όποιος κατόρθωνε να βρει θέση εκεί μέσα, ορισμένοι μάλιστα που είχαν αρχίσει να φτιάχνουν το όνομά τους από τα χρόνια της χούντας, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, περνούσαν μόνο και μόνο να ρίξουν μια ματιά, να στείλουν ένα χαιρετισμό και να φύγουν.

Σ' αυτό το περιβάλλον, της ολιστικής πολιτικής αίρεσης που προσδοκούσε το αδύνατο, και που βγαίνοντας από την περίοδο της δικτατορίας άρχισε να συνειδητοποιεί ότι τα περιθώρια στένευαν και πως ήδη οι διέξοδοι έκλιναν προς δυο λύσεις -την προσαρμογή ή την ήττα- ολοκλήρωσε την ιδεολογική διαμόρφωσή του και πάντρεψε τη γαλλική του θητεία ο Παγουλάτος. Ίσως, μιλώντας πια εκ των υστέρων, το αδύνατο να συνέχιζε να είναι για εκείνον ένα χαρτί που δεν είχε χάσει τελείως την αξία του. Ο κλήρος του Μάη. Ωστόσο, η διαμόρφωση είναι ένα ζήτημα πολύ πιο σύνθετο από τη γραμμική ερμηνεία της αντανάκλασης που έχει πάνω μας το πνεύμα μιας εποχής. Όταν μου τον γνώρισε ο Μήτρας, ο Παγουλάτος δεν ήταν άγνωστος στα λογοτεχνικά εκείνων των ημερών. Από το 1973, όταν πρωτοβγήκε το περιοδικό Χνάρι, με υπεύθυνη τη Μαρία Δημητριάδη, ήταν ο αφανής συντάκτης άρθρων και ο μεταφραστής αρκετών κειμένων, αν και η αλήθεια είναι ότι το περιοδικό δεν είχε το χαρακτήρα ενός έντυπου δοσμένου αποκλειστικά στις αιρετικές μορφές έκφρασης. Δυο ή τρία τεύχη, με κείμενα ποιητικά, κριτικά, μα και πολιτικά, του Ζωρζ Μπατάιγ, του Μωρίς Μπλανσό, του Λουί Αλτουσσέρ, του Ζ.-Π. Σαρτρ, του Φιλίπ Σολλέρς, του Νάνου Βαλαωρίτη αλλά και του Τάκη Σινόπουλου, τα είχα προμηθευτεί από τον Ηνίοχο, το βιβλιοπωλείο του Γιάννη Κοντού και του Θανάση Νιάρχου που βρισκόταν Σόλωνος και Ομήρου. Το Χνάρι, που το ανέλαβε από το δεύτερο τεύχος ο Παγουλάτος μαζί με την Κοραλλία Σωτηριάδου, τη γυναίκα του Θάνου Μικρούτσικου, απηχούσε σε μεγάλο βαθμό τις τάσεις και τα ρεύματα της γαλλικής πρωτοπορίας που είχε γνωρίσει στην πρώτη παρισινή του περίοδο. Για όσους, τους περισσότερους, που δεν το ξέρουν, ήταν ένα περιοδικό απέριττο, χωρίς πλουμίδια και φιοριτούρες, όπως άλλωστε τα περισσότερα νεανικά έντυπα που έβγαιναν κατά την περίοδο της χούντας στην Αθήνα, πρώτα πρώτα ο Λωτός (1968-1972) του Κωστή Τριανταφύλλου2, όπου εμφανίστηκε ως κριτικός ο Βασίλης Στεριάδης, η Διαπίστωση, η Πράξις. Αλλά και οι Σημειώσεις ή ο Κούρος του Λεωνίδα Χριστάκη, στη δεύτερη εκδοτική του περίοδο (1971-1973), παρά τις αισθητικές του καινοτομίες, ήταν εξαρχής έντυπα λιτά, με στοιχειώδη τυπογραφική και γραφιστική επένδυση και με ορίζοντα σταθερό την ηθική ή την αντιηθική στάση απέναντι στα φαινόμενα των καιρών3.

Πάντως, τον Παγουλάτο τον θυμάμαι καθαρά εκείνο το καλοκαίρι του '74, ανάμεσα σε αρκετούς άλλους που μοιραζόμαστε καθημερινά κοινά στέκια, κινηματογράφους, θέατρα, βιβλιοπωλεία. Πολύ συχνά, τύχαινε να συναντιέσαι με κάποιον τρεις ή τέσσερις φορές την ίδια μέρα, καθώς με το αεικίνητο, τη δίψα να μαζέψουμε κι άλλες εμπειρίες, διασταυρωνόμαστε σε ορισμένα σημεία της Αθήνας, όπου όλο και κάτι περιμέναμε να δούμε ή ν' ακούσουμε. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν τα σινεμά Άστυ, στην Κοραή, και Αλκυονίδα, στην Ιουλιανού, όπου πρωτογνώρισα τον Βασίλη Ραφαηλίδη, το Studio του Σωκράτη Καψάσκη, που τότε δεν ήξερα ότι ήταν ποιητής, ούτε, εννοείται, ότι είχε βάλει στο νου του να καταπιαστεί με το αδιανόητο: να μεταφράσει τον Οδυσσέα του Τζόυς, και βέβαια το “Πειραματικό Θέατρο” της Μαριέττας Ριάλδη και η γκαλερί “Ώρα” στην Ξενοφώντος, όπου είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες σκέψεις για τις ανεπανάληπτες “Εβδομάδες Νέων Δημιουργών”. Ο Παγουλάτος, κεφαλλονίτης στην καταγωγή, ωστόσο έμοιαζε στην εμφάνιση μάλλον με βορειοευρωπαίο, έτσι όπως ήταν, ξανθός, πολύ πιο αδύνατος από όσους τον γνώρισαν στη δεκαετία του '80 και έπειτα. Ήταν φρεσκογυρισμένος από το Παρίσι, όπου θα πρέπει να είχε μείνει κάποιο διάστημα, μήνες, ίσως περισσότερο -δεν είμαι σίγουρος- συνεπαρμένος ακόμα από την αύρα που είχε δημιουργήσει και αφήσει πίσω του ο φοιτητικός Μάης του '68. Γοητευμένος όμως και από τη γνωριμία του εκεί με ένα πλήθος ακτιβιστών, της Σιτουασιονιστικής/Καταστασιακής Διεθνούς του Γκυ Ντεμπόρ, μιας πολυσχισματικής, όπως οι τροτσκιστές, οργάνωσης που μπορεί ο ιδρυτής της να είχε κατεβάσει την αυλαία της, ήδη από το 1972, αλλά που η ζωή, τα μανιφέστα και η δράση της έμοιαζαν, σε μικρογραφία βέβαια, με τη μεγάλη περιπέτεια του Dada και του μεσοπολεμικού υπερρεαλισμού. Παρακλάδι των Καταστασιακών, σε συνεργασία και άλλοτε σε αντίθεση μ' αυτούς, ήταν οι Νεολετριστές του Ζαν-Πιερ Φε (Faye), του δεύτερου μετά τον Νάνο Βαλαωρίτη γκουρού του. Και πράγματι, όπως διάβασα αργότερα, σε μια συνέντευξή του το 1994 στην εφημερίδα Η Εποχή, οι Νεολετριστές, ο Παγουλάτος παραδεχόταν ότι του ταίριαζαν αυτοί περισσότερο, καθώς εξίσου ή πάνω από την αισθητική ρήξη, έβαζαν το πνεύμα της πολιτικής ρήξης. Έτσι όμως ή αλλιώς οι όροι “μετα-κείμενο” και “μετα-γλώσσα”, που σ' εμάς τους πιο αδαείς προκαλούσαν μια κάποια σύγχυση, έπαιρναν κι έδιναν στις κουβέντες του, ή μαζί μ' αυτό έβαζαν εξίσου την αισθητική ρήξη, μπλεγμένοι στην ουτοπία τού να βρουν ένα καινούργιο λεξιλόγιο για να οριστούν ξανά οι έννοιες.

Τα πράγματα σα να έτρεχαν πιο γρήγορα τότε. Και πάντως κάτι συνέβαινε συνεχώς στο οποίο πασχίζαμε να είμαστε παρόντες˙ τα πάντα έβγαιναν προς τα έξω με μια ορμή, λες και γίνονταν για πρώτη φορά. Αλλά, το πιο αλησμόνητο νομίζω πως ήταν η αίσθηση της απόλυτης νυχτερινής ελευθερίας, όπου συμπυκνωνόταν η ελευθερία του χρόνου και της διαθεσιμότητας. Είναι απερίγραπτη η φασαρία που προκαλούσαμε και είναι σχεδόν απίστευτο το πώς μετακόμιζε αστραπιαία η φασαρία αυτή από το ένα σημείο της πόλης στο άλλο, από την Κυψέλη στο Θησείο, από την Πλάκα στο Κολωνάκι. Έτσι, με τα αλλεπάλληλα πήγαιν' έλα, τον ξαναβρήκα τον Παγουλάτο λίγο καιρό πιο ύστερα, ίσως στις αρχές του '75, στις βραδιές μουσικής και ποίησης που είχαν ξεκινήσει στο βιβλιοπωλείο “Χνάρι”, ένα βιβλιοπωλείο-σταθμός, που θυμάμαι ότι είχε για ψυχή του τη Μαρία Αγγελίδου, μετέπειτα γνωστή μεταφράστρια και συγγραφέα. Δεν ξέρω ακόμα και σήμερα τι το ιδιαίτερο συμβόλιζε η λέξη “χνάρι”, τι δυνατό έκρυβε και εξαλλασσόταν όλο και σε κάτι άλλο∙ από περιοδικό γινόταν μπουάτ κι έπειτα βιβλιοπωλείο και μετά και πάλι περιοδικό με ελαφρώς παραλλαγμένο τον τίτλο: Χνάρι(α), όπου πια φάνηκε ως ενεργώς συμπράττων ο ζωγράφος Γιώργος Λαζόγκας, σαλονικιός κι αυτός, παλιός φίλος του Παγουλάτου και συχνότατα περαστικός από τον Ηνίοχο. Λέω δεν ξέρω τι συμβόλιζε η λέξη και την έπαιρναν και την προσάρμοζαν σε κάτι παραπλήσιο κάθε φορά, πιθανόν όμως το χνάρι να σήμαινε το αποτύπωμα του επερχόμενου, του νέου, του διαφορετικού που όλοι περιμέναμε μέσα στις αυταπάτες μας.

Θυμάμαι ακόμα τις βραδιές του βιβλιοπωλείου της οδού Κιάφας, οργανωμένες νομίζω κι αυτές, ή με τη συμβολή της Μαρίας Δημητριάδη. Στις βραδιές δε συγκεντρώνονταν μόνο μουσικοί, όπως ο Μανόλης Ρασούλης, ο Θάνος Μικρούτσικος, που ήδη είχε μελοποιήσει και παίξει ένα ποίημα του Παγουλάτου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Νότης Μαυρουδής, και άλλοι επίσης, μα και ποιητές που ήταν ελάχιστα γνωστοί εκείνη την εποχή. Στο “Χνάρι” συνάντησα τον Βασίλη Στεριάδη, τον Λευτέρη Πούλιο, τον Δημήτρη Ποταμίτη, τη Βερονίκη Δαλακούρα, την Παυλίνα Παμπούδη∙ εκεί άκουσα και τον Παγουλάτο να διαβάζει κομμάτια από τα Επίμαχα, νομίζω τα πιο πολιτικά στρατευμένα ποιήματά του, και από το Κορμί, κείμενο τη συλλογή που δημοσίευσε τον ίδιο εκείνο χρόνο, το 1975, όπου φαινόταν κιόλας η αλλαγή του προσανατολισμού του, στην τεχνική και ιδίως στον χειρισμό μιας γλώσσας πιο α-κυριολεκτικής. Μετά, για ένα μεγάλο διάστημα χάθηκε. Είναι αλήθεια όμως ότι όλοι μας, θέλω πω της γενιάς μου, αρχίσαμε να τροποποιούμε τις διαδρομές μας∙ είχαν αρχίσει οι αποσύρσεις, γινόμασταν πιο σκεπτικιστές, μαζευόμασταν στον εαυτό μας ευκολότερα από πριν. Οι άλλοτε παρέες αραίωναν, το τοπίο άλλαζε ραγδαία, η διαθεσιμότητα και η ελευθεροφροσύνη ψαλλιδιζόταν. Μου έλεγαν κοινοί γνωστοί ότι ο Παγουλάτος ετοιμαζόταν να ξαναφύγει για το Παρίσι. Πέρασε μια σωστή δεκαπενταετία ώσπου να τον ξαναδώ, τη φορά αυτή στην Πάτρα, στο Συμπόσιο Ποίησης. Παρέα με τον Ανδρέα Μπελεζίνη, ο οποίος τον σύστηνε με την ενθουσιώδη, στεντόρεια φωνή του. Μου έκανε εντύπωση που ήταν σχεδόν αγνώριστος, αν τον σύγκρινε κανείς με το παρουσιαστικό του 1975, αλλά όταν άρχισε να συμμετέχει στις συζητήσεις και να μιλά πέρα από τις τυπικότητες, μου έκανε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση το ότι δεν είχε μετακινηθεί ουσιαστικά από τις προφητείες του επερχόμενου και αναγκαίου να υπάρξει γλωσσικού χάους. Ήταν αμετάβατος.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Από το εναρκτήριο σχόλιο του περιοδικού Χνάρι (1973-1975, 1987).
2. Ο Κωστής Τριανταφύλλου που ανέπτυξε δράσεις παρόμοιες ή παράλληλες με αυτές του Παγουλάτου, τόσο στο Παρίσι όπου σπούδασε σινεμά όσο και με τις συμμετοχές του σε εκθέσεις και συναντήσεις οπτικής και συγκεκριμένης ποίησης, μπορεί να μη διατήρησε άθικτους τους δεσμούς του με τις πολιτικές ομάδες του '70, ωστόσο επεξεργάστηκε και ερεύνησε με μεγαλύτερη ένταση και έκταση τη μορφολογία και τις εφαρμογές του εικαστικού του έργου.
3. Ένας αρκετά περιεκτικός χάρτης αναγραφής αυτών των περιοδικών, αλλά με μπερδεμένη κάπως και άνισα κατανεμημένη τη σειρά τους, βρίσκεται στο χρήσιμο οπωσδήποτε βιβλίο της Ελισάβετ Αρσενίου, Νοσταλγοί και Πλαστουργοί. Έντυπα κείμενα και κινήματα στη μεταπολεμική λογοτεχνία. Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2003, ιδίως 348-415.

Δεν υπάρχουν σχόλια: